Μυρίσαι το άριστον του Οδυσσέα Ελύτη

Μυρίσαι το άριστον

Τ’ ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:

1. Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

2. Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πάντοτε το σχήμα κάποιου Ιησού Χριστού.

3. Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse.

4. Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Όπου προεξέχει το βουνό απ’ τη λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή δεν είναι αφαιρετέα.

5. Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.

6. Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.

7. Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς, ένας «Ερχόμενος».

Από τη συλλογή Ο Μικρός Ναυτίλος (1985)

[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 514-515]

Ακούστε το εδώ:

Η ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας

Κύριοι Ἀκαδημαϊκοί,
Κυρίες καί Κύριοι,

Ἄς μου ἐπιτραπεῖ, παρακαλῶ, νά μιλήσω στό ὄνομα τῆς φωτεινότητας καί τῆς διαφάνειας. Ἐπειδή οἱ ἰδιότητες αὐτές εἶναι πού καθορίσανε τόν χῶρο μέσα στόν ὁποῖο μοῦ ἐτάχθη νά μεγαλώσω καί νά ζήσω. Καί αὐτές εἶναι πού ἔνιωσα, σιγά-σιγά, νά ταυτίζονται μέσα μου μέ τήν ἀνάγκη νά ἐκφρασθῶ. Εἶναι σωστό νά προσκομίζει κανείς στήν τέχνη αὐτά πού τοῦ ὑπαγορεύουν ἡ προσωπική του ἐμπειρία καί οἱ ἀρετές τῆς γλώσσας του. Πολύ περισσότερο ὅταν οἱ καιροί εἶναι σκοτεινοί καί αὐτό πού τοῦ ὑπαγορεύουν εἶναι μία ὅσο τό δυνατόν μεγαλύτερη ὁρατότητα.
Δέν μιλῶ γιά τή φυσική ἱκανότητα νά συλλαμβάνει κανείς τ’ ἀντικείμενα σ’ ὅλες τους τίς λεπτομέρειες ἀλλά γιά τή μεταφορική, νά κρατᾶ τήν οὐσία τους καί νά τά ὁδηγεῖ σέ μία καθαρότητα τέτοια πού νά ὑποδηλώνει συνάμα τήν μεταφυσική τους σημασιολογία. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μεταχειρίστηκαν τήν ὕλη οἱ γλύπτες τῆς Κυκλαδικῆς περιόδου, πού ἔφτασαν ἴσια-ἴσια νά ξεπεράσουν τήν ὕλη, τό δείχνει καθαρά. Ὅπως ἐπίσης, ὁ τρόπος πού οἱ εἰκονογράφοι τοῦ Βυζαντίου ἐπέτυχαν ἀπό τό καθαρό χρῶμα νά ὑποβάλλουν τό «θεῖο». Μιὰ τέτοια, διεισδυτική καί συνάμα μεταμορφωτική, ἐπέμβαση, μέσα στήν πραγματικότητα ἐπεχείρησε πιστεύω ἀνέκαθεν καί κάθε ὑψηλή ποίηση.

Ὄχι ν’ ἀρκεστεῖ στό «νῦν ἔχον» ἀλλά νά ἐπεκταθεῖ στό «δυνατόν γενέσθαι».

Κάτι πού, εἶναι ἡ ἀλήθεια, δέν ἐκτιμήθηκε πάντοτε. Ἴσως γιατί οἱ ὁμαδικές νευρώσεις δέν τό ἐπέτρεψαν. Ἴσως γιατί ὁ ὠφελιμισμός δέν ἄφησε τά μάτια τῶν ἀνθρώπων ἀνοιχτά ὅσο χρειάζεται. Ἡ ὀμορφιά καί τό φῶς συνέβη νά ἐκληφθοῦν ἄκαιρα ἤ ἀνώδυνα. Καί ὅμως. Ἡ διεργασία πού ἀπαιτεῖται γιά νά φτάσει κανείς στό σχῆμα τοῦ Ἀγγέλου εἶναι, πιστεύω πολύ πιό ἐπώδυνη ἀπό τήν ἄλλη πού ἐκμαιεύει ὅλων τῶν λογιῶν τοὺς Δαιμόνους.

Βέβαια ὑπάρχει τό αἴνιγμα. Βέβαια ὑπάρχει τό μυστήριο. Ἀλλά τό μυστήριο δέν εἶναι μιὰ σκηνοθεσία πού ἐπωφελεῖται ἀπό τά παιχνίδια τῆς σκιᾶς καί τοῦ σκότους γιά νά μᾶς ἐντυπωσιάσει ἁπλῶς. Εἶναι αὐτό πού ἐξακολουθεῖ νά παραμένει μυστήριο καί μέσα στό ἀπόλυτο φῶς. Εἶναι τότε πού προσλαμβάνει τήν αἴγλη ἐκείνη πού ἑλκύει καί πού τήν ὀνομάζουμε ὀμορφιά. Τήν ὀμορφιά πού εἶναι μία ὁδός -ἡ μόνη ἴσως ὁδός- πρός τό ἄγνωστο μέρος τοῦ ἑαυτοῦ μας, πρός αὐτό πού μᾶς ὑπερβαίνει. Ἐπειδή αὐτό εἶναι στό βάθος ἡ ποίηση: ἡ τέχνη νά ὁδηγεῖσαι καί νά φτάνεις πρός αὐτό πού σέ ὑπερβαίνει.

Ἀπό τά μυριάδες μυστικά σήματα, πού μ’ αὐτά εἶναι διάσπαρτος ὁ κόσμος καί πού ἀποτελοῦν ἄλλες τόσες συλλαβές μιᾶς ἄγνωστης γλώσσας, νά συνθέσεις λέξεις καί ἀπό τίς λέξεις φράσεις πού ἡ ἀποκρυπτογράφησή τους νά σέ φέρνει πιό κοντά στήν βαθύτερη ἀλήθεια.

Ποῦ λοιπόν βρίσκεται σέ ἔσχατη ἀνάλυση ἡ ἀλήθεια; Στήν φθορά καί στόν θάνατο πού διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ἤ στή ροπή πού μᾶς ὠθεῖ νά πιστεύουμε ὅτι αὐτός ὁ κόσμος εἶναι ἀκατάλυτος καί αἰώνιος; Εἶναι φρόνιμο ν’ ἀποφεύγουμε τίς μεγαλεπήβολες ἐκφράσεις, τό ξέρω. Οἱ κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τίς χρησιμοποίησαν, ἦρθαν σέ σύγκρουση, ἀκμάσανε, πέρασαν. Ἡ οὐσία ὅμως ἔμεινε, μένει. Καί ἡ ποίηση, πού ἐγείρεται στό σημεῖον ὅπου ὁ ὀρθολογισμός καταθέτει τά ὅπλα του γιά νά τ’ ἀναλάβει ἐκείνη καί νά προχωρήσει μέσα στήν ἀπαγορευμένη ζώνη, ἐλέγχεται νά εἶναι ἴσια-ἴσια ἐκείνη πού προσβάλλεται λιγότερο ἀπό τή φθορά. Διασώζει σέ καθαρή μορφή τά μόνιμα, τά βιώσιμα στοιχεῖα πού καταντοῦν δυσδιάκριτα μέσα στό σκότος τῆς συνείδησης ὅπως τά φύκια μέσα στούς βυθούς τῶν θαλασσῶν.

Νά γιατί μᾶς χρειάζεται ἡ διαφάνεια. Γιά νά διακρίνουμε τούς κόμπους στό νῆμα πού μές ἀπό τούς αἰῶνες τεντώνεται καί μᾶς βοηθεῖ νά σταθοῦμε ὄρθιοι πάνω σ’ αὐτή τή γῆ.

Ἀπό τόν Ἠράκλειτο ἕως τόν Πλάτωνα καί ἀπό τόν Πλάτωνα ἕως τόν Ἰησοῦ διακρίνουμε αὐτό τό «δέσιμο» πού φτάνει κάτω ἀπό διάφορες μορφές ὡς τίς ἡμέρες μας καί πού μᾶς λέει περίπου τό ἴδιο: ὅτι ἐντός τοῦ κόσμου τούτου ἐμπεριέχεται καί μέ τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου ἀνασυντίθεται ὁ ἄλλος κόσμος, ὁ «πέραν» ἡ δεύτερη πραγματικότητα ἡ ὑπερτοποθετημένη ἐπάνω σ’ αὐτήν ὅπου παρά φύσιν ζοῦμε. Εἶναι μία πραγματικότητα πού τή δικαιούμαστε καί πού ἀπό δική μας ἀνικανότητα δέν ἀξιωνόμαστε.

Δέν εἶναι διόλου τυχαῖο ὅτι σέ ἐποχές ὑγιεῖς τό κάλλος ταυτίσθηκε μέ τό ἀγαθόν καί τό ἀγαθόν μέ τόν Ἥλιο. Κατά τό μέτρο πού ἡ συνείδηση καθαίρεται καί πληροῦται μέ φῶς, τά μελανά σημεῖα ὑποχωροῦν καί σβήνουν ἀφήνοντας κενά πού -ὅπως ἀκριβῶς στούς φυσικούς νόμους- τά ἀντίθετά τους ἔρχονται νά πληρώσουν τή θέση τους.

Κι αὐτό, μέ τέτοιον τρόπο πού τελικά τό δημιουργημένο ἀποτέλεσμα νά στηρίζεται καί στίς δύο πλευρές, θέλω νά πῶ στό «ἐδῶ» καί στό «ἐπέκεινα». Ὁ Ἠράκλειτος δέν εἶχε ἤδη μιλήσει γιά μίαν «ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίην»; Ἐάν εἶναι ὁ Ἀπόλλων ἤ ἡ Ἀφροδίτη, ὁ Χριστός ἤ ἡ Παναγία, πού ἐνσαρκώνουν καί προσωποποιοῦν τήν ἀνάγκη νά δοῦμε ὑλοποιημένο ἐκεῖνο πού σέ ὁρισμένες στιγμές διαισθανόμαστε, δέν ἔχει σημασία. Σημασία ἔχει ἡ ἀναπνοή τῆς ἀθανασίας πού μᾶς ἐπιτρέπουν. Ἡ ποίηση ὀφείλει, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, πέραν ἀπό συγκεκριμένα δόγματα, νά ἐπιτρέπει αὐτή τήν ἀναπνοή.

Πῶς νά μήν ἀναφερθῶ ἐδῶ πέρα στόν Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, τόν μεγάλο ποιητή πού μέ τό ἴδιο πνεῦμα ἐστράφηκε πρός τούς Θεούς τοῦ Ὀλύμπου καί πρός τόν Ἰησοῦ; Ἡ σταθερότητα πού ἔδωσε σ’ ἕνα εἶδος ὁράματος εἶναι ἀνεκτίμητη. Καί ἡ ἔκταση πού μᾶς ἀποκάλυψε μεγάλη. Θά ἔλεγα τρομακτική. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι πού τόν ἔκανε, ὅταν μόλις ἀκόμη ἄρχιζε τό κακό πού σήμερα μᾶς πλήττει, ν’ ἀνακράξει:
Wozu Dichter in durftiger Zeit!

Οἱ καιροί φεῦ ἐστάθηκαν ἀνέκαθεν γιά τόν ἄνθρωπο durftiger. Ἀλλά καί ἡ ποίηση ἀνέκαθεν λειτουργοῦσε. Δύο φαινόμενα προορισμένα νά συνοδεύουν τήν ἐπίγεια μοίρα μας καί πού τό ἕνα τους ἀντισταθμίζει τό ἄλλο. Πῶς ἀλλιῶς. Ἀφοῦ καί ἡ νύχτα καί τ’ ἄστρα ἐάν μᾶς γίνονται ἀντιληπτά εἶναι χάρη στόν ἥλιο. Μέ τή διαφορά ὅτι ὁ ἥλιος, κατά τή ρήση τοῦ ἀρχαίου σοφοῦ, ἐάν ὑπερβεῖ τά μέτρα καταντᾶ «ὕβρις». Χρειάζεται νά βρισκόμαστε στή σωστή ἀπόσταση ἀπό τόν ἠθικόν ἥλιο, ὅπως ὁ πλανήτης μας ἀπό τόν φυσικόν ἥλιο, γιά νά γίνεται ἡ ζωή ἐπιτρεπτή. Μᾶς ἔφταιγε ἄλλοτε ἡ ἀμάθεια. Σήμερα μᾶς φταίει ἡ μεγάλη γνώση. Δέν ἔρχομαι μ’ αὐτά πού λέω νά προστεθῶ στήν μακρά σειρά τῶν ἐπικριτῶν τοῦ τεχνικοῦ μας πολιτισμοῦ. Μία σοφία παλαιή ὅσο καί ἡ χώρα πού μ’ ἐξέθρεψε, μ’ ἐδίδαξε νά δέχομαι τήν ἐξέλιξη, νά χωνεύω τήν πρόοδο μαζί μέ ὅλα της τά παρεπόμενα, ὅσο δυσάρεστα καί ἄν μπορεῖ νά εἶναι αὐτά.

Τότε ὅμως ἡ Ποίηση; Τί ἀντιπροσωπεύει μέσα σέ μία τέτοια κοινωνία; Ἀπαντῶ: τόν μόνο χῶρο ὅπου ἡ δύναμη τοῦ ἀριθμοῦ δέν ἔχει πέραση. Καί ἀκριβῶς, ἡ ἐφετινή ἀπόφασή σας νά τιμήσετε στό πρόσωπό μου τήν ποίηση μιᾶς μικρῆς χώρας δείχνει σέ πόσο ἁρμονική ἀνταπόκριση βρίσκεστε μέ τήν χαριστική ἀντίληψη τῆς τέχνης, τήν ἀντίληψη ὅτι ἡ τέχνη εἶναι ἡ μόνη ἐναπομένουσα πολέμιος τῆς ἰσχύος πού κατήντησε νά ἔχει στούς καιρούς μας ἡ ποσοτική ἀποτίμηση τῶν ἀξιῶν.

Εἶναι, τό ξέρω, ἄτοπο ν’ ἀναφέρεται κανείς σέ προσωπικές περιπτώσεις. Καί ἀκόμη πιό ἄτοπο νά παινᾶ τό σπίτι του. Εἶναι ὅμως κάποτε ἀπαραίτητο, στό βαθμό πού αὐτά βοηθοῦν νά δοῦμε πιό καθαρά μιὰν ὁρισμένη κατάσταση πραγμάτων. Καί εἶναι σήμερα ἡ περίπτωση. Μοῦ ἐδόθηκε, ἀγαπητοί φίλοι, νά γράφω σέ μιὰ γλώσσα πού μιλιέται μόνον ἀπό μερικά ἑκατομμύρια ἀνθρώπων. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, μία γλώσσα πού μιλιέται ἐπί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπὴ καί μ’ ἐλάχιστες διαφορές. Ἡ παράλογη αὐτή, φαινομενικά, διάσταση, ἀντιστοιχεῖ καί στήν ὑλικό-πνευματική ὀντότητα τῆς χώρας μου. Ποὺ εἶναι μικρή σέ ἔκταση χώρου καί ἀπέραντη σέ ἔκταση χρόνου. Καί τό ἀναφέρω ὄχι διόλου γιά νά ὑπερηφανευθῶ ἀλλά γιά νά δείξω τίς δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζει ἕνας ποιητής ὅταν χρησιμοποιεῖ γιά τά πιό ἀγαπημένα πράγματα τίς ἴδιες λέξεις πού χρησιμοποιοῦσαν μιὰ Σαπφώ ἤ ἕνας Πίνδαρος π.χ. -χωρίς ὡστόσο νά ἔχει τό ἀντικρυσμα πού εἶχαν ἐκεῖνοι ἐπάνω στήν ἔκταση τῆς πολιτισμένης τότε ἀνθρωπότητας. Ἐάν ἡ γλώσσα ἀποτελοῦσε ἁπλῶς ἕνα μέσον ἐπικοινωνίας, πρόβλημα δέν θά ὑπῆρχε. Συμβαίνει ὅμως ν’ ἀποτελεῖ καί ἐργαλεῖο μαγείας καί φορέα ἠθικῶν ἀξιῶν. Προσκτᾶται ἡ γλώσσα στό μάκρος τῶν αἰώνων ἕνα ὁρισμένο ἦθος. Καί τό ἦθος αὐτό γεννᾶ ὑποχρεώσεις. Χωρίς νά λησμονεῖ κανείς ὅτι στό μάκρος εἰκοσιπέντε αἰώνων δέν ὑπῆρξε οὔτε ἕνας, ἐπαναλαμβάνω οὔτε ἕνας, πού νά μήν γράφτηκε ποίηση στήν ἑλληνική γλώσσα. Νά τί εἶναι τό μεγάλο βάρος παράδοσης πού τό ὄργανο αὐτό σηκώνει. Τό παρουσιάζει ἀνάγλυφα ἡ νέα ἑλληνική ποίηση.

Ἡ σφαίρα πού σχηματίζει ἡ νέα ἑλληνική ποίηση ἔχει, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς, ὅπως κάθε σφαίρα δύο πόλους: τόν βόρειο καί τόν νότιο. Στόν ἕνα τοποθετεῖται ὁ Διονύσιος Σολωμός πού ἀπό τήν ἄποψη τῆς ἐκφραστικῆς ἐπέτυχε -προτοῦ ὑπάρξει ὁ Mallarme στά εὐρωπαϊκά γράμματα- νά χαράξει μέ ἄκρα συνέπεια καί αὐστηρότητα τήν ἀντίληψη τῆς καθαρῆς ποίησης μέ ὅλα της τά παρεπόμενα: νά ὑποτάξει τό αἴσθημα στή διάνοια, νά ἐξευγενίσει τήν ἔκφραση καί νά δραστηριοποιήσει ὅλες τίς δυνατότητες τοῦ γλωσσικοῦ ὀργάνου πρός τήν κατεύθυνση τοῦ θαύματος. Στόν ἄλλο πόλο, τοποθετεῖται ὁ Κ. Π. Καβάφης, αὐτός πού παράλληλα μέ τόν T.S. Eliot ἔφτασε στήν ἄκρα λιτότητα, στή μεγαλύτερη δυνατή ἐκφραστική ἀκρίβεια, ἐξουδετερώνοντας τόν πληθωρισμό στή διατύπωση τῶν προσωπικῶν του βιωμάτων.

Ἀνάμεσα στούς δύο αὐτούς πόλους κινήθηκαν οἱ μεγάλοι μας ἄλλοι ποιητές, ὁ Ἀνδρέας Κάλβος, ὁ Κωστής Παλαμᾶς, ὁ Ἄγγελος Σικελιανός, ὁ Νίκος Καζαντζάκης, ὁ Γιῶργος Σεφέρης, ἄλλος λιγότερο ἄλλος περισσότερο πρός τό ἕν ἤ τό ἄλλο ἀπό τά δύο ἄκρα. Αὐτή εἶναι μία πρόχειρη καί ὅσο γίνεται πιό σχηματική χαρτογράφηση τοῦ νεοελληνικοῦ ποιητικοῦ λόγου. Τό πρόβλημα γιά μᾶς πού ἀκολουθήσαμε ἦταν νά ἐπωμιστοῦμε τά ὑψηλά διδάγματα πού μᾶς κληροδότησαν καί, ὁ καθένας μέ τόν τρόπο του, νά τ’ ἁρμόσουμε πάνω στή σύγχρονη εὐαισθησία. Πέραν ἀπό τά ὅρια τῆς τεχνικῆς, ὀφείλαμε νά φτάσουμε σέ μία σύνθεση πού ἀπό τό ἕνα μέρος ν’ ἀναχωνεύει τά στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης καί ἀπό τό ἄλλο νά ἐκφράζει τά κοινωνικά καί ψυχολογικά αἰτήματα τῆς ἐποχῆς μας. Μέ ἄλλα λόγια, νά φτάσουμε νά προβάλλουμε τόν τύπο τοῦ «Εὐρωπαίου-Ἕλληνα». Δέν μιλῶ γιά ἐπιτυχίες μιλῶ γιά προσπάθειες. Οἱ κατευθύνσεις εἶναι πού ἔχουν σημασία γιά τόν μελετητή τῆς λογοτεχνίας.

Πῶς ὅμως ν’ ἀναπτυχθοῦν οἱ κατευθύνσεις αὐτές ἐλεύθερα ὅταν οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς εἶναι στίς ἡμέρες μας ἐξοντωτικές γιά τόν δημιουργό; Καί πῶς νά διαμορφωθεῖ ἡ πνευματική κοινότητα ὅταν οἱ φραγμοί τῶν γλωσσῶν ὀρθώνονται ἀξεπέραστοι; Σᾶς γνωρίζουμε καί μᾶς γνωρίζετε ἀπό τό 20 ἤ ἔστω τό 30% πού ἀπομένει ὕστερα ἀπό τήν μεταγλώτισση. Εἰδικά ἐμεῖς ὅλοι, ὅσοι κρατᾶμε ἀπό μία συγκεκριμένη παράδοση καί ἀποβλέπουμε στά θαύματα τοῦ λόγου, στόν σπινθήρα πού τινάζουν ἑκάστοτε δύο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες, παραμένουμε βουβοί, ἀμετάδοτοι. Πάσχουμε ἀπό τήν ἔλλειψη μιᾶς κοινῆς γλώσσας. Καί ὁ ἀντίκτυπος ἀπ’ αὐτή τήν ἔλλειψη -ἄν ἀνεβοῦμε τήν κλίμακα- σημειώνεται ἀκόμη καί στήν πολιτική καί κοινωνική πραγματικότητα τῆς κοινῆς μας πατρίδας, τῆς Εὐρώπης.

Λέμε, καί τό διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ὅτι ζοῦμε σ’ ἕνα χάος ἠθικό. Κι αὐτό, τή στιγμή πού ποτέ ἄλλοτε ἡ κατανομή τῶν στοιχείων τῆς ὑλικῆς μας ὕπαρξης δέν ἔγινε μέ τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θά ἔλεγα τάξη, τόσον ἀδυσώπητο ἔλεγχο. Ἡ ἀντίφαση εἶναι διδακτική. Ὅταν σέ δύο σκέλη τό ἕνα ὑπερτροφεῖ, τό ἄλλο ἀτροφεῖ. Μία ἀξιέπαινη ροπή νά συνενωθοῦν σέ ἑνιαία μονάδα οἱ λαοί τῆς Εὐρώπης, προσκόπτει σήμερα στήν ἀδυναμία νά συμπέσουν τά ἀτροφικά καί τά ὑπερτροφικά σκέλη τοῦ πολιτισμοῦ μας. Οἱ ἀξίες μας οὔτε αὐτές δέν ἀποτελοῦν μία γλώσσα κοινή.

Γιά τόν ποιητή – μπορεῖ νά φαίνεται παράξενο ἀλλά εἶναι ἀληθές -ἡ μόνη κοινή γλώσσα πού αἰσθάνεται νά τοῦ ἀπομένει εἶναι οἱ αἰσθήσεις. Ἐδῶ καί χιλιάδες χρόνια, ὁ τρόπος πού ἀγγίζονται δύο σώματα δέν ἄλλαξε. Μήτε ὁδήγησε σέ καμιά σύγκρουση ὅπως οἱ εἰκοσάδες τῶν ἰδεολογιῶν πού αἱματοκύλισαν τίς κοινωνίες μας καί μᾶς ἄφησαν μέ ἀδειανά χέρια.

Ὅμως ὅταν μιλῶ γιά αἰσθήσεις δέν ἐννοῶ τό προσιτό, πρῶτο ἤ δεύτερο, ἐπίπεδό τους. Ἐννοῶ τό ἀπώτατο. Ἐννοῶ τίς «ἀναλογίες τῶν αἰσθήσεων» στό πνεῦμα. Ὅλες οἱ τέχνες μιλοῦν μέ ἀνάλογα. Μιὰ ὀσμή μπορεῖ νά εἶναι ὁ βοῦρκος ἤ ἡ ἁγνότητα. Ἡ εὐθεία γραμμή ἤ ἡ καμπύλη, ὁ ὀξύς ἤ ὁ βαθύς ἦχος, ἀποτελοῦν μεταφράσεις κάποιας ὀπτικῆς ἤ ἀκουστικῆς ἐπαφῆς. Ὅλοι μας γράφουμε καλά ἤ κακά ποιήματα κατά τό μέτρο πού ζοῦμε καί διανοούμαστε μέ τήν καλή ἤ τήν κακή σημασία τοῦ ὅρου. Μιὰ εἰκόνα πελάγους ἀπό τόν Ὅμηρο φτάνει ἄθικτη ὡς τίς ἡμέρες μας. Ὁ Rimbaud τήν ἀναφέρει σάν mer melee au soleil καί τήν ταυτίζει μέ τήν αἰωνιότητα. Ἕνα κορίτσι πού κρατάει ἕνα κλῶνο μυρτιᾶς ἀπό τόν Ἀρχιλόχο ἐπιβιοῖ σ’ ἕναν πίνακα τοῦ Matisse καί μᾶς καθιστᾶ πιό ἁπτή τήν αἴσθηση, τή μεσογειακή, τῆς καθαρότητας.

Ἐδῶ ἀξίζει νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι ἀκόμη καί μία παρθένος τῆς βυζαντινῆς εἰκονογραφίας, δέν διαφέρει πολύ. Παρά ἕνα κάτι ἐλάχιστο, συχνά, τό ἐγκώσμιο φῶς γίνεται ὑπερκόσμιο καί τἀνάπαλιν. Μιὰ αἴσθηση πού μᾶς δόθηκε ἀπό τούς ἀρχαίους καί μία ἄλλη ἀπό τούς μεσαιωνικούς ἔρχονται νά γεννήσουν μιὰ τρίτη πού τούς μοιάζει ὅπως τό παιδί στούς γεννήτορές του.

Μπορεῖ ἡ ποίηση ν’ ἀκολουθήσει ἕναν τέτοιο δρόμο; Οἱ αἰσθήσεις μές ἀπ’ τόν ἀδιάκοπο καθαρμό τους νά φτάσουν στήν ἁγιότητα; Τότε ἡ ἀναλογία τους θά ἐπαναστραφεῖ ἐπάνω στόν ὑλικό κόσμο καί θά τόν ἐπηρεάσει.Δέν ἀρκεῖ νά ὀνειροπολοῦμε μέ τούς στίχους. Εἶναι λίγο. Δέν ἀρκεῖ νά πολιτικολογοῦμε. Εἶναι πολύ. Κατά βάθος ὁ ὑλικός κόσμος εἶναι ἁπλῶς ἕνας σωρός ἀπό ὑλικά. Θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τό ἄν εἴμαστε καλοί ἤ κακοί ἀρχιτέκτονες τό τελικό ἀποτέλεσμα. Ὁ Παράδεισος ἤ ἡ Κόλαση πού θά χτίσουμε. Ἐάν ἡ ποίηση παρέχει μία διαβεβαίωση καί δή στούς καιρούς τούς durftiger εἶναι ἀκριβῶς αὐτή: ὅτι ἡ μοίρα μας παρ’ ὅλ’ αὐτά βρίσκεται στά χέρια μας.

Τα γλυπτά των αγαπημένων μας ποιητών

Μπορεί να συμπορευτεί η λογοτεχνία με την γλυπτική. Αυτό έχει επανειλημμένα αποδειχθεί. Ευκαιρία σήμερα να γνωρίσουμε τον απότοκο αυτού του συγκερασμού, γλυπτά που απεικονίζουν αγαπημένους Έλληνες ποιητές. Δείτε ορισμένα εξ αυτών.

  1. Κωστής Παλαμάς

Τίτλος έργου: Κωστής Παλαμάς
Θέση: Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, οδός Ακαδημίας (περίβολος)
Έτος Κατασκευής: 1975
Υλικό Κατασκευής: Μάρμαρο
Καλλιτέχνης: Βάσος Φαληρέας

Ο Παλαμάς αποδίδεται καθιστός σε μαρμάρινο κάθισμα, πάνω στο οποίο είναι ριγμένο ένα ιμάτιο. Έχει την ήρεμη στάση περισυλλογής που προσιδιάζει σε έναν ποιητή. Εδράζεται σε τετράγωνο μαρμάρινο βάθρο, στην πρόσοψη του οποίου αναγράφεται: «ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ 1859 – 1943». Στη δεξιά πλευρά του καθίσματος, αναγράφεται η επιγραφή: «Κώστας Παλαμάς ΑΥΤΟ ΚΡΑΤΑΕΙ ΑΝΑΛΑΦΡΟ ΜΕΣ’ ΤΗΝ ΑΝΕΜΟΖΑΛΗ ΤΟ ΑΠΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΗ ΒΟΗ ΠΡΕΣΒΥΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΛΟΓΟ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΛΛΟ ΚΑΝΕΝΑ ΜΕΘΥΣΤΕ ΜΕ Τ’ ΑΘΑΝΑΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ 1 Νοεμβρίου 1940». Στην αριστερή πλευρά του καθίσματος αναγράφεται:«Β. ΦΑΛΗΡΕΑΣ ΕΠΟΙΕΙ 1975». Ο ανδριάντας αρχικά χύθηκε σε ορείχαλκο και τοποθετήθηκε στη Λευκωσία το 1973. Ένα άλλο ορειχάλκινο αντίτυπο – από τη χυτήριο Γαβαλά – τοποθετήθηκε στην Πάτρα, στην Πλατεία Νόρμαν, που στη συνέχεια μετονομάστηκε Πλ. Κωστή Παλαμά. Η πρωτοβουλία ανήκε στη Εθνολογική Εταιρεία Πατρών και τα επίσημα αποκαλυπτήρια έγιναν το Μάρτιο του 1974. Επομένως, ο μαρμάρινος ανδριάντας της Αθήνας τοποθετήθηκε τρίτος κατά σειρά, το 1975. Το γύψινο πρόπλασμα του ανδριάντα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη.

Ο Βάσος Φαληρέας (1905 – 1979) ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ακαδημαϊκής σχολής γλυπτών στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στους Ιακωβίδη και Θωμόπουλο. Κερδίζοντας το κληροδότημα Βόλου, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι κοντά στους Maillol, Despiau και Wlerick. Παράλληλα μαθήτευσε χαρακτική στο εργαστήριο του Γαλάνη και μελέτησε την τέχνη των μεταλλίων κοντά στον Dropsy. Έχει φιλοτεχνήσει δεκάδες μνημεία και ηρώα και έχει βραβευτεί από τη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων το 1937 με ένα χρυσό και δύο αργυρά μετάλλια για τα έργα που είχε εκθέσει. Για την καλλιτεχνική προσφορά του, το 1965 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος του Γεωργίου Α’. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών στο Παρίσι, ενώ το 1976 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 – Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Ήταν ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896. Το 1925 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κωστής Παλαμάς ανακηρύχτηκε κορυφαίος πεζογράφος και ένας από τους τρεις κορυφαίους ποιητές όλων των εποχών, γεγονός που δικαιολογεί απόλυτα την επί 14 φορές υποψηφιότητά του για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940). Προς τιμή του, στο σημείο που βρισκόταν το σπίτι στο οποίο έζησε επί 40 χρόνια και δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος των έργων του, στην Αθήνα (οδ. Ασκληπιού 3)δημιουργήθηκε το ίδρυμα Κωστή Παλαμά.

2. Διονύσιος Σολωμός

Τίτλος έργου: Διονύσιος Σολωμός
Θέση: Πλατεία Σολωμού, Ζάκυνθος
Έτος Κατασκευής: άγνωστο
Υλικό Κατασκευής: Μάρμαρο
Καλλιτέχνης: Γιάννης Βρούτος (αντίγραφο)

Σε μια από τις πιο όμορφες πλατείες της Ζακύνθου συναντά κανείς το άγαλμα του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού που στη βάση του είναι χαραγμένος ένας στίχος από τον “Υμνο στην Ελευθερία”, το άγαλμα που αναπαριστά την Δόξα στην οποία αναφέρεται ο ποιητής στα ποιήματά του, άγαλμα που έχει από τις δύο πλευρές δύο παλιά κανόνια και την στήλη που θυμίζει τα γραπτά ενός άλλου ποιητή, πολύ αγαπητού στους Ζακυνθινούς, του Κάλβου.

Ο Γεώργιος Βρούτος (Αθήνα, 1843 – Αθήνα,10 Ιανουαρίου 1909) ήταν φημισμένος Έλληνας γλύπτης του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1843 και είχε ρίζες από την Κρήτη. Σπούδασε από το 1859 μέχρι το 1864 γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών υπό τον Γεώργιο Φυτάλη και παράλληλα έλαβε μαθήματα μαρμαροτεχνίας στο εργαστήριο του γνωστού καθηγητή και γλύπτη Ιωάννη Κόσσου.To 1866, μετέβη στη Ρώμη με υποτροφία της βασίλισσας Όλγας, όπου και παρέμεινε για μια τριετία, σπουδάζοντας υπό την επίβλεψη των Κανόβα Άνταμο Ταντολίνι και Φίλιπο Νιακαρίνι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία, εργάστηκε για λογαριασμό Ιταλού τραπεζίτη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1873, άνοιξε δικό του εργαστήριο γλυπτικής στην Πλάκα και το 1883 διορίστηκε καθηγητής πλαστικής στη Σχολή Καλών Τεχνών, ως διάδοχος του Λεωνίδα Δρόση που είχε μόλις πεθάνει. Αυτή τη θέση, ο Βρούτος την διατήρησε μέχρι το θάνατό του. Το 1888 ανακηρύχτηκε μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Παρισιού.Παράλληλα, υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος. Απεβίωσε στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου του 1909.

Διονύσιος Σολωμός (Ζάκυνθος, 8 Απριλίου 1798 − Κέρκυρα, 9 Φεβρουαρίου 1857) ήταν Έλληνας ποιητής, πιο πολύ γνωστός για τη συγγραφή του ποιήματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», οι πρώτες δύο στροφές του οποίου έγιναν ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας και ύστερα της Κύπρου. Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, όχι μόνο γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και διότι αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε το δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη της.Σύμφωνα με τις απόψεις του δημιουργούσε «από το ρομαντισμό μαζί με το κλασικισμό ένα […]είδος μικτό, αλλά νόμιμο[…]».

3. Γιώργος Σεφέρης

Τίτλος: Γιώργος Σεφέρης
Θέση: Ζαλοκώστα 2
Έτος Κατασκευής: 2001
Υλικό Κατασκευής: Ορείχαλκος
Καλλιτέχνης: Θεόδωρος Παπαγιάννης

Η προτομή βρίσκεται στο πλάι του κτιρίου του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια. Ο ποιητής ακουμπά με τα χέρια σταυρωμένα πάνω σε ένα μαρμάρινο έδρανο και κρατά μία πένα με το δεξί του χέρι. Η έκφραση του προσώπου είναι σκεπτική, έκδηλη του ανήσυχου πνεύματός του. Στην πρόσοψη της μαρμάρινης βάσης είναι χαραγμένο το όνομα του Σεφέρη, ενώ χαμηλότερα έχει τοποθετηθεί μεταλλική πλάκα, στην οποία αναγράφονται τα εξής:

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
1900-1971
ΕΤΕΘΗ ΤΟ 2001
ΕΠΙ ΔΗΜΑΡΧΙΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Λ. ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Γιώργος Σεφέρης, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Σεφεριάδη, (Σμύρνη, 1900 – Αθήνα, 1971) ήταν Έλληνας διπλωμάτης και ποιητής. Το 1963 έγινε ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Το 1914, με την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια Σεφεριάδη μετακόμισε στην Αθήνα. Κατόπιν, το 1918 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ο Σεφέρης σπούδασε Νομικά ως το 1924. Από τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Γαλλία εκδήλωσε την αγάπη του για την ποίηση και ήρθε σε επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Το 1926 άρχισε την διπλωματική του σταδιοδρομία, διοριζόμενος στο Υπουργείο Εξωτερικών ως ακόλουθος. Μέχρι το 1962, οπότε συνταξιοδοτήθηκε, υπηρέτησε το Διπλωματικό Σώμα από πολλές και διάφορες θέσεις. Αφότου αποσύρθηκε, αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο λογοτεχνικό του έργο.

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Σεφέρη είναι η “Στροφή”. Δημοσιεύτηκε το 1931 και δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις, καθώς έφερνε έναν αέρα ανανέωσης στην ελληνική ποίηση. Τα έργα που ακολούθησαν είναι πολλά και σημαντικά. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα δοκίμια, στα οποία ανέπτυξε τις απόψεις του για τα σύγχρονά του προβλήματα της γλώσσας και λογοτεχνίας, καθώς και το προσωπικό ημερολόγιο του ποιητή, το οποίο αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών, τόσο για τον ίδιο και το έργο του, όσο και για τις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις στην Ελλάδα.

Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης (Ελληνικό Ιωαννίνων, 1942) είναι Έλληνας γλύπτης. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και με υποτροφία του ΙΚΥ μελέτησε την αρχαιοελληνική τέχνη και την τέχνη της Μεσογείου. Το 1970 διορίστηκε ως βοηθός στην Α.Σ.Κ.Τ., στο εργαστήριο γλυπτικής του Γιάννη Παππά και το 1991 τακτικός καθηγητής. Έχει διοργανώσει αρκετά Συμπόσια Γλυπτικής σε πόλεις της Ελλάδος και της Κύπρου. Γλυπτά του κοσμούν πολλούς δημόσιους χώρους και περιλαμβάνονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές μουσείων και πινακοθηκών. Έχει τιμηθεί µε βραβεία και διακρίσεις.

Ο Παπαγιάννης επηρεάστηκε από τις αρχές του Μεταμοντερνισμού, που ενθαρρύνει την επιστροφή σε τοπικές παραδόσεις και απελευθερώνει τον καλλιτέχνη από την αυστηρή συμμόρφωση με άλλα διεθνή ρεύματα. Η ηπειρωτική καταγωγή του, τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας στην ύπαιθρο, οι θησαυροί των απέραντων μελετών του, η τιμιότητα του χειρωνακτικού μόχθου και το ακέραιο ήθος του ανθρώπου εξηγούν τον πλούτο, την ποικιλία, τη γνησιότητα και κυρίως την αισιοδοξία του έργου του.

4. Οδυσσέας Ελύτης

Τίτλος έργου: Οδυσσέας Ελύτης
Θέση: Πλατεία Δεξαμενής, Κολωνάκι
Έτος Κατασκευής: 1977
Υλικό Κατασκευής: Ορείχαλκος
Καλλιτέχνης: Γιάννης Παππάς

Ο ανδριάντας του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη (2 Νοεμβρίου 1911, Ηράκλειο Κρήτης – 18 Μαρτίου 1996, Αθήνα), βρίσκεται στην πλατεία Δεξαμενής στο Κολωνάκι, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Πρόκειται για μια δημιουργία του γλύπτη Γιάννη Παππά και κατασκευάστηκε το 1977 όταν ο Ελύτης βρισκόταν ακόμα στη ζωή. Ο ποιητής αναπαρίσταται με καθημερινά ρούχα: παντελόνι και κοντομάνικο πουκάμισο. Είναι ευθυτενής, έχει αποφασιστικό ύφος, ενώ το αριστερό του πόδι είναι ελαφρώς προτεταμένο. Στη βάση υπάρχει εγχάρακτη η υπογραφή του γλύπτη: «Γιάννης Παππάς». Εδράζεται σε χαμηλό τετράγωνο βάθρο από ασβεστόλιθο όπου αναγράφεται «ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ». Στην δεξιά πλευρά του βάθρου είναι χαραγμένο το όνομα του γλύπτη «ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΠΑΣ», ενώ στην άλλη πλευρά αναγράφεται «ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ 1997». Τα αποκαλυπτήρια του γλυπτού έγιναν στις 17 Μαρτίου 1997, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του ποιητή.

Ο Γιάννης Παππάς γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην Κωνσταντινούπολη. Το Σεπτέμβριο του 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένειά του εγκαθίσταται στην Αθήνα. Το 1929 ολοκληρώνει τις γυμνασιακές σπουδές του στο Γ’ Γυμνάσιο Αθηνών. Το 1930 εγγράφεται στην École Supérieure des Beaux-Arts του Παρισιού. Από το 1930 ως το 1932 σπουδάζει στο εργαστήριο του καθηγητή Jean Boucher. Το 1937 βραβεύεται με χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων. Επιστρέφει στην Ελλάδα και το 1953 εκλέγεται καθηγητής των Εργαστηρίων Γλυπτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Το 1972 εκλέγεται αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών, ενώ το 1980 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έχει βραβευθεί με τον Ταξιάρχη dell’ Ordine del Merito Nazionale της Ιταλίας. Πέθανε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2005 σε ηλικία 92 ετών.

Το όνομα Οδυσσέας Ελύτης ήταν το φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη. Ο Ελύτης ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του ’30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλάμβανε ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, Αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.

5. Λορέντζος Μαβίλης

Τίτλος έργου: Λορέντζος Μαβίλης
Θέση: Πλατεία Λ. Μαβίλη (Β. Σοφίας – Δ. Σούτσου – Δορυλαίου)
Έτος Κατασκευής: 1915
Υλικό Κατασκευής: Μάρμαρο
Καλλιτέχνης: Πέτρος Ρούμπος

Η μαρμάρινη προτομή του ποιητή βρίσκεται στο κέντρο της ομώνυμης πλατείας. Ο καλλιτέχνης αποδίδει στην προτομή με τρόπο ρεαλιστικό τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά και την προσωπικότητα του ποιητή, αφού ο ίδιος ο Μαβίλης, το 1912, σε ηλικία 53 ετών, είχε ποζάρει στον Πέτρο Ρούμπο. Η προτομή του Μαβίλη τοποθετήθηκε στη θέση αυτή από το Δήμο Αθηναίων το 1938. Η ίδια προτομή υπάρχει σ’ άλλα τρία αντίγραφα – στην Κέρκυρα, στα Ιωάννινα και στα Γραφεία της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.Στο υψηλό βάθρο της είναι χαραγμένο το επίγραμμα του λόγιου Μιλτιάδη Μαλακάση: «ΜΝΗΜΗ ΙΕΡΗ ! ΟΣΟ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗ ΖΩΗ ΠΑΛΕΥΕΙ ΤΟΣΟ ΛΑΜΠΡΟ ΣΕΛΑΓΙΖΕ ΣΤΟΝ ΑΞΕΘΥΜΑΣΤΟ ΟΥΡΑΝΟ ΨΗΛΟΤΕΡΑ ΣΤΟΝ ΕΒΔΟΜΟ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕ Θ’ΑΝΕΒΕΙ ΠΑΡΑ ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΑΡΟΜΟΙΑΣΤΟΣ ΧΑΡΙΣΜΑ ΘΕΪΚΟ ΤΟ ΣΤΟΧΑΣΜΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕ ΣΕ ΘΑΥΜΑΣΜΟ ΚΑΙ ΧΛΕΥΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΔΥΣΤΥΧΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΛΥΤΡΩΜΟ».

Ο Πέτρος Ρούμπος (1873 – 1942) ήταν Έλληνας γλύπτης, ζωγράφος και εικονογράφος, ο οποίος γεννήθηκε στο Γεωργίτσι Σπάρτης το 1873. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ.) της Αθήνας ζωγραφική και γλυπτική με δασκάλους το Λύτρα και το Βρούτο. Ο Ρούμπος φιλοτέχνησε κυρίως προσωπογραφίες και προτομές, ταφικά μνημεία και ηρώα. Παράλληλα έφτιαξε και ηρώα στη Σπάρτη και στη Χίο. Ο Πέτρος Ρούμπος πέθανε στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 1942.

Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε το 1860 στην Ιθάκη έχοντας όμως Ισπανική καταγωγή. Ο παππούς του, εκ πατρός, ήταν πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα, όπου η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί. Μάλιστα εκεί πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Εξωτερικά ο Λορέντζος Μαβίλης ήταν μεγαλόσωμος με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Το 1880 αποφάσισε να πάει στην Γερμανία για να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία. Οι σπουδές του συνεχίστηκαν επί δεκατέσσερα χρόνια και μάλιστα επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Νίτσε, την “Κριτική του Καθαρού Λόγου” του ορθολογικού Ιμμάνουελ Καντ και από την “Βουλησιαρχία” του απαισιόδοξου Αρθούρου Σοπενχάουερ. Ακόμα ασχολήθηκε με τα σανσκριτικά φιλοσοφικά κείμενα και μετέφρασε αποσπάσματα από το ινδικό έπος Μαχαμπχαράτα. Κατά την παραμονή του στη Γερμανία ασχολήθηκε με την σύνθεση λυρικών ποιημάτων (κυρίως σονέτων), και σκακιστικών προβλημάτων που δημοσιεύτηκαν σε γερμανικά έντυπα. Το 1896 ο Μαβίλης συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης. Και το 1897 κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο συγκέντρωσε εβδομήντα Κερκυραίους εθελοντές και πήγαν να πολεμήσουν στην Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε στο χέρι. Το 1909 γίνεται ο ενθουσιώδης κήρυκας του ξεσηκωμού και το 1910 εκλέγεται ως βουλευτής της Κέρκυρας. Το 1911 υπερασπίζοντας τη δημοτική γλώσσα ως αντιπρόσωπος και μέλος της Αναθεωρητικής Συνέλευσης της Κέρκυρας μέσα στην Ελληνική Βουλή είπε απευθυνόμενος στους καθαρευουσιάνους: “Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν”. Σκοτώνεται στη Μάχη του Δρίσκου κοντά στα Ιωάννινα κατά τον Πρώτο (Α’) Βαλκανικό πόλεμο. Λέγεται ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα – κατά κόσμον Θεώνη Δρακοπούλου – (1885-1968), η οποία υπηρέτησε την ερωτική ποίηση και το ποίημά της “Τι άλλο καλέ μου” (1925) είναι αφιερωμένο στη μνήμη του. Ως φόρο τιμής στο συνολικό έργο του Μαβίλη ή κεντρική πλατεία της γενέτειράς του, Ιθάκης, έχει πάρει το όνομά του.

Πηγές:
http://el.wikipedia.org/
Ζέττα Αντωνοπούλου, Τα γλυπτά της Αθήνα – Υπαίθρια Γλυπτική 1834 2004, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα: 2003

Ο λογοτεχνικός μας πλούτος σε μια εικόνα

Ποιητές και πεζογράφοι της γενιάς του ’30. Όρθιοι από αριστερά: Πετσάλης, Βενέζης, Ελύτης, Σεφέρης, Καραντώνης, Ξεφλούδας, Θεοτοκάς. Καθήμενοι: Τερζάκης, Δημαράς, Κατσίμπαλης, Πολίτης, Εμπειρίκος. Φωτογραφία που θεωρήθηκε ότι αποδίδει τη Γενιά του Τριάντα (Ανθολογία Σοκόλη).

Γενιά του 1930, ονομάστηκε η γενιά των Ελλήνων λογοτεχνών και καλλιτεχνών που γεννημένοι στις αρχές του 20ου αιώνα, βρέθηκαν τη δεκαετία του 1930 στο αποκορύφωμα της δημιουργικής πορείας τους. Κοινά χαρακτηριστικά στη θεματολογία και στους τρόπους έκφρασης συνδέουν τους καλλιτέχνες μεταξύ τους, αλλά και με την κοινωνία και την ιστορία της εποχής. Η γενιά αυτή έδωσε τα περισσότερα σημαντικά νεοελληνικά έργα. Αποκορύφωμα της δημιουργικής πορείας της, ήταν τα δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας που χάρισε στην Ελλάδα.

Η “γενιά” δεν ξεπερνά ορισμένα χρονικά όρια, όπως “η σχολή”, και οι εκπρόσωποί της έχουν την ίδια πάνω-κάτω ηλικία, με διαφορά μεταξύ τους συνηθέστερα μικρότερη από μια πενταετία και οπωσδήποτε όχι μεγαλύτερη από δεκαετία. Γιατί εκείνο που συνδέει τους εκπροσώπους της, διαχωρίζοντάς τους από τους προηγούμενους και επόμενους, είναι η ιστορική στιγμή και η στιγμή που έρχονται να διαδραματίσουν το ρόλο τους στα γράμματα, το τι συμβαίνει εκείνη την ώρα στον ιστορικό χώρο και τι επικρατεί στον πνευματικό και λογοτεχνικό, και ιδίως το γεγονός ότι μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν ζώντας τα ίδια κοινά για όλους περιστατικά και αναπνέοντας την ίδια ατμόσφαιρα και το ότι ξεκίνησαν και συμπορεύτηκαν έχοντας περίπου το ίδιο φορτίο ζωής.

Ο όρος «Γενιά του ’30» πρωτοχρησιμοποιήθηκε με κάπως αόριστο περιεχόμενο από τον Γιώργο Θεοτοκά, και το περιβάλλον των διανοουμένων γύρω από το λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής Τα Νέα Γράμματα. Το 1962 ο κριτικός της λογοτεχνίας Ανδρέας Καραντώνης — ο κριτικός της Γενιάς του ’30 — χρησιμοποιεί τον όρο, καθιερώνοντάς τον, στο βιβλίο του Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της Γενιάς του ’30.

Η γενιά αυτή συγχρονίστηκε με τις νέες φόρμες που παρουσιάζονταν στην δυτική Ευρώπη, ο υπερρεαλισμός με τον ελεύθερο στίχο του στην ποίηση, το μυθιστόρημα στην πεζογραφία. Ο Λίνος Πολίτης θεωρεί ότι οι λογοτέχνες που παρουσιάστηκαν γύρω από την χρονολογία αυτή, ανανέωσαν δημιουργικά όχι μόνο την ποίηση αλλά και την πεζογραφία, «η οποία στα χρόνια 1920- 1930 φυτοζωούσε σε μια καθυστερημένη επιβίωση της ηθογραφίας περιγράφοντας τη ζωή της μίζερης φτωχογειτονιάς».

Το οριστικό θάψιμο της Μεγάλης Ιδέας με την Μικρασιατική καταστροφή, τους ανάγκασε να επαναπροσδιορίσουν την ελληνικότητα. Ερχόμενοι σε επαφή με την Ευρώπη προσπάθησαν και πέτυχαν να συγκεράσουν με έναν τρόπο ελληνικό, τον μοντερνισμό με την παράδοση, τον κοσμοπολιτισμό με την εντοπιότητα και να εκφράσουν το συλλογικό ασυνείδητο της εποχής τους. Ανακάλυψε, θαύμασε και αγάπησε τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό σε όλες τις εκδηλώσεις του, από την ντοπιολαλιά μέχρι τους ανώνυμους λαϊκούς ζωγράφους.

Πώς γίναμε φτωχοί με τέτοια κληρονομιά…

Πηγή:Wikipedia

Naftemporiki

Όταν η ζωγραφική συναντά την ποίηση στο έργο του Γιάννη Ψυχοπαίδη

Στη «Συνάντηση» (εκδόσεις Ίκαρος, 2007) ο ζωγράφος είναι ξεκάθαρος ως προς αυτή του την επιλογή του, να συμβιώνει με τους ποιητές αλλά και να προσπαθεί να εικονογραφήσει εκείνες τις λέξεις που φτερούγισαν μέσα του, του προκάλεσαν συναισθήματα, τον καθόρισαν και συνεχίζουν ακόμα να μένουν επιδραστικά στο είναι του μα και στο άπειρο της δημιουργίας του. «Η ροή της ποίησης και αυτή της ζωγραφικής είναι δυο ανυπότακτα ποτάμια που τρέχουν παράλληλα… Όταν η ζωγραφική συνομιλεί με την ποίηση, δεν υποτάσσεται σ’ αυτήν. Διατρέχει μαζί μ’ αυτήν σε διαφορετικές διαδρομές έναν κοινό εκφραστικό τόπο με κοινούς στόχους, έχοντας το βλέμμα στραμμένο η μια στην άλλη».

Η βαθύτερη σχέση του Γιάννη Ψυχοπαίδη με την ποίηση είναι μακρά, συστηματική, συνεχής και δοκιμασμένη μέσα στα χρόνια, και αποτελεί ένα βασικό τμήμα στο ευρύτερο πλαίσιο του δημιουργικού του έργου.

Η συλλογή του περιλαμβάνει έργα διαφορετικών τεχνικών, όπως χαρακτικά, ακουαρέλες και ελαιογραφίες, καθώς και μία σειρά με πορτρέτα των ποιητών.

Μια εικαστική συνομιλία με την Οδύσσεια του Ομήρου, τον Παρμενίδη, τον Ηρώνδα, τον Κάλβο, τον Μπάυρον, τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Λόρκα, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Εμπειρίκο, τον Σαχτούρη, την Δημουλά, μέχρι και τον Κοντό, τον Φωστιέρη, τον Βλαβιανό, τον Κυπαρίσση, τον Μεταξά, τον Σιώτη.

«Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έχει ξεκινήσει και συνεχίζεται μέχρι σήμερα αυτός ο ζωντανός εικαστικός/ποιητικός διάλογος, ο οποίος φέρνει κοντά δυο αυτόνομες εκφραστικές γλώσσες που η καθεμιά ζητά να χαθεί μέσα στην άλλη, αλλά μαζί διαφυλάττει και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθεμιάς.

Η ζωγραφική αντλεί εδώ τους χυμούς της δικής της έμπνευσης από τους ρυθμούς, τις εντάσεις και τις σιωπές, το ξεχωριστό αίσθημα και την ψυχική ατμόσφαιρα του ποιητικού λόγου. Αναζητώντας τη βαθύτερη επικοινωνία με τον στίχο κάθε ποιητή, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης αφήνεται μέσα στο δικό του ποιητικό κλίμα, στη δική του εικόνα και βίωμα του κόσμου, ώστε ισότιμα η εικόνα του λόγου και ο λόγος της εικόνας να γεννήσουν μια νέα αλήθεια.

Έτσι αλλάζει κάθε φορά το ζωγραφικό λεξιλόγιο και σε κάθε νέα προσέγγιση της ζωγραφικής με την ποίηση χαράσσεται ένας νέος εικαστικός δρόμος, μια νέα μορφολογική εκδοχή, μια νέα συνάντηση των αισθημάτων και των ψυχικών κραδασμών, τόσο διαφορετικών αλλά και τόσο συγγενών στον πυρήνα των μορφών της έκφρασης, όπως είναι το σχέδιο, το χρώμα και ο λόγος.»

«Στη συγκεκριμένη σειρά έργων παρουσιάζεται η συνεχής σχέση του Ψυχοπαίδη με μια σειρά ποιητών που χαράσσουν τον δρόμο του στον κόσμο. Τα έργα του περνούν, από τα χειρόγραφα σε στίχους που δεν εικονογραφεί, αλλά αφήνει να διαγράφονται μέσα στα έργα του ως υπόνοιες, προτάσεις, πλάγιες απόψεις ή στιγμές που σε υποβάλουν χωρίς αποχρώντα λόγο, σχόλιο ή επεξήγηση. Αν δεν ξέραμε λόγω του τίτλου της έκθεσης και έργων, το θέμα, θα βλέπαμε τα έργα να ξεδιπλώνονται μπροστά μας μέσα από τις διαφορετικές χειρονομίες και μεταμορφώσεις της εικόνας και του χρώματος που πρώτα από όλα δημιουργούν την αίσθηση μιας απόστασης ή μιας απουσίας».

Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Από το 1963 μέχρι το 1968 σπούδασε χαρακτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στη συνέχεια ζωγραφική, με υποτροφία του γερμανικού κράτους, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου (1970-1976).

Υπήρξε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Α» τη δεκαετία του 1960 και μέλος της εικαστικής ομάδας του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης· ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές» (1971-1973)· ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών (Αθήνα 1974-1976)· μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «10/9» του Μονάχου (1975)· προσκεκλημένος του Καλλιτεχνικού Προγράμματος του Δυτικού Βερολίνου DAAD (1977).

Από το 1977 μέχρι και το 1986 έζησε και εργάστηκε στο Βερολίνο. Από το 1986 μέχρι το 1992 έζησε και εργάστηκε στις Βρυξέλλες. Το 1994 εκλέχθηκε καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, όπου δίδαξε έως το 2012. Το 2013 εκλέχθηκε ομότιμος καθηγητής.

Από το 1966 μέχρι σήμερα έχει κάνει πολλές ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Επίσης, έχει λάβει μέρος σε πολλές σημαντικές ομαδικές εκθέσεις σε γκαλερί, πινακοθήκες και μουσεία στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, όπως Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Ιρλανδία, Αλβανία, Ιαπωνία, Βέλγιο, Αλγερία, Κύπρο, Σουηδία, Ισραήλ, Ιράν, Τουρκία, Αγγλία, Καναδά, Ρουμανία, Αίγυπτο, Πολωνία, Ολλανδία, Ιταλία, Αμερική και Κίνα.

Πηγές: https://www.snfcc.org/ekdiloseis/giannis-psyhopaidis-poiitika-i-zografiki-synantaei-tin-poiisi/5513

https://www.athensvoice.gr/culture/arts/591530_mia-ora-me-ton-gianni-psyhopaidi

Η πορεία προς το μέτωπο, Οδυσσέας Ελύτης

«Ξη­με­ρώ­νο­ντας τ’ Αγιαν­νιού με την αύριο των Φώτων, λά­βα­με τη δια­τα­γή να κι­νή­σου­με πάλι μπρο­στά, για τα μέρη όπου δεν έχει κα­θη­με­ρι­νές και σκό­λες. Έπρε­πε, λέει , να πιά­σου­με τις γραμ­μές που κρα­τού­σα­νε ως τότε οι Αρ­τι­νοί από Χει­μάρ­ρα ως Τε­πε­λέ­νι. Λόγω που εκεί­νοι πο­λε­μού­σα­νε απ’ την πρώτη μέρα, συ­νέ­χεια, κι είχαν μεί­νει σχε­δόν οι μισοί και δεν αντέ­χα­νε άλλο.

Δώ­δε­κα μέρες κιό­λας εί­χα­με μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συ­νή­θι­ζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τρι­ξί­μα­τα της γης, και δειλά συλ­λα­βί­ζα­με το γά­βγι­σμα του σκύ­λου ή τον αχό της μα­κρι­νής κα­μπά­νας, να που ήταν ανά­γκη, λέει, να γυ­ρί­σου­με με στο μόνο αχο­λόι που ξέ­ρα­με: στο αργό και στο βαρύ των κα­νο­νιών, στο ξερό και στο γρή­γο­ρο των πο­λυ­βό­λων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βα­δί­ζα­με αστα­μά­τη­τα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδιοι τυ­φλοί. Με κόπο ξε­κολ­λώ­ντας το πο­δά­ρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκα­τα­βού­λια­ζε ίσαμε το γό­να­το. Επει­δή το πιο συχνά ψι­χά­λι­ζε στους δρό­μους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κά­να­με στάση να ξε­κου­ρα­στού­με, μήτε που αλ­λά­ζα­με κου­βέ­ντα, μο­νά­χα σο­βα­ροί και αμί­λη­τοι, φέγ­γο­ντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία – μία εμοι­ρα­ζό­μα­σταν τη στα­φί­δα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βο­λε­τό, λύ­να­με βια­στι­κά τα ρούχα και ξυ­νό­μα­σταν με λύσσα ώρες πολ­λές, όσο να τρέ­ξουν τα αί­μα­τα. Τι μας είχε ανέ­βει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κού­ρα­ση ανυ­πό­φερ­το. Τέλος, κά­πο­τε ακου­γό­τα­νε στα σκο­τει­νά η σφυ­ρί­χτρα, ση­μά­δι ότι κι­νού­σα­με, και πάλι σαν τα ζα τρα­βού­σα­με μπρο­στά να κερ­δί­σου­με δρόμο, πρι­χού ξη­με­ρώ­σει και μας βά­λου­νε στόχο τ’ αε­ρο­πλά­να. Επει­δή ο Θεός δεν κά­τε­χε από στό­χους ή τέ­τοια, κι όπως το’ χε συ­νή­θειο του, στην ίδια πά­ντο­τε ώρα ξη­μέ­ρω­νε το φως….» [1]

Η 28η Οκτω­βρί­ου 1940 υπήρ­ξε ένα γε­γο­νός κα­θο­ρι­στι­κό για την ποί­η­ση του Οδυσ­σέα Ελύτη. Ο ίδιος κα­τα­τά­χθη­κε ως έφε­δρος αν­θυ­πο­λο­χα­γός στη Διοί­κη­ση του Στρα­τη­γεί­ου Α΄ Σώ­μα­τος Στρα­τού. Λί­γους μήνες αρ­γό­τε­ρα, στις 13 Φε­βρουα­ρί­ου 1941,τον με­τέ­θε­σαν στην πρώτη γραμ­μή.

« Η Αλ­βα­νία για τη σω­μα­τι­κή μου υπό­στα­ση ήταν μια πε­ρι­πέ­τεια αβά­στα­χτη. Για την ψυ­χι­κή μου όμως ιστο­ρία είναι μια βαθιά τομή. Λίγοι ξέ­ρουν ότι το κύριο βάρος του πο­λέ­μου το σή­κω­σαν οι αν­θυ­πο­λο­χα­γοί και συμ­βο­λι­κά αυτό θέ­λη­σα να δείξω, ηρω­ο­ποιώ­ντας έναν από αυ­τούς με το « Άσμα» που έγρα­ψα. Από το άλλο μέρος ο πό­λε­μος έγινε η αιτία να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω τι είναι ο αγώ­νας. Ομα­δι­κός πλέον και όχι προ­σω­πι­κός. Κα­τά­λα­βα τι ση­μαί­νει να μά­χε­σαι ενταγ­μέ­νος σε μια ομάδα που έχει ορι­σμέ­να ιδα­νι­κά και μά­χε­σαι και συ γι’ αυτό» [2]


«Γι’ αυ­τούς που με φωτιά ή μα­χαί­ρι κί­νη­σαν…


Γι’ αυ­τούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή

Λιώ­ναν το σί­δε­ρο, μα­σού­σα­νε τη γης

Ο Θεός τους μύ­ρι­ζε μπα­ρού­τι και μου­λα­ρο­τό­μα­ρο

Κάθε βρο­ντή ένας θά­να­τος κα­βά­λα στον αέρα

Κάθε βρο­ντή ένας άντρας χα­μο­γε­λώ­ντας άντι­κρυ

Στο θά­να­το – κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

Ξάφ­νου η στιγ­μή ξα­στό­χη­σε κι ήβρε το θάρ­ρος

Κα­τα­μέ­τω­πο πέ­τα­ξε θρύ­ψα­λα μέσ’ στον ήλιο

Κιά­λια, τη­λέ­με­τρα, όλμοι, κέ­ρω­σαν!

Εύ­κο­λα σαν χασές που σκί­στη­κεν ο αγέ­ρας!

Εύ­κο­λα σαν πλε­μό­νια που άνοι­ξαν οι πέ­τρες!

Το κρά­τος κύ­λη­σε από την αρι­στε­ρή μέρια…

Στο χώμα μόνο μια στιγ­μή τα­ρά­χτη­καν οι ρίζες

Ύστε­ρα σκόρ­πι­σε ο κα­πνός κι η μέρα πήε δειλά

Να ξε­γε­λά­σει την αντά­ρα από τα κα­τα­χθό­νια

Μα η νύχτα ανα­ση­κώ­θη­κε σαν πα­τη­μέ­νη oχιά

Μόλις στα­μά­τη­σε για λίγο μέσ’ στα δό­ντια ο θά­να­τος –

Κι ύστε­ρα χύ­θη­κε με­μιάς ως τα χλωμά του νύχια!


Τώρα κεί­τε­ται απάνω στην τσου­ρου­φλι­σμέ­νη χλαί­νη

Μ’ ένα στα­μα­τη­μέ­νο αγέρα στα ήσυχα μαλ­λιά

Μ’ ένα κλα­δά­κι λη­σμο­νιάς στ’ αρι­στε­ρό του αυτί

Μοιά­ζει μπα­ξές που του ‘ φυγαν άξαφ­να τα που­λιά

Μοιά­ζει τρα­γού­δι που το φί­μω­σαν μέσα στη σκο­τει­νιά

Μοιά­ζει ρολόι αγ­γέ­λου που εστα­μά­τη­σε

Μόλις εί­πα­νε «γεια παι­διά» τα μα­το­τσί­νο­ρα

Κι η απο­ρία μαρ­μά­ρω­σε…

Κεί­τε­ται απάνω στην τσου­ρου­φλι­σμέ­νη χλαί­νη.

Αιώ­νες μαύ­ροι γύρω του

Αλυ­χτούν με σκε­λε­τούς σκυ­λιών τη φο­βε­ρή σιωπή

Κι οι ώρες που ξα­νά­γι­ναν πέ­τρι­νες πε­ρι­στέ­ρες

Ακούν με προ­σο­χή`

Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κου­φά­θη­κε,

Όμως κα­νείς δεν άκου­σε την πιο στερ­νή κραυ­γή

Όλος ο κό­σμος άδεια­σε με τη στερ­νή κραυ­γή…


Έτσι καθώς τι­νά­ζε­ται μέσ’ στη βροχή το δέ­ντρο

Και το κορμί αδεια­νό μαυ­ρί­ζει από τη μοίρα

Κι ένας τρε­λός δέρ­νε­ται με το χιόνι

Και τα δυό μάτια πάνε να δα­κρύ­σουν –

Γιατί, ρω­τά­ει ο αιτός, πού’ ναι το παλ­λη­κά­ρι;

Κι όλα τ’ αι­τό­που­λ’ απο­ρούν πού’ ναι το παλ­λη­κά­ρι!

Γιατί, ρω­τά­ει στε­νά­ζο­ντας η μάνα, πού’ ναι ο γιος μου;

Κι όλες οι μάνες απο­ρούν πού να’ ναι το παιδί!

Γιατί, ρω­τά­ει ο σύ­ντρο­φος, πού να ‘ ναι ο αδερ­φός μου;

Κι όλοι οι σύ­ντρο­φοι απο­ρούν πού να’ ναι ο πιο μι­κρός!

Πιά­νουν το χιόνι, καίει ο πυ­ρε­τός

Πιά­νουν το χέρι και πα­γώ­νει

Παν να δα­γκά­σου­νε ψωμί κι εκεί­νο στά­ζει από αίμα

Κοι­τούν μα­κριά τον ου­ρα­νό κι εκεί­νος με­λα­νιά­ζει

Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζε­σταί­νει ο θά­να­τος

Γιατί ένα τέ­τοιο ανό­σιο ψωμί

Γιατί ένας τέ­τοιος ου­ρα­νός εκεί που πρώτα εκα­τοι­κού­σε ο ήλιος!


Ήταν γεν­ναίο παιδί `

Με τα θα­μπό­χρυ­σα κου­μπιά και το πι­στό­λι του

Με τον αέρα του άντρα στην περ­πα­τη­ξιά

Και με το κρά­νος του, γυα­λι­στε­ρό ση­μά­δι

( Φτά­σα­νε τόσο εύ­κο­λα μέσ’ στο μυαλό

Που δεν εγνώ­ρι­σε κακό ποτέ του)

Με τους στρα­τιώ­τες του ζερβά – δεξιά

Και την εκ­δί­κη­ση της αδι­κί­ας μπρο­στά του

– Φωτιά στην άνομη φωτιά! –

Με το αίμα πάνω από τα φρύ­δια

Τα βουνά της Αλ­βα­νί­ας βρο­ντή­ξα­νε

Ύστε­ρα λυώ­σαν χιόνι να ξε­πλύ­νουν

Το κορμί του, σιω­πη­λό ναυά­γιο της αυγής

Και το στόμα του, μικρό πουλί ακε­λά­η­δι­στο

Και τα χέρια του, ανοι­χτές πλα­τεί­ες της ερη­μί­ας

Βρό­ντη­ξαν τα βουνά της Αλ­βα­νί­ας

Δεν έκλα­ψαν

Γιατί να κλά­ψουν

Ήταν γεν­ναίο παιδί!


Με βήμα πρω­ι­νό στη χλόη που με­γα­λώ­νει

Ανε­βαί­νει μο­να­χός και ολό­λα­μπρος…

Ανε­βαί­νει μο­να­χός και ολό­λα­μπρος

Τόσο πιω­μέ­νος από φως που φαί­νε­ται η καρ­διά του

Φαί­νε­ται μέσ’ στα σύν­νε­φα ο Όλυ­μπος ο αλη­θι­νός

Και στον αέρα ολό­γυ­ρα ο αίνος των συ­ντρό­φων…

Τώρα χτυ­πά­ει πιο γρή­γο­ρα τ’ όνει­ρο από το αίμα

Στους όχτους του μο­νο­πα­τιού συ­νά­ζο­νται τα ζώα

Γρυ­λί­ζουν και κοι­τά­ζου­νε σα να μι­λούν

Ο κό­σμος όλος είναι αλη­θι­νά με­γά­λος

Γίγας που κα­να­κεύ­ει τα παι­διά του

Μα­κριά χτυ­πούν κα­μπά­νες από κρύ­σταλ­λο

Αύριο, αύριο λένε: το Πάσχα τ’ ου­ρα­νού!


Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μέσ’ στη ζωή

Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρό­φτα­σε να κλά­ψει

Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής

Λένε για το ζεστό κι αχάι­δευ­το κε­φά­λι του

Για τα με­γά­λα μάτια του όπου χώ­ρε­σε η ζωή

Τόσο βαθιά, που πια να μην μπο­ρεί να βγει ποτέ της!» [3]


Στις 26 Φε­βρουα­ρί­ου 1941 ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της προ­σβλή­θη­κε από κοι­λια­κό τύφο και με­τα­φέρ­θη­κε σε πολύ άσχη­μη κα­τά­στα­ση στο Νο­σο­κο­μείο των Ιω­αν­νί­νων. « Ο Ελύ­της είναι ένας δια­σω­θείς της ασθέ­νειας του πο­λέ­μου και της ασθέ­νειας λόγω πο­λέ­μου…» [4]

Κα­τα­θέ­τει ο ποι­η­τής σε συ­νέ­ντευ­ξή του στο πε­ριο­δι­κό «Παν­σπου­δα­στι­κή» τον Οκτώ­βριο του 1962 γι’ αυτήν την πε­ρι­πέ­τεια που ση­μά­δε­ψε το κα­το­πι­νό του έργο και τον ώθησε να δει δια­φο­ρε­τι­κά τη σχέση ανά­με­σα στην ποί­η­ση , τον ποι­η­τή και την κοι­νω­νία.

« Τι να έκανα εγώ, ένα χα­λα­σμέ­νο παιδί της Αθή­νας. Με κόπο, κόπο ανυ­πο­λό­γι­στο, κα­τά­φε­ρα να είμαι απλώς συ­νε­πής προς την απο­στο­λή μου. Αλλά είδα στα πρό­σω­πα των στρα­τιω­τών μου τη λάμψη που είναι ικα­νός ο ελ­λη­νι­σμός ν’ ανα­δώ­σει όταν πι­στεύ­ει στο δίκιο του. Και γνώ­ρι­σα από κοντά την αψη­φι­σιά του θα­νά­του, την ακα­τά­βλη­τη θέ­λη­ση της ζωής που έγινε τε­λι­κά και δική μου. Στο μέ­τω­πο, αρ­ρώ­στη­σα από βα­ρύ­τα­το τύφο. Τα νερά που πί­να­με όπου βρί­σκα­με , ανά­με­σα στα πτώ­μα­τα των μου­λα­ριών, ήτανε μο­λυ­σμέ­να. Χωρίς να γνω­ρί­ζω τι έχω, χρειά­στη­κε να κάνω τρία με­ρό­νυ­χτα με τα πόδια και με ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να δια­κο­μι­σθώ στο Νο­σο­κο­μείο των Ιω­αν­νί­νων. Έμει­να εκεί σα­ρά­ντα μέρες με σα­ρά­ντα πυ­ρε­τό, ακί­νη­τος, με πάγο στην κοι­λιά. Με εί­χα­νε απο­φα­σί­σει, αλλά εγώ δεν είχα απο­φα­σί­σει τον εαυτό μου. Θυ­μά­μαι ότι αρ­νή­θη­κα να με με­τα­φέ­ρουν στον μικρό θά­λα­μο των ετοι­μο­θα­νά­των, όπως κά­ποιο άλλο βράδυ αρ­νή­θη­κα να κοι­νω­νή­σω και να εξο­μο­λο­γη­θώ στον παπά που μου φέ­ρα­νε, όταν η κρίση της αρ­ρώ­στειας έφτα­σε στο κα­τα­κό­ρυ­φο. Μόλις αρ­χί­σα­νε οι βομ­βαρ­δι­σμοί, ανοί­γα­νε το δι­πλα­νό μου πα­ρά­θυ­ρο – μην σπά­σουν τα τζά­μια και τι­να­χτούν απάνω μου – και φεύ­γα­νε όλοι στα κα­τα­φύ­για. Έτσι πέ­ρα­σα όλες τις τρο­με­ρές μέρες της Γερ­μα­νι­κής επι­θέ­σε­ως. Κα­τά­μο­νος σ’ έναν έρημο θά­λα­μο, και γε­μά­τος πλη­γές από την από­λυ­τη ακι­νη­σία. Και την ημέρα που κρί­θη­κε ότι είχα γλυ­τώ­σει και άρ­χι­σε να υπο­χω­ρεί ο πυ­ρε­τός, ήρθε η δια­τα­γή να εκ­κε­νω­θεί το Νο­σο­κο­μείο. Με βά­λα­νε όπως όπως σ’ ένα φο­ρείο, που το χώ­σα­νε σ’ ένα φορ­τη­γό αυ­το­κί­νη­το. Η φά­λαγ­γα από τα Γιάν­νε­να ως το Αγρί­νιο πο­λυ­βο­λή­θη­κε οκτώ φορές από τα « στού­κας». Οι φα­ντά­ροι τρέ­χα­νε στα χω­ρά­φια, όμως εγώ ήταν αδύ­να­το να σταθώ όρ­θιος έστω και για μια στιγ­μή. Τε­λι­κά, στο Αγρί­νιο, με πα­ρα­τή­σα­νε σ’ ένα πε­ζού­λι και φύ­γα­νε. Μια καλή κο­πέλ­λα, εθε­λο­ντής νο­σο­κό­μος με άλλη απο­στο­λή, με βο­ή­θη­σε και μ’ έσυρε ως το υπό­γειο μιας κα­πνα­πο­θή­κης, όπου σω­ριά­στη­κα κ’ έμει­να τρεις μέρες. Αλλά τα υπό­λοι­πα δεν έχουν ση­μα­σία για τους άλ­λους. Ση­μα­σία έχει ότι « έζησα το θαύμα» και σώ­θη­κα από ένα θαύμα…» [5]

«Πώς να σας το πω: ήταν ό,τι διά­βα­ζα στην πράξη, και μ’ ένα σφί­ξι­μο στην καρ­διά μην τύχει και δα­κρύ­σω, αυτά που με ανία και δυ­σφο­ρία διά­βα­ζα ώς τότε στα βι­βλία και για την ιστο­ρία της χώρας μου. Ηταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κά­πο­τε ητ­τη­θεί, όχι εξ αι­τί­ας του, στη Μι­κρα­σία, και που τώρα θα έπαιρ­νε την εκ­δί­κη­σή του. Ετσι το έβλε­πα εγώ. Σαν άχτι μα­κρο­χρό­νιο που έβγαι­νε και ξε­θύ­μαι­νε. Δεν έπαι­ζε ρόλο που ο εχθρός ήταν δια­φο­ρε­τι­κός. Ο εχθρός ήτανε η Τυ­ραν­νία, ήτανε η μορφή του Άδι­κου, που την εί­χα­με υπο­στεί κάτω από δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές επί αιώ­νες και είχε γίνει μοίρα μας. Αυτή η εξέ­γερ­ση ενα­ντί­ον της Μοί­ρας, χωρίς υπο­λο­γι­σμό, μες στα όλα, αυτή η «όμορ­φη αφρο­σύ­νη», όπως λέω κάπου αλλού, ήτανε που ανέ­βα­ζε το γε­γο­νός σε μιαν άλλη σφαί­ρα, ποι­η­τι­κή. Μέσα μου έγινε μια ανα­παρ­θέ­νευ­ση των τριμ­μέ­νων εν­νοιών. Οι λέ­ξεις ξε­φου­σκώ­να­νε και ξα­να­γε­μί­ζα­νε με κα­θα­ρή ουσία. Με τη βο­ή­θεια της ου­σί­ας αυτής βρήκα το θάρ­ρος να ξα­να­προ­φέ­ρω λόγια που ώς τότε φο­βό­μου­να επει­δή τα συ­να­ντού­σα μόνο στα χείλη των κού­φιων πο­λι­τι­κών και των πα­τρι­δο­κα­πή­λων.» [6]

Το Μέ­τω­πο του 1940 στην Αλ­βα­νία, αλλά και οι κα­το­πι­νές εξε­λί­ξεις με την Κα­το­χή, τα Δε­κεμ­βρια­νά και τον Εμ­φύ­λιο ενέ­πνευ­σαν τον Οδυσ­σέα Ελύτη να συν­θέ­σει τα πολύ γνω­στά μας έργα « Άσμα Ηρω­ι­κό και Πέν­θι­μο για τον Χα­μέ­νο Αν­θυ­πο­λο­γα­χό της Αλ­βα­νί­ας» και « Το Άξιον Εστί». Εμπνεύ­στη­κε όμως ακόμα και έγρα­ψε την «Αλ­βα­νιά­δα», την « Κα­λω­σύ­νη στις Λυ­κο­πο­ριές» και τη «Βαρ­βα­ρία».

Η « Αλ­βα­νιά­δα», έργο ημι­τε­λές. Το πρώτο μέρος δό­θη­κε για δη­μο­σί­ευ­ση από τον ποι­η­τή στην « Παν­σπου­δα­στι­κή» συγ­χρό­νως με τη συ­νέ­ντευ­ξη που πα­ρα­χώ­ρη­σε.

«… δεν δη­μο­σιεύ­τη­κε ποτέ. Με­τα­δό­θη­κε όμως τον Οκτώ­βριο του 1956 από το Ρα­διο­φω­νι­κό Σταθ­μό Αθη­νών, με απαγ­γε­λία Θάνου Κω­τσό­που­λου και Μή­τσου Λυ­γί­ζου, ρα­διο­σκη­νο­θε­σία Νίκου Γκά­τσου και μου­σι­κή Μάνου Χα­τζι­δά­κι. Δεν είχε, απ’ όσο ξέρω, κα­μιάν απή­χη­ση, μο­λο­νό­τι η ρα­διο­φω­νι­κή πα­ρου­σί­α­ση βοη­θού­σε στην ανά­δει­ξη της ιδιό­τυ­πης τε­χνι­κής του. Ίσως να έφται­γα εγώ, ίσως το θέμα. Γε­γο­νός είναι ότι μου έλει­ψε από κει και πέρα η διά­θε­ση να συ­νε­χί­σω ένα έργο με τόσο με­γά­λες δια­στά­σεις. Καλά ή κακά δεν είμαι από τους ποι­η­τές που μπο­ρούν να γρά­φουν ερή­μην του κοι­νού. Μου χρειά­ζε­ται ο « αντί­κτυ­πος». Κάτι πε­ρισ­σό­τε­ρο: μου χρειά­ζε­ται αυτό που λέμε « αό­ρα­τη πα­ραγ­γε­λία»,η συ­ναί­σθη­ση ότι μια ομάδα αν­θρώ­πων , έστω και μικρή, πε­ρι­μέ­νει κάτι από μένα. Προ­χώ­ρη­σα αρ­κε­τά στο δεύ­τε­ρο μέρος, κ’ ύστε­ρα, ξαφ­νι­κά, στα­μά­τη­σα. Με τρά­βη­ξε το «Άξιον Εστί» που είχε αρ­χί­σει να ωρι­μά­ζει μέσα μου και που έμελ­λε να ηχή­σει αλ­λοιώς. Ωστό­σο, μια που αυτό το πρώτο μέρος εξα­κο­λου­θεί, προ­σω­πι­κά, να με ικα­νο­ποιεί απο­λύ­τως κ’ έχει εξάλ­λου πάρει κατά κά­ποιο τρόπο το βά­φτι­σμα της δη­μο­σιό­τη­τας, ευ­χα­ρί­στως σας το πα­ρα­χω­ρώ.» [7]

Από το πρόγραμμα της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)
Από το πρό­γραμ­μα της πα­ρά­στα­σης του Εθνι­κού Θε­ά­τρου (Αρ­χείο Εθνι­κού Θε­ά­τρου)

Ένα μικρό από­σπα­σμα:

« Ένας άγ­γε­λος μ’ αμπέ­χω­νο ανοι­χτό

Αγου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νος γύ­ρι­ζε τ’ αντί­σκη­να

Μοι­ρά­ζο­ντας «λά­μπες θυ­έλ­λης».

Η όρ­γη­τα δά­γκω­νε τα σί­δε­ρα

Στα ρο­λό­για μέσα τ’ αρ­γο­κί­νη­τα

Σφυ­ρο­κό­ποι ατσά­λω­ναν ανό­μοιες ώρες…» [8]

Η « Κα­λω­σύ­νη στις Λυ­κο­πο­ριές» , συν­θε­τι­κό ποί­η­μα, το οποίο ο Ελύ­της έγρα­ψε μέσα στη να­ζι­στι­κή Κα­το­χή , το 1943. Η λο­γο­κρι­σία το έκοψε. Το ποί­η­μα δεν συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο συ­γκε­ντρω­τι­κό τόμο των Ποι­η­μά­των του Οδυσ­σέα Ελύτη που εκ­δό­θη­κε από τον Ίκαρο το 2002. Όμως το 1975 ο ποι­η­τής συ­νερ­γά­στη­κε με τον χα­ρά­κτη Δη­μή­τρη Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, στην Ισπα­νία, ο οποί­ος το φι­λο­τέ­χνη­σε με χα­ρα­κτι­κά . Το ποί­η­μα κυ­κλο­φό­ρη­σε σε δί­γλωσ­ση έκ­δο­ση.[9]

Από το πρόγραμμα της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)
Από το πρό­γραμ­μα της πα­ρά­στα­σης του Εθνι­κού Θε­ά­τρου (Αρ­χείο Εθνι­κού Θε­ά­τρου)

«Η Κα­λω­σύ­νη εδώ που βρέ­θη­κε μες στις λυ­κο­πο­ριές

Πρέ­πει νάχει μπα­ρού­τι στο σελ­λά­χι της

Και να δα­γκά­νει κάμες.


Ακού­γε­ται από την περ­πα­τη­ξιά σου η δόξα

Όπως ακού­γε­ται απ’ το βρό­ντη­μα του μπρούν­τζου ο ήλιος

Με­λα­ψό παλ­λη­κά­ρι

Που ακου­μπάς επάνω στην Ελ­λά­δα

Με το κου­ρά­γιο που ακου­μπά­ει στη μπόρα το έλατο

Και σου παν οι αιώ­νες όπως της πάει της αντρειάς

Το λου­λού­δι στα δό­ντια και το μπαμ

Της πι­στο­λιάς

Πέ­ρα­σαν μες στη μνήμη σου μνή­μες ανέ­μων

Η φωνή σου σκο­τεί­νια­σε σαν δρυ­μός

Είδες κάτω απ’ τα πόδια σου να ξε­κοι­λιά­ζου­νται άλογα

Δάση να τρων φω­τιές αν­θρώ­πους άν­θρω­πο

Είδες μια πέτρα τρυ­πη­μέ­νη από κραυ­γή θα­νά­του

Να ση­κώ­νει τη σκιά της τέρας

Μια γυ­ναί­κα με ράμ­φος και φτερά

Να σπα­ρά­ζει δεί­χνο­ντας ψηλά

Το φεγ­γά­ρι στο στόμα της φο­βέ­ρας

Τί­πο­τα συ! Μες στην καρ­διά του χρό­νου

Ζώ­νε­σαι γύρω σου το διά­στη­μα

Μέσα στη χώρα που ονει­ρεύ­ο­μαι

Λες, η ματιά του αρ­νιού σκο­τώ­νει τα τσα­κά­λια,

Μέσα στη χώρα τώρα που ονει­ρεύ­ε­σαι

Με­λα­ψό παλ­λη­κά­ρι

Λέω: Η ελ­πί­δα τό­φτα­σε το μπόι της κο­ρα­σιάς

Είν’ έτοι­μη η καρ­διά του αντρός να μα­χαι­ρώ­σει ατσά­λι

Κύττα: σελ­λώ­νει ο άνε­μος τα όνει­ρα

Σπί­θες πε­τούν τα πέ­τα­λα στο πυρρό νέφος

Η μέρα όπου και νάναι με λού­λου­δα μη­λιάς

Θα βγει να σερ­για­νί­σει πάλι στο αρ­χι­πέ­λα­γος!


Τριώ­νι της θαλ­λα­σι­νής νυ­χτιάς` Αλε­τρο­πό­δι

Που σα νεύ­εις με χρυ­σούς σταυ­ρούς

Τα πει­σμα­τά­ρι­κα παι­διά της χί­μαι­ρας`

Και συ εκ­στα­τι­κό μου Ελίκι

Στην αση­μέ­νια ζώνη της μα­τιάς μου

Απόψε

Αγρυ­πνή­σε­τε

Κι όταν φυ­σή­ξει απ’ τα βουνά της ερη­μιάς η για­μπο­λη

Στα­λά­ζο­ντας πικρά στην υπνω­μέ­νη γης

Ακουρ­μα­στεί­τε τη φωνή του λύκου

Ακουρ­μα­στεί­τε τη φωνή του λύκου

Σε βά­τους που έφτυ­σαν φωτιά και τώρα κρυώ­νουν

Σε δέ­ντρα που μα­τώ­σαν, σ’ ερη­μοκ­κλη­σιές που ράι­σαν

Σ’ αγκά­θια που φαρ­μα­κώ­σαν ένα φεγ­γά­ρι

Ακουρ­μα­στεί­τε τη φωνή του λύκου

Στις σπα­ραγ­μέ­νες σάρ­κες του γκρε­μού

Στα ρίγη που κρυ­στάλ­λω­σαν τις αγω­νί­ες του λόγ­γου

Για μια στερ­νή φορά

Φω­νά­ζω

Ακουρ­μα­στεί­τε τη φωνή του λύκου

Άστρα, ο χρη­σμός σας δε θα πάει χα­μέ­νος

Παι­διά, ο χαμός, ο χα­λα­σμός, η πείνα

Κι η ανά­γκη τρε­μο­σβυούν στο ψυ­χορ­ρά­γη­μα

Ορ­θώ­σε­τε τ’ αρ­μα­τω­μέ­να χέρια

Ξε­τε­λέ­ψε­τε

Θά­λασ­σα, χί­μαι­ρα, έκ­στα­ση

Ετοι­μά­σε­τε τη χώρα σας

Του χάρου τη φωνή δε θα την ανε­χτού­με

Η μέρα είναι κοντά που θα ψο­φή­σει ο λύκος

Που η απο­νιά θα φάει τις σάρ­κες της

Που θα βου­τή­ξει σε μια δόξα μύρου το βουνό

Και που η ψυχή θ’ ανά­ψει από τις μυ­στι­κές φλο­γί­τσες σας

Όπως και πριν Τριώ­δι, Αλε­τρο­πό­δι, Ελίκι!» [10]

Η «Βαρ­βα­ρία» δεν ολο­κλη­ρώ­θη­κε

Από τις εφημερίδες της εποχής (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)
Από τις εφη­με­ρί­δες της επο­χής (Αρ­χείο Εθνι­κού Θε­ά­τρου)

Το 1977 το Εθνι­κό Θέ­α­τρο συμ­με­τέ­χο­ντας στον εορ­τα­σμό της 28ης Οκτω­βρί­ου 1940 πα­ρου­σί­α­σε μια πα­ρά­στα­ση με « ήθος σύγ­χρο­νης τρα­γω­δί­ας με το ύφος αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας» [11], η οποία στη­ρί­χτη­κε σε απο­σπά­σμα­τα από διά­φο­ρα ποι­ή­μα­τα που εμπνεύ­στη­κε ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της κυ­ρί­ως από τον πό­λε­μο της Αλ­βα­νί­ας. Η επι­λο­γή των απο­σπα­σμά­των έγινε από τους « Προ­σα­να­το­λι­σμούς», « Το Άξιον Εστί», « Αλ­βα­νιά­δα» και « Άσμα Ηρω­ι­κό και Πέν­θι­μο για τον Χα­μέ­νο Αν­θυ­πο­λο­χα­γό της Αλ­βα­νί­ας».

«Μέσα από το «Άσμα Ηρω­ι­κό και Πέν­θι­μο για τον Χα­μέ­νο Αν­θυ­πο­λο­χα­γό της Αλ­βα­νί­ας» και το «Άξιον Εστί» ξε­τυ­λί­γε­ται όλο το μέγα θάμα, το ελ­λη­νι­κό κι αν­θρώ­πι­νο μαζί, της « Αλ­βα­νιά­δας». Και μνήμη ζω­ντα­νή απλώ­νε­ται σε μια πα­ναρ­μό­νια τοι­χο­γρα­φία, πραγ­μα­τι­κή και υπε­ρού­σια μαζί. Τα πεζά κεί­με­να ιστο­ρούν την αλη­θι­νή πε­ρι­πέ­τεια του πο­λέ­μου. Και η ποι­η­τι­κή έξαρ­ση ει­κο­νί­ζει την υπερ­πραγ­μα­τι­στι­κή εξα­κό­ντι­ση της ψυχής του μα­χη­τή ποι­η­τή. Κα­νέ­νας ψευ­τοη­ρω­ι­σμός δεν χωρεί εδώ. Το μέ­γε­θος του αλη­θι­νού ηρω­ι­σμού ανα­δύ­ε­ται από το μέ­γε­θος της θυ­σί­ας. Και το θάμα βλα­σταί­νει από τις βα­θιές ρι­ζω­μέ­νες στην Ελ­λη­νί­δα φύση ρίζες του αν­θρώ­που, που εξυ­ψώ­νε­ται ως την ισο­θέ­ω­ση της ελευ­θε­ρί­ας με την αξία και τος κάλ­λος της» [12]

Πηγές:

[1] Από­σπα­σμα από το Ανά­γνω­σμα Πρώτο . Οδυσ­σέα Ελύτη, Το Άξιον Εστί, Ίκα­ρος Εκ­δο­τι­κή Εται­ρία, Αθήνα 1977, 9η έκ­δο­ση

[2] Από το άρθρο του Χρή­στου Σιάφ­κου, Το φως, η αρχή και το τέλος. Δη­μο­σιευ­μέ­νο στην έκ­δο­ση της Ελευ­θε­ρο­τυ­πί­ας Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της ( 1911 – 1996) και στη σειρά «λέσχη αθα­νά­των».

[3] Απο­σπά­σμα­τα από το έργο: Οδυσ­σέα Ελύτη, Άσμα Ηρω­ι­κό και Πέν­θι­μο για τον Χα­μέ­νο Αν­θυ­πο­λο­χα­γό της Αλ­βα­νί­ας, Ίκα­ρος Εκ­δο­τι­κή Εται­ρία, Αθήνα 1981, 6η έκ­δο­ση

[4, 8 ] Από το άρθρο του Βα­σί­λη Κ. Κα­λα­μα­ρά, Η διαρ­κής λυ­ρι­κή επα­να­μά­γευ­ση. Δη­μο­σιευ­μέ­νο στην έκ­δο­ση της Ελευ­θε­ρο­τυ­πί­ας Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της ( 1911 – 1996) και στη σειρά «λέσχη αθα­νά­των».

[5, 6,7 ] Από το άρθρο του Δη­μή­τρη Γκιώ­νη «Έζησα το θαύμα της Αλ­βα­νί­ας». Ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, η ημι­τε­λής «Αλ­βα­νιά­δα» και η συμ­με­το­χή του στον αγώνα. Δη­μο­σιευ­μέ­νο στην «Ελευ­θε­ρο­τυ­πία» το Σάβ­βα­το 22 Οκτω­βρί­ου 2011.

[9] Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες για το έργο Η κα­λω­σύ­νη στις Λυ­κο­πο­ριές από εδώ

[10] Τα απο­σπά­σμα­τα από το έργο Η κα­λω­σύ­νη στις Λυ­κο­πο­ριές εδώ

[11, 12] Από την κρι­τι­κή του Μπά­μπη Κλάρα στην εφη­με­ρί­δα « Η Βρα­δυ­νή» δη­μο­σιευ­μέ­νο στις 30/10/1977. Αρ­χείο Εθνι­κού Θε­ά­τρου.

Οδυσσέας Ελύτης: Η πορεία προς το Μέτωπο (Το έπος του 1940 στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη)

Η Μεγάλη Εβδομάδα του Οδυσσέα Ελύτη

Από την ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου».

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ

Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.

Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.

Μ. ΤΡΙΤΗ

Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο.
Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.

Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να:
η μητέρα μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.

Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.

Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ

Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει

Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός

Και τώρα μαύρος αιώνας.

_1_~3
Μ. ΠΕΜΠΤΗ

Μέρα τρεμάμενη, όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού

Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη

Τα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε

(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει
να ήμουν)

Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, β

Σωστός Θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.

Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας

Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.

Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής

Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, β

Αντίς για Όνειρο

Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.

Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ

Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίματά μου
– της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια –
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, β

Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο
εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο

Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα

Όπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια
και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης, η ερωτοπαθής
ψυχή μου.