Μικρά Αγγλία: ένας ανεκπλήρωτος κινηματογραφικός και μυθιστορηματικός έρωτας

Μικρά Αγγλία έλεγαν κάποτε την Άνδρο, χάρη στη ναυτιλία της που τολμούσε να υψώσει το ανάστημά της και να κοιτάξει στα μάτια την θαλασσοκράτειρα Μεγάλη Βρετανία. Μικρά Αγγλία λέγεται και το πλοίο πάνω στο οποίο θα μπαρκάρει κάποτε ο Σπύρος, ο άντρας που θα μπει ανάμεσα στις δύο κόρες ενός ανδριώτη πλοίαρχου. Η εσωστρεφής Όρσα, η μεγάλη κόρη, τρέφει για αυτόν έναν θηριώδη έρωτα που θα μείνει ανεκπλήρωτος, καθώς η μητέρα της θα την υποχρεώσει να παντρευτεί έναν πλούσιο καραβοκύρη. Αργότερα, πλοιοκτήτης και αυτός πια -συνεπώς άξιος για να μπει στην οικογένεια- ο Σπύρος θα παντρευτεί τη μικρή και επαναστάτρια κόρη, τη Μόσχα. Τα δύο ζευγάρια θα κατοικήσουν στο ίδιο σπίτι με ένα λεπτό ξύλινο ταβάνι ανάμεσά τους. Η Όρσα θα αφουγκράζεται τα βήματα, τα τριξίματα και τα φιλιά και το μαχαίρι θα μπαίνει όλο και πιο βαθιά μέσα της. Αυτό βέβαια όσο οι άντρες βρίσκονται στο νησί και δεν είναι φευγάτοι στα καράβια.

Η ιστορία διαδραματίζεται στην εικοσαετία από το 1930 μέχρι το 1950. Πίσω από το ασίγαστο πάθος της Όρσας που αποτελεί την κινητήρια δύναμη του δράματος, αναδύεται ο ασφυκτικός μικρόκοσμος του νησιού εκείνης της εποχής και τα αποπνικτικά ήθη του: οι κοινωνικές συμβάσεις, η ιδιότυπη μητριαρχία που έχει επιβληθεί από την απουσία των αρσενικών, το πάθος για κοινωνική άνοδο και εξουσία… Και βέβαια, η πορεία των χαρακτήρων διασταυρώνεται με τα μεγάλα γεγονότα που άλλαξαν τη μοίρα του νησιού και της Ελλάδας. Με τον πόλεμο, με τους τορπιλισμούς των εμπορικών πλοίων, με την Κατοχή και τον εμφύλιο.

Το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, κυκλοφόρησε το 1997 κερδίζοντας το κρατικό βραβείο και συγκινώντας μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού.

Ενώ η ιδέα για το βιβλίο προέκυψε τυχαία. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, Ιωάννα Καρυστιάνη: «Ένας παλιός συμφοιτητής με φώναξε για έναν καφέ στο σπίτι του και είδα τις φωτογραφίες πέντε πνιγμένων ναυτικών σε κάδρα. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα άλλαξαν όλα μέσα μου. Ένιωσα ένα τεράστιο σοκ και αναρωτήθηκα πώς ένα σπίτι μπορεί να αντέξει τέτοιο πένθος. Στην Άνδρο σχεδόν όλα τα σπίτια είναι λαβωμένα από ναυάγια. Αυτό με έκανε να αγαπήσω παράφορα το νησί και τη ναυτική ζωή και αποφάσισα ότι ήθελα να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτό το θέμα».

Δεκαέξι χρόνια μετά, η ιστορία των δύο αδελφών που μοιράζονται τον ίδιο –απόντα- άντρα, μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη σε σενάριο της Καρυστιάνη και σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη. Ο τελευταίος έμεινε πιστός στο πνεύμα του βιβλίου, ενσωματώνοντας στο δράμα τόσο την κοινωνική διάρθρωση του νησιού όσο και το ιστορικό πλαίσιο, ενώ παράλληλα, έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο στο φυσικό σκηνικό της Άνδρου. Με τον τρόπο αυτό, η ταινία ξεφεύγει από τα στενά όρια της ηθογραφίας και αποκτά περισσότερα επίπεδα ανάγνωσης. Γίνεται ένα ανθρωποκεντρικό δράμα που αποπνέει γνήσια συγκίνηση και αγγίζει θέματα που μόνο η καλή τέχνη μπορεί να πλησιάσει.

Πιθανόν κάποιοι να βρουν αργό τον ρυθμό με τον οποίο κουμπώνουν μεταξύ τους τα επιμέρους κομμάτια και στήνεται το σύμπαν της ταινίας. Όμως οι αρετές της κινηματογραφικής γραφής του Βούλγαρη (η εξαιρετική καθοδήγηση των ηθοποιών, η συνετή κλιμάκωση της ιστορίας, η «έντιμη» και χωρίς εκζήτηση κινηματογράφηση, η εμμονή στην λεπτομέρεια…) είναι παρούσες και ικανές να αποζημιώσουν τον υπομονετικό θεατή.

Η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας, τα ήθη, οι νοοτροπίες και οι παγιωμένες αντιλήψεις της μικροαστικής κοινωνίας ενός λαού που παραπαίει μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αποτελούν στοιχεία που πάντα έθελγαν την προσοχή του Παντελή Βούλγαρη. Βασικός εκπρόσωπος του ρεύματος «Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος» (1970-1980), ο σκηνοθέτης με όργανο την κάμερα καταγράφει κάθε φορά διάφορες όψεις της ελληνικής κοινωνίας ανοίγοντας μια προβληματική πάνω στις κοινωνικές δομές και τους θεσμούς.

Ο Παντελής Βούλγαρης αρέσκεται στην ωμή και ρεαλιστική περιγραφή των ανθρώπινων σχέσεων, οι οποίες συχνά εκτίθενται μέσα από το πρίσμα μιας αλληλεπίδρασης μεταξύ καταπιεζόμενου και καταπιεστή, εξουσιαζόμενου και εξουσιαστή με προκανονισμένα και αυθαίρετα σύμφωνα («Το Προξενιό της Άννας», «Οι Νύφες») που καθορίζουν το μέλλον και τη μοίρα των νεαρών θυμάτων.

Το φυσικό ντεκόρ της Άνδρου μάς παραδίδεται με εικόνες καρτποσταλικής ομορφιάς και συνάδει με τον εσωτερικό διάκοσμο των σπιτιών, παραδοσιακό και προσεγμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Οι εξωτερικοί και εσωτερικοί χώροι εικονοποιούν το αλλοτινό και τωρινό «πρόσωπο» της Άνδρου φέρνοντας στην επιφάνεια μια «ελληνικότητα» που διατρέχει το χρόνο.


Πίσω από τα αυστηρά συντεταγμένα κοφτά, τα κεντήματα, τα πολύτιμα φλιτζάνια και τους κουραμπιέδες αναδύεται ένα άρωμα συντηρητισμού, απομόνωσης και στέρησης. Οι χαρακτήρες βυθίζονται σε αυτήν την ατμόσφαιρα και περιπλανώνται ως έρμαια μιας δράσης που τους ξεπερνά, ανήμποροι να ελέγξουν το πεπρωμένο τους, όπως στην αρχαία τραγωδία.


Το ντεκόρ συμβάλλει αποφασιστικά στην αναπαράσταση των διαδραματιζόμενων. Έτσι, η Όρσα μέσα σε ένα όμορφο κτήμα με λεμονιές θα αντιδράσει στην απόφαση της μάνας της λέγοντας της ότι «δεν είναι χωράφι για να την ξεπουλήσει». Από την άλλη, η θάλασσα με τα κύματά της εκφράζει εύγλωττα τη φυγή του Σπύρου από τη ζωή της Όρσας ή και τη συνεχή φυγή πολλών ανδρών των οικογενειών του νησιού, καθότι αυτοί ήταν ναυτικοί. Μια συνεχή ροή, μια ρευστότητα και αστάθεια διατρέχει τη διήγηση και το δράμα των ηρώων παραπέμποντας στην αντίστοιχη ρευστότητα και αστάθεια που χαρακτηρίζει την ελληνική πραγματικότητα (και ταυτότητα;) από αρχαιοτάτων χρόνων.

Το μοντάζ της ταινίας είναι αυτό που καθορίζει τη δραματοποίηση των καταστάσεων εκφράζοντας εύγλωττα τις συγκινήσεις. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή της σύγκρουσης μεταξύ των δύο αδελφών: τα ηχητικά ρακόρ φουρτουνιασμένης θάλασσας σε συνδυασμό με τη χρήση έντονα κινούμενης κάμερας που μιμείται το ρυθμό της κίνησης κυμάτων που ξεσπούν δίνουν ένα εξαίσιο οπτικό σύνολο, με τις εικόνες να μπαίνουν στη θέση των λέξεων, (κατά)δηλώνοντας την οργή των ηρώων. Η χρήση της voice over και του hors-champ, επίσης, λειτουργεί ως καθοριστικός παράγοντας αύξησης της τραγικότητας. Επιπλέον, η αντίθεση αποτελεί μια ακόμη άσκηση ύφους, καθώς η στατικότητα, η αναμονή και η ήρεμη ζωή του σπιτιού αντι-παρατάσσεται δίπλα στην άστατη και φουρτουνιασμένη ζωή των ναυτικών.

Σε οπτικοακουστικό επίπεδο η Μικρά Αγγλία διαθέτει αναμφίβολα την ποιότητα που απαιτεί το είδος της ταινίας εποχής. Καταρχάς πρόκειται για την πρώτη ταινία του Βούλγαρη που δεν γυρίστηκε σε φιλμ. Ο διευθυντής φωτογραφίας Σίμος Σαρκετζής χρησιμοποίησε ψηφιακό μέσο, κάτι που έκανε και πιο ευέλικτο το γύρισμα και πιο εύκολη την επεξεργασία των τόνων και των χρωμάτων στη συνέχεια. Τα κοστούμια της Γιούλας Ζωιοπούλου και τα ντεκόρ του Αντώνη Δαγκλίδη είναι πρώτης γραμμής, ενώ πολύ θετική εντύπωση κάνει η μουσική της εικοσιπεντάχρονης Κατερίνας Πολέμη. Το μοντάζ έφερε σε πέρας ο πολύπειρος Τάκης Γιαννόπουλος.

Ο Βούλγαρης ήταν πάντα ένας «σκηνοθέτης ηθοποιών». Εδώ, η συνεργασία του με τις νεαρές Πηνελόπη Τσιλίκα και Σοφία Κόκκαλη που επωμίστηκαν τους ρόλους της Όρσας και της Μόσχας αντίστοιχα, απέφερε πολύ δυνατές και «φρέσκες» ερμηνείες. Ιδιαίτερη αίσθηση κάνει και η παρουσία της Αννέζας Παπαδοπούλου. Η έμπειρη ηθοποιός, σε μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα κινηματογραφικές εμφανίσεις της, κατάφερε να δώσει σπάνιο βάθος στο ρόλο της μητέρας –του θεματοφύλακα των ηθών και των συμφερόντων της οικογένειας- χαρίζοντάς μας μια πραγματικά μεγάλη ερμηνεία.

Η Ανδρος του 1930 είναι ένα νησί ναυτικό: οι άντρες περιπλανώνται στις θάλασσες του κόσμου προσπαθώντας να γίνουν καπετάνιοι και να κάνουν ένα κομπόδεμα, αλλά συχνά χάνονται στα κύματα. Οι γυναίκες μένουν πίσω στο νησί και παλεύουν να φτιάξουν μια τύχη για κείνες και για τις οικογένειές τους. Μια τέτοια γυναίκα, η Μίνα, με στρατηγικό πολυμήχανο μυαλό, κανονίζει τα προξενιά των κοριτσιών της, της Ορσας και της Μόσχας, εξασφαλίζοντάς τους καλή ζωή, χωρίς να νοιάζεται για «αισθήματα» και ρομάντζα. Μόνο που οι δυο κόρες αγαπούν τον ίδιο άντρα και οι μηχανορραφίες της μάνας τους θα φέρουν μοιραίες συγκρούσεις στην οικογένειά τους.

Ο Παντελής Βούλγαρης μεταφέρει στο σινεμά το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, σε σενάριο δικό της, κρατώντας ατόφια την καρδιά της ιστορίας και φτιάχνοντας μια ειλικρινή και συγκινητική ταινία εποχής. Η αίσθηση του παρελθόντος έχει ρεαλισμό και ακρίβεια, αλλά την ιστορία κουβαλούν ήρωες και ανθρώπινες ισορροπίες σύγχρονες ή, καλύτερα, διαχρονικές.

Η Ανδρος μεταμορφώνεται σ’ ένα κλειστό σύμπαν αυτόνομο, ολοζώντανο, μια μικρογραφία της παλιάς Ελλάδας που, ξανά, αγωνιζόταν να επιβιώσει. Η φωτογραφία του Σίμου Σακερτζή, τα σκηνικά του Αντώνη Δαγκλίδη, τα ρούχα της Γιούλας Ζωιοπούλου, συνθέτουν μια πιστή απεικόνιση του «τότε», που ταυτόχρονα έχει ανάσα μοντέρνα, ελκυστική. Η δουλειά στον ήχο της ταινίας μάς αφήνει ν’ ακούμε, στα κλεφτά, ατάκες περαστικών, ή επίκαιρα, που με δυο λόγια αποδίδουν το κλίμα των καιρών. Η υπέροχη μουσική (και, στους τίτλους αρχής, η φωνή) της Κατερίνας Πολέμη συνοδεύει τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα των ηρώων με ταιριαστή μελαγχολία. Αλλά ενώ η ιστορική αναπόληση έχει σημασία, η ιστορία η ίδια μεταφέρεται με ένταση, με πνεύμα καίριο, με πάθος κι έναν άγριο ρομαντισμό.

“Η ανάσα της ναυτικής παράδοσης με κινητοποιεί. Το ήθος της εποχής με συγκινεί. Οι νοοτροπίες και οι ανθρώπινες σχέσεις αποζητούν μια καίρια και ευαίσθητη καταγραφή. Θέλησα να καταφέρω να αφουγκραστώ τα πάθη, να φωτίσω τη σημασία της μακράς απουσίας και της απαντοχής, την ανακούφιση του σμιξίματος μετά από καιρό, το πένθος για τις απώλειες. Ειδικά αυτή τη γκρίζα εποχή, τους στενάχωρους καιρούς για τον τόπο και τους ανθρώπους, αξίζει να προσφέρουμε ένα κινηματογραφικό έργο πλούσιο σε αισθήματα και ανθρωπιά και μαζί ένα ταξίδι σε άγνωστες σελίδες της ιστορίας. Στα χρόνια που κάνω σινεμά, κοντά στα πρόσωπα της οικογένειας και των φίλων της νεότητας μου, προστίθενται και άλλα άγνωστα στην αρχή, που στο τέλος μιας ταινίας παίρνουν μια θέση στην καρδιά μου. Με τα μάτια και τη φωνή τους, διηγούμαι αυτό που με αναστατώνει. Μπορεί να περνάει καιρός μετά από την περιπέτεια που έζησα μαζί τους, όμως τα ονόματα τους διατηρούν για πάντα τη μοναδικότητα τους.” Παντελής Βούλγαρης

Ο Βούλγαρης επιλέγει δοκιμασμένους ηθοποιούς για τους δεύτερους ρόλους του, αλλά στην πρωταγωνιστική τετράδα αποκαλύπτει πρόσωπα νέα, φρέσκα, ιδιαίτερα, φωτογενή, φτιαγμένα για τη μεγάλη οθόνη, που κι αν κατά στιγμές ξεφεύγουν «θεατρικά» από την απλότητα της ταινίας, ενσαρκώνουν τους ρόλους τους συναρπαστικά. Κι αν η διάρκεια ξεπερνά πληθωρικά τις δυο ώρες, λίγα παραπάνω χαρτομάντιλα και η άνευ όρων παράδοση στο συναίσθημα έκανε το χρόνο να περνά πιο γρήγορα και απολαυστικά.

Από τη σύγχρονη ελληνική παραγωγή λείπουν τα εμπορικά δράματα με καλλιτεχνικές αξιώσεις και η «Μικρά Αγγλία» ήρθε να πληρώσει αυτή τη θέση. Μια ταινία ευαίσθητη, συγκινητική και ζωισμένη, κλασική και δροσερή ταυτόχρονα, ένα ωραίο δείγμα κινηματογραφικής πληρότητας.

Πηγές: https://www.oanagnostis.gr/%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AC-%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%BB%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE/

https://www.clickatlife.gr/cinema/story/21627

https://flix.gr/cinema/mikra-agglia.html

https://m.tvxs.gr/mo/i/144611/f/news/sinema/%C2%ABmikra-agglia%C2%BB-i-tragiki-istoria-enos-anekplirotoy-erota.html