Στο τελείωμα της μέρας της Αναστασίας Σουσώνη

Αντί Προλόγου

Αυτήν την εβδομάδα η ανάγκη για ένα βιβλίο ενόψει του επερχόμενου εγκλεισμού μεγάλωσε. Η τύχη ήταν ευνοϊκή απέναντί μου καθώς βρέθηκα να έχω στα χέρια μου το μυθιστόρημα “Στο Τελείωμα της Μέρας” της Αναστασίας Σουσώνη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θύρα. Όντας από φύση απαισιόδοξη και επηρεασμένη από το γενικότερο κλίμα που επικρατεί τέτοιες μέρες ήμουν κάπως διστακτική απέναντι σε μια ιστορία αληθινή, κυρίως γιατί πιστεύω ακράδαντα πως μέσα σε αυτές μπορεί κανείς πολύ πιο εύκολα να δει τον εαυτό του. Ας μην το αρνηθούμε πως η ενδοσκόπηση είναι κάτι πολύ επικίνδυνο και επώδυνο για πολλούς από εμάς, αλλά η λογοτεχνία είναι ένας όμορφος τρόπος να το ανεχτούμε και να το φέρουμε εις πέρας. Προς το παρόν ας μην βυθιστούμε στους εαυτούς μας, αλλά στο βιβλίο που έχουμε μπροστά μας!

Λίγα λόγια για την συγγραφέα

Η Αναστασία Σουσώνη γεννήθηκε και μεγάλωσε στα δυτικά προάστια της Αθήνας. Σπούδασε στη Σχολή Γραφιστικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών του Τ.Ε.Ι. Αθήνας και εργάστηκε στον χώρο της τυπογραφίας, της γραφιστικής και της επιμέλειας εντύπων. Ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία, καθώς και με τον εθελοντισμό πάνω στην υποστήριξη του μητρικού θηλασμού και του φυσικού τοκετού μετά από καισαρική. Έχει γράψει και επιμεληθεί το βιβλίο “Η αγία Περπέτουα και οι συν αυτή μαρτυρήσαντες”. Είναι παντρεμένη με τον Δημήτρη Τσίρο, έχουν τρία παιδιά και κατοικούν στην Θεσσαλονίκη.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Η πλοκή ξεδιπλώνεται ανάμεσα στην καθημερινότητα δύο κοριτσιών της Ιόλης και της Μάχης, φίλες εδώ και πολλά χρόνια και φοιτήτριες στην Αρχιτεκτονική και στο τμήμα Βρεφονηπιοκόμων αντίστοιχα. Αυτά δεν είναι, όμως, οι μόνοι συνδετικοί τους κρίκοι. Προέρχονται και οι δυο από ανθυγιεινά οικογενειακά περιβάλλοντα, όπου επικρατεί η ένταση, η βία (λεκτική και σωματική), ο εξαναγκασμός. Στην τρυφερή ηλικία των 20 χρόνων έχουν βιώσει επίπονες και άσχημες καταστάσεις, έχουν πληγωθεί βαθιά και έχουν καταφύγει σε πολλά μέσα προκειμένου να απεγκλωβιστούν από την θλίψη τους. Ήδη από την αρχή του έργου είναι καταφανής η αγανάκτηση με τον τρόπο ανατροφής και συμπεριφοράς των γονέων τους. Οι γονείς της Ιόλης διαπληκτίζονται συνεχώς ενώπιον της ίδιας και της μικρότερης κατά πέντε χρόνια αδελφής της. Ο πατέρας της καταφεύγει πολλές φορές στην βία ενάντια στην μητέρα της και η τελευταία με την σειρά της στρέφεται στις κόρες της. Όλο αυτό δεν είναι κάτι προσωρινό, αφού συμβαίνει από τα παιδικά χρόνια της Ιόλης. Το κακό και η έχθρα των γονιών της είναι κάτι που κουβαλά μέσα της και δηλητηριάζει τον ψυχισμό της.

Από την άλλη πλευρά, η Μάχη έχει στην ουσία μεγαλώσει χωρίς γονείς. Εκείνοι χώρισαν όταν εκείνη ήταν σε μικρή ηλικία και ο πατέρας της έφυγε μακριά, τόσο μακριά που η φιγούρα του χάθηκε εντελώς από την ζωή του παιδιού του. Η μητέρα της που έμεινε πίσω είναι μια γυναίκα ισχυρογνώμων και υπερβολική που καταπιέζει την κόρη της, ενώ μοιάζει να καταναλώνει την μητρική στοργή στο νεότερο γιο της. Αυτός εξοπλισμένος με την αδυναμία της μητέρας του και εκμεταλλευόμενος την αγάπη της αδελφής του καταφεύγει πολλές φορές στην βία, ενώ μαζί με την μητέρα του την απομυζούν οικονομικά.

Οι δυο αυτές ταλαιπωρημένες ψυχές αναζητούν το λιμάνι για να προσαράξουν το ναυαγισμένο σχεδόν πλοίο τους. Αντιλαμβάνονται πως αυτό δεν τους το προσφέρουν οι γονείς τους, ούτε οι φίλοι τους με τους οποίους ξεχνιούνται, ούτε οι αγαπημένοι τους, ούτε καν η μία στην άλλη. Είναι στερημένες από αγάπη, από ελπίδα, από πίστη, από Θεό. Η στέρηση αυτή θα τις κάνει να τον αναζητήσουν. Πράγματι, η σχέση τους θα περάσει από πολλές καταιγίδες, όπως άλλωστε και οι ζωές τους εωσότου αντιληφθούν πως το λιμάνι κρύβεται στην πραγματικότητα μέσα τους. Τότε ίσως συνειδητοποιήσουν πως η λύση από όλα όσα μας τραυματίζουν, δεν είναι η φυγή αλλά η πίστη που μας δίνει δύναμη να αναμετρηθούμε με τις πληγές μας και με όλους εκείνους που μας τις προκαλούν, να θεραπευτούμε και να συνεχίσουμε τον αγώνα μας που λέγεται ζωή. Σε αυτήν την διαδικασία θα παίξει καταλυτικό ρόλο η μορφή του Οσίου Πατρός Παϊσίου του Αγιορείτου που θα φωτίσει κάποιες σκοτεινές πτυχές της Ιόλης και θα της υποδείξει τον δρόμο προς το φως και το λιμάνι.

Αναμφίβολα, το έργο πραγματεύεται ζητήματα που μας αφορούν όλους την σύγχρονη εποχή: την σχέση παιδιών και γονέων, τις φιλίες, τις ερωτικές σχέσεις, την επαφή μας και την σχέση μας με το θείο, την αυτοκτονία, την κατάθλιψη. Για αυτό ο αναγνώστης παρασύρεται στην πορεία της ιστορίας την οποία παρακολουθεί αφενός με ενδιαφέρον, αφετέρου όμως με μια συμπόνια. Η ζωή της Ιόλης ή της Μάχης δεν είναι πολύ μακριά από τις δικές μας. Όλοι πονάμε, υποφέρουμε, πληγωνόμαστε. Όλοι αναζητάμε κάποιον να μας θεραπεύσει. Όλοι χάνουμε την πίστη και την ελπίδα μας. Μόνο για να καταλάβουμε στο τέλος, ίσως μέσα από τα λόγια αν όχι ενός αγίου ή ενός πνευματικού ανθρώπου, από τους ψίθυρους της δικής μας ψυχής ότι ο μόνος που μπορεί να μας θεραπεύσει είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Ίσως τότε μόνο να αντλήσουμε το θάρρος να αφήσουμε πίσω το παρελθόν και να επιδοθούμε στην ζωή. Αν κατάφερε κάτι αυτό το βιβλίο ήταν να μου υπενθυμίσει ότι ο στόχος είναι προς τον ουρανό, προς το μέλλον, προς την θέωση. Και αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί με κανέναν άλλον τρόπο παρά με την υπομονή, την αγάπη, την αυτογνωσία και την αλληλοπεριχώρηση. Ήταν μια αναζωογονητική λογοτεχνική εμπειρία!

Το μυθιστόρημα “Στο Τελείωμα της Μέρας” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΘΥΡΑ.

Δημήτρης Λιαντίνης για τη ζωή, τον έρωτα και το Θεό

«Να χαίρεσαι τη ζωή σου τη σύντομη και την ανεπίστροφη. Αλλά μέσα στο ρυθμό και την τάξη. Φυσική και ελεύθερη, να κρατάς την εμορφιά των παθών, ένα κύπελλο στο χέρι σου από αγνό ασήμι. Αλλά με γνώση και με πειθαρχία. Εκείνο που θα σε κρίνει δεν είναι η ηθική σου πτώση, αλλά η βούληση για δύναμη που θα βρίσκει το δρόμο να σε ανεβάζει ξανά στην καθαρή σου αρχικότητα.»

«Ο έρωτας είναι γνώση. Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά. Είναι το μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Άσωτου, πως η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατέλειωτη προσφορά και θεία στέρηση για το θηλυκό. Το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του. Στον έρωτα όλα γίνονται για το θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του έρωτα έχει το νόημα να πεθάνεις το θηλυκό, και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπρά ερείπια των ημερών σου. Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεχτος…»

«Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο. Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.»

«Κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του. Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova.»

«Μια είναι η αιτία που κάνει το θάνατο την πικρότερη πίκρα μας. Είναι η γνώση πως το ασώματο ταξίδι μας δεν έχει πηγαιμό. Αλλά ούτε και γυρισμό. Με το θάνατο για στερνή φορά και πρώτη ο άνθρωπος περνά στην πατρίδα του πάντα και του πότε. Το τι θα σε καλωσορίσει εκεί που θα πας είναι ιδέα μηδενική, μπροστά στην άπειρη ιδέα του τι αποχαιρετάς εδώ που φεύγεις. Στο αναποδογύρισμα αυτού του διαλεκτικού σχήματος οι θρησκείες στηρίξανε την πανουργία της κυριαρχίας τους.»

«Το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμό μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές.»

«Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο. Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζείς κι αυτό που δεν είσαι δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο.»

Δ. Λιαντίνης, «Γκέμμα» (αποσπάσματα)