Στο σημερινό μας αφιέρωμα θα ασχοληθούμε με ένα υπέροχο βιβλίο αυτοβελτίωσης που διαβάσαμε πρόσφατα. Ο λόγος για το βιβλίο «Ναι στη ζωή, ό,τι κι αν συμβεί» του συγγραφέα Βίκτορ Ε. Φρανκλ από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Μέσα στην πληθώρα των – ομολογουμένως πολύ αξιολόγων – βιβλίων αυτοβελτίωσης που έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια το συγκεκριμένο βιβλίο ξεχωρίζει για εμάς για έναν πολύ απλό μα και ουσιαστικό λόγο· λόγω της ικανότητάς του να μας επανασυνδέει κάθε φορά που ανατρέχουμε σε αυτό με τις πραγματικές αξίες, με όλα όσα συνθέτουν το πολυπόθητο και κατά κανόνα δυσεύρετο νόημα της ζωής.
Σήμερα είναι μια ημέρα που γιορτάζουμε τον μπαμπάδες μας! Ετοιμάσαμε, με αυτήν την αφορμή μια λίστα με τα πιο αγαπημένα μας βιβλία που μέσα στις σελίδες τους αφηγούνται την σχέση τους με τα παιδιά τους, που σκιαγραφούν τις φιγούρες τους, άλλοτε με βλέμμα θαυμασμού και άλλοτε με επικριτικό. Σε αυτά θα βρείτε μερικά που μας ταξιδεύουν στο παρελθόν, άλλα στο μέλλον, μερικά που μιλούν για το χάσμα γενεών και άλλα για την διαχρονικότητα και την ζεστασιά της πατρικής αγάπης. Ημερολόγια, πεζογραφήματα, βιογραφίες, μυθιστορήματα, όλα για μα ημέρα ξεχωριστή για τους ξεχωριστούς μας αυτούς ανθρώπους!
«Το μυστικό, το κλειδί της επιτυχίας και της εσωτερικής γαλήνης, και για το Καθεστώς και για το άτομο, είναι η απλούστευση. Όσο λιγότερο λειτουργεί η σκέψη σας, τόσο και πιο πολύ είσαστε ευτυχείς και αποδοτικοί για το Καθεστώς. Ο υπ’ αριθμόν 1 κίνδυνος είναι το να σκέφτεστε. Όχι πολλές διακρίσεις, όχι διάλογο με τον εαυτό σας. Η μία και μόνη διάκριση, επαναλαμβάνω και υπογραμμίζω, που επιτρέπεται είναι η εξής: με το Καθεστώς – όχι με το Καθεστώς».
Τα παραπάνω λόγια, αν και γράφτηκαν πριν από περισσότερα από 50 χρόνια, ανταποκρίνονται όσο ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι λόγια που τα διαβάσαμε στο “Λάθος” του Αντώνη Σαμαράκη, ένα βιβλίο, κάτι περισσότερο από ένα αστυνομικό-ψυχολογικό μυθιστόρημα.
Αν ήμουν ήλιος, σύννεφα δεν θα σκιάζαν τα ουράνια ουδέ τη νύχτα θ’ άφηνα τα πέπλα της να ρίξει. Στεφάνι θα σου φόραγα τις πιο λαμπρές αχτίδες, όλος ο κόσμος για να ιδεί, καλή, την ομορφιά σου. Τ’αγέρι αν ήμουν το τρελό, μες στις χρυσές πλεξούδες χίλια φιλιά θα σου ‘δινα, έτσι για να σηκώσεις τ’ αλαβαστρένιο μπράτσο σου και τα μαλλιά να σιάξεις. Αν ήμουν κύμα του γιαλού, γλυκοχαϊδεύοντας σε, θ’ αγκάλιαζα τα πόδια σου, χιονάτα περιστέρια, κυρά μου, πόσο σ’ αγαπώ για να σου ψιθυρίσω. Αν ήμουν η τσοπάνικη φλογέρα που γροικιέται, να κλαίει το κάθε σούρουπο για του βοσκού τη θλίψη, τραγούδια πιο χαρούμενα τα χείλη μου θα πλάθαν. Αν ήμουν τ’ αηδονάκι σου που μες στον κήπο σου έχεις, θα ‘ρχόμουν στο παράθυρο να σε γλυκοφιλήσω, και θα ‘ταν το τραγούδι μου, τραγούδι της αγάπης. Αγρίμι αν ήμουν του βουνού, θα ‘ρχόμουν μερωμένο, να ξαπλωθώ στα πόδια σου, να ξαποστάσω λίγο, να με δροσίσεις με νερό και να σε φχαριστήσω. Αν ήμουνα τραγουδιστής, τη νύχτα της γιορτής σου, κάτω απ’ το παραθύρι σου που το ‘χεις ασφαλισμένο θα ‘λεγα στο τραγούδι μου τον πόνο που με λιώνει, ν’ ανοίξεις το παράθυρο να σε σφιχταγκαλιάσω, τα γονικά σου να μας δουν, παιδί τους να με κράζουν, και να χαρούν οι φίλοι μας, να σκάσουν οι οχτροί μας, η γειτονιά να μας θωρεί και να μας μακαρίζει, τ’ αστέρια να μας βλέπουνε και πιο πολύ να λάμπουν, και να μας βλέπει και ο Θεός και να μας ευλογάει.
Σε χιλιάδες αντίτυπα κόλλησαν την άσφαλτο στο χώμα, να μη σε προλαβαίνουν τα μάτια να μη σε καίνε οι ανάσες καθώς χάνεσαι στην πρώτη στροφή . Να απλώνεται γρήγορα η απόσταση και να μην βλέπεις για πολύ τη μάνα και τον πατέρα στην άκρη του δρόμου. Να μην ακούς το ρέμα του καημού.
Από δώδεκα χρονών φεύγω, κάθε δεκαπέντε μια επιστροφή, τότε, ήταν και οι άλλοι που γύριζαν Χριστούγεννα και Λαμπρή. Μια σταλιά παιδάκια κλωνάρια μόνα τι σημασία έχει πια!
Όλο φεύγω, κι ούτε ένα απ’ τα καλάθια που μαζεύαμε τα σύκα και τα σταφύλια δεν πήρα για ενθύμιο. Κι ακόμα, Μάνα, δε σου είπα πόσο ήθελα να μου χαϊδέψεις μια φορά τα μαλλιά και το πρόσωπο κι ας γδέρνουν τα χέρια σου.
Αν μ’ αγαπάς, αν νοιάζεσαι για μένα να το λες έγραψα σ’ ένα τραγούδι. Εμείς ποτέ δε λέγαμε τίποτα. Πώς αλλιώς θα αντέχαμε τόσους αποχαιρετισμούς.
Όλοι γνωρίζουμε τον Αντώνη Σαμαράκη για το συγκλονιστικό πεζογραφικό του έργο που δικαίως τον κατέταξε μεταξύ των πιο διακεκριμένων Ελλήνων συγγραφέων του 20ου αιώνα. Ωστόσο, το πεζογραφικό σώμα του έργου του έρχεται να ρίξει και να αναταράξει η μετατόπισή του στην ποίηση, όπως την γνωρίσαμε μέσα από την συλλογή ποιημάτων του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ο πεζογράφος φόρεσε τον μανδύα του ποιητή με εξαιρετική επιδεξιότητα, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλους τους μεγάλους λογοτέχνες που με άνεση ενδύονται διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Ή μήπως ο νέος ποιητής εξελίχθηκε σε έναν ολοκληρωμένο ποιητικό πεζογράφο; Αυτό επαφίεται στην δική σας πρόσληψη και γνώμη.
Λίγα λόγια για το περιεχόμενο και την ποιητική
Η εφηβική εκδοχή του Σαμαράκη ζει και στιχουργεί σε μια εποχή ζοφερή. Γύρω στα 14 του έστειλε στο περιοδικό «Ξεκίνημα» τους στίχους του και το Μάη του 1944 η διεύθυνση του περιοδικού στη στήλη της αλληλογραφίας του απάντησε ως εξής : «Οι στίχοι σας είναι πολύ καλύτεροι από αυτούς που μας είχατε ξαναστείλει. Δουλέψτε επίμονα και προσεχτικά, χωρίς να παραλείψετε να διαβάζετε πολύ. Προσέξτε να μπείτε σ’ έναν καλό δρόμο, τώρα που είσθε ακόμη τόσο νέος. Ελάτε να σας δούμε».Ένα χρόνο πριν είχε γράψει ένα ποίημα που το μελοποίησε ο καθηγητής του της μουσικής στο Βαρβάκειο Ιωάννης Μαργαζιώτης και, όπως σημειώνει με καμάρι στη κάτω μέρος του χειρογράφου, «το τραγουδούσε η χορωδία του σχολείου». Η γραφή είναι μεν βέβαια σχολική και άρα πρωτόλεια, μεστή όμως από μια καρυωτακική ευαισθησία και λύπη. Πολλά έργα του έχουν θρησκευτική πνοή αναφερόμενα στα πρόσωπα του Ιησού. Τα περισσότερα είναι επηρεασμένα από τον Παλαμικό ρυθμό της εποχής που ανάδειξε το ποίημα- τραγούδι ή σωστότερα παιάνας. Τα πρώτα αυτά ποιήματα γράφτηκαν, με το ψευδώνυμο «Ιωσήφ Κυπριανός» στα περιοδικά «Νέα Εστία», «Ακτίνες», «Ξεκίνημα».
Οι λέξεις του στοιχειώνονται σταδιακά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Γερμανική Κατοχή και ο πεζογραφικός τόνος αρχίζει να κυριεύει τον ποιητικό του λόγο που πυκνός μα συνάμα απλός εκφράζει τις προσωπικές αγωνίες του ποιητή. Ο Σαμαράκης δεν μένει. όμως παγιδευμένος στον δικό του μικρόκοσμο, αλλά διογκώνει τους προβληματισμούς του- κοινωνικούς και ηθικούς- τους εξαπλώνει. Έτσι από το πρόσωπο, γίνεται αργότερα λόγος για την αυλή, για την γειτονιά μέχρι να καταλήξουμε στην ελληνική κοινωνία και τον κόσμο. Όλα αυτά γίνονται ο καμβάς του πάνω στον οποίο ζωγραφίζει τις ανησυχίες, το άγχος, τα διλήμματα. Έτσι μεταβαίνει από τον μικρόκοσμο στον μακρόκοσμο και έτσι από μια απλή έκφραση προσωπικών ιδεών το έργο του γίνεται πανανθρώπινο και οικουμενικό. Η ποιητική της ταπεινής ζωής, η καθημερινότητα που αγιάζεται στην πεζογραφία του Σαμαράκη, και ταυτόχρονα η εξέγερσης, στοιχείο που σφραγίζει τα κατοπινά, πεζά έργα του συγγραφέα, συμφύρονται ήδη στα ποιήματα της πρώιμης δημιουργικής του περιόδου. Μπορεί εν τέλει το λιμάνι που προσαράζει το καράβι της δημιουργίας του να είναι η πεζογραφία στην οποία αποκρυσταλλώνεται και η ωριμότητά του, όμως η ποιητική δημιουργία βρίθει νιότης, αγνότητας, ελπίδας, μιας ωραιότητας ασύγκριτης και ανεπανάληπτης. Αξεδίψαστο συναισθημάτων και αχόρταγο κοινωνικών αναταραχών το έργο του, που ακροβατεί μεταξύ του σύγχρονου και του παλιού, του συμβολισμού και ενός πρώιμου υπερρεαλισμού, είναι χωρίς αμφιβολία μια μοναδική ποιητική εμπειρία.
Τα λόγια του Θανάση Νιάρχου έπονται προς επίρρωση όσων σας αναφέραμε παραπάνω: «Οι ανησυχίες και τα θέματά του, τα ενδιαφέροντα και η προβληματική του, ελάχιστα διαφέρουν στην ποίηση και τη πεζογραφία του. Μπορεί ο Χριστιανός Σαμαράκης να εξελίσσεται σ ‘ένα οικουμενικού προβληματισμού πεζογράφο, μπορεί ο προστατευτικός τόνος για μια ηθική ανύψωση, που θεωρείται ευκταία, να αντικαθίσταται από την τρυφερά απαισιόδοξη ενατένιση των ανθρωπίνων, ο ήχος του εμβατηρίου να αδυνατίζει και να περισσεύει η κραυγή, τα θέματά του όμως παραμένουν συγκινητικά τα ίδια : Ο Σαμαράκης είναι ο μικρόκοσμος, η αυλή, η γειτονιά, με τα καθημερινά βάσανα και, ταυτόχρονα, ο μακρόκοσμος, με τις ανησυχίες και τα ηθικά διλήμματα, τους κλυδωνισμούς και την σκοτεινή του προοπτική».
Αντί επιλόγου
Η ποίηση του Σαμαράκη ατενίζει το μέλλον και αναθεματίζει μια ανθρωπότητα που διαρκώς επιλέγει να κοιτάζει πίσω. Μας δίνει την απάντηση στο σκοτάδι της εποχής, γιατί μας μεταλαμπαδεύει το φως της αγάπης που είναι η λύση σε όλα τα προβλήματα, η απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις. Είναι μια ποίηση ελληνικότατη και συγχρόνως παγκόσμια. Μια ποίηση του παρελθόντος και του μέλλοντος, επίκαιρη και νοσταλγική. Είναι μια ποίηση που δεν προσπερνάς. Για αυτό με την πρώτη ευκαιρία σας καλούμε να αναζητήσετε το ποιητικό έργο του Αντώνη Σαμαράκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Διαβάστε ένα ποίημα από την συλλογή εδώ και ακούστε το εδώ.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!