Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και τα 113 χρόνια από τη γέννηση της Διδούς Σωτηρίου, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά παρουσιάζει την παράσταση “Ματωμένα Χώματα” βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα της συγγραφέως. Σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη, με τους Νικήτα Τσακίρογλου, Μιχάλη Σαράντη και Αντίνοο Αλμπάνη μεταφέρεται στο θεατρικό σανίδι η «Βίβλος της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού», ένα βιβλίο υπερεθνικό με μηνύματα διαχρονικά και, δυστυχώς, επίκαιρα.
Για άλλη μία χρονιά έχει η σελίδα μας τη χαρά να γιορτάζει σήμερα, 27 Μαρτίου, την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου. Ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου καθιερώθηκε το 1962 από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου (Δ.Ι.Θ.). Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 27 Μαρτίου από την παγκόσμια θεατρική κοινότητα. Το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Δ.Ι.Θ. επιλέγει κάθε φορά από μια χώρα-μέλος του μια διεθνώς αναγνωρισμένη προσωπικότητα του θεάτρου για να γράψει μήνυμα, το οποίο διαβάζεται σε όλα τα θέατρα [πράγμα το οποίο και για τη φετινή χρονιά δε θα τηρηθεί λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού] και μεταδίδεται από τα Μ.Μ.Ε. σε όλο τον κόσμο. Το μήνυμα για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου έχουν γράψει μεταξύ άλλων οι: Ζαν Κοκτώ, Άρθουρ Μίλλερ, Λώρενς Ολίβιε, Ζαν Λουί Μπαρώ, Πήτερ Μπρουκ, Πάμπλο Νερούδα, Ευγένιος Ιονέσκο, Λουκίνο Βισκόντι, Μάρτιν Έσλιν, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Αριάν Μνουσκίν, Ρομπέρ Λεπάζ, Αουγκούστο Μποάλ, Τζούντι Ντεντς, Τζον Μάλκοβιτς, Ντάριο Φο, Brett Bailey κ.ά.
Φέτος το Μήνυμα για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου γράφει ο Αμερικανός σκηνοθέτης Πίτερ Σέλαρς.
«Αγαπητές φίλες / Αγαπητοί φίλοι,
Καθώς ο κόσμος κρέμεται ώρα την ώρα, λεπτό το λεπτό, σταγόνα τη σταγόνα από την καθημερινή μετάδοση ειδήσεων, θα μου επιτρέψετε να προσκαλέσω όλους εμάς, ως δημιουργούς, να εισέλθουμε στο δικό μας πεδίο, τη δική μας σφαίρα και προοπτική του επικού χρόνου, της επικής αλλαγής, της επικής ευαισθητοποίησης, του επικού αναστοχασμού και του επικού οράματος; Ζούμε σε μια επική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας και οι βαθιές και επακόλουθες αλλαγές που βιώνουμε στις σχέσεις των ανθρώπων με τον εαυτό τους, μεταξύ τους και με τους μη ανθρώπινους κόσμους είναι σχεδόν πέρα από τις δυνατότητές μας να τις αντιληφθούμε, να τις αρθρώσουμε, να μιλήσουμε γι’ αυτές και να τις εκφράσουμε.
Δε ζούμε στον 24ωρο κύκλο των ειδήσεων, ζούμε στις παρυφές του χρόνου. Οι εφημερίδες και τα μέσα ενημέρωσης είναι παντελώς ανεξόπλιστα και ανίκανα να αντιμετωπίσουν αυτό που βιώνουμε.
Πού είναι η γλώσσα, ποιες είναι οι κινήσεις και ποιες οι εικόνες που θα μας επέτρεπαν να κατανοήσουμε τις βαθιές μετατοπίσεις και ρήξεις που βιώνουμε; Και πώς μπορούμε να μεταδώσουμε το περιεχόμενο της ζωής μας, αμέσως τώρα – όχι ως είδηση αλλά ως βίωμα;
Σ’ έναν κόσμο που κατακλύζεται από αχανείς εκστρατείες τύπου, προσομοιωμένες εμπειρίες, φρικτά προγνωστικά, πώς μπορούμε να υπερβούμε την ατελείωτη επανάληψη των αριθμών για να βιώσουμε την ιερότητα και το άπειρο μιας ζωής, ενός ενιαίου οικοσυστήματος, μιας φιλίας ή της ποιότητας του φωτός σ’ έναν παράξενο ουρανό; Τα δύο χρόνια της πανδημίας της νόσου COVID-19 έχουν εξασθενήσει τις αισθήσεις των ανθρώπων, έχουν περιορίσει τις ζωές τους, έχουν σπάσει τους δεσμούς και μας έχουν φέρει σε ένα παράξενο σημείο μηδέν της ανθρώπινης ύπαρξης πάνω στον πλανήτη.
Ποιοι σπόροι πρέπει να φυτευτούν και να μεταφυτευτούν αυτά τα χρόνια και ποια είναι τα υπερτροφικά χωροκατακτητικά είδη που πρέπει να εκριζωθούν πλήρως και τελεσίδικα; Τόσοι πολλοί άνθρωποι βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού. Τόση πολλή βία ξεσπά παράλογα ή απρόσμενα. Τόσα πολλά κατεστημένα αποκαλύπτονται ως δομές διαρκούς βαναυσότητας.
Πού είναι οι εθιμοτυπικές τελετές της μνήμης μας; Τι πρέπει να μνημονεύσουμε; Ποια είναι τα τελετουργικά που θα μας δώσουν επιτέλους τη δυνατότητα να οραματιστούμε εκ νέου και να δοκιμάσουμε να κάνουμε βήματα που δεν έχουμε κάνει ποτέ πριν;
Το θέατρο του επικού οράματος, του επικού σκοπού, της ανάκαμψης, της αποκατάστασης και της φροντίδας χρειάζεται νέες τελετουργίες. Δεν έχουμε ανάγκη να ψυχαγωγηθούμε. Έχουμε ανάγκη να συνευρεθούμε. Έχουμε ανάγκη να μοιραστούμε τον χώρο και να καλλιεργήσουμε έναν κοινό χώρο. Έχουμε ανάγκη από προστατευμένους χώρους βαθιάς ακρόασης και ισότητας.
Το θέατρο είναι η δημιουργία επί της γης ενός χώρου ισότητας μεταξύ ανθρώπων, θεών, φυτών, ζώων, βροχοσταλίδων, δακρύων και αναγέννησης. Ο χώρος της ισότητας και της βαθιάς ακρόασης φωτίζεται από κρυμμένη ομορφιά, διατηρείται ζωντανός σε μια βαθιά αλληλεπίδραση μεταξύ κινδύνου, γαλήνης, σοφίας, δράσης και υπομονής.
Στην «Αβαταμσάκα Σούτρα» ή «Ανθοστόλιστη Γραφή», ο Βούδας παραθέτει δέκα είδη μεγάλης υπομονής στην ανθρώπινη ζωή. Ένα από τα ισχυρότερα ονομάζεται «Υπομονή κατά την Αντίληψη των Πάντων ως Αντικατοπτρισμών». Το θέατρο πάντοτε παρουσίαζε τη ζωή αυτού του κόσμου σαν έναν αντικατοπτρισμό που μας βοηθά να δούμε μέσα από την ανθρώπινη ψευδαίσθηση, αυταπάτη, τύφλωση και άρνηση με απελευθερωτική διαύγεια και δύναμη.
Είμαστε τόσο σίγουροι γι’ αυτό που βλέπουμε και για τον τρόπο με τον οποίο το βλέπουμε, που είμαστε ανίκανοι να δούμε και να αισθανθούμε εναλλακτικές πραγματικότητες, νέες δυνατότητες, διαφορετικές προσεγγίσεις, αόρατες σχέσεις και διαχρονικούς δεσμούς.
Έφθασε η ώρα για τη βαθιά ανανέωση του μυαλού, των αισθήσεων, της φαντασίας, της ιστορίας και του μέλλοντός μας. Η δουλειά αυτή δεν μπορεί να γίνει από απομονωμένους ανθρώπους που δουλεύουν μόνοι τους. Τη δουλειά αυτή πρέπει να την κάνουμε μαζί. Το θέατρο είναι η πρόσκληση για να κάνουμε αυτή τη δουλειά μαζί.
Η παράσταση «Οι Άθικτοι» παίζεται αυτήν την περίοδο στο θέατρο Νέος Ακάδημος, σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη. Πρόκειται για τη διασκευή της πολυβραβευμένης γαλλικής ταινίας “Les intouchables” (2011) των Olivier Nakache και Éric Toledano. Αποτελεί μία αληθινή, συγκινητική ιστορία, γεμάτη ελπίδα και δικαίωμα στο όνειρο, που περιγράφει την σχέση δύο διαφορετικών ανθρώπων που συναντήθηκαν κάτω από αντίξοες συνθήκες και δέθηκαν τόσο δυνατά, δημιουργώντας μια αξεπέραστη φιλία. Οι «Άθικτοι» αποτέλεσαν τη δεύτερη πιο επιτυχημένη εισπρακτικά ταινία όλων των εποχών στη Γαλλία, κατακτώντας παράλληλα το ευρωπαϊκό κοινό και ξεπερνώντας σε δημοφιλία την «Αμελί» του Ζαν-Πιέρ Ζενέ. Το 5% των εσόδων της ταινίας διατέθηκε στην Ένωση για παράλυτους «Σιμόν ντε Συρέν». «Οι Άθικτοι» είχαν εννέα υποψηφιότητες στα γαλλικά Βραβεία Σεζάρ και απέσπασαν δεκάδες βραβεία και διακρίσεις σε όλο τον κόσμο.
Η χαρά μας όταν το αναγνωστικό μας μονοπάτι συναντά θεατρικά έργα είναι απερίγραπτη. Αυτή εντείνεται όταν τα έργα αυτά είναι προϊόντα νέων Ελλήνων δραματουργών. Σε μία εποχή που το θέατρο βάλλεται ποικιλοτρόπως και παντοιοτρόπως, η συγγραφή θεατρικών έργων μετατρέπεται σε μία πράξη σωτηρίας, ιδίως όταν μιλάμε για έργα σαν “Το ελάφι” του Πάνου Αντωνοπούλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Η υποψήφια για Pulitzer Prize και Tony Award Σάρα Ρουλ εμπνέεται από τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης και γράφει με ευαισθησία και χιούμορ μία σύγχρονη εκδοχή του. Ένα έργο γεμάτο από ήχους, μουσική και τραγούδι που μιλάει για την δύναμη της αγάπης και τα λεπτά όρια που χωρίζουν την ζωή από τον θάνατο.
Σίγουρα γνωρίζουμε την σημαντικότατη υποκριτική και σκηνοθετική παρουσία του Δημήτρη Καταλειφού. Τον έχουμε, ουκ ολίγες φορές, θαυμάσει στην θεατρική σκηνή με το ένδυμα του ηθοποιού. Αυτό που αργήσαμε πολύ να μάθουμε είναι πως ενδύεται και άλλα προσωπεία, αυτό του ζωγράφου εδώ και κάποιο διάστημα και μόλις πρόσφατα αυτό του ποιητή. Το πρώτο του έργο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο της χρονιάς που μας πέρασε, μιας δύσκολης χρονιάς, ενώ γράφτηκε σε μια άνοιξη εγκλεισμού. Μέσα από 65 σύντομα κείμενα ποιητικής πρόζας είχαμε την ευκαιρία να περιηγηθούμε σε ένα θεατρικό ποιητικό σύμπαν που μας εξέπλησσε και μας συγκίνησε βαθύτατα. Ο λόγος για την συλλογή “Συμπληγάδες γενεθλίων” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Την εποχή του Σαίξπηρ οι επιδημικές εκρήξεις βουβωνικής πανώλης ήταν αρκετά συχνές. Πρόκειται για μια μολυσματική ασθένεια η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο από το τσίμπημα ψύλλων που παρασιτούν σε άρρωστο αρουραίο. Η οξεία λοιμώδης νόσος ενέσκηπτε κατά καιρούς στο ελισαβετιανό Λονδίνο όπου οι συνθήκες υγιεινής ήταν κακές, ενώ παράλληλα δεν υπήρχε αποχετευτικό σύστημα. Τα συμπτώματα περιλάμβαναν πυρετό, ρίγη, πονοκέφαλο, μυϊκούς πόνους και κατά περίπτωση εξογκώματα σε διάφορα μέρη του σώματος, μαυρισμένο δέρμα (εξ ου και «Μαύρος Θάνατος», όπως αποκαλούνταν συχνά), δύσπνοια, απώλεια συνείδησης, παραλήρημα και τελικά θάνατο. Η νόσος κυριολεκτικά «θέριζε» βρέφη και μικρά παιδιά ενώ γενικότερα έπληττε, κατά κανόνα, άτομα ως 35 ετών.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, γεννήτορας του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου, όπως έχει χαρακτηριστεί, γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921. Θα δηλώσει αργότερα: «[..]καμαρώνω πάρα πολύ που είμαι Ελληνας. Και έχουμε μια μεγάλη περιουσία, την οποία δεν διαχειριζόμαστε καλά. Σκεφθείτε το εξής: πηγαίνεις στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας και βλέπεις την αγράμματη κυρούλα, να πηγαίνει την Κυριακή στην εκκλησία, να ακούει τα Ευαγγέλια που γράφτηκαν τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν και να καταλαβαίνει. Πόσοι λαοί σ’ αυτό τον πλανήτη έχουν το χάρισμα αυτής της κυρούλας; Λοιπόν, αυτή τη σπουδαία γλώσσα μιλάμε, αλλά δυστυχώς την αφήνουμε να κακοποιείται – είτε μέσα από τη λανθασμένη χρήση της, είτε μέσα από το περιορισμένο λεξιλόγιο, είτε ακόμη και χρησιμοποιώντας ξένες λέξεις στη θέση των ελληνικών. Είναι σαν να μην καμαρώνεις επειδή ο μπαμπάς σου ήταν κάποιος σπουδαίος άνθρωπος. Το ταλέντο δεν επαρκεί».
Το 1934, η οικογένειά του μετακόμισε, λόγω οικονομικών προβλημάτων, στην Αθήνα και ο Καμπανέλλης αναγκάστηκε να εργάζεται την ημέρα και να σπουδάζει σε μια νυχτερινή Τεχνική Σχολή.
Διψασμένος για γνώση, νοίκιαζε βιβλία από τα παλαιοβιβλιοπωλεία και μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο είχε γνωρίσει όλους τους ευρωπαίους κλασικούς. Εκείνος θα πει: «Εξωσχολικά βιβλία δεν είχαμε ως παιδιά – το πολύ πολύ να ξαναδιαβάζαμε το βιβλίο της Ιστορίας ή των Θρησκευτικών. Οταν ήμουν περίπου 11 ετών, κάποια οικογένεια με παιδιά –ακροσυγγενείς μας– ήρθε να παραθερίσει στη Νάξο και τα παιδιά κουβάλησαν ολόκληρη παιδική βιβλιοθήκη μαζί τους: Πηνελόπη Δέλτα, Ιούλιο Βερν, Διάπλαση των Παίδων… τέτοια. Δανείστηκα μερικά, μου χάρισαν και κάποια φεύγοντας. Τα τρία ή τέσσερα βιβλία που απέκτησα τότε ήταν θησαυρός!»
Το 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν. Ήταν ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες, και επέστρεψε το 1945. Την εμπειρία του αυτή την κατέγραψε στο μοναδικό του πεζογράφημα, Μαουτχάουζεν (1963).
Όταν γυρίζει στην Αθήνα, εντυπωσιάζεται από μια παράσταση του Θεάτρου Τέχνης και αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1950 με το έργο Χορός πάνω στα στάχυα (Θίασος Λεμού), αλλά γνωστός έγινε με τα επόμενα έργα του, που ανέβηκαν από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και το Εθνικό Θέατρο. Το έργο σταθμός στη σταδιοδρομία του θεωρείται Η αυλή των θαυμάτων (1957). Στο επίκεντρο του έργου του βρίσκεται ο προβληματισμός για τα κοινωνικά δρώμενα και τον αντίκτυπο που έχουν στη ζωή των ανθρώπων και, κυρίως, η σχέση της ταραγμένης νεότερης ελληνικής ιστορίας με τη συγκρότηση της νεοελληνικής ψυχολογίας. Για την προσφορά του στο ελληνικό θέατρο του απονεμήθηκαν οι τίτλοι: επίτιμος Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, επίτιμος Διδάκτωρ της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επίτιμος Διδάκτωρ της Θεατρολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εξελέγη παμψηφεί τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με την απονομή ανωτάτου παρασήμου. Ήταν μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε πολλές χώρες (Αγγλία, Αυστρία, Σουηδία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σοβιετική Ένωση, Γερμανία).
Πολύ σημαντική είναι επίσης η δουλειά του ως σεναριογράφου, η οποία άσκησε τεράστια επίδραση στους σύγχρονους και τους μεταγενέστερούς του. Έγραψε τα σενάρια σε πολλές ταινίες σταθμούς του ελληνικού κινηματογράφου («Στέλλα» του Μ. Κακογιάννη, «Δράκος» του Ν. Κούνδουρου, «Η Αρπαγή της Περσεφόνης» του Γ. Γρηγορίου), ενώ σκηνοθέτησε ο ίδιος, σε δικό του σενάριο, την ταινία «Το κανόνι και το αηδόνι», το 1968. Αξιοσημείωτη είναι και η εξαιρετική του επίδοση στη στιχουργία, αφού το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (μουσ. Μάνου Χατζιδάκη), το «Μαουτχάουζεν» (μουσ. Μίκη Θεοδωράκη), το «Μεγάλο μας Τσίρκο» (μουσ. Σταύρου Ξαρχάκου) και άλλα σημαντικά έργα της ελληνικής μουσικής φέρουν την υπογραφή του.
Παρά το σπουδαίο του έργο έδινε πάντα βάση στην ευτυχία του ιδιωτικού του βίου: «Αυτή τη στιγμή, αν μου έλεγαν τι θέλεις, τον Καμπανέλλη οικοδόμο-σχεδιαστή όπως είχα σπουδάσει στη Σιβιτανίδειο και την εγγονή ή τον Καμπανέλλη συγγραφέα χωρίς την εγγονή, θα έλεγα τον οικοδόμο-σχεδιαστή με την εγγονή. Οι βαθιές ευτυχίες δεν είναι γιατί πέτυχες σε αυτό που κάνεις. Οι στιγμές ευτυχίας βρίσκονται στον ιδιωτικό μας βίο [..] (Η δημιουργία είναι ευτυχία).Είναι ευτυχία ο χρόνος που γράφεται ένα έργο. Αλλά η εγγονή μου, η οικογένειά μου, είναι η ευτυχία μου». Θα φύγει από την ζωή στις 29 Μαρτίου 2011.
Η ώρα που εκφράζεται κάποιος είναι η ώρα της ελευθερίας του. Είναι η μόνη ώρα όσης δυνατής ελευθερίας μπορεί να έχει ένα άτομο.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είχε μια μακροχρόνια σχέση με τον εύρυθμο λόγο, το τραγούδι γενικά. Πρώτ’ απ’ όλα με τα τραγούδια που άκουγε στο σπίτι του και στο νησί του, τη Νάξο, αλλά και μετά, κυρίως με το έντεχνο λαϊκό, που άκουγε όταν το 1932 ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Έναν συνδυασμό αυτών των δύο υπηρέτησε με συνέπεια για πενήντα περίπου χρόνια.
«(Δάσκαλοί μου υπήρξαν) οι κλασικοί, ο Αριστοφάνης, είναι αυτονόητο. Δάσκαλός μου ήταν ο Ιψεν. Από εκεί και πέρα ποιος δεν μαθήτευσε στον Τσέχοφ ή στον Πιραντέλο; Περισσότερο με επηρέασε η φιλοσοφική κοσμοθεωρία τους, η στάση τους απέναντι στα πράγματα. Αλλά μαθήτευσα και στη ρεαλιστική αμερικανική σχολή. Δεν σημαίνει όμως ότι δεν μου αρέσει και το σουρεαλιστικό κίνημα. Δεν γίνεται. Παίρνεις από παντού. Τι σχέση έχω εγώ με το παράλογο; Κι όμως με έχει επηρεάσει. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση. Ολα προϋπήρχαν στους τραγικούς, στον Αριστοφάνη, στον Σαίξπηρ».
«Γράφω μόνο όταν αυτό που γράφω με συναρπάζει» έλεγε και «μόνο εφόσον η συναρπαγή εξακολουθεί μέχρι τέλους και το παραδίδω για παράσταση μόνο εάν πιστεύω στο αποτέλεσμα. Πριν πιάσω μολύβι και χαρτί και αρχίζω να γράφω, χρειάζομαι να πιστεύω ότι ξέρω τα πρόσωπα του έργου τόσο καλά, όσο κάποιους πολύ γνωστούς μου ανθρώπους, που έχω στενές σχέσεις μαζί τους επί χρόνια. Από τα πρώτα χρόνια που καταπιάστηκα με το θέατρο ήθελα η σχέση μου με τα πρόσωπα που θα κατοικήσουν στα έργα μου να είναι ίδια με αυτό που μας συμβαίνει στη ζωή, όταν κάποιος δικός μας, μας κοιτάζει στα μάτια και μας λέει «έχω ανάγκη να σου εκμυστηρευτώ τι μου συμβαίνει». Φυσικά έγραφα και γράφω πάντα «θέατρο χαρακτήρων» […]. Η θέση μου αυτή ήταν μοιραία αφού κατάγομαι από την ματωμένη εποχή του πολέμου, της κατοχής, των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, των εμφυλίων συγκρούσεων. Εποχή που η ζωή, ο άνθρωπος και οι αξίες τους είχαν διασυρθεί, εκμηδενιστεί, σκορπιστεί στους πέντε ανέμους».
Στο επίκεντρο του έργου του βρίσκεται ο προβληματισμός για τα κοινωνικά δρώμενα και τον αντίκτυπο που έχουν στη ζωή των ανθρώπων. Και κυρίως, η σχέση της ταραγμένης νεότερης ελληνικής ιστορίας με τη συγκρότηση της νεοελληνικής ψυχολογίας. «Όσα έργα και αν γράψουμε ένα είναι αυτό που επιχειρούμε να γράψουμε και απλώς το κυκλοφέρνουμε, επειδή αντιληφθήκαμε μια άλλη όψη του, επειδή οι εξελίξεις –και η προσωπική μας μαζί- το φανέρωσαν αλλιώς ή βαθύτερα» έλεγε ο συγγραφέας.
«Νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να την επηρεάσει. Να αλλάξει τον κόσμο, αποκλείεται. Σκεφθείτε ότι τόσοι, σπουδαίοι άνθρωποι πέρασαν από την ανθρωπότητα, αλλά ο κόσμος δεν άλλαξε. Μην έχουμε, όμως, πάντα στο μυαλό μας τον «μεγάλο ζωγράφο» ή τον «μεγάλο μουσικό». Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει κάτι.» Ο ίδιος προσθέτει:«Η θεματολογία μου ήταν πάντα κοινωνικοπολιτική αλλά ποτέ δεν ήταν εξειδικευμένη. Οποιοδήποτε παρελθόν, εφόσον το είχα ανάγκη, το ρούφηξα σαν μαθητευόμενος».
Λαμβάνοντας υπόψιν όλα αυτά, είναι πασιφανές πως ο Καμπανέλλης είναι ένας καλλιτέχνης πολυεπίπεδος, ένας ποιητής των απλών ανθρώπων, ένας στιχουργός της καθημερινότητας των προηγούμενων δεκαετιών. Πολλοί έχουμε σιγοτραγουδήσει τους στίχους του, έχουμε δει κάποιο έργο του στην θεατρική σκηνή, έχουμε ακούσει μια μελοποίησή του. Ίσως να μην ξέραμε πως πίσω από αυτήν κρυβόταν ο Καμπανέλλης και ίσως ήρθε η ώρα να το μάθουμε! Πώς θα το πετύχουμε;
Η ποιητική συλλογή
Η συγκεντρωτική συλλογή Άκουσε τη φωνή μου κι έλα που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος περιλαμβάνει, για πρώτη φορά, όλα τα ποιήματα και τα τραγούδια του, που πολλά μάλιστα ακούμε και τραγουδάμε μέχρι σήμερα και μας και μας παρουσιάζει μια διαφορετική όψη ενός καλλιτέχνη που οι περισσότεροι είχαμε αναπόφευκτα συνδυάσει με το θέατρο ή την πεζογραφία παρά με την ποίηση και την στιχουργική. Μας αποδεικνύει, ωστόσο, πως μπορεί να φέρει εις πέρας όλους αυτούς τους ρόλους και εξίσου καλά, θα προσθέσουμε εμείς.
H πολύ όμορφη εξωτερική όψη του βιβλίου αναμφίβολα προσελκύει τον αναγνώστη. Σκληρόδετο, με προσεγμένη γραμματοσειρά και ένα μυρωδάτο χαρτί που σε παρασέρνει! Τα ποιήματα είναι οργανωμένα με χρονολογική σειρά, ενώ όσα συμπεριλαμβάνονται σε θεατρικά του έργα αναδημοσιεύονται στην αυτοτελή μορφή τους, δεδομένου ότι αρκετά από αυτά δεν έχουν μελοποιηθεί, παρά μόνο κάποιες στροφές ή ενίοτε κάποιοι στίχοι τους, περιμένοντας τον συνθέτη που θα τα μελοποιήσει ολόκληρα. Σε αυτό το μοναδικό έργο θα βρει κανείς και ανέκδοτα ποιήματα του Καμπανέλλη, καθώς και σχέδιά του, φιλοτεχνημένα στη δεκαετία του 1960. Τη συλλογή συνοδεύουν χαιρετισμός του Μίκη Θεοδωράκη, χαιρετισμός του Σταύρου Ξαρχάκου, πρόλογος, επίμετρο και σημειώσεις του θεατρολόγου Θάνου Φωσκαρίνη, εκτενές βιογραφικό, δισκογραφία και εργογραφία του Iάκωβου Καμπανέλλη. Έτσι, ο αναγνώστης έχει την τύχη να γνωρίσει σφαιρικά τον ποιητή. Ίσως και να συνοδεύσει την ανάγνωσή του αυτή με ακρόαση των μελοποιημένων αυτών ποιημάτων. Μας εξέπληξε το γεγονός πως ορισμένα από αυτά είχαν ακουστεί στην μεγάλη οθόνη, πως είχαν ερμηνευτεί από γνωστούς και μεγάλους τραγουδιστές, όπως ο Μπιθικώτσης ή ο Κόκοτας και είχαν μελοποιηθεί τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες.
Αν, επομένως, θέλετε να γνωρίσετε όλο αυτό το σπουδαίο έργο, κάτι για το οποίο σας προτρέπουμε, δεν πρέπει να χάσετε αυτή την συλλογή! Ακούστε λοιπόν την φωνή του ποιητή και ακολουθήστε την!
Πηγές:
Συνέντευξη του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στο περιδοικό “Κ” της Καθημερινής και την Βασιλική Χρυσοστομίδου, 03/04/2011
Συνέντευξη του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στο ΒΗΜΑ και την Μυρτώ Λοβερίδου, 6 Δεκεμβρίου 1998
Συνέντευξή του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο περιοδικό Διαβάζω, τ.12, Αθήνα 1978 (Μάιος- Ιούνιος), σ. 23
Ο Hugo Von Hofmannsthal γεννήθηκε την 1η Φεβρουαρίου 1874 στη Βιέννη. Γόνος μεγαλοαστικής αυστριακής οικογένειας, σπούδασε νομικά στη γενέτειρά του, αλλά αφοσιώθηκε από νωρίς στη λογοτεχνία. Συνδέθηκε με την αβανγκάρντ ομάδα Jung Wien και έγραφε ποιήματα. Η γνωριμία του με τον Ρίχαρντ Στράους, το 1900, απέφερε μια γόνιμη συνεργασία, με τον Χόφμαννσταλ να υπογράφει το λιμπρέτο σε αρκετές από τις όπερες του συνθέτη (“Ηλέκτρα”, “Η Αριάδνη στη Νάξο”, “Η γυναίκα δίχως σκιά”, “Ο ιππότης με το ρόδο”, κ.ά.). Στα έργα του αποτύπωσε βιωματικά την κρίση των αρχών του 20ού αιώνα. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου έγραφε προπαγανδιστικούς κυβερνητικούς λόγους και μεταπολεμικά στράφηκε σε πιο θρησκευτικά θέματα. Υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους ποιητές, μαζί με τον Rilke και τον Stefan George, που ανανέωσαν τη γερμανική λογοτεχνία επηρεαζόμενοι από το γαλλικό Συμβολισμό και Ιμπρεσιονισμό. Τη ίδια εποχή, μάλιστα, αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για την Αγγλική Λογοτεχνία (κυρίως για τον Keats και τον Oscar Wilde), όπως και για το έπος σε τερτσίνες του Δάντη, Θεία Κωμωδία – πιθανότατα από εκεί πήρε το ερέθισμα ο Hofmannsthal για τις δικές του Τερτσίνες και την Μπαλάντα της εξωτερικής ζωής (επίσης το 1896). Οι κεντρικοί άξονες του έργου του, όπως τους συγκέντρωσε σε ένα άλλο ποίημά του, είναι η ζωή, το όνειρο και ο θάνατος («Leben, Traum und Tod»), που αλληλεπιδρούν και «υφαίνουν» την ανθρώπινη ύπαρξη. Οι Τερτσίνες υπ’ αριθμόν 3 δανείζονται ένα στίχο από την σαιξπηρική Τρικυμία (The Tempest, 1611): «We are such stuff/ As dreams are made on» (4η Πράξη, 1η Σκηνή), ενώ και το δεκατετράστιχο Ο κήπος μου αναπολεί την παιδική αθωότητα με παρόμοιο τρόπο, σαν ένα όνειρο που πέρασε. Στις 13 Ιουλίου 1929 αυτοκτόνησε ο γιος του και δύο μέρες αργότερα έφυγε και ο ίδιος από τη ζωή, από έμφραγμα. Σημαντική προσφορά του θεωρείται και η ίδρυση του θεατρικού φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ (1922), από κοινού με τον σκηνοθέτη Μαξ Ράινχαρντ.
Λίγα λόγια για την συλλογή
Η Ανθολογία φέρει την υπογραφή της ποιήτριας Αγγελικής Κορρέ στην επιλογή, τη μετάφραση και το επίμετρο. Τα περισσότερα ποιήματα μεταφράζονται πρώτη φορά στα ελληνικά, ενώ η έκδοση περιλαμβάνει επίσης δύο μονόπρακτα του Χόφμανσταλ, το «Ειδύλλιο» (Idylle) και το «Ο Μώρος και ο Μόρος» (Der Tor und der Tod), των οποίων η συμβολική συνομιλεί με τα ποιήματα.
Ο Χόφμανσταλ του «Ιππότης, θάνατος, διάβολος», όπως διαπιστώνει η μεταφράστρια, δεν είναι ο συγγραφέας της Επιστολής του Λόρδου Τσάντος ούτε ο συνεργάτης του Στράους, αλλά ένας άλλος, πιο μυστηριακός, ένας έφηβος κρυμμένος πίσω από το όνομα του ώριμου εαυτού του. «Ας επαναληφθεί λοιπόν το αμήχανο συμπέρασμα: Έχει πιο πολλά να πει κανείς για τον Χόφμανσταλ ως δραματουργό, αλλά πιο πολλά να θαυμάσει στον Χόφμανσταλ ως ποιητή. Πράγματι, με όρους λογοτεχνίας το δράμα αργά ή γρήγορα επισκιάζει την ποίηση, οι ζυμώσεις είναι στραμμένες εκεί, η εποχή το αναζητάει βιαστικά και λαίμαργα, η Ιστορία το κατακλύζει. Η ποίηση όμως, η ποίηση του Ούγκο Φον Χόφμανσταλ, δεν έχει τελικά άλλον συνομιλητή πέρα από τη ζωγραφική, την οποία ο ποιητής ανακάλυψε στο μέλλον του, σαν το πεπρωμένο του να του το φύλαγε για να διασώσει το παρελθόν του. Ο χρόνος για τον Χόφμανσταλ είναι εμπειρία, η πραγματικότητα είναι εμπειρία, ο χρόνος εντός της πραγματικότητας είναι εμπειρία και η πραγματικότητα εντός του χρόνου. Αυτό που βλέπει τον συναρπάζει περισσότερο από καθετί, όπως τον περιηγητή, όπως τον περιπλανώμενο. Όργανά του το βιούμενο και το δυναμικό. Να ο τρόπος με τον οποίον ο Χόφμανσταλ κατέκτησε τη ζωή• δανδής έστω, αστός, ξένος κι αυτόχθων μαζί στην Αυστρία, ξένος κι αυτόχθων μαζί στη Γερμανία, στο εννοιακό χρέος της γερμανικής γλώσσας και στην παρασιτική -γι’ αυτό και χρειαζούμενη για τη διατήρηση των πραγμάτων- ελληνικότητα. Αλλά δεν βγαίνει αλώβητος κανείς από τη ζωή, συνεπώς δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο μ’ αυτήν παρά να την κατακτήσει». Η συναρμογή δύο αλληγοριών, του περιπλανώμενου Ιππότη του Άλμπρεχτ Ντύρερ και του περιπλανώμενου Πρίγκιπα του Χέρμαν Μπροχ, υπήρξε έναυσμα επανεξέτασης της πρωτόλειας ποιητικής του Ούγκο φον Χόφμανσταλ, πλέον παραγκωνισμένης από την ίδια τη δραματουργική πορεία του Αυστριακού δημιουργού, την οποία θα σφράγιζε η συνεργασία του με τον Ρίχαρντ Στράους. Η δυναμική των έργων του Χόφμανσταλ επισφραγίζεται από την προσπάθεια να απαλλάξει την τέχνη του από το βαρύ ένδυμα του Αισθητισμού, συνοδευμένο από έντονο επιφανειακό συναισθηματικό αρχαϊσμό και εκλεπτυσμένο στόμφο. Στα έργα του ο θάνατος ελλοχεύει: εμφανίζεται ξαφνικά, σημαδεύει τα πρόσωπα και αποχωρεί αθόρυβα. Μέσα σε αυτό τον κόσμο η αφοσίωση, ο χαμένος αγώνας της μνήμης απέναντι στην λήθη, η ασφυξία του εγκλεισμού στον πυρήνα της οικογένειας, η δεινότητα του ισχυρού, η βίαιη επιβολή της αρμονίας και του μέτρου, είναι θέματα τα οποία έρχονται και ξανάρχονται στην επιφάνεια.
Όποιοι γνώριζαν τον Χόφμανσταλ μόνο ως θεατρικό συγγραφέα, μετά από την μελέτη αυτής της συλλογής, θα πρέπει ίσως να αναθεωρήσουν! Η ποιητική του διάσταση είναι μεν μυστήρια αλλά αρκετά ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη. Έχει μια πρωτόγνωρη θεατρικότητα, μια παραστατικότητα. Στην υπέροχη αναγνωστική εμπειρία συμβάλλει τόσο η εξαιρετική απόδοση στα ελληνικά όσο και η αισθητική που αποπνέει το βιβλίο αυτό καθ΄ αυτό, κάτι διόλου πρωτότυπο για τις εκδόσεις Κείμενα. Αν θέλετε να το προμηθευτείτε, μπορείτε να το βρείτε εδώ. Υπάρχει διαθέσιμο και online στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας των εκδόσεων να το καταστήσουν προσβάσιμο στο αναγνωστικό κοινό κατά τη διάρκεια του ανοιξιάτικου εγκλεισμού. Όποια μορφή και αν επιλέξετε μην χάσετε αυτό το βιβλίο!
Μπορείτε να ακούσετε ένα δείγμα διαβασμένο από εμάς:
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!