Σαν σήμερα το 1826 αρχίζει η Έξοδος του Μεσολογγίου. 10.500 κάτοικοι του Μεσολογγίου μετά από ένα χρόνο τουρκικής πολιορκίας αποφασίζουν αντί να παραδοθούν στον κατακτητή να δώσουν μια τελευταία μάχη. Αυτή η δύναμη και ο ηρωισμός εμπνέει τους καλλιτέχνες που αφιέρωσαν πινελιές και στίχους στην πράξη τους αυτή που έμεινε στην ιστορία.
ΔΙΟΝΎΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”
Μένουν οἱ Μάρτυρες μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα εἰς τὴν ἀνατολή, νὰ φέξῃ γιὰ νὰ βγοῦνε στὸ γιουρούσι, καὶ ἡ φοβερὴ αὐγή.
Μνήσθητι, Κύριε, -εἶναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε, ἐφάνη!
ἐπάψαν τὰ φιλιὰ στὴ γῆ . . . . . . . .
Στὰ στήθια καὶ στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια.
Μιὰ φούχτα χῶμα νὰ κρατῶ καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ ἐκεῖνο.
Ἰδού, σεισμὸς καὶ βροντισμός, κι ἐβάστουναν ἀκόμα,
ποὺ ὁ κύκλος φθάνει ὁ φοβερὸς μὲ τὸν ἀφρὸ στὸ στόμα·
κι ἐσκίστη ἀμέσως, κι ἔβαλε στῆς Μάνας τὰ ποδάρια,
τῆς πείνας καὶ τοῦ . . . . . . . τὰ λίγα ἀπομεινάρια·
τ᾿ ἀπομεινάρια ἀνέγγιαγα καὶ κατατρομασμένα,
τὰ γόνατα καὶ τὰ σπαθιὰ τὰ ῾ματοκυλισμένα.
Καὶ βλέπω πέρα τὰ παιδιὰ καὶ τὲς ἀντρογυναῖκες
γύρου στὴ φλόγα π᾿ ἄναψαν, καὶ θλιβερὰ τὴ θρέψαν
μ᾿ ἀγαπημένα πράματα καὶ μὲ σεμνὰ κρεβάτια,
ἀκίνητες, ἀστέναχτες, δίχως νὰ ρίξουν δάκρυ·
καὶ γγιζ᾿ ἡ σπίθα τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ λιωμένα ροῦχα.
Γλήγορα, στάχτη, νὰ φανεῖς, οἱ φοῦχτες νὰ γιομίσουν.
Εἶν᾿ ἕτοιμα στὴν ἄσπονδη πλημύρα τῶν ἁρμάτων
δρόμο νὰ σχίσουν τὰ σπαθιά, κι ἐλεύθεροι νὰ μείνουν
ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸ χάρο.
Το Μεσολόγγι (δημοτικό ποίημα)
Να ῾μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ᾿ αψήλου
ν᾿ αγνάντευα τη Ρούμελη το έρμο Μεσολόγγι
πώς πολεμάει με την Τουρκιά με τέσσερις πασάδες.
Πέφτουν κανόνια στη στεριά και μπόμπες του πελάγου,
πέφτουν τα λιανοντούφεκα σαν άμμος σαν χαλάζι.
Και ο Μακρής τους φώναξε και ο Μακρής τους λέει:
-Παιδιά βαστάτε τ᾿ άρματα και τα βαριά ντουφέκια
και το μιντάτι έρχεται στεριά και του πελάγου.
Μήτε μιντάτι έφτασε, μήτε βοήθεια φτάνει
και οι κλεισμένοι ξόρμησαν με τα σπαθιά στα χέρια
κι οι Τούρκοι τους εσταύρωσαν και τους διαμοιράζουν.
Πήραν κεφάλια αμέτρητα και ζωντανούς αμέτρους
και λίγοι ξεγλιστρήσανε πλέοντας μες στο αίμα.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, “Η ομιλία του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου για την Έξοδο του Μεσολογγίου στις 17 Απριλίου 1989.”
“Θα έπρεπε τα παιδιά των σχολείων όλης της χώρας, αφού πρώτα είχαν διδαχθεί από την καλή Παιδεία, να προσανατολίζονται την ώρα αυτή προς το Μεσολόγγι, για μία ολιγόλεπτη σιωπή και περισυλλογή… Δεν με διακατέχει κανενός είδους σωβινισμός ή προγονοπληξία. Φτάσαμε όμως στο σημείο να θεωρούμε αναχρονισμό την αναφορά στην ιστορία μας … χωρίς κάποια στηρίγματα και κάποιες ρίζες δεν μπορεί να πάει μπροστά ένα έθνος… Ότι ήταν να λεχθεί εδώ, σ’ αυτό τον τόπο και την ιστορία του, έχει λεχθεί… Εκείνο που θα επιθυμούσαν οι νεκροί, αν μπορούσαν να επιθυμούν ακόμη, θα ήταν να ερχόμαστε εδώ και να τους εξιστορούμε τα πεπραγμένα μας. Να τους αναφέρουμε πόσο κοντά και πόσο μακριά βρίσκεται η ψυχή μας από την ψυχή του Μεσολογγιού. Αν διατηρήθηκε η ηθική συγγένεια μαζί τους. Αν έχουμε το δικαίωμα να συνδιαλεγόμαστε με κούφια λόγια μαζί τους…”.
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΏ,” Κεφάλια του Σαραγιού”
Στα «Κεφάλια του Σαραγιού», ο Ουγκώ υμνεί τους νεκρούς ήρωες του Αγώνα, με προεξάρχοντες τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Ιωσήφ Ρωγών και τον Κανάρη, για τον οποίον είχε διαδοθεί στη Δύση πως είχε σκοτωθεί. Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, στην ρομαντική μετάφραση-διασκευή του Ανδρέα Καφετζόπουλου:
«Ω! Ναι! Κανάρη Ναύαρχε! Συ βλέπεις το Σαράι
κι αυτό του Μάρκου Βότσαρη τ’ αγέρωχο κεφάλι
όπου το εξεθάψανε μέσα από το μνήμα
και την καινούργια τους γιορτή στολίσανε και πάλι.
Μέσα εις το κυβούρι μου εμπήκαν με μανία
κι εκεί οι Τούρκοι επίμονα κι εκεί μ’ εκυνηγήσαν
ούτε εκεί ο άμοιρος δεν βρήκα ησυχία!
Και τη γιορτή τους με αυτό οι άπιστοι στολίσαν.
Ιδές αυτά τα κόκκαλα που είν’ σκελετωμένα
και συ μου τα εξέλαβες για σκιάχτρο εδ’ απάνου
που τα σκουλίκια λαίμαργα έχουν αφανισμένα
τα ξέθαψαν και τάστειλαν πεσκέσι του Σουλτάνου.
Κανάρη! Άκουσε λοιπόν! Κι αν θέλης πες τον μύθο.
Κοιμώμουνα στο μνήμα μου, κι αίφνης σαν να σφυράη
με ξύπνησε αναπάντεχα μέσα από το βύθο
μία φωνή σπαραχτική «Το Μεσολόγγι πάει!»