Τα πρώτα βήματα

Στο έργο τέχνης της ημέρας σήμερα “Τα πρώτα βήματα”, μια ελαιογραφία του Έλληνα ζωγράφου Γιώργου Ιακωβίδη.

Τα πρώτα βήματα, Γ. Ιακωβίδης, 1893

Ο Γιώργος Ιακωβίδης είναι ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους του κινήματος του Μονάχου στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στη Λέσβο και φοίτησε στην Ευαγγελικη σχολή Σμύρνης. Οι καλλιτεχνικες του ανησυχίες και το ενδιαφέρον του για τη γλυπτική τον οδήγησαν αρχικά στη Μενεμένη και αργότερα στο σχολείο των τεχνών (Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας, όπου σπούδασε κοντά στο Νικηφόρο Λύτρα και το Λεωνίδα Δρόση. Αποφοίτησε με άριστα και συνέχισε τις σπουδές -και την αριστεία- ως υπότροφος στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου.

Διακρίθηκε πολλές φορές σε εθνικό και πανευρωπαϊκό επίπεδο. Στη χώρα μας υπήρξε ο πρώτος διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, διετέλεσε διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας και ακόμη ήταν ένα από τα πρώτα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών.

Το ύφος του Ιακωβίδη αντικατοπτρίζει την τεχνοτροπία της γερμανικής “Σχολής του Μονάχου”, που ήταν ένας ακαδημαϊκός νατουραλισμός. Το φως και η ζωντάνια, στοιχεία ελληνικότητας στη ζωγραφική του, συνδυάζονται με τη θεατρική και αυστηρή διάθεση του ακαδημαϊκού. Η θεματολογία του μπορεί να χωριστεί σε δυο περιόδους. Στην πρώτη, όσο ο καλλιτέχνης ζούσε στη Γερμανία, κυριαρχουν σκηνές από την καθημερινότητα, ιδίως συνθέσεις με παιδιά, εσωτερικά σπιτιών, νεκρές φύσεις και λουλούδια. Στη δεύτερη, όταν ο Ιακωβίδης είχε επιστρέψει στην Ελλάδα, επικρατεί η προσωπογραφία. Εξάλλου ο ζωγράφους θεωρείται ισως και ο κορυφαίος στο είδος αυτό στη χώρα μας.

Ο πίνακας “Τα πρώτα βήματα” απεικονίζει μια τρυφερή οικογενειακή στιγμή: τα πρώτα βήματα ενός παιδιού. Στην πραγματικότητα ο Ιακωβίδης δημιούργησε δυο τέτοιους πίνακες. Ο πρώτος, έργο του 1889, παριστάνει τον παππού της οικογένειας να καθοδηγεί τη μικρή εγγονή του καθώς εκείνη περπατά για πρώτη φορά, ενώ στον δεύτερο, τον πιο γνωστό, το ρόλο αυτό αναλαμβάνει η γιαγιά του παιδιού.

Τα πρώτα βήματα, 1889, πρώτη εκδοχή του πίνακα

Το σκηνικό διαδραματίζεται στο εσωτερικό ενός βαυαρικού σπιτιού, ίσως αστικού. Η γιαγιά, έχει αφήσει στην άκρη το πλεκτό της και κρατά επιδέξια την εγγονή της, ένα ξανθό βρέφος, βοηθώντας τη να διατηρήσει την ισορροπία της και να περπατήσει πάνω στο ξύλινο τραπέζι. Απέναντι τους (με την πλάτη στον παρατηρητή) κάθεται η μεγαλύτερη αδελφή του μωρού, η οποία ανοίγει προστατευτικά τα χέρια της, τεντωμένα ως τις άκρες των δακτύλων, σε μια χειρονομία που φαίνεται να ενθαρρύνει τη μικρή αδελφή να πλησιάσει. Το βρέφος φαίνεται χαρούμενο, έτοιμο να αφήσει την ασφάλεια της αγκαλιάς και να περπατήσει μόνο του. Η γιαγιά του το κοιτάζει με τρυφερότητα, αγάπη και σιγουριά. Την ξεγνοιασιά, την απλότητα μιας τόσο όμορφης και ευτυχισμένης οικογενειακής στιγμής πλαισιώνει η χρήση του φωτός από το ζωγράφο, που κάνει τη μικρή εγγονή να ακτινοβολεί σχεδόν και φωτίζει τα πρόσωπα του βρέφους και της γιαγιάς, αναδεικνύοντας τις εκφράσεις τους.

Το ζωγραφικό ταλέντο του Ιακωβίδη αναγνωρίστηκε από νωρίς στην καριέρα του. Ο πίνακας “Τα πρώτα βήματα” μεταφέρει ένα συναίσθημα διαχρονικό, την οικογενειακή αγάπη, με άρτια τεχνική και τρόπο ρεαλιστικό, ώστε “η εικόνα να μιλάει από μόνη της”.

Η ζωή: Η ιστορία πίσω από το έργο του Πικάσο και ο θάνατος του φίλου του που τον στιγμάτισε

Το έργο η Ζωή (La Vie, 1903) ανήκει στη γαλάζια περίοδο και κατασκευάστηκε για να αποτελέσει φόρο τιμής στο φίλο του, Καζατζέμας. Σήμερα διαφυλάσσεται στο μουσείο Cleveland.

Ο Carlos Casagemas, στενός φίλος του Πικάσο, επίσης ζωγράφος μετανάστευσε μαζί με τον Πικάσο, τον Οκτώβριο του 1900 από τη Μαλάγα της Ισπανίας στο Παρίσι, στην κοιτίδα του πολιτισμού και των τεχνών. Ο Πικάσο έρχεται σε επαφή με την πνευματική άνθιση που γνωρίζει το Παρίσι στις αρχές του 20ου αιώνα και αρχίζει να πουλάει τους πρώτους πίνακες, ο Καζατζέμας δοκιμάζει εκείνη την περίοδο ένα αδιέξοδο έρωτα.

Ερωτεύεται μια νεαρή γλύπτρια, την Germaine Pichot, η οποία ήταν ήδη παντρεμένη, με αποτέλεσμα να τον απορρίψει. Παύει να ζωγραφίζει και σταδιακά γίνεται αλκοολικός. Ο Πικάσο είναι μάρτυρας της κατάρρευσης του, τον παίρνει μαζί του τα Χριστούγεννα για να τον φέρει κοντά στους δικούς, με σκοπό να τον βοηθήσει να ξεπεράσει την ερωτική απογοήτευση που είχε προηγηθεί και να καταφέρει να ξεπεράσει τον αλκοολισμό. Παρ’ όλα αυτά, όταν η οικογένεια του έρχεται αντιμέτωπη με την εικόνα του νεαρού ζωγράφου, ο Καζατζέμας γίνεται δέκτης των αρνητικών σχολίων της, γεγονός που επιδεινώνει την ψυχολογική του κατάσταση. Ο Καζατζέμας μένει αδιάφορος στις νουθεσίες των γονιών του και την ομορφιά του τοπίου. Εξακολουθεί να πίνει και να «σέρνεται» σε ταβερνεία και πορνεία. Ο Καζατζέμας γυρίζει στο Παρίσι, χωρίς τον Πικάσο.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Φεβρουαρίου 1901, κανονίζει μια έξοδο για να γιορτάσει τα γενέθλια του στο L’Hippodrome. Ανάμεσα στους εφτά προσκεκλημένους και η αγαπημένη του. Αφού τους μίλησε λίγο για τους δύσκολους μήνες που βίωσε έβγαλε ένα πιστόλι, σημάδεψε τη Germaine,η οπoία μόλις πρόλαβε να αποφύγει τον πυροβολισμό και μετά αυτοκτόνησε. Ήταν ο θάνατος του φίλου του αυτού που ενέπνευσε τον Πικάσο να περάσει στη γαλάζια περίοδο, μια πένθιμη περίοδο για τον ίδιο, με χρώματα ψυχρά, καταθλιπτικά, με μορφές ασθενικές, θλιμμένες, με πίνακες που εμπνέουν ένα συναίσθημα αδιεξόδου, εγκατάλειψης και λύπης.

Ο θάνατος του φίλου του σημάδεψε τον Πικάσο, ο οποίος προσπάθησε να επουλώσει το τραύμα του, μετουσιώνοντάς το σε έργο. Μια σειρά από έργα είναι αφιερωμένη στο φίλο του, στο μάταιο θάνατό του, στη νιότη του. Έτσι, πνίγει τον πόνο του και εκφράζει το πένθος του με μια σειρά πινάκων από το 1901 εώς το 1903 με τελευταίο και σημαντικότερο τη Ζωή (La Vie,1903).

«Δεν του έδωσα εγώ αυτόν τον τίτλο», λέει ο Πικάσο. «Ζωή…». Ανασηκώνει τους ώμους «δεν ήθελα να ζωγραφίσω σύμβολα. Ζωγράφισα μονάχα τις εικόνες που παρουσιάζονταν στα μάτια μου. Ας προσπαθήσουν άλλοι να τους βρουν νόημα. Για μένα ένας πίνακας μιλάει μόνος του. Τι χρειάζονται οι εκ των υστέρων εξηγήσεις;» Ένας ζωγράφος ξέρει μονάχα μια γλώσσα. Τα άλλα…»