10+1 Βιβλία για την Μικρασιατική καταστροφή

Μαρτυρίες, μνήμες, οδοιπορικά, καταθέσεις ψυχής που καταγράφουν την αλήθεια για την Μικρασιατική καταστροφή… Το παρακάτω άρθρο είναι αφιερωμένο στα μεγαλύτερα αριστουργήματα της πεζογραφίας με θεματολογία τα τραγικά γεγονότα του ’22.

Continue reading “10+1 Βιβλία για την Μικρασιατική καταστροφή”

Η ζωή, το έργο και το τέλος του Χρυσοστόμου Σμύρνης: Πέντε ποιήματα για τον Μητροπολίτη

Μικρασία, Αύγουστος 1922. Η ήττα των δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού και η απομάκρυνση του από τα μικρασιατικά εδάφη έχει αφήσει ελεύθερο το πεδίο δράσεως στους Νεότουρκους, που προελαύνουν λεηλατώντας, βιάζοντας, καίγοντας και δολοφονώντας. Οι Έλληνες όλης της Μικράς Ασίας, αναζητούν τρόπο διαφυγής στο λιμάνι της Σμύρνης.

Continue reading “Η ζωή, το έργο και το τέλος του Χρυσοστόμου Σμύρνης: Πέντε ποιήματα για τον Μητροπολίτη”

7 σπουδαίοι Μικρασιάτες λογοτέχνες

Αυτόν τον μήνα συμπληρώνονται 100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή.100 χρόνια από τον Σεπτέμβρη του 1922, όταν και εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες σφαγιάσθηκαν και πάνω από 1,5 εκατομμύριο ξεριζώθηκαν. Και ενώ αυτή η γενιά πλέον έχει χαθεί, η μνήμη παραμένει…

Το παρόν άρθρο είναι αφιερωμένο σε Μικρασιάτες πεζογράφους που άφησαν το στίγμα τους στη λογοτεχνία με το έργο τους.

Continue reading “7 σπουδαίοι Μικρασιάτες λογοτέχνες”

«Αιολική Γη»: ένα ταξίδι επιστροφής στις ρίζες μας

Την περασμένη εβδομάδα είχαμε την χαρά να παρακολουθήσουμε στη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» του Εθνικού Θεάτρου REX μία από τις πιο πολυαναμενόμενες παράστασεις της φετινής θεατρικής σεζόν. Ο λόγος φυσικά για την «Αιολική Γη», το πολυαγαπημένο μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη, που φέτος διασκευάζεται θεατρικά σε σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά.

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Η «Αιολική Γη» γη θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο, έργο του Ηλία Βενέζη. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στις 14 Δεκεμβρίου 1943, παρότι η συγγραφή του είχε αρχίσει γύρω στο 1938. Μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης ο Βενέζης μάς μεταφέρει με διάθεση νοσταλγική στις παιδικές του αναμνήσεις στις Κυδωνιές (σημερινό Αϊβαλί) της Μ. Ασίας και πιο συγκεκριμένο στον επίγειο παράδεισό του, τα βουνά Κιμιντένια. Ο συγγραφέας γεννήθηκε και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων σε αυτήν την περιοχή, έως το 1914, όταν άρχισαν οι πρώτοι διωγμοί του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε ο ίδιος και η οικογένειά του έπεσαν θύματα του διωγμού.

«Η Αιολική Γη ξεπηδάει από τις ρίζες των δέντρων της Ανατολής, από τα βουνά της Μικρασίας που τα λένε Κιμιντένια και ταξιδεύει από το κτήμα του παππού και της γιαγιάς στα κύματα του Αιγαίου. Έτσι όπως ταξιδεύει και η ψυχή του μικρού Πέτρου, που παρέα με την αγαπημένη αδελφή του, την Άρτεμη, ακούει τις μυστικές φωνές της φύσης, τα καλέσματα των σπηλιών και των φαραγγιών και αφουγκράζεται τους ήχους της γης και του νερού. Κοντά στα τσακάλια, τα αγριογούρουνα, τις αρκούδες και τους αετούς ο Πέτρος θα γνωρίσει μαζί με τα παραμύθια της γιαγιάς, τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα. Θα γνωρίσει την τραχιά και άγρια φύση του τόπου και των ανθρώπων και θα μάθει για τους προγόνους του, που ξεχέρσωσαν την άγονη γη κάνοντάς τη ζωή και πεπρωμένο τους.

Το υποστατικό του παππού είναι ανοιχτό και φιλόξενο. Σαν ομηρικός βασιλιάς, φιλοξενεί τους περαστικούς κι εκείνοι σαν αντάλλαγμα για τη φιλοξενία αφηγούνται στην οικογένεια ιστορίες και παραμύθια από τον μαγικό κόσμο της Ανατολής. Αυτά τα παραμύθια, ντυμένα με ήχους, χρώματα και μυρωδιές θα είναι οι ανεξίτηλες μνήμες που θα συνοδεύουν τον νεαρό ήρωα για πάντα.» (από το σκηνοθετικό σημείωμα της παράστασης)

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Το εγχείρημα της θεατρικής μεταφοράς ενός τέτοιου σπουδαίου μυθιστορήματος της ελληνικής λογοτεχνίας στέφθηκε με επιτυχία στην περίπτωση της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου. Η θεατρική διασκευή συμπεριέλαβε καίριες ιστορίες και γεγονότα-σταθμούς από το μυθιστόρημα του Βενέζη. Έτσι, κατάφερε να διατηρήσει το ενδιαφέρον των θεατών, παρότι πρόκειται για μια αρκετή μεγάλη παράσταση, άνω των δύο ωρών. Η παράσταση χωρίζεται μάλιστα σε τρία μέρη: Στον «παράδεισο» όπου ο θεατής παρακολουθεί τα ανέμελα, χαρούμενα χρόνια του υποστατικού που μένει η οικογένεια του βασικού πρωταγωνιστή Πέτρου. Στο «τέλος της αθωότητας» όπου ο Πέτρος και οι αδελφές του ανακαλύπτουν τον έρωτα, το σκοτάδι, τις άγριες και σκληρές πτυχές της ζωής στα Κιμιντένια. Και στην «έξοδο» όπου ο πόλεμος έρχεται και ξεριζώνει την οικογένεια από την γη της.

Με την είσοδό μας στο θέατρο αμέσως θαυμάσαμε το εντυπωσιακό σκηνικό που αναπαριστούσε τα άγρια και τραχιά όρη της Μικρασίας και το υποστατικό του παππού του μικρού Πέτρου. Στη συνέχεια, ξεχωρίσαμε ακόμη και τους υπέροχους φωτισμούς σε έντονους τόνους του χρυσού και του πορτοκαλί που απέδιδαν τα ζεστά χρώματα του ήλιου της Ανατολής, καθώς και το ευφυές τέχνασμα του μικρού δέντρου που επανέρχεται κυκλικά στην παράσταση και συμβολίζει την επιθυμία των ανθρώπων να ριζώσουν στον τόπο τους και να συνδεθούν με το παρελθόν τους.

«Μα δε γράφονται έτσι, με ίσιες γραμμές οι μοίρες των ανθρώπων», όπως αναφωνεί ο μικρός Πέτρος. Έτσι, λοιπόν, μπροστά στα μάτια του θεατή ξετυλίγονται οι διαφορετικές ιστορίες πολλών ανθρώπων, αλλά και οι σκληρές μνήμες του ξεριζωμού από την πατρίδα. Μάλιστα πρόκειται για μια εξαιρετική συγκυρία, καθώς φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων. Η μουσική που συνοδεύει την παράσταση αξίζει ξεχωριστή μνεία, καθώς είναι εναρμονισμένη και με την ιστορία που θέλει να αφηγηθεί. Τα μουσικά κομμάτια, μερικά εκ των οποίων τα απολαύσαμε live επί σκηνής, φέρουν έναν αυθεντικό χαρακτήρα Ανατολής υπό τη συνοδεία και παραδοσιακών οργάνων.

Αυτό όμως που κυρίως ξεχωρίζει στη συγκεκριμένη παράσταση είναι η συνύπαρξη τόσων ταλαντούχων Ελλήνων ηθοποιών. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Πέτρου συναντάμε τον βραβευμένο με Χορν ηθοποιό, Μιχάλη Συριόπουλο, τον οποίο και παρακολουθούμε αυτή την περίοδο στη νέα σειρά του MEGA «Σκοτεινή Θάλασσα», ενώ παράλληλα παραδίδει μαθήματα υποκριτικής στην Δραματική του Σχολή Generale Acting Studio. Το αγνό του βλέμμα, η φυσικότητα των παιδικών κινήσεών του, η αθωότητα και ο γνήσιος ενθουσιασμός που τον διακατέχουν καθώς ανακαλύπτει τον κόσμο συνθέτουν μια μοναδική και συγκινητική ερμηνεία που στηρίζει όλη την παράσταση και ξεχωρίζει μέσα στο λαμπρό καστ ηθοποιών. Ακόμη, το δίδυμο των Αλίκη Αλεξανδράκη και Θοδωρή Κατσαφάδου στους ρόλους της γιαγιάς και του παππού αντίστοιχα που είναι δεμένοι με τον τόπο τους μάς συγκινούν βαθιά, καθώς μας θυμίζουν όλες εκείνες τις ξεριζωμένες γενιές Ελλήνων. Εξαιρετικοί και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, μεταξύ των οποίων ο υπέροχος Δημοσθένης Παπαδόπουλος στο ρόλο του Ιωσήφ, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη στο ρόλο της Άρτεμης, αδερφής και συνοδοιπόρου ζωής του Πέτρου, η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου στο ρόλο της Ντόρις, ο Μάξιμος Μουμούρης στο ρόλο του Αντώνη Παγίδα, η Κλεοπάτρα Μάρκου και η Βικτώρια Φώτα στους ρόλους της Ανθίππης και της Αγάπης αντίστοιχα κ.ά.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Συνολικά, η παράσταση της «Αιολικής Γης» μπορεί να νοηματοδοτηθεί ποικιλοτρόπως από τον θεατή. Πρόκειται για ένα ταξίδι αναπόλησης της χαμένης αθωότητας και επιστροφής στις ρίζες μας, όπως και αν εμείς τις ορίζουμε. Στο νου μας ήρθε ένας στίχος του Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούτ Νταρουίς («Ένα τραγούδι για τη Γάζα»): «Σ’ αυτή τη γη έχουμε ό, τι δίνει αξία στη ζωή μας». Αυτό ακριβώς μάς υπενθυμίζει και η «Αιολική Γη», πως πατρίδα ονομάζεται ό,τι πολυτιμότερο έχουμε στην ζωή μας· οι άνθρωποί μας και οι μνήμες του τόπου μας.

Σας προτρέπουμε να την παρακολουθήσετε!

Η γιαγιά μας κουράστηκε. θέλει να γείρει το κεφάλι της
στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας
και ξεχωρίσει τίποτα από τη στεριά, τίποτα απ τα Κιμιντένια.
Μα πια δε φαίνεται τίποτα.

Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια
που την προστατεύσανε όλες τις μέρες της ζωής της.

Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία:
Σαν ένας βόλος να είναι κάτω από το πουκάμισο του γέροντα.

-Τι είναι αυτό εδώ; Ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω από το ρούχο,
βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του
και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.

-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς σαν παιδί που έφταιξε.
Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-Χώμα!

Ναι, λίγο χώμα από τη γη τους για να φυτέψουν ένα βασιλικό,
της λέει στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι
όπου είναι φυλαγμένο το χώμα.
Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς,
σα να το χαϊδεύουν.

Τα μάτια τους δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
-Δεν είναι τίποτα λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.”

― Ηλίας Βενέζης, Αιολική γη, πρώτη έκδοση 1943

Το Νούμερο 31328 ή αλλιώς «Το βιβλίο της σκλαβιάς» του Ηλία Βενέζη

Ο συγγραφέας

Ο Ηλίας Βενέζης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες πεζογράφους και ακαδημαϊκούς. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα της Ελλάδος. Διώχτηκε για τις ιδέες του κατά τη δικτατορία του Μεταξά, ενώ στα χρόνια της γερμανικής κατοχής συνελήφθη και κλείστηκε στο «Μπλοκ C» των φυλακών Αβέρωφ, απ’ όπου απελευθερώθηκε μετά από παρέμβαση του Αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού. Έμεινε στην ιστορία κυρίως για την καταγραφή της πικρής μνήμης του μικρασιατικού πολέμου. Χαρακτηριστικά μυθιστορήματά του είναι τα: «Γαλήνη», «Αιολική Γη» «Έξοδος» και «Ο Ωκεανός». Πέθανε το 1973 στην Αθήνα.

Το βιβλίο

«Το νούμερο 31328» υπήρξε το πρώτο μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη, ένα βιβλίο-ντοκουμέντο για τις δύσκολες στιγμές που πέρασε ο συγγραφέας στα κάτεργα της Ανατολής, όταν ήταν αιχμάλωτος στα τούρκικα τάγματα εργασίας.

Γεννημένος στο Αϊβαλί το 1904, έζησε τους διωγμούς και τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικρασίας. Με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατέφυγε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη, αλλά επέστρεψαν το 1919. Τρία χρόνια αργότερα, ο νεαρός Ηλίας Μέλλος (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) βρίσκεται στο επίκεντρο της τραγωδίας.

Αν και η οικογένεια του καταφέρνει να φύγει αλώβητη από τη Μικρά Ασία, ο ίδιος δεν προλαβαίνει να επιβιβαστεί στο πλοίο. Αιχμαλωτίζεται από τους Τούρκους που τον στέλνουν στα βάθη της Μικράς Ασίας να υπηρετήσει στα τάγματα θανάτου, τα γνωστά, «αμελέ ταμπουρού». Επρόκειτο για τάγματα εργασίας στα οποία σύρονταν Αρμένιοι και ‘Ελληνες χριστιανοί για να δουλέψουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες σε ορυχεία και στην κατασκευή δημοσίων έργων. Ο Βενέζης ήταν από τους ελάχιστους που κατάφεραν να γλιτώσουν  «Το νούμερο 31328» ήταν ο αριθμός του Βενέζη στα τάγματα εργασίας.

Το βιβλίο αποτελεί ένα χρονικό των κακουχιών και βασανιστηρίων που βίωσαν οι Έλληνες αιχμάλωτοι στα χέρια των Τούρκων, που στην πραγματικότητα εφάρμοζαν πρόγραμμα εξόντωσης. Για 14 μήνες ο συγγραφέας ζούσε καθημερινά τον εξευτελισμό, την πείνα, το κρύο και τη συστηματική κακομεταχείριση. Οι περισσότεροι αιχμάλωτοι πέθαιναν. Αυτός ήταν άλλωστε ο απώτερος στόχος των Τούρκων. Ο Βενέζης ήταν ένας από τους ελάχιστους που κατάφεραν να επιβιώσουν. Το 1923 αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στην οικογένειά του στη Λέσβο.

Το έργο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα της Μυτιλήνης «Καμπάνα», στην οποία διευθυντής ήταν ο Στρατής Μυριβήλης, ο οποίος και παρότρυνε τον Βενέζη να γράψει τις αναμνήσεις του από τα τάγματα εργασίας στα οποία βρέθηκε από τον Σεπτέμβριο του 1922 έως το τέλος του 1923, στην ηλικία των 18 ετών και μάλιστα αμέσως μόλις επέστρεψε από τον εφιάλτη αυτόν. 

Ο Βενέζης εισχωρεί μέσα στο σώμα της ιστορικής αναλγησίας και φέρνει στην επιφάνεια όλα όσα δεν πρέπει να περάσουν στη λήθη. Αυτή είναι άλλωστε η μεγαλύτερη αγωνία του και αυτήν εκφράζει όταν στον πρόλογο της δεύτερης αναθεωρημένης έκδοσης του βιβλίου (εκδόσεις “Βιβλιοπωλείο της Εστίας”) , το 1945  γράφει: «η ζωή, όταν είσαι γέρος και είσαι νέος, έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς».

Το σπίτι του συγγραφέα στο Αϊβαλί

Απόσπασμα από το έργο

Οι μαφαζάδες που μας φυλάνε είναι μεγάλες ηλικίες. Όλοι απ’ τα βαθιά της Ανατολής, στον καιρό του πολέμου το ‘χαν σκάσει στα βουνά. Το κουβέρνο τότες δεν μπορούσε να τους κυνηγήσει. Μα, τώρα που κάλμαρε το μέτωπο κι ο Έλληνας έφυγε, άνοιξαν τα παλιά κατάστιχα και τους μάζεψαν έναν έναν κι επειδή σε τέτοια ηλικία δεν ήταν πια βολετό να μάθουν να σκοτώνουν ανθρώπους πολιτισμένα, τους βάλαν βοηθητικούς να φυλάνε εμάς.

Στην αρχή τούς είπαν πως θα υπηρετήσουν τρεις μήνες. Οι μήνες γίναν έξι, γίναν εφτά, οχτώ, κι αυτοί ολοένα μέναν μαζί μας και ζυμώνουνταν.

Οι πιο πολλοί τους έχουν γενειάδα. Σιγά σιγά έπιασαν να ‘ρχουνται τα βράδια στις παρέες μας. Ψάχνουν με τα δάχτυλα τα γένια τους και λεν, κοιτάζοντας με τ’ αγαθά μάτια τους κάπου:

— Αχ, μεμλεκέτ!… (πατρίδα).

Μας λεν τον καημό τους, μας ρωτούν τι να κάμουν.

Δεν έχουμε πολύ κέφι γι’ αυτές τις παρέες. Τους ακούμε σχεδόν ψυχρά — ανάμεσά τους κι ανάμεσά μας υπάρχει ο σκληρός τοίχος. Αυτοί δεν είναι που μας κρατούν δεμένους; Τους μισούμε — πρέπει. Κι αν καμιά φορά πιάνεις τον εαυτό σου αφηρημένο σα να ‘χει ξεχάσει τον «τοίχο», δε χρειάζεται παρά μια σπίθα μυαλό. Φέρνεις πάλι τότες, ντροπιασμένος, τον κρύο οχτρό στο προσκήνιο.

Μια μέρα οι μαφαζάδες μάθανε —το ‘γραφε λέει το φύλλο— πως οι ηλικίες τους απολυθήκαν.

— Τι να κάνουμε; Τι να κάνουμε;

Έρχουνται και μας ρωτούν γεμάτοι απελπισία.

Ένας δικός μας τους ορμηνεύει τότες να σηκωθούν να βγουν στο Διοικητή αναφορά. Έτσι γίνεται, τους λέει, στο στρατό. Θα του πήτε: «Θέλουμε το χαρτί μας!»

Κοιτάζουνται μ’ απορία: Μα έχουν την άδεια, λοιπόν, να κάμουν κάτι τέτοιο;

— Και βέβαια την έχετε!

Δεν ξέραν με τι τρόπο να μας φχαριστήσουν για την ορμήνια. Βγάλαν συναμεταξύ τους μιαν επιτροπή από έξι. Μέσα σ’ αυτουνούς ήταν κι ένας αράπης.

Σύμφωνα με τις οδηγίες μας ζήτησαν πρώτα τον υπαξιωματικό, αυτός τους πήγε στο λοχαγό κι από κει τους παρουσίασαν στο Διοικητή, το Γιαννιώτη.

— Τι θέλετε, ουλάν;

— Το χαρτί μας θέλουμε για το μεμλεκέτ! Το λεν οι γαζέτες.

— Τι έκανε λέει;

— Το χαρτί μας για το μεμλεκέτ!

Ωχ, που να ‘σουν, μάτια μου! Ο Γιαννιώτης τα ‘χασε. Ήταν ένα πράμα ακατανόητο για τον τούρκικο στρατό. Τόσα χρόνια μπίνμπασης δε θυμόταν κάτι παρόμοια φοβερό.

— Ποιος σας ορμήνεψε, κερατάδες! Ποιος σας ορμήνεψε; φώναζε έξω φρενών.

Φοβισμένοι σα ζαρκάδια τού το είπαν: Οι σκλάβοι. Αυτοί ξέρουν.

Απασχολημένος κείνη την ώρα, διέταξε να τους κλειδώσουν, όλη την επιτροπή, σ’ ένα κελί. Ήταν βράδυ. Αύριο θα τους κανόνιζε.

Η είδηση γέμισε πίκρα όλους τους άλλους μαφαζάδες, που περίμεναν με αγωνία το αποτέλεσμα. Ήμαστε κι εμείς λυπημένοι. Χωρίς λόγο. Τι μας ένοιαζε;

Την άλλη μέρα ξημέρωνε Παρασκευή. Ο Διοικητής κατά τις δέκα η ώρα διάταξε να μαζευτούν όλοι οι λόχοι των σκλάβων στο ύπαιθρο, έναν μεγάλο τόπο. Ήταν εκεί και ο λόχος των μαφαζάδων.

Σε λίγο φέραν τους έξι στρατιώτες που είχαν βγει χτες στην αναφορά. Φέραν και τρεις σκλάβους, κατηγορημένους απ’ τους δικούς μας τους τσαουσάδες γιατί δεν τους κάναν τα θελήματα.

Τους ξεγυμνώνουν όλους ως τη μέση. Μ’ ένα μεγάλο σκοινί τούς δένουν, τον ένα με τον άλλο, και τους εννιά αράδα. Ύστερα, τι δυο άκρες το σκοινί το πιάνουν, απ’ τη μια κι απ’ την άλλη, από δυο στρατιώτες. Σαν τελείωσε η προετοιμασία τούτη ήρθε ο Διοικητής. Από πίσω του τρεις τέσσερις αξιωματικοί. Ο Γιαννιώτης, με δεμένα τα χέρια του στις πλάτες, προχωρεί νευρικά μπρος στην αράδα τους δεμένους. Τους κοιτάζει μες στα μάτια, έναν ένα. Τσιμουδιά. Ύστερα γυρίζει πίσω. Ξαναπερνά από μπροστά τους, έναν ένα. Κι ύστερα άξαφνα, απότομα ξέσπασε η θύελλα:

Παλιόσκυλα! Παλιόσκυλα! Παλιόσκυλα!

Χτυπούσε με το καμτσίκι από στριμμένο τέλι στο κεφάλι, στα μάτια, στα γυμνά κορμιά. Λάφαζε, ίδρωνε, έπαιρνε δύναμη τρέχοντας ζερβά δεξιά σα να τη ζητούσε, κι ολοένα, χτυπούσε λυσσασμένα, αβάσταχτα, τυφλά. Οι δεμένοι φώναζαν σπαραχτικά, κάναν ασυναίσθητα μια προσπάθεια να συρθούν πότε απ’ το ένα μέρος, πότε απ’ τ’ άλλο. Μα οι στρατιώτες με το σκοινί βαστούσαν την ισορροπία στη διελκυστίνδα.

Σαν απόκαμε πια να χτυπά φώναξε ένα στρατιώτη και του έδωσε το νεύρο. Ο στρατιώτης ήταν απ’ την ίδια κλάση, η μοίρα του ήταν με τους έξι.

— Χτύπα! Χτύπα!

Κι αυτός, τρέμοντας, χτυπούσε νευρικά, αδέξια, μπρος στα μάτια του Διοικητή, που σφούγγιζε τον ίδρο του.

Παρακολουθούσαμε τη σκηνή με σφιγμένα δόντια. Στα δασιά στήθια των δεμένων έτρεχε το αίμα — θα ‘τρεχε και στον αράπη, μα σ’ αυτόν δε φαινόταν επειδή ήταν μαύρος. Βλέπαμε μονάχα πως άνοιγε το στόμα του και το σφαλνούσε σπασμωδικά, σα να κατάπινε τον αγέρα γουλιά γουλιά.

Τέλος ο Διοικητής αποτραβήχτηκε.

Θα δουλέψουν δέκα μέρες με τους σκλάβους! διατάζει για τους έξι στρατιώτες.

— Μάλιστα!

Σαν τους λύσαν, οι πιο πολλοί πέσαν καταγής βογκώντας Μονάχα ο αράπης, μόλις έμεινε λεύτερος, έπιασε να τρέχει, πηδούσε σαν κατσίκι, ένα κορμί ίσαμε κι πάνου — θα ‘θελε φαίνεται να ζεσταθεί.

Τον κυνήγησαν και τον πιάσαν.

Σκορπίσαμε μες στο στρατόπεδο ομάδες ομάδες. Ένα απροσδιόριστο κύμα μεγάλωνε, μεγάλωνε, φούσκωνε — μια γιγαντωμένη προσπάθεια προς τα ψηλά. Και οι άνθρωποι, το πλήθος, ολοένα συνθλίβονταν απ’ το τεράστιο κενό:

— Σε τι λοιπόν ξεχωρίζανε αν ήταν Χριστιανοί για Τούρκοι;

Σε τι ξεχωρίζανε; Εμείς ήμαστε γεσήρ*, ήμαστε δεμένοι. Εμ αυτοί που ήταν λεύτεροι; Το αίμα αυλάκωσε και τα εννιά κορμιά —τι διαφορά είχε; Μονάχα ο αράπης— ε, αυτός ήταν μαύρος.

Το ίδιο βράδυ. Νύχτα. Τώρα που καλοκαίριασε οι πόρτες στα κουβούσι α μας μέναν ανοιχτές. Ένας σκοπός φύλαγε πάντα.

Αυτό το βράδυ στο δικό μας το κουβούσι φύλαγε σκοπός ο στρατιώτης που τον είχαν βάλει το πρωί να μαστιγώσει τους συντρόφους του. Είναι συντριμμένος. Του λέμε να μην πικραίνεται. Ό,τι έγινε έγινε.

Γιατί; παραπονιέται μελαγχολικά. Γιατί να μας ανοίξετε τα μάτια;

Κοντεύαν μεσάνυχτα. Ολόζεστη η καλοκαιρινή βραδιά. Ξαπλωμένοι δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Ένας νέος διάολος: Συλλογιόμαστε. Όλο το κουβούσι ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Μονάχα εκεί, προς το μέρος του μαφαζά, άναβε ένα λυχνάρι. Εκεί δίπλα ήταν το γιατάκι του Μιχάλ-τσαούς.

Ο σκοπός είχε καθίσει χάμω. Το όπλο του μες στα σκέλια. Θαρρούσαμε πως ξαγρυπνούσε.

Ξαφνικά ένας λέει σιγά:

— Κοίτα!…

Από στόμα σε στόμα πήρε είδηση όλο το κουβούσι. Κοιτάζουμε:

Στο λίγο φως, στην πόρτα, διακρίνουμε τον επιλοχία του στρατοπέδου. Ήταν ένα νεαρό τριζάτο κέρατο. Έκανε έφοδο. Πατώντας στις μύτες των παπουτσιών του πλησιάζει το μαφαζά και σιγά, με προσοχή, του παίρνει το όπλο απ’ τα χέρια. Κοιμόταν.

Με το όπλο στο χέρι ο επιλοχίας ρίχνει μια ματιά γύρω του. Κοιτάζει προς το γιατάκι του Μιχάλ-τσαούς. Αυτός ροχάλιζε, μα ο υπηρέτης του, το τσανάκι, παρακολουθούσε τη σκηνή.

Ο επιλοχίας τού γνέφει: σουτ! Ύστερα πάει κοντά του, του δίνει το όπλο και κάτι του λέει. Ύστερα, με προσοχή, βγαίνει όξω και χάνεται στο σκοτάδι.

Παρακολουθήσαμε τη σκηνή γεμάτοι αγωνία. Καταλάβαμε. Πήγαινε να ειδοποιήσει τον αξιωματικό: Εν ώρα υπηρεσίας το όπλο του σκοπού στα χέρια ενός σκλάβου! Και ο σκοπός ροχαλίζοντας! Αν δεν ήταν κρεμάλα, θα ‘ταν φυλακή για όλη του τη ζωή.

Τότες σ’ όλο το κουβούσι αμολήθηκε ένα υπόκωφο βογγητό.

Ολοένα δυνάμωνε, σαν τα βόδια που τα σφάζουν. Στην αρχή σαλάγιξε μια σκιά και σηκώθηκε. Ύστερα άλλη, ύστερα όλο το κουβούσι βρέθηκε στο ποδάρι. Με νευρικά κινήματα βιαζόμαστε προς την πόρτα. Ήμαστε ίσαμε ογδόντα άνθρωποι, στοιβαγμένοι, με αγκρηλωμένα μάτια.

— Δώσ’ το τουφέκι! λέει ο Μίλτος απειλητικά στο τσανάκι.

Αυτός κάνει να μην ακούσει, κιχ-μιχ, ρίχνει μια ματιά δίπλα στον αφέντη του τον Μιχάλ, που ροχάλιζε μεθυσμένος απ’ το χασίς.

— Γρήγορα, σκουλήκι! Δώσ’ το!

Στο μεταξύ άλλοι είχαν τρέξει προς το μαφαζά. Τον ξύπνησαν. Κοίταζε με τα ξαφνιασμένα μάτια του τόσους ανθρώπους από πάνω του, δεν μπορούσε να καταλάβει.

— Γρήγορα! Γρήγορα!

Του το ξηγούμε με λίγα λόγια, αρπούμε το τουφέκι απ’ το τσανάκι και του το δίνουμε. Ύστερα τρέχουμε να βρεθούμε στον τόπο του ο καθένας. Όλα αυτά γίνανε μέσα σ’ ένα δυο λεπτά.

Δεν είχαμε καλά καλά ξανακαθίσει σαν φάνηκε ο μουλαζίμ εβέλ, ο επιλοχίας και δυο στρατιώτες. Νευρικοί, βιαστικοί. Μόλις τους διακρίνει ο σκοπός παίρνει στάση προσοχής.

Ο αξιωματικός κοιτάζει με απορία και θυμό τον επιλοχία:

— Πού είναι;

Αυτός τα ‘χασε: Μα ναι, ναι, τον είδε με τα μάτια του, βεβαιώνει.

— Ουλάν, δεν κοιμάσουν;

— Εγώ; Όχι! λέει ο στρατιώτης.

Ο επιλοχίας, αποσβολωμένος, κοιτάζει προς το μέρος του Μιχάλ, να δει το τσανάκι. Μα είχε χαθεί απ’ το φόβο το δικό μας. Κάπου θα είχε χωθεί.

Ο μουλαζίμ εβέλ χτυπά φουρκισμένος το καμτσίκι στις μπότες του. Ύστερα, για να ξεσπάσει κάπου, που τον ανησύχησαν, το κατεβάζει μια στα μούτρα του σκοπού. Γυρίζει απότομα και φεύγει.

Έτσι με τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τυφλά αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι εμείς, να ερχόμαστε σιμά. Να πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχουνται πιο ταχτικά και κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζί τα βάσανά μας. Και στην κουβέντα δε μας λεν πια «γεσήρ». Με τη βαριά ανατολίτικη φωνή τους το προφέρνουν γεμάτο θερμότητα και καλοσύνη:

— Αρκαντάς (σύντροφε).

Στις δουλειές που πάμε μήτε χτυπούν πια μήτε βλαστημούν. Σαν δεν είναι μπροστά κανένας ρωμιός τσαούς κάνουν πως δεν βλέπουν και μας αφήνουν να καθόμαστε. Τουτουνούς τους τσαούς τους τρέμουν, γιατί τους σπιγουνεύουν άναντρα στους αξιωματικούς.

Το μεσημέρι, στο «παϊντός», ξαπλώνουμε μαζί κάτω απ’ τον αψύ ήλιο και τρώμε το ψωμί μας. Μιλούμε φιλικά, κι έτσι πολλές φορές περνά η προσδιορισμένη ώρα για ανάπαυση. Τότες αυτοί, φοβισμένοι, μας σηκώνουν ήμερα ήμερα, σα να μας παρακαλούν:

— Άιντε, σύντροφοι, σηκωθήτε.

Σηκωνόμαστε με βαριά καρδιά να ξαναπιάσουμε δουλειά. Κι αυτοί, σα να φοβούνται μη βαρυγκομούμε μαζί τους, μας χτυπούν στον ώμο φιλικά:

— Τι να κάμουμε, αρκαντάς; Ο θεός νπα μας λυπηθεί, κι εσάς κι εμάς.

Να μας λυπηθεί. «Κι εσάς κι εμάς». Το λεν πια σχεδόν μόνιμα. Άρχισαν να μη μπορούν να ξεχωρίζουν τις δυο μοίρες, τη δική τους και τη δική μας. Τρέμουν τους αξιωματικούς τους και τους τσαουσάδες τους δικούς μας. Αυτούς τους ίδιους μισούμε κι εμείς. Ικετεύουν για το «μεμλεκέτ», ένα καλύβι κάπου. Κι εμείς.

Λοιπόν;

Όλοι τους είναι φουκαράδες. Μα πολύ. Δεν τους δίνουν τίποτα για χαρτζιλίκι. Φαίνεται τους κλέβουν οι αξιωματικοί. Υποφέρνουν απ’ όλες τις στερήσεις, ακόμα κι απ’ τον καπνό. Εμείς μαζεύουμε αποτσίγαρα λεύτερα — αυτοί, όσο να ‘ναι, διστάζουν. Δε θέλουν να ταπεινωθούν τόσο. Μα, άμα δεν τους βλέπουμε…

Οι δικοί μας, όσοι δουλεύοντας στους χωριάτες οικονομούμε τίποτε πεντάγροσα, τα κάνουν πάντα καπνό. Μας κερνούν. Ο μαφαζάς βλέπει. Το φιτίλι περνά και σ’ αυτόν. Τυλίγει το τσιγάρο, δίνει πίσω το φιτίλι. Το κεφάλι χαμηλά. Το τσακμάκι. Ανάβει. Τότες μονάχα, μαζί με την πρώτη ρουφηξιά, τα μάτια σηκώνουνται. Δε λέει τίποτα.

Α, είναι μεγάλο πράμα δυο μάτια που ακινητούν έτσι…

Ώρες ώρες αποτραβιούνται μονάχοι τους σε μια γωνιά. Κοιτάζουν στο βάθος κι αρχίζουν τραγούδια της πατρίδας τους. Τους έχουν μάθει ένα πολεμικό θούριο: «Ανγκαρανίν τασινά μπακ…» Οι γεροί, ρωμαλέοι τόνοι αδυνατίζουν στα χείλια τους, μερώνουν. Κι έτσι που τους τραγουδούν παίρνουν κάτι σαν από μοιρολόι:

Κοίτα κατά το βράχο της Άγκυρας,
κοίτα τα δακρυσμένα μάτια μας…

Πηγές: 

http://www.mixanitouxronou.gr/noumero-31328-to-vivlio-ntokoumento-pou-graftike-me-to-aima-tou-ilia-venezi-sta-tagmata-ergasias-ton-tourkon-oi-perissoteroi-pethanan-alla-aftos-katafere-na-epiviosei-kai-na-grapsei-gia-ta-kat/

https://www.culturenow.gr/noymero-31328-xroniko-mias-apanthropis-moiras/