“Το δέρμα που κατοικώ” : ένα θρίλερ με τον τρόπο του Αλμοδόβαρ

“Το δέρμα που κατοικώ” (ισπανικός τίτλος: La piel que habito), η ταινία αγωνίας που προβλήθηκε στη μεγάλη οθόνη το 2011, σε σκηνοθεσία και σενάριο του σπουδαίου σκηνοθέτη Πέδρο Αλμοδόβαρ, αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια από τις πιο αμφιλέγομενες ταινίες του…

Πλοκή

Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα Tarantula του Τιερί Ζονκέ.

Απ’ όταν η γυναίκα του κάηκε σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, ο γιατρός Ρομπέρ Λεντγκάρντ, ειδικός στην πλαστική χειρουργική, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα τεχνητό δέρμα που θα μπορούσε να την είχε σώσει. Μετά από δώδεκα χρόνια, κατορθώνει να κατασκευάσει ένα τέτοιο δέρμα που μπορεί να είναι ασπίδα απέναντι σε κάθε επίθεση. Εκτός από τα χρόνια που ξοδεύει στην έρευνα και τα πειράματά του, ο Ρομπέρ χρειάζεται τρία ακόμη πράγματα: καμιά ηθική αναστολή, έναν βοηθό, κι ένα ανθρώπινο πειραματόζωο. Οι ηθικές αναστολές δεν υπήρξαν πρόβλημα, ενώ η Μαρίλια, η γυναίκα που τον φρόντιζε απ την μέρα που γεννήθηκε είναι η πιο πιστή συνεργός. Όσο για το ανθρώπινο πειραματόζωο…

Ένα θρίλερ αλά Αλμοδόβαρ

Ο Αλμοδόβαρ  είναι ένας δημιουργός, ο οποίος εδώ και χρόνια έχει πορευτεί με μια συγκεκριμένη θεματολογία. Στα αριστουργήματά του πρωταγωνιστούν ήρωες χτυπημένοι από την τραγική τους μοίρα, άνδρες και γυναίκες με προβληματικές σεξουαλικές σχέσεις, ενώ περιγράφονται ιστορίες πάθους, μίσους, υποταγής και εκδίκησης. Στο Δέρμα που Κατοικώ ο Αλμοδοβάρ επαναφέρει κινηματογραφικά όλες αυτές τις προσωπικές του εμμονές, δίνοντας όμως ιδιαίτερη έμφαση σε έναν νοηματικό και ψυχολογικό άξονα: την έννοια του εγκλωβισμού και της απόδρασης.

Ο εγκλωβισμός της Βέρα από τον Ρόμπερτ λειτουργεί ως πολύπλευρη αλληγορία. Το ίδιο ισχύει και για το κεντρικό θέμα της ταινίας, δηλαδή την προσπάθεια ενός γιατρού να δημιουργήσει το τέλειο δέρμα. Το δέρμα αποτελεί σημειολογικά το μέσο διαχωρισμού του εσωτερικού από τον εξωτερικό κόσμο. Συγκεκριμένα για τον Ρόμπερτ, όσο σκληρότερο και ανθεκτικότερο είναι, τόσο αποτελεσματικότερα διαχωρίζει τους εσωτερικούς δαίμονες του καθενός από την εξωτερίκευση τους. Όμως ,όπως ευφυώς καταλήγει στον επίλογο του ο Αλμοδοβάρ , το δέρμα δεν είναι αυτό που καθορίζει την ταυτότητα κάποιου. Από την άλλη μπορεί η Βέρα να βιώνει τον εγκλωβισμό, όμως, όπως θα φανεί και από τις αποκαλύψεις κατά τη διάρκεια της ταινίας, ο χαρακτήρας της και τα όσα υπομένει αποτελούν έναν οξύ αντικατοπτρισμό όσων εγκλωβίζουν και βασανίζουν ψυχικά τον ίδιο της τον θύτη, δηλαδή τον Ρόμπερτ.

Ο Αλμοδόβαρ διανθίζει την βασική αυτή ιστορία με τις αναφορές στο τραυματικό παρελθόν του Ρόμπερτ, στην τραγική απώλεια της γυναίκας του, στον μοιραίο θάνατο της κόρης του και στην σχέση του ήρωα με την μητρική φιγούρα της πιστής Μαρίλια που βρίσκεται διαρκώς δίπλα του. Όλες αυτές οι αμιγώς «αλμοδοβαρικές» πινελιές έρχονται να συμπληρώσουν το παζλ της διαστροφικής ψυχοπαθολογικής διάρθρωσης των ηρώων. Από τον Ρόμπερτ που μάταια εναποθέτει στην επιστήμη την αναγέννηση του παρελθόντος του, μέχρι την εγκλωβισμένη Βέρα που προσπαθεί να απελευθερωθεί και κάθε μέρα υπομένει “τη νέα της ζωή”. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στην οποία η εγκλωβισμένη Βέρα μαθαίνει την τέχνη της γιόγκα ακούγοντας την βασική αρχή: «Πάντα υπάρχει ένα καταφύγιο: Ένα κομμάτι μέσα μας στο οποίο κανείς δεν έχει πρόσβαση και κανείς δεν μπορεί να καταστρέψει». Ο Αλμοδόβαρ παρουσιάζει τους ήρωες του συναισθηματικά και σεξουαλικά παγιδευμένους.

Το Δέρμα που Κατοικώ αποτελεί μια ταινία την οποία κανείς είναι δύσκολο να εντάξει με ακρίβεια σε κάποια φιλμική κατηγορία. Από τη μία ο Αλμοδοβάρ χρησιμοποιεί συχνά τεχνικές που παραπέμπουν σε κλασσικό ψυχολογικό θρίλερ. Από την άλλη, θα ήταν αδόκιμο να χαρακτηρίζαμε το Δέρμα που Κατοικώ ως ένα καθαρόαιμο θρίλερ, καθώς ούτε το σασπένς, ούτε η αγωνία αποτελούν προτεραιότητες του έργου. Κρίνοντας από την συνολική αισθητική και την ατμόσφαιρα θα οδηγούμασταν στο συμπέρασμα ότι το Δέρμα που Κατοικώ πρόκειται για ένα «θρίλερ αλά Αλμοδοβάρ». Δηλαδή μια ταινία με τα χαρακτηριστικά ενός θρίλερ προσαρμοσμένα πλήρως στις ιδιαιτερότητες και στις αισθητικές αιχμές του Ισπανού μαέστρου

Αναφερόμενος στο Δέρμα που Κατοικώ, ο Αλμοδόβαρ έχει δηλώσει ότι πρόκειται για μια ταινία με έντονο πολιτικό υπόβαθρο, καθώς πραγματεύεται αλληγορικά τις σχέσεις εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου. Παράλληλα όταν ρωτήθηκε αν το Δέρμα που κατοικώ είναι ένα θρίλερ ή μια ταινία τρόμου o ίδιος αποκρίθηκε ότι «δεν πρόκειται για μια ταινία τρόμου όπως αυτά του Χόλιγουντ με splatter και αίματα, αλλά μάλλον για μια ταινία τρόμου με τον δικό του τρόπο».

Είναι ακόμη γνωστό ότι ο Αλμοδόβαρ δουλεύει με ηθοποιούς τους οποίους γνωρίζει και εμπιστεύεται. Έτσι και στο Δέρμα που κατοικώ τόσο ο Banderas όσο και η  Anaya έχουν συνεργαστεί κι άλλες φορές με τον σπουδαίο δημιουργό. Μάλιστα ο Banderas στην πρεμιέρα της ταινίας εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στον Αλμοδοβάρ. Η Anaya από την πλευρά της έχει σταθεί σε δηλώσεις της στην έμφαση που δίνει ο Αλμοδοβάρ στην λεπτομέρεια, καθώς και στο πόσο τελειομανής είναι. Μάλιστα αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό, όπου ο Αλμοδοβάρ κατέγραψε αναλυτικές οδηγίες 10 σελίδων, έτσι ώστε η Anaya να αποδώσει ιδανικά μια μικρή σκηνή. Η πιο ενδιαφέρουσα παρατήρηση της, πάντως, αποτελεί και μια πετυχημένη απόπειρα ανάλυσης του έργου: «όλοι οι ήρωες του Αλμοδοβάρ μοιάζουν με προέκταση του ίδιου τού του εαυτού».

Πηγές

ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΩ

Το Δέρμα που Κατοικώ: Η Μεγάλη Απόδραση του Αλμοδοβάρ