Μπεστ-σέλερ στο εξωτερικό, ένα must-read των celebrities της Κορέας, το Almond κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά με τίτλο «Το αγόρι που δεν ήξερε τι θα πει φόβος» της Σον Ουόν Πιονγκ από τις εκδόσεις Ιβίσκος. Μια ακόμα μετάφραση της κορεάτικης λογοτεχνίας που μας άνοιξε την πόρτα σε έναν πρωτόγνωρο κόσμο που εναλλασσόταν μεταξύ σκοταδιού και φωτός, στον κόσμο του ξεχωριστού Γιάντζε ή αλλιώς του πιο αξιολάτρευτου τέρατος. Τι σημαίνει αγάπη, φιλία, θυσία, κανονικότητα; Τι πάει να πει είμαι φυσιολογικός; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα σαν αναγνώστες και συνοδοιπόροι του πρωταγωνιστή αναζητούμε διαρκώς απαντήσεις.
Η Γενιά του Αίματος και της Οργής αποτελεί το συγγραφικό ντεμπούτο της Νιγηριανής-Αμερικανής συγγραφέα Tomi Adeyemi και το πρώτο μέρος στην τριλογία «Η Κληρονομιά της Ορίσα». Είναι ένα έργο που θα καθηλώσει τους λάτρεις της φαντασίας και όχι μόνο τόσο σαν βιβλίο όσο και κατά την αναμενόμενη μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη.
Εκδοθέν ήδη από το 2018-2019 κατέκτησε αμέτρητες υποψηφιότητες και άλλα τόσα βραβεία εκείνης της περιόδου. Τα δικαιώματα για την ταινία πωλήθηκαν αμέσως, ενώ το συμβόλαιο που έκλεισε η Adeyemi με τον εκδοτικό οίκο ήταν ένα από τα πιο προσοδοφόρα που έχουν υπογραφεί ποτέ στον τομέα της νεανικής λογοτεχνίας . Μετά την μεγάλη επιτυχία που σημάδεψαν έργα όπως οι “Αγώνες Πείνας” ή το “Divergent”, έργα της νεανικής λογοτεχνίας που μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο σε παρόμοιο μοτίβο, η πορεία του βιβλίου αυτού θα λέγαμε πως ήταν κάπως προδιαγεγραμμένη.
Η Adeyemi έχτισε τον κόσμο της Ορίσα με βάση την κουλτούρα της Δυτικής Αφρικής, της Νιγηρίας και της φυλής των Γιορούμπα. Εξάλλου το γεγονός ότι η συγγραφέας έχει εντρυφήσει στον αφρικανικό πολιτισμό είναι αισθητό σε όλο το βιβλίο. Οι καταπιεστικές συμπεριφορές απέναντι στην πρωταγωνίστρια μοιάζουν να σχετίζονται με τα πρόσφατα γεγονότα των δολοφονιών των έγχρωμων διαδηλωτών από αστυνομικούς στις ΗΠΑ, αν και το βιβλίο είχε γραφτεί κάποια χρόνια νωρίτερα. Παραμένει, ωστόσο, και αναδεικνύεται πιο επίκαιρο από ποτέ. Ο θυμός, η οργή, η δύναμη που αποπνέει είναι απαραγνώριστα στοιχεία ενός συγγράμματος με ένταση συναισθήματος και ανησυχία. Το μυθιστόρημα είναι μια κραυγή αγωνίας που αντιτίθεται στις ζοφερές καταστάσεις των ημερών μας. Αυτό είναι, εξάλλου, που καθιστά τη Γενιά του Αίματος και της Οργής ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία για το είδος που εκπροσωπεί των τελευταίων ετών. Άλλωστε, η λογοτεχνία δεν είναι αποκλειστικά συνυφασμένη με τον λυρισμό και με το ωραίο. Η τέχνη του λόγου υπηρετεί την αλήθεια, την όποια αλήθεια. Δεν διστάζει να στηλιτεύει το γίγνεσθαι, να επιχειρεί να διορθώσει τα κακώς κείμενα, να μάχεται. Η πένα της Adeyemi είναι λες και φτιάχτηκε για την μάχη αυτή.
Πριν από έντεκα χρόνια σε μια περιοχή που ονομάζεται Ορίσα ο Βασιλιάς Σαράν, αμείλικτος και ιδιαίτερα σκληρός εξαπέλυσε μια επίθεση που έμεινε γνωστή ως η Επιδρομή, τέλεσε ουσιαστικά μια γενοκτονία αφανίζοντας όσους μάγους ζούσαν εκεί. Δεν αρκέστηκε μόνο στους μάγους. Μαζί τους σκότωσε και τους θεούς. Κάθε σύνδεσμος με το παρελθόν και τους προγόνους εκείνη την μέρα χάθηκε . Ο Σαράν αποφάσισε να χαρίσει τη ζωή στα παιδιά που ήταν κάτω των δεκατριών ετών, αφού το χάρισμα της μαγείας θα εκδηλωνόταν σε αυτά αργότερα. Τα παιδιά αυτά ονομάστηκαν μεταφυσικοί. Ξεχώριζαν ακόμη από τους απλούς ανθρώπους, τους κοσιντάν, όχι μόνο λόγω των λευκών μαλλιών τους αλλά και της τεράστιας κενότητας στην ψυχή τους. Για το καθεστώς ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, περιθωριοποιημένη και συχνά θύματα κρατικών και μη βαναυσοτήτων. Οι συλλήψεις, οι ξυλοδαρμοί, οι φόροι ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο.
Στο περιβάλλον αυτό ανατάφηκε η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, η Ζελί, επίσης μεταφυσική. Μεγάλωσε σε ένα ψαροχώρι με τον πατέρα της και τον μεγαλύτερο αδερφό της, που και οι δυο ήταν κοσιντάν . Έχασε την ημέρα της Επιδρομής την μητέρα της, την δολοφόνησαν στρατιώτες του Βασιλιά μπροστά στα μάτια της. Έκτοτε τους μισεί θανάσιμα. Αν δεν υπήρχε στην ζωή της ο αδελφός της, Τζάιν, να την σώζει από όλες τις ταραχές που από μικρή μπλεκόταν, όντας παρορμητική και οξύθυμη, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά για εκείνη. Προς το παρόν ζούσε μια φυσιολογική ζωή μέχρι να μπει στην ζωή της η πριγκίπισσα Αμαρί, που δραπέτευσε από το παλάτι και από τον άγριο πατέρα της, παίρνοντας μαζί της ένα αντικείμενο που έχει την ικανότητα να επιστρέφει τη μαγεία σε όποιον το αγγίζει. Αυτό το τρομερό αντικείμενοθα μπορούσε να επαναφέρει την μαγεία σε όλη την Ορίσα.
Η Ζελί μαζί με τον προστάτη της Τζάιν και την Αμαρί θα ξεκινήσουν ένα μακρύ και άκρως επικίνδυνο ταξίδι αναζήτησης απαντήσεων. Θέλουν την επιστροφή της μαγείας, αυτήν που πεισματικά αρνείται το καθεστώς . Αυτό αποκρυσταλλώνεται στο πρόσωπο του διαδόχου πρίγκιπα Ινάν, που τους καταδιώκει ανελέητα, σε κάθε τους βήμα. Κατά το κυνηγητό αυτό θα γνωρίσει τον έρωτα και την καταστροφή και θα κληθεί να παλέψει με τους δαίμονές του.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αρχικά από τη Ζελί, την Αμαρί και τον Ινάν, κάνει το κείμενο ζωντανό και μας επιτρέπει να γνωρίσουμε καλύτερα τους χαρακτήρες και να διεισδύσουμε στην ψυχοσύνθεσή τους . Ο κόσμος που πλάθεται γύρω από τα πρόσωπα είναι πλούσιος και μαγικός, προσεγμένος ως την παραμικρή λεπτομέρεια. Οι σκέψεις των ηρώων, η ηθική τους, οι αμφιβολίες τους, τα συναισθήματα είναι δυνατά. Αυτό που κυριαρχεί, βέβαια, είναι το αίσθημα της αδικίας και της αγανάκτησης. Ο αναγνώστης που βλέπει στα μάτια των ανθρώπων της Ορίσα τον σημερινό μας κόσμο σε κάθε μια σελίδα επαναστατεί, ταυτίζεται. Η δράση και η περιπέτεια απλώνεται σε όλο το έργο, το οποίο μας κρατά αφοσιωμένους σε αυτό διαρκώς. Παράλληλα, οι χαρακτήρες είναι ρεαλιστικοί και φυσικοί, με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους. Η Ζελί είναι μια μαχήτρια, είναι γενναία και δυναμική, χωρίς το θάρρος να καταλήγει σε θράσος ή οίηση. Στον αντίποδα, η Αμαρί ξεκινά ως πιο εύθραυστη, ευαίσθητη, καλόκαρδη και φοβισμένη. Σταδιακά ωριμάζει, φανερώνει το πείσμα και την σταθερότητά της που συμπληρώνει η εξυπνάδα και η διορατικότητα του Τζάιν. Ο Ινάν είναι ο πιο ενδιαφέρων, ίσως, χαρακτήρας, ένας άνθρωπος που συγκρούεται αδιάλειπτα με τον ίδιο του τον εαυτό, αφού οι επιθυμίες του είναι αντιφατικές.
Η Ορίσα είναι ένα μεν φανταστικό μέρος αλλά δεν απέχει σημαντικά από τον πραγματικό μας κόσμο. Το σκούρο χρώμα δέρματος θεωρείται κατώτερο, ενώ οι πιο ανοιχτές αποχρώσεις πιο επιθυμητές, “ανώτερες”. Όποιος έχει χαρακτηριστικά διαφορετικά από τα κοινώς αποδεκτά καταλήγει παρίας, εξόριστος της κοινωνίας, όπως οι μεταφυσικοί. Βιώνουν την απόρριψη, τον ρατσισμό, την μισσαλλοδοξία. Όμως, όλα αυτά έχουν έδρα τον φόβο, τον φόβο για την διαφορετικότητα. Πρέπει να θυμόμαστε, ωστόσο, πως η μαγεία, όπως και στο βιβλίο φωλιάζει ακριβώς στις διαφορετικές από τις συνηθισμένες ψυχές αυτές. Και αν οι υπόλοιποι δεν το αναγνωρίζουν, πρέπει να αγωνιστούμε όπως η Ζελί , ώστε να το καταστήσουμε σαφές.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ιβίσκος στο πλαίσιο των κυκλοφοριών διεθνών best sellers! Παρά τον όγκο του, το χαρτί που έχουν επιλέξει είναι αρκετά ελαφρύ ώστε να διαβάζεται εύκολα. Η μετάφραση της Σύλιας Ζωιοπούλου δίνει μια όμορφη πνοή στο κείμενο, ενώ το εξώφυλλο και η γενικότερη επιμέλεια του έργου είναι προσεγμένα και ελκυστικά για τον αναγνώστη. Αν και μπορεί να συγκαταλεχθεί στην νεανική λογοτεχνία είναι ένα ανάγνωσμα για όλους όσους αγαπάμε την δράση, την δυστοπία και τα συγγράμματα με μηνύματα διαχρονικά και αξεπέραστα! Με ανυπομονησία περιμένουμε το δεύτερο μέρος, τη Γενιά της Αρετής και της Εκδίκησης μετά το ανατρεπτικό, θα λέγαμε, τέλος του πρώτου βιβλίου!
Οι εκδόσεις Ιβίσκος εγκαινίασαν πρόσφατα τη νέα τους σειρά με θέμα τα Διεθνή Best Sellers. Στο πρώτο της μυθιστόρημα «Μια γυναίκα δεν είναι άνθρωπος» που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ιβίσκος σε μετάφραση της Τέσυ Μπάιλα, η Ετάφ Ρουμ καταγράφει μέσα από την εξιστόρηση της ζωής τριών γενεών γυναικών που κατάγονται από την Παλαιστίνη αλλά ζουν στην Αμερική τις δυσκολίες και τα προβλήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωπες, την βία και τις διακρίσεις που υφίστανται και τον εσωτερικό αγώνα για να τα υπερβούν. Πρόκειται για μια ειλικρινή αφήγηση που πάλλεται ανάμεσα στην τιμή και την προδοσία, την βία και την αγάπη, την αντίσταση και την υποταγή, τα μυστικά και την αλήθεια. Ας δούμε, όμως, πιο αναλυτικά πως διαπλέκονται οι ζωές των χαρακτήρων και τα κρίσιμα εκείνα στοιχεία που καταφέρνει με την καθαρή γραφή και το γλαφυρό της ύφος να αναδείξει η συγγραφέας μέσα από τις πορείες τριών γυναικών που δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από την ίδια και από πολλές άλλες ακόμα ανά τον κόσμο σήμερα.
Βρισκόμαστε στην Παλαιστίνη του 1990, μια χώρα που έχει βασανιστεί τα προηγούμενα χρόνια από τις αλλεπάλληλες διαμάχες και τον πόλεμο. Η δεκαεπτάχρονη Ισρά, πρωτότοκη μιας Παλαιστινιακής οικογένειας, μεγαλώνει εγκλωβισμένη σε ένα σπίτι αυταρχικό και απρόσωπο, υπηρετώντας τον πατέρα και τα μικρότερα αδέλφια της, υπομένοντας τις καθημερινές εργασίες, την ενδοοικογενειακή βία και την παντελή έλλειψη στοργής και αγάπης. Νιώθει σαν ένα βάρος από το οποίο οι υπόλοιποι πασχίζουν να απαλλαγούν. Όχι μόνο ο βίαιος πατέρας της Γιάκομπ, αλλά και η εύθραυστη και σιωπηλή μητέρα της. Εκείνη προτιμά να χάνεται στον κόσμο των βιβλίων, ήσυχη και υποτακτική καθώς είναι ή μάλλον σωστότερα καθώς την μεγάλωσαν να είναι, προσπαθώντας να ικανοποιήσει τους πάντες, πλην του εαυτού της. Σαν καταφύγιο έχει το διάβασμα και τις προσευχές της. Η ζωή της, ωστόσο, σύντομα ανατρέπεται αφού οι γονείς της αρχίζουν να της αναζητούν μνηστήρες. Δεν αντιστέκεται, δεν θα μπορούσε άλλωστε, ακόμα και αν γνωρίζει ότι είναι πολύ μικρή για έναν γάμο που θα την εγκλωβίσει σε ένα άλλο σπίτι.
Η νέα της καταπίεση θα πάρει την μορφή του συζύγου της Αντάμ και της πεθεράς της Φαρίντα. Χωρίς να το αντιληφθεί, μια εβδομάδα μετά θα βρίσκεται παντρεμένη σε μια συνοικία Μπρούκλιν, εκεί όπου έχει μεταναστεύσει η επίσης παλαιστινιακής καταγωγής οικογένεια του άντρα της. Η ελπίδα ότι η ζωή της θα αλλάξει προς το καλύτερο, ότι θα κατορθώσει για βρει στο απλανές βλέμμα του άντρα της την αγάπη που αναζητούσε, ότι αν ικανοποιούσε την οικογένειά του, εκείνη θα την αποδέχονταν άρχισε να ωχριά την στιγμή που γεννά το πρώτο της παιδί, την Ντεγιά. Αντί για το πολυπόθητο αγόρι που ο πρωτότοκος γιος έπρεπε να εξασφαλίσει για να μοιραστεί μελλοντικά τα οικογενειακά βάρη και να συνεχίσει το όνομα, έρχεται στον κόαμο η Ντεγιά και ύστερα από αυτήν οι τρεις ακόμα αδελφές της. Αντιμέτωπη με την δυναμική και χειριστικά πεθερά της, έρμαια στα σχόλια της σκληροπυρηνικής κοινότητας, στην επιθετικότητα του συντρόφου της, ταπεινωμένη και μόνη, μακριά από την πατρίδα της, η Ισρά μετατρέπεται σε μια τραγική φιγούρα της γυναικείας μοίρας, σε μια πιστή ακόλουθου μιας ζωής στην οποία δεν είχε καμία επιλογή.
Στον αντίποδα, η Φαρίντα, η πεθερά της Ισρά φαίνεται μια δυναμική και σκληρή γυναίκα που διαφεντεύει ένα ολόκληρο σπιτικό, τους τρεις γιους της, τον Αντάμ, τον Ομάρ, τον Αλί, την κόρη της Σάρα, τις νύφες της, ακόμα και τον άνδρα της τον Χαλέντ. Αν και πολυμήχανη και πανούργα, η Φαρίντα μένει προσκολλημένη σε οπισθοδρομικές αραβικές παραδόσεις προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να κρατήσει ζωντανή της κουλτούρας της χώρας την οποία εγκατέλειψε. Δεν είναι αυτός ο αυτοσκοπός της. Κύριό της μέλημα θα έλεγε κανείς πως είναι η επίτευξη του κοινωνικώς αποδεκτού για την οικογένειά της. Θέλει να εξασφαλίσει τα παιδιά της οικονομικά, να τα παντρέψει, να εξασφαλίσει πως θα έχουν απογόνους. Είναι μεροληπτική απέναντί τους, ωθώντας στο περιθώριο την Σάρα και καταπιέζοντας τον Αντάμ που καλείται να σηκώνει όλα τα βάρη της οικογένειας την στιγμή που οι άλλοι δυο γιοι της αδιαφορούν. Την ίδια τακτική ακολουθεί και στην ανατροφή των εγγονών της παρά τα χρόνια που περνούν, την βία και τις κακουχίες που η ίδια είχε βιώσει πρώτα στα στρατόπεδα των προσφύγων μετά την Ισραηλινή εισβολή και αργότερα από τον αλκοολικό σύζυγό της.
Παράλληλα με τις δικές τους αφηγήσεις ξεδιπλώνεται η ζωή της μεγαλύτερής της κόρης, της Ντεγιά. Η γιαγιά της που μετά τον θάνατο των γονιών της σε τροχαίο δυστύχημα έχει αναλάβει εξ’ ολοκλήρου την ανατροφή τους κατά τα αυστηρώς αραβικά και ισλαμικά πρότυπα την πιέζει να παντρευτεί ενώ εκείνη ονειρεύεται να περάσει στο κολλέγιο. Εκείνη αδυνατεί να της εναντιωθεί και να επιβληθεί, οπότε υπομένει τον Γολγοθά των συναντήσεων με υποψήφιους μνηστήρες και του ναυαγίου των ονείρων της. Χάνεται, όπως και η μητέρα της στον κόσμο των βιβλίων. Δεν έχει από που να κρατηθεί γιατί ακόμα και οι αναμνήσεις από τους γονείς της είναι πολύ επώδυνες. Παρά το νεαρό της ηλικίας και την αδύνατή της μνήμη, η Ντεγιά είχε γίνει μάρτυρας των εντάσεων, της επιθετικότητας του πατέρα της, της κατάθλιψης που βίωνε η μητέρα της. Αυτές οι μνήμες την καθορίζουν και δεν μπορεί να απαλλαχθεί από αυτές. Την θλίβουν και τις δημιουργούν την εντύπωση πως η ευτυχία είναι κάτι ουτοπικό ή έστω κάτι για το οποίο αυτή δεν είναι πλασμένη. Το μοναδικό που της δίνει ευχαρίστηση, καθώς το σχολείο είναι η μόνη της διέξοδος είναι, πλην των βιβλίων είναι η παρέα με τις αδελφές της, τις οποίες αγαπά και προστατεύει από το παρελθόν, ενώ εκείνη πασχίζει να το ξεθάψει.
Πολύ σύντομα, το βιβλίο θα πάρει μια διαφορετική τροπή. Μια γυναίκα από το παρελθόν θα μπει στη ζωή της, θα δώσει στην Ντεγιά την επιλογή και θα οδηγήσει τα βήματα της σε ένα αναπάντεχο μονοπάτι καταιγιστικών ανακαλύψεων και ανατροπών που συνταράζουν την νεαρή ηρωίδα και εμάς τους αναγνώστες. Η Ντεγιά θα έρθει αντιμέτωπη με ένα παρελθόν σκοτεινό, με μια αλήθεια που τις απέκρυπταν και ταυτόχρονα θα επαναστατήσει για να σώσει εαυτό και τις αδελφές της από την προκαθορισμένη τους μοίρα, από το νασίμπ τους. Αν θα τα καταφέρει μένει να το ανακαλύψουμε μόνοι μας.
«Άκουσε με, θυγατέρα. Ανεξαρτήτως του πόσο μακριά από την Παλαιστίνη θα πας, η γυναίκα θα είναι πάντα γυναίκα.»
Η ασθματική ροή του βιβλίου είναι καθαρά κινηματογραφική με σκηνές να εναλλάσσονται, με χωροχρονικά ταξίδια ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, την Παλαιστίνη και το Μπρούκλιν, την Ντεγιά, την Ισρά και την Φαρίντα. Δεν λείπουν οι έντονες ανατροπές, το σασπένς και η αγωνία που αυξάνεται κορυφώνεται σταδιακά σε σημείο που ο αναγνώστης να δυσκολεύεται να το αφήσει από τα χέρια του. Η γραφή είναι λιτή, καθημερινή, βρίθει ζωντανών διαλόγων, παραστατικών και αληθοφανών περιγραφές συναισθημάτων, ενεργειών, ανθρώπων και καταστάσεων. Η δυναμικότητα αυτή είναι και εμφανής στη μετάφραση της Τέσυ Μπάιλα επιτρέπει την αποτύπωση στο χαρτί των έντονων ψυχολογικών διακυμάνσεων των ηρώων. Η ηθογραφία του αραβικού κόσμου της Παλαιστίνης και της προσφυγιάς, οι προλήψεις, οι θεοκρατικές αντιλήψεις που δεν είναι μόνο στοιχείο του Ισλάμ υπερβαίνει την οικογένεια που περιγράφει το βιβλίο και αγγίζει πολλές ακόμα οικογένειες που ζουν υπό αυτές τις συνθήκες όχι μόνο στην Αμερική αλλά και ανά τον κόσμο. Ο έξυπνος τρόπος γραφής και η γρήγορη εκτύλιξη της πλοκής κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε όλη τη διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας.
Στο ντεμπούτο της, που έγραψε μόλις στα 30 της χρόνια, η Αμερικανίδα – Παλαιστίνια Ετάφ Ρουμ αντλεί από τα προσωπικά της βιώματα, καθώς και η ίδια μεγάλωσε στην παλαιστινιακή κοινότητα του Μπρούκλιν, βρέθηκε παντρεμένη σε γάμο από προξενιό στα 19 της και με δύο παιδιά μέχρι την ηλικία των 23, κατόρθωσε όμως να αψηφήσει τις κοινωνικές επιταγές της οικογένειας και της κουλτούρας της, να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, και εν τέλει να αφήσει τον σύζυγό της, να πάρει διαζύγιο και να βρει την ελευθερία της. Με τον ελλοχεύοντα κίνδυνο η μαρτυρία της να εκληφθεί ως προδοσία προς την κοινότητά της και ως διαιώνιση των στερεοτύπων για τη μουσουλμανική θρησκεία και οικογένεια, η Rum σπάει τον κύκλο σιωπής και, με ατόφια και εκκωφαντικά ειλικρινή φωνή, μιλά για την καθημερινότητα στις αραβικές οικογένειες, για τον προκατασκευασμένο έμφυλο ρόλο των γυναικών, η ζωή των οποίων περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από το νοικοκυριό και την τυφλή υποταγή στις ανδρικές επιθυμίες, για τους κατά συρροήν βιασμούς που λαμβάνουν χώρα ενδοσυζυγικά, αλλά και για τη φρίκη της ενδοοικογενειακής βίας και της κουλτούρας ενοχοποίησης του θύματος και αποσιώπησής της, ιδίως εντός των κόλπων μιας συνεκτικής κοινότητας.
Η Ρούμ καταγράφει την εμπειρία της μετανάστευσης και της προσφυγιάς, από τον τρόμο της ισραηλινής κατοχής στην Παλαιστίνη, της καθημερινότητας των οδοφραγμάτων, του περιορισμού μετακινήσεων και του αδιάκοπου φόβου για τη ζωή, μέχρι την άφιξη στη «Χώρα της Ελευθερίας» και τη συνεχή προσπάθεια προσαρμογής στις συνήθειες, τα ήθη και τον πολιτισμό του δυτικού κόσμου. Οι μουσουλμάνες γυναίκες καλούνται διαρκώς να μην ξεχωρίζουν από τη δυτικοποιημένη μάζα, να μην γίνουν παρίες, αλλά ταυτόχρονα ούτε και «Αμερικανίδες», να μην ντροπιάσουν την κοινότητά τους, να μη θίξουν την τιμή και την υπόληψη της οικογένειάς τους. Οι σάρκινοι χαρακτήρες, άλλοτε έρημοι και φιμωμένοι πλέον αποκτούν φωνή στις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος.
Το μυθιστόρημα της Ετάφ Ρουμ δεν είναι απλά ένα βιβλίο που περιγράφει μια οικογενειακή σάγκα. Δεν είναι ένα στείρο φεμινιστικό ανάγνωσμα που στρέφεται κατά της ισλαμικής θρησκείας και των παλαιστινιακών εθίμων. Δεν εμφορείται με μίσος ή με οργή. Είναι μονάχα μια ιστορία γυναικών που πασχίζουν να χαράξουν το δικό τους μονοπάτι στη ζωή και να εκφράσουν τις ατομικές τους επιθυμίες μέσα στα πλαίσια της αραβικής τους κουλτούρας και στον απόηχο της σκανδαλώδους ενδοοικογενειακής βίας στην κοινότητά τους. Είναι ένας απολογισμός ζωής, ενόψει των έμφυλων διακρίσεων, μια κραυγή αγωνίας για την θέση της γυναίκας όχι μόνο στο Ισλάμ και στην Παλαιστίνη, όχι πριν 30 και 10 χρόνια, αλλά σήμερα και πάντα. Είναι μια διείσδυση στα ανείπωτα, στον γυναικείο ψυχισμό, μια διαμαρτυρία ενάντια σε ένα σύστημα αδιανόητο για το οποίο και ο δυτικός κόσμος εθελοτυφλεί. Δεν ενδίδει σε μελοδραματισμούς και σε άσκοπες κατηγορίες. Άντρες και γυναίκες είναι όλοι θύματα ενός μεγαλύτερου τέρατος το οποίο τροφοδοτούν οι οπισθοδρομικές αντιλήψεις, οι προκαταλήψεις, οι παρερμηνείες της θρησκείας. Όμως, μέσα σε αυτά τα μάτια που έχουν μάθει να κοιτούν στο πάτωμα θα βρεθούν οι φλόγες που θα ξεκινήσουν την επανάσταση.
«[…]να φιμώνουμε τη φωνή μας. Μας δίδαξαν ότι η σιωπή μας θα μας σώσει. Στην πατρίδα μου κρατάμε αυτές τις ιστορίες για τον εαυτό μας. Το να τις πούμε στον έξω κόσμο είναι κάτι το ανήκουστο, επικίνδυνο, η έσχατη ντροπή».
Διαβάζοντας το έργο θα έρθουμε σε επαφή με το έλεο και τον φόβο πριν από την τελική κάθαρση και θα πάρουμε μερικά στοιχεία, έστω και μονόπλευρα, από έναν πολιτισμό διακρίσεων που ανθεί ολόγυρά μας, όχι απαραίτητα μόνο στον ισλαμισμό αλλά ενδεχομένως, μέχρι πολύ πρόσφατα ίσως, πολύ κοντά μας. Η ιστορία αυτή δεν πρέπει να λείπει από καμία βιβλιοθήκη. Ιδίως από την βιβλιοθήκη εκείνη ανθρώπων ανοιχτόμυαλων που δεν φοβούνται να έρθουν αντιμέτωποι με μελανά σημεία των συστημάτων που μας περιτριγυρίζουν. Αυτοί είναι που θα κληθούν, εξάλλου, να τα μεταβάλλουν.
Έχει ήδη διακριθεί στο εξωτερικό ως μπεστ σέλερ των New York Times, έχει συμπεριληφθεί ανάμεσα στα δέκα βιβλία που προτείνονται για τον Μάρτιο στη Washington Post, έχει προταθεί ως το καλύτερο μυθιστόρημα γυναίκας συγγραφέα του 2019 σύμφωνα με το Marie Claire, καλύτερο βιβλίο του καλοκαιριού σύμφωνα με το Newsweek, καλύτερο βιβλίο της εβδομάδας στην εκπομπή USA Today, ως «Ένα βιβλίο που είναι δύσκολο να το αφήσεις κάτω» σύμφωνα με τη Washington Book Review, έχει βρεθεί ανάμεσα στα 29 καλύτερα βιβλία του μήνα στο Refinery, ανάμεσα στα «Τέσσερα βιβλία που δεν μπορούσαμε να αφήσουμε κάτω τον προηγούμενο μήνα» στο Buzzfeed News, ανάμεσα στους καλύτερους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς του πρώτου εξαμήνου του 2019 στο Electric Lit 20 και ανάμεσα στα «Βιβλία που ανυπομονούμε να αποκτήσουμε το 2019» του The Millions.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!