Το καρναβάλι του Γύζη

Σαν χθες, 1η Μαρτίου 1842, γεννήθηκε στο Σκλαβοχώρι της Τήνου ο Νικόλαος Γύζης. Ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Διακρίθηκε σε όλα τα χρόνια των σπουδών του και πήρε τα πρώτα βραβεία στην ξυλογραφία, τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία.

Ως γνήσιο τέκνο της Σχολής του Μονάχου ο Γύζης ασχολήθηκε με την ηθογραφία, τη νεκρή φύση και το πορτρέτο, όμως ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 θα στραφεί προς τα ιδεαλιστικά – αλληγορικά θέματα επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Συμβολισμό, εκφράζοντας με τον δικό του, ιδιαίτερο, τρόπο το νέο πνεύμα της εποχής.

Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο ζήτησε το 1887 από τον Γύζη αλλά και από τον Ιακωβίδη με την ίδια ακριβώς επιστολή να σχεδιάσουν τη σημαία του. Ο Γύζης αναλαμβάνει το έργο, φροντίζοντας να συζητήσει τα σχέδιά του με τον Ιακωβίδη, τον οποίο εκτιμά ιδιαίτερα. Το λάβαρο, που είναι επηρεασμένο από τα γλυπτά του ναού της Αφαίας, δε θα αρέσει σε όλους: «χονδροειδές εικόνισμα» και «ακαλαίσθητο κακοτέχνημα» είναι κάποιοι από τους χαρακτηρισμούς που ο ζωγράφος θα αντιγράψει στις σημειώσεις του.

Το 1888 το έργο του «Πνεύμα της Τέχνης» χρησιμοποιείται σαν διαφημιστική αφίσα του Καλλιτεχνικού Συνδέσμου του Μονάχου, ενώ το 1892 κερδίζει χρυσά μετάλλια στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου και στη Μαδρίτη. Το 1895 επισκέπτεται για τελευταία φορά την Ελλάδα, όπου όλοι τον αντιμετωπίζουν με δέος και το 1896 σχεδιάζει το Δίπλωμα των Ολυμπιακών Αγώνων.

Από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της «Σχολής του Μονάχου», ο Νικόλαος Γύζης δεν επηρέασε μόνο την πορεία της ελληνικής τέχνης αλλά κατέχει σημαντική θέση και στη γερμανική ιστορία της τέχνης του 19ου αιώνα. Οι ηθογραφίες του υπερβαίνουν την απλή διήγηση, το ιδεαλιστικό, αλληγορικό και θρησκευτικό του έργο, ωστόσο, είναι εκείνο που αναδεικνύει το διαμέτρημά του.

Λάτρης της μουσικής, συνήθιζε να ζωγραφίζει υπό τους ήχους της και η επίδρασή της είναι ορατή σε έργα όπως η «Εαρινή Συμφωνία» και ο «Χορός Των Μουσών». «Όταν ο Πήγασος μου θέλη καμμία φορά να ξεκουρασθή επιστρέφει τις τον Όλυμπον. Eκεί είδα πολλούς· όχι μόνον τους θεούς της Eλλάδος αλλά όλους τους εξόχους άνδρας (…). Kαι το μεγαλοπρεπέστερον, εις υψηλότερον μέρος καθήμενος ο Beethoven έπαιζεν εις όργανον την χιλιοστήν συμφωνίαν του», γράφει.

Το έργο του υπήρξε πολύπλευρο, στο επίκεντρο ωστόσο πάντα βρισκόταν ο άνθρωπος. Η οικογένεια και τα βιώματά της είναι το κύριο θέμα των ηθογραφιών του, ενώ ιδιαίτερη σημασία ο ζωγράφος έδινε στην απόδοση των παιδιών. Λιγοστοί είναι οι πίνακες που απεικονίζουν περιθωριακούς τύπους της κοινωνίας, καθώς και εκείνοι που αναφέρονται στην Τουρκοκρατία, με το «Κρυφό Σχολειό» να κυριαρχεί ανάμεσά τους –πολεμικά γεγονότα ο Γύζης δε ζωγράφισε ποτέ. Επιδιώκοντας να ανανεώσει την ηθογραφία χρησιμοποίησε αρχαιοελληνικά θέματα με τις Νύμφες, τους Κενταύρους, τους Σάτυρους και τους ερωτιδείς να πρωταγωνιστούν.

Στα ιδεαλιστικά του έργα κατοικούν μυστηριώδεις γυναικείες μορφές που φέρουν τα ονόματα Τέχνη, Μουσική, Άνοιξη, Αρμονία, Ιστορία, Φήμη, ενώ τα θρησκευτικά του οράματα είναι δηλωτικά της υπαρξιακής του αγωνίας και εικονογραφούν την πάλη του Καλού με το Κακό. Αν και γνώρισε την αναγνώριση και τη δόξα, ο Νικόλαος Γύζης διατήρησε τη σεμνότητά του, μαζί με μια αίσθηση καλλιτεχνικής ανεπάρκειας, που συνδέεται με τη μεγάλη του αγάπη για τη μουσική: «Πόσον πτωχός είναι ο ζωγράφος απέναντι του ποιητού! Αν ξαναγεννηθώ θα γίνω ποιητής και μουσικός», δήλωνε στο Νικόλαο Νάζο το 1875.

Το έργο του που επιλέξαμε σήμερα, ώστε να συνάδει με το πνεύμα των ημερών είναι το “Καρναβάλι”.
Απεικόνιση σχεδόν φωτογραφική. Φως ζεστό, μαγικό, που ξεπηδά από εκεί που ο ζωγράφος επιλέγει και με τρόπο που μόνο εκείνος ήξερε να διαχειριστεί και φωτίζει ανεπιτήδευτα όλες τις μορφές του έργου ώστε να αποκρυσταλλωθούν με την πιο φυσική μέθοδο οι εκφράσεις τους.

Τα πρόσωπα γεμάτα ένταση. Η χαρά που αναβλύζει από τους χαρακτήρες του έργου, ανόθευτη. Η αίσθηση της ένωσης και του μοιράσματος με αφορμή μια παραδοσιακή γιορτή, δυνατή πολύ.

Άνδρες και γυναίκες, καλικάντζαροι, νέοι και πιο ηλικιωμένοι, έπιπλα και σκεύη σκορπισμένα, μάσκες, ρούχα, ξάφνιασμα, λάγνα βλέμματα, ανάμεικτα συναισθήματα και διάθεση που παραπέμπουν σε γιορτή. Ή όπως ακριβώς το ονόμασε κι εκείνος, ένα «Καρναβάλι στην Αθήνα».

Κι όλα αυτά να διαδραματίζονται σε ένα χώρο που φαντάζει μάλλον φτωχικός.

«Πρόκειται για ελαιογραφία σε μουσαμά που ολοκληρώθηκε το 1892 μετά από τουλάχιστον μία δεκαετία πειραματισμών και έρευνας πάνω στην σύνθεση και την λειτουργία του φωτός στο έργο», αναφέρει ο διευθυντής του Μουσείου Στέφανος Καβαλλιεράκης. Στο εσωτερικό ενός φτωχικού σπιτιού, στα μέσα του 19ου αιώνα, μία οικογένεια καθισμένη γύρω από το τραπέζι, διασκεδάζει με το έθιμο των μασκαράδων όταν αυτοί εισβάλουν για να τρομάξουν τα παιδιά. Η σκηνή, λουσμένη σε ένα ζεστό φως που μπαίνει από το παράθυρο, ανακατεύεται με τη μυρωδιά του γαλακτομπούρεκου, τον καπνό απ’ το τσιγάρο και τις αγκαλιές των παιδιών. Οι αισθήσεις και τα συναισθήματα κυριαρχούν σε αυτό το αριστουργηματικό έργο που αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα καλύτερα του κορυφαίου.Η αντιπαράθεση του διονυσιακού και του απολλώνιου στοιχείου, η αναμέτρηση του φωτός και της σκιάς, της οικογενειακής ζωής και των εκστασιασμένων καρναβαλιστών ως ένα είδος δαιμόνων – όλα αυτά δημιουργούν ένα έργο εξαίσιο που ξεφεύγει από την παγίδα τού να αποτελεί ένα απλό, άκακο και αφελές βουκολικό ενσταντανέ».

Είναι κι αυτό ένα έργο της ωριμότητάς του, που ξεκάθαρα υπογραμμίζει τη νοσταλγία του για την πατρίδα. Το ίδιο συναίσθημα γέννα και στο θεατή που τον ταξιδεύει σε εποχές που δεν απέχουν χρονικά της δικής μας αλλά απέχουν σε αυθεντικότητα και συναισθήματα. Ευχόμαστε και οι δικές σας απόκριες να έχουν αυτή τη μαγεία και την ομορφιά του πίνακα.

Πηγή: LiFO