Η ζωή του Αδαμάντιου Κοραή σκεπάζει έναν σχεδόν αιώνα: γεννημένος στα 1748 στη Σμύρνη, πέθανε το 1833· έτσι, από την άποψη την χρονολογική, θα μπορούσε να τοποθετηθεί και νωρίς πολύ και αργά πολύ μέσα στην πορεία της ελληνικής παιδείας. Η δράση του ξεκίνησε στο Άμστερνταμ, όπου τον είχε στείλει η οικογένειά του για να φροντίζει τις εμπορικές επιχειρήσεις της. Από το Άμστερνταμ μεταφέρθηκε στο Μονπελιέ για να σπουδάσει Ιατρική, και έπειτα στο Παρίσι για να μελετήσει κάποια χειρόγραφα του Ιπποκράτη που σκόπευε να δημοσιεύσει· στο Παρίσι έφτασε ακριβώς τη στιγμή που θα γινόταν «μάρτυς φοβερών πραγμάτων», των γεγονότων της γαλλικής Επανάστασης. Τα γράμματα που ο Κοραής απευθύνει στους μακρινούς του φίλους περιγράφοντας λεπτομερώς τα πιο συγκλονιστικά επεισόδια εκφράζουν έκπληξη και ταραχή· είναι γραμμένα με αφηγηματική διάθεση και κάποτε παίρνουν τη μορφή δοκιμίου.
Το διήγημα του πορτογάλου ποιητή Φερνάντο Πεσόα Ο αναρχικός τραπεζίτης πρωτοδημοσιεύτηκε το 1922 και πραγματεύεται, με το ύφος των σωκρατικών διαλόγων, την πολυεπίπεδη προβληματική της θεωρίας του αναρχισμού, της ελευθερίας και της τυραννίας. Μπορεί το διήγημα να γράφτηκε πριν σχεδόν από έναν αιώνα αλλά δεν παύει η ιδεολογία από την οποία εμφορείται, το βαθύ του νόημα και οι φιλοσοφικές του απολήξεις να μας αγγίζουν μέχρι σήμερα, αφού το όραμα του τραπεζίτη, η πολυπόθητη αποτίναξη μιας τυραννίας τόσο προσωπικής όσο και συλλογικής, ένα δυσεπίλυτο ζήτημα, ίσως την σημερινή εποχή μοιάζει πιο απίθανη από ποτέ. Ζώντας στον ασφυκτικό κλοιό μιας παγκόσμιας κλίμακας πανδημίας, ενός κράτους που διαρκώς ενισχύει την αστυνόμευση και μιας κοινωνίας πρόθυμης να θυσιάσει τα πάντα στο βωμό του χρήματος και να καθυποτάξει την ουσία και την αξία στο ευτελές και την ποσότητα, το διήγημα μας αγγίζει, μας αφορά, μας αλλάζει.
Ο συγγραφεάς γεννήθηκε στην Λισαβόνα στις 13 Ιουνίου 1888 και απεβίωσε στις 30 Νοεμβρίου 1935. Την παραμονή του θανάτου του σημειώνει από την κλίνη του νοσοκομείου “Δεν γνωρίζω τι θα φέρει το μέλλον”. Αυτό που το μέλλον έφερε αναμφισβήτητα είναι η καταξίωσή του ως ενός από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ου αιώνα. Έζησε τη ζωή του στα όρια της ανυπαρξίας και δημοσίευσε ελάχιστο μέρος του τεράστιου και πολλές φορές ανολοκλήρωτου έργου του. Ελάχιστα γεγονότα συνθέτουν την βιογραφία του: ο θάνατος του πατέρα του, η μετακόμιση με την νέα του οικογένεια στην Αφρική, η αγγλική του παιδεία, η επιστροφή του στη Λισαβόνα, η εργασία του ως αλληλογράφου σε εμπορικούς οίκους, ένας έρωτας και η μοναχικότητα που τον χαρακτήριζε. Ο Πεσόα υπογράφει το έργο του με το όνομά του αλλά και με άλλα 72 καταγεγραμμένα ετερώνυμά του, μοναδική περίπτωση στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κύριοι συντελεστές σε πρωτοτυπία αλλά και παραγωγικότητα είναι οι εξής 4 ετερώνυμοί του: Αλμπέρτο Καέιρο, ποιητής του “Φύλακα των κοπαδιών”, ο εκκεντρικός ναυπηγός μηχανικός Αλβάρο ντε Κάμπος, ποιητής της “θαλασσινής ωδής” και του “Καταστήματος φιλικών”, ο επικούρειος, στωικός κλασικιστής συνθέτης ωδών Ρικάρντο Ρέις και, τέλος, ο Μπερντάντο Σοάρες, συγγραφέας του Βιβλίου της Ανησυχίας. Και κεντρικό πρόσωπο ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσόα, ο ποιητής του “Μηνύματος”, ο διηγηματογράφος του “Αναρχικού τραπεζίτη”, ο θεατρικός συγγραφέας ενός ανολοκλήρωτου Φάουστ, ο οποίος ορίζει την τέχνη του δηλώνοντας: “Προσποίηση είναι του ποιητή η τέχνη”.
Εκείνος, λοιπόν, ο συγγραφέας με τα χίλια πρόσωπα, στο παρόν διήγημά του τοποθετεί στον ρόλο του Σωκράτη τον “αναρχικό τραπεζίτη”, γνωστό μεγαλοεπιχειρηματία και σημαίνον πρόσωπο, συνδυασμός ιδιοτήτων που αρχικά φαντάζει αντιφατικός. Ήδη από τον τίτλο, που θα χαρακτηρίζαμε οξύμωρο, προμηνύεται αυτή η διττότητα στην προσωπικότητα και την στάση ζωής του πρωταγωνιστή. Ίσως να είναι αυτό ακριβώς που τραβά τον συνομιλητή, τον αναγνώστη δηλαδή, που δεν είναι άλλος από εμάς και εσάς να καθίσει νοερά στο τραπέζι και να ακούσει τον λόγο του με δέος αλλά κυρίως με περιέργεια. Εμείς, λοιπόν, δεχτήκαμε αυτή την πρόσκληση ή μάλλον πρόσκληση να παρακολουθήσουμε αυτόν τον μονόλογο, τον ορμητικό, από τον οποία ξεπηδά μια ολόκληρη κοσμοθεωρία μέσα από βιβλίο σε μετάφραση του Αλέξανδρου Ζαγκούρογλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αργοναύτης.
Αρπάξαμε στα χέρια μας αυτό το ολιγοσέλιδο, μεστό όμως σε ιδέες και νοήματα βιβλίο και ο λόγος ξεκίνησε. Με επιμονή ο τραπεζίτης προσπαθεί να μας πείσει ότι η αναρχία δεν είναι κάτι ουτοπικό, αλλά κάτι απτό και υλοποιήσιμο. Κηρύσσοντας την μη πίστη του σε οτιδήποτε δεν προέρχεται από την φύση και συνεπώς στην απόρριψη των κοινωνικών θεσμών, στους οποίους συγκαταλέγει την οικογένεια, τον γάμο, την θρησκεία, εκμυστηρεύεται πως αυτό που επιδιώκει είναι η αποτίναξή τους. Ο αναγνώστης ξαφνιάζεται με τις διακηρύξεις αυτές που προέρχονται ειδικά από το στόμα ενός ανθρώπου που είναι υπηρέτης του συστήματος. Η έκπληξη αυτή γίνεται ο κινητήριος μοχλός προκειμένου να συνεχίσει να παρακολουθεί τις απόψεις που να αποκαλύπτονται.
Συνεχίζει πληροφορώντας μας πως προερχόμενος από την εργατική τάξη γρήγορα κατέληξε πως ο μόνος τρόπος να έρθει αντιμέτωπος με τους θεσμούς και να τους καταρρίψει ήταν η πνευματική καλλιέργεια. Ωστόσο, κάτι τέτοια θα τον καθιστούσε παθητικό αναρχικό, άνθρωπο του παρασκηνίου. Αυτός ο ρόλος δεν θα τον κάλυπτε, αφού ήταν γεννημένος άνθρωπος της δράσης. Στο σημείο αυτό ο Πεσόα φαίνεται να επιρρίπτει την ευθύνη για παθητική αντίσταση στους ανθρώπους του συναφιού του, στους συγγραφείς. Αλλά ο τραπεζίτης μας δεν είναι φυσικά σαν αυτούς. Προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του κατέληξε να συσπειρωθεί με άλλους ανθρώπους που μοιράζονταν την ίδια θεώρηση του κόσμου. Με όπλο το μυαλό και την συνεργασία σταδιακά να ήταν αυτή που θα παρακινούσαν την επανάσταση, Προηγουμένως έχει καταστήσει σαφές πως μια τέτοια επανάσταση δεν θα έπρεπε να γίνει μαζικά και εξαναγκαστικά, αλλά να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του συνόλου των πολιτών. Διαφορετικά, θα προέκυπτε μια νέα μορφή τυραννίας που θα διέφερε σημαντικά από την προηγούμενη. Με δρομοδείκτη την ελευθερία επιλογής θεώρησε πως η συνεργασία ομοϊδεατών θα είχε ως αποτέλεσμα την ενστάλαξη σε μέρος του πληθυσμού της ανάγκης για αλλαγή που από μόνη της θα επέφερε την πολυπόθητη επανάσταση. Γρήγορα διαπίστωσε, όμως, ένα σημαντικότατο πρόβλημα.
Στην διαδικασία κατάργησης της τυραννίας, μέσα από την ομαδική λειτουργία, μια νέα τυραννία γεννιόταν, μια τυραννία που δεν ήταν αποτέλεσμα των κοινωνικών θεσμών, ούτε πήγαζε από τα φυσικά χαρακτηριστικά. Η υποδούλωση ορισμένων αναρχικών σε άλλους υπέθεσε πως είχε τις ρίζες της σε επιρροές των κοινωνικών θεσμών στην φυσική και πνευματική υπόσταση των υποκειμένων που ήταν δύσκολο εώς ακατόρθωτο να ξεριζωθούν. Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησε πως η αναρχία στη θεωρία αλλά και στην πράξη είναι εφικτή μόνο σε ατομικό επίπεδο. Την αφύπνισή του αυτή δεν συμμερίστηκαν οι συναγωνιστές του, από τους οποίους αποστάτησε. Ωστόσο, δεν κατάληξε ερημίτης και απόκληρος ενός κόσμου που δεν μπορούσε να αλλάξει.
Για αυτό το λόγο, εντόπισε τον παράγοντα εκείνον που έκανε τους περισσότερους συνανθρώπους του σκλάβους και συγκέντρωσε τόσο πολύ από αυτό, ώστε στο τέλος να απελευθερωθεί από την ανάγκη κατοχής του. Αυτός δεν ήταν άλλος από το χρήμα. Με αυτή του την απαγκίστρωση από τον τύραννο του χρήματος κατόρθωσε να επιτύχει την προσωπική του ελευθερία που θεωρεί σαν ένα λιθαράκι στην απελευθέρωση του κόσμου και στην εμπέδωση της αναρχίας. Σε αυτό το σημείο, ο αναγνώστης ευλόγως απορεί πως ο τραπεζίτης μπορεί να κάνει λόγο για ελευθερία την ώρα που αυτός περισσότερο από άλλους υπηρέτησε ένα σύστημα αυταρχικό, τυραννικό. Ίσως θα βοηθήσει να θυμηθούμε την ιστορία του “Σιντάρτα” του Έσσε που μίσησε τον πλούτο και απομακρύνθηκε από αυτόν στην στιγμή που είχε συγκεντρώσει τον περισσότερο.
Η όλη συνομιλία τελειώνει, θα έλεγε κανείς, κάπως απότομα. Αυτή ήταν, χωρίς αμφιβολία, μια σκόπιμη επιλογή του Πεσόα. Όσο έντονα εισβάλλει ο τραπεζίτης στο τραπέζι των σκέψεών μας, άλλο τόσο αισθητά αποχωρεί αφήνοντας στην δική μας αποκλειστική ευθύνη την επεξεργασία των ιδεών που μας παρέθεσε. Εξάλλου, στην λογοτεχνική του πορεία ο Πεσόα έχει αποδείξει όσο λίγοι πως είναι ένας άξιος μαθητής του Σωκράτης και της μαιευτικής μεθόδου, όσο και λάτρης της αυτόνομης συλλογιστικής πορείας του αναγνώστη. Δεν μας επιβάλλει τίποτα, μας αφήνει να επιλέξουμε αν θα προσπεράσουμε τις απόψεις του, αν θα τις ενστερνιστούμε, αν θα τις αμφισβητήσουμε. Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία και ίσως, ας μας επιτραπεί η ποιητική αδεία, η ουσία της αναρχίας αυτού του αναγνώσματος. Όσοι δεν το έχετε διαβάσει, είναι ευκαιρία μέσα σε 57 μόλις σελίδες να γίνετε μέτοχοι ενός τέτοιου λογοτεχνικού πειράματος.
Ο Χρόνης Μίσσιος αγαπήθηκε όσο λίγοι Έλληνες λογοτέχνες. Υπήρξε αντιστασιακός και ακτιβιστής. Τον θυμόμαστε κυρίως μέσα από τα βιβλίο του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» και «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς»…
η ζωη και η πολιτικη του δραση
Γεννήθηκε το 1930 στην Καβάλα και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το επάγγελμα των γονέων του και εργάστηκε ως καπνεργάτης. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά δούλεψε ως μικροπωλητής στη Θεσσαλονίκη, ενώ λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. Λόγω ανέχειας δεν κατάφερε να τελειώσει ούτε το Δημοτικό, σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του.Το 1944 σε ηλικία 14 ετών διετέλεσε σύνδεσμος του 16ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Την περίοδο μετά την Απελευθέρωση, έμενε στη Βέροια όπου ήταν σύνδεσμος για τους καταδιωκόμενους ΕΑΜίτες και εντάχθηκε ως στέλεχος στην ΕΠΟΝ. Το 1947 συλλαμβάνεται, ανήλικος ακόμη, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο ως μέλος του ΔΣΕ πόλεων (ομάδα Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα).
Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Βασανίστηκε πολλές φορές χωρίς να αποκηρύξει την ιδεολογία του, για αυτό τον περισσότερο χρόνο τον πέρασε στην απομόνωση των κρατητηρίων σε άθλιες συνθήκες κράτησης. Μετά την αποφυλάκιση του διετέλεσε επαγγελματικό στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος του παράνομου ΚΚΕ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Νεολαίας Λαμπράκη και ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Στη δικτατορία φυλακίστηκε (Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού). Αυτή τη περίοδο της φυλακίσεως του έμαθε ουσιαστικά ανάγνωση και γραφή. Αποφυλακίζεται τον Αύγουστο του 1973.
Συμμετείχε σε ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ δημιούργησε τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας στην ΕΡΤ την περίοδο 1994-1996 (εκπομπή Το Βλέμμα). Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι με τη σύζυγό του Ρηνιώ Παπατσαρούχα – Μίσσιου (πρώην στέλεχος της ΕΔΑ) και τα σκυλιά τους σε αγροτόσπιτο. Υπήρξε μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της αριστεράς.
Πέθανε σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, έχοντας χάσει τη μάχη με την επάρατο νόσο.
Χρονης Μισσιος και Λογοτεχνια
Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε σε ώριμη ηλικία. Με το πρώτο του βιβλίο το 1985 (“Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς“), αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας, καθιερώθηκε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέας στη συνείδηση κριτικής και κοινού.
Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που παρά τον σκληρό κόσμο τον οποίο απεικονίζει, δεν χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας.
τΙ ΕΙΧΕ ΠΕΙ ΓΙΑ:
Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις είχε δηλώσει:
“Για πρώτη φορά ζω σε μια κοινωνία που δείχνει να έχει πάθει εγκεφαλικό. Δεν αντιδρά με τίποτα”.
Την κρίση :
“είναι πολυεπίπεδη, δεν είναι μονάχα οικονομική. Ουσιαστικά είναι κρίση αξιών και χρεοκοπίας του λογοκρατούμενου και τεχνοκρατικού πολιτισμού μας”.
Την οικολογία και την πράσινη ανάπτυξη:
“Είναι δυνατόν να μιλάμε για οικολογία και πράσινη ανάπτυξη και να έχουμε την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο;”.
Την παιδεία:
“Μη γελιόμαστε. Υπάρχει εκπαίδευση. Άλλο πράγμα η παιδεία και άλλο πράγμα η εκπαίδευση. Σήμερα, λοιπόν τα παιδιά εκπαιδεύονται. Γιατί; Για να βρούνε τη μηχανή του κέρδους”.
Τους εμπνευσμένους ηγέτες:
“Πιστεύω πολύ ότι σε μια κοινότητα, η συλλογική μνήμη είναι πολύ πιο ασφαλής και πιο ισχυρή από οποιονδήποτε ηγέτη”.
Την εξουσία:
“Είναι το χειρότερο, το πιο τρομακτικό εφεύρημα του ανθρώπου. Στην πορεία τής ανθρώπινης ιστορίας, οι μόνοι που έσωσαν την αθωότητα τους ήταν αυτοί που σκοτώθηκαν νωρίς, πριν γίνουν εξουσία”.
Στο πρώτο βιβλίο του, μετέτρεψε την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους. Η αμεσότητα του προφορικού του λόγου, που προδίδει μια γνήσια λαϊκή αφήγηση, όπως και η γεμάτη εκπλήξεις πλοκή του, θα επιτρέψουν στον Μίσσιο να υπερβεί το στενό πλαίσιο του αριστερού απομνημονεύματος και να φιλοτεχνήσει μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία με έντονα πολιτικό λόγο.
Αποσπασμα
[…] Έμενα κάποια φορά σ’ ενός γιατρού. Δεξιός ο άνθρωπος, αλλά δε γούσταρε και τους εθνοσωτήρες. Ήξερε ότι ήμουνα κομμουνιστής, και κάθε βράδυ που έβγαινα για δουλειά, γέμιζε από αισιοδοξία. Ε, κάποτε κανονίστηκε μια γιάφκα, και το βράδυ που θα ’φευγα από το σπίτι του, σαν αποχαιρετιστήριο, κατεβάσαμε κάνα δυο ουίσκι. Δυνατό πράμα, σε φτιάχνει στα σβέλτα. Ήμουνα, που λες, φτιαγμένος και ακοντρολάριστος, που λένε. Την ώρα που έφευγα και με χαιρέταγε, τα μάτια του στάζανε λύπη. Μου λέει, πού θα πας τώρα, ρε Φάνη — εγώ μια ζωή το ίδιο ψευδώνυμο στις παρανομίες. Όπως στεκόμασταν όρθιοι, του λέω, σοβαρά μιλάς, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Ξαφνιάστηκε, μα, μου λέει, φεύγεις έτσι μέσα στη νύχτα, σε κυνηγάνε θεοί και δαίμονες, σκοτώνουν, βασανίζουν, δεν έχεις σπίτι, οικογένεια, δεν έχεις όνομα… Τον κοίταξα. Έπρεπε να τον πληγώσω, δεν είχα άλλο δρόμο. Ήμουνα στριμωγμένος, αν αφηνόμουνα στην παραδοχή της λύπης, ήμουνα χαμένος, γιατί τα αντικειμενικά στοιχεία, όπως τα περιέγραψε ο γιατρός, ήτανε σωστά. Όμως είχα ανάγκη να υπερασπιστώ τη ζωή μου, την ουσία της, απέναντι και στον ίδιο τον εαυτό μου. Σοβαρά, του λέω, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Τα έχασε ελαφρώς. Ήταν πολύ καλός και γλυκός άνθρωπος, αλλά και παλικάρι, για να δεχτεί να κρύψει έναν παράνομο σε μια στιγμή που ούτε η μάνα σου, που λέει ο λόγος, δε σ’ έβαζε μέσα. Όπου το ραδιόφωνο ούρλιαζε ημερήσιες διαταγές, «Πας όστις φιλοξενεί άτομον μη δηλωμένον εις τας Αστυνομικάς Αρχάς, θα παραπέμπεται εις το έκτακτον στροτοδικείον…»
Κοίτα να δεις, του λέω, εγώ κρατάω τη ζωή μου και τη μοίρα μου στα χέρια μου, οι επιλογές είναι δικές μου, όποτε θέλω, περνάω στη δική σου θέση. Αν τώρα κάνω ένα τηλεφώνημα στην ασφάλεια και τους πω ότι παύω να ασχολούμαι με την πολιτική, χωρίς να αποκηρύξω τίποτα και κανέναν, αύριο θα περπατάω και γώ «ελεύθερα» και «ακίνδυνα» όπως εσύ… Εσύ μπορείς να περάσεις στη δική μου θέση; Να τα παρατήσεις όλα, λεφτά, καριέρα, οικογένεια, σπίτια, να δεθείς μ’ ένα όνειρο και να το κυνηγήσεις, ν’ αγαπήσεις με πάθος τους ανθρώπους και την ελευθερία τους, να μπεις στην καρδιά της εποχής σου, και από απλός θεατής να γίνεις δημιουργός της ιστορίας; Και, να σου πω και κάτι ακόμα: είμαστε συνομήλικοι. Αν δεχτούμε ότι αυτό που λέμε ζωή δεν είναι να υπάρχεις σαν το δέντρο, δηλαδή να υπάρχεις μονάχα βιολογικά —δεν ξέρω αν χρησιμοποιώ και σωστά τους όρους, αλλά καταλαβαίνεις τί θέλω να πω— δηλαδή αν τη ζωή μπορούμε να τη μετράμε απλώς με την παραγωγή κάποιων αγαθών και κάποιων υπηρεσιών και με το να καταναλώνουμε κάποια αγαθά και κάποιες υπηρεσίες, τότε πιστεύω πως η ζωή δε θα ’ταν τίποτα άλλο, παρά μια απέραντη πλήξη. Νομίζω πως αυτό που ονομάζουμε ζωή μετριέται μονάχα με τα συναισθήματα που νιώθουμε σαν άνθρωποι, τις συγκινήσεις, τις πίκρες, τις χαρές, τις μικρές ευτυχίες, τις μικρές δυστυχίες, την επιβεβαίωση, τελικά, της ανθρώπινης ουσίας μας. Πόσες φορές στη ζωή σου ένιωσες έντονα συναισθήματα και συγκινήσεις, γιατρέ; Όταν πήρες το πτυχίο σου, όταν ερωτεύτηκες τη γυναίκα σου, όταν έκανες καριέρα, όταν γεννήθηκε η κορούλα σου…
Γύρω απ’ αυτά κλείνει ο κύκλος. Εγώ, τα ίδια χρόνια, έζησα τόσο συμπυκνωμένα συναισθήματα, τόσο έντονα, που εσύ ούτε σε εκατό χρόνια της δικής σου ζωής δεν μπορείς να τα ζήσεις. Πόσες φορές έπαιξα με το θάνατο, όχι για το παιχνίδι, γιατί τότε θα μπορούσα απλώς να κάνω ένα επικίνδυνο νούμερο στο τσίρκο, αλλά συνεπαρμένος από τους μύθους μου, από τα οράματά μου, από την αγάπη μου για τη ζωή, για τον άνθρωπο και τη λευτεριά του. Πόσες φορές τόλμησα, μετρήθηκα με φοβερούς μηχανισμούς, άλλοτε νικώντας, άλλοτε χάνοντας, αλλά πάντα νιώθοντας άνθρωπος και ποτέ αντικείμενο κάποιας μοίρας. Ακόμα, γιατρέ μου, σε σχέση με σένα είμαι πολύ νέος, και να σου πω γιατί; Πράγματα που για σένα θεωρούνται δεδομένα και τα περνάς αδιάφορα, για μένα είναι μικρές και μεγάλες ευτυχίες. Τα θαύματα του κόσμου, που λένε, η όρασή μου με εφήβεια έκπληξη τα ζει και με γεμίζει συναισθήματα. Είμαι βέβαιος πως ένας περίπατος τη νύχτα στους έρημους δρόμους της πόλης, είναι για σένα κάτι πολύ συνηθισμένο, αν όχι βαρετό. Ένας περίπατος στο δάσος, ο θόρυβος της θάλασσας, ένα όμορφο δέντρο, ένα λουλούδι, το κρασί, ο έρωτας…
Η επαφή σου με τα πράγματα είναι τυπική, δεν τα πλουτίζεις, δε σε πλουτίζουν, τα ξεπερνάς, δεν τα ζεις. Για μένα, κάθε πρωινό είναι μια έκπληξη, κάθε δειλινό μια νοσταλγία, κάθε νύχτα ένα μεγάλο μυστήριο, ένα ποτήρι κρασί, ένα φιλί. Αλήθεια, ποιες είναι οι επιθυμίες σου, γιατρέ; Είσαι «πετυχημένος», ό,τι επιθυμείς το έχεις, είσαι κορεσμένος, άρα γέρος, γιατί ταυτόχρονα δεν μπορείς να τα ξεφορτωθείς όλ’ αυτά. Είσαι ταξινομημένος, δεν μπορείς να πετάξεις, να μπεις στον δρόμο των συναισθημάτων, της φαντασίας, του ονείρου, της επιθυμίας, μιας νέας επαφής σου με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Κοίτα, ψάξε λίγο, ο δρόμος σου είναι ο δρόμος που μετατρέπει τον άνθρωπο σε αντικείμενο με βιολογικές ανάγκες… Μη με λυπάσαι, σε παρακαλώ, εγώ θα είμαι πάντα με τις μειοψηφίες, έκθετος πάντα, ποτέ ένθετος. Δε θύμωσε, δεν μου είπε ότι λέω μαλακίες. Μ’ αγκάλιασε, μου είπε πως είμαστε περίεργοι άνθρωποι αλλά ωραίοι. Με φίλησε, μου έβαλε και δέκα χιλιάρικα στην τσέπη -μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή- και έφυγα. Το ξέρω πως είπα μεγάλα λόγια γιατί, παρ’ όλα αυτά, είμαι ένθετος, τοποθετημένος και ταξινομημένος σε άλλους μηχανισμούς, σε μιαν άλλη λογική, σε μιαν άλλη τάξη πραγμάτων. […]
Στα επόμενα βιβλία του ο Μίσσιος θα διατηρήσει τη θερμότητα των αισθημάτων του, μεταδίδοντας το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα.
«Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε» (1988)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
“…Έτσι, μ’ αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ανάγκες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν’ απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατέβουμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…
Όλα, όλα, Σαλονικιέ, τ’ αφήνουμε γι’ αυτό το αύριο που δεν θα έρθει ποτέ… Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς…
Όμως το αφήσαμε για αύριο… Για να πάμε πού; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και ‘μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας…”
«Τα κεραμίδια στάζουν» (1991)
αποσπασμα
Τα κόμματα μας τελείωσαν, Μιχάλη. Χωρίστηκαν κι αυτά σε κεφάλι και κορμί, σε αρχηγούς και οπαδούς. Μόνο όσοι γουστάρουν να ασκούν εξουσία και να εξουσιάζονται, όσοι νοιώθουν μοναξιά και ανασφάλεια, ανήκουν πλέον στα κόμματα, από κοινωνικές εκφράσεις έγιναν κοινωνικά εκτοπλάσματα. Δεν διακονούν την κοινωνία, δεν την απελευθερώνουν, επιβλήθηκαν στην κοινωνία και την δολοφονούν.
Είναι πολύ εύκολο, ξέρεις, και αφάνταστατα ανακουφιστικό, να εκχωρείσαι, να απαλλάσσεσαι από πάσαν ατομικήν ευθύνην. Κι εδώ που τα λέμε, τα αδιέξοδα όπου μας οδήγησαν – και που με κομπασμό τα ονομάζουν «πολιτισμό» – οι επιλογές του ανθρώπου, εξαντλούνται ανάμεσα στον αφηρημένο λόγο του αρχηγού, που καλύπτει όλη την τραγικότητα και την κτηνωδία της πραγματικότητας, στη λατρεία των συμβόλων, στο ανάκλιντρο του ψυχαναλυτή και στο ζουρλομανδύα…
Η απόλυτη ταύτιση της εξουσίας -σκοπών, μέσων και μεθόδων – με μοναδικό σκοπό πως θα κατακτήσουν μεγαλύτερο κομμάτι εξουσίας και περισσότερους οπαδούς, πως θα βάλουν τις «μάζες» να δουλέψουν καλύτερα, κατατρώγωντας τα σωθικά τους και δολοφονώντας τη μήτρα που της γέννησε, είναι η κοινή τους συνισταμένη…
Το όνειρο εκατομμυρίων ανθρώπων που βίωσαν την πιο βάρβαρη εξουσία των πιο υψηλών ιδανικών: ένα μπουκάλι κόκα κόλα… Γεμίσαμε από λέξεις που δεν κοστίζουνε τίποτα πια, μαρμαρωμένες στο παρελθόν από την κακιά μάγισσα της εξουσίας. Ποιος θα τις λευτερώσει; ποιος θα τις αναστήσει; ποιός θα τις καθαρίσει από τον τρόμο, την οδύνη και την απάτη;… Γεμίσαμε από «επαναστάτες» – είναι της μόδας, βλέπεις, δεν κοστίζει τίποτα. Μα όταν μια ζωή η μόνη σου έγνοια είναι πως θα λαδώνεις την προπέλα που σου βάλανε στον κώλο το σύστημα και οι αρχηγοί, είσαι ένα πια…
Ποιος θα πληρώσει την πίκρα των κομμουνιστών, που μπροστά στον τάφο, δεν έχουν ένα τοπίο να ακουμπήσουν την τρυφερότητά τους;… Μερικοί βολεύτηκαν: «Δεν φταίνε οι ιδέες, μα οι συνθήκες». Μάλιστα. Εν ονόματι του μαρξισμού και του «επιστημονικού σοσιαλισμού». Καημένε Προυντόν, καημένε Όουεν, καημένε Μπακούνιν και όλοι εσείς που δεν σας επιτρέψαμε να φέρετε στην επανάσταση το άρωμα της ευαισθησίας, της φαντασίας και του παραλόγου… Όχι, δεν ανήκω πουθενά, ούτε ψηφίζω πια. Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν, δε θέλω να είμαι αρεστός σε κανέναν, μιας και δε θέλω να πείσω κανέναν, δε θέλω να σώσω κανέναν, δε θέλω καμία νίκη. Είμαι ευτυχής. Δεν έχω καμία πρόταση, δε φοβάμαι καμία απόρριψη, παρά μόνον εκείνη στα μάτια των γυναικών… Μπα, μη θαρρείς πως είμαι λεύτερος. Άλλωστε, ούτε ξέρω πια τι θα πεί η λέξη που στ’ όνομά της θυσιάστηκαν τα υψηλότερα συναισθήματα, αλλά που κάθε αγώνας για την κατάκτησή της παγίωνε την αναίρεσή της, εμπεδώνοντας, όλο και πιο αποτελεσματικά, όλο και πιο πλατιά, την εξουσία μέσα στην κοινωνία. Θαρρώ πως δεν μπορούμε να μιλάμε πια για ελευθερία, αλλά για μια απελευθέρωση… Ναί… πρέπει να αποκαταστήσουμε τη ζωή μέσα μας. Χωρίς μια βαθιά επανάσταση του είναι μας, αν δεν ξεράσουμε όλη τη φιλοσοφική και ιδεολογική σαβούρα που μας τάϊσε ο «πολιτισμός», δεν πρόκειται να πετάξουμε προς πουθενά… Μην περιμένεις, σου είπα, δεν έχω καμία πρόταση, ούτε γλώσσα να σου μιλήσω. Ένα νεκροταφείο ο λόγος, οι λέξεις με προδίδουν, με παραπέμπουν ξανά στο παρελθόν, στις λογικές κατασκευές του οράματος. Αλλά εμείς ποτέ δεν υπήρξαμε «λογικοί», ποτέ δεν ήμασταν ωφελιμιστές. Γιατί, τότε, τι σκατά ζητάγαμε στα μπουντρούμια, στα βασανιστίρια και στα εκτελεστικά αποσπάσματα, χωρίς να πιστεύουμε στο ουρί του παραδείσου; Εμείς, οι υπερασπιστές της ευτυχίας και λάτρεις της ζωής και της ελευθερίας; Γιατί δεν κάναμε και μείς τον κοριό, ώσπου να ‘ρθει η μέρα να μας θάψουνε να ησυχάσουμε;…
Όχι! Εμείς που φτάσαμε ως τα έσχατα, πρέπει να ζορίσουμε το μυαλό και το κορμί μας να φτάσει ως την ύψιστη τρέλα της απόλυτης άρνησης, και μέσα από τη φωτιά της εσωτερικής μας αντίστασης να αναστήσουμε την αισθαντικότητά μας. το νόημα και τον αισθησιασμό της ζωής μας… Μπορούμε να το κάνουμε; Να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες της ζωής μας; Ιδού το μέγα φιλοσοφικό ερώτημα της εποχής μας… Χιλιάδες εξεγέρσεις, επαναστάσεις, πολέμοι, πραξικοπήματα, μεταρρυθμίσεις, τεχνολογικές επαναστάσεις, και η ζωή μας κατάντησε μια τραγική περιπέτεια μέσα στην κρεατομηχανή της εξουσίας. Απολέσαμε το «υπαρξιακό μας πρόβλημα», που θα μας βοηθούσε να επαναστατήσουμε ή να τρελαθούμε. Το αίτημα της ατομικής μας ολοκλήρωσης, της εμπραγμάτωσης, της αισθησιακής και συναισθηματικής μας αρμονίας, γίνεται όλο και πιο ανέφικτο, όλο και πιο συρρικνωμένο… Δεν είναι πια δυνατόν να συνεννοηθούμε με ιδεολογίες, αλλά μέσα από την ατομική συμπεριφορά και πράξη, τη συλλογική μας συν-κοινωνία, τη συνεργασία, τη συλλογική μας συν-αρμονία, την ατομική μας συν-διαφορετικότητα. Ο λόγος, εσωτερικά φαγωμένος, όπως και η ζωή μας, δεν είναι πια ικανός για συν-κοινωνία. Οι λέξεις χωρίς μνήμη και ευθύνη, σέρνονται στην καθημερινότητα, κουρέλια χωρίς σώμα, που τα παίρνει ο άνεμος, όπως τις ξεσκισμένες αφίσες των κομμάτων και των σωματείων… Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε διαφορετικά, παρά μόνο μέσα από την αγάπη, την τρυφερότητα του χαδιού, το ερωτικό μας βλέμμα. Από την επαφή μας με την γη, με τη φύση, θα ξαναγεννηθεί ο καινούριος λόγος της ατομικής ευθύνης και μνήμης.
– Άρα έχεις πρόταση…
-Όχι, μα θαρρώ πως μια μέρα θα ξανανταμώσουμε και με τον εαυτό μας, και με τον διπλανό μας, και με τον κόσμο… Σκέφτομαι πως η κινητήρια δύναμη της ζωής είναι η αναζήτηση της χαράς, της ηδονής, της απόλαυσης. Αυτό το βλέπεις με την πρώτη ματιά γύρω στη φύση, αν τα μάτια σου είναι ακόμα κατοικημένα από τις αισθήσεις. Ζωή, ηδονή, χαρά θάνατος, είναι μια αδιατάρακτη ταυτότητα, κι αυτό είναι ένας σημαντικός λόγος αισιοδοξίας… Το λάθος των επαναστατικών κινημάτων ήταν πως αναζήτησαν τις νέες πολιτισμικές αξίες σ’ έναν πυρήνα δυστυχίας. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, μα θέλω να πώ πως, αντί να κηρύξουμε την απόλαυση της ζωής, κηρύξαμε την ισότητα στα καταναλωτικά αγαθά. Αντί την απελευθερώση από την πολυπλόκαμη εξουσία, την ελευθερία του συνέρχεσθαι… Έτσι, από επαναστατικοί καταλύτες γίναμε απόστολοι – εξουσία του κερατά. Η αναζήτηση αυτής της «ευτυχίας» μας οδήγησε στην ίδια αντίληψη για τη ζωή, στον ίδιο τρόπο σκέψης και τρόπο ζωής, με τον καπιταλισμό, που θέλαμε να ανατρέψουμε. Ήταν φυσικό λοιπόν, ύστερα από μια δραματική και τραγική περιπλάνηση, να ξανανταμώσουμε με τον καπιταλισμό, και μάλιστα ως υπανάπτυκτοι ή ξεπεσμένοι πρίγκηπες, αλλά με εκατομμύρια νεκρούς Δον Κιχώτες που, ποιός ξέρει, ίσως τούτη τη στιγμή τα θαμμένα κοντάρια τους πετάνε τα πρώτα βλαστάρια τους μέσα στη γη… Αλλιώς… δες τα, αν αφαιρέσεις τις λέξεις και τα συνθήματα, όλα τα άλλα είναι απελπιστικά όμοια… Μα τι περιμένεις, σαν ο Μάρξ, που ήθελε να λευτερώσει τον κόσμο, δεν μπόρεσε να λευτερώσει τον εαυτό του… Το ξέρεις δα πως ήταν «μοίχος», γαμούσε κρυφά την υπηρέτριά του, δηλαδή και ααφεντικό με δούλα και υπόδουλος στην παντρειά… Μα πώς αλλιώς, αφού στην φιλοσοφική του ανάλυση «ξέχασε» το «συνουσιάζομαι άρα υπάρχω» και το αντικατέστησε με την μαλακία του Καρτέσιου: «σκέφτομαι άρα υπάρχω…» Κι αφού μόνο εμείς «σκεφτόμασταν», εμείς υπήρχαμε, κι όσο σκεφτόμασταν, τόσο χάναμε την επαφή μας με τη ζωή…»
«Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996)
αποσπασμα
«[…] όταν είσαι ερωτευμένος, είναι τέτοια η ταραχή του κορμιού και του νου, που πολλές φορές επιστρατεύεις και τη λογική ακόμα για να δικαιολογήσεις τα συναισθήματα εξουσίας που νιώθεις. Πότε με την έγνοια, πότε με το πρέπει και δεν πρέπει. Έτσι, σιγά σιγά κλείνουν οι πόρτες της περιπέτειας και το ζευγάρι χτίζεται, σαν τους Φαραώ, μέσα σε μεγαλοπρεπείς τάφους, φασκιωμένο με πράγματα εντελώς άσχετα με τη ζωή. Χάνουν το κρυφό νόημα των πραγμάτων. Οι αισθήσεις, αντί γι’ ανοιχτό παράθυρο της ψυχής, συλλέκτες συναισθημάτων που ταξιδεύουν στο τοπίο, γίνονται καθρέφτης που αναπαράγει το χτες σαν φωτογραφία της στιγμής».
«Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001)
αποσπασμα
“Ο άνθρωπος αντί να δει τα όρια της ελευθερίας του στον παράδεισο, τα όρισε στη διεστραμμένη λογική του. Στη σκιά κάθε συναισθήματος καιροφυλακτεί ένας ανταγωνισμός, μια απαγόρευση. Πόσος φτωχοί και ανόητοι είναι εκείνοι που συνδέουν τη μοναξιά με την απουσία του ανθρώπινου πλήθους…”
8-3 ΙΣΟΝ 11 (2012)
Το τελευταίο του βιβλίο, 8-3 ίσον 11 είναι ένας απολογισμός αγωνιστικής ζωής.
Ο Παντελεήμων-Αναστάσιος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1922, στη συνοικία Μεταξουργείο της Αθήνας. Στα γράμματα θα γίνει γνωστός με το δεύτερο όνομά του κι αυτό γιατί ο πρόωρος τοκετός της μητέρας του το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Έτσι λόγω της ημέρας, αλλά και επειδή σώθηκε ως εκ θαύματος, βαφτίστηκε με δύο ονόματα.
Πατέρας του ήταν ο Λύσσανδρος Λειβαδίτης από την Κοντοβάζαινα Αρκαδίας, εύπορος υφασματέμπορας, που πτώχευσε λόγω πολέμου και πέθανε το 1943. Ο θάνατος του πατέρα του υπήρξε πρωταγωνιστής σε αρκετά έργα του: «Κι ο πατέρας, έμπορος άλλοτε, όταν ξέπεσε στεκόταν στην είσοδο των μαγαζιών, παραπέρα», «και μόνον προς τα δυσμάς του βίου μου κατάλαβα ότι ο πατέρας μου είχε βρει το θησαυρό. Ακριβώς. Διότι όταν πτώχευσε και σε λίγο θα μας τα παίρναν όλα, εκείνος χαμογελούσε, ένα χαμόγελο: σα να βρήκε κάτι που έψαχνε χρόνια, σα ν’ ανακάλυψε ξαφνικά πως τίποτα δε μας ανήκει και ποιος ο λόγος να παιδεύουμε τον εαυτό μας με ξένα πράγματα….»
Μητέρα του ήταν η Αθηναϊκής καταγωγής Βασιλική Κοντοπούλου, παντρεμένη δεύτερη φορά. Με τον πατέρα του απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Δημήτρη, τον Αλέξανδρο, τη Χρυσαφένια και τον Αναστάσιο. Μαζί τους ζούσε και ο Κωνσταντίνος, γιος της μητέρας του από τον πρώτο της γάμο. Τη μητέρα του τη χάνει το 1951, όταν ο ίδιος ήταν εξόριστος.
Μεγάλωσε στην καρδιά της πολιτείας, στο Μεταξουργείο. Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι και δηλώνει ποιητής.
Τα μαθητικά χρόνια είναι ανέμελα και όμορφα. Φοιτά στο 9ο Γυμνάσιο στην πλατεία Κουμουνδούρου και παράλληλα, λόγω της οικονομικής άνεσης της οικογένειας, μαθαίνει βιολί και πιάνο. Τελειώνοντας το σχολείο το 1940, γράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών, αλλά δεν καταφέρνει να την τελειώσει ποτέ λόγω Κατοχής. Το 1946 παντρεύεται την παιδική του φίλη Μαρία Στούπα. Η ίδια στάθηκε στο πλευρό του στήριγμα στα πέτρινα χρόνια της εξορίας, βοηθώντας και τη μητέρα του, και σε όλη τους τη ζωή φύλακας-άγγελος.
Η νύχτα της Κατοχής τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1940 εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας, ωστόσο δε θα ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του, καθώς συμμετείχε στην Αντίσταση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς και εξορίστηκε, από το 1945 έως το 1951. Οι πολιτικές του ιδέες και η ένταξη του στο ΕΑΜ, οδηγούν στη σύλληψη και φυλάκισή του με τη λήξη των Δεκεμβριανών. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, το 1945, αφήνεται ελεύθερος. Τον Ιούνιο του 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο. Το 1949 μεταφέρεται στη Μακρόνησο και από εκεί, επειδή δεν υπογράφει τη δήλωση μετανοίας, μεταφέρεται στον Άη Στράτη και από εκεί στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα. Συνοδοιπόροι σ’ αυτό το «ταξίδι εξορίας» οι Κατράκης, Ρίτσος, Δεσποτόπουλος, Αλεξάνδρου, Πατρίκιος, κ.ά.
Από το 1954 έως και το 1967 εργάζεται στην εφημερίδα «Η Αυγή» ως κριτικός ποίησης. Το κλείσιμο της εφημερίδας το 1967 από τη δικτατορία, τον αφήνει άνεργο και από το 1969 εργάζεται στο περιοδικό ποικίλης ύλης «Φαντάζιο» με το ψευδώνυμο Α. Ρόκκος. Διασκευάζει σε περιλήψεις έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και δημοσιεύει πορτρέτα για τη ζωή και το έργο Ελλήνων λογοτεχνών.
Τον Οκτώβριο του 1961 Περιόδεύε με τον Mίκη Θεοδωράκη την επαρχία, Kαβάλα, Δράμα, Σέρρες, Λάρισα, Nάουσα, Bέροια και όπου ανάμεσα στα μουσικά διαλείμματα των συναυλιών έκανε απαγγελίες ή συνομιλούσε με το κοινό. Στη Bέροια μάλιστα θα δέχτηκαν άγρια επίθεση από τους παρακρατικούς της εποχής. Με την έλευση της δικτατορίας και το διάστημα μεταξύ 1967 και 1972, ποιητής βυθίζεται στην σιωπή. Tο καθεστώς των συνταγματαρχών κλείνει την εφημερίδα «AYΓH» και ο ποιητής μένει άνεργος. Για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει με το ψευδώνυμο «Pόκκος», έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης.
Η ζωή του ήταν πολυτάραχη, με αλλαγές που επιβάλλονταν συχνά βίαια, λόγω της συνέπειας του ποιητή σε ιδεολογικές αρχές, οι οποίες προκαλούσαν το καθεστώς. Ο Λειβαδίτης έφερε βιώματα από τη Μικρασιατική καταστροφή, την προσφυγιά, τη δικτατορία Μεταξά, τους αγώνες της Αριστεράς, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τις διώξεις, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τη δικτατορία του 1967 και τόσα άλλα. Παρά τις τόσες κακουχίες, παρέμενε λάτρης, υμνητής της ζωής.
Το 1955 στις 10 Φεβρουαρίου ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Eφετείο για το “Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου”. Πλήθος ανθρώπων και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη, όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο, αλλά και τους δικαστές, που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά». Αυτά αναφέρει ο Γιάννης Κουβαράς στο βιογραφικό του Λειβαδίτη. Ο ποιητής, μας λέει, «μετέτρεψε το εδώλιο σε βήμα». Σε μια εποχή που μεσούσαν τα εμφυλιοπολεμικά πάθη …
Έζησε τα καθοριστικά γεγονότα μιας ιστορικής διαδρομής «εκ των έσω», με μύριες δυσκολίες, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να κάμψουν το φρόνημά του, όπως έγινε με τόσους άλλους. Και αποτύπωνε θαρραλέα τη ματιά του, τις προσλήψεις που ζύμωνε η ευαίσθητη ποιητική ψυχή του, υψώνοντας το ανάστημα του πνευματικού ανθρώπου του ταγμένου να φυλάει Θερμοπύλες. Πιστός σε ανθρώπινα ιδανικά, αυτά που τραγουδούσε μέχρι τελευταίας πνοής. Ίσως γι αυτό όσοι πλησίασαν το έργο και τον ποιητή, ένιωθαν αγάπη δεμένη με βαθιά εκτίμηση. Έφυγε από την ζωή, στις 30 του Οκτώβρη 1988. «Επιστρέφει», όμως, κάθε βράδυ στις λαϊκές γειτονιές που τραγούδησε. Ανάβει το τσιγάρο του από τα πυρακτωμένα όνειρά τους. Φτιάχνει ποιήματα από πεσμένα στο δρόμο όνειρα. Όνειρα, που τα πατούν ακόμα και ανύποπτοι περαστικοί.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία το 1953, για τη συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Το 1957 λαμβάνει το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ. Ι», το 1976 το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα» και το 1979 το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας».
Το 1982 γίνεται ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Τον Αύγουστο του 1982 νοσηλεύεται με καρδιακό έμφραγμα σε νοσοκομείο. Τον Οκτώβριο του 1988 εισάγεται στο Γενικό Κρατικό και, μετά από δύο αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, χάνει τη μάχη της ζωής. Ήταν 30 Οκτωβρίου.
Ο άνθρωπος
Για όσους γνώρισαν από κοντά τον Τάσο Λειβαδίτη είναι γνωστό ότι, η ζωή του ταυτίζόταν απόλυτα με το αξιακό σύστημα το οποίο οικοδόμησε με το έργο του. Ο Λειβαδίτης αποτελεί την περίπτωση ενός δημιουργού, ο οποίος ταύτισε το έργο με τη ζωή του. Με αδιατάρακτη συνέπεια ο Λειβαδίτης έζησε μια ζωή αφιερωμένη στον άνθρωπο, την αγάπη, την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο με διαχρονικές αξίες. Αυτή η στάση ζωής, εκφραζόταν πολιτικά ως καθημερινή πρακτική και στο έργο του, όχι απλά ως καταγραφή επιθυμιών ή οραμάτων, αλλά ως υψηλής αισθητικής ποιητική, γεμάτη συναίσθημα, με κινητήρια δύναμη το όνειρο του καλύτερου αυριανού κόσμου.
Η καθημερινότητά του υφαίνονταν στο υπόστρωμα της προσφοράς. Έδινε απλόχερα σε όλους. Παρείχε ιδιαίτερα στους νέους ποιητές, την άδολη αγάπη του, τον πολύτιμο χρόνο του, τις ατέλειωτες γνώσεις του, την τεράστια πείρα του στη ζωή και την τέχνη. Η μεγαθυμία και γενναιοδωρία του, ήταν παροιμιώδης. Νεαρός, στα δεκαοχτώ μου, τόλμησα να του τηλεφωνήσω για να του δείξω χειρόγραφά μου. Μετά λίγες μέρες ανακάλυψα, ότι είχε κάνει εκτεταμένες σημειώσεις σε κάθε σελίδα που του είχα δώσει. Μεταξύ άλλων μου είπε: «είναι τιμητικό, πολύ σημαντικό, να απευθύνονται νέοι άνθρωποι σε μένα. Είναι μεγάλη δικαιολογία ύπαρξης αυτή. Κάποτε θα συμβεί αυτό και σε σένα…». Ο Λειβαδίτης δεν είχε αυταπάτες. Γνώριζε ότι μέσα από την επικοινωνία του με τους νέους εισέπραττε ένα ακόμα στοιχείο δικαιολογίας ύπαρξης, αλλά ήξερε επίσης τη σημαντικότητα της βοήθειάς του και δεν την αρνιόταν. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να υμνεί με την ποίησή του την αγάπη και ύψιστες ανθρώπινες αξίες και στην πράξη να φερόταν αλαζονικά.Από το 1954 έως το 1967 και από τη μεταπολίτευση το 1974 έως το 1980, έγραψε στην εφημερίδα «Αυγή», δεκάδες κριτικές για νέους ποιητές στηρίζοντας την προσπάθειά τους. Οι κριτικές του αποτελούν μνημειώδη κείμενα μιας έντιμης κριτικής προσέγγισης και ενθάρρυνσης των αξίων.
Ως και υλική βοήθεια πρόσφερε σε ανθρώπους αδύναμους και μάλιστα σε περιόδους που ζούσε ο ίδιος μέσα στη στέρηση ως και των στοιχειωδών. Μία ημέρα που είχε εισπράξει από τον εκδότη του συγγραφικά δικαιώματα, σε περίοδο μεγάλης ένδειας, επέστρεψε χωρίς δραχμή στο σπίτι. Και είπε στη γυναίκα του: «Έδωσα τα χρήματα στον τυφλό ζητιάνο στη γωνία. Έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μας». Ως προερχόμενος πολιτικά από την Αριστερά, δεν πίστευε στην ελεημοσύνη, αλλά στο ότι ένα οργανωμένο κράτος οφείλει να καλύπτει τις ανάγκες των αναξιοπαθούντων πολιτών του. Παρά ταύτα ενέδιδε στην ελεημοσύνη, με τη σκέψη ότι δεν μπορεί αυτός να κατέχει πράγματα που είναι πολύ πιο αναγκαία σε έναν συνάνθρωπό του. Το συναίσθημα υπερκάλυπτε τη λογική, αλλά εξέφραζε μια προσωπική στάση προσφοράς, όχι βεβαίως άμοιρη των ποιητικών επιλογών του.
Όσοι τον γνώρισαν καταθέτουν την ηπιότητα που εξέπεμπε, παρά τις τρικυμίες της ψυχής του. Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, παρά τις αδικίες που υπέστη από ομοτέχνους του και από κομματικούς μηχανισμούς. Δεν επέρριψε ευθύνη σε άλλους, απεναντίας φορτωνόταν ο ίδιος τα βάρη των ευθυνών των άλλων, λες κι ήταν ο μέγας ενοχικός. Ως και τους διώκτες και βασανιστές του δεν μίσησε. Το 1950 εξόριστος στη Μακρόνησο, απευθυνόμενος στον ανθρωποφύλακα σκοπό του στρατοπέδου έγραψε:
«Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις/ χτύπα με αλλού/ μη σημαδέψεις την καρδιά μου./ Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο./ Δεν θάθελα να το λαβώσεις».
Μοναχικός οδοιπόρος, όπως σκληρά απαιτεί η Ποίηση, έζησε με μια ταπεινότητα, που όμοιά της δεν συναντάμε συχνά στον κόσμο της δημιουργίας, ο οποίος βρίθει ματαιοδοξίας και έπαρσης. Ο Λειβαδίτης ήταν ταπεινός με όλη τη μεγαλοσύνη της έννοιας. Τον χαρακτήριζε η ευγένεια, μια ιδιαίτερη σεμνότητα και η πλήρης απουσία αλαζονείας. Κάποιοι ελάχιστοι που προσπάθησαν να τον μειώσουν, προφανώς αγνοούσαν ότι δεν μπορεί ποτέ να ταπεινωθεί ένας επί της ουσίας ταπεινός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που ισοπέδωνε ο ίδιος ενσυνείδητα το εγώ του. Και ήταν δυνατό γι αυτόν, να κάνει την υπέρβαση βίωμα.
Ο Λειβαδίτης επέλεξε το χαμηλό μέτρο μέσα από μια πορεία φιλοσοφική. Έτσι, ένιωθε σε βάθος ελεύθερος. Για αυτόν, επίγνωση του τραγικού της ανθρώπινης μοίρας, δεν ήταν το αναπόφευκτο φυσικό μας τέλος. Το τραγικό γι’ αυτόν, είχε να κάνει κυρίως με την υστέρηση ποιοτικών χαρακτηριστικών της ζωής και εξεχόντως της ελευθερίας. Ο Λειβαδίτης πικραινόταν από την έλλειψη αυτών των ποιοτικών χαρακτηριστικών, είχε αποστεί από καιρό του μικρόκοσμού μας κι ας ζούσε ανάμεσά μας.
Μετρημένος, γνώριζε τη σημαντικότητα του έργου του, αλλά παράλληλα είχε πλήρη συνείδηση της ανθρώπινης μοίρας και δεν ξεχνούσε το φθαρτό και τη θνητότητά μας. Πράγματα που εξαφάνιζαν κάθε αλαζονικό στοιχείο και στήριζαν μια σπάνια ευγένεια συμπεριφοράς και ψυχής. Σιωπούσε φλύαρα, έγραφε ακατάπαυστα, υπηρετώντας με την Ποίησή του την υψηλή αισθητική και το στοχαστικό βάθος. Η σπανιότητα του έργου του έχει συστατικό τη χρήση απλών καθημερινών λέξεων, οι οποίες υπηρετούσαν υψηλά νοήματα και ένα μοναδικό φιλοσοφικό εύρος.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα, με το ποίημα Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην άκρη της νύχτας. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη (Δραπετσώνα, Τα Λυρικά) και ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά. Έγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών Ο θρίαμβος και Η συνοικία το όνειρο. Ο Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας της Βαρσοβίας για τη συλλογή Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Πήρε ακόμη το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη Συμφωνία αρ. 1, το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για το Βιολί για μονόχειρα και το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή Εγχειρίδιο ευθανασίας.
Έγραψε τις ποιητικές Συλλογές: Μάχη στην άκρη της νύχτας (1952), Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952), Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (1953), Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (1956), Συμφωνία αρ. 1 (1957), Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958), Καντάτα (1960), 25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963), Οι τελευταίοι (1966), Νυχτερινός επισκέπτης (1972), Σκοτεινή πράξη (1974), Οι τρεις (1975), Ο διάβολος με το κηροπήγιο (1975), Βιολί για μονόχειρα (1977), Ανακάλυψη (1978), Ποιήματα 1958-1963 (1978), Εγχειρίδιο ευθανασίας (1979), Ο τυφλός με το λύχνο (1983), Βιολέτες για μια εποχή (1985), Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987) και Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου (1990: εκδόθηκε μετά το θάνατο του ποιητή).
Η ποίησή του είναι δυνατόν να διακριθεί, γενικά, σε τρεις περιόδους. Όταν, το 1965, εκδίδει τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων του, που καλύπτουν την περίοδο 1952-1963, υπάρχουν ήδη ευδιάκριτες δύο φάσεις, απ’ τις οποίες πέρασε η ποίηση αυτή. Το 1957, με τη Συμφωνία αρ. 1, παρατηρείται μια ενδοστρέφεια […]. Η διάθεση μιας μελαγχολικής ενδοστρέφειας επιτείνεται με την έκδοση των επόμενων βιβλίων: Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια (1958), Καντάτα (1960), 25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963) […].
Στην Καντάτα, όπου (ανάμεσα στ’ άλλα) περιγράφεται το μαρτύριο και η γενναιότητα του «ανθρώπου με το κασκέτο», εκεί που, ύστερα από πολλά μερόνυχτα βασάνων, ακούει κάποιον να βογκάει στο διπλανό κελί και σηκώνει το ανήμπορο χέρι του κι αρχίζει, μισοπεθαμένος σχεδόν, να χτυπάει τον τοίχο, το κάνει «όπως αιώνες τώρα, συνηθούν μέσα στην ερημιά τους οι τρελοί κι οι φυλακισμένοι» […]. Στην Καντάτα ο αγωνιστής «άνθρωπος με το κασκέτο» είναι στιγμές, όπου υποδύεται, θα έλεγα, το ρόλο του Ιησού. Και συγχέονται έτσι οι χώροι των στρατοδικείων του Εμφυλίου και του “συμβουλίου” των Εβραίων γραμματέων και πρεσβυτέρων: «Κι οι δικαστές, μόλις εκείνος μπήκε, σκύψαν και κάτι μίλησαν μεταξύ τους. / Και τον ερώτησαν: Είστε πολλοί; / Κι αυτός, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει, έδειξε έξω απ’ το παράθυρο,/ το πλήθος./ Κι οι δικαστές φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;/ Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κάποτε, πριν πολλάχρόνια, ξανά ειπωθεί./ Και τους πήρε φόβος μεγάλος». Συγχρόνως όμως ο ποιητής βλέπει ότι, εκεί που βάζει τον άνθρωπο με το κασκέτο να δείχνει το πλήθος, δεν υπάρχει πλήθος. Η Καντάτα (1960) θα επιχειρήσει μια νέου επιπέδου σύνθεση. Θα επιδιώξει την πολυφωνία του ατομικού, αλλά και την ισορροπία της με το συλλογικό, όπως το αντιπροσωπεύουν οι χοροί ανδρών και γυναικών. Η δράση εξελίσσεται πάλι σε μια συνοικία, με φανερές όμως πολύ πλατιές προεκτάσεις στο χώρο και τον χρόνο, τον εθνικό, αλλά και τον πανανθρώπινο, ιδιαίτερα στην βιβλική αφήγηση του Ανθρώπου με το κασκέτο, σύμβολο της αιώνιας προσφοράς και την θυσίας. Πρόκειται για την τελευταία μεγάλη τοιχογραφία του Λειβαδίτη. Ζώντας σε μια κοινωνία στέρησης και δυστυχίας έρχεται αντιμέτωπος με τους κυρίαρχους μηχανισμούς του αστικού καθεστώτος. Οι «άντρες με τις καπαρντίνες και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες» τον συλλαμβάνουν και τον φυλακίζουν. Αντιπροσωπεύουν έναν από τους πολλούς Αντίμαχους που θα συναντήσουμε στην Καντάτα. Πρόκειται για τα εκτελεστικά όργανα της εξουσίας, τα οποία με τις «καπαρντίνες» και τα «τυφλά τους μάτια» αποτελούν στερεότυπα αναπαράστασης των καταδιωκτικών αρχών. Ο ήρωας μεταφέρεται σε ένα κελί όπου βασανίζεται για να αποκαλύψει τα όπλα, τα οποία κατά την αντίληψη των ανακριτών θα στρέψει εναντίον της εξουσίας. Τα βασανιστήρια συνεχίζονται σαράντα μέρες […]. Ο πρωταγωνιστής μαζί με άλλους δύο στήνονται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δύο στοιχεία προβάλλονται εδώ: η περιφρόνηση του θανάτου και η γνώση της μελλοντικής δικαίωσης. Σε μια στιγμή λίγων δευτερολέπτων το υποκείμενο οραματίζεται το μέλλον, τότε που θα δικαιωθούν όσοι θυσιάστηκαν. Αλλά και στο φυσικό επίπεδο υπάρχουν σημάδια που δηλώνουν τη μελλοντική δικαίωση του ήρωα. Η εκτέλεσή του γίνεται την άνοιξη. Η άνοιξη σε σημασιακό επίπεδο σημαίνει τη φυσική αναγέννηση και κατ’ επέκταση τη συνέχεια της ζωής. Ο θάνατος ακόμη τον βρίσκει τη στιγμή που βγαίνει ένας ολόλαμπρος ήλιος. Η φύση επομένως δηλώνει ότι με τον θάνατό του ο ήρωας γίνεται πρόξενος μιας νέας ζωής και ότι κάποτε θα έλθει η δικαίωση […]».
Ως συνέπεια, στις πρώτες του ποιητικές συλλογές είναι έντονη μια επαναστατική διάθεση εξαιτίας της στράτευσής του στην αριστερά. Αργότερα αυτή θα μειωθεί ή θα μεταλλαχθεί σ’ έναν ατέρμονα θρήνο για πόθους που δεν εκπληρώθηκαν, για αλλαγές που δεν έγιναν, για έρωτες και μοναξιά, για έναν κόσμο που πορεύεται προς την τρέλα μέσα σ’ ένα σκληρό σύστημα κοινωνικών ανισοτήτων.
Πιο συγκεκριμένα, ιδιαίτερα στους δύο τελευταίους τόμους του έργου του οι οποίοι περιέχουν την μετά το 1972 προσφορά του, απαλλαγμένος πλήρως από τις όποιες “στρατεύσεις” του παρελθόντος, διατηρώντας όμως μέσα από μια νοσταλγική προσήλωση αρυτίδωτο το όραμα εκείνης της ηρωικής εποχής της νεότητας, μας δίνει μια ποίηση υπερβατική, στις σελίδες της οποίας καταθέτει τον πόνο του ένας κόσμος ετερόκλητων “καταραμένων” με κοινό παρανομαστή του την μοναξιά, το συναίσθημα του ματαιωμένου, καθώς και μια ερωτική ερημιά, η οποία καθίσταται, μέσα από τη συμβολοποίησή της, απερίγραπτα τραγική. Ένας κόσμος βυθισμένος σε έναν λαβύρινθο φορτισμένο με τις πληγές, αφ’ ενός της ηλικίας που τόσο τον σημάδεψε (της παιδικής), κι από τη θλίψη αφ’ ετέρου, για ό,τι δεν του επετράπη στη συνέχεια, μέσα σε αυτό το σκληρό σύστημα των κοινωνικών αξιών, με τις περίεργες ταξικές του διαρθρώσεις. Ένας κόσμος, που τον διατρέχει μια αποπνιχτική αίσθηση του τέλους, καθώς και μια ιδιόρρυθμη παραφροσύνη, μέσα στη δίνη της οποίας τα άτομα διατηρούν τη δική τους σχέση με την ηθική, καθώς και μια “ψυχική γεωγραφία”, στους κόλπους της οποίας λαμβάνουν χώρα αφανείς καθημερινοί φόνοι και μεγάλα αινιγματικά παιχνίδια, ουσιαστικά βαπτισμένα στην τρέλα. Όλα αυτά τα στοιχεία δεν συνθέτουν παρά ένα έργο, που πέρα από εξαιρετικό σύνολο έμπνευσης, μεγαλόπνοης σκέψης και συναισθήματος, αποτελεί ταυτοχρόνως και υπόδειγμα επίμονης επεξεργασίας και εξέλιξης, μέσα στην πορεία του …
Όμως στον ρομαντισμό – και στον Λειβαδίτη- το κυνήγι της ευτυχίας γίνεται από και για τον συγγραφέα, προσωπικά. Βέβαια η αναζήτηση της τελειότητας, η επιδίωξη του ανέφικτου, ο πόθος του ανεκπλήρωτου, οδηγούν σχεδόν πάντα στην συντριβή, αλλά όχι στην παραίτηση, όχι στην ανέκκλητη παραδοχή της ήττας, αφού η πραγμάτωση της ποίησης αναιρεί την ίδια την ήττα. Έτσι, μέσα στον ρομαντισμό του Τάσου Λειβαδίτη το όνειρο παραμένει το ζητούμενο, ενώ η συντριβή γίνεται κι αυτή στοιχείο της ζωής, στοιχείο που η ζωή το ενσωματώνει και το υπερβαίνει. Αν όμως όλα αυτά γίνονται από και για το συγγραφικό υποκείμενο, στον Λειβαδίτη, όπως και σ’ όλους τους μεγάλους ποιητές, το συγγραφικό εγώ δεν συρρικνώνεται σε μια αυτάρκη και αυτάρεσκη λατρεία του εαυτού του, αλλά διαστέλλεται έτσι ώστε να μας χωρέσει όλους…
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη χαρακτηρίζεται από μια απαράμιλλη αυθεντικότητα. Εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο, την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία, τις υπαρξιακές αγωνίες του. Περιγράφει στα ποιήματά του τα τρομακτικά εκείνα μεταπολεμικά χρόνια με έντονο ρεαλισμό. Μιλά για τους σκληρούς αγώνες της γενιάς του και εκφράζει τη φρίκη από την εφιαλτική μνήμη των αδικαίωτων θυσιών. Το σημαντικότερο στοιχείο της ποίησής του, είναι η πίστη του στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου βασισμένου στην ειρήνη, στην ισότητα, στην αλληλοβοήθεια και τον ουμανισμό. Τονίζει ιδιαίτερα στο έργο του την αξία του ανθρώπου και το σεβασμό του συνανθρώπου. Όταν, λοιπόν, διαβάζεις ποίησή του, είναι αναπόφευκτο να οραματιστείς κι ο ίδιος έναν καλύτερο κόσμο. Μέσα από τα ποιήματα του σε παρακινεί να γίνεις ένας καλύτερος άνθρωπος. Αυτή η ποιητική του φάση είναι επίσης συνυφασμένη με τη ζωή του ποιητή, καθώς αρέσκονταν να προσφέρει με κάθε τρόπο στους συνανθρώπους του, ακόμη και σε περιόδους που και ο ίδιος δεν είχε τίποτα.
Ο Τάσος Λειβαδίτης έχει χαρακτηριστεί και ως ο ποιητής του έρωτα, όπως και τον γνωρίζουν οι περισσότεροι νέοι σήμερα, μέσα από τα ευρέως διαδεδομένα ποιήματα του στα κοινωνικά μέσα. Χαρακτηριστική είναι η νοσταλγία του έρωτα που δεν έζησε ποτέ και παρασύρει και τους αναγνώστες του σε ένα τέτοιο συναίσθημα. Η ποίηση του είναι τόσο άμεση και ειλικρινής που σε κάνει να πιστεύεις πως γράφτηκε για εσένα και δημιουργεί έντονα συναισθήματα.
[…] οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δύο […]
Ο επαναστάτης, ο ρομαντικός μας χάρισε αναρίθμητα ποιήματα και αφηγήσεις των κακουχιών της μεταπολεμικής γενιάς μπολιασμένα όμως όλα με στίγματα ελπίδας. Η ελπίδα αυτή σαν αστέρι φωτίζει το έργο του Λειβαδίτη και τις καρδιές μας καθώς προστρέχουμε σε αυτό. Είναι ένας ποιητής μοναδικός στο είδος του, άλλοτε τραχύς και κοφτερός σαν ξυράφι και άλλοτε μαλακός σαν πούπουλο. Η αντίφαση του αυτή ήταν ίσως και ο λόγος που αγαπήθηκε τόσο πολύ και συνεχίζει να αγαπιέται. Εξάλλου, το δίπτυχο έρωτας και επανάσταση μένει επίκαιρο παρά την αλλαγή των καιρών και το πέρασμα των χρόνων. Ομοίως, η ποίηση του που κυοφορεί τις αξίες αυτές διαβάζεται με την ίδια θέρμη. Εξάλλου, όπως μας θυμίζει ο ίδιος:
Kι η ποίηση είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό. Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών την ώρα που πέφτουν χτυπημένα. Ένα σπίτι για να γεννηθείς, ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις, ένας στίχος για να κρυφτείς, κι ο κόσμος για να πεθάνεις .
Σαν σήμερα, στις 13 Αυγούστου 1863, πεθαίνει στο Παρίσι ο Ευγένιος Ντελακρουά. Λίγοι καλλιτέχνες είχαν την ίδια επίδραση και διαρκή επιρροή όπως ο σπουδαίος ρομαντικός ζωγράφος. Ήταν ο πιο γνωστός και αμφιλεγόμενος Γάλλος ζωγράφος του πρώτου μισού του 19ου αιώνα και ένας από τους πρώτους μεγάλους καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης. Κάθε νέο έργο του που παρουσιαζόταν συνάρπαζε τους σύγχρονούς του, ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν ο Courbet, ο Chassériau και ο ποιητής και κριτικός Σαρλ Μπωντλαίρ, ο οποίος τον χαρακτηρίζει ως τον τελευταίο ζωγράφο της Αναγέννησης και τον πρώτο μοντέρνο. Μετά τον θάνατό του, γενιές καλλιτεχνών στρέφονται συνεχώς σε αυτόν, προκειμένου να βρουν νέες κατευθύνσεις για την τέχνη τους. Παρόλο που λατρεύτηκε ως πρωτοπόρος από καλλιτέχνες όπως ο Μανέ, ο Σεζάν, ο Ρενουάρ, ο Βαν Γκογκ και ο Ματίς, σε αντίθεση με τα δικά τους, το όνομά του δεν είναι τόσο οικείο σήμερα.
Γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1798 στο Σαρεντόν-Σαιν-Μορίς και ήταν το τέταρτο παιδί του Σαρλ Ντελακρουά, υπουργού Εξωτερικών του Διευθυντηρίου αν και εικάζεται ότι ο πραγματικός του πατέρας ήταν ο Ταλλεϋράνδος, διάσημος διπλωμάτης στον οποίο ο Ευγένιος έμοιαζε στην εμφάνιση και το χαρακτήρα.
Η θεματική των έργων του Ντελακρουά αποτελούνταν κυρίως από ιστορικά ή σύγχρονα γεγονότα της εποχής, από τη λογοτεχνία καθώς και πιο εξωτικά θέματα τα οποία άντλησε μετά από επίσκεψη του στο Μαρόκο.
Το καλλιτεχνικό ντεμπούτο του Ντελακρουά πραγματοποιήθηκε, το 1822, στην έκθεση ζωγραφικής «Σαλόν» στο Παρίσι, όπου και παρουσίασε το πρώτο του έργο «Ο Δάντης και ο Βιργίλιος στην Κόλαση», εμπνευσμένο από την «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, πίνακα ορόσημο του γαλλικού ρομαντισμού του 19ου αιώνα. Το 1824 σε ηλικία 24 ετών παρουσίασε ξανά πίνακές του στο Παρίσι. Πηγή έμπνευσης ήταν η σφαγή χιλιάδων Ελλήνων της Χίου από τους Οθωμανούς, που είχε γίνει δύο χρόνια νωρίτερα ως αντίποινα για τον ξεσηκωμό τους.
Στους πίνακες του Ντελακρουά, το πρόσωπο των Τούρκων συμβόλιζε την τυφλή, βίαιη δύναμη και το πρόσωπο των Ελλήνων την ελευθερία και τον πολιτισμό. Όπως ανέφερε στο Ημερολόγιο του το 1822 «Όταν οι Τούρκοι προφταίνουν τους λαβωμένους στο πεδίο της μάχης, η ακόμη και τους αιχμαλώτους τους λένε: Μη φοβάσαι και τους χτυπούν στο πρόσωπο με τη λαβή του σπαθιού τους για να τους κάνουν να σκύψουν το κεφάλι: τους το παίρνουν με μια σπαθιά!…»
Ο Ντελακρουά έφυγε για το Λονδίνο το 1825, όπου και μαθήτευσε κοντά στους Κόνσταμπλ, Ουίλιαμ Τέρνερ και Σερ Τόμας Λόρενς. Επιστρέφει στο Παρίσι το 1827 και έως το 1832 ήταν η πιο δημιουργική περίοδος του ζωγράφου. Στην περίοδο αυτή ανήκουν τα «Ο θάνατος του Σαρδανάπαλου» και το «Μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν» αντλούν τη θεματική τους από τη βυρωνική ποίηση. Το ποίημα «Ο Γκιαούρης», που έγραψε ο Λόρδος Μπάιρον, ενέπνευσε τον Ντελακρουά να ζωγραφίσει τη «Μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν». Απεικόνιζε τη σκηνή εκδίκησης του Γκιαούρη για τον θάνατο της αγαπημένης του από τον Τούρκο Χασάν και συμβόλιζε την μάχη των δύο κόσμων, την ένταση του αγώνα και τη σφοδρότητα με την οποία πολεμούσαν Έλληνες και Τούρκοι.
Τρία ακόμη, το «Η Εκτέλεση του δόγη Μαρίνου Φαλιέρου», το «The Battle of Nancy» και το «Battle of Poitiers», έχουν μεσαιωνική προέλευση. Επίσης, την περίοδο εκείνη, ο Ντελακρουά έφτιαξε ένα σετ λιθογραφιών, στο οποίο απεικόνιζε τη γαλλική έκδοση του «Φάουστ», του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε.
Η ηρωική έξοδος των Μεσολογγιτών το 1826 και ο θάνατος του αγαπημένου του Λόρδου Μπάιρον στο Μεσολόγγι συγκλονίζουν τον Ντελακρουά. Ζωγραφίζει έναν ακόμη εντυπωσιακό πίνακα, με τίτλο «Η Ελλάδα ξεψυχώντας στα ερείπια του Μεσολογγίου» και τον εκθέτει στην γκαλερί Λεμπρέν «προς όφελος των Ελλήνων». Η Ελλάδα παρουσιάζεται απελπισμένη να στέκεται πάνω στα πτώματα των αγωνιστών και πίσω της να στέκεται ο εχθρός που υψώνει τη σημαία.
Ο Ντελακρουά εντυπωσίασε και πάλι το κοινό με το σημαντικότερο και τελευταίο ρομαντικό έργο του, το «Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό» (διαβάστε το αφιέρωμά μας εδώ), εμπνευσμένο από την Γαλλική επανάσταση του 1830. Ο πίνακας αγοράστηκε και αυτός από την Γαλλική κυβέρνηση αλλά χάρη στην αντίδραση κάποιων αξιωματούχων που θεωρούσαν την προώθηση της ιδέας της ελευθερίας ανατρεπτική, αποσύρθηκε από την κοινή θέα.
Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 1832, ο Ντελακρουά έκανε μια σειρά από ταξίδια που περιελάμβαναν την Ισπανία, το Μαρόκο και την Αλγερία. Εκεί, εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από την ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος και των αλόγων καθώς και από τους Άραβες και την εξωτική κουλτούρα τους. Σε αυτήν την περίοδο, το καλλιτεχνικό του στυλ έγινε πιο απελευθερωμένο, κάτι που φαίνεται και στην πολυτέλεια των χρωμάτων που έβαλε στους πίνακες του για τους οποίους χρησιμοποίησε την εικονική εμπειρία του από αυτό το ταξίδι. Σημαντικά έργα που ήταν οι καρποί αυτής της περιπέτειας είναι τα «Women of Algiers in Their Apartment», «Fanatics of Tangier», «Jewish Wedding» και «Arab Fantasia».
Στο τελευταίο κομμάτι της πολυετούς καλλιτεχνικής του καριέρας, την περίοδος 1833 έως το τέλος της ζωής του, ανατέθηκε στον Ντελακρουά η διακόσμηση πολλών κυβερνητικών κτιρίων, όπως, το Παλάτι των Βουρβόνων, το Λούβρο, το Μουσείο Ιστορίας των Βερσαλλίων και πολλά άλλα. Οι τοιχογραφίες του, που κοσμούσαν τα κτίρια αυτά, αποτελούν την τελευταία μεγάλη προσπάθεια τέτοιου είδους των Μπαρόκ ζωγράφων οροφής. Οι τελευταίοι πίνακες του Ντελακρουά αντλούν την θεματολογία τους από την Αραβική κουλτούρα, την θρησκεία και την άγρια φύση. Μερικά από αυτά έργα είναι τα «The Entombment of Christ», «Arab Horses Fighting in a Stable», «Bouquet of Flowers», «Lion Rending Apart a Corpse» και «Lion Hunt».
Το 1855 εξέθεσε 48 πίνακες στην Διεθνή Έκθεση Παρισιού και έγινε δεκτός στην Ακαδημία μετά από την όγδοη αίτησή του. Κάνοντας τοιχογραφίες πολλές ώρες όρθιος επάνω σε σκαλωσιές μισοτελειωμένων κτιρίων, αρρώστησε και αποσύρθηκε.
Πέθανε στις 13 Αυγούστου 1863 στο Παρίσι. Ωστόσο, η παρακαταθήκη του στις επόμενες γενιές καλλιτεχνών θα είναι τεράστια, καθώς θα αφήσει πίσω του πάνω από 9.000 έργα τέχνης. Οι τολμηρές του τεχνικές καινοτομίες στην ζωγραφική θα συμβάλλουν ιδιαίτερα στην ανάπτυξη του ιμπρεσσιονισμού και άλλων μοντέρνων ρευμάτων. Η απεικόνιση της ενέργειας, της κίνησης, των έντονων σκηνών βίας και καταστροφής μαζί και με την αισθητική ζωντάνια των χρωμάτων στα έργα του, τον κατατάσσουν, χωρίς καμία αμφιβολία, ανάμεσα στους πιο περίπλοκους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα.
Μέσα από τα έργα του εκφράζονται ξεκάθαρα οι αξίες και τα αιτήματα του Ρομαντισμού: η αγάπη για την ελευθερία, το πατριωτικό καθήκον, η ανακάλυψη της αξίας του λαού, του έθνους, της ιστορίας,η απελευθέρωση από τα σφιχτά δεσμά της λογικής και η έκφραση του συναισθήματος σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Η πρωτομαγιά σηματοδοτεί την αρχή της άνοιξης, μιας άνοιξης που αγγίζει το καλοκαίρι με φως, ήλιο, αναγέννηση της φύσης και της ζωής. Ανά τον κόσμο τα έθιμα για αυτή τη μέρα ποικίλουν. Στην Ελλάδα ο εορτασμός της είναι συνδεδεμένος με το πλέξιμο του στεφανιού λουλουδιών το οποίο κρεμάμε έξω από την πόρτα για καλή τύχη έως ότου τα λουλούδια του μαραθούν. Είναι ελληνικό αλλά όχι μόνο έθιμο. Ιδιαίτερα στα νησιά της Μεσογείου γιορτάζοντας την άνοιξη, την 1η του μήνα Μάη, φτιάχνουν ένα στεφάνι με λουλούδια (συνήθως αγριολούλουδα, μαργαρίτες και πιο σπάνια παπαρούνες) συνήθως από τους αγρούς.
Τα έθιμα και οι δράσεις που συνοδεύουν τη μέρα της Πρωτομαγιάς ξεκινούν από τα βάθη της ανθρώπινης παράδοσης και περνούν από γενιά σε γενιά. Ο Μάιος είναι ο 5ος μήνας του χρόνου που – στην Ελλάδα, τη Ρώμη και μέχρι το Βυζάντιο- ήταν αφιερωμένος στον ετήσιο εορτασμό της θεάς της γονιμότητας και της γεωργίας, Δήμητρας. Η κόρης της, Περσεφόνη, που έρχεται από τον Κάτω Κόσμο αυτόν τον μήνα, από τον Αδη-σύζυγό της, ήταν ο λόγος για τη γιορτή των Ανθεστηρίων, της μεγαλόπρεπης πομπής προς τα ιερά για να προσφέρουν άνθη.
Στη λαϊκή αντίληψη ο θάνατος και η γέννηση, το καλό και το κακό συνυπάρχουν. Ολα τα σπίτια, έκτος από εκείνα που έχουν πένθος, φτιάχνουν στεφάνι για προστασία, υγεία, ευτυχία, για το μάτι, με τον ανάλογο συνδιασμό λουλουδιών.Το μαγιάτικο στεφάνι είναι αυτό που θα το δει στην πόρτα του σπιτιού, θα το ζηλέψει και θα το κλέψει ο γείτονας για να το κρεμάσει στη δική του πόρτα.[3] Το στεφάνι θα παραμείνει στο σπίτι μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού. Στη γιορτή του Αη Γιάννη του Κλείδωνα [4] το ρίχνουν στη φωτιά. Ανάβουν φωτιές σε δρόμους και πλατείες και πηδούν πάνω από τη φωτιά τρεις φορές, τρέχοντας.
Αυτή είναι η μία όψη της Πρωτομαγιάς και ιδού οι πίνακες αφιερωμένοι σε αυτήν:
Χαράλαμπος Παχής, Πρωτομαγιά στην Κέρκυρα, π. 1875
Pieter Brueghel the Younger, The Dance around the May Pole, ca. 1625-1630
Francisco de Goya, The Maypole, 1808-12
Lawrence Alma Tadema, Spring (detail), 1895, oil on canvas. J. Paul Getty Museum, Los Angeles
Alma Tadema sumptuously set the Victorian custom of sending children to pick flowers on May 1, or May Day, in Ancient Rome.
Thomas Falcon Μarshall (1818-1878), Πρωτομαγιάτικες γιρλάντες
Benjamin Robert Haydon, Punch or May Day, 1830
Αdrien Moreau, May Day, 1885
Edwin Austin Abbey (1852-1911), May Day Morning
Maurice Brazil Prendergast, May Day, Central Park (1903)
William James Glackens, May Day in Central Park
George Wesley Bellows, May Day in Central Park
Σπύρος Βασιλείου, Πρωτομαγιά στην Ερέτρια, λάδι σε καμβά, 1968
2. Η αγωνιστική όψη
Παράλληλα, λόγω ιστορικών συγκυριών η Πρωτομαγιά απέκτησε μια πτυχή επαναστατική και συνδεδεμένη με το εργατικό κίνημα. Οι αγώνες των εργατών για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους σε μια ιστορική αναδρομή: Όλα ξεκίνησαν το 1886 μετά τηνολοκλήρωση του συνεδρίου της Ομοσπονδίας Εργασίας των ΗΠΑ όπου αποφασίζεται την 1η Μαΐου να γίνουν απεργιακές κινητοποιήσεις στο Σικάγο. Έτσι, με σύνθημα “Οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ανάπαυση, οκτώ ώρες ύπνο” οι εργάτες και οι οικογένειές τους αποφάσισαν να διαδηλώσουν στην πλατεία Haymarket.
Ήταν ημέρα Σάββατο, εργάσιμη ημέρα ούτως ή άλλως, όταν η ατμόσφαιρά άρχισε να μυρίζει μπαρούτι από τους εργάτες που είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και τις ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις να σημαδεύουν το πλήθος με τα οπλοπολυβόλα.
‘Ολα μαρτυρούν πως τα πράγματα θα ξεφύγουν σύντομα από τον έλεγχο, περιμένοντας την αφορμή που δεν άργησε να έρθει. Ένας “άγνωστος” έριξε μία βόμβα, που εξερράγη ανάμεσα στους εργάτες. Επικράτησε πανικός και αμέσως αναλαμβάνει δράση κι η αστυνομία. Ξεκινά να πυροβολεί προς το πλήθος σκοτώνοντας τέσσερις εργάτες. Είναι το πρώτο αίμα των οργανωμένων διεκδικήσεων.
Ακολουθούν γενικευμένες ταραχές κι οι νεκροί πολλαπλασιάζονται. Χρειάστηκε να περάσουν τρία, ολόκληρα, χρόνια και να φτάσουμε στις 20 Ιουλίου 1889, όταν πια καθιερώθηκε η 1η Μαΐου ως Παγκόσμια ημέρα των Εργατών. Πράγμα που αποφασίστηκε στη διάρκεια του ιδρυτικού συνεδρίου της Δεύτερης Διεθνούς στο Παρίσι. Το 1890 ο Ρέιμοντ Λαβίν προτείνει διεθνή κινητοποίηση ανήμερα της θλιβερής επετείου των γεγονότων του Σικάγο. Βρίσκει τεράστια απήχηση, που αποτυπώνεται από τη μεγαλειώδη συμμετοχή του κόσμου.
Παρά το γεγονός ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες τα γεγονότα του Σικάγου ξεκίνησαν την 1η Μαΐου κι αποτέλεσαν την απαρχή για την ικανοποίηση των εργατικών αιτημάτων, ωστόσο σε ολόκληρη την βορειοαμερικανική ήπειρο, ως ημέρα των εργατών έχει οριστεί η πρώτη Δευτέρα κάθε Σεπτεμβρίου.
Η Πρωτομαγιά στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα οι εργατικές κινητοποιήσεις για τη Πρωτομαγιά ξεκίνησαν το 1893, όταν ο Σταύρος Καλλέργης προσπάθησε να διοργανώσει στο Παναθηναϊκό Στάδιο μία κινητοποίηση μέσω του Σοσιαλιστικού Συλλόγου.
Στη κινητοποίηση έλαβαν μέρος μόλις 2.000 εργάτες, αριθμός που δεν ανησυχεί τις αρχές και δεν απαιτήσε την επέμβασή τους.
Οι συγκεντρωμένοι απαίτησαν 8ωρο, καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας κι η ασφάλισή τους από το κράτος. Το ψήφισμά τους εγκρίνεται ομόφωνα, αλλά η κωλυσιεργία ήταν μεγάλη. Το επιδίδουν την 1η Δεκεμβρίου 1893 στον Πρόεδρο της Βουλής. Εκείνος καθυστερεί ακόμη περισσότερο, δεν το εκφωνεί κι αντίδραση του Καλλέργη, τον οδήγησε στη σύλληψή και τον ξυλοδαρμό για δύο ημέρες στο αστυνομικό τμήμα, όπου μεταφέρθηκε.
Το κίνημα ατόνησε κι εξαφανίστηκε. Χρειάστηκε να περάσουν 17 χρόνια για να εορταστεί και πάλι η εργατική πρωτομαγιά το 1911.
Δημιουργήθηκαν δευτεροβάθμιες οργανώσεις και ξέσπασαν πολυήμερες απεργίες σε όλη την επικράτεια. Στη Θεσσαλονίκη χρειάστηκε η επέμβαση της αστυνομίας για τη διάλυση του συγκεντρωμένου πλήθους, συλλαμβάνοντας τα στελέχη της “φεντερασιόν Θεσσαλονίκης”.
Την ίδια στιγμή στην Αθήνα η αστυνομία συνέλαβε τους τρεις επικεφαλής της οργάνωσης των κινητοποιήσεων στο Μετς, με το αιτιολογικό ότι δεν είχαν άδεια. Η επόμενη απόπειρα έγινε το 1919, ένα χρόνο μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ, σε 12 πόλεις πανελλαδικά.
Για αυτή την όψη της Πρωτομαγιάς επιλέξαμε κάποιους ακόμα πίνακες:
Μπόρις Κουστόντιεφ, Πρωτομαγιά
Boris Kustodiev, May Day parade. Petrograd. Mars Field, 1920
Diego Rivera, May Day Procession in Moscow, 1956 Edward William Finley (1907–1979), May Day Procession
Είναι οι ταινίες που προβάλλουν κάθε χρόνο τα τηλεοπτικά κανάλια την 25η Μαρτίου. Περισσότερο όμως είναι οι ταινίες που αγαπήσαμε, γιατί μετέφεραν το πάθος για επανάσταση και του ήρωες που θυσιάστηκαν για την ελευθερία. Σας παρουσιάζουμε, λοιπόν, με αφορμή τη σημερινή επέτειο 8 από τις αγαπημένες μας ταινίες για την Ελληνική Επανάσταση:
1. Ζάλογγο,Το κάστρο της Λευτεριάς
Οι ηρωικοί Σουλιώτες έχουν καταφέρει να απωθήσουν το ασκέρι του Αλή-Πασά κι ο γενναίος Μαλάμος Δράκος στέλνει τη μητέρα του να ζητήσει το χέρι της Μάρως, ανιψιάς της καπετάνισσας Τζαβέλαινας. Εκείνη παραβλέπει την έχθρα που χώριζε από χρόνια τις δυο φαμίλιες και δέχεται να του δώσει την ανιψιά της, χωρίς όμως να ξέρει ότι η Μάρω αγαπά τον Κίτσο Μπότσαρη. Όταν ο γιος της Φώτος Τζαβέλλας αρραβωνιάζει τη Μάρω με τον Κίτσο, ο Μαλάμος πνίγει τον πόνο του κι εξαπολύει την οργή του κατά των Τούρκων, οι οποίοι προσπαθούν και πάλι να πάρουν το Σούλι. Όμως, μετά τη νίκη του κατά του Τούρκου Μουσλίν Γκιολέκα, ο Μαλάμος δέχεται μια πισώπλατη τουφεκιά και λίγο αργότερα ξεψυχά. Το απάτητο Σούλι καταλαμβάνεται μετά από προδοσία του Πήλιου Γούση. Οι Σουλιώτισσες, προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των Τουρκαλβανών ρίχνονται στον γκρεμό του Ζαλόγγου χορεύοντας, με τα μωρά τους. Οι άντρες αποδεκατίζονται και ο καλόγερος Σαμουήλ ανατινάζει το Κούγκι, παίρνοντας μαζί του στο θάνατο και πολλούς εχθρούς. Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο Τζαβάλας Καρούσος, Ανδρέας Ζησιμάτος, η Νίνα Σγουρίδου, ο Βύρων Πάλλης, ο Δήμος Σταρένιος,ο Λάκης Σκέλλας, ο Γιάννης Σπαρίδης, ο Νίκος Φέρμας,ο Κώστας Μπαλαδήμας, ο Δημήτρης Βουδούρης,η Έλλη Ξανθάκη ,η Παμφίλη Σαντοριναίου, κ.α. Την μουσική της ταινίας είχε επιμεληθεί ο Μανος Χατζιδάκης.
2. Η λίμνη των στεναγμών
Η Λίμνη των Στεναγμών είναι ελληνικό ιστορικό δράμα του 1959 με τους Ειρήνη Παππά, Ανδρέα Μπάρκουλη, Τζαβαλά Καρούσο και Ελένη Ζαφειρίου. Η ταινία μας μεταφέρει στην προεπαναστατική Ελλάδα και περιγράφει τη σχέση του γιου του Αλή Πασά Μουχτάρ με την Ελληνίδα Ευφροσύνη (κυρά-Φροσύνη). Η κυρα-Φροσύνη είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά. Ξέροντας ότι θα τιμωρηθεί γι’ αυτή τη σχέση, φυγαδεύει τα παιδιά της στον πατέρα τους και μένει με την πιστή βάγια της στα Ιωάννινα. Πράγματι, η γυναίκα του Μουχτάρ διατάζει τη σύλληψή της, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο παλάτι, όπου ο Αλή Πασάς την βλέπει και την ερωτεύεται. Όταν η κυρα-Φροσύνη αποκρούει τον έρωτά του αυτός διατάζει να την πνίξουν στην λίμνη των Ιωαννίνων.
3. Μπουμπουλίνα
Το δίδυμο Ειρήνη Παππά – Αντρέα Μπάρκουλη πρωταγωνίστησε και σ’ αυτή την ταινία, επίσης το 1959, υπό τη σκηνοθεσία του Κώστα Ανδρίτσου. Θέμα της ταινίας είναι η δράση της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας η οποία χήρα πια ταξιδεύει στην Οδυσσό και έρχεται σε επαφή με τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, παίρνοντας μέρος στην επανάσταση και δωρίζοντας πλοία ακόμα και με την δικιά της προσωπική προσφορά στο μέτωπο του αγώνα.
4. Η έξοδος του Μεσολλογίου
Οι τελευταίες μέρες της ιστορικής πολιορκίας του Μεσολογγίου. Η ταινία απεικονίζει ανάγλυφα την όλη κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη, μετά την πολύμηνη πολιορκία των Τούρκων, και αφηγείται τη θαρραλέα προσπάθεια των υπερασπιστών της οι οποίοι επιχειρούν την ηρωική και απελπισμένη έξοδο. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι: Μάνος Κατράκης, Τζαβαλάς Καρούσος, Άννα Ιασωνίδου, Ίλια Λιβυκού, Τάκης Εμμανουήλ, Χριστόφορος Ζήκας.
5. Μαντώ Μαυρογέννους
Η Μαντώ Μαυρογένους (Τζένη Καρέζη), αρκετά χρόνια μετά την επανάσταση και την ενεργό δράση της, ζητά τη σύνταξη του αγωνιστή και αναθυμάται τη ζωή της. Παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας της (Κάκια Παναγιώτου), πρόσφερε την προίκα της για να στηρίξει οικονομικά την επανάσταση. Θυμάται ακόμα τον έρωτά της με τον πρίγκιπα Υψηλάντη (Πέτρος Φυσσούν) και τις δολοπλοκίες των εχθρών τους. Η ταινία του Κώστα Καραγιάννη προβλήθηκε το 1971 και έκοψε πάνω από 200.000 εισιτήρια.
6. Παπαφλέσσας
Ο Παπαφλέσσας ήταν μια πανάκριβη ταινία, που απέσπασε πολλά βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Σε συμπαραγωγή του Τζέιμς Πάρις και της Φίνος Φιλμ, ο Παπαφλέσσας του 1971 παρουσίαζε τη ζωή και τον αγώνα του Γρηγορίου Δικαίου Φλέσσα ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την ηρωική του μάχη στο Μανιάκι εναντίον του Ιμπραήμ. O Παπαφλέσσας ήταν γνωστός και ως ο μπουρλοτιέρης των ψυχών. Το καστ συμπλήρωναν ο Χρήστος Πολίτης, η Κάτια Δανδουλάκη, ο Φερνάντο Σάντσο, ο Στέφανος Στρατηγός και ο Δημήτρης Ιωακειμίδη.
7. Η δίκη των δικαστών
Λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, υπό τη βασιλεία του βαυαρού Όθωνος, προσήγαγε σε δίκη τους μεγάλους οπλαρχηγούς του αγώνα, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Γεώργιο Πλαπούτα, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η περιβόητη αυτή δίκη του 1833, που έγινε στο Ναύπλιο, συγκλόνισε το έθνος, επειδή οι πάντες γνώριζαν ότι οι δύο ήρωες ήταν απολύτως αθώοι. Η ταινία αφηγείται την ιστορία του Αθανασίου Πολυζωΐδη και του Γεωργίου Τερτσέτη, δικαστών στην κατάπτυστη δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδίκη του καθ’ υπαγόρευση της βαυαρικής Αντιβασιλείας. Τον Πολυζωΐδη έπαιξε ο Νίκος Κούρκουλος και τον Κολοκοτρώνη ο Μάνος Κατράκης.
8. Οι Σουλιώτες
Οι Σουλιώτες μαθαίνουν από τη θαρραλέα Βαγγελή (Κάτια Δανδουλάκη) ότι ο Αλή Πασάς (Φερνάντο Σάντσο) σκοπεύει να τους επιτεθεί και να τους θέσει υπό το ζυγό του. Η επίθεσή του όμως θα αποτύχει μπροστά στη γενναία άμυνα που θα προβάλουν οι Σουλιώτες, με αρχηγό τους τον Φώτο Τζαβέλλα (Χρήστος Καλαβρούζος). Η Βαγγελή αγωνίζεται μαζί με τους υπόλοιπους συντοπίτες της και ερωτεύεται τον καπεταν-Κόγκα Δράκο (Γιάννη Κατράνη). Ωστόσο, η προδοσία του Πήλιου Γούση θα φέρει την καταστροφή. Οι Σουλιώτες μάχονται ηρωικά, το Κούγκι ανατινάζεται και οι γυναίκες στο Ζάλογγο, για να αποφύγουν την ατίμωση, αφού στήσουν χορό, ρίχνονται στο βάραθρο κρατώντας τα παιδιά στην αγκαλιά τους.
Τότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη».
Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω:
«Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να…τo ’χα, δεν τό’ δινα κανενός. Κι’ αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο».
Έφυγαν αυτοί. Κι’ έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον. Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροι όλων αφανίστηκαν. Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύτερη η Ελλάδα κι’ εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι’ αυτοί εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο. Πήγε να’ νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και βρισιές παλιές δια τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια.
Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα.
Θεέ, συχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε. Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι’ αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα. Και καζαντίσαν αυτοί πουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι ανθρώπινοι λύκοι, που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται.
Τότε που η Τουρκιά εκατέβαινε από τα ντερβένια και ολίγοι έτρεχαν με ολίγα ντουφέκια, με τριχιές δεμένα, να πολεμήσουν, θέλοντας λευτεριάν ή θάνατον, οι φρόνιμοι ασφάλιζαν τις φαμελιές τους εις τα νησιά κι’ αυτοί τρέχαν εις ρεματιές και βουνά, μη βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. Κι’ όταν ακούγαν τα ντισμπάρκα των Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους την Πατρίδα και κυνηγούν τους αγωνιστές. Εγίναμε θηρία που θέλουν κριγιάτα ανθρωπινά να χορτάσουν. Και χωρίζουν τον κόσμον σε πατριώτες και αντιπατριώτες. Αυτοί γίναν οι σημαντικοί της Πατρίδος και οι άλλοι να χαθούν. Δεν ξηγιώνται γλυκότερα να φυλάξωμεν Πατρίδα και να δούμεν λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δεν φτιάχνεται χωρίς ούλλοι να θυσιάσουν αρετήν και πατριωτισμόν. Και χωρίς να πάψει η μέσα, η δική μας τυραγνία. Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον.
Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον.Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα:
«Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας».
Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα. Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι:
«Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω».Το χαρτί του πατέρα Κοσμά έβαλα και μου το εκαθαρόγραψαν. Και το εκράτησα ως Άγιον Φυλαχτόν, που λέγει μεγάλην αλήθειαν. Θα πω να μου γράψουν καλλιγραφικά και τον άλλον αθάνατον λόγον του, «τον Πάπαν να καταράσθε ως αίτιον». Θέλω να το βλέπω κοντά στα’ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ανάξιοι λέγουν ότι αν τα φτιάξουμε με τον δικέρατον Πάπαν, θα ολιγοστέψουν οι κίντυνοι, τα βάσανα και η φτώχεια μας, τρομάρα τους. Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί. Και βγήκαν ακόμη να’ ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες.
Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Μας έδωσε την νίκη και έχασε τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας!Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους.Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια.
Ο Ευγένιος Ντελακρουά, μεγάλος καλλιτέχνης του 19ου αιώνα, είχε δώσει έμφαση σε θέματα εθνικολαϊκής επαναστατικότητας, με την Ελληνική Επανάσταση να τον εμπνέει εξαιρετικά, όπως αποδεικνύουν τα έργα του «Η Ελλάδα θρηνεί στα ερείπια του Μεσολογγίου», «Ο Μπότσαρης αιφνιδιάζει τους Τούρκους στο στρατόπεδό τους», «H σφαγή της Χίου, κ.ά., τα οποία μίλησαν στη Δύση για τον αγώνα των Ελλήνων έναντι στον οθωμανικό ζυγό.
Το έργο του Ντελακρουά απεικονίζει τη λαϊκή εξέγερση που ξέσπασε στο Παρίσι στις 26, 27, 28 Ιουλίου 1830, που υποκινήθηκε από την παράταξη των δημοκρατικών φιλελευθέρων εναντίον της κυβέρνηση της Δεύτερης Παλινόρθωσης. Η κατηγορία: παραβίαση του Συντάγματος. Η εξέγερση αυτή έλαβε μεγάλες διαστάσεις και οδήγησε στην πτώση του βασιλιά Καρόλου Ι’, τελευταίου απογόνου των Βουρβόνων και την άνοδο στο θρόνο του Λουδοβίκου Φιλίππου.
Οι Γάλλοι ξεχύθηκαν για να αιτηθούν την ελευθεροτυπία, την οποία βάναυσα παραβίαζε το βασιλικό διάταγμα που επέβαλλε τη λογοκρισία των εντύπων, συγκεκριμένα των εφημερίδων, με απώλεια της άδειας λειτουργίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί εργάτες τυπογραφείων να χάσουν τις δουλειές τους.
Οι αστοί διαμαρτυρόμενοι για το Σύνταγμα και οι εργάτες για την ανεργία ενώθηκαν σε έναν κοινό αγώνα. Οι διαφορετικές τάξεις ενώθηκαν και οι νωπές μνήμες της Γαλλικής Επανάστασης αναζοπυρώθηκαν μέσα τους. Αυτή η κατάσταση όμως δεν κράτησε για πολύ.
Οι διανοούμενοι αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στην επί τω δρόμω μάχη. Το ίδιο παράδειγμα ακολούθησαν και οι δημοσιογράφοι. Αυτοί που αγωνίστηκαν με αυτοθυσία ήταν οι νέοι που γοητεύτηκαν από το επαναστατικό ιδεώδες. Είχαν στηθεί περίπου 4.000 με 6.000 οδοφράγματα στους δρόμους εκείνο τον Ιούλιο. Κάτι που επαναλαμβάνεται και στη μετέπειτα ιστορία της Γαλλίας.
Ο ζωγράφος ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων αυτών. Συνεπαρμένος από τα ιδανικά που κατέκλυσαν τις ψυχές των νέων ανδρών τους παρουσιάζει θαρραλέους να πατούν επί πτωμάτων για να επιτεθούν στον εχθρό. Η σκηνή διαδραμάτισε ταξί στην αριστερή όχθη του ποταμού Σηκουάνα, κοντά στην Παναγία των Παρισίων, που διακρίνεται στο δεξί μέρος της σύνθεσης. Πάνω στο ναό κυματίσει η γαλλική σημαία που προκαλεί συγκίνηση στους αγωνιστές. Ωστόσο, η τοποθέτηση των συμβάντων σε αυτό το σημείο αποδίδεται στην φαντασία του καλλιτέχνη και στην ρομαντική διάθεση που θέλει να προσδώσει στο έργο, διότι δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα.
Στον πίνακα, ο εργάτης με τις τιράντες και το πιστόλι τυλιγμένο στο μαντήλι στέκεται πλάι στον άστο με το ημίψηλο καπέλο και αυτός με τη σειρά του κοντά σε ένα μικρό χαμίνι της εποχής εκείνης που φαίνεται να φέρει όπλο.
Η εξέγερση αυτή αποτέλεσε έμπνευση και για τους Άθλιους του Βίκτωρα Ουγκό. Μάλιστα, υπάρχει μια υποψία ότι στο χαμίνι του Ντελακρουά βασίστηκε ο χαρακτήρας του μικρού Γαβριά που πολέμησε με τους επαναστάτες και έχασε τη ζωή του κατά την ανταλλαγή πυρών.
Στο κέντρο του έργου εμφανίζεται μια γυναίκα με φρυγικό σκούφο, γυμνώστηθη να καθοδηγεί τα πλήθη. Πρόκειται για την αλληγορική μορφή της Ελευθερίας, η οποία αποτέλεσε το υπόδειγμα για τη φιλοτέχνηση μεταγενέστερων συμβολικών τέτοιων μορφών.
Ο πίνακας αυτός πάρα την σημερινή του αναγνωρισημότητα δεν έτυχε θερμής υποδοχής από τους κριτικούς της εποχής εκείνης, οι οποίοι θεώρησαν ατημέλητη την εμφάνιση των εξεγερμένων. Έμεινε στις αποθήκες για 39 περίπου χρόνια και το 1863 εκτέθηκε στο Λούβρο.
Στις 7 Φεβρουαρίου 2013, λίγες εβδομάδες μετά τα εγκαίνια του παραρτήματος του μουσείου του Λούβρου στην πόλη Lens, λίγο πιο έξω από το Παρίσι, μια είδηση έκανε το γύρο του κόσμου. Μια επισκέπτρια έγραψε με μαρκαδόρο πάνω στον πίνακα “ΑΕ911”. Η επιγραφή είχε μήπως περίπου 30 εκατοστά και απλωνόταν στην δεξιά μεριά του πίνακα. Επιβεβαιώθηκαν οι επιφυλάξεις που είχαν εκφράσει πολύ περί μεταφοράς του πίνακα από το Λούβρο του Παρισιού στο νέο παράρτημα. Ευτυχώς μετά από λίγες μέρες αφαιρέθηκε από την επιφάνεια εντελώς και το έργο εκτέθηκε ξανά.
Εκεί, το θαυμάζουν εκατοντάδες επισκέπτες κάθε χρόνο, που τους ενέπνευσε και συνεχίζει να τους εμπνέει. Φέτος, ο πίνακας αυτός παραλλήστηκε με τη φωτογραφία ενός Παλαιστίνιου αγωνιστή που τραβήχτηκε στη Γάζα. Και αυτό αποδεικνύει πως η τέχνη δεν αναλώνεται στις εποχές ούτε στα ιστορικά δρώμενα, αλλά ήταν, είναι και θα είναι..
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!