Ο κύκλος με την κιμωλία, ένα λαϊκό παραμύθι στο θέατρο

Ο συγγραφέας

«Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί οι καιροί.

Θα λένε: Γιατί σιωπούν οι ποιητές τους;»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε ως νοσοκόμος. Από νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει ποιήματα και θεατρικά. Το 1923 προσελήφθη ως βοηθός σκηνοθέτη στο Γερμανικό Θέατρο του Βερολίνου υπό την διεύθυνση του Μαξ Ράινχαρτ. Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στην Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μέχρι το έτος 1948. Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στην Λαϊκή Δημοκρατίας της Γερμανίας. Τον Ιανουάριο του 1949 ίδρυσε το Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Το 1954 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν για την Ειρήνη. Θεωρείται ο πατέρας του επικού ή διαλεκτικού θεάτρου στην Γερμανία. Έγραψε μερικά από τα πιο δημοφιλή θεατρικά έργα, ορισμένα πεζά κείμενα και ποίηση. Έφυγε από τη ζωή το 1956.

Με επιρροές από την ιστορία και τη φιλοσοφία, τον Καρτέσιο, τους Διαφωτιστές, τον Σωκράτη, τον Χέγκελ και τη Διαλεκτική του, αλλά και από τον λαϊκό μύθο και το κινεζικό θέατρο, ο Μπρεχτ διαμόρφωσε μια καινούργια δική του προσωπική αισθητική αντίληψη για το θέατρο και την τέχνη. Η αισθητική του εδράζεται στην κατάργηση του ατόμου ως φυσικού όντος· υπάρχει μόνον ως παραγωγικό στοιχείο μέσα στο κοινωνικό πεδίο, δηλαδή μόνον διαλεκτικά στο
πεδίο των σχέσεων (Irrlitz 1986, Στάγκος 1970). Ο Μπρεχτ μελέτησε και εγκολπώθηκε τη μαρξιστική θεωρία και o όρος επικό θέατρο ή διαλεκτικό θέατρο είναι ταυτισμένος με αυτόν: το θέατρο οφείλει να εγγράψει τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα του καιρού του, και να κινητοποιεί τη (δια)νόηση του θεατή αντί για το συναίσθημα. Απομακρύνεται από την αριστοτελική έννοια της κάθαρσης ως ζητούμενο για τους θεατές (Mayer 1986). Δεν αντιμάχεται τα συναισθήματα, αλλά τα ερευνά, και προχωρεί πέρα από αυτά (Brecht 1967).Το ζητούμενο είναι ένας θεατής που θα στέκεται με κριτική ματιά απέναντι στο θέαμα, με απώτερο στόχο να αναγνωρίσει την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση και να αναζητήσει τρόπους για να αλλάξει τις υπάρχουσες δομές μιας τέτοιας κοινωνίας. Eξέχοντα ρόλο στο θέατρο του Μπρεχτ έχει η τεχνική της αποστασιοποίησης (Verfremdungseffekt ή V-Effekt), ή αποξένωσης (παραξένισμα κατά τον Μάρκαρη, 1982:38)

Η αποστασιοποίηση επιτυγχάνεται με τη ρήξη της σκηνής: ο ηθοποιός-αφηγητής που βγαίνει για λίγο από τον ρόλο του για να μιλήσει απευθείας στο κοινό. Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν, το θέατρο του Μπρεχτ αποκτά και διδακτικό χαρακτήρα, με στόχο να παρουσιάσει το οικείο ως ξένο, έτσι ώστε το κοινό να μην παίρνει ως δεδομένο ούτε το περιεχόμενο, αλλά ούτε και την ίδια την φόρμα του θεάτρου. Για τον Μπρεχτ, αρετή είναι η γνώση και η κριτική σκέψη στην κοινωνική πράξη (Irrlitz 1986, myTheatro.gr 2016)

To έργο

Διαβάζοντας το έργο σε μετάφραση του Τάσου Ψηλογιαννόπουλου από τις εκδόσεις Αργοναύτης είχαμε την ευκαιρία να βυθιστούμε σε αυτή την πού ενδιαφέρουσα και αμφίσημη ιστορία και να γνωρίσουμε τον μοναδικό τρόπο γραψίματος του Μπρεχτ, τα ηθικά διλήμματα στα οποία θέτει τους ήρωές του και τον τρόπο που μετατρέπει μια χιλιοειπωμένη λαϊκή ιστορία σε ένα δράμα οικουμενικό και επίκαιρο.

Την εποχή που γράφτηκε το έργο, ο κόσμος έβγαινε από τα ερείπια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και προσπαθούσε να επαναπροσδιοριστεί, για να χτίσει ξανά τη ζωή του. Ήταν η περίοδος της αυτοεξορίας του συγγραφέα στις ΗΠΑ, και ο αρχικός τίτλος ήταν «Ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία». Ολοκληρώθηκε το 1945 και έμελλε να γίνει από τα διασημότερα και πιο πολυπαιγμένα παγκοσμίως έργα του Γερμανού δραματουργού και ποιητή. Αξίζει να δούμε αναλυτικά την πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή του, τα πρόσωπα που εμφανίζονται και μια βαθύτερη ανάλυσή του.

Στα σύνορα ενός κατεστραμμένου χωριού στον Καύκασο, υπάρχει φιλονικία των κατοίκων για την περαιτέρω αξιοποίηση της γης. Η λεκτική μάχη κερδίζεται από τον «απεσταλμένο» και για να γιορτάσουν το γεγονός, καλούν μερικούς καλλιτέχνες οι οποίοι αφηγούνται μια ιστορία με κινέζικες ρίζες, που περιλαμβάνει χορό και τραγούδι, τον «Κύκλο με την κιμωλία». Η ιστορία μας λοιπόν ξεκινά εγκιβωτισμένη σε μια άλλη ιστορία και την ακούμε μέσα από τα λόγια του Τραγουδιστή. Η Γκρούσα, υπηρέτρια στο παλάτι των Αμπασβίλι, καλείται τη μέρα που ξεσπά η επανάσταση στη χώρα, να προστατέψει τον ξεχασμένο νεαρό πρίγκιπα Μιχέλ από όσους επιδιώκουν το θάνατό του. Βρίσκεται μόνη απέναντι σε ένα βρέφος και παίρνει τη σημαντικότερη απόφαση της ζωής της, όταν το σώζει και το κουβαλά μαζί σε διάφορους προορισμούς. Οι δυσκολίες πολλές, όμως την κρατά ζωντανή η θύμηση του αρραβωνιαστικού της Σίμωνα και η ελπίδα ότι κάτι αναπάντεχο θα συμβεί και τα πράγματα θα καλυτερέψουν. Όσο περνά ο καιρός, εκείνη δοκιμάζεται σκληρά και για να εξασφαλίσει το μέλλον του παιδιού, διακινδυνεύει αρκετές φορές, ενώ φτάνει μέχρι το γάμο με έναν που δεν αγαπά, απλά για να αποκτήσει κοινωνική υπόληψη. Κάποια μέρα εμφανίζεται η πραγματική μητέρα του Μιχέλ,η Νατέλα και διεκδικεί κάθε νόμιμο δικαίωμά της, όπως και την περιουσία που κληρονομεί ως πρίγκιπας. Στο πλευρό της Γκρούσα θα σταθεί αρκετός κόσμος και ιδιαίτερα ο Σίμωνας που έχει εντωμεταξύ επανεμφανιστεί. Ο ιδιόρρυθμος γραμματέας του χωριού Αζντάκ, θα βάλει τις δύο μητέρες σε μια δοκιμασία ώστε να αποφασίσει σε ποια θα δώσει το παιδί, και ενώ αρχικά κριτήριο για την επιλογή είναι η δύναμη, στο τέλος θα νικήσει η αγνή αγάπη. Η αληθινή αγάπη είναι οδηγός για την κρίση του Αζντάκ: Μητέρα του παιδιού είναι εκείνη που το αξίζει και η Γκρούσα δικαιώνεται.

O τραγουδιστής Αρκάντι Τσάιντσε του επικού θεάτρου, καταλήγει στο επιμύθιο: «τα παιδιά ανήκουν σε αυτές που φέρονται σαν μανάδες για να μεγαλώσουν σωστά, οι άμαξες στους καλούς αμαξάδες για να πηγαίνουν σωστά και η κοιλάδα σ’ αυτούς που θα την ποτίζουν για να βγάλει νερό» ενώνοντας έτσι τη μυθοπλαστική ιστορία με εκείνη της πλασματικής πραγματικότητας, με το όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας που το κοινό οφείλει να υλοποιήσει (Μαράκα 2005:295-324).

Τα πρόσωπα

Τα πρόσωπα του έργου είναι αρκετά, οπότε η καταγραφή τους στην αρχή του βιβλίου μαζί με τις ιδιότητες του καθενός υπήρξε αρκετά βοηθητική για εμάς. Όσον αφορά τους δύο σημαντικότερους χαρακτήρες της ιστορίας, τη Γκρούσα και τον Αζντάκ, η πρώτη αρχικά είναι ένα ευγενές «κορόιδο» που επωμίζεται την τεράστια ευθύνη και κινδυνεύει, μα και η έκφραση της πίστης του Μπρεχτ πως μητρότητα σημαίνει τελικά καλοσύνη. Μέσω θυσιών και εμποδίων, επέρχεται η σωτηρία του παιδιού και αυτό αποκαθιστά την τάξη και την ισορροπία σε αυτήν την ιδιάζουσα σχέση. Ο Αζντάκ, είναι ο σοφός τρελός με την αλάνθαστη λαϊκή συνείδηση, που με περίτεχνα κόλπα αποκαθιστά εν μέρει την τάξη και το δίκαιο, μα συμβολίζει ταυτόχρονα τα εκφυλισμένα συμφέροντα και τον τρόπο διεκδίκησης μιας ασαφούς δικαιοσύνης. Όταν όμως η πολιτική τάξη αποκατασταθεί θα εξαφανιστεί, όπως αρμόζει σε έναν ρομαντικό επαναστάτη. Ο ρόλος του Αζντάκ, πρόκειται για τον πιο χυμώδη ήρωα του έργου. «Ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία» είναι παράλληλα η ιστορία του Αζντάκ του κλεφτοκοτά που έγινε δικαστής, επειδή στην επανάσταση έκρυψε στο σπίτι του τον Μεγάλο Δούκα και του έσωσε τη ζωή.

Η ανάλυση

Ένα λαϊκό παραμύθι, αισθαντικό και καθάριο, τοποθετείται από τον συγγραφέα, μπροστά από το ιστορικό φόντο που είναι -όπως πάντα άγριο, αδίστακτο και σκοτεινό. Το μπρεχτικό θέατρο, λαϊκό, ψυχαγωγικό και διδακτικό, με επικές αφηγητικές αποχρώσεις, το έργο που κυριαρχείται από το αντιπολεμικό πνεύμα του συγγραφέα, είναι μια αλληγορία, μια παραβολή «για τον πειρασμό της καλοσύνης», σύμφωνα με τα λόγια του Μπρεχτ. Ο Μπέρτολντ Μπρεχτ συνδυάζει τη σκληρή κριτική στην εξουσία με την ελπίδα του για τον άνθρωπο, αρχικά το κριτήριο επιλογής είναι η δύναμη, στο τέλος θα νικήσει η αγνή αγάπη. Σ΄ έναν κόσμο, όπου θριαμβεύει η αδικία, η αλαζονεία της εξουσίας και του πλούτου, σε μια εποχή σκληρή και δύσκολη όπως αυτή που ζούμε σήμερα, ο Μπρεχτ, παραμένει μέγας ποιητής – οραματιστής και μέσα από τη θεατρική πράξη μεταφέρει την πίστη του στον θρίαμβο της Δικαιοσύνης και άρα της Ανθρωπότητας. Πρόκειται για μια τρυφερή ιστορία μητρότητας, που, ταυτόχρονα, αποτελεί και μία σαρκαστική κωμωδία πάνω στη δικαιοσύνη και την εξουσία. Ο Οδυσσέας Ελύτης, που έχει επίσης μεταφράσει το έργο αναφέρει πως “το παραμυθένιο υπόβαθρο του έργου και οι βαθύτατα ανθρώπινες στιγμές του μου έδωσαν μια χαρά που θα ήθελα, μέσα από τη δική μου αίσθηση, να τη μεταδώσω και στους αναγνώστες”. Το έργο που κυριαρχείται από το αντιπολεμικό πνεύμα του συγγραφέα, είναι μια αλληγορία, μια παραβολή «για τον πειρασμό της καλοσύνης», σύμφωνα με τα λόγια του Μπρεχτ. Φαινομενικά ως παραμύθι που διαρθρώνεται με ιδεολογική δυναμική στο εσωτερικό του, «Ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία» αποτυπώνει από νωρίς τις διάφορες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Ένα έργο που ασκεί κριτική στους λειτουργούς των θεσμών, στους πολιτικούς, στους στρατιωτικούς, στους δικηγόρους, στους γιατρούς, στους ιερωμένους. Αυτό που λέμε «λαϊκό θέατρο».

Ο μύθος συναντάται στην Παλαιά Διαθήκη (ο σοφός Σολομών), όσο και σε ένα παλιό κινεζικό παραμύθι του 13ου αι. Τον κινεζικό μύθο είχε μεταγράψει ελεύθερα σε θεατρικό έργο ο γερμανός συγγραφέας Alfred Henschke (Klabund). Η επαφή με τον Klabund και τον τρόπο προσέγγισής του, εντυπωσίασε τον Μπρεχτ, όπως ο ίδιος αναφέρει (Brecht 1967). Η δοκιμασία του κύκλου με την κιμωλία είχε απασχολήσει τον Μπρεχτ σε προηγούμενα έργα του (Der Augsburger Kreidekreis), αλλά στον Καυκασιανό Κύκλο ανατρέπει τον γνωστό μύθο, κατά τον οποίο το παιδί αποδίδεται με τη δοκιμασία του κύκλου στην βιολογική μητέρα.

Αντί επιλόγου

Με το πείραμα του κύκλου με την κιμωλία, περνάει το μήνυμα “Κανένα πράγμα δεν είναι κανενός, αλλά σ’ αυτόν που το ‘χει μεράκι και η γη σ’ αυτούς που τη πονούν και τη δουλεύουν” Το πρώτο θεατρικό του Μπρέχτ που ανέβηκε στη Ελλάδα και με αυτό πήρε σάρκα και οστά το έργο του στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν 1957, σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη και. μουσική του Μάνου Χατζηδάκι. Απέσπασε πολύ καλές κριτικές και όλοι μιλούσαν για μία από τις καλές στιγμές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου-πολιτισμού.

Πηγή:

https://m.naftemporiki.gr/story/923843

http://metafraseis.enl.uoa.gr/fileadmin/metafraseis.enl.uoa.gr/uploads/Greek_Andromachi_Malakata_PUBLICATION.pdf
https://www.902.gr/sites/default/files/MediaV2/20170105/o_kaykasianos_kyklos_me_tin_kimolia_mpreht_dt_2.pdf

«Ο αναρχικός τραπεζίτης » ένας σύγχρονος σωκρατικός διάλογος

Το διήγημα του πορτογάλου ποιητή Φερνάντο Πεσόα Ο αναρχικός τραπεζίτης πρωτοδημοσιεύτηκε το 1922 και πραγματεύεται, με το ύφος των σωκρατικών διαλόγων, την πολυεπίπεδη προβληματική της θεωρίας του αναρχισμού, της ελευθερίας και της τυραννίας. Μπορεί το διήγημα να γράφτηκε πριν σχεδόν από έναν αιώνα αλλά δεν παύει η ιδεολογία από την οποία εμφορείται, το βαθύ του νόημα και οι φιλοσοφικές του απολήξεις να μας αγγίζουν μέχρι σήμερα, αφού το όραμα του τραπεζίτη, η πολυπόθητη αποτίναξη μιας τυραννίας τόσο προσωπικής όσο και συλλογικής, ένα δυσεπίλυτο ζήτημα, ίσως την σημερινή εποχή μοιάζει πιο απίθανη από ποτέ. Ζώντας στον ασφυκτικό κλοιό μιας παγκόσμιας κλίμακας πανδημίας, ενός κράτους που διαρκώς ενισχύει την αστυνόμευση και μιας κοινωνίας πρόθυμης να θυσιάσει τα πάντα στο βωμό του χρήματος και να καθυποτάξει την ουσία και την αξία στο ευτελές και την ποσότητα, το διήγημα μας αγγίζει, μας αφορά, μας αλλάζει.

Ο συγγραφεάς γεννήθηκε στην Λισαβόνα στις 13 Ιουνίου 1888 και απεβίωσε στις 30 Νοεμβρίου 1935. Την παραμονή του θανάτου του σημειώνει από την κλίνη του νοσοκομείου “Δεν γνωρίζω τι θα φέρει το μέλλον”. Αυτό που το μέλλον έφερε αναμφισβήτητα είναι η καταξίωσή του ως ενός από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ου αιώνα. Έζησε τη ζωή του στα όρια της ανυπαρξίας και δημοσίευσε ελάχιστο μέρος του τεράστιου και πολλές φορές ανολοκλήρωτου έργου του. Ελάχιστα γεγονότα συνθέτουν την βιογραφία του: ο θάνατος του πατέρα του, η μετακόμιση με την νέα του οικογένεια στην Αφρική, η αγγλική του παιδεία, η επιστροφή του στη Λισαβόνα, η εργασία του ως αλληλογράφου σε εμπορικούς οίκους, ένας έρωτας και η μοναχικότητα που τον χαρακτήριζε. Ο Πεσόα υπογράφει το έργο του με το όνομά του αλλά και με άλλα 72 καταγεγραμμένα ετερώνυμά του, μοναδική περίπτωση στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κύριοι συντελεστές σε πρωτοτυπία αλλά και παραγωγικότητα είναι οι εξής 4 ετερώνυμοί του: Αλμπέρτο Καέιρο, ποιητής του “Φύλακα των κοπαδιών”, ο εκκεντρικός ναυπηγός μηχανικός Αλβάρο ντε Κάμπος, ποιητής της “θαλασσινής ωδής” και του “Καταστήματος φιλικών”, ο επικούρειος, στωικός κλασικιστής συνθέτης ωδών Ρικάρντο Ρέις και, τέλος, ο Μπερντάντο Σοάρες, συγγραφέας του Βιβλίου της Ανησυχίας. Και κεντρικό πρόσωπο ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσόα, ο ποιητής του “Μηνύματος”, ο διηγηματογράφος του “Αναρχικού τραπεζίτη”, ο θεατρικός συγγραφέας ενός ανολοκλήρωτου Φάουστ, ο οποίος ορίζει την τέχνη του δηλώνοντας: “Προσποίηση είναι του ποιητή η τέχνη”.

Εκείνος, λοιπόν, ο συγγραφέας με τα χίλια πρόσωπα, στο παρόν διήγημά του τοποθετεί στον ρόλο του Σωκράτη τον “αναρχικό τραπεζίτη”, γνωστό μεγαλοεπιχειρηματία και σημαίνον πρόσωπο, συνδυασμός ιδιοτήτων που αρχικά φαντάζει αντιφατικός. Ήδη από τον τίτλο, που θα χαρακτηρίζαμε οξύμωρο, προμηνύεται αυτή η διττότητα στην προσωπικότητα και την στάση ζωής του πρωταγωνιστή. Ίσως να είναι αυτό ακριβώς που τραβά τον συνομιλητή, τον αναγνώστη δηλαδή, που δεν είναι άλλος από εμάς και εσάς να καθίσει νοερά στο τραπέζι και να ακούσει τον λόγο του με δέος αλλά κυρίως με περιέργεια. Εμείς, λοιπόν, δεχτήκαμε αυτή την πρόσκληση ή μάλλον πρόσκληση να παρακολουθήσουμε αυτόν τον μονόλογο, τον ορμητικό, από τον οποία ξεπηδά μια ολόκληρη κοσμοθεωρία μέσα από βιβλίο σε μετάφραση του Αλέξανδρου Ζαγκούρογλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αργοναύτης.

Αρπάξαμε στα χέρια μας αυτό το ολιγοσέλιδο, μεστό όμως σε ιδέες και νοήματα βιβλίο και ο λόγος ξεκίνησε. Με επιμονή ο τραπεζίτης προσπαθεί να μας πείσει ότι η αναρχία δεν είναι κάτι ουτοπικό, αλλά κάτι απτό και υλοποιήσιμο. Κηρύσσοντας την μη πίστη του σε οτιδήποτε δεν προέρχεται από την φύση και συνεπώς στην απόρριψη των κοινωνικών θεσμών, στους οποίους συγκαταλέγει την οικογένεια, τον γάμο, την θρησκεία, εκμυστηρεύεται πως αυτό που επιδιώκει είναι η αποτίναξή τους. Ο αναγνώστης ξαφνιάζεται με τις διακηρύξεις αυτές που προέρχονται ειδικά από το στόμα ενός ανθρώπου που είναι υπηρέτης του συστήματος. Η έκπληξη αυτή γίνεται ο κινητήριος μοχλός προκειμένου να συνεχίσει να παρακολουθεί τις απόψεις που να αποκαλύπτονται.

Συνεχίζει πληροφορώντας μας πως προερχόμενος από την εργατική τάξη γρήγορα κατέληξε πως ο μόνος τρόπος να έρθει αντιμέτωπος με τους θεσμούς και να τους καταρρίψει ήταν η πνευματική καλλιέργεια. Ωστόσο, κάτι τέτοια θα τον καθιστούσε παθητικό αναρχικό, άνθρωπο του παρασκηνίου. Αυτός ο ρόλος δεν θα τον κάλυπτε, αφού ήταν γεννημένος άνθρωπος της δράσης. Στο σημείο αυτό ο Πεσόα φαίνεται να επιρρίπτει την ευθύνη για παθητική αντίσταση στους ανθρώπους του συναφιού του, στους συγγραφείς. Αλλά ο τραπεζίτης μας δεν είναι φυσικά σαν αυτούς. Προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του κατέληξε να συσπειρωθεί με άλλους ανθρώπους που μοιράζονταν την ίδια θεώρηση του κόσμου. Με όπλο το μυαλό και την συνεργασία σταδιακά να ήταν αυτή που θα παρακινούσαν την επανάσταση, Προηγουμένως έχει καταστήσει σαφές πως μια τέτοια επανάσταση δεν θα έπρεπε να γίνει μαζικά και εξαναγκαστικά, αλλά να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του συνόλου των πολιτών. Διαφορετικά, θα προέκυπτε μια νέα μορφή τυραννίας που θα διέφερε σημαντικά από την προηγούμενη. Με δρομοδείκτη την ελευθερία επιλογής θεώρησε πως η συνεργασία ομοϊδεατών θα είχε ως αποτέλεσμα την ενστάλαξη σε μέρος του πληθυσμού της ανάγκης για αλλαγή που από μόνη της θα επέφερε την πολυπόθητη επανάσταση. Γρήγορα διαπίστωσε, όμως, ένα σημαντικότατο πρόβλημα.

Στην διαδικασία κατάργησης της τυραννίας, μέσα από την ομαδική λειτουργία, μια νέα τυραννία γεννιόταν, μια τυραννία που δεν ήταν αποτέλεσμα των κοινωνικών θεσμών, ούτε πήγαζε από τα φυσικά χαρακτηριστικά. Η υποδούλωση ορισμένων αναρχικών σε άλλους υπέθεσε πως είχε τις ρίζες της σε επιρροές των κοινωνικών θεσμών στην φυσική και πνευματική υπόσταση των υποκειμένων που ήταν δύσκολο εώς ακατόρθωτο να ξεριζωθούν. Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησε πως η αναρχία στη θεωρία αλλά και στην πράξη είναι εφικτή μόνο σε ατομικό επίπεδο. Την αφύπνισή του αυτή δεν συμμερίστηκαν οι συναγωνιστές του, από τους οποίους αποστάτησε. Ωστόσο, δεν κατάληξε ερημίτης και απόκληρος ενός κόσμου που δεν μπορούσε να αλλάξει.

Για αυτό το λόγο, εντόπισε τον παράγοντα εκείνον που έκανε τους περισσότερους συνανθρώπους του σκλάβους και συγκέντρωσε τόσο πολύ από αυτό, ώστε στο τέλος να απελευθερωθεί από την ανάγκη κατοχής του. Αυτός δεν ήταν άλλος από το χρήμα. Με αυτή του την απαγκίστρωση από τον τύραννο του χρήματος κατόρθωσε να επιτύχει την προσωπική του ελευθερία που θεωρεί σαν ένα λιθαράκι στην απελευθέρωση του κόσμου και στην εμπέδωση της αναρχίας. Σε αυτό το σημείο, ο αναγνώστης ευλόγως απορεί πως ο τραπεζίτης μπορεί να κάνει λόγο για ελευθερία την ώρα που αυτός περισσότερο από άλλους υπηρέτησε ένα σύστημα αυταρχικό, τυραννικό. Ίσως θα βοηθήσει να θυμηθούμε την ιστορία του “Σιντάρτα” του Έσσε που μίσησε τον πλούτο και απομακρύνθηκε από αυτόν στην στιγμή που είχε συγκεντρώσει τον περισσότερο.

Η όλη συνομιλία τελειώνει, θα έλεγε κανείς, κάπως απότομα. Αυτή ήταν, χωρίς αμφιβολία, μια σκόπιμη επιλογή του Πεσόα. Όσο έντονα εισβάλλει ο τραπεζίτης στο τραπέζι των σκέψεών μας, άλλο τόσο αισθητά αποχωρεί αφήνοντας στην δική μας αποκλειστική ευθύνη την επεξεργασία των ιδεών που μας παρέθεσε. Εξάλλου, στην λογοτεχνική του πορεία ο Πεσόα έχει αποδείξει όσο λίγοι πως είναι ένας άξιος μαθητής του Σωκράτης και της μαιευτικής μεθόδου, όσο και λάτρης της αυτόνομης συλλογιστικής πορείας του αναγνώστη. Δεν μας επιβάλλει τίποτα, μας αφήνει να επιλέξουμε αν θα προσπεράσουμε τις απόψεις του, αν θα τις ενστερνιστούμε, αν θα τις αμφισβητήσουμε. Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία και ίσως, ας μας επιτραπεί η ποιητική αδεία, η ουσία της αναρχίας αυτού του αναγνώσματος. Όσοι δεν το έχετε διαβάσει, είναι ευκαιρία μέσα σε 57 μόλις σελίδες να γίνετε μέτοχοι ενός τέτοιου λογοτεχνικού πειράματος.