Οι “σκοτεινά” φωτεινοί πίνακες του Alex Colville

Το ερώτημα, πραγματικά, όταν μιλάμε για τον Alex Colville, τον “ήσυχα” δυνατό Καναδό ζωγράφο που πέθανε πριν 6 χρόνια στην ηλικία των 92, δεν είναι πώς να τον θυμόμαστε, αλλά πώς θα μπορούσαμε ποτέ να τον ξεχάσουμε; Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον καλλιτέχνη στον Καναδά, οι εικόνες του Colville διαπερνούν τόσο την ψυχή μας όσο και την καθημερινότητά μας, χρεώνονται όπως είναι με μια σκοτεινή πιθανότητα και έναν έντονοφόβο.

Περισσότερο από αυτό, όμως, ο Colville είναι παντού: σε βιβλία και σε δίσκους, σε ταινίες και, για πολλές δεκαετίες, ως νόμισμα στις τσέπες των συμπατριωτών του. Σχεδίασε μια ολόκληρη σειρά εκατοντάδων νομισμάτων για το Βασιλικό Νομισματοκοπείο του Καναδά το 1967, το οποίο, αν είστε τυχεροί, θα μπορούσε ακόμα να εμφανιστεί σε μια τυχαία χούφτα σε ένα γειτονικό μπακάλικο του Καναδά.

Η ανίχνευση μιας κληρονομιάς για έναν καλλιτέχνη που μοιάζει σαν να είναι παρών, απαιτεί προσπάθεια. Το θέμα για τον Colville, όμως, ήταν ότι κάθε φορά που πήρε ένα πινέλο ήταν σαν να άφηνε αυτήν την κληρονομιά. Colville εργάστηκε σε μια απόσταση από τον κόσμο, πρώτα στο Sackville, N.B., και αργότερα στο Wolfville, N.S., ζωγραφίζοντας τα μέρη και τους ανθρώπους γύρω του. Αλλά για το ακροατήριο που μεγάλωσε σταθερά καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής του, το έργο του δεν είχε τέτοια ιδιαιτερότητα.

Στις δημιουργίες του βάζει τη λεπτή, ακαταμάχητη δύναμή του: Στην Ocean Limited, ένας άνθρωπος περπατά κατά μήκος ενός χωματόδρομου, τα μάτια κοιτούν κάτω, ενώ ένας κινητήρας ντίζελ εισέρχεται στο πλαίσιο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στα Seven Crows, τα μαύρα πουλιά ακούγονται πάνω από ένα έρημο έλος από μακρύ χορτάρι, ακόνισμα προς κάποιο άγνωστο αντικείμενο κάτω. Ο κόσμος του Colville ήταν παντού και πουθενά, γεμάτος με μια σκοτεινή αβεβαιότητα, η οποία, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αντικατοπτρίζει την εποχή του.

Ο Colville μεγάλωσε ως πολεμικός καλλιτέχνης κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος ανέλαβε στο τέλος του πολέμου να τεκμηριώσει τους μαζικούς τάφους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Bergen-Belsen στη βόρεια Γερμανία. Η εμπειρία αυτή τον διαμόρφωσε για πάντα, σφυρηλατώντας τόσο την επιθυμία να μαρτυρά και, φαινόταν, ότι ήλπιζε για το καλύτερο ενώ ετοιμαζόταν για το χειρότερο.

Όταν ο Colville επέστρεψε στον Καναδά, η μεταπολεμική εποχή γρήγορα διαμορφώθηκε και ήρθε σε έντονη αντίθεση με τη θλιβερή φρίκη του πρόσφατου μακελειού. Μια υπερπληθωρισμένη οικονομία που επιταχύνθηκε με την υπόσχεση ενός πρόσφατα σταθερού κόσμου μεταμόρφωσε το τοπίο και την κοινωνία σε αμείλικτα αισιόδοξη. Οι πόλεις άνθισαν, οι αυτοκινητόδρομοι ξεδιπλώθηκαν, τα προάστια έρρευσαν και η θετικότητα της εποχής του φαγητού σε κάθε πιάτο, οδήγησε σε κάθε κατεύθυνση.

Σύντομα φαινόταν ότι όλα είχαν αλλάξει. Το ίδιο συνέβη και με την τέχνη: αμέσως μετά τον πόλεμο, μια ξαφνική παγκόσμια κυριαρχία της παγκόσμιας οικονομίας βοήθησε επίσης τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποτελέσουν ένα επίκεντρο του νέου πολιτισμού και στη Νέα Υόρκη οι μεταπολεμικές ιδέες της τέχνης έλαβαν τη μορφή του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Για να αντικατοπτρίσουν έναν νέο κόσμο σφυρηλατημένο σε μια κόλαση από τις χειρότερες ανθρώπινες σκληρότητες, οι εικόνες των πραγμάτων δεν ήταν πλέον αρκετές.

Ο Colville διαφώνησε εν μέρει και του κόστισε. Για μεγάλο μέρος της καριέρας του, ήταν απελπιστικά ατάραχος, ζωγραφίζοντας όλο και πιο, συγκρατημένες εικόνες, ενώ ο μεγαλύτερος κόσμος της τέχνης χαρακτηριζόταν από εκρηκτικές εκδηλώσεις ζωγραφικής αγωνίας, έπειτα αυστηρές χρωματικές επιφάνειες και, τέλος, λοξή εσωτερίκευση του εννοιολογικού. Καθώς η φήμη του μεγάλωσε, η κριτική του πρόσληψη του έγινε χειρότερη, σε σημείο να φτάσει να θεωρηθεί λαϊκός καλλιτέχνης.

Οι εικόνες του καναδού καλλιτέχνη έχουν μεγαλύτερη συγγένεια με την αμερικανική τέχνη της δεκαετίας του 1930 παρά με τον φωτορεαλισμό. Οι τέλειες συνθέσεις του βασίζονται σε αφθονία σχεδίων και μελετών, τα οποία πρώτα μεταφέρονται σε ένα αφηρημένο γεωμετρικό σχήμα, προτού τα σχέδια γίνουν από το ζωντανό μοντέλο και πάρουν την προγραμματισμένη μορφή. Μόνο τότε αρχίζει η αργή και ασθενής διαδικασία της ζωγραφικής. Το στρώμα επάνω σε στρώμα λεπτής βαφής εφαρμόζεται σε ένα αρχικό ξύλινο πλαίσιο και η αδιαφανής επιφάνεια τελικά σφραγίζεται με διαφανή λάκα. Η διαδικασία μπορεί συχνά να διαρκέσει μήνες.

Ο Colville αφιέρωσε εντατική μελέτη στην ευρωπαϊκή ζωγραφική. Σύμφωνα με τον ίδιο, του πήρε πολλά χρόνια για να χωνέψει τις εντυπώσεις που είχαν αποκτηθεί κατά τη διάρκεια δύο ημερών που πέρασε στο Λούβρο. Ωστόσο, έχει εντυπωσιαστεί και από τους Αμερικανούς Φωτιστές, και κυρίως από τον Hopper. Οι πίνακες του Colville αποδεικνύουν ότι ο ρεαλισμός του περιεχομένου δεν έχει τίποτα κοινό με τον φυσιολατρισμό, ότι ο σοβαρός ρεαλιστής δεν αντικατοπτρίζει αδιάψευστα την πραγματικότητα, αλλά την αναλύει. Είναι αυτό το αναλυτικό συμπέρασμα, ο Colville είναι πεπεισμένος, που του επιτρέπει να ανακαλύψει «μύθους της κοσμικής κατάστασης» – στις όχθες του ποταμού Spree, στην παραλία, στο τσίρκο, σε αθλητικές εκδηλώσεις, σε βάρκα ή σε αυτοκινητόδρομο, σε ένα λιβάδι ή μια πισίνα, σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο ή σε ένα υπνοδωμάτιο. Ο Colville επιμένει ότι η μυθική πτυχή της καθημερινής ζωής δεν είναι αποκλειστική για τους συγγραφείς της κοσμικής κατάταξης ενός James Joyce, αλλά ότι μπορεί να έχει πρόσβαση και ο σύγχρονος ζωγράφος.

Οι σιωπηλές εικόνες του Colville είναι στατικές. Παρόλα αυτά, σχεδόν όλοι τους λένε μια ιστορία, σε μια σύντομη, συνοπτική πλοκή. Οι θεμελιώδεις ανθρώπινες καταστάσεις είναι και τα απλά και σύνθετα θέματα: η μοναξιά, η απομόνωση, ο χωρισμός, η εργασία, ο ελεύθερος χρόνος, η αποξένωση, η αγάπη. Ο μόνο υποσυνείδητα δραματικός, συχνά μελαγχολικός λακωνισμός περιεχομένου αντιστοιχεί στην απόλυτη ακρίβεια της μορφής με την οποία μεταφέρεται. Όπως και άλλος καλλιτέχνης, ο Colville διατηρεί τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ φαντασίας και του νηφάλιου υπολογισμού, μεταξύ του επίσημου ενδιαφέροντος και της κοινωνικής δέσμευσης. Πίσω από την ρεαλιστική επιφάνεια της απεικόνισής του, παραμονεύει το σουρεαλιστικό – αλλά ένα σουρεαλιστικό που στερείται κάθε ίχνος θεατρικής αναπαράστασης ή δανεισμού από την ψυχανάλυση, των οποίων οι νέοι μύθοι Colville βαθιά δυσπιστία.

Πίσω από τα λόγια του, καθώς πίσω από την τέχνη του, μπορεί κανείς να αισθανθεί περίπλοκους ιστούς σκέψης. Και, όπως και οι πίνακές του, στέκεται μόνος του, πέρα από την μάζα και την κατηγορία ποίηση. Είναι αδύνατο, λέει ο Robert Fulford, να μιλήσετε μαζί του για λίγες ώρες χωρίς να νιώσετε την έντονη αίσθηση του εαυτού του. Φαίνεται ελεύθερος άνθρωπος… Και μάλλον ήταν!

Ο αιρετικός εξπρεσιονιστής Όττο Ντιξ

Γερμανός καλλιτέχνης, ζωγράφος και χαράκτης, γνωστός για την απεικόνιση της φρίκης του Α’ και Β’ παγκοσμίου πολέμου και της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αν και στα πρώιμα έργα του συναντάμε μια επιρροή από την αναγεννησιακή περίοδο με πορτραίτα και τοπία, στην συνέχεια παρατηρούμε την επίδραση του έργου του Vincent van Gogh του φουτουριστικού όσο και εξπρεσιονιστικού ρεύματος. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο καπιταλισμός, η φρίκη, ο θάνατος και η καταστροφή θα αποτελέσει ορόσημο στην αλλαγή προσωπικής αισθητικής και οπτικής αντίληψης του κόσμου. Μια καινούργια καλλιτεχνική περίοδος αρχίζει η πραγματικότητα παίρνει τη θέση της καλλιτεχνικής φαντασίας. Ασκεί έντονη κριτική στον καπιταλισμό με την αιχμηρή του πένα και παρουσιάζει με μοναδικό τρόπο τις αντιφάσεις του. Ο Ντιξ έχει στον βασικό καμβά των προτεραιοτήτων του τον πόλεμο και την πορνεία .Σε όλη τη διάρκεια της ζωης του διώχθηκε για το έργο του από τους θιασώτες του φασισμού και της «ηθικής». Το έργο του ξεσκέπαζε τη δημοκρατία της Βαϊμάρης και την ανάγκαζε να κοιταχτεί κατάματα στον καθρεφτη. Ο Όττο Ντιξ ενοχλούσε.

Γεννήθηκε στην πόλη Ούντερμχαους της Γερμανίας το 1891 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του ενός εργάτη χυτηρίου σιδήρου και μια μοδίστρας.Η επαφή του με την τέχνη έρχεται σε πολύ νεαρή ηλικία. Ο χρόνος που δαπανά στο στούντιο του μεγαλύτερου ξαδέρφου του, ζωγράφου τοπίων Φριτς Άμαν, είναι αρκετά μεγάλος. Μαθήματα τέχνης θα δεχτεί για πρώτη φορά από ένα δάσκαλο του στο δημοτικό σχολείο. Οι αρχές του 20ου αιώνα τον βρίσκουν να ζωγραφίζει τα δικά του τοπία.Η επαφή του με το συμβολικό έργο του χαράκτη Max Klinger θα τον μυήσει αργότερα στην χαρακτική τέχνη . Εκει γνωρίζει και το έργο των Νίτσε και Γκαίτε που θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης του μαζί με την Αγία Γραφή .

Το 1910 γίνεται δεκτός στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δρέσδης. Για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του, ζωγράφιζε πορτρέτα των κατοίκων της περιοχής.Το 1914, μόλις ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος προσχώρησε εθελοντικά στις τάξεις του γερμανικού στρατού με τον βαθμό του υπαξιωματικού σε μια μονάδα πυροβολικού στη Δρέσδη. Το τέλος του πολέμου τον βρίσκει τραυματισμένο από διάφορα πεδία μαχών, σε μία από τις οποίες κόντεψε να χάσει τη ζωή του από ένα θραύσμα οβίδας στο λαιμό . Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Ντιξ κρατάει ένα ημερολόγιο στο οποίο εξιστορεί τις τραυματικές εμπειρίες του πολέμου και της φρικτής καθημερινότητας των στρατιωτών στο μέτωπο του πολέμου. Ο πόλεμος αποτελεί για εκείνον σπουδαίο υλικό που θα χρησιμοποιήσει αργότερα στα έργα του.

Μετά τον τέλος του πολέμου (1919) ο Ντιξ γυρνάει στην Δρέσδη για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Γίνεται ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας της Σετσεσιονισμού (Απόσχισης) της Δρέσδης, μιας ομάδας ριζοσπαστικών εξπρεσιονιστικών καλλιτεχνών ανάμεσα τους και συγγραφείς που δήλωνε τη ρήξη της με τα κυρίαρχα καλλιτεχνικά ρεύματα. Το 1920 γνώρισε τον Τζορτζ Γκρος και επηρεασμένος από τον Ντανταϊσμό, άρχισε να συμπεριλαμβάνει στοιχεία κολάζ στα έργα του, μερικά από τα οποία παρουσιάστηκαν στην πρώτη Ντανταϊστική Έκθεση στο Βερολίνο το 1920. Έργα με ερωτικές αλληγορίες, ανατριχιαστικές σκηνές του πολέμου, παραμορφωμένα και ακρωτηριασμένα σώματα .

Η απάνθρωπη αντιμετώπιση-εγκατάλειψη των τραυματιών και των αναπήρων από το γερμανικό κράτος βρίσκει τον Ντιξ να εντάσσεται στην αριστερά και τα έργα του κατατάσσονται στην στρατευμένη αντιπολεμική τέχνη. Με τον Ντιξ συντάσσονται και άλλοι γερμανοί καλλιτέχνες όπως ο John Heartfield και ο George Grosz. Οι αντιπολεμικές του επιρροές αντικατοπτρίζονται σε πίνακες όπως ο Ανάπηροι πολέμου (1920), Κρεοπωλείο (1920) και Τραυματίες πολέμου (1922), War Cripples (1920), Butcher’s Shop (1920) and War Wounded (1922).
Το 1922 μετακομίζει στο Ντίσελντορφ, και την ίδια χρονιά παντρεύεται τη Μάρθα Κοχ, με την οποία θα αποκτήσει τρία παιδιά.Εκείνη την εποχή θα δημιουργήσει και τις περίφημες αυτοπροσωπογραφίες του.

Το 1923 αγοράζεται από το Μουσείο Wallraf-Richartz το έργο του Ντιξ με τίτλο The Trench. Αμέσως μετά την έκθεση του έργου το μουσείο δέχεται εθνικιστική επίθεση γιατί θεωρήθηκε ότι ακολούθησε αντιπολεμική στάση , με αποτέλεσμα να επιστρέψει το έργο στον δημιουργό του.

Το 1924 μαζί με άλλους καλλιτέχνες, που είχαν πολεμήσει στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, αποφασίζουν να συμμετάσχουν σε μια περιοδεύουσα έκθεση έργων ζωγραφικής, με πρωτοβουλία της πασιφιστικής οργάνωσης «Nie wieder Krieg », η οποία και ανέλαβε την υποστήριξη και διάδοση του σημαντικότερου ίσως έργου του με τίτλο Der Krieg (Ο Πόλεμος ). Ο «Πόλεμος» αποτελείται από 50 χαρακτικά και γκραβούρες και είναι εμπνευσμένα από το έργο του Γκόγια.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Ντιξ χρησιμοποιεί φωτογραφίες που είχαν ληφθεί από Γερμανούς στρατιώτες με παραμορφωμένα και σχεδόν κατεστραμμένα σώματα από τον πόλεμο. Πολλές από αυτές τις φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από ένα άλλο γερμανό αντιπολεμικό καλλιτέχνη, τον Ernst Friedrich, στο βιβλίο Πόλεμος εναντίον του Πόλεμου (1924).

Ο Ντιξ εργάστηκε για έξι χρόνια σε δύο έργα που θεωρούνται τα μεγάλα αριστουργήματα του, το Metropolis (1928) και το Trench Warfare (1932). Στο Metropolis, ο Ντιξ παρουσιάζει την εκμετάλλευση του προλεταριάτου από την αστική τάξη και πως εκείνη χρησιμοποιεί στη μηχανή του πολέμου τους προλετάριους . Το Trench Warfareis είναι ένα τρίπτυχο ( τρεις πίνακες δίπλα-δίπλα) ασχολείται πιο άμεσα με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πρώτος πίνακας απεικονίζει Γερμανούς στρατιώτες να παρελαύνουν στον πόλεμο, ο κεντρικός πίνακας μια σκηνή από κατεστραμμένα σπίτια και παραμορφωμένα σώματα, και ο τελευταίος πίνακας παρουσιάζει τους στρατιώτες που πολεμάνε μέσα από τα σπίτια τους.

Με την άνοδο του Χίτλερ στην ναζιστική Γερμανία ο Ντιξ απολύεται από τη θέση του δασκάλου στην Ακαδημία της Δρέσδης, με μια επιστολή που αναφέρει ότι το έργο του «απειλεί να υποσκάψει τη βούληση του γερμανικού λαού να υπερασπιστεί τον εαυτό του».
Ο Ντιξ εγκαταλείπει την Δρέσδη και εγκαθίσταται κοντά στη λίμνη της Κωνσταντίας, νότιο-δυτικά της Γερμανίας. Λίγο αργότερα, δύο από τα έργα του , The Trench και War Cripples, εμφανίζονται σε μια ναζιστική έκθεση με σκοπό την δυσφήμιση της σύγχρονης τέχνης. Αργότερα, αρκετοί από τους αντιπολεμικούς πίνακες του Ντιξ καταστρέφονται από τους ναζί.

Η οργή του Ντιξ στην καταστροφή των έργων του τον κάνει να δημιουργήσει ένα μεγάλο αντιπολεμικό έργο ζωγραφικής το Flanders (1934). Εμπνευσμένο από μυθιστόρημα «Στη φωτιά» με θέμα τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο του βραβευμένου κομμουνιστή γάλλου συγγραφέα Ενρί Μπαρμπύς, ο πίνακας απεικονίζει μια σκηνή από το Δυτικό Μέτωπο με πτώματα να επιπλέουν στο νερό, γεμάτα τρύπες και σε σήψη.

Ο Υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς ιδρύει, το 1933, το Πολιτιστικό Επιμελητήριο του Ράιχ (Reichskulturkammer), του οποίου και ηγείται μέχρι το θάνατό του. Υποδεικνύοντας στους Γερμανούς ποια τέχνη είναι σωστή τέχνη και ποια ανατρεπτική, θα τους έδινε τη δυνατότητα στη συνέχεια να ορίσουν ποιοι ήταν οι σωστοί άνθρωποι, ποιες οι σωστές θρησκείες και τελικά ποιος μπορούσε να ζήσει ή να πεθάνει. Κάποιοι καλλιτέχνες διώκονται, άλλοι μεταναστεύουν και όσοι ήθελαν να παραμείνουν και να συνεχίσουν το έργο τους εξαναγκάζονται να γίνουν μέλη του Επιμελητηρίου Καλών Τεχνών, κάτι που ανάγκασε και τον Ντιξ να γίνει μέλος με αντάλλαγμα να ζωγραφίζει τοπία, αντί των πολιτικών του έργων.
Αν και ο Ντιξ ζωγραφίζει κυρίως τοπία, εξακολουθεί να κάνει αλληγορική ζωγραφική που περιείχε κωδικοποιημένες επιθέσεις στην κυβέρνηση των Ναζί. Το 1938 αρκετά έργα του συμπεριλαμβανομένου και του Flanders, εμφανίστηκαν σε μια ατομική έκθεση στη Ζυρίχη.

Το 1939 συλλαμβάνεται και κατηγορείται για συμμετοχή σε σχέδιο απόπειρας δολοφονίας του Χίτλερ με κατηγορίες που τελικά αποσύρθηκαν. Στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ντιξ επιστρατεύεται από το ναζιστικό καθεστώς στο Volkssturm στα τμήματα της Εθνοφυλακής . Το 1945 συλλαμβάνεται σαν αιχμάλωτος πολέμου από Γάλλους στρατιώτες και απελευθερώθηκε τον Φεβρουάριο του 1946.

Το 1946 επιστρέφει στην Δρέσδη, μια πόλη που είχε σχεδόν καταστραφεί από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς. Τα περισσότερα μεταπολεμικά έργα του ήταν θρησκευτικές αλληγορίες. Ωστόσο, τα έργα ζωγραφικής του ήτανε αφιερωμένα στην καταστροφή, τη φρίκη και τον πόνο που προκάλεσε ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος.Ο Ντιξ έχει βραβευθεί τόσο από την Ανατολική όσο και την Δυτική Γερμανία και ήταν μάλλον από τους ελάχιστους που έκαναν εκθέσεις σε όλη τη Γερμανία .
Ο Όττο Ντιξ ήταν Αιρετικός. Τα έργα του θυμίζουν την Όπερα της Πεντάρας του Μπρεχτ. Ακροβατεί ανάμεσα στα κακοφτιαγμένα κορμιά των μπουρζουάδων που αναζητούν την ηδονή στις πόρνες και στο θάνατο που ελλοχεύει στα κορμιά τους. Χρησιμοποιεί τη διαρκή αντίστιξη των ενστίκτων του Θανάτου και του Έρωτα και καυτηριάζει την αστική τάξη, αποδομώντας την υποκριτική ηθική της. Όχι, στον Όττο Ντιξ δε θα συναντήσεις έργα που ξεκουράζουν την ψυχή, αλλά εκείνα σε αναγκάζουν να πάρεις θέση απέναντι στα διαχρονικά ζητήματα της ανθρωπότητας. Μέσα από την ωμή και κυνική ματιά του θα συναντηθείς με το το σοκαριστικό και αποτρόπαιο πρόσωπο του πολέμου και την τραυματική ασχήμια και την συναισθηματική τρομοκρατία που ασκείται στους δούλους της κατώτερης τάξης. Κράτα την ανάσα σου στο τσίρκο και δες τον αντικατοπτρισμό του φόβου όταν ο ακροβάτης ισορροπεί στο σχοινί, μη φοβάσαι δεν είσαι εσύ στη θέση του ή μήπως είσαι ;

Πηγή:https://www.prologos.gr/%ce%b7-%ce%b6%cf%89%ce%ae-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%84%ce%bf-%ce%ad%cf%81%ce%b3%ce%bf-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%8c%cf%84%cf%84%ce%bf-%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%be/

Φραντς Μαρκ: ο άνθρωπος που ζωγράφισε μπλε άλογα και το κίνημα του γαλάζιου καβαλάρη

FranzMarccropped.jpg

Σαν σήμερα το 1880 γεννήθηκε στο Μόναχο, ο Γερμανός Εξπρεσιονιστής ζωγράφος Φραντς Μαρκ. Σπούδασε φιλοσοφία, θεολογία και ζωγραφική. Θεωρείται ένας από τους ιδρυτές του Γαλάζιου Καβαλάρη (Der blaue Reiter), το 1911. Είχε στενή συνεργασία με τον Βασίλι Καντίνσκι πειραματιζόμενος με τις εκφραστικές δυνατότητες του χρώματος.

Τα θέματα του ήταν κυρίως ζώα, συνήθως σε φυσικό περιβάλλον. Τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα ήταν η λιτή αλλά δυνατή γραμμή, τα απλά χρωματικά επίπεδα, το χρώμα ως συναίσθημα (μπλε για την αρρενωπότητα και την πνευματικότητα, κίτρινο για τη χαρά και γυναικεία φύση, κόκκινο για τη βία και την επιθετικότητα) και η κίνηση.Ακόμη, ήρθε σε επαφή με πολλούς καλλιτέχνες,εκπροσώπους του φουτουρισμού και του κυβισμού που τον επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό. Στα τελευταία του έργα το ύφος του αγγίζει τα όρια του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.

Αποτέλεσμα εικόνας για franz marc

Κι ενώ ο Μαρκ βιώνει μια περίοδο καλλιτεχνικού οίστρου, ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Μαρκ κατατάσσεται στο γερμανικό ιππικό. Σε ένα γράμμα του 1916 προς τη γυναίκα του, της γράφει ότι τον έχουν βάλει και ζωγραφίζει μουσαμάδες για καμουφλάζ, και ότι πολύ του άρεσε αυτή η αγγαρεία. Τους μουσαμάδες τους χρησιμοποιούσαν για να κρύβουν το πυροβολικό από τα αεροπλάνα του εχθρού. Είχε φτιάξει, έγραφε, 9 τέτοιους καμβάδες σε στυλ που κυμαίνονταν «από Μανέ μέχρι Καντίνσκι», δηλώνοντας, με κάποια περηφάνια για τον φίλο του, ότι οι μουσαμάδες αλά Καντίσκι ήταν οι πιο αποτελεσματικοί.

Το 1916, το Υπουργείο Πολέμου είχε συντάξει έναν κατάλογο με στρατευμένους καλλιτέχνες, με σκοπό να τους αποσύρει από το μέτωπο για να τους προστατέψει. Το όνομα του Μαρκ ήταν μέσα. Πριν προλάβει η διαταγή για την μετάκλησή του να φτάσει στη μονάδα του, τον βρήκε στο κεφάλι το θραύσμα μιας οβίδας στη μάχη του Βερντέν και πέθανε ακαριαία.

Λίγα χρόνια αργότερα, η ναζιστική κυβέρνηση θεώρησε τα έργα του Μαρκ «εκφυλισμένη τέχνη» και το 1937 περίπου 130 από αυτά αποσύρθηκαν από τα γερμανικά μουσεία.

Τα μεγάλα γαλάζια άλογα

Μετά τα κόκκινα άλογα και την κίτρινη αγελάδα, ο Μαρκ ολοκληρώνει τη σύνθεση με τα βασικά χρώματα με το έργο του τα μεγάλα γαλάζια άλογα το 1911. Σε αντίθεση με τα άλλα δυο έργα τα άλογα είναι πιο παραστατικά και δίνουν έντονα στο θεατή την εντύπωση της κίνησης. Τα χρώματα που χρησιμοποίησε καθώς και η τεχνική του θυμίζουν τον Καντίνσκι, στενό φίλο του ζωγράφου.

Αποτέλεσμα εικόνας για franz marc and kandinsky
O Φραντς Μαρκ με τον Βασίλι Καντίνσκι


Τα μπλε άλογα συμβολίζουν το κίνημα του μπλε καβαλάρη. Είναι σύμβολο της πρωτοπορίας,δίνοντας έμφαση στην πνευματική διάσταση του μπλε,που έρχεται σε αντίθεση με τον υλισμό. Το γεγονός πως ο Μαρκ ζωγράφισε τρία άλογα κι όχι τέσσερα όπως είχε κάνει σε προηγούμενο έργο του πιθανώς αποδίδεται στην επιρροή του Καντίνσκι.Ο Ρώσος καλλιτέχνης θεωρούσε πως πίσω από την ύπαρξη των τριών αλόγων συμβολίζονται οι καβαλάρηδες της αποκάλυψης. Ο ίδιος όμως διατήρησε το προσωπικό του ύφος καθώς δεν προσέθεσε καβαλάρηδες, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην ζωική φύση που ο ίδιος εκτιμούσε περισσότερο σε σύγκριση με των ανθρώπων:

“Ποτέ δε νιώθω την ανάγκη να ζωγραφίσω τα ζώα όπως τα βλέπω, αλλά όπως πραγματικά είναι… Όπως βλέπουν τα ίδια τον εαυτό τους και καταλαβαίνουν την ύπαρξή τους”

10 Άγνωστες Πτυχές του Τζάκσον Πόλοκ

Μια μέρα σαν σήμερα, 107 χρόνια πριν γεννήθηκε στο Κόντι του Ουαϊόμινγκ το νεότερο από τα πέντε παιδιά της Στέλλα Μέι (ΚακΚλούρ) και του Λίροι Πόλοκ, ο Τζάκσον που έμελλε να χαρακτεί στον τύμβο των μεγάλων καλλιτεχνών του 20ου αιώνα. Σίγουρα έχει τύχει να δούμε πίνακες του ή έστω να ακούσουμε σχόλια για την τρέλα που κρύβουν μέσα οι δυσνόητες δημιουργίες του. Συγκεντρώσαμε, ωστόσο, για εσάς 10 στοιχεία για τον ίδιο και το έργο του που δεν τα είχατε φανταστεί.

1. Ας ξεκινήσουμε χρονολογικά με την αποβολή του από το γυμνάσιο Καλών Τεχνών του Λος Άντζελες αλλά και από ένα ακόμη γυμνάσιο το 1928. Γι’ αυτή την τροπή υποθέτουμε πως θα έφταιγε ο ασταθής χαρακτήρας του.

2. Αποτέλεσε τον εμπνευστή της τεχνικής «drip color» ή «dripping». Ζωγράφιζε χορεύοντας γύρω από τους πίνακες του ένα χώρο που θύμιζε στις κινήσεις και στην ελευθερία τους αυτό των Ινδιάνων αυτόχθονων της Αμερικής. Η αφηρημένης τέχνης προέκυπτε ως αποτέλεσμα αυτής της εκστατικής μεθόδου που όπως έλεγε και ο ίδιος δε ζωγραφίζεις αλλά γίνεσαι μέρος του πίνακα.

3. Όντας εθισμένος στο αλκοόλ χρειάστηκε να παρακολουθήσει ψυχοθεραπευτή για τέσσερα χρόνια, από το 1938 ως το 1942, χωρίς βέβαια εξαιρετικά αποτελέσματα.

4. Το 1950 κάλεσε στο στούντιο όπου ζωγράφιζε τους ιδιαίτερους πίνακες του το νεαρό φωτογράφο Χανς Νάμουθ που επεδίωκε να αποτυπώσει στο φακό την περίεργη τεχνική του. Προς μεγάλη του έκπληξη, όμως, με το που έφτασε, ο Πόλοκ ζήτησε συγνώμη καθώς δεν τον περίμενε και είχε τελειώσει το πίνακα.

5. Φιλοξενήθηκε το 1956 στο περιοδικό «Time» του απέδωσε τον τίτλο που τον ακολούθησε από τότε στην εικαστική του ζωή «Jack the Dripper» λόγω της πρωτότυπης τεχνικής του.

6. Το περιοδικό Life κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1949 ένα αφιέρωμα με τον τίτλο «Είναι αυτός ο μεγαλύτερος εν ζωή ζωγράφος των ΗΠΑ;» Η ευρεία δημοσιότητα που έλαβε οδήγησε τον Πόλοκ να εγκαταλείψει απότομα τη μέθοδό του.

7. Στις 11 Αυγούστου 1956 ο Τζάκσον Πόλοκ πέθανε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα που προκάλεσε εκείνος υπό την επήρεια αλκοόλ. Σε αυτό σκοτώθηκε άλλη μια συνεπιβάτης, ενώ η ερωμένη του κατάφερε να επιβιώσει.

8. 60 χρόνια μετά το θάνατό του εμφανίστηκε πίνακας αφιερωμένος στην ερωμένη του, για τον οποίο οι ειδικοί δε μπορούν να πουν με σιγουριά ότι ανήκει στον Πόλοκ, όπως και για άλλους πίνακες που έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς και οι ιδιοκτήτες τους ισχυρίζονται πως τους έχουν αγοράσει από τον ίδιο σε πολύ χαμηλές τιμές.

9. Οι ψυχίατροι Ρίτσαρντ Τέιλορ, Μίχολιτς και Τζόνας μελέτησαν βαθιά το έργο του Πόλοκ και κατέληξανότι αρκετοί από τους πίνακες βασίζονται σε μαθηματικές πράξεις. Η μέθοδος του δεν φάνηκε τόσο τυχαία όσο την παρουσιάζε, καθώς οι πίνακες παρουσίαζαν μια τρομερή συμμετρία. Άλλοι μελετητές του έχουν καταλήξειστο συμπέρασμα ότι ο καλλιτέχνης ήταν δυνατό να πάσχει από ένα είδος διπολικής διαταραχής.

10. Το έργο του έχει αμφισβητηθεί από πολλούς και δεν έχει λάβει και τις καλύτερες κριτικές. Μια χαρακτηριστική είναι αυτή της κυριακάτικης βρετανικήε εφημερίδας «Reynold’s News» που κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο «Αυτό δε είναι τέχνη, είναι ένα κακόγουστο αστείο».

Όπως και να έχει, οποία και να είναι η αλήθεια πίσω από την τεχνική, τους πίνακες και την προσωπικότητα του, εμείς αγαπάμε τον Πόλοκ για την ιδιαιτερότητά του και κυρίως για τη δύναμη να την αποτυπώσει στους πίνακές του και να την καταστήσει γνωστή στο ευρύ κοινό. Αποτέλεσε έμπνευση για την γενιά ακολούθων του και για όλους εμάς που θαύμαζουμε την αρμονία στη δυσαρμονία των πινάκων του.

Πηγή:https://www.clickatlife.gr/culture/story/24917