ΡΕΜΠΡΑΝΤ: Η ΛΑΜΨΗ ΚΑΙ Η ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΗ

Η ζωή

Σαν σήμερα, στις 15 Ιουλίου 1606, γεννιέται στο Λέιντεν της Ολλανδίας, ο μεγαλύτερος ζωγράφος της χώρας, που σηματοδότησε την λεγόμενη «χρυσή εποχή» της ολλανδικής ζωγραφικής. Πρόκειται για τον Ρέμπραντ, Ρέμπραντ Χάρμενσοον φαν Ράιν, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για το όχι μόνο πλούσιο, αλλά και αντισυμβατικό ζωγραφικό και χαρακτικό του έργο.

Continue reading “ΡΕΜΠΡΑΝΤ: Η ΛΑΜΨΗ ΚΑΙ Η ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΗ”

Δώρος Λοΐζου, ένας μεγάλος αγωνιστής, ένας αδικοχαμένος ποιητής

Λίγα λόγια για την ζωή του

Πρώτα χρόνια

Ο Δώρος Λοΐζου ήταν Κύπριος ποιητής, καθηγητής και πολιτικός Δώρος Λοΐζου γεννήθηκε στις 23 του Φλεβάρη 1944. Ως μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου έζησε την ανάταση του απελευθερωτικού αγώνα, μυήθηκε στη νεολαία της ΕΟΚΑ, συμμετείχε ως μικρό παιδί στις μαχητικές μαθητικές αντιβρετανικές διαδηλώσεις. Όταν είχαν γίνει τα επεισόδια στη Σεβέρειο, την περίοδο της ΕΟΚΑ, ο Δώρος είχε συλληφθεί από τους Άγγλους. Ήταν μαθητής τότε. Κι όταν φοιτούσε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, ο Δώρος συμμετείχε ενεργά στη νεολαία της ΕΟΚΑ, την ΑΝΕ.

Continue reading “Δώρος Λοΐζου, ένας μεγάλος αγωνιστής, ένας αδικοχαμένος ποιητής”

Χρόνης Μίσσιος: Αφιέρωμα στον συγγραφέα που μας δίδαξε την αξία της ζωής, του έρωτα και της επανάστασης

Ο Χρόνης Μίσσιος αγαπήθηκε όσο λίγοι Έλληνες λογοτέχνες. Υπήρξε αντιστασιακός και ακτιβιστής. Τον θυμόμαστε κυρίως μέσα από τα βιβλίο του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» και «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς»…

η ζωη και η πολιτικη του δραση

Γεννήθηκε το 1930 στην Καβάλα και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το επάγγελμα των γονέων του και εργάστηκε ως καπνεργάτης. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά δούλεψε ως μικροπωλητής στη Θεσσαλονίκη, ενώ λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. Λόγω ανέχειας δεν κατάφερε να τελειώσει ούτε το Δημοτικό, σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του.Το 1944 σε ηλικία 14 ετών διετέλεσε σύνδεσμος του 16ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Την περίοδο μετά την Απελευθέρωση, έμενε στη Βέροια όπου ήταν σύνδεσμος για τους καταδιωκόμενους ΕΑΜίτες και εντάχθηκε ως στέλεχος στην ΕΠΟΝ. Το 1947 συλλαμβάνεται, ανήλικος ακόμη, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο ως μέλος του ΔΣΕ πόλεων (ομάδα Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα).

Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Βασανίστηκε πολλές φορές χωρίς να αποκηρύξει την ιδεολογία του, για αυτό τον περισσότερο χρόνο τον πέρασε στην απομόνωση των κρατητηρίων σε άθλιες συνθήκες κράτησης. Μετά την αποφυλάκιση του διετέλεσε επαγγελματικό στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος του παράνομου ΚΚΕ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Νεολαίας Λαμπράκη και ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Στη δικτατορία φυλακίστηκε (Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού). Αυτή τη περίοδο της φυλακίσεως του έμαθε ουσιαστικά ανάγνωση και γραφή. Αποφυλακίζεται τον Αύγουστο του 1973.

Συμμετείχε σε ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ δημιούργησε τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας στην ΕΡΤ την περίοδο 1994-1996 (εκπομπή Το Βλέμμα). Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι με τη σύζυγό του Ρηνιώ Παπατσαρούχα – Μίσσιου (πρώην στέλεχος της ΕΔΑ) και τα σκυλιά τους σε αγροτόσπιτο. Υπήρξε μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της αριστεράς.

Πέθανε σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, έχοντας χάσει τη μάχη με την επάρατο νόσο.

Χρονης Μισσιος και Λογοτεχνια

Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε σε ώριμη ηλικία. Με το πρώτο του βιβλίο το 1985 (“Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς“), αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας, καθιερώθηκε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέας στη συνείδηση κριτικής και κοινού.

Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που παρά τον σκληρό κόσμο τον οποίο απεικονίζει, δεν χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας.

τΙ ΕΙΧΕ ΠΕΙ ΓΙΑ:

Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις είχε δηλώσει:

“Για πρώτη φορά ζω σε μια κοινωνία που δείχνει να έχει πάθει εγκεφαλικό. Δεν αντιδρά με τίποτα”.

Την κρίση :

“είναι πολυεπίπεδη, δεν είναι μονάχα οικονομική. Ουσιαστικά είναι κρίση αξιών και χρεοκοπίας του λογοκρατούμενου και τεχνοκρατικού πολιτισμού μας”.

Την οικολογία και την πράσινη ανάπτυξη:

“Είναι δυνατόν να μιλάμε για οικολογία και πράσινη ανάπτυξη και να έχουμε την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο;”.

Την παιδεία:

“Μη γελιόμαστε. Υπάρχει εκπαίδευση. Άλλο πράγμα η παιδεία και άλλο πράγμα η εκπαίδευση. Σήμερα, λοιπόν τα παιδιά εκπαιδεύονται. Γιατί; Για να βρούνε τη μηχανή του κέρδους”.

Τους εμπνευσμένους ηγέτες:

“Πιστεύω πολύ ότι σε μια κοινότητα, η συλλογική μνήμη είναι πολύ πιο ασφαλής και πιο ισχυρή από οποιονδήποτε ηγέτη”.

Την εξουσία:

“Είναι το χειρότερο, το πιο τρομακτικό εφεύρημα του ανθρώπου. Στην πορεία τής ανθρώπινης ιστορίας, οι μόνοι που έσωσαν την αθωότητα τους ήταν αυτοί που σκοτώθηκαν νωρίς, πριν γίνουν εξουσία”.

Τα βιβλία του

Καλα, εσυ σκοτωθηκες νωρις” (1985)

Στο πρώτο βιβλίο του, μετέτρεψε την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους. Η αμεσότητα του προφορικού του λόγου, που προδίδει μια γνήσια λαϊκή αφήγηση, όπως και η γεμάτη εκπλήξεις πλοκή του, θα επιτρέψουν στον Μίσσιο να υπερβεί το στενό πλαίσιο του αριστερού απομνημονεύματος και να φιλοτεχνήσει μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία με έντονα πολιτικό λόγο.

Αποσπασμα

[…] Έμενα κάποια φορά σ’ ενός γιατρού. Δεξιός ο άνθρωπος, αλλά δε γούσταρε και τους εθνοσωτήρες. Ήξερε ότι ήμουνα κομμουνιστής, και κάθε βράδυ που έβγαινα για δουλειά, γέμιζε από αισιοδοξία. Ε, κάποτε κανονίστηκε μια γιάφκα, και το βράδυ που θα ’φευγα από το σπίτι του, σαν αποχαιρετιστήριο, κατεβάσαμε κάνα δυο ουίσκι. Δυνατό πράμα, σε φτιάχνει στα σβέλτα. Ήμουνα, που λες, φτιαγμένος και ακοντρολάριστος, που λένε. Την ώρα που έφευγα και με χαιρέταγε, τα μάτια του στάζανε λύπη. Μου λέει, πού θα πας τώρα, ρε Φάνη — εγώ μια ζωή το ίδιο ψευδώνυμο στις παρανομίες. Όπως στεκόμασταν όρθιοι, του λέω, σοβαρά μιλάς, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Ξαφνιάστηκε, μα, μου λέει, φεύγεις έτσι μέσα στη νύχτα, σε κυνηγάνε θεοί και δαίμονες, σκοτώνουν, βασανίζουν, δεν έχεις σπίτι, οικογένεια, δεν έχεις όνομα… Τον κοίταξα. Έπρεπε να τον πληγώσω, δεν είχα άλλο δρόμο. Ήμουνα στριμωγμένος, αν αφηνόμουνα στην παραδοχή της λύπης, ήμουνα χαμένος, γιατί τα αντικειμενικά στοιχεία, όπως τα περιέγραψε ο γιατρός, ήτανε σωστά. Όμως είχα ανάγκη να υπερασπιστώ τη ζωή μου, την ουσία της, απέναντι και στον ίδιο τον εαυτό μου. Σοβαρά, του λέω, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Τα έχασε ελαφρώς. Ήταν πολύ καλός και γλυκός άνθρωπος, αλλά και παλικάρι, για να δεχτεί να κρύψει έναν παράνομο σε μια στιγμή που ούτε η μάνα σου, που λέει ο λόγος, δε σ’ έβαζε μέσα. Όπου το ραδιόφωνο ούρλιαζε ημερήσιες διαταγές, «Πας όστις φιλοξενεί άτομον μη δηλωμένον εις τας Αστυνομικάς Αρχάς, θα παραπέμπεται εις το έκτακτον στροτοδικείον…»

Κοίτα να δεις, του λέω, εγώ κρατάω τη ζωή μου και τη μοίρα μου στα χέρια μου, οι επιλογές είναι δικές μου, όποτε θέλω, περνάω στη δική σου θέση. Αν τώρα κάνω ένα τηλεφώνημα στην ασφάλεια και τους πω ότι παύω να ασχολούμαι με την πολιτική, χωρίς να αποκηρύξω τίποτα και κανέναν, αύριο θα περπατάω και γώ «ελεύθερα» και «ακίνδυνα» όπως εσύ… Εσύ μπορείς να περάσεις στη δική μου θέση; Να τα παρατήσεις όλα, λεφτά, καριέρα, οικογένεια, σπίτια, να δεθείς μ’ ένα όνειρο και να το κυνηγήσεις, ν’ αγαπήσεις με πάθος τους ανθρώπους και την ελευθερία τους, να μπεις στην καρδιά της εποχής σου, και από απλός θεατής να γίνεις δημιουργός της ιστορίας; Και, να σου πω και κάτι ακόμα: είμαστε συνομήλικοι. Αν δεχτούμε ότι αυτό που λέμε ζωή δεν είναι να υπάρχεις σαν το δέντρο, δηλαδή να υπάρχεις μονάχα βιολογικά —δεν ξέρω αν χρησιμοποιώ και σωστά τους όρους, αλλά καταλαβαίνεις τί θέλω να πω— δηλαδή αν τη ζωή μπορούμε να τη μετράμε απλώς με την παραγωγή κάποιων αγαθών και κάποιων υπηρεσιών και με το να καταναλώνουμε κάποια αγαθά και κάποιες υπηρεσίες, τότε πιστεύω πως η ζωή δε θα ’ταν τίποτα άλλο, παρά μια απέραντη πλήξη. Νομίζω πως αυτό που ονομάζουμε ζωή μετριέται μονάχα με τα συναισθήματα που νιώθουμε σαν άνθρωποι, τις συγκινήσεις, τις πίκρες, τις χαρές, τις μικρές ευτυχίες, τις μικρές δυστυχίες, την επιβεβαίωση, τελικά, της ανθρώπινης ουσίας μας. Πόσες φορές στη ζωή σου ένιωσες έντονα συναισθήματα και συγκινήσεις, γιατρέ; Όταν πήρες το πτυχίο σου, όταν ερωτεύτηκες τη γυναίκα σου, όταν έκανες καριέρα, όταν γεννήθηκε η κορούλα σου…

Γύρω απ’ αυτά κλείνει ο κύκλος. Εγώ, τα ίδια χρόνια, έζησα τόσο συμπυκνωμένα συναισθήματα, τόσο έντονα, που εσύ ούτε σε εκατό χρόνια της δικής σου ζωής δεν μπορείς να τα ζήσεις. Πόσες φορές έπαιξα με το θάνατο, όχι για το παιχνίδι, γιατί τότε θα μπορούσα απλώς να κάνω ένα επικίνδυνο νούμερο στο τσίρκο, αλλά συνεπαρμένος από τους μύθους μου, από τα οράματά μου, από την αγάπη μου για τη ζωή, για τον άνθρωπο και τη λευτεριά του. Πόσες φορές τόλμησα, μετρήθηκα με φοβερούς μηχανισμούς, άλλοτε νικώντας, άλλοτε χάνοντας, αλλά πάντα νιώθοντας άνθρωπος και ποτέ αντικείμενο κάποιας μοίρας. Ακόμα, γιατρέ μου, σε σχέση με σένα είμαι πολύ νέος, και να σου πω γιατί; Πράγματα που για σένα θεωρούνται δεδομένα και τα περνάς αδιάφορα, για μένα είναι μικρές και μεγάλες ευτυχίες. Τα θαύματα του κόσμου, που λένε, η όρασή μου με εφήβεια έκπληξη τα ζει και με γεμίζει συναισθήματα. Είμαι βέβαιος πως ένας περίπατος τη νύχτα στους έρημους δρόμους της πόλης, είναι για σένα κάτι πολύ συνηθισμένο, αν όχι βαρετό. Ένας περίπατος στο δάσος, ο θόρυβος της θάλασσας, ένα όμορφο δέντρο, ένα λουλούδι, το κρασί, ο έρωτας…

Η επαφή σου με τα πράγματα είναι τυπική, δεν τα πλουτίζεις, δε σε πλουτίζουν, τα ξεπερνάς, δεν τα ζεις. Για μένα, κάθε πρωινό είναι μια έκπληξη, κάθε δειλινό μια νοσταλγία, κάθε νύχτα ένα μεγάλο μυστήριο, ένα ποτήρι κρασί, ένα φιλί. Αλήθεια, ποιες είναι οι επιθυμίες σου, γιατρέ; Είσαι «πετυχημένος», ό,τι επιθυμείς το έχεις, είσαι κορεσμένος, άρα γέρος, γιατί ταυτόχρονα δεν μπορείς να τα ξεφορτωθείς όλ’ αυτά. Είσαι ταξινομημένος, δεν μπορείς να πετάξεις, να μπεις στον δρόμο των συναισθημάτων, της φαντασίας, του ονείρου, της επιθυμίας, μιας νέας επαφής σου με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Κοίτα, ψάξε λίγο, ο δρόμος σου είναι ο δρόμος που μετατρέπει τον άνθρωπο σε αντικείμενο με βιολογικές ανάγκες… Μη με λυπάσαι, σε παρακαλώ, εγώ θα είμαι πάντα με τις μειοψηφίες, έκθετος πάντα, ποτέ ένθετος. Δε θύμωσε, δεν μου είπε ότι λέω μαλακίες. Μ’ αγκάλιασε, μου είπε πως είμαστε περίεργοι άνθρωποι αλλά ωραίοι. Με φίλησε, μου έβαλε και δέκα χιλιάρικα στην τσέπη -μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή- και έφυγα. Το ξέρω πως είπα μεγάλα λόγια γιατί, παρ’ όλα αυτά, είμαι ένθετος, τοποθετημένος και ταξινομημένος σε άλλους μηχανισμούς, σε μιαν άλλη λογική, σε μιαν άλλη τάξη πραγμάτων. […]

[πηγή: Χρόνης Μίσσιος, …καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, Γράμματα, Αθήνα 1985, σ. 153-155]

Στα επόμενα βιβλία του ο Μίσσιος θα διατηρήσει τη θερμότητα των αισθημάτων του, μεταδίδοντας το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα.

«Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε» (1988)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

“…Έτσι, μ’ αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ανάγκες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν’ απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατέβουμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…

Όλα, όλα, Σαλονικιέ, τ’ αφήνουμε γι’ αυτό το αύριο που δεν θα έρθει ποτέ… Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς…

Όμως το αφήσαμε για αύριο… Για να πάμε πού; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και ‘μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας…”

«Τα κεραμίδια στάζουν» (1991)

αποσπασμα

Τα κόμματα μας τελείωσαν, Μιχάλη. Χωρίστηκαν κι αυτά
σε κεφάλι και κορμί, σε αρχηγούς και οπαδούς.
Μόνο όσοι γουστάρουν να ασκούν εξουσία και να εξουσιάζονται,
όσοι νοιώθουν μοναξιά και ανασφάλεια, ανήκουν πλέον στα κόμματα,
από κοινωνικές εκφράσεις έγιναν κοινωνικά εκτοπλάσματα.
Δεν διακονούν την κοινωνία, δεν την απελευθερώνουν, επιβλήθηκαν
στην κοινωνία και την δολοφονούν. 

Είναι πολύ εύκολο, ξέρεις, και αφάνταστατα ανακουφιστικό, να εκχωρείσαι, να
απαλλάσσεσαι από πάσαν ατομικήν ευθύνην.
Κι εδώ που τα λέμε, τα αδιέξοδα όπου μας οδήγησαν – και
που με κομπασμό τα ονομάζουν «πολιτισμό» – οι επιλογές του ανθρώπου,
εξαντλούνται ανάμεσα στον αφηρημένο λόγο του αρχηγού, που
καλύπτει όλη την τραγικότητα και την κτηνωδία της πραγματικότητας,
στη λατρεία των συμβόλων, στο ανάκλιντρο του ψυχαναλυτή και στο
ζουρλομανδύα… 

Η απόλυτη ταύτιση της εξουσίας -σκοπών, μέσων και μεθόδων –
με μοναδικό σκοπό πως θα κατακτήσουν μεγαλύτερο κομμάτι εξουσίας και
περισσότερους οπαδούς, πως θα βάλουν τις «μάζες» να δουλέψουν
καλύτερα, κατατρώγωντας τα σωθικά τους και δολοφονώντας τη μήτρα που
της γέννησε, είναι η κοινή τους συνισταμένη… 

Το όνειρο εκατομμυρίων ανθρώπων που βίωσαν την πιο βάρβαρη εξουσία
των πιο υψηλών ιδανικών: ένα μπουκάλι κόκα κόλα…
Γεμίσαμε από λέξεις που δεν κοστίζουνε τίποτα πια, μαρμαρωμένες στο
παρελθόν από την κακιά μάγισσα της εξουσίας.
Ποιος θα τις λευτερώσει; ποιος θα τις αναστήσει; ποιός θα
τις καθαρίσει από τον τρόμο, την οδύνη και την απάτη;…
Γεμίσαμε από «επαναστάτες» – είναι της μόδας, βλέπεις, δεν κοστίζει τίποτα.
Μα όταν μια ζωή η μόνη σου έγνοια είναι πως
θα λαδώνεις την προπέλα που σου βάλανε στον κώλο το
σύστημα και οι αρχηγοί, είσαι ένα πια…

Ποιος θα πληρώσει την πίκρα των κομμουνιστών, που
μπροστά στον τάφο, δεν έχουν ένα τοπίο να ακουμπήσουν την
τρυφερότητά τους;… Μερικοί βολεύτηκαν: «Δεν φταίνε οι ιδέες, μα οι συνθήκες».
Μάλιστα. Εν ονόματι του μαρξισμού και του «επιστημονικού σοσιαλισμού».
Καημένε Προυντόν, καημένε Όουεν, καημένε Μπακούνιν και όλοι εσείς που
δεν σας επιτρέψαμε να φέρετε στην επανάσταση το άρωμα της
ευαισθησίας, της φαντασίας και του παραλόγου…
Όχι, δεν ανήκω πουθενά, ούτε ψηφίζω πια.
Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν, δε θέλω να
είμαι αρεστός σε κανέναν, μιας και δε θέλω να πείσω κανέναν,
δε θέλω να σώσω κανέναν, δε θέλω καμία νίκη.
Είμαι ευτυχής. Δεν έχω καμία πρόταση, δε φοβάμαι καμία απόρριψη,
παρά μόνον εκείνη στα μάτια των γυναικών…
Μπα, μη θαρρείς πως είμαι λεύτερος. Άλλωστε, ούτε ξέρω πια
τι θα πεί η λέξη που στ’ όνομά της θυσιάστηκαν
τα υψηλότερα συναισθήματα, αλλά που κάθε αγώνας για την
κατάκτησή της παγίωνε την αναίρεσή της, εμπεδώνοντας, όλο και πιο
αποτελεσματικά, όλο και πιο πλατιά, την εξουσία μέσα στην κοινωνία.
Θαρρώ πως δεν μπορούμε να μιλάμε πια για ελευθερία,
αλλά για μια απελευθέρωση… Ναί… πρέπει να αποκαταστήσουμε τη
ζωή μέσα μας.
Χωρίς μια βαθιά επανάσταση του είναι μας, αν δεν
ξεράσουμε όλη τη φιλοσοφική και ιδεολογική σαβούρα που
μας τάϊσε ο «πολιτισμός», δεν πρόκειται να πετάξουμε προς πουθενά…
Μην περιμένεις, σου είπα, δεν έχω καμία πρόταση, ούτε γλώσσα
να σου μιλήσω.
Ένα νεκροταφείο ο λόγος, οι λέξεις με προδίδουν, με παραπέμπουν
ξανά στο παρελθόν, στις λογικές κατασκευές του οράματος.
Αλλά εμείς ποτέ δεν υπήρξαμε «λογικοί», ποτέ δεν ήμασταν ωφελιμιστές.
Γιατί, τότε, τι σκατά ζητάγαμε στα μπουντρούμια, στα βασανιστίρια και
στα εκτελεστικά αποσπάσματα, χωρίς να πιστεύουμε στο ουρί του παραδείσου;
Εμείς, οι υπερασπιστές της ευτυχίας και λάτρεις της ζωής και της
ελευθερίας;
Γιατί δεν κάναμε και μείς τον κοριό, ώσπου να ‘ρθει
η μέρα να μας θάψουνε να ησυχάσουμε;…

Όχι! Εμείς που φτάσαμε ως τα έσχατα, πρέπει να ζορίσουμε
το μυαλό και το κορμί μας να φτάσει ως την
ύψιστη τρέλα της απόλυτης άρνησης, και μέσα από τη φωτιά
της εσωτερικής μας αντίστασης να αναστήσουμε την αισθαντικότητά μας.
το νόημα και τον αισθησιασμό της ζωής μας…
Μπορούμε να το κάνουμε;
Να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες της ζωής μας;
Ιδού το μέγα φιλοσοφικό ερώτημα της εποχής μας… Χιλιάδες εξεγέρσεις,
επαναστάσεις, πολέμοι, πραξικοπήματα, μεταρρυθμίσεις, τεχνολογικές επαναστάσεις,
και η ζωή μας κατάντησε μια τραγική περιπέτεια μέσα στην κρεατομηχανή
της εξουσίας. Απολέσαμε το «υπαρξιακό μας πρόβλημα», που θα μας βοηθούσε να επαναστατήσουμε ή να τρελαθούμε.
Το αίτημα της ατομικής μας ολοκλήρωσης, της εμπραγμάτωσης,
της αισθησιακής και συναισθηματικής μας αρμονίας, γίνεται όλο και πιο
ανέφικτο, όλο και πιο συρρικνωμένο…
Δεν είναι πια δυνατόν να συνεννοηθούμε με ιδεολογίες, αλλά μέσα από
την ατομική συμπεριφορά και πράξη, τη συλλογική μας συν-κοινωνία,
τη συνεργασία, τη συλλογική μας συν-αρμονία, την ατομική μας
συν-διαφορετικότητα.
Ο λόγος, εσωτερικά φαγωμένος, όπως και η ζωή μας, δεν
είναι πια ικανός για συν-κοινωνία.
Οι λέξεις χωρίς μνήμη και ευθύνη, σέρνονται στην καθημερινότητα, κουρέλια
χωρίς σώμα, που τα παίρνει ο άνεμος, όπως τις ξεσκισμένες
αφίσες των κομμάτων και των σωματείων… Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε
διαφορετικά, παρά μόνο μέσα από την αγάπη, την τρυφερότητα
του χαδιού, το ερωτικό μας βλέμμα.
Από την επαφή μας με την γη, με τη φύση,
θα ξαναγεννηθεί ο καινούριος λόγος της ατομικής ευθύνης και μνήμης.

– Άρα έχεις πρόταση…

-Όχι, μα θαρρώ πως μια μέρα θα ξανανταμώσουμε και με
τον εαυτό μας, και με τον διπλανό μας, και με τον κόσμο…
Σκέφτομαι πως η κινητήρια δύναμη της ζωής είναι η αναζήτηση
της χαράς, της ηδονής, της απόλαυσης.
Αυτό το βλέπεις με την πρώτη ματιά γύρω στη φύση,
αν τα μάτια σου είναι ακόμα κατοικημένα από τις αισθήσεις.
Ζωή, ηδονή, χαρά θάνατος, είναι μια αδιατάρακτη ταυτότητα,
κι αυτό είναι ένας σημαντικός λόγος αισιοδοξίας…
Το λάθος των επαναστατικών κινημάτων ήταν πως αναζήτησαν τις νέες
πολιτισμικές αξίες σ’ έναν πυρήνα δυστυχίας.
Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, μα θέλω να πώ πως,
αντί να κηρύξουμε την απόλαυση της ζωής, κηρύξαμε την ισότητα
στα καταναλωτικά αγαθά.
Αντί την απελευθερώση από την πολυπλόκαμη εξουσία, την
ελευθερία του συνέρχεσθαι…
Έτσι, από επαναστατικοί καταλύτες γίναμε απόστολοι – εξουσία του κερατά.
Η αναζήτηση αυτής της «ευτυχίας» μας οδήγησε στην ίδια αντίληψη
για τη ζωή, στον ίδιο τρόπο σκέψης και τρόπο ζωής,
με τον καπιταλισμό, που θέλαμε να ανατρέψουμε.
Ήταν φυσικό λοιπόν, ύστερα από μια δραματική και τραγική περιπλάνηση,
να ξανανταμώσουμε με τον καπιταλισμό, και μάλιστα ως υπανάπτυκτοι ή
ξεπεσμένοι πρίγκηπες, αλλά με εκατομμύρια νεκρούς Δον Κιχώτες που, ποιός
ξέρει, ίσως τούτη τη στιγμή τα θαμμένα κοντάρια τους πετάνε
τα πρώτα βλαστάρια τους μέσα στη γη…
Αλλιώς… δες τα, αν αφαιρέσεις τις λέξεις και τα συνθήματα,
όλα τα άλλα είναι απελπιστικά όμοια…
Μα τι περιμένεις, σαν ο Μάρξ, που ήθελε να λευτερώσει
τον κόσμο, δεν μπόρεσε να λευτερώσει τον εαυτό του…
Το ξέρεις δα πως ήταν «μοίχος», γαμούσε κρυφά την υπηρέτριά του,
δηλαδή και ααφεντικό με δούλα και υπόδουλος στην παντρειά…
Μα πώς αλλιώς, αφού στην φιλοσοφική του ανάλυση «ξέχασε» το
«συνουσιάζομαι άρα υπάρχω» και το αντικατέστησε με την μαλακία του
Καρτέσιου: «σκέφτομαι άρα υπάρχω…»
Κι αφού μόνο εμείς «σκεφτόμασταν», εμείς υπήρχαμε, κι όσο σκεφτόμασταν,
τόσο χάναμε την επαφή μας με τη ζωή…»

«Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996)

αποσπασμα

«[…] όταν είσαι ερωτευμένος, είναι τέτοια η ταραχή του κορμιού και του νου, που πολλές φορές επιστρατεύεις και τη λογική ακόμα για να δικαιολογήσεις τα συναισθήματα εξουσίας που νιώθεις. Πότε με την έγνοια, πότε με το πρέπει και δεν πρέπει. Έτσι, σιγά σιγά κλείνουν οι πόρτες της περιπέτειας και το ζευγάρι χτίζεται, σαν τους Φαραώ, μέσα σε μεγαλοπρεπείς τάφους, φασκιωμένο με πράγματα εντελώς άσχετα με τη ζωή. Χάνουν το κρυφό νόημα των πραγμάτων. Οι αισθήσεις, αντί γι’ ανοιχτό παράθυρο της ψυχής, συλλέκτες συναισθημάτων που ταξιδεύουν στο τοπίο, γίνονται καθρέφτης που αναπαράγει το χτες σαν φωτογραφία της στιγμής».

«Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001)

αποσπασμα

“Ο άνθρωπος αντί να δει τα όρια της ελευθερίας του στον παράδεισο, τα όρισε στη διεστραμμένη λογική του. Στη σκιά κάθε συναισθήματος καιροφυλακτεί ένας ανταγωνισμός, μια απαγόρευση. Πόσος φτωχοί και ανόητοι είναι εκείνοι που συνδέουν τη μοναξιά με την απουσία του ανθρώπινου πλήθους…” 

8-3 ΙΣΟΝ 11 (2012)

Το τελευταίο του βιβλίο, 8-3 ίσον 11 είναι ένας απολογισμός αγωνιστικής ζωής.

Πηγές

Χρόνης Μίσσιος: Ένας ωραίος αντιεξουσιαστής – “Η ζωή είναι δώρο με ημερομηνία λήξης”

Χρόνης Μίσσιος

Χρόνης Μίσσιος

Ο ποιητής του έρωτα και της επανάστασης, Τάσος Λειβαδίτης

Ο Τάσος Λειβαδίτης

Ο Παντελεήμων-Αναστάσιος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1922, στη συνοικία Μεταξουργείο της Αθήνας. Στα γράμματα θα γίνει γνωστός με το δεύτερο όνομά του κι αυτό γιατί ο πρόωρος τοκετός της μητέρας του το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Έτσι λόγω της ημέρας, αλλά και επειδή σώθηκε ως εκ θαύματος, βαφτίστηκε με δύο ονόματα.

Πατέρας του ήταν ο Λύσσανδρος Λειβαδίτης από την Κοντοβάζαινα Αρκαδίας, εύπορος υφασματέμπορας, που πτώχευσε λόγω πολέμου και πέθανε το 1943. Ο θάνατος του πατέρα του υπήρξε πρωταγωνιστής σε αρκετά έργα του: «Κι ο πατέρας, έμπορος άλλοτε, όταν ξέπεσε στεκόταν στην είσοδο των μαγαζιών, παραπέρα», «και μόνον προς τα δυσμάς του βίου μου κατάλαβα ότι ο πατέρας μου είχε βρει το θησαυρό. Ακριβώς. Διότι όταν πτώχευσε και σε λίγο θα μας τα παίρναν όλα, εκείνος χαμογελούσε, ένα χαμόγελο: σα να βρήκε κάτι που έψαχνε χρόνια, σα ν’ ανακάλυψε ξαφνικά πως τίποτα δε μας ανήκει και ποιος ο λόγος να παιδεύουμε τον εαυτό μας με ξένα πράγματα….»

Μητέρα του ήταν η Αθηναϊκής καταγωγής Βασιλική Κοντοπούλου, παντρεμένη δεύτερη φορά. Με τον πατέρα του απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Δημήτρη, τον Αλέξανδρο, τη Χρυσαφένια και τον Αναστάσιο. Μαζί τους ζούσε και ο Κωνσταντίνος, γιος της μητέρας του από τον πρώτο της γάμο. Τη μητέρα του τη χάνει το 1951, όταν ο ίδιος ήταν εξόριστος.

Μεγάλωσε στην καρδιά της πολιτείας, στο Μεταξουργείο. Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι και δηλώνει ποιητής.

Τα μαθητικά χρόνια είναι ανέμελα και όμορφα. Φοιτά στο 9ο Γυμνάσιο στην πλατεία Κουμουνδούρου και παράλληλα, λόγω της οικονομικής άνεσης της οικογένειας, μαθαίνει βιολί και πιάνο. Τελειώνοντας το σχολείο το 1940, γράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών, αλλά δεν καταφέρνει να την τελειώσει ποτέ λόγω Κατοχής. Το 1946 παντρεύεται την παιδική του φίλη Μαρία Στούπα. Η ίδια στάθηκε στο πλευρό του στήριγμα στα πέτρινα χρόνια της εξορίας, βοηθώντας και τη μητέρα του, και σε όλη τους τη ζωή φύλακας-άγγελος.

Η νύχτα της Κατοχής τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1940 εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας, ωστόσο δε θα ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του, καθώς συμμετείχε στην Αντίσταση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς και εξορίστηκε, από το 1945 έως το 1951. Οι πολιτικές του ιδέες και η ένταξη του στο ΕΑΜ, οδηγούν στη σύλληψη και φυλάκισή του με τη λήξη των Δεκεμβριανών. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, το 1945, αφήνεται ελεύθερος. Τον Ιούνιο του 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο. Το 1949 μεταφέρεται στη Μακρόνησο και από εκεί, επειδή δεν υπογράφει τη δήλωση μετανοίας, μεταφέρεται στον Άη Στράτη και από εκεί στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα. Συνοδοιπόροι σ’ αυτό το «ταξίδι εξορίας» οι Κατράκης, Ρίτσος, Δεσποτόπουλος, Αλεξάνδρου, Πατρίκιος, κ.ά.

Από το 1954 έως και το 1967 εργάζεται στην εφημερίδα «Η Αυγή» ως κριτικός ποίησης. Το κλείσιμο της εφημερίδας το 1967 από τη δικτατορία, τον αφήνει άνεργο και από το 1969 εργάζεται στο περιοδικό ποικίλης ύλης «Φαντάζιο» με το ψευδώνυμο Α. Ρόκκος. Διασκευάζει σε περιλήψεις έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και δημοσιεύει πορτρέτα για τη ζωή και το έργο Ελλήνων λογοτεχνών.

Τον Οκτώβριο του 1961 Περιόδεύε με τον Mίκη Θεοδωράκη την επαρχία, Kαβάλα, Δράμα, Σέρρες, Λάρισα, Nάουσα, Bέροια και όπου ανάμεσα στα μουσικά διαλείμματα των συναυλιών έκανε απαγγελίες ή συνομιλούσε με το κοινό. Στη Bέροια μάλιστα θα δέχτηκαν άγρια επίθεση από τους παρακρατικούς της εποχής. Με την έλευση της δικτατορίας και το διάστημα μεταξύ 1967 και 1972, ποιητής βυθίζεται στην σιωπή. Tο καθεστώς των συνταγματαρχών κλείνει την εφημερίδα «AYΓH» και ο ποιητής μένει άνεργος. Για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει με το ψευδώνυμο «Pόκκος», έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης.

Η ζωή του ήταν πολυτάραχη, με αλλαγές που επιβάλλονταν συχνά βίαια, λόγω της συνέπειας του ποιητή σε ιδεολογικές αρχές, οι οποίες προκαλούσαν το καθεστώς. Ο Λειβαδίτης έφερε βιώματα από τη Μικρασιατική καταστροφή, την προσφυγιά, τη δικτατορία Μεταξά, τους αγώνες της Αριστεράς, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τις διώξεις, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τη δικτατορία του 1967 και τόσα άλλα. Παρά τις τόσες κακουχίες, παρέμενε λάτρης, υμνητής της ζωής.

Το 1955 στις 10 Φεβρουαρίου ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Eφετείο για το “Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου”. Πλήθος ανθρώπων και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη, όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο, αλλά και τους δικαστές, που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά». Αυτά αναφέρει ο Γιάννης Κουβαράς στο βιογραφικό του Λειβαδίτη. Ο ποιητής, μας λέει, «μετέτρεψε το εδώλιο σε βήμα». Σε μια εποχή που μεσούσαν τα εμφυλιοπολεμικά πάθη …

Έζησε τα καθοριστικά γεγονότα μιας ιστορικής διαδρομής «εκ των έσω», με μύριες δυσκολίες, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να κάμψουν το φρόνημά του, όπως έγινε με τόσους άλλους. Και αποτύπωνε θαρραλέα τη ματιά του, τις προσλήψεις που ζύμωνε η ευαίσθητη ποιητική ψυχή του, υψώνοντας το ανάστημα του πνευματικού ανθρώπου του ταγμένου να φυλάει Θερμοπύλες. Πιστός σε ανθρώπινα ιδανικά, αυτά που τραγουδούσε μέχρι τελευταίας πνοής. Ίσως γι αυτό όσοι πλησίασαν το έργο και τον ποιητή, ένιωθαν αγάπη δεμένη με βαθιά εκτίμηση. Έφυγε από την ζωή, στις 30 του Οκτώβρη 1988. «Επιστρέφει», όμως, κάθε βράδυ στις λαϊκές γειτονιές που τραγούδησε. Ανάβει το τσιγάρο του από τα πυρακτωμένα όνειρά τους. Φτιάχνει ποιήματα από πεσμένα στο δρόμο όνειρα. Όνειρα, που τα πατούν ακόμα και ανύποπτοι περαστικοί.

Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία το 1953, για τη συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Το 1957 λαμβάνει το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ. Ι», το 1976 το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα» και το 1979 το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας».

Το 1982 γίνεται ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Τον Αύγουστο του 1982 νοσηλεύεται με καρδιακό έμφραγμα σε νοσοκομείο. Τον Οκτώβριο του 1988 εισάγεται στο Γενικό Κρατικό και, μετά από δύο αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, χάνει τη μάχη της ζωής. Ήταν 30 Οκτωβρίου.

Ο άνθρωπος

Για όσους γνώρισαν από κοντά τον Τάσο Λειβαδίτη είναι γνωστό ότι, η ζωή του ταυτίζόταν απόλυτα με το αξιακό σύστημα το οποίο οικοδόμησε με το έργο του. Ο Λειβαδίτης αποτελεί την περίπτωση ενός δημιουργού, ο οποίος ταύτισε το έργο με τη ζωή του. Με αδιατάρακτη συνέπεια ο Λειβαδίτης έζησε μια ζωή αφιερωμένη στον άνθρωπο, την αγάπη, την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο με διαχρονικές αξίες. Αυτή η στάση ζωής, εκφραζόταν πολιτικά ως καθημερινή πρακτική και στο έργο του, όχι απλά ως καταγραφή επιθυμιών ή οραμάτων, αλλά ως υψηλής αισθητικής ποιητική, γεμάτη συναίσθημα, με κινητήρια δύναμη το όνειρο του καλύτερου αυριανού κόσμου.

Η καθημερινότητά του υφαίνονταν στο υπόστρωμα της προσφοράς. Έδινε απλόχερα σε όλους. Παρείχε ιδιαίτερα στους νέους ποιητές, την άδολη αγάπη του, τον πολύτιμο χρόνο του, τις ατέλειωτες γνώσεις του, την τεράστια πείρα του στη ζωή και την τέχνη. Η μεγαθυμία και γενναιοδωρία του, ήταν παροιμιώδης. Νεαρός, στα δεκαοχτώ μου, τόλμησα να του τηλεφωνήσω για να του δείξω χειρόγραφά μου. Μετά λίγες μέρες ανακάλυψα, ότι είχε κάνει εκτεταμένες σημειώσεις σε κάθε σελίδα που του είχα δώσει. Μεταξύ άλλων μου είπε: «είναι τιμητικό, πολύ σημαντικό, να απευθύνονται νέοι άνθρωποι σε μένα. Είναι μεγάλη δικαιολογία ύπαρξης αυτή. Κάποτε θα συμβεί αυτό και σε σένα…». Ο Λειβαδίτης δεν είχε αυταπάτες. Γνώριζε ότι μέσα από την επικοινωνία του με τους νέους εισέπραττε ένα ακόμα στοιχείο δικαιολογίας ύπαρξης, αλλά ήξερε επίσης τη σημαντικότητα της βοήθειάς του και δεν την αρνιόταν. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να υμνεί με την ποίησή του την αγάπη και ύψιστες ανθρώπινες αξίες και στην πράξη να φερόταν αλαζονικά.Από το 1954 έως το 1967 και από τη μεταπολίτευση το 1974 έως το 1980, έγραψε στην εφημερίδα «Αυγή», δεκάδες κριτικές για νέους ποιητές στηρίζοντας την προσπάθειά τους. Οι κριτικές του αποτελούν μνημειώδη κείμενα μιας έντιμης κριτικής προσέγγισης και ενθάρρυνσης των αξίων.

Ως και υλική βοήθεια πρόσφερε σε ανθρώπους αδύναμους και μάλιστα σε περιόδους που ζούσε ο ίδιος μέσα στη στέρηση ως και των στοιχειωδών. Μία ημέρα που είχε εισπράξει από τον εκδότη του συγγραφικά δικαιώματα, σε περίοδο μεγάλης ένδειας, επέστρεψε χωρίς δραχμή στο σπίτι. Και είπε στη γυναίκα του: «Έδωσα τα χρήματα στον τυφλό ζητιάνο στη γωνία. Έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μας». Ως προερχόμενος πολιτικά από την Αριστερά, δεν πίστευε στην ελεημοσύνη, αλλά στο ότι ένα οργανωμένο κράτος οφείλει να καλύπτει τις ανάγκες των αναξιοπαθούντων πολιτών του. Παρά ταύτα ενέδιδε στην ελεημοσύνη, με τη σκέψη ότι δεν μπορεί αυτός να κατέχει πράγματα που είναι πολύ πιο αναγκαία σε έναν συνάνθρωπό του. Το συναίσθημα υπερκάλυπτε τη λογική, αλλά εξέφραζε μια προσωπική στάση προσφοράς, όχι βεβαίως άμοιρη των ποιητικών επιλογών του.

Όσοι τον γνώρισαν καταθέτουν την ηπιότητα που εξέπεμπε, παρά τις τρικυμίες της ψυχής του. Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, παρά τις αδικίες που υπέστη από ομοτέχνους του και από κομματικούς μηχανισμούς. Δεν επέρριψε ευθύνη σε άλλους, απεναντίας φορτωνόταν ο ίδιος τα βάρη των ευθυνών των άλλων, λες κι ήταν ο μέγας ενοχικός. Ως και τους διώκτες και βασανιστές του δεν μίσησε. Το 1950 εξόριστος στη Μακρόνησο, απευθυνόμενος στον ανθρωποφύλακα σκοπό του στρατοπέδου έγραψε:

«Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις/ χτύπα με αλλού/ μη σημαδέψεις την καρδιά μου./ Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο./ Δεν θάθελα να το λαβώσεις».

Μοναχικός οδοιπόρος, όπως σκληρά απαιτεί η Ποίηση, έζησε με μια ταπεινότητα, που όμοιά της δεν συναντάμε συχνά στον κόσμο της δημιουργίας, ο οποίος βρίθει ματαιοδοξίας και έπαρσης. Ο Λειβαδίτης ήταν ταπεινός με όλη τη μεγαλοσύνη της έννοιας. Τον χαρακτήριζε η ευγένεια, μια ιδιαίτερη σεμνότητα και η πλήρης απουσία αλαζονείας. Κάποιοι ελάχιστοι που προσπάθησαν να τον μειώσουν, προφανώς αγνοούσαν ότι δεν μπορεί ποτέ να ταπεινωθεί ένας επί της ουσίας ταπεινός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που ισοπέδωνε ο ίδιος ενσυνείδητα το εγώ του. Και ήταν δυνατό γι αυτόν, να κάνει την υπέρβαση βίωμα.

Ο Λειβαδίτης επέλεξε το χαμηλό μέτρο μέσα από μια πορεία φιλοσοφική. Έτσι, ένιωθε σε βάθος ελεύθερος. Για αυτόν, επίγνωση του τραγικού της ανθρώπινης μοίρας, δεν ήταν το αναπόφευκτο φυσικό μας τέλος. Το τραγικό γι’ αυτόν, είχε να κάνει κυρίως με την υστέρηση ποιοτικών χαρακτηριστικών της ζωής και εξεχόντως της ελευθερίας. Ο Λειβαδίτης πικραινόταν από την έλλειψη αυτών των ποιοτικών χαρακτηριστικών, είχε αποστεί από καιρό του μικρόκοσμού μας κι ας ζούσε ανάμεσά μας.

Ο ποιητής

Μετρημένος, γνώριζε τη σημαντικότητα του έργου του, αλλά παράλληλα είχε πλήρη συνείδηση της ανθρώπινης μοίρας και δεν ξεχνούσε το φθαρτό και τη θνητότητά μας. Πράγματα που εξαφάνιζαν κάθε αλαζονικό στοιχείο και στήριζαν μια σπάνια ευγένεια συμπεριφοράς και ψυχής. Σιωπούσε φλύαρα, έγραφε ακατάπαυστα, υπηρετώντας με την Ποίησή του την υψηλή αισθητική και το στοχαστικό βάθος. Η σπανιότητα του έργου του έχει συστατικό τη χρήση απλών καθημερινών λέξεων, οι οποίες υπηρετούσαν υψηλά νοήματα και ένα μοναδικό φιλοσοφικό εύρος.

Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα, με το ποίημα Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην άκρη της νύχτας. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη (Δραπετσώνα, Τα Λυρικά) και ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά. Έγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών Ο θρίαμβος και Η συνοικία το όνειρο. Ο Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας της Βαρσοβίας για τη συλλογή Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Πήρε ακόμη το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη Συμφωνία αρ. 1, το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για το Βιολί για μονόχειρα και το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή Εγχειρίδιο ευθανασίας.

Έγραψε τις ποιητικές Συλλογές: Μάχη στην άκρη της νύχτας (1952), Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952), Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (1953), Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (1956), Συμφωνία αρ. 1 (1957), Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958), Καντάτα (1960), 25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963), Οι τελευταίοι (1966), Νυχτερινός επισκέπτης (1972), Σκοτεινή πράξη (1974), Οι τρεις (1975), Ο διάβολος με το κηροπήγιο (1975), Βιολί για μονόχειρα (1977), Ανακάλυψη (1978), Ποιήματα 1958-1963 (1978), Εγχειρίδιο ευθανασίας (1979), Ο τυφλός με το λύχνο (1983), Βιολέτες για μια εποχή (1985), Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987) και Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου (1990: εκδόθηκε μετά το θάνατο του ποιητή).

Η ποίησή του είναι δυνατόν να διακριθεί, γενικά, σε τρεις περιόδους. Όταν, το 1965, εκδίδει τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων του, που καλύπτουν την περίοδο 1952-1963, υπάρχουν ήδη ευδιάκριτες δύο φάσεις, απ’ τις οποίες πέρασε η ποίηση αυτή. Το 1957, με τη Συμφωνία αρ. 1, παρατηρείται μια ενδοστρέφεια […]. Η διάθεση μιας μελαγχολικής ενδοστρέφειας επιτείνεται με την έκδοση των επόμενων βιβλίων: Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια (1958), Καντάτα (1960), 25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963) […].

Στην Καντάτα, όπου (ανάμεσα στ’ άλλα) περιγράφεται το μαρτύριο και η γενναιότητα του «ανθρώπου με το κασκέτο», εκεί που, ύστερα από πολλά μερόνυχτα βασάνων, ακούει κάποιον να βογκάει στο διπλανό κελί και σηκώνει το ανήμπορο χέρι του κι αρχίζει, μισοπεθαμένος σχεδόν, να χτυπάει τον τοίχο, το κάνει «όπως αιώνες τώρα, συνηθούν μέσα στην ερημιά τους οι τρελοί κι οι φυλακισμένοι» […]. Στην Καντάτα ο αγωνιστής «άνθρωπος με το κασκέτο» είναι στιγμές, όπου υποδύεται, θα έλεγα, το ρόλο του Ιησού. Και συγχέονται έτσι οι χώροι των στρατοδικείων του Εμφυλίου και του “συμβουλίου” των Εβραίων γραμματέων και πρεσβυτέρων: «Κι οι δικαστές, μόλις εκείνος μπήκε, σκύψαν και κάτι μίλησαν μεταξύ τους. / Και τον ερώτησαν: Είστε πολλοί; / Κι αυτός, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει, έδειξε έξω απ’ το παράθυρο,/ το πλήθος./ Κι οι δικαστές φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;/ Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κάποτε, πριν πολλάχρόνια, ξανά ειπωθεί./ Και τους πήρε φόβος μεγάλος». Συγχρόνως όμως ο ποιητής βλέπει ότι, εκεί που βάζει τον άνθρωπο με το κασκέτο να δείχνει το πλήθος, δεν υπάρχει πλήθος. Η Καντάτα (1960) θα επιχειρήσει μια νέου επιπέδου σύνθεση. Θα επιδιώξει την πολυφωνία του ατομικού, αλλά και την ισορροπία της με το συλλογικό, όπως το αντιπροσωπεύουν οι χοροί ανδρών και γυναικών. Η δράση εξελίσσεται πάλι σε μια συνοικία, με φανερές όμως πολύ πλατιές προεκτάσεις στο χώρο και τον χρόνο, τον εθνικό, αλλά και τον πανανθρώπινο, ιδιαίτερα στην βιβλική αφήγηση του Ανθρώπου με το κασκέτο, σύμβολο της αιώνιας προσφοράς και την θυσίας. Πρόκειται για την τελευταία μεγάλη τοιχογραφία του Λειβαδίτη. Ζώντας σε μια κοινωνία στέρησης και δυστυχίας έρχεται αντιμέτωπος με τους κυρίαρχους μηχανισμούς του αστικού καθεστώτος. Οι «άντρες με τις καπαρντίνες και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες» τον συλλαμβάνουν και τον φυλακίζουν. Αντιπροσωπεύουν έναν από τους πολλούς Αντίμαχους που θα συναντήσουμε στην Καντάτα. Πρόκειται για τα εκτελεστικά όργανα της εξουσίας, τα οποία με τις «καπαρντίνες» και τα «τυφλά τους μάτια» αποτελούν στερεότυπα αναπαράστασης των καταδιωκτικών αρχών. Ο ήρωας μεταφέρεται σε ένα κελί όπου βασανίζεται για να αποκαλύψει τα όπλα, τα οποία κατά την αντίληψη των ανακριτών θα στρέψει εναντίον της εξουσίας. Τα βασανιστήρια συνεχίζονται σαράντα μέρες […].
Ο πρωταγωνιστής μαζί με άλλους δύο στήνονται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δύο στοιχεία προβάλλονται εδώ: η περιφρόνηση του θανάτου και η γνώση της μελλοντικής δικαίωσης. Σε μια στιγμή λίγων δευτερολέπτων το υποκείμενο οραματίζεται το μέλλον, τότε που θα δικαιωθούν όσοι θυσιάστηκαν. Αλλά και στο φυσικό επίπεδο υπάρχουν σημάδια που δηλώνουν τη μελλοντική δικαίωση του ήρωα. Η εκτέλεσή του γίνεται την άνοιξη. Η άνοιξη σε σημασιακό επίπεδο σημαίνει τη φυσική αναγέννηση και κατ’ επέκταση τη συνέχεια της ζωής. Ο θάνατος ακόμη τον βρίσκει τη στιγμή που βγαίνει ένας ολόλαμπρος ήλιος. Η φύση επομένως δηλώνει ότι με τον θάνατό του ο ήρωας γίνεται πρόξενος μιας νέας ζωής και ότι κάποτε θα έλθει η δικαίωση […]».

Ως συνέπεια, στις πρώτες του ποιητικές συλλογές είναι έντονη μια επαναστατική διάθεση εξαιτίας της στράτευσής του στην αριστερά. Αργότερα αυτή θα μειωθεί ή θα μεταλλαχθεί σ’ έναν ατέρμονα θρήνο για πόθους που δεν εκπληρώθηκαν, για αλλαγές που δεν έγιναν, για έρωτες και μοναξιά, για έναν κόσμο που πορεύεται προς την τρέλα μέσα σ’ ένα σκληρό σύστημα κοινωνικών ανισοτήτων.

Πιο συγκεκριμένα, ιδιαίτερα στους δύο τελευταίους τόμους του έργου του οι οποίοι περιέχουν την μετά το 1972 προσφορά του, απαλλαγμένος πλήρως από τις όποιες “στρατεύσεις” του παρελθόντος, διατηρώντας όμως μέσα από μια νοσταλγική προσήλωση αρυτίδωτο το όραμα εκείνης της ηρωικής εποχής της νεότητας, μας δίνει μια ποίηση υπερβατική, στις σελίδες της οποίας καταθέτει τον πόνο του ένας κόσμος ετερόκλητων “καταραμένων” με κοινό παρανομαστή του την μοναξιά, το συναίσθημα του ματαιωμένου, καθώς και μια ερωτική ερημιά, η οποία καθίσταται, μέσα από τη συμβολοποίησή της, απερίγραπτα τραγική. Ένας κόσμος βυθισμένος σε έναν λαβύρινθο φορτισμένο με τις πληγές, αφ’ ενός της ηλικίας που τόσο τον σημάδεψε (της παιδικής), κι από τη θλίψη αφ’ ετέρου, για ό,τι δεν του επετράπη στη συνέχεια, μέσα σε αυτό το σκληρό σύστημα των κοινωνικών αξιών, με τις περίεργες ταξικές του διαρθρώσεις. Ένας κόσμος, που τον διατρέχει μια αποπνιχτική αίσθηση του τέλους, καθώς και μια ιδιόρρυθμη παραφροσύνη, μέσα στη δίνη της οποίας τα άτομα διατηρούν τη δική τους σχέση με την ηθική, καθώς και μια “ψυχική γεωγραφία”, στους κόλπους της οποίας λαμβάνουν χώρα αφανείς καθημερινοί φόνοι και μεγάλα αινιγματικά παιχνίδια, ουσιαστικά βαπτισμένα στην τρέλα. Όλα αυτά τα στοιχεία δεν συνθέτουν παρά ένα έργο, που πέρα από εξαιρετικό σύνολο έμπνευσης, μεγαλόπνοης σκέψης και συναισθήματος, αποτελεί ταυτοχρόνως και υπόδειγμα επίμονης επεξεργασίας και εξέλιξης, μέσα στην πορεία του …

Όμως στον ρομαντισμό – και στον Λειβαδίτη- το κυνήγι της ευτυχίας γίνεται από και για τον συγγραφέα, προσωπικά. Βέβαια η αναζήτηση της τελειότητας, η επιδίωξη του ανέφικτου, ο πόθος του ανεκπλήρωτου, οδηγούν σχεδόν πάντα στην συντριβή, αλλά όχι στην παραίτηση, όχι στην ανέκκλητη παραδοχή της ήττας, αφού η πραγμάτωση της ποίησης αναιρεί την ίδια την ήττα. Έτσι, μέσα στον ρομαντισμό του Τάσου Λειβαδίτη το όνειρο παραμένει το ζητούμενο, ενώ η συντριβή γίνεται κι αυτή στοιχείο της ζωής, στοιχείο που η ζωή το ενσωματώνει και το υπερβαίνει. Αν όμως όλα αυτά γίνονται από και για το συγγραφικό υποκείμενο, στον Λειβαδίτη, όπως και σ’ όλους τους μεγάλους ποιητές, το συγγραφικό εγώ δεν συρρικνώνεται σε μια αυτάρκη και αυτάρεσκη λατρεία του εαυτού του, αλλά διαστέλλεται έτσι ώστε να μας χωρέσει όλους…

Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη χαρακτηρίζεται από μια απαράμιλλη αυθεντικότητα. Εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο, την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία, τις υπαρξιακές αγωνίες του. Περιγράφει στα ποιήματά του τα τρομακτικά εκείνα μεταπολεμικά χρόνια με έντονο ρεαλισμό. Μιλά για τους σκληρούς αγώνες της γενιάς του και εκφράζει τη φρίκη από την εφιαλτική μνήμη των αδικαίωτων θυσιών.  Το σημαντικότερο στοιχείο της ποίησής του, είναι η πίστη του στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου βασισμένου στην ειρήνη, στην ισότητα, στην αλληλοβοήθεια και τον ουμανισμό. Τονίζει ιδιαίτερα στο έργο του την αξία του ανθρώπου και το σεβασμό του συνανθρώπου. Όταν, λοιπόν, διαβάζεις ποίησή του, είναι αναπόφευκτο να οραματιστείς κι ο ίδιος έναν καλύτερο κόσμο. Μέσα από τα ποιήματα του σε παρακινεί να γίνεις ένας καλύτερος άνθρωπος. Αυτή η ποιητική του φάση είναι επίσης συνυφασμένη με τη ζωή του ποιητή, καθώς αρέσκονταν να προσφέρει με κάθε τρόπο στους συνανθρώπους του, ακόμη και σε περιόδους που και ο ίδιος δεν είχε τίποτα.

Ο Τάσος Λειβαδίτης έχει χαρακτηριστεί και ως ο ποιητής του έρωτα, όπως και τον γνωρίζουν οι περισσότεροι νέοι σήμερα, μέσα από τα ευρέως διαδεδομένα ποιήματα του στα κοινωνικά μέσα. Χαρακτηριστική είναι η νοσταλγία του έρωτα που δεν έζησε ποτέ και παρασύρει και τους αναγνώστες του σε ένα τέτοιο συναίσθημα. Η ποίηση του είναι τόσο άμεση και ειλικρινής που σε κάνει να πιστεύεις πως γράφτηκε για εσένα και δημιουργεί έντονα συναισθήματα.

[…] οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δύο […]

Ο επαναστάτης, ο ρομαντικός μας χάρισε αναρίθμητα ποιήματα και αφηγήσεις των κακουχιών της μεταπολεμικής γενιάς μπολιασμένα όμως όλα με στίγματα ελπίδας. Η ελπίδα αυτή σαν αστέρι φωτίζει το έργο του Λειβαδίτη και τις καρδιές μας καθώς προστρέχουμε σε αυτό. Είναι ένας ποιητής μοναδικός στο είδος του, άλλοτε τραχύς και κοφτερός σαν ξυράφι και άλλοτε μαλακός σαν πούπουλο. Η αντίφαση του αυτή ήταν ίσως και ο λόγος που αγαπήθηκε τόσο πολύ και συνεχίζει να αγαπιέται. Εξάλλου, το δίπτυχο έρωτας και επανάσταση μένει επίκαιρο παρά την αλλαγή των καιρών και το πέρασμα των χρόνων. Ομοίως, η ποίηση του που κυοφορεί τις αξίες αυτές διαβάζεται με την ίδια θέρμη. Εξάλλου, όπως μας θυμίζει ο ίδιος:

Kι η ποίηση είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.
Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών την ώρα που πέφτουν χτυπημένα.
Ένα σπίτι για να γεννηθείς, ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις, ένας στίχος για να κρυφτείς, κι ο κόσμος για να πεθάνεις .

Πηγή: https://www.poeticanet.gr/tasos-leibaditis-taytisi-ergoy-zwis-a-167.html?category_id=390

https://latistor.blogspot.com/search/label/%CE%A4%CE%AC%CF%83%CE%BF%CF%82%20%CE%9B%CE%B5%CE%B9%CE%B2%CE%B1%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82

Απόστ. Μπενάτσης, «Οι ποιητικοί μετασχηματισμοί και το ενιαίο σύμπαν στο έργο
του Τάσου Λειβαδίτη», Η λέξη,157, Αθήνα, 2000

Σόνια Ιλίνσκαγια, «Όψεις της γενέθλιας πόλης», Η λέξη,157, Αθήνα, 2000

Μ. Μερακλής, «Συμβολή στην αποκατάσταση μιας διασπασμένης ενότητας», Η λέξη,157, Αθήνα, 2000

Τίτος Πατρίκιος, «Οι πολλαπλοί κόσμοι του Τάσου Λειβαδίτη», Η λέξη,157, Αθήνα, 2000

Γιώργος Μαρκόπουλος, «Σημαντικές στιγμές της ποίησής μας κατά τον αιώνα που πέρασε», Η λέξη, 157, Αθήνα, 2000

O ποιητής του φευγαλέου, Ναπολέων Λαπαθιώτης

Η ζωή

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε το 1888 στην Αθήνα. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια: ήταν γιος αντιστράτηγου κυπριακής καταγωγής που διατέλεσε υπουργός στρατιωτικών, ενώ η μητέρα του ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη. Το 1898 ο Λαπαθιώτης εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο. Πήρε καλή μόρφωση και φοίτησε στη Νομική Αθηνών, ποτέ όμως δεν αξιοποίησε το πτυχίο του επαγγελματικά. Μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά και Ιταλικά, ήξερε πιάνο και είχε παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής. Στα 17 του χρόνια δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα στο περιοδικό Νουμάς. Έζησε μια ζωή γεμάτη πάθη και καταχρήσεις και, όταν έχασε και τους δύο γονείς, καθώς και την πατρική περιουσία, εξανεμίζοντας παράλληλα μια από τις πιο πλούσιες βιβλιοθήκες, αυτοκτόνησε μέσα στο σπίτι του το 1944.

Ένας αριστοκράτης όμως που έκανε πολλές ζωές. Και με τους «καθωσπρέπει» αλλά και με τους περιθωριακούς. Την οικειότητά του με τους ήρωες του κοινωνικού περιθωρίου την αναγνωρίζουμε και στις δυο νουβέλες του. Τελικά, οι προτιμήσεις του γείρανε προς τον λαό, προς τους ανθρώπους της δουλειάς. Η κλίση αυτή προς το φτωχό κόσμο του μεροκάματου αργότερα ταυτίστηκε με την κοινωνικοπολιτική του ιδεολογία. Μάλιστα, η προσχώρηση του Λαπαθιώτη στο σοσιαλιστικό κίνημα έκανε αίσθηση.

Ο Βάσος Βαρίκας σ’ ένα βιβλιοκριτικό σημείωμα του στο «Βήμα» του 1964 έγραφε: «σημειώνω ενδεικτικά τη συμπάθεια, που από τα πρώτα χρόνια του Μεσοπόλεμου, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες, έδειχνεν ο Λαπαθιώτης προς το σοσιαλιστικό κίνημα, φτάνοντας ως το σημείο να παρακολουθεί ακόμα και δημόσιες συγκεντρώσεις, και που συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του, αφού και στην πλήρη κατάρρευση του, κατά την κατοχή, δεν αρνιόταν να φιλοξενήσει στο σπίτι του «παράνομους». Οι νύξεις στο έργο του είναι ελάχιστες. Και αναρωτιέμαι αν η προσφορά και άλλων άγνωστων στοιχείων δε θα τροποποιούσε, λίγο ή πολύ, την εικόνα του ανθρώπου, έστω και στις λεπτομέρειες…» Ο Τ. Βουρνάς («Αυγή», 18.2.1965) δίνει την πληροφορία πως «πριν αυτοκτονήσει φρόντισε ν’ αποκτήσει σύνδεση με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής Εξαρχείων όπου κατοικούσε, και μια μέρα έμπασε μυστικά στο σπίτι του μια ομάδα Ελασιτών και τους πρόσφερε για τον αγώνα τα όπλα του πατέρα του».

Ο Λαπαθιώτης ποτέ δεν έφυγε από το σπίτι του στις παρυφές του Λόφου Στρέφη. Στο διώροφο νεοκλασικό αρχοντικό, που σήμερα ερημώνει, έζησε πάνω από 40 χρόνια και εκεί έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του, αλλά και εκεί αυτοκτόνησε. Ο Λαπαθιώτης δεν αγωνιούσε για τον βιοπορισμό του, τον οποίο δεν έλυσε ποτέ, η μέριμνα της καθημερινότητας δεν τον απασχόλησε. Αγαπούσε το σκοτάδι και κυκλοφορούσε μόνο τη νύχτα, «παραδιδόμενος» στην ηδονή. Διέθετε, όπως λένε, μια από τις πλουσιότερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες.

Ο Λαπαθιώτης διάβαζε Ουώλτερ Χορέισο Πέιτερ, από τους βασικότερους θεωρητικούς εκφραστές του δόγματος «Η Τέχνη για την Τέχνη», το οποίο αποτέλεσε θεμέλιο του κινήματος του Αισθητισμού και Όσκαρ Ουάιλντ. Πίστευε και αυτός ότι η τέχνη δεν έχει ηθικούς ή ωφελιμιστικούς λόγους ύπαρξης, σε αντίθεση με τις επικρατούσες απόψεις της εποχής του, οι οποίες ερμήνευαν το έργο τέχνης βάσει ηθικών και παιδευτικών αξιών. Τη βιβλιοθήκη του την ξεπούλησε για να εξασφαλίζει ηρωίνη. Παράλληλα, δε φοβόταν να μιμείται τον Ουάιλντ, στο ντύσιμο, στο χτένισμα, στην κίνηση και στην προκλητικότητα.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν γνωστός δανδής της αθηναϊκής κοινωνίας στα νιάτα του, με εκκεντρικές εμφανίσεις και με δεδηλωμένη την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο εθισμός του στις ναρκωτικές ουσίες τού προκάλεσε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα, μέχρι του σημείου να αναγκαστεί να πουλήσει το πιάνο και τη σπάνια βιβλιοθήκη του. Έχοντας εξανεμίσει την οικογενειακή περιουσία και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτόνησε στις 7 Ιανουαρίου του 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια (στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, κάτω από το λόφο του Στρέφη). Η κηδεία του έγινε τέσσερις ημέρες αργότερα με έρανο των φίλων του.

Όπως λέει ο Άρης Δικταίος, «…αυτό που κυρίως στάθηκε σαν ο μέγιστος συντελεστής της καταστροφής του ήταν τ΄ ότι δεν τον απασχολούσαν οι βιοτικές μέριμνες. Ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε, άρχισε να κυκλοφορεί μόνο τη νύχτα, εγκαταλειπόμενος με ηδονή στις οποιεσδήποτε, φανερές ή μύχιες τάσεις του, χωρίς την παραμικρή αυτοπειθαρχία».

Αν και έφυγε τόσο νωρίς άφησε πίσω του ένα σημαντικό έργο, στο οποίο προσφεύγουμε και σήμερα με ευαισθησία και αγάπη και πίσω από κάθε στίχο ανακαλύπτουμε μια τρυφερή και πληγωμένη ψυχή που έζησε σε μια εποχή μη αντάξιά της.

Το έργο

Το 1901 σε ηλικία δεκατριών είχε γράψει το έμμετρο δράμα «Νέρων ο Τύραννος». Το 1907 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ», στα δέκα συνολικά τεύχη του οποίου δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα ως το 1908, οπότε το περιοδικό έκλεισε και ο Λαπαθιώτης άρχισε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική συνεργασία του με την εφημερίδα «Εσπερινή» και το περιοδικό «Ελλάς» του Σ. Ποταμιάνου. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και τον Άγγελο Σικελιανό.

Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά «Δάφνη» και «Ανεμώνη» (1909-1910), την εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (από το 1924), το περιοδικό «Η Διάπλασις των παίδων» (1925), το περιοδικό «Μπουκέττο» (1931), με τη «Νέα Εστία», όπου δημοσίευσε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του έργου, την «Πνευματική Ζωή» (1938) και τα «Νεοελληνικά γράμματα» (1940). Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε εν ζωή ήταν «Τα πρώτα ποιήματα» (1939).

Ο Λαπαθιώτης ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, το λογοτεχνικό δοκίμιο και τη μουσική σύνθεση, ενώ έγραψε και θεατρικά έργα («Νέρων ο τύραννος», «Η τιμή της συζύγου», «Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα»).

Ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη έχουν μελοποιήσει συνθέτες, όπως οι Γιώργος Ζαμπέτας, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιάννης Σπανός, Νίκος Ζιώγαλας, Νίκος Ξυδάκης, Νότης Μαυρουδής, Κώστας Λειβαδάς, Τάκης Μπίνης, Ζακ Ιακωβίδης και Μανώλης Πάππος.

Η ποιητική του

Αν και ήταν πολυγραφότατος, λόγω του πάθους του για την τελειότητα, ο Λαπαθιώτης τύπωσε όσο ζούσε μόνο μία ποιητική συλλογή με τίτλο Τα ποιήματα. Πρώτη επιλογή (1939). Αργότερα, το 1964, ο Άρης Δικταίος συγκέντρωσε σε έναν τόμο το σύνολο των ποιημάτων του, που βρέθηκαν διασκορπισμένα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται ως νεορρομαντική και νεοσυμβολιστική με αισθητιστικές τάσεις (ποιητής «εστέτ»). Είναι ένας ποιητής χαμηλόφωνος και τρυφερός, με φανερή τάση προς τη συγκίνηση και την αναπόληση. Έφερε στην ποίηση μια νέα ευαισθησία, καθαρίζοντάς την από τον στόμφο των Αθηναίων ρομαντικών. Κυριαρχούν σ’ αυτήν οι αβροί τόνοι κι αφήνει την αίσθηση του ονείρου, του αφηρημένου και του φευγαλέου.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, στη δεύτερη, προπάντων, δεκαετία του αιώνα μας, υπήρξε ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της τότε πρωτοπορίας που με την τόλμη των στίχων του, την απλότητα και την τελειότητα της σύνθεσής τους, είχε ενθουσιάσει τους νέους και επιβληθεί στους παλαιότερούς του. Τοποθετώντας, λοιπόν, το έργο του στα πλαίσια της εποχής του, μπορούμε δίκαια να τον χαρακτηρίσουμε σαν έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους του Αισθητισμού —ενός Αισθητισμού χωρίς ακρότητες κούφιας ωραιολογίας— και του γαλλικού Συμβολισμού στον τόπο μας, μετουσιωμένων σωστά στο ελληνικό κλίμα, με την επιδέξια χρησιμοποίηση ρυθμών και μελωδιών από τη λαϊκή μας παράδοση.
Στην ποίησή του, κυριαρχεί ένας τρυφερός συναισθηματισμός, είτε ο άκρατος αισθησιασμός τον φέρνει στην πεζολογία —πρώτη περίοδος— είτε χρησιμοποιεί συμβολική γραφή —δεύτερη περίοδος— είτε μ’ εγκαρτέρηση μας εξομολογείται την τελική του συμφιλίωση με το θάνατο— τρίτη περίοδος. Με απαλά χρώματα υδατογραφίας και με τη μελωδική χρήση ενός περιορισμένου αριθμού λέξεων —ή, συνήθως, των υποκοριστικών τους— και με πάντα κατάλληλους προσωπικούς ρυθμούς, μάς αφηγείται, ηχητικά και πλαστικά, με τις εικόνες που χρησιμοποιεί, κάθε τι που βαραίνει τη δική του ζωή, αλλά και τη ζωή των άλλων, ακόμα και των αψύχων. Κι αυτή η απλή, προσωπική του ομιλία, που —παρά τις πολλαπλές επεμβάσεις του— βγαίνει θαρρείς από το ένστικτο μιας βαθιά πληγωμένης ύπαρξης που δεν μπορεί ν’ αντιδράσει, είναι εκείνο που συγκινεί και τους λίγους και τους πολλούς.

Ο Λαπαθιώτης είναι ο κατ’ εξοχήν νεορρομαντικός ανάμεσα στους ομότεχνους της τελευταίας τούτης αθηναϊκής σχολής, αυτός που συνεχίζει τη ρομαντική παράδοση ύστερα απ’ τον Πολέμη και τον Μαλακάση, με τα παραμύθια για τα βασιλόπουλα, τα φεγγάρια τα “μακρινά και καθαρά”, τα λάιτμοτίβ και τις ρομαντικές “κορώνες”. Η διάθεση προς την απελπισμένη αναπόληση, ο αποκλειστικά συγκινημένος τόνος αποτελούν κοινά γνωρίσματα.
Ο ίδιος έζησε κι ανατράφηκε στο ρομαντικό κλίμα, τόσο το αθηναϊκό όσο και το φιλολογικό της Ευρώπης, και δέχτηκε ανάλογη επίδραση κι απ’ τις δυο μεριές, μια απ’ τη ζωή και μια απ’ τα βιβλία και την τέχνη. Έτσι, επηρεασμένος παράλληλα απ’ τους Άγγλους και τον αισθητισμό του Wilde, απ’ τον Poe, τους “poetes maudits” του γαλλικού Συμβολισμού και τον Maeterlinck, καθάρισε το λόγο των πρώτων Αθηναίων ρομαντικών από το στόμφο και τη μεγαληγορία, από την πατριδολατρία και τον ψευδοαττικισμό κι ανανέωσε τον Ρομαντισμό των δεύτερων, κρατώντας τη διάθεση του ρομαντικού και του “ρομαντικώς ζην” και μπολιάζοντας τα βασιλόπουλα του Πολέμη και το τραγούδι του Μαλακάση με τα στοιχεία του εκλεκτικισμού και της λεπταισθησίας. Πραγματικά, μαζί με τον Νεορρομαντισμό, ο Λαπαθιώτης έφερνε και τους πρώτους “ευπαθείς” και αβρούς τόνους, ό,τι ονομάστηκε τότε “νέα ευαισθησία”. Από την άποψη αυτή, υπήρξε ένας γνήσιος εστέτ, ερασιτέχνης ακόμα και σ’ ό,τι στάθηκε ο μοναδικός προορισμός του. Η ποίησή του είναι η βιωμένη έκφραση ενός ανθρώπου, που έκανε πρώτα τη ζωή του τέχνη και τον εαυτό του “έργον τέχνης”, σύμφωνα βέβαια με τη δική του αντίληψη, ή μάλλον σύμφωνα με την αντίληψη την ουαϊλδική, κι από κει αντανακλαστικά επήγασε και η τέχνη του. Μια τέχνη κάπως μετέωρη, απαλλαγμένη από κάθε στοιχείο ικανό να ταράξει την ενότητα του κόσμου της, ποίηση του ονείρου πιο πολύ παρά της πραγματικότητας, προορισμένη ν’ αντλεί το φως της όχι από την ακτινοβολία του ήλιου, αλλά από τη φευγαλέα λάμψη του φεγγαριού. Γι’ αυτό κι από το έργο του απουσιάζουν οι υλικές αντιστάσεις και κυριαρχούν τα αφηρημένα: τα συναισθήματα, οι διαθέσεις, οι καταστάσεις και οι φευγαλέες εντυπώσεις, ενώ τα συγκεκριμένα εξατμίζονται και συμβολοποιούνται. Οι ποιητικές του εικόνες εμφανίζονται συνήθως σκόρπιες, χωρίς συνοχή μεταξύ τους. Η συνοχή του ποιήματος και η βαθύτερη σύσταση του λόγου του βγαίνουν από τη μουσική του διάθεση, θαρρείς κι οι εικόνες υπάρχουν, για να επιτείνουν όχι τις οπτικές, μα τις ακουστικές εντυπώσεις.


Στον Λαπαθιώτη τα πράγματα ελάχιστα κάνουν την εμφάνισή τους. Ενώ οι περισσότεροι της σχολής του, λίγο ως πολύ, εισάγουν στην ποίησή τους και πεζολογικά στοιχεία, στρέφοντάς την προς τα συγκεκριμένα και τα αισθητά, απ’ την ποίηση τη δική του τέτοια στοιχεία λείπουν, κι όπου υπάρχουν, υπάρχουν μόνο σαν αποτυχημένη ποίηση. Γιατί, μ’ όλη την καλλιτεχνική φροντίδα που τον χαρακτηρίζει, μ’ όλη την επίμονη επεξεργασία, επεξεργασία σπρωγμένη ως την εκζήτηση, δεν κατάφερε ν’ αποφύγει και μερικά επικίνδυνα γλιστρήματα προς την πεζολογία. Αλλά κι αρκετά απ’ τα καλά του ποιήματα, με το να τα δουλεύει και να τα ξαναδουλεύει κάθε τόσο, και μάλιστα σε απομακρυσμένα από το πρώτο γράψιμο χρονικά διαστήματα, προσπαθώντας να τα κάνει τελειότερα ή και να τα προσαρμόσει στη νέα του ψυχολογική κατάσταση, τα χάλασε στο τέλος, με αποτέλεσμα η τελική τους μορφή να είναι κατώτερη. Η έλλειψη, εξάλλου, βαθύτερης ποιητικής ουσίας, η αποκαμωμένη του διάθεση, μ’ εκείνα τα πολλά “λιγώματα”, όπως τα ονόμασε ο Μήτσος Παπανικολάου, η θεματογραφία κι η μονότονη επανάληψη των ίδιων μοτίβων μας τον δείχνουν αρκετά παλιωμένο.
Ο Λαπαθιώτης κινήθηκε, κατά βάση, γύρω από δυο κύριους άξονες: την έκσταση που αγγίζει τη μέθη (όχι τη χαρά) και τον πόνο, με κοινό συνδετικό μοτίβο τη νοσταλγική αναπόληση. Έτσι, απόμεινε ως το τέλος σε μια συναισθηματική θεώρηση του κόσμου. Μα όσο πιο πολύ δοκιμαζόταν, τόσο γινότανε πιο τρυφερός και πιο υποβλητικός. Καθώς το παρατήρησε κι ο Τ.Κ. Παπατσώνης στη μελέτη του “Ο Λαπαθιώτης μετέωρο και σκιά”, όλα τα ποιήματά του “από τα χρόνια της αίγλης, ιδωμένα σήμερα, φαίνονται της ίδιας διάθεσης”. Κι η αισθητή διαφορά που παρουσιάζουν είναι διαφορά ποιότητας και ειλικρίνειας. Ρομαντικότερος στην αρχή, τραγούδησε την έκσταση. Ύστερα, τραγούδησε τη διάψευση και την πτώση. Από την άποψη τούτη, υπάρχει αρκετή απόσταση ανάμεσα στον “Λαπαθιώτη μετέωρο” και στον “Λαπαθιώτη σκιά”, ώστε η δεύτερη φάση του να βαραίνει σημαντικά σε σύγκριση με την πρώτη. Γιατί, αν στην αρχή η ποίηση ήταν γι’ αυτόν μια καλλιτεχνική πόζα, όταν ήρθε ο θρήνος για τη χαμένη ζωή, τότε κατάντησε η μόνη υπόθεση· τότε κι ο θάνατος γίνηκε αληθινά λυτρωτικό όνειρο, μοναδική διέξοδος ζωής και τέχνης. Γι’ αυτό κι ανάμεσα στους τρεις-τέσσερις καλύτερους της “σχολής” εμφανίζεται τελικά πιο “συντετριμμένος” και πιο ανθρώπινος. Κι αν εκείνοι διαθέτουν σκληρότερο πυρήνα κι ανοίγονται σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος, αυτός ξέρει να κλαίει. Κάτι τέτοιες στιγμές, μαζί με μερικά λαμπρά και σπάνιας ευαισθησίας ποιήματα, διασώζουν ακόμα ποιητικά τη φυσιογνωμία του.

Πολυγραφότατος, αλλά και ακούραστος διορθωτής των στίχων του, βασάνιζε τα κείμενά του έως να τους δώσει την οριστική τους μορφή. Ποιήματα γραμμένα στο δρόμο ή σε νυκτερινά κέντρα και δουλεμένα στο σπίτι, λησμονημένα σε περιοδικά και ξαναδημοσιευμένα αργότερα. Ακόμα και στους στοχασμούς του —αυτές τις εκλάμψεις της ευαισθησίας του— υπάρχουν διαγραφές και προσθήκες.

Από άποψη σχολής βρίσκεται κοντά στο Συμβολισμό, χωρίς να μένει απόλυτα πιστός στις αρχές του. Η θεματική π.χ. και περιγραφική ανάπτυξη ποιημάτων είναι συχνή. Κοντά στο Συμβολισμό βρίσκεται κυρίως από τη μεριά της μουσικής άρθρωσης του λόγου. Ο ποιητής άλλωστε είχε ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική: είχε μουσική παιδεία, σύχναζε σε συναυλίες, άκουγε δίσκους, έπαιζε πιάνο, καταγινόταν με συνθέσεις. Σε μεγαλύτερη απόσταση, από άποψη σχολής, βρίσκεται από το Ρομαντισμό. Είναι βέβαια φεγγαρόπληκτος, άνθρωπος της νυχτερινής περιπλάνησης, των λουλουδιών και της αντισυμβατικής συμπεριφοράς, αλλά κατά τα άλλα μένει έξω από τα πλαίσια του Ρομαντισμού: αστικό περιβάλλον, εσωτερικός χώρος, εσωστρέφεια, μαλθακότητα, αισθητισμός, έντονο δούλεμα του στίχου, συμμετρία, σαφήνεια, λιτότητα, πεζή καθημερινότητα… Από την άποψη αυτή, τα ρομαντικά στοιχεία που απαντούν στο έργο του Λαπαθιώτη είναι αμφίβολο αν επαρκούν για να θεωρηθεί ο ποιητής ρομαντικός ή νεορρομαντικός.

Μια κάποια δόση ρομαντικής ροπής υπάρχει σ’ όλη την ποίηση, τόσο στην πριν από το κίνημα του ρομαντισμού, όσο και στη μετά. Ο Λαπαθιώτης είναι ρομαντικός όσο είναι και ο Άγρας, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Παπαδίτσας, ο Αναγνωστάκης, ο Καρούζος, ο Μέσκος, η Αγγελάκη-Ρουκ, ο Πορφύρης, ο Γκανάς κ.ά. Πάντως πολύ λιγότερο από τον Παλαμά, το Δροσίνη, τον Πολέμη και τους άλλους ποιητές της γενιάς του 1880. Θέλω να πω ότι, πέρα από ένα σημείο, πέρα από το σημείο που ένα ποιητικό έργο ανταποκρίνεται στις καταστατικές αρχές μιας σχολής, υπάρχει ευρύ περιθώριο να προκύπτουν επιμέρους ελεύθερες συμπτώσεις άλλων έργων με συνιστώσες της σχολής αυτής. Συμπτώσεις με την έννοια ότι τα έργα αυτά δεν ανταποκρίνονται στις αρχές της σχολής, αλλά σε εκδοχές του γενετικού πυρήνα από τον οποίο πήγασε η σχολή.
[…] Από πολύ νωρίς, από την αρχή σχεδόν της σταδιοδρομίας του, ο ποιητής φάνηκε να έχει τάση προς την εσωστρέφεια. Έγραφε σε πρώτο πρόσωπο και αναφερόταν στα συναισθήματα και στις σκέψεις ενός εγώ. Ένα εγώ συναισθηματικό, συμπονετικό, λεπταίσθητο, ηδονιστικό, κάπως μελαγχολικό, ανήσυχο και ανικανοποίητο. Τέτοιο ωστόσο που, αν προσέξει κανείς το ποιόν του, μοιάζει περισσότερο εικονικό παρά πραγματικό. Μια οντότητα μάλλον βιβλιακής προέλευσης, που τα λόγια της δεν πονούν, μένουν λόγια χωρίς να παράγουν δραστικό αποτέλεσμα. Ένα εγώ δηλαδή σαφώς ιδεατό, προϊόν σκηνοθεσίας μάλλον. Ο ποιητής απέχει πολύ από του να διακυβεύει οτιδήποτε ζωτικής σημασίας για τον ίδιο. Αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με κείμενα τεχνητά, κείμενα συνεπώς μαθητείας ή, αλλιώς, ποιητικιστικά. […] Πράγματι ο Λαπαθιώτης πορεύτηκε αρκετό διάστημα μέσα σ’ ένα κλίμα αισθητίστικου θερμοκηπίου. Η έξοδος από αυτό και η επαφή με τα πράγματα έγινε με τον καιρό μέσα από τρεις διαφορετικούς δρόμους. Πρώτα, μέσα από τα διάφορα περιστατικά της τρέχουσας ζωής. Έπειτα, μέσα από την οδυνηρή προσγείωση στο σκληρό έδαφος της μετά τα τριάντα πέντε χρόνια ηλικίας του, μιας ηλικίας χωρίς την αλκή της σπαταλημένης νιότης. Και στερνά, μέσα από το θάνατο της μάνας του. Να τα δούμε από πιο κοντά.
α) Περιστατικά της τρέχουσας ζωής. Από νωρίς άρχισε ό ποιητής να περνάει στα γραφτά του διάφορα μικροσυμβάντα της τρέχουσας ζωής. […] Δεν είναι ο Λαπαθιώτης ο πρώτος εισηγητής του συγκεκριμένου περιστατικού στην ποίηση. Και άλλοι πριν από αυτόν χρησιμοποίησαν τέτοιο υλικό. Ο Λαπαθιώτης όμως είναι αυτός που έκανε ευρεία χρήση του περιστατικού στο έργο του και ανάλογα το επισημοποίησε. Μάλιστα, όσο κυλάει ο καιρός τόσο συχνότερα αναφέρονται τα γραφτά του σε περιστατικά. […]. Έτσι, μέσα από συγκεκριμένα περιστατικά, ο ποιητής έρχεται σε επαφή με την καθημερινή πραγματικότητα. Γεγονός που φανερώνει πως οι ανιχνευτικές κεραίες του υπέδειχναν την έξοδο από το κλίμα του συμβατικού αισθητισμού.
β) Η οδυνηρή προσγείωση στα χρόνια της αλήθειας. Από την ηλικία των 35-40 χρόνων, γύρω στο 1923-1928 και εξής, οι σκέψεις και τα συναισθήματα που εκφράζουν τα γραφτά του ποιητή, παρουσιάζουν αισθητή διαφορά από τα προηγούμενα. […] Τώρα ο λόγος του δεν έχει τον αέρα της ανέμελης νιότης. Μιας νιότης που, στηριγμένη στην αλκή και στις βεβαιότητές της (παιδεία, τάλαντο, οικονομική ανεξαρτησία, κοινωνικό κύρος), μπορούσε να διαλογίζεται αμέριμνα πάνω στο θέμα της ηδονής και της ομορφιάς, να θλίβεται για ό,τι έμενε ανικανοποίητο, να ξεχειλάει από τρυφερότητα για τα λουλούδια ή να μιλάει για το θάνατο ναρκισσευόμενη […]. Στο λόγο εισβάλλει τώρα η κατήφεια, η απογοήτεψη και ο φόβος του χειρότερου. Το πνεύμα της αμεριμνησίας το διαδέχεται το πνεύμα της περισυλλογής και της ανησυχίας για την προσωπική μοίρα. Αντίστοιχα, γεγονός που δείχνει τη διαφοροποίηση του λόγου, έχουμε την τάση να λέγονται τα πράγματα με τ’ όνομά τους. […] Βρισκόμαστε ήδη μακριά από την πόζα του Αισθητισμού. Τώρα έρχονται στιγμές που η αναφορά στα πεπραγμένα παίρνει τη μορφή της ζοφερής περίσκεψης. Κι ο λόγος πια είναι λόγος εις εαυτόν, ενδόμυχος και απροσχημάτιστος. […]
γ) Ο θάνατος της μάνας του (1937). Με το θάνατο της μάνας του έλειψε ο φύλακας άγγελος του ποιητή, η προστασία, η κατανόηση κι η στοργή. Ο Λαπαθιώτης δεν είχε βγει ποτέ στη βιοπάλη, γι’ αυτό δεν είχε ανεξαρτητοποιηθεί από τους γονείς του και ιδιαίτερα από τη μάνα του, που ήταν το στήριγμά του από κάθε άποψη. Χάνοντάς την αισθάνθηκε να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. […]

Ο θάνατος στην ποίηση του Λαπαθιώτη παρουσιάζεται με τρεις διαφορετικές μορφές. Πρώτα, στα χρόνια της νιότης, ως τα 35 χρόνια του ποιητή περίπου, αποτελεί περισσότερο ένα στοιχείο πόζας. Ένα σύνθετο της νεανικής μελαγχολίας που πηγάζει κυρίως από την έμφυτη αίσθηση του ανικανοποίητου. Αυτός ο θάνατος δεν αγγίζει ζωτικές πτυχές του εγώ· είναι ανώδυνος. Αργότερα, μετά τα 35 χρόνια του ποιητή, τα πράγματα αλλάζουν. Ο θάνατος δεν είναι πια μια γενική έννοια, αλλά μια οντότητα που συνδέεται με την εμφάνιση της σωματικής και της ψυχικής κάμψης. Είναι ο ύπουλος θάνατος στο επίπεδο της καθημερινότητας. Η κούραση, η φθορά, τα ψαλιδισμένα όνειρα, τα άτεγκτα όρια του πραγματικού. Αυτή η μορφή του θανάτου δεν είναι βέβαια καθόλου ανώδυνη. Τέλος, με το θάνατο της μάνας του ο ποιητής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με το βιολογικό θάνατο και την ερημιά που αφήνει πίσω του. Ένα θάνατο που είναι ταυτόχρονα και μια σαφής υπόμνηση για τον επερχόμενο προσωπικό του. Για την τρίτη εκδοχή του θανάτου ο ποιητής έγραψε σπαρακτικά κείμενα.

Πηγές: https://tvxs.gr/news/portreta/napoleon-lapathiotis-ezise-kai-poiise-xoris-kanones

https://latistor.blogspot.com/2010/06/blog-post_9027.html?m=1&fbclid=IwAR0Fb9DweZGgSRpja4ehbhb7S1TcsyntAdtDG7AFKCefiUFPUxGWNxpv1lo

Τάσος Κόρφης, 1984, «Δώδεκα στιγμές από τη ζωή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη», Η λέξη, τχ. 33, Αφιέρωμα

Κ. Στεργιόπουλος, 1980, Η Ελληνική Ποίηση. Η Ανανεωμένη Παράδοση. ΑνθολογίαΓραμματολογία, Αθήνα: Σοκόλης

Γ. Αράγης, 2006, Η μεταβατική περίοδος της Ελλαδικής ποίησης. Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930, Αθήνα: Σοκόλης

“Meet Joe Black”: μία μελέτη για την ζωή και τον θάνατο

Εάν δυσκολεύεστε να αποφασίσετε ποια ταινία να παρακολουθήσετε και παράλληλα αναζητάτε κάτι κλασικό που σίγουρα θα σας αφήσει με τις καλύτερες εντυπώσεις, σας έχουμε την κατάλληλη πρόταση για εσάς που δεν είναι άλλη από την ταινία “Συνάντησε τον Τζο Μπλακ” (“Meet Joe Black”) του 1998, διαθέσιμη και στο ελληνικό Netflix.

Ο Bill Parrish (Anthony Hopkins) τα έχει όλα: επιτυχία, χρήματα, εξουσία και μια οικογένεια που τον αγαπά. Είναι ένας μεγαλοεπιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στις τηλεπικοινωνίες και βρίσκεται στα πρόθυρα μίας μεγάλης επαγγελματικής συμφωνίας. Παράλληλα η πρωτότοκή του, η Allison (Marcia Gay Harden) ετοιμάζει με πυρετώδεις ρυθμούς ένα λαμπερό πάρτι για τα 65α γενέθλια του πατέρα της. Η γαλήνη του Bill θα διαταραχθεί όταν ένας γοητευτικός νεαρός (Brad Pitt) θα εμφανιστεί μπροστά του κι ο οποίος του συστήνεται ως ο Θάνατος. Αφότου τελικά ο Bill πείθεται για την “ταυτότητα” του νεαρού, ο Θάνατος κάνει μαζί του τη συμφωνία πως, εάν ο Bill εκτελέσει χρέη “καθοδηγητή” στην ζωή στην Γη και την ανθρώπινη πραγματικότητα, τότε θα του χαρίσει λίγο ακόμα χρόνο ζωής. Έτσι τον συστήνει στην οικογένεια ως Joe Black. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν η μικρότερη κόρη του Bill, η Susan (Claire Forlani) αναγνωρίζει στον Joe/Θάνατο τον άντρα που την είχε γοητεύσει σε ένα καφέ και που δεν έμαθε ποτέ το όνομά του. Και φυσικά ο έρωτας είναι απρόβλεπτος, ακόμη κι όταν πρόκειται για μία ισχυρή οντότητα όπως ο Θάνατος!

Brad Pitt and Anthony Hopkins in Meet Joe Black (1998)

Η ταινία Συνάντησε τον Τζο Μπλακ εμπνέεται από το ιταλικό θεατρικό έργο “La Morte In Vacanza” του Alberto Casella (1924). H διασκευή του σεναρίου φέρει την υπογραφή των Ron Osborn, Jeff Reno ( και οι δύο υπέγραφαν σενάρια για το tv show “Moonlighting”, 1985), Kevin Wade (“Working Girl, 1988) και Bo Goldman (“Άρωμα Γυναίκας”, 1992). Η σκηνοθεσία είναι του Martin Brest, ο οποίος συνεργάζεται και πάλι με τον Goldman μετά το “Άρωμα Γυναίκας”. Γλαφυρή ατμόσφαιρα που αναδεικνύεται από την εξαιρετική φωτογραφία του Εμανουέλ Λουμπέζκι, αλλά και τις πρωταγωνιστικές ερμηνείες καθώς στο πλάι του Μπραντ Πιτ στέκεται ο απαράμιλλος Άντονι Χόπκινς.

Brad Pitt and Claire Forlani in Meet Joe Black (1998)

Δυστυχώς, όταν κυκλοφόρησε το 1998, η ταινία δεν απέσπασε και τις καλύτερες κριτικές, αποτελώντας έτσι, κατά την γνώμη μας, μία από τις περιπτώσεις αυτές, όπου οι κριτικοί αδυνατούν να αναγνωρίσουν το βάθος και τις διαστάσεις μιας ταινίας.

Brad Pitt and Claire Forlani in Meet Joe Black (1998)

Ο σκηνοθέτης καταφέρνει και εξισορροπεί τρία είδη ταινιών σε μία μόλις παραγωγή – η φαντασία συναντά το δράμα και το συναίσθημα. Το τρίωρο μπορεί αρχικά να ακούγεται βάρβαρο, αλλά όσο προχωρά η ιστορία, τόσο πιο πολύ παρασέρνει το θεατή. Κι επιπλέον, αντιλαμβάνεται κανείς πως δεν θα ήταν δυνατόν να παραλειφθούν σκηνές, καθώς η απουσία τους θα μείωνε κατά πολύ την ουσία της ιστορίας. Όσο για τις ερμηνείες, όλες τους ξεχωρίζουν. Ο απαράμιλλος Anthony Hopkins κάθε άλλο παρά τον υπερφίαλο πλούσιο υποδύεται. Αντίθετα, παρουσιάζει πτυχές του χαρακτήρα του που φανερώνουν ότι πρόκειται για έναν καλό άνθρωπο και του προσδίδουν μία τρυφερότητα και μία αγωνία για τις κόρες του. Για τον Brad Pitt η ταινία αυτή αποτελεί ίσως μία από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας του. Το κινηματογραφικό ζεύγος που δημιουργείται μεταξύ αυτού και της Claire Forlani βγάζει έναν ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα που “χτυπάει” τις περσόνες τους και (κυρίως) το θεατή.

Anthony Hopkins and Claire Forlani in Meet Joe Black (1998)

Συνολικά, η ταινία αποτελεί έναν ύμνο, μία μελέτη για την ζωή και ιδίως τον θάνατο, που σας προτρέπουμε να απολαύσετε, καθώς σίγουρα δεν θα σας αφήσει ασυγκίνητους. Από τις ομορφότερες είναι μία από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας, όπου ο Bill Parrish (Άντονι Χόπκινς) λέει στον Joe Black (Μπραντ Πιτ) “Δύσκολο να παρατήσεις την ζωή, ε;” με τον τελευταίο να απαντά “Ναι όντως, Μπιλ”. “Έτσι είναι η ζωή” αποκρίνεται γαλήνια ο Bill Parrish συμφιλιωμένος με το τέλος του.

Just a Kid in a Suit” | Thought Bubble

ΠΗΓΕΣ: https://www.filmy.gr/movies-database/meet-joe-black/ , https://www.dvd-trailers.gr/tainia/synantise_ton_joe_black_1998/ , https://www.k-mag.gr/tag/%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%84%CE%B6%CE%BF-%CE%BC%CF%80%CE%BB%CE%B1%CE%BA/ , https://cityportal.gr/movie.php?film_id=10206 , https://ishow.gr/productionSynopsis.asp?guid=95006E64-07EB-49E9-A077-CF7BFBB46BE4

Ο διαδηλωτής που σώζει τον ακροδεξιό

Μια εικόνα που ενδέχεται να αποτελέσει την φωτογραφία της χρονιάς, τραβηγμένη από τον Dylan Martinez.

Πηγή εικόνας: Reuters

Μια φωτογραφία που δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ. Μια στιγμή που περνάει στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Στο Λονδίνο, κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας του κινήματος #BlackLivesMatter, ο συγκεντρωμένος κόσμος εντοπίζει έναν λευκό ακροδεξιό άντρα να έχει παρεισφρήσει στη διαδήλωση. Το πλήθος τον περικυκλώνει και του επιτίθεται. Το λιντσάρισμα λαμβάνει τέλος όταν μέλη του αντιρατσιστικού κινήματος τρέχουν να τον βοηθήσουν. Ανάμεσά τους, ο Πάτρικ Χάτσινσον, ένας μεγαλόσωμος μαύρος άντρας που θα κουβαλήσει στην πλάτη αυτόν που τον θεωρεί κατώτερό του και θα του σώσει τη ζωή.

“Θέλω να δω ισότητα για όλους. Είμαι πατέρας αλλά και παππούς. Θα μου άρεσε πολύ να δω τα νέα παιδιά, τα εγγόνια μου τα ανήψια μου να έχουν έναν καλύτερο κόσμο για να ζήσουν. Ο κόσμος που εγώ ζω είναι καλύτερος από αυτόν των παππούδων μου, νομίζω ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι να εξασφαλιστεί η ισότητα για τους πάντες”δήλωσε ο Βρετανός για τον οποίο αποδεδειγμένα όλες οι ζωές έχουν αξία.

Ο διαδηλωτής του Black Lives Matter, Πάτρικ Χάτσινσον, σε αντιρατσιστική πορεία τον Λονδίνο, κουβαλά στους ώμους του τον τραυματισμένο ακροδεξιό διαδηλωτή για να τον σώσει από το πλήθος και τον πάει τρέχοντας για ιατρική βοήθεια.

Περιγράφοντας την απόφασή του ο Πάτρικ είπε: “Η ζωή του απειλήθηκε, οπότε μόλις πήγα κάτω, τον έβαλα, τον έβαλα στους ώμους μου και άρχισα να βαδίζω προς την αστυνομία μαζί του” .
Αντιπαρέβαλε δε, την παρέμβαση με την έλλειψη δράσης των αστυνομικών της Μινεάπολης που “συμμετείχαν” στον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ. Πιθανώς ήθελε να αποδείξει ότι παρά την βία που παρατηρείται στις διαδηλώσεις σε όλη την Αμερική, οι συμμετέχοντες παραμένουν άνθρωποι.

“Εάν οι άλλοι τρεις αστυνομικοί που στέκονταν γύρω όταν δολοφονήθηκε ο Φλόιντ, είχαν σκεφτεί να παρέμβουν και να σταματήσουν τον συνάδελφό τους να κάνει αυτό που έκανε, όπως κάναμε, ο Τζορτζ Φλόιντ θα ήταν ζωντανός σήμερα. Θέλω απλώς ισότητα, ισότητα για όλους μας… και θέλω απλώς τα πράγματα να είναι δίκαια για τα παιδιά και τα εγγόνια μου. ” Με αυτά τα λόγια δικαιολόγησε την ηρωική και ουμανιστική του πράξη.

Ο Ντέιβιντ Λάμι, βουλευτής του Εργατικού Κόμματος είπε:
“Ο Πάτρικ Χάτσινσον μεταφέρει έναν τραυματισμένο άγνωστο κατά τη διάρκεια των χθεσινών διαδηλώσεων. Είναι εύκολο να εστιάσετε στα χειρότερα ένστικτα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αλλά είναι ζωτικής σημασίας να γιορτάζουμε επίσης τα καλύτερα. ” Ας το κάνουμε και εμείς αυτό λοιπόν! #blacklivesmatter

Πηγή:www.fractalart.gr

Guardian

Πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις, Τσαρλς Μπουκόφσκι

Η ζωή είναι περίεργη καθώς την ζεις μονάχα μία φορά και την πληρώνεις δέκα.

Έχεις μονάχα μία ευκαιρία για να βρεις την ιδανική συνταγή, μα αν την πετύχεις μία φορά σου είναι αρκετή.

Για να μπορείς λοιπόν να πεις πως έφτασες στο τέρμα, πως είδες όσα ήθελες και έχεις πια χορτάσει..

Πρέπει τουλάχιστον μία φορά να καεί η γλώσσα και η καρδιά σου.

Πρέπει να γρατζουνιστούν τα γόνατα μα και τα σχέδιά σου.

Πρέπει να αποτύχεις για να επιτύχεις, γιατί όσοι δεν απέτυχαν είναι όσοι ποτέ δε ρίσκαραν.

Πρέπει να γευτείς λεμόνι και αλάτι για να σε γλυκάνει μία σοκολάτα γάλακτος.

Πρέπει να γνωρίσεις τους λάθος ανθρώπους για να εκτιμήσεις την αξία της συντροφιάς όταν βρεις επιτέλους τους σωστούς.

Πρέπει να χάσεις το πτυχίο γαλλικών, την θέση στη σχολή που ονειρευόσουν από παιδί ή έστω τα κλειδιά με το αγαπημένο σου μπρελόκ.

Πρέπει να πληγωθείς μα πρέπει και να πληγώσεις.

Να αποχωριστείς τον πρώτο σου έρωτα και να βρεις το αέναο πάθος της ζωής σου.

Αφού το βρεις, όποιο κι αν είναι, πρέπει ολοκληρωτικά να του δοθείς.

Πρέπει να ξυπνήσεις ένα πρωί και να αναρωτηθείς αν αντέχεις να υπομείνεις την ημέρα που ξεκινάει.

Πρέπει να διαφωνήσεις με τους γονείς σου και να επιμείνεις στην θέση σου ακόμη κι αν δεν μιλήσετε για μερικές ημέρες.

Να σου κλέψουν πρέπει το πορτοφόλι, την θέση parking ή έστω τη σειρά στο ταμείο.

Να κρυολογήσεις άσχημα επειδή δεν έβαλες ζακέτα.

Να παρακοιμηθείς επειδή ζήτησες πέντε λεπτά ακόμη από το ξυπνητήρι σου.

Πρέπει να πιεις για να ξεχαστείς και αντ’ αυτού να θυμηθείς γιατί αξίζει να ζεις.

Να έρθει πρέπει η στιγμή που δεν θα ξέρεις τη σωστή απάντηση.

Ή ακόμη και η στιγμή που δεν θα έχεις καν απάντηση.

Πρέπει να επιλέξεις το λάθος πακέτο τηλεφωνίας και την λάθος κίνηση στο σκάκι.

Πρέπει να δοκιμάσεις ένα παντελόνι που δεν σου κουμπώνει και να σου κάνουν δώρο μια μπλούζα δυο νούμερα μεγάλη.

Πρέπει να απογοητευτείς από φίλους, να γελάσεις με κρύα ανέκδοτα και να υπομείνεις βαρετές ταινίες μέχρι εκείνη που ασυναίσθητα θα σε αλλάξει για πάντα.

Πρέπει να χάσεις στα χαρτιά την ίδια μέρα που θα χάσεις και στην αγάπη.

Να μην έχεις ούτε πίτα, ούτε σκύλο.

Οι αντοχές σου πρέπει να σε εγκαταλείψουν πριν φτάσεις στην γραμμή του τερματισμού.

Πρέπει να δεις το τελευταίο λεωφορείο για την θάλασσα να απομακρύνεται το πιο ζεστό μεσημέρι του καλοκαιριού.

Πρέπει να βρεις έναν άνθρωπο για τον οποίο θα τα παρατούσες όλα και να αναγκαστείς να παρατήσεις την ιδέα του μαζί.

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως η ζωή σου πήρε έναν δρόμο που δεν διάλεξες εσύ.

Να ευχηθείς να ήσουν για μια στιγμή άλλου, σε εκείνο το “εκεί” που τόσο σου έχει λείψει.

Να έρθει η μέρα που δεν θα μπορέσεις να παραδεχθείς τα συναισθήματά σου, ούτε καν στον εαυτό σου.

Να δεις τον κόσμο σου να καταρρέει τριγύρω μα και μέσα σου.

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως κάποια όνειρά σου δε θα πραγματοποιηθούν ποτέ και ακόμη πως ποτέ δε θα καταφέρεις να τα έχεις όλα.

Πρέπει να αναγνωρίσεις, λόγω εμπειρίας και όχι θεωρίας, πως τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα, αφού επιθυμήσεις κάτι που δεν μπορείς να αγοράσεις.

Πρέπει να χάσεις το κορίτσι πριν βρεις το θάρρος να της εξηγήσεις.

Και πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις.

Αγγελική Μαυρομμάτη

“You have to die a few times before you can really live” C. Bukowski

Δημήτρης Λιαντίνης για τη ζωή, τον έρωτα και το Θεό

«Να χαίρεσαι τη ζωή σου τη σύντομη και την ανεπίστροφη. Αλλά μέσα στο ρυθμό και την τάξη. Φυσική και ελεύθερη, να κρατάς την εμορφιά των παθών, ένα κύπελλο στο χέρι σου από αγνό ασήμι. Αλλά με γνώση και με πειθαρχία. Εκείνο που θα σε κρίνει δεν είναι η ηθική σου πτώση, αλλά η βούληση για δύναμη που θα βρίσκει το δρόμο να σε ανεβάζει ξανά στην καθαρή σου αρχικότητα.»

«Ο έρωτας είναι γνώση. Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά. Είναι το μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Άσωτου, πως η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατέλειωτη προσφορά και θεία στέρηση για το θηλυκό. Το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του. Στον έρωτα όλα γίνονται για το θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του έρωτα έχει το νόημα να πεθάνεις το θηλυκό, και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπρά ερείπια των ημερών σου. Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεχτος…»

«Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο. Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.»

«Κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του. Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova.»

«Μια είναι η αιτία που κάνει το θάνατο την πικρότερη πίκρα μας. Είναι η γνώση πως το ασώματο ταξίδι μας δεν έχει πηγαιμό. Αλλά ούτε και γυρισμό. Με το θάνατο για στερνή φορά και πρώτη ο άνθρωπος περνά στην πατρίδα του πάντα και του πότε. Το τι θα σε καλωσορίσει εκεί που θα πας είναι ιδέα μηδενική, μπροστά στην άπειρη ιδέα του τι αποχαιρετάς εδώ που φεύγεις. Στο αναποδογύρισμα αυτού του διαλεκτικού σχήματος οι θρησκείες στηρίξανε την πανουργία της κυριαρχίας τους.»

«Το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμό μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές.»

«Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο. Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζείς κι αυτό που δεν είσαι δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο.»

Δ. Λιαντίνης, «Γκέμμα» (αποσπάσματα)

Η Μάγια Αγγέλου μέσα από τα λόγια της

Σαν σήμερα γεννήθηκε η Μάγια Αγγέλου. Αμερικανίδα ποιήτρια, τραγουδίστρια, πεζογράφος, ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των πολιτών και καθηγήτρια πανεπιστημίου. Κυκλοφόρησε επτά αυτοβιογραφίες, τρεις μελέτες, αρκετές ποιητικές συλλογές καθώς και μια λίστα από θεατρικές παραστάσεις, ταινίες και τηλεοπτικά προγράμματα μέσα σε 50 χρόνια. Από όσα έγραψε απομονώσαμε 15 αγαπημένες μας φράσεις. Πάρτε μια γεύση:

1.Αν δεν σου αρέσει κάτι, άλλαξέ το. Αν δεν μπορείς να το αλλάξεις, άλλαξε τον τρόπο που το αντιμετωπίζεις. Μην παραπονιέσαι.

2.Οι άνθρωποι μπορεί να μη θυμούνται τι έκανες ή τι τους είπες, αλλά πάντα θα θυμούνται πώς τους έκανες να αισθανθούν.

3.Τίποτε δεν δουλεύει αν δεν δουλέψεις εσύ

4.Δεν είναι δυνατό να ξοδέψεις όλη σου τη δημιουργικότητα. Όσο περισσότερη χρησιμοποιείς, τόσο περισσότερη έχεις.

5.Θα γνωρίσεις πολλές ήττες στη ζωή σου, αλλά ποτέ μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να νικηθεί.

6.Ζήτα αυτό που θέλεις και να είσαι προετοιμασμένος να το αποκτήσεις.

7.Δεν πρέπει ποτέ να κάνεις πρώτη σου προτεραιότητα κάποιον που σε βλέπει απλά σαν μια εναλλακτική λύση.

8.Νομίζω πως το πιο σημαντικό πράγμα, πέρα από την πειθαρχία και τη δημιουργικότητα, είναι η τόλμη να τολμάς.

9.Αν εγώ δεν είμαι καλός με τον εαυτό μου, πώς μπορώ να περιμένω να είναι οι άλλοι καλοί μαζί μου;

10.Τα παιδιά έχουν ταλέντο να υπομένουν, που πηγάζει από την άγνοια εναλλακτικών λύσεων.

11.Να φυλάγεσαι από τον γυμνό άνθρωπο που σου χαρίζει το πουκάμισό του.

12.Είναι πολύ λεπτή η γραμμή ανάμεσα στο να αγαπάμε τη ζωή και να είμαστε άπληστοι για αυτήν.

13.Οι λέξεις σημαίνουν περισσότερα από αυτό που διατυπώνεται γραπτά. Χρειάζεται η ανθρώπινη φωνή για να τις διαποτίσει με ένα βαθύτερο μήνυμα.

14.Όταν οι άνθρωποι σου δείχνουν ποιοι πραγματικά είναι, να τους πιστεύεις, την πρώτη φορά. Αυτοί ξέρουν καλύτερα τον εαυτό τους.

15.Κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς μέχρι να μάθεις. Μετά όταν μάθεις καλύτερα, θα το κάνεις καλύτερα.