Ο αμφιλεγόμενος Μέγας Ανατολικός του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ο «Μέγας Ανατολικός» κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1990, παραμονές Χριστουγέννων. Η δε έκδοσή του αποτέλεσε έκπληξη καθώς εμφάνιζε μια άλλη, άγνωστη στο αναγνωστικό κοινό, πτυχή του ποιητή της «Υψικαμίνου» και της «Ενδοχώρας» – του χαρακτηριζόμενου ως κύριου εισηγητή του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα.

Ο «Μέγας Ανατολικός» άρχισε να γράφεται το 1945, για να ολοκληρωθεί, έπειτα από αλλεπάλληλες γραφές, το 1970. Πρώτοι αναγνώστες -αποσπασμάτων- φίλοι και ομότεχνοι του Εμπειρίκου, μεταξύ των οποίων ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος αποφαίνεται στο βιβλίο δοκιμίων του «Εν λευκώ» (εκδ. «Ικαρος»): «Ο “Μέγας Ανατολικός” ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή στις δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη».

Το βιβλίο έχει θέμα το παρθενικό ταξίδι του υπερωκεάνιου «Ανατολικός» από την Αγγλία στην Αμερική, από την 21η Μαΐου ώς την 1η Ιουνίου 1867 – και ως προς αυτό παρουσιάζει κοινά με το μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν «Πλωτή πολιτεία». Από εκεί κι έπειτα είναι Εμπειρίκος. «Επί δέκα ημέρες, μέσα σ’ αυτή την “κιβωτό της ακολασίας”, επιβάτες και πλήρωμα διαβιούν εν οχεία, σαν χέλια στον καιρό των ερώτων τους, επιδίδονται στην ικανοποίηση πάσης επιθυμία και φαντασίωσης», γράφει ο Κώστας Σταματίου («Τα Νέα», 5 Ιανουαρίου 1991). Και καταλήγει: «…φαίνεται πως ο ποιητής έχτισε με τη φαντασία του ένα τεράστιο οργασμικό παραμύθι, σύμβολο της ζητούμενης εν ηδοναίς βίωσης του, περισσότερο ή λιγότερο σύντομου, ταξιδιού που είναι η Ζωή».

Η πολυσέλιδη διήγηση καλύπτει τις δέκα μέρες του ταξιδιού, φέρνοντας στο προσκήνιο τις ερωτικές περιπτύξεις των επιβατών του πλοίου, οι οποίοι ανήκουν σε κάθε πιθανή εθνικότητα, αντλούν καταβολές από όλες τις κοινωνικές τάξεις και παρουσιάζουν κυριολεκτικά κάθε είδους σεξουαλική διαστροφή. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει η μορφή του Έλληνα Ανδρέα Σπερχή, το άλτερ έγκο του ποιητή που ταξιδεύει μαζί με τους ηδονιστές ήρωες του προς τον Νέο Κόσμο. Με την πιο πιστή καθαρεύουσα, χαρακτηριστική άλλωστε ολόκληρου του έργου του, ο Εμπειρίκος από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου του, κατά την επιβίβαση των επιβατών, μέχρι και τις τελευταίες, όπου το πλοίο έχει φτάσει πλέον στο προορισμό του, περιγράφει ένα αέναο ερωτικό όργιο, που συμπεριλαμβάνει όλες τις εκφάνσεις της σεξουαλικότητας, από τον αυνανισμό και την ηδονοβλεψία, μέχρι τη ζωοφιλία, την αιμομιξία, το σαδομαζοχισμό.

Σε αντίθεση όμως με τους σαδιστές ήρωες των μυθιστορημάτων του ντε Σαντ και τους βασανισμένους πρωταγωνιστές του φον Μαζόχ, οι ταξιδιώτες του Μεγάλου Ανατολικού δεν είναι κυνικοί, μήτε καταραμένοι, δεν επιχειρούν να υποδουλώσουν τα αντικείμενα του πόθου τους, να βιάσουν ή να ταπεινώσουν, κάθε άλλο, αυτό που αναζητούν είναι μια ηδονή άνευ ορίων μέσα σε ένα πλαίσιο αμοιβαίας απόλαυσης και ελευθερίας. Σε μια πλωτή πόλη άφατου ερωτισμού, ο Εμπειρίκος απενοχοποιεί την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, ανάγει την επίτευξη της απόλαυσης σε αυτοσκοπό του ανθρώπου και αναγνωρίζει το δικαίωμα στην επιθυμία σε κάθε ανθρώπινο ον. Σε μια εποχή που ο γυναικείος ερωτισμός υπάγεται ακόμη στην παντοδυναμία του αρσενικού, ο ποιητής οικοδομεί ένα περιβάλλον όπου η ηδονή καθίσταται κτήμα όλων χωρίς φυλετικές και ταξικές διακρίσεις και κοινωνικές προκαταλήψεις, ένα περιβάλλον όπου η γυναίκα δεν απαντάται σαν άψυχο ερωτικό αντικείμενο δίχως προσωπικές επιθυμίες, όπως παρουσιάζεται στα περισσότερα μη λογοκριμένα έργα της ελληνικής πεζογραφίας, αλλά αναγνωρίζεται σαν αυτόβουλο ον, σαν φορέας του ίδιου ακριβώς δικαιώματος στην ηδονή που αυτοδικαίως παρέχεται στον άντρα.

Ο Μέγας Ανατολικός είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε ακριβώς για να δείξει πόσο λανθασµένα συλλάβαµε τη δωρεά της ζωής. Αυτή είναι η µία πλευρά των πραγµάτων. Η άλλη έχει να κάνει µε την ίδια τη λογοτεχνική αξία του Μεγάλου Ανατολικού , τον οποίο κατέκριναν αφελώς, και κάποτε ανοήτως, «κριτικοί» και επιφυλλιδογράφοι απλώς και µόνο ξεφυλλίζοντας τους δύο πρώτους τόµους…

Επειδή, αν είχαν διεξέλθει το Εργο, θα αντιλαµβάνονταν πως δεν είναι οι αλλεπάλληλες και στατικές κάποτε (ας το δεχθούµε) λαγνουργίες που συνιστούν το πραγµατικό νόηµά του, αλλά η οραµατική/ουτοπική κατάδειξη ενός άλλου βίου. Το ωκεάνιο µυθιστόρηµα ίσως να κινείται αργά αλλά έχει αρχή, µέση και τέλος συγκεκριµένο.

Κι όμως, αν εξαιρέσει κανείς την ατελέσφορη μήνυση του περιοδικού «Πολιτικά θέματα», μαζί με την καταδίκη του εκδότη της «Ανδριώτικης εβδομάδας» από το τριμελές πλημμελειοδικείου Σύρου (βλ. παράβαση του νόμου «περί ασέμνων»), κατά τα λοιπά, το κολοσσιαίο σε όγκο μυθιστόρημα φάνηκε πως έμεινε αλώβητο στο παρθενικό του ταξίδι. Τουλάχιστον, από τη λογοκρισία και τους πάμπολλους ένθερμους ζηλωτές της. Κατά συνέπεια, ούτε το βιβλίο απορρίφθηκε από το κοινωνικό σώμα, σαν βδελυρό «έργο», ούτε το οικοδόμημά του Ναού καταλύθηκε από τον αγγελιοφόρο της Ηδονής.

Πάραυτα, αλώβητο δεν έμεινε το έργο από τις ετερόκλητες και αμφίρροπες κριτικές. Γιατί μπορεί, μεν, οι τρεις πρώτοι τόμοι από τους 8, συνολικά, να έγιναν ασμένως αποδεκτοί από το αναγνωστικό κοινό, κατά την κυκλοφορία τους (1990-2), εντούτοις, η αποδοχή της αναμενόμενης έκδοσης από την φιλολογική κοινότητα (μελετητές, κριτικοί, ακαδημαϊκοί κτλ), δεν ήταν και τόσο εγκωμιαστική… «Δεν είναι καν λογοτεχνία», ήταν η βασικότερη από τις ενστάσεις των επικριτών. «Δεν υπάρχει κανένας μύθος, καμία αφηγηματική κλιμάκωση, καμία πρωτοτυπία». «Αυτό-ακυρώνεται σε μία προβλέψιμη επανάληψη». «Όσο για τις 2647 χειρόγραφες σελίδες (τελική έκδοση) θυμίζουν ολόκληρο Έπος, που ανακυκλώνει φλύαρες πορνογραφικές εμμονές». Αντιδράσεις, εν πολλοίς, προβλέψιμες και αναμενόμενες, ιδίως αν αναλογιστείς πως η εγχώρια κριτική, συχνά έχει αποδειχθεί αδύναμη να χωρέσει ή, έστω, να ερμηνεύσει έργα, τα οποία υπερβαίνουν με τη νεωτερικότητά τους, τις οριοθετημένες νόρμες. Αυτός, προφανώς, ήταν και ο μείζων λόγος, που ο Μέγας Ανατολικός δεν έγινε ευρέως αποδεχτός, όταν εκδόθηκε μετά το θάνατο του συγγραφέα. Γιατί εισήγαγε πρωτοφανείς, για τα Ελληνικά δρώμενα, ανατρεπτικές εκδοχές του Μύθου και της αφήγησης, καταφέρνοντας έτσι να σπείρει «καινά δαιμόνια» στην, εν πολλοίς, τελματωμένη λογοτεχνική κοινότητα.

Η σύγκρουση, βέβαια, του συγγραφέα με την κοινότητα της καθεστηκυίας διανόησης κρύβει σίγουρα, μακρύ παρελθόν. Τόσο οι αρνήσεις, όσο και η σφοδρή απαξιωτική ρητορική σε βάρος του εκτονώθηκαν με σφοδρότητα, κυρίως εν μέσω της καθημαγμένης εποχής, στην οποία γράφτηκε το «μέγα Ανοσιούργημα». Με μία, όμως, σημαντική διαφορά. Ο Εμπειρίκος, σαν ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της ψυχανάλυσης και του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελληνική ενδοχώρα, κατάφερε κυριολεκτικά ν’ εγκλωβιστεί στο μάτι του κυκλώνα, τόσο από τη συντηρητική – αστική διανόηση, όσο και από την αριστερή – ριζοσπαστική. Για, μεν, τους πρώτους υπήρξε ο αποδιοπομπαίος απόγονος του Πανός, ένας Σάτυρος που αποπειράθηκε με τις ελευθεριάζουσες ιδέες του να ταράξει τα στεκάμενα νερά της παράδοσης και της στερεοτυπικής τέχνης. Ενώ, για τους εκπρόσωπους του μαρξιστικού χώρου, αποβλήθηκε εγκαίρως από την «τάξη» των εκλεκτών, σαν εκείνος ο απείθαρχος μαθητής, που αρνήθηκε με τους αλλοπρόσαλλους πειραματισμούς του, αυτή καθεαυτή την επαναστατική δυναμική της στρατευμένης τέχνης. Εξάλλου, στο δεύτερο πολιτικό στρατόπεδο, η Ιστορία λειτουργεί σαν τραγικός αυτόπτης μάρτυρας, αφού είναι γνωστό πως ο Εμπειρίκος συνελήφθη στα Δεκεμβριανά από την ΌΠΛΑ, η οποία τον κράτησε όμηρο στα Κρώρα Βιωτίας, για λόγους ευνόητους (εκπρόσωπος της αστικής τάξης και αρνητής του Μαρξισμού). Απόρριψη, όπως καταλαβαίνουμε, διπλή, που φανερώνει πως, στην εποχή του, ο Εμπειρίκος – ίσως και ο συνοδοιπόρος, αλλά και επιστήθιος φίλος του, Ο. Ελύτης – χρεώθηκε με τη αξεπέραστη ρετσινιά του αιθεροβάμονα ∙ στιγματίστηκε, δηλαδή, σαν ο «ανέπαφος χορηγός» μίας ελπίδας, που έτσι ή αλλιώς είναι καταδικασμένη σε τούτο τον τόπο να στενάζει ανάμεσα σε δύο μαύρες Συμπληγάδες.

Η κατάσταση, δυστυχώς, δε θα μπορούσε να έχει διαφορετική έκβαση για την περίπτωση του μεγάλου αιρετικού, πόσον μάλλον σε μία διχαστική κοινωνία σαν την μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η βαθύτερη, όμως, αιτία που πυροδότησε αυτή την απορριπτική στάση, δεν ήταν άλλη από την ιδιαιτερότητα της ιδεολογίας, που ο Εμπειρίκος αποπειράθηκε να μεταλαμπαδεύσει, πρωτίστως στους αναγνώστες του. Διότι, στην ουσία της, η ιδεολογία του υπηρετούσε την ανάγκη ν’ απελευθερωθούν τα υποκείμενα, από εκείνους τους μηχανισμούς, που καθηλώνουν και, ενίοτε, ματαιώνουν την ανθρώπινη φύση. Η απελευθέρωση αυτή όμως, δε θα μπορούσε να επιτευχθεί διαφορετικά, παρά μόνον μέσα από την ολοκληρωτική απελευθέρωση της σεξουαλικότητας. Επομένως, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεώρηση της ζωής, ο Μέγας Ανατολικός ήταν το πρώτο και κύριο συμβολικό έργο, που ευαγγελίστηκε και υπηρέτησε πιστά, αυτό το όραμα: την αποδοχή της σεξουαλικότητας, και, εν συνεχεία, την αδιαπραγμάτευτη ικανοποίηση όλων των ερωτικών επιθυμιών, δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό, φόβο ή ενοχή. Γι’ αυτό και ο Ο. Ελύτης – διακρίνοντας εύστοχα πως το έργο του Εμπειρίκου «ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή, στις δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη» – δε σταμάτησε, από την πρώτη κιόλας στιγμή, να επισημαίνει το διδακτικό του χαρακτήρα. Υπ’ αυτή την έννοια, ο πλους του γιγάντιου υπερωκεάνιου λειτουργεί ως ένα «μυθιστόρημα ερωτικής παιδεύσεως και αισθηματικής αγωγής, ένα κείμενο ερωτικής μυήσεως».

Πίσω από τις επαναλαμβανόμενες ενδελεχείς περιγραφές των ερωτικών πράξεων, που δοσμένες στην καθαρεύουσα, προκαλούν και ξενίζουν, ο Μέγας Ανατολικός διαπνέεται από ένα σπάνιο πνεύμα, πραγματώνοντας, θα τολμούσε κανείς να πει, την πεμπτουσία της απόλυτης ελευθερίας. Διότι η ελευθερία του Μεγάλου Ανατολικού αποτελεί μια ελευθερία που δεν εξαντλείται στην ερωτική ασυδοσία, αλλά συνίσταται σε μια πνευματική, ψυχολογική και κοινωνική απελευθέρωση από το θρησκευτικό σκοταδισμό, τις οικονομικές διακρίσεις, τις ιδεοληψίες, από τον φόβο για τον έρωτα και την ποινικοποίηση της επιθυμίας. Το ταξίδι του Μεγάλου Ανατολικού προς τον συμβολικό Νέο Κόσμο πλάθει το όραμα μιας πολιτικής ουτοπίας, μιας μέλλουσας ανθρωπότητας στην ουσία της αταξικής και ελεύθερης, ευαγγελιζόμενο το μοτίβο ενός νέου τύπου ανθρώπου, που ενσαρκώνοντας τη ρηξικέλευθη πολιτική, κοινωνική και ψυχαναλυτική θεώρηση του Εμπειρίκου, δεν άγεται και φέρεται βάσει ενστίκτων, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς από μια επιδερμική ανάγνωση, αλλά βάσει αυτής της εγγενούς ελευθερίας των ταξιδιωτών του πλοίου.

Η διαπίστωση φαντάζει, τελικά, αποθαρρυντική. Παρά, τις όποιες επίμονες, αποσπασματικές απόπειρες κάποιων μεμονωμένων «ανοιχτόμυαλων» μελετητών, ελάχιστοι ήταν οι διανοητές που συνέδεσαν τον Μέγα Ανατολικό, με το όραμα μίας ερωτικής και πολιτικής ουτοπίας. Και τούτο, γιατί ελάχιστοι αναγνώρισαν σ’ αυτό το ατελείωτο ταξίδι της ηδονής, «το μεσσιανικό όραμα για μία μέλλουσα ανθρωπότητα». Εξάλλου, ελάχιστοι είναι και οι εναπομείναντες ονειροπόλοι, που εξακολουθούν να προσβλέπουν στην «ιμερική πολιτεία του πανελεύθερου έρωτα, χωρίς εκμετάλλευση και χωρίς τάξεις»; Τις καλύτερες εξηγήσεις, πάντως, για να κατανοήσουμε καλύτερα, τι έφταιξε και ματαιώθηκε αυτή η εξωπραγματική, η σχεδόν ρομαντική ουτοπία, θα τις εντοπίσουμε, μάλλον, στο μονόλογο της καβλο-πυρέσσουσας ηρωίδας. Οι θλιμμένες της διαπιστώσεις αποκαλύπτουν πόσο βαθιά έχουμε παρανοήσει τη φύση του Έρωτα:

«Μήπως δε φταίει καθόλου, μα καθόλου ο έρως – εξακολούθησε να σκέπτεται με αιμάσσουσαν καρδιάν η Υβόννη. Μήπως φταίει ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τον έρωτα, τόσον εις το ατομικόν, όσον και εις το κοινωνικόν επίπεδον; Μήπως, αν δεν έμπαινε στη μέση το λεγόμενον «αίσθημα» και η λεγόμενη «Ηθική», θα ημπορούσε τότε μόνον να είναι ο έρωτας τέλειος και απλός και εύκολος, επ’ άπειρον πανήδονος και απολύτως παντοδύναμος – όλο χαρά (μόνο χαρά), όλο γλύκα (μόνον γλύκα), χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα «μούπες-σούπα» και άλλα αηδή και ακατανόητα, όπως η αποκλειστικότης, η εντός του γάμου αγνότης και όλη η σχετική με αυτόν απέραντη όσο και μάταια ηθικολογία και φιλολογία;» (Μ. Ανατολικός, σελ. 107)

Πηγές:

Α. Εμπειρίκος: ο πανήδονος Μέγας Ανατολικός

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=229861

Ανδρέας Εµπειρίκος: Η νέα καθέλκυση του «Μεγάλου Ανατολικού»

Ο λογοτεχνικός μας πλούτος σε μια εικόνα

Ποιητές και πεζογράφοι της γενιάς του ’30. Όρθιοι από αριστερά: Πετσάλης, Βενέζης, Ελύτης, Σεφέρης, Καραντώνης, Ξεφλούδας, Θεοτοκάς. Καθήμενοι: Τερζάκης, Δημαράς, Κατσίμπαλης, Πολίτης, Εμπειρίκος. Φωτογραφία που θεωρήθηκε ότι αποδίδει τη Γενιά του Τριάντα (Ανθολογία Σοκόλη).

Γενιά του 1930, ονομάστηκε η γενιά των Ελλήνων λογοτεχνών και καλλιτεχνών που γεννημένοι στις αρχές του 20ου αιώνα, βρέθηκαν τη δεκαετία του 1930 στο αποκορύφωμα της δημιουργικής πορείας τους. Κοινά χαρακτηριστικά στη θεματολογία και στους τρόπους έκφρασης συνδέουν τους καλλιτέχνες μεταξύ τους, αλλά και με την κοινωνία και την ιστορία της εποχής. Η γενιά αυτή έδωσε τα περισσότερα σημαντικά νεοελληνικά έργα. Αποκορύφωμα της δημιουργικής πορείας της, ήταν τα δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας που χάρισε στην Ελλάδα.

Η “γενιά” δεν ξεπερνά ορισμένα χρονικά όρια, όπως “η σχολή”, και οι εκπρόσωποί της έχουν την ίδια πάνω-κάτω ηλικία, με διαφορά μεταξύ τους συνηθέστερα μικρότερη από μια πενταετία και οπωσδήποτε όχι μεγαλύτερη από δεκαετία. Γιατί εκείνο που συνδέει τους εκπροσώπους της, διαχωρίζοντάς τους από τους προηγούμενους και επόμενους, είναι η ιστορική στιγμή και η στιγμή που έρχονται να διαδραματίσουν το ρόλο τους στα γράμματα, το τι συμβαίνει εκείνη την ώρα στον ιστορικό χώρο και τι επικρατεί στον πνευματικό και λογοτεχνικό, και ιδίως το γεγονός ότι μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν ζώντας τα ίδια κοινά για όλους περιστατικά και αναπνέοντας την ίδια ατμόσφαιρα και το ότι ξεκίνησαν και συμπορεύτηκαν έχοντας περίπου το ίδιο φορτίο ζωής.

Ο όρος «Γενιά του ’30» πρωτοχρησιμοποιήθηκε με κάπως αόριστο περιεχόμενο από τον Γιώργο Θεοτοκά, και το περιβάλλον των διανοουμένων γύρω από το λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής Τα Νέα Γράμματα. Το 1962 ο κριτικός της λογοτεχνίας Ανδρέας Καραντώνης — ο κριτικός της Γενιάς του ’30 — χρησιμοποιεί τον όρο, καθιερώνοντάς τον, στο βιβλίο του Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της Γενιάς του ’30.

Η γενιά αυτή συγχρονίστηκε με τις νέες φόρμες που παρουσιάζονταν στην δυτική Ευρώπη, ο υπερρεαλισμός με τον ελεύθερο στίχο του στην ποίηση, το μυθιστόρημα στην πεζογραφία. Ο Λίνος Πολίτης θεωρεί ότι οι λογοτέχνες που παρουσιάστηκαν γύρω από την χρονολογία αυτή, ανανέωσαν δημιουργικά όχι μόνο την ποίηση αλλά και την πεζογραφία, «η οποία στα χρόνια 1920- 1930 φυτοζωούσε σε μια καθυστερημένη επιβίωση της ηθογραφίας περιγράφοντας τη ζωή της μίζερης φτωχογειτονιάς».

Το οριστικό θάψιμο της Μεγάλης Ιδέας με την Μικρασιατική καταστροφή, τους ανάγκασε να επαναπροσδιορίσουν την ελληνικότητα. Ερχόμενοι σε επαφή με την Ευρώπη προσπάθησαν και πέτυχαν να συγκεράσουν με έναν τρόπο ελληνικό, τον μοντερνισμό με την παράδοση, τον κοσμοπολιτισμό με την εντοπιότητα και να εκφράσουν το συλλογικό ασυνείδητο της εποχής τους. Ανακάλυψε, θαύμασε και αγάπησε τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό σε όλες τις εκδηλώσεις του, από την ντοπιολαλιά μέχρι τους ανώνυμους λαϊκούς ζωγράφους.

Πώς γίναμε φτωχοί με τέτοια κληρονομιά…

Πηγή:Wikipedia

Naftemporiki

Διάλεξη περί Σουρρεαλισμού, Αντρέας Εμπειρίκος, 1935

Σαν σήμερα στην Αθήνα, ο Αντρέας Εμπειρίκος μιλάει για το Σουρρεαλισμό και εμείς σας παραθέτουμε δύο αποσπάσματα της συγκλονιστικής αυτής ομιλίας του:

«Για να γράψετε ένα ποίημα », έλεγε ο Τζαρά, «βάλετε όλες τις λέξεις μέσα σ’ ένα καπέλλο και τραβήξετε στην τύχη». «Η ποίηση γεννιέται μέσ’ στο στόμα». Λίγοι τον άκουσαν και τον ακολούθησαν, και ακόμη λιγώτεροι ήταν εκείνοι που χωρίς να παραδεχτούν την νέα τεχνοτροπία ετήρησαν μια στάση κάπως αμερόληπτη. Στους άλλους η απροσδόκητη αυτή συνταγή φάνηκε σαν σύμπτωμα παραφροσύνης η φόρμουλα απατεώνων ταχυδακτυλουργών και όχι ποιητών. Όμως η ομάδα εξακολούθησε με πείσμα τον δρόμο της. Σιγά-σιγά, άρχισε να παράγη ολοένα περισσότερους και πιο γευστικούς καρπούς, παρά τις κατακραυγές, τις επικρίσεις και τους χλευασμούς πού προκαλούσε κάθε νέα εκδήλωση της.

Η αλήθεια είναι πώς μια νέα ποίηση είχε γεννηθεί πραγματική, ουσιαστική ή μάλλον αυτούσια και τίποτε δεν μπορούσε πια να πνίξη ούτε τις βαθειές ούτε τις ψηλές της νότες.

Το φράγμα που είχαν υψώσει γύρω από την δυνατότητα της ολοκλήρωσης μιας πραγματικά ελεύθερης ποίησης οι ακαδημίες, οι ποντίφικές τους και αιώνες παραδοχής και κομφορμισμού, είχε ανατιναχθεί και τα συγκρατημένα ως τότε νερά άρχισαν να χύνονται με ορμή. Τίποτε δεν μπορούσε ν’ αναχαιτίση αυτόν τον χείμαρρο και τίποτε απ’ ο,τι βρέθηκε στον δρόμο του δεν έμεινε ορθό. Δεν ήταν πλέον ζήτημα απλώς φιλολογικό, ή καλλιτεχνικό, μα και ζήτημα κατ’ εξοχήν και βαθύτατα ψυχολογικό. Ο Ντανταϊσμός όπως αργότερα ο Σουρρεαλισμός αποτελούν μια φρενιασμένη προσπάθεια όχι μόνο λυτρωμού από ζυγούς και κανόνες ακαδημιών, μα και ένθερμη εκδήλωση πόθου πλήρους ζωής και άρνηση υποταγής σε οιονδήποτε είδος θανάτου. Και τα δύο αυτά κινήματα ξεχειλίζουν και πάνε πέρα από τα όρια στα οποία περιορίζονται συνήθως οι πνευματικές αναστατώσεις. Ο Ντανταϊσμός έθιξε, όχι πάντοτε ενσυνειδήτως και κάπως χαωδώς, την παλαιά οργάνωση της ζωής του ατόμου, μα ο Σουρρεαλισμός, πιο οργανωμένος, πολύ πιο συστηματικός, πολύ πιο συνειδητός και πειθαρχούμενος, χτύπησε τις ρίζες κατ’ ευθεία και έθιξε όχι μόνο το άτομο, μα επιτιθέμενος ενάντια στην ολότητα των καλώς κειμένων και υποσκάπτοντας τις βάσεις του κοινωνικού μας συγκροτήματος, σε όλα τα επίπεδα και απ’ όλες τις πλευρές, έθιξε τον σημερινό πολιτισμό, και πριν ακόμα προσχωρήσει στην κομμουνιστική Διεθνή.

Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου, Νταλί

Ο Σουρρεαλισμός, γράφει, ο Μπρετόν στο δεύτερο Μανιφέστο του 1929, κι αν ασχολείται ειδικά με την κριτική των εννοιών: πραγματικότης και μη πραγματικότης, λογικό και μη λογικό, στοχασμός και παρόρμηση, γνώση και η θεωρούμενη μοιραία άγνοια, χρησιμότης και άχρηστο, κ.τ.λ. παρουσιάζει κατ’ ελάχιστον όρο την έξης αναλογία με τον διαλεχτικό υλισμό, πως ξεκινά από την «κολοσσιαία αποτυχία του Έγελιανου συστήματος ». Και εξακολουθεί ο συντάχτης του Μανιφέστου. «Μου φαίνεται αδύνατον να θέση κανείς όρια, όπως λόγου χάρη του οικονομικού πλαισίου, στην εξάσκηση σκέψεως που έχει γίνει οριστικά εύκαμπτη στην άρνηση και στην άρνηση της άρνησης. Πώς να παραδεχτούμε πως η διαλεχτική μέθοδο δεν μπορεί να εφαρμοστή επαξίως παρά μόνο στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων. Ο Σουρρεαλισμός φιλοδοξεί να της δώση δυνατότητες εφαρμογής καθόλου συναγωνιστικές στο πιο άμεσο συνειδητό επίπεδο. Ας μη δυσαρεστηθούν μερικοί στενόμυαλοι επαναστάτες, μα δεν βλέπω για ποιο λόγο πρέπει ν’ αποφεύγουμε τα προβλήματα του έρωτος, του ονείρου, της τρέλλας, της τέχνης και της θρησκείας εφόσον τα εξετάζουμε από την ίδια με εκείνους μοίρα – την Επανάσταση. Δεν διστάζω να πω πως πριν από τον Σουρρεαλισμό δεν είχε γίνει τίποτε συστηματικό προς την κατεύθυνση αυτή, και πως και για μας επίσης, ήταν ανεφάρμοστη ύπό την Εγελιανή μορφή της η διαλεχτική μέθοδο στο σημείο που την βρήκαμε. Ήταν πια ανάγκη για μας να ξεφύγουμε τελειωτικά από τον ιδεαλισμό».

Το απόσπασμα αυτό από το δεύτερο Μανιφέστο του ’29 μας δείχνει μερικές από τις ζυμώσεις που γίνονταν μέσα στους κόλπους του σουρρεαλισμού κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν, και προαναγγέλλουν τα επερχόμενα γεγονότα που θα λάβαιναν χώρα συντόμως. Ήδη ο Σουρρεαλισμός έδειχνε από κάμποσο καιρό την αλληλεγγύη του με το επαναστατικό προλεταριάτο και ενδιαφερόταν ολοένα περισσότερο σε όλα τα φλέγοντα ζητήματα του ταξικού αγώνα. Οι οπαδοί του, αν και αστικής προελεύσεως, είχαν δείξει και πριν από την θαρραλέα μεταπήδηση τους στο στρατόπεδο των ταξικών αντιπάλων τους, την αποστροφή και την ναυτία που τους προξενούσε ο αστικός πολιτισμός και ο ιδεαλισμός του, που ψυχολογικά συνετέλεσε πάρα πολύ κατά την γνώμη μου στην δημιουργία της ψυχικής κατάστασης που προκάλεσε την γένεση της ντανταϊστικής εξέγερσης και της σουρρεαλιστικής επανάστασης επίσης.

Αθήνα, 25/1/1935

Πηγή: Ανδρέας Εμπειρίκος, Περί σουρεαλισμού, η διάλεξη του 1935, Αθήνα, Άγρα, 2009