Αντί προλόγου
Πρόσφατα είχα την τύχη να παρακολουθήσω στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης δύο εξαιρετικές παραστάσεις, μεταφορές επί σκηνής των έργων του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι “Οι Δαιμονισμένοι” και “Ο Μέγας Ιεροεξεταστής” σε επιμέλεια, διασκευή και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Χατζή. Σε συνδυασμό με τη γέννηση σαν σήμερα του συγγραφέα, που χάρισε απλόχερα την αφορμή, η θεατρική μας στήλη θα κάνει λόγο για δυο αριστουργήματα της λογοτεχνίας που έχουν πολλές φορές μετατραπεί σε αριστουργήματα του θεατρικού θεάματος. Ας δούμε λίγο ξεχωριστά τα δύο αυτά έργα, όσο γίνεται από θεατρική πάρα από λογοτεχνική σκοπιά, τους χαρακτήρες που διαγράφονται και τα μηνύματα που περνούν στον εκαστασιασμένο θεατή ή αναγνώστη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι άλλα έργα του Ντοστογιέφσκι βλέπουμε πιο συχνά να μεταπηδούν από τις σελίδες των βιβλίων στην αυλαία του θεάτρου. Τέτοια είναι ο Παίκτης, το Όνειρο ενός γελοίου, Έγκλημα και Τιμωρία, ακόμα και το Υπόγειο. Ίσως αυτό που καθιστά δυσχερή και έτσι όχι τόσο συχνή την απόδοση του έργου του Ντοστογιέφσκι στο θέατρο να μην είναι μόνο ο πυκνός του λόγος, αλλά το έντονο συναισθηματικό υπόβαθρο, η εσωτερική ταραχή που βασανίζει τους ήρωες, η υπαρξιακή αγωνία, τα φιλοσοφικά ερωτήματα που παραπέμπουν σε μια αρχαία τραγωδία, χωρίς να διαθέτουν όμως την αμεσότητα της που βοηθά τον θεατή να πλησιάσει την κάθαρση. τα μηνύματα του Ρώσου συγγραφέα, λόγω της θεολογικής, της στοχαστικής τους διάθεσης, καταλήγουν δυσνόητα και απαιτούν μια αντίληψη διαφορετική και μια οπτική ανοικτή.
Τα δύο αυτά συνιστούν έργα της τελευταίας περιόδου και της απόλυτης ωριμότητας του συγγραφέα. Στο μύθο του μεγάλου Ιεροεξεταστή (απόσπασμα που ο συγγραφέας ενέταξε αργότερα στο πιο ολοκληρωμένο του έργο: τους Αδελφούς Καραμαζώφ), ο Ντοστογιέφσκι εκφράζει τα αγωνιώδη ερωτήματα που τον τυραννούν: Τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας, της βούλησης, της πίστης, της ύπαρξης του θείου, της ομορφιάς, της αγάπης. Της ανθρώπινης διαφθοράς. Της πραγματικής δύναμης του ανθρώπου. Θεός-άνθρωπος ή άνθρωπος-θεός; Μεγάλα, καίρια ερωτήματα με τα οποία η σύγχρονη ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη. Ο άνθρωπος ως θύμα και ως θύτης. Σε αυτές τις ιδέες εμπεριέχεται η φιλοσοφία του συγγραφέα, σε αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί απεγνωσμένα να δώσει μια απάντηση. Το καταφέρνει; Αυτό θα κληθεί να το κρίνει μόνο ο θεατής.
Οι ιστορίες
Οι δαιμονισμένοι
Το έργο αυτό ξεκίνησε να γράφεται το 1869 απ ‘τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι και ολοκληρώθηκε το 1872. Θεωρείται μέχρι σήμερα ένα απ΄τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και όχι άδικα, όπως άλλωστε και ο δημιουργός του. Ο Ντοστογιέφσκι είναι αντιπροσωπευτική προσωπικότητα της εξαιρετικής περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μιας περιόδου κατά την οποία η κίνηση των ιδεών, η ανάπτυξη μιας κοινωνικής συνείδησης ευαίσθητης στις εξελίξεις, η αναζήτηση της αλήθειας και της ομορφιάς, όλα καθρεπτίζονται σε μια λογοτεχνία εξαιρετικά προβληματισμένη και πλούσια σε ανθρωπιά. Οι διάλογοι περί αυτοκτονίας, περί θρησκείας, περί έρωτα, περί Καλού και Κακού αποτελούν συζήματα, τα οποία διαβάζονται άνετα και από τον πλέον απαίδευτο αναγνώστη. Αξίζει, λοιπόν, ν’ αφιερωθούν λίγες ώρες για την ανάγνωση των εξαιρετικών δημιουργημάτων αυτού του σπουδαίου καλλιτέχνη.
Έτσι, σύμφωνα με τις πηγές της βιογραφίας του, το έργο γράφτηκε υπό συνθήκες εξαθλίωσης και ενώ ο συγγραφέας βρισκόταν στο εξωτερικό. Κάποια στιγμή, ενώ βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ο Ντοστογιέφσκι αρνήθηκε να τελειώσει το έργο αν δεν επέστρεφε στην πατρίδα του. Έτσι, ο εκδότης του φρόντισε για την επιστροφή του και για την προώθηση του βιβλίου, οργανώνοντας δημόσιες αναγνώσεις αποσπασμάτων παλαιότερων έργων του.
Εν συνεχεία, και ενώ ο Ντοστογιέφσκι είχε συλλάβει τον επόμενο ήρωα του μυθιστορήματος εν ονόματι Η ζωή ενός μεγάλου αμαρτωλού, κάποιο εντυπωσιακό δημοσίευμα στις εφημερίδες άλλαξε άρδην την σκέψη του. Τη βασική πλοκή για τους Δαιμονισμένους την εμπνεύστηκε απ’τη δολοφονία ενός φοιτητή στη Μόσχα. Αιτία για τη δολοφονία στάθηκε η υποψία κάποιων συμφοιτητών του πως θα τους πρόδιδε. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στις 700 περίπου σελίδες του μυθιστορήματος στηρίζονται σε αληθινά περιστατικά της εποχής που συντάραξαν τον συγγραφέα.
Να σημειωθεί ότι, τη δεκαετία 1860-1870 ακμάζει το κίνημα του Μηδενισμού, γεγονός καταλυτικής σημασίας, όπως αποδείχτηκε, για τον Ντοστογιέφσκι. Η δολοφονία του φοιτητή Ιβανόφ διαπράχθηκε από την οργάνωση «Λαϊκή Εκδίκηση» που καθοδηγείτο από τον Νιετσάγεφ, πνευματικό τέκνο του πατριάρχη του αναρχισμού Μπακούνιν, και συγγραφέα της «Κατήχησης ενός Επαναστάτη», ενός βιβλίου που επηρέασε τις «τρομοκρατικές οργανώσεις» του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα (Ερυθρές Ταξιαρχίες,Μπάαντερ-Μάϊνχοφ κλπ).
Στους δαιμονισμένους δε συναντά κανείς μόνο έναν συγγραφέα ικανό να πλάσει αληθινούς ήρωες αλλά και έναν διανοητή που στέκει πιο πάνω από την εποχή του και με προφητική οξυδέρκεια προβλέπει όχι μόνο όσα ακολούθησαν στη δική του Ρωσία, αλλά και όσα ζούμε στη σημερινή Ελλάδα και στο σημερινό κόσμο.
Πρόκειται για ένα έργο που ανατέμνει την ανθρώπινη ψυχή φτάνοντας σε βάθη δυσθεώρητα και συγχρόνως κατέχει μια σημαντική πολιτική διάσταση.
Ο συγγραφέας παρουσιάζει τους χαρακτήρες με τόση λεπτομέρεια και ρεαλισμό, που νομίζεις ότι είναι πραγματικά πρόσωπα και εκείνος μπόρεσε με μια υπερφυσική δύναμη να δει και να καταγράψει κάθε κίνηση του σώματος και της ψυχής τους. Έπειτα, η ασυνήθιστη, δαιδαλώδης πλοκή του απεικονίζει μια ολόκληρη κοινωνία στην επαρχία της τσαρικής Ρωσίας το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, περιλαμβάνοντας και συνδέοντας μεταξύ τους από τον ευσεβή εργάτη και τη φτωχή κοπέλα με τα διανοητικά προβλήματα μέχρι την αριστοκράτισσα που βαριέται και τον άβουλο νομάρχη. Το μυθιστόρημα δεν έχει θετικό ήρωα, εκτός αν δώσουμε αυτό το ρόλο στον καλοσυνάτο Σάτοβ. Οι δύο κύριοι χαρακτήρες του είναι αρνητικοί και ο τίτλος «Δαιμονισμένοι» τους ταιριάζει παρόλο που δεν έχουν κοινούς στόχους.
Η προφητική, διαχρονική δύναμη του έργου έγκειται στο ότι προειδοποιεί για τις καταστροφικές συνέπειες του μηδενισμού. Ο Ντοστογιέβσκι προέβλεψε τι θα έκαναν μετά από δεκαετίες οι ριζοσπάστες μηδενιστές της εποχής του όταν έπαιρναν την εξουσία και δοκίμαζαν να αναδιοργανώσουν την κοινωνία με βάση τα πιστεύω τους. Κατάλαβε ότι άνθρωποι που μισούσαν το χριστιανισμό αναπόφευκτα θα στρέφονταν ενάντια σε εκείνο που έχει μεγαλύτερη αξία στο χριστιανισμό, το Πρόσωπο. Όσο προχωράει η αφήγηση η ένταση ανεβαίνει καθώς η ηθική σαπίλα επεκτείνεται παίρνοντας διάφορες μορφές, όπως ο ηδονισμός και η επιθετικότητα του αριστοκράτη Σταυρόγκιν, η φονική μανία του Στεπάνοβιτς και ο παρασιτισμός του «διανοούμενου» Καρμάζινοβ.
Εμπνεόμενος από τη λαϊκή ορθόδοξη παράδοση, ο συγγραφέας διατηρεί μια αισιοδοξία και προτείνει διέξοδο σωτηρίας από την απουσία νοήματος και τον υλισμό που διάβρωνε τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της χώρας του. Ο καθένας πρέπει να κάνει τη δική του επανάσταση ενάντια στα πάθη του για να γλιτώσει την άβυσσο. Από αυτή την άποψη, ο διάλογος του Σταυρόγκιν με το μοναχό Τύχωνα είναι μνημειώδης.
Ο Μέγας Ιεροεξεταστής
Η διφορούμενη στάση του συγγραφέα απέναντι στη θρησκεία αναβλύζει έντονα από το τέταρτο κεφάλαιο των «Αδερφών Καραμαζόφ» το οποίο έχει ανεβεί σαν χωριστό θεατρικό έργο άπειρες φορές σε όλο τον κόσμο: ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής, ένας λίβελος εναντίον του Χριστού, στο οποίο τίθεται και το ζήτημα της ανάγκης της θρησκείας. Σε κάποιες σημειώσεις του, ο Ντοστογιέφσκι είχε γράψει: «Η Δύση έχασε το Χριστό από λάθος του καθολικισμού, γι’ αυτό και μόνο το λόγο η Δύση σιγοπεθαίνει» (στο Μάρκου Αυγέρη, «Ξένοι Λογοτέχνες», σελ. 67/68). Με τον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή» ο αναγνώστης μεταφέρεται στο Μεσαίωνα και η Ιερά Εξέταση είναι στις δόξες της. Ο Χριστός κατεβαίνει ξανά στη γη για να κάνει θαύματα. Όμως, ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής έχει πια την εξουσία στα χέρια του και καθορίζει την πολιτική, κοινωνική και ηθική τάξη. Διατάζει λοιπόν, το Χριστό, να φύγει κατηγορώντας τον ότι δεν έκρινε σωστά τους ανθρώπους δίνοντάς τους την ελευθερία να επιλέξουν ανάμεσα στο κακό και το καλό. Του υπενθυμίζει επίσης ότι πλέον οι ιερείς έχουν αναλάβει το έργο του. Εκτυλίσσεται ένας έντονος διάλογος ανάμεσα στο Χριστό και τον Ιεροεξεταστή, στον οποίο κατηγορείται ο Χριστός ότι χάλασε την οργανωμένη πνευματική και ηθική τάξη πραγμάτων δημιουργημένη από την Καθολική Εκκλησία για τη σωτηρία των ανθρώπων. Συμπεραίνει λοιπόν ότι ο Χριστός πρέπει να σταυρωθεί ξανά. Σύμφωνα με τον Μάρκο Αυγέρη, ο Ντοστογιέφσκι δεν μπορούσε ποτέ να απαλλαχτεί από την ιδεολογία της απολυταρχικής Ρωσίας και βλέπει τη ζωή σαν θρησκευτική τραγωδία, σαν μια θεοδικία τελικά, στην οποία δοκιμάζεται ο άνθρωπος. Ο χριστιανισμός του Ντοστογιέφσκι χαρακτηρίστηκε από τον θαυμαστή του, το φιλόσοφο Νικολάι Μπερντιάεφ, ως «αναρχικός».
Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι είναι μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση, που ωστόσο επιτηρεί ολόκληρη την αφήγηση των Αδελφών Καραμάζωφ, όχι μόνο επειδή είναι μια σπάνια αφηγηματική κορύφωση, αλλά κυρίως επειδή συγκροτεί τον πυρήνα της αφήγησης, ο οποίος ως κεντρική θεματική ερμηνεύει τα επιμέρους αφηγηματικά στοιχεία των Αδελφών Καραμάζωφ, και μέσω της ερμηνείας τα παρασύρει προς τον δικό του δρόμο, προς το δικό του ύφος και ήθος. Αυτό το ύφος και αυτό το ήθος εντυλίσσονται γύρω από το κομβικό, αγωνιακό πρόβλημα της ελευθερίας, το οποίο τυραννά τον Ντοστογιέφσκι σε όλο το έργο του. Μιας ελευθερίας που είναι φάντασμα ελευθερίας μέσα στην ανθρώπινη ανελευθερία ή καλύτερα μια προσομοίωση ελευθερίας, όταν το ανθρώπινο δράμα παίζεται κατακόρυφα, ανάμεσα στο βασίλειο του Θεού και στο βασίλειο του Διαβόλου. Πρόκειται μήπως για την ελευθερία του Θεού ή για την ελευθερία του ανθρώπου; Ποιος εντέλει ηγείται του δράματος της ελευθερίας και ποιος ακολουθεί;
Ο Νικόλας Μπερντιάγιεφ έχει ήδη θέσει τις βασικές προκείμενες για την εναγώνια προσπάθεια του Ντοστογιέφσκι να βιώσει το ερώτημα και να το αποδώσει βιωματικά, φανερώνοντας και συγχρόνως αποκρύπτοντας τη βαθύτατη ουσία του, ακροβατώντας πάνω στην κατακόρυφο μεταξύ ελευθερίας και ανελευθερίας, μεταξύ Θεού και ανθρώπου. “Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής”, γράφει ο Μπερντιάγιεφ, “δεν πιστεύει στον Θεό ούτε και στον άνθρωπο. Είναι δυο πλευρές μιας και της αυτής πίστης. Όποιος έχει χάσει την πίστη του στον Θεό δεν μπορεί να πιστεύει ούτε και στον άνθρωπο […].
Ο άνθρωπος, κατ’ αυτόν, δεν είναι ικανός να υποστεί τη μεγάλη δοκιμασία των πνευματικών δυνάμεων, της πνευματικής του ελευθερίας και της κλίσης του να ακολουθήσει μια ανώτερη και υψηλότερη ζωή […]. Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής αντιτίθεται, εναντίον του Θεού εν ονόματι του ανθρώπου, ενός οποιουδήποτε ελαχίστου ανθρώπου, στον οποίο τόσο λίγο πιστεύει όσο και στον Θεό. Εν προκειμένω η τραγωδία είναι βαθιά”.
Η θέση του Μπερντιάγιεφ ενισχύεται ασφαλώς από όσα ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής αποκαλύπτει στον λόγο του. Από την άκαμπτη λογική αλήθεια, την οποία ο Ντοστογιέφσκι βάζει στο στόμα του, ότι «δεν υπάρχει πιο ακατάπαυστη και πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο, όταν μένει ελεύθερος, παρά πώς να βρει όσο γίνεται γρηγορότερα κάποιον να προσκυνάει. Μα ο άνθρωπος θέλει να προσκυνήσει κάτι που είναι αναμφισβήτητο, τόσο αναμφισβήτητο που όλοι οι άνθρωποι να συμφωνήσουν μονομιάς πως πρέπει να το προσκυνήσουν». Αυτή η άκαμπτη λογική είναι βέβαια εναντίον του Θεού∙ είναι όμως εξίσου και εναντίον του ανθρώπου. Ωστόσο, το βάρος πέφτει στον Θεό και όχι στον άνθρωπο. Ο Θεός είναι που απαιτεί από τον άνθρωπο την ανέφικτη γι’ αυτόν ελευθερία, και ο άνθρωπος ανταποκρίνεται αρνητικά, αφού γι’ αυτόν η ελευθερία είναι αδύνατη, μιας και η φύση του τον οδηγεί στην καθυπόταξή του σε κάτι αναμφισβήτητο, στην καθυπόταξή του, δηλαδή, σε μια υποτέλεια προς το αδιαμφισβήτητο, προς το χειροπιαστό και το βέβαιο. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξει την ελευθερία∙ γι’ αυτόν η ελευθερία είναι ένα φάντασμα που επικρέμαται απειλητικά πάνω στο πεπρωμένο του, που τον καταβάλει. Έτσι η ανθρώπινη τραγωδία είναι βαθύτατη.
Και ο Θεός; Είναι ελεύθερος; Για τον Ντοστογιέφσκι, η απόλυτη ελευθερία είναι η αγάπη και η ομορφιά της αγάπης. Όμως ο Θεός δεν είναι ελεύθερος, αφού δεν αγαπά τον άνθρωπο. Δεν εκδηλώνεται, δηλαδή, στον άνθρωπο με την αγάπη εκείνη που θα ήταν η ελευθερία του ανθρώπου και όχι η καθυπόταξή του στο φάντασμα της ελευθερίας, το οποίο ο Θεός φορτώνει στους ώμους του ανθρώπου. Για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση του Μπερντιάγιεφ, “ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής απαγγέλλει την κατηγορία κατά του Χριστού: πιστεύει ότι ο Χριστός δεν αγαπά τους ανθρώπους, αφού τους φορτώνει με αυτό το βάρος της ελευθερίας που ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνάμεις”. Εδώ, το αδιέξοδο Θεού και ανθρώπου φανερώνεται δραματικά, αφού δεν φαίνεται να υπάρχει οδός που να οδηγεί, μέσω της ελευθερίας, από τον Θεό στον άνθρωπο και από τον άνθρωπο στον Θεό. Θεός και άνθρωπος εμπλέκονται στην ίδια τραγωδία του πνεύματος, στην ίδια αντίφαση, στην ίδια απροκάλυπτη ανελευθερία. Ο Θεός δεν μπορεί να λυτρώσει τον άνθρωπο και ο άνθρωπος δεν μπορεί να σηκώσει το βλέμμα του και να προσδοκά τη λύτρωση από τον Θεό. Άρα, πρέπει να εξευρεθεί μια δίοδος που να υπερβαίνει το δίλημμα: Θεός-άνθρωπος ή άνθρωπος-Θεός;
Το δίλημμα αποκαλύπτεται από την άκαμπτη λογική αλήθεια του Μεγάλου Ιεροεξεταστή. Τι αποκρύπτει όμως ο Ντοστογιέφσκι σε αυτόν τον εσωτερικό μονόλογο, ο οποίος μετατρέπεται σε διάλογο; Ο Μιχαήλ Μπαχτίν μας έχει προειδοποιήσει ότι στον ιδεολογικό λόγο του Ιβάν Καραμάζωφ «δεν πρόκειται για μια κρίση περί του κόσμου, αλλά για την προσωπική απόρριψη του κόσμου και για την παραίτηση από ό,τι έπλασε ο δημιουργός της Κτίσης. Ο ιδεολογικός λόγος του Ιβάν παίρνει τη μορφή διπλού διαλόγου: στον διάλογο του Ιβάν με τον Αλιόσα εντάσσεται ο διάλογος (ή μάλλον ο μεταμορφωμένος σε διάλογο μονόλογος) του Μεγάλου Ιεροεξεταστή με τον Χριστό, τον οποίο έχει συντάξει ο Ιβάν». Η προσωπική απόρριψη του κόσμου αντανακλά στην απόρριψη του Θεού. Διότι μόνο η πλήρης κατάφαση στον κόσμο και η άνευ όρων αποδοχή της Κτίσης είναι δυνατόν να οδηγήσει στον Θεό, αφού Θεός και άνθρωπος είναι παγιδευμένοι εξαιτίας του εξορθολογισμένου ανθρώπου, στη διπλή παγίδα Θεός-άνθρωπος και άνθρωπος-Θεός. Σε οποιαδήποτε απόπειρα διαλεκτικής της σχέσης θεού και ανθρώπου το αδιέξοδο της ελευθερίας είναι προφανές. Αντίθετα, μέσα στην κατάφαση της κτίσης ένα ξέφωτο φανερώνεται∙ ένα ξέφωτο ζωτικό τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τον Θεό.
Για τον Ντοστογιέφσκι, η άκαμπτη λογική αλήθεια του Μεγάλου Ιεροεξεταστή είναι η αλήθεια του Διαβόλου. Κατά συνέπεια, στην απόπειρα διαλεκτικής σχέσης μεταξύ Θεού και ανθρώπου αντιστοιχεί η διαλεκτική σχέση Θεού και Διαβόλου, μια σχέση αμφίσημη, σχέση που τελικά εξισώνει τον Θεό με τον Διάβολο, ή καλύτερα μεταμορφώνει τον Θεό σε Διάβολο και τον Διάβολο σε Θεό.
Η Ντοστογιεφσκική λογοθετικότητα αναδεικνύει τους όρους της εξουσιαστικής πρόσληψης της θρησκευτικής πίστης ή της μετουσίωσης της σε κρατική-πολιτική εξουσία χάρη και σε αυτήν ακριβώς την πίστη, ανάγει την ίδια την πίστη σε ιδανικό ‘λάφυρο’ ανά τους αιώνες, απο-καλύπτει τα διάφορα, τα επάλληλα υποστρώματα που διαμεσολαβούν και αποκρύπτουν το καθάριο χριστιανικό νόημα, λειτουργεί όχι ως δύσκολος πολέμιος της προόδου της επιστήμης και του ορθολογισμού, αλλά ως προδρομικός δείκτης της ‘τεχνο-ηθικής’, εξεγειρόμενος συνάμα εναντίον των συμβάσεων: εντός της λέξης, η ίδια η καθαρότητα της..
‘Διεισδυτικός’, ετερο-αναφορικός, επιχειρεί την άρθρωση του πολιτικού εντός ενός συγκεκριμένου αξιακού κώδικα, επιτελεί και επι-φέρει τις προβολές-αναπαραστάσεις του, συγκεκριμενοποιεί το πρόταγμα, την διχογνωμία, την εξέγερση: ποια δύνανται να είναι τα όρια μεταξύ ‘πνεύματος’ της Δικαιοσύνης και δίκαιης, ατομικής, ηθικής πράξης; ποιος συνιστά την ‘ενσάρκωση’ της; ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής ή ο γήινος Ιησούς; Που ενσκήπτει το πολιτικό εντός των συμβολισμών του προτεταμένου δάχτυλου; Καθίσταται η πολιτική εξουσία η νέα καθοδηγητική αρχή; Ο ‘Θεός’ πάνω στο θρόνο των νορμών; Αποτελεί η χριστιανική θρησκεία μία ‘μύηση’ στο όνομα και στη χάρη του; Πως λειτουργεί το ανθρώπινο υποκείμενο ενώπιον της επινόησης; Πως αρθρώνεται η ιδέα-ιδεολογία της υπεροχής;
Ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς δεν ανακαλύπτει εκ νέου την χριστιανική θρησκεία αλλά ομνύει στο σάρκινο πνεύμα της, σε μία Ρωσικότητα, ή σε μία Ρώσικη (και ευρύτερα) λαϊκότητα του 19ου αιώνα η οποία δύναται να εκβάλλει στο μέσον: ποια είναι η ‘βασιλική οδός’ για την αμαρτία’; για την ίδια την δυνατότητα της ‘απολύτρωσης στο ‘τώρα’; Τι σημαίνει ένα πρόσωπο δίχως αίμα; Διαμέσου του επεισοδίου του ‘Μέγα Ιεροεξεταστή’, διαμέσου του ίδιου του Ιεροεξεταστή, αναπλαισιώνει: το ίδιο το πλήθος στο οποίο κηρύττεις την ‘αλήθεια’, μπορεί να τραφεί από την σάρκα σου’..
Πέρα από τις τυπολογίες και τις αναγωγές, ο συγγραφέας ‘καταβυθίζεται’, προσφέρει το σώμα, αναζητεί την δυνατότητα ‘απο-λύτρωσης’ στο ‘σπασμό, σημασιοδοτώντας μία δεύτερη συνάντηση, αυτήν την φορά την συνάντηση των δύο αδελφών Καραμάζοφ, του Ιβάν που έχει μόλις διηγηθεί την ιστορία και του Αλιόσα, εκεί όπου όλη η οικογενειακή γενεαλογία, όλη η ορμή μίας ιστορίας ουσιώδους μαρτυρίας & επίγνωσης, η τραγωδία δίχως νικητές και χαμένους, υποκρύπτεται και φανερώνεται σε μία φράση: «Υπάρχει μια δύναμη που όλα μπορεί να τ’ αντέξει! πρόφερε με μια ψυχρή ειρωνεία ο Ιβάν. Ποια δύναμη; Η δύναμη των Καραμάζοβ… η δύναμη της ποταπότητας των Καραμάζοβ».[2]
Μαζί με τον Μέγα Ιεροεξεταστή και τον Ιησού, μέσα στο κελί της φυλακής, μέσα στα ανθρώπινα πάθη και δοκιμές, η μυστηριώδης δύναμη των Καραμάζοφ να ‘εγγίζουν’ το αυτεξούσιο & την αξιοπρέπεια..
Η Ντοστογιεφσκική γραφή προχωρεί προς την κατεύθυνση της ‘μάχης’, της δια-πάλης για το οικείο και το ανοίκειο, μετουσιώνοντας τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην αφήγηση, στο ‘παίγνιο’ του Μεγάλου Ιεροεξεταστή σε ιστορία & σε ιδιαίτερη ατομική ιστορία: διαμέσου αυτού του δικτυωτού πεδίου, ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς σπεύδει να αισθανθεί και να βιώσει, να φέρει το ίδιον βίωμα, την ‘αυτεπάγγελτη’ κατηγορία σε επίπεδο αναφοράς, εκτατικής αναφοράς..
Για τον συγγραφέα, Θεός καθίσταται η λέξη που προφέρεται δύσκολα, που δια-κρατείται εντόνως την στιγμή της συνάντησης του Μεγάλου Ιεροεξεταστή με τον Ιησού, στο κελί της φυλακής..
Εκεί, στο κελί της φυλακής, η λέξη Θεός, φέρει, από την μία πλευρά τις σημάνσεις της προσίδιας δυνατότητας, από την άλλη, της παράταιρης, με τον χώρο, σιωπής. Μίας σιωπής που ανα-καλεί την επιστροφή, την παρουσία μέσα στο πλήθος, την αναπαραγωγή του προτάγματος: ‘είμαι εδώ και για τον φόβο’.
Στο επεισόδιο του ‘Μεγάλου Ιεροεξεταστή’, ο Ντοστογιέφσκι μετατοπίζει διαρκώς τα όρια της ευθύνης, επαναπροσδιορίζει τις εκφάνσεις της εξαγοράς και της χρηστικότητας, βιώνει τις ελλειπτικές όψεις της θρησκείας & της χριστιανικής θρησκείας, φέροντας την τσαρική Ρωσία που παλινδρομεί μεταξύ θρησκευτικής-χριστιανικής ‘αγιότητας-ιερότητας’ και Δυτικής ‘προόδου-εξιδανίκευσης’..
Η Ρωσία, από την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων και της Ναπολεόντειας-Γαλλικής εισβολής στη χώρα (που τόσο αδρά σκιαγραφεί ο Λέων Τολστόι στο ‘Πόλεμος και Ειρήνη’), έως την κατάργηση της δουλοπαροικίας, από την εποχή του επάλληλου Τσαρισμού έως την εποχή της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917, καθίσταται ‘πεδίο’, τόπος που συμπυκνώνει τις εγκάρσιες τομές και ρήξεις που προσδιόρισαν, συνέθεσαν και ανασυνέθεσαν την ίδια την έννοια-εννοιολόγηση της νεωτερικότητας.. Με έναν σχεδόν Ριτσικό τρόπο βιώματος, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι ‘προφέρει’ την ορμή και την ‘θύελλα’, συγκροτώντας τον ‘Μεγάλο Ιεροεξεταστή’, το υποκείμενο που, με συγκρουσιακή δυναμική, πρωτίστως, στοχεύει, ανακρίνει και επιρρίπτει ευθύνες στην κάθε είδους αφέλεια, στην οριακή ‘αδυναμία’ του ιερού..
Και στο μέσον του επεισοδίου, ενσκήπτει η λαϊκότητα στην οποία και απευθύνεται ο Ντοστογιέφσκι.. Μία λαϊκότητα που νοηματοδοτεί και νοηματοδοτείται διαμέσου του ‘επώδυνου’ δρόμου, της πρωταρχικής γραφής: ποιο είναι το δικό της κύρος;..
Τι δύναται να σημάνει, ποια είναι η αθεμιτουργία που αναφέρει ο Ντοστογιέφσκι; η ‘εδαφοποίηση’ και η οικειοποίηση των συμβολισμών για την δόμηση & την διάχυση ενός μιμητικού διδακτισμού’, που, ‘μυώντας’ στις παραδόσεις, τις καθιστά, συνηχήσεις του ‘τώρα’.. Εντός της δεύτερης παράστασης, ο Ντοστογιέφσκι εντυπώνει την φωνή του πλήθους, την υποστασιοποίηση της δεύτερης παρουσίας, της ταπεινής παρουσίας, της φοράς της δοκιμασίας, σε μία λέξη, σε ένα πρωτοφανέρωτο βλέμμα, σε μία πρακτική..
Στις αναπλαισιώσεις του χριστιανικού θαύματος, του χριστιανικού φανερωμένου μυστικισμού, η ‘μύηση’ στη δυνατότητα της επιστροφής, εκεί όπου ο σιωπηλός Ιησούς, την ώρα της κρίσης, λειτουργεί σαν να προφέρει τους στίχους από το ‘Ψαλτήριον’ του Βασιλιά Δαυίδ: «Τας οδούς σου, Κύριε, γνώρισον μοι, και τας τρίβους σου δίδαξον με».
Ο Ντοστογιέφσκι προσδιορίζει το πεδίο της σύγκρουσης, συνδιαλέγεται με την ανθρώπινη ματαιοδοξία, δια-κρατεί τους πρωταρχικούς συμβολισμούς του ‘αίματος’, νοηματοδοτεί μία θρησκευτικότητα η οποία εκπίπτει στο τραγικά ανθρώπινο..
Και η στοχαστική-λογοτεχνική του ‘έγνοια’ δύναται να είναι και η απόδοση, οι αναπαραστάσεις στις οποίες προβαίνει η εκάστοτε εξουσία.. Που ενσκήπτει η δια-πάλη αν όχι στην απουσία της ‘προσαρμόσιμης’ λέξης;
Ο Ρώσος συγγραφέας ανα-καλεί τους προσίδιους όρους της διαμόρφωσης μίας κουλτούρας που αποκτά έκκεντρη δυναμική: ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς, μη λαμβάνοντας προφυλάξεις, τίθεται ενώπιον του κόσμου, εκεί όπου με τον ‘Μέγα Ιεροεξεταστή’, διαπερνά τις απολήξεις του τυπολογικού δυϊσμού μεταξύ τελετουργίας του καλού και του περιώνυμου κακού, ζώντας, βιώνοντας τον ‘πειρασμό’ της διαρκούς μετωνυμίας, της προσβολής & της προβολής θέσεων, ριζοσπαστικοποιώντας την γραφή έως το πεδίο της κατάκτησης: διότι η δική του λογοτεχνικότητα, όπως εκφράζεται και σε αυτό το τμήμα των ‘Αδελφών Καραμάζοφ’, συνιστά μία ιδιαίτερη κατάκτηση..
Την κατάκτηση του δικαιώματος στο να ακουστεί, να περιβάλλει, να δια-ρρήξει τις εκφάνσεις της λαμπρότητας, μόνος, ενώπιον του πλήθους..
Οι ήρωες
Οι δαιμονισμένοι
Ο Νικολάι Σταβρόγκιν, κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένα πρόσωπο τραγικό , που βιώνει μέσα του το απόλυτο κενό της πλήξης και του συναισθηματικού μαρασμού. Ένας άνθρωπος ικανός για το απόλυτο καλό, αλλά και για το απόλυτο κακό, εμάς άνθρωπος μάλλον όπως όλοι μας. Ταυτόχρονα όμως κι ένας άνθρωπος διχασμένος. Η ψυχή του έχει ανάγκη να πιστέψει με όλη της τη δύναμη στο θεό, σ’ ένα καλύτερο μέλλον , στην αθωότητα του ανθρώπου. Το μυαλό του όμως δεν του επιτρέπει να ζει με αυταπάτες. Κι αυτή είναι η αιτία της δυστυχίας του. Μένει ανέστιος, δίχως ηθικά ερείσματα. Και πού να στηριχτεί, όταν δεν μπορεί να πιστέψει στον άνθρωπο;
Βρίσκει καταφύγιο σ’ έναν κυνισμό αυτοκαταστροφικό. Βυθίζεται ολοένα και πιο πολύ – με ηδονισμό όπως ο ίδιος παραδέχεται- σε μια ζωή εσκεμμένα ανήθικη, προκαλώντας τον εαυτό του σ’ έναν αγώνα ολέθρου, με τραγική κατάληξη την αυτοκτονία του. Μα μέσα του υπάρχει η φλόγα που τον καίει και τον σιγοτρώει, η φλόγα που εγώ τη λέω « ανθρώπινη ουσία» και άλλοι μπορεί να την πουν «συνείδηση».Κι εδώ κρύβεται όλη του η τραγικότητα.
Και κάπου ακόμη: στην αδήριτη ειλικρίνειά του. Μια ειλικρίνεια ανελέητη.
Τον βλέπουμε να μαστιγώνει τον εαυτό του και τους γύρω του με το γυμνό του βλέμμα, με λόγια και πράξεις ολότελα απογυμνωμένες από προσποίηση. Δεν καταδέχεται να κρυφτεί πίσω από οποιοδήποτε ψέμα, με τίμημα την απόλυτη δυστυχία.
Μοιάζει να είναι ο μόνος που κατάλαβε. Και στέκει πάνω απ’ όλους τους άλλους ήρωες του έργου, τη μητέρα του, το δάσκαλό του, τις τρεις γυναίκες που θανάσιμα τον ερωτεύτηκαν και τέλος τον αμοραλιστή Πιότρ Βερχοβένσκι. Τους κοιτά με υπεροψία και πόνο , ίσως και γνήσια λύπηση.
Και είναι μόνος.
Στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα , ο ομώνυμος σοφιστής υποστηρίζει:
« Αν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι άδικος μπροστά σε άλλους ανθρώπους , τον θεωρούν τρελό και προσπαθούν να τον συνετίσουν.»
Και πιο κάτω:
« Το να πεις την αλήθεια για τον εαυτό σου όταν είσαι άδικος , θεωρείται ξεκάθαρη τρέλα.»
Σ’ αυτήν ακριβώς την τρέλα υποπίπτει ο Σταβρόγκιν.
Αρνείται να μιλήσει οποιαδήποτε άλλη γλώσσα πέρα απ’ αυτήν της αλήθειας.
Και ταυτόχρονα βγάζει τη γλώσσα στα κατά συνθήκην ψεύδη που επιβάλλει η κοινωνική συναναστροφή.
Τι κάνει εκεί ο Σταβρόγκιν;
Μπροστά σε όλους τους παρισταμένους αγκαλιάζει και φιλάει παθιασμένα τη γυναίκα του οικοδεσπότη.
« Πείτε μου, τι είναι εκείνο που σας ωθεί σε τέτοιες ασύδοτες ενέργειες, έξω από κάθε αποδεκτό όριο; Τι μπορεί να υποδηλώνουν τόσο ανάρμοστες , παραληρηματικές θα έλεγα πράξεις;» Τον ικετεύει ν’ απαντήσει.
Εκείνο που κάνει εντύπωση στην περιγραφή του Ντοστογιέφσκι είναι ο παιγνιώδης και ανάλαφρος τόνος της αφήγησης. Σαν να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, αποστασιοποιημένος πλήρως απ’ το γεγονός που περιγράφει.
Μας παρουσιάζει έναν χαρακτήρα πλήρως απαθή μπροστά στη γνώμη των άλλων. Ο Σταβρόγκιν δεν παραβιάζει τους κοινωνικούς κανόνες για να προκαλέσει. Δεν τον ενδιαφέρει να διαμαρτυρηθεί για τίποτα ..Ή μήπως διαμαρτύρεται υποσυνείδητα ενάντια σ’ αυτήν ακριβώς την έλλειψη αντίδρασης; Και λέω υποσυνείδητα γιατί μοιάζει να αφήνει το ένστικτό του να τον κατευθύνει , καθώς δεν πιστεύει σε τίποτα άλλο. Και μένει μόνος.
Μόνο ένας άνθρωπος καταφέρνει να κοιτάξει μέσα στην ψυχή του, ο Τύχων ο μοναχός. Σ’ αυτόν εξομολογείται το φριχτό έγκλημα που τον βασανίζει, την αποπλάνηση ενός νεαρού κοριτσιού που το οδήγησε στην αυτοκτονία.
Και στην απορία του για την ψυχραιμία με την οποία ο μοναχός αντιμετωπίζει το έγκλημα , αυτός απαντά:
«Δεν σας κρύβω τίποτα. Με τρομοκράτησε η μεγάλη κούφια δύναμη που μεταβάλλεται εσκεμμένα σε προστυχιά. Όσον αφορά αυτό καθαυτό το έγκλημα ,ε, πολλοί υποπίπτουν στο ίδιο αμάρτημα , αλλά ζουν εν ειρήνη με τη συνείδησή τους και εν ηρεμία γενικώς , θεωρώντας τα μάλιστα όλα αυτά αναπόφευκτα παραπτώματα της νιότης. Υπάρχουν και γέροντες που αμαρτάνουν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και μάλιστα με ανακούφιση και ευθυμία. Ο κόσμος είναι γεμάτος από τέτοια φρικτά πράγματα. Εσείς απλώς νιώσατε όλο το βάθος, πράγμα που συμβαίνει πολύ σπάνια σε παρόμοιο βαθμό.»
«Εσείς απλώς νιώσατε όλο το βάθος»
Να πού έγκειται η τραγικότητα του Σταβρόγκιν: στην ατελέσφορη προσπάθειά του να αποτινάξει από πάνω του την
« ανθρώπινη ουσία» του, στην «κατάρα» αυτήν που τον στοίχειωνε από μικρό παιδί και τον έκανε να νιώθει το βάθος των πραγμάτων , επομένως και τη ματαιότητα τους. Πολύ νωρίς κατάλαβε ότι όλα όσα τον πλήγωναν ήταν μάταια , όπως μάταιος ήταν και ο πόνος του γι’ αυτά.
Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι σημειώνει:
« Πρόκειται για έναν κοινωνικό τύπο, έναν δικό μας τύπο , ρώσικο, του αργόσχολου ανθρώπου , που είναι αργόσχολος, αν και δεν το θέλει , που έχει χάσει κάθε δεσμό με καθετί οικείο και προπάντων την πίστη του, που είναι ακόλαστος από πλήξη, αλλά που ενσυνείδητα καταβάλλει μαρτυρικές προσπάθειες να αναγεννηθεί και να ξαναπιστέψει…Ο άνθρωπος αυτός δεν πιστεύει στην πίστη των απλών πιστών και απαιτεί μια πίστη ολοκληρωτική, απόλυτη, διαφορετική..»
Ας ακούσουμε τον ίδιο τον ήρωα σε μια εξομολόγησή του λίγο πριν το τέλος:
«Δεν ελπίζω τίποτα στο Ούρι. Απλώς πηγαίνω. Δεν επέλεξα επίτηδες έναν σκυθρωπό τόπο. Με τη Ρωσία δε με δένει τίποτα, εδώ όλα μου είναι ξένα, όπως και παντού. Στ’ αλήθεια εδώ μου άρεσε να μένω λιγότερο από οπουδήποτε αλλού. Αλλά ακόμα κι εδώ, δεν μπόρεσα να μισήσω τίποτα..»
« Ξέρετε άραγε ότι ακόμα και τους δικούς μας μηδενιστές τους κοίταγα με κακία, από ζήλεια για τις ελπίδες τους; Όμως αδίκως φοβόσασταν :δεν μπορούσα να είμαι σύντροφός τους , διότι δε συμμεριζόμουνα τίποτα.»
« Ακόμη και η άρνηση δεν ξεχείλισε. Όλα πάντα ήταν ρηχά και νωθρά..»
« Ξέρω ότι πρέπει να σκοτώσω τον εαυτό μου, να με σβήσω από προσώπου γης σαν ενοχλητικό έντομο. Αλλά φοβάμαι την αυτοκτονία , γιατί φοβάμαι να επιδείξω γενναιοψυχία. Ξέρω ότι αυτό θα είναι μια ακόμα εξαπάτηση , η τελευταία εξαπάτηση σε μια ατέλειωτη σειρά από εξαπατήσεις. Ποιο το όφελος να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, μόνο και μόνο για να το παίξεις μεγαλόψυχος; Για μένα δεν μπορούν να υπάρξουν αγανάκτηση και καταισχύνη. Ως εκ τούτου και απόγνωση.»
Ο Σταβρόγκιν είναι ένας αλλοτριωμένος άνθρωπος και αυτή του η αλλοτρίωση τον συνθλίβει. Απ’ αυτήν την άποψη είναι ένας απόλυτα σημερινός άνθρωπος.
Ο Νιετσάγεφ που ανάφεραμε παραπάνω χρησίμευσε λοιπόν ως πρότυπο για έναν εκ των κεντρικών χαρακτήρων του μυθιστορήματος, του Πιότρ Στεπάνοβιτς, που γύρω από αυτόν και τον μυστηριώδη Νικολάϊ Σταυρόγκιν εξελίσσεται ουσιαστικά η πλοκή του βιβλίου. Οι δύο «δαιμονικές» αυτές προσωπικότητες νοηματοδοτούν την πλοκή της ιστορίας με διαφορετικό αλλά ταυτόχρονα σημαντικό τρόπο ο καθένας.
Ο Πιότρ Στεπάνοβιτς είναι ένας αδίστακτος μηδενιστής που το μόνο που θέλει είναι η ανατροπή των πάντων και μετέρχεται κάθε μέσου (θεμιτού και αθέμιτου) για να το πετύχει. Δεν διστάζει να δολοφονήσει, να προδώσει, να κλέψει, δολοπλοκεί και συνωμοτεί εναντίον των πάντων. Στον μόνο που δείχνει να υποτάσσεται και να φοβάται είναι ο Σταυρόγκιν.
Γύρω από αυτούς τους δύο χαρακτήρες περιστρέφονται διάφορες φιγούρες με κυριότερους, τον πατέρα του Πιότρ Στεπάνοβιτς, τον Στέπαν Τροφίμοβιτς Βερκχοβένσκη, οι οποίοι με την στάση τους εξέθρεψαν το «τέρας» του μηδενισμού και της τρομοκρατίας στην χώρα. Επίσης, η ομάδα του Πιότρ Στεπάνοβιτς, οι Σιάτωφ, Λιπούτιν, Κυρίλωφ είναι εξαίρετοι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες (γνωστή ως «συμμορία των πέντε»).
Οι γυναίκες είναι τραγικοί χαρακτήρες σε όλα τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι, στους Δαιμονισμέμους ακόμα και οι πλέον αχνές μορφές (αυτές που εμφανίζονται σε λίγες σελίδες μόνο, όπως η Ντάσια, η Λίζα και η Μαρία) διακατέχονται από τα πάθη και τς αδυναμίες τους. Ο έρωτας εκτοξεύει στα ύψη την έλξη και την επιθυμία μεταξύ προσώπων. Ένας έρωτας που τρέφει μια ιδιαίτερη αγάπη και αφοσίωση, όπως αυτού μεταξύ του Στεπάν Τροφίμοβιτς Βερκχοβένσκη και της κ.Σταυρόγκινα, της μητέρα του Σταυρόγκιν, η οποία τρέφει μια άνευ ορίου λατρεία για τον μοναχογιό της.
Ο Γέβνιν, αναλυτής του συγγραφέα, θεωρεί ότι ο Ντοστογιέφσκι είχε ανεβάσει σε επίπεδο γενικής κοσμοθεωρίας τη θρησκευτική κατανόηση της ζωής και ότι «δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η εξέλιξη έφτασε στην ολοκλήρωσή της (με το γράψιμο των «Δαιμονισμένων») την εποχή που ο Ντοστογιέφσκι έμεινε συνέχεια στο εξωτερικό, δηλαδή στα χρόνια 1867-1871. Τότε ήρθε σε στενότερη επαφή, και οξύτερη σύγκρουση, με τον δυτικό-ευρωπαϊκό πολιτισμό παρά στα προηγούμενα ταξίδια του. Τον καταδικάζει τελικά και αμετάκλητα αυτόν τον πολιτισμό, γιατί πιστεύει πως βασίζεται πάνω σε αρχές ποταπές και εγωιστικές, τον αποκαλεί «Κράτος του Αντίχριστου» και υψώνει με πίστη φανατικού το λάβαρο της «ρωσικής, ορθόδοξης ιδέας», που τη θεωρεί βαθύτατα ηθική και ολότελα λαϊκή στη βάση της. Έτσι, στις «διαλυτικές πνοές», όπως τις λέει, που έρχονται από τη Δύση – τον αθεϊσμό και τον σοσιαλισμό – αντιπαρατάσσει την «αστραφτερή μορφή του ορθόδοξου, του αληθινού Χριστού, που είναι γραφτό να σώσει όλο τον δυτικό-ευρωπαϊκό κόσμο». Ο Γέβνιν εξηγεί την οργή του Ντοστογιέφσκι από τον τρόπο με τον οποίο οι ξένες εφημερίδες, ιδιαίτερα οι γερμανικές, χειρίστηκαν την υπόθεση του φόνου του αθώου φοιτητή Ιβάνοφ από τον οπαδό του αναρχικού επαναστάτη Μπακούνιν, Νετσιάεφ, που αναφέραμε παραπάνω.
Ο Μέγας Ιεροεξεταστής
Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής είναι ο Διάβολος που, παρόλο ότι εναντιώνεται στον Θεό, καθίσταται ομοούσιος με τον Θεό, στο όνομα της ανελευθερίας ως κοινού πεπρωμένου Θεού και ανθρώπου. Αυτό αποκρύβεται, η μάλλον καραδοκεί πίσω από τον λόγο του Ιβάν Καραμάζωφ, και για τον λόγο αυτόν προβάλλεται η παραίτηση από την Κτίση και η απόρριψη του κόσμου.
Ωστόσο, ο Ντοστογιέφσκι αντιτίθεται τόσο στην παραίτηση όσο και στην απόρριψη μέσω της οδύνης, η οποία υπερβαίνει το ηθικό αδιέξοδο της αγιοσύνης και της δαιμονικότητας: του Αλιόσα και του Ιβάν Καραμάζωφ. Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής είναι η απεύθυνση του δαιμονικού Ιβάν Καραμάζωφ προς την αγιοσύνη του Αλιόσα, και αντιστρόφως. Διότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται μέσα στην ηθικότητα, αλλά μέσα στη συμφωνία της αγιότητας με τη δαιμονικότητα, δηλαδή μέσα στην πλήρη κατάφαση της εσωτερικότητας του ανθρώπου.
Στο σημειωματάριό του, ο Ντοστογιέφσκι γράφει: “Ότι ο Χριστός έκανε λάθη, είναι αποδεδειγμένο! Ένα οδυνηρό αίσθημα, μου λέει: προτιμώ να κάνω λάθος με τον Χριστό παρά μαζί σας”. Αυτό το οδυνηρό συναίσθημα είναι ένα οδυνηρό θαύμα. Χωρίς αυτό το οδυνηρό θαύμα το μηδέν της μη-ύπαρξης θα ήταν το πεπρωμένο του ανθρώπου. Αντιθέτως μάλιστα, το οδυνηρό θαύμα είναι η μοναδική αποκάλυψη της ανθρώπινης ύπαρξης: είναι η δίψα για το ανέφικτο της ελευθερίας, η δίψα της υπέρβασης του λάθους μέσα από τη ζωή που προτιμά το λάθος του Θεού πάνω στον άνθρωπο για να εξορκίσει το ανθρώπινο λάθος, το οποίο δεν είναι άλλο παρά η εξουσία της ιστορικότητας του ανθρώπου πάνω στη λανθασμένη πρόθεση του Θεού να φορτώσει τον άνθρωπο με το φάντασμα της ελευθερίας. Από το σημείο αυτό και μετά, η αγιοσύνη του Αλιόσα θα γίνει ο δαίμονας του Καραμάζωφ σε ένα κοινό πεπρωμένο: θείο και ανθρώπινο – αντιστροφή της αγιοσύνης και αντιστροφή της δαιμονικότητας.
Με τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή, τον επιβλητικό, τον αυστηρό και αποφασιστικό παράλληλα, ενώπιον της πολιτικής ηθικής, της διαχείρισης και του προσδιορισμού του ρόλου του ατόμου/ατομικότητας, ενώπιον της δικαιολογητικής βίας & της πολιτικής εξουσίας.. Ο Ντοστογιέφσκι διερωτάται για το περιεχόμενο της αμαρτίας, για την ίδια παρουσία του θείου στην καθημερινότητα.
Αντί Επιλόγου
Αυτό που ίσως τελικά διατηρεί την αξία των μυθιστορημάτων του Ντοστογιέφσκι διαχρονική είναι επικαιρότητα των λόγων του, που αποδεικνύεται προάγγελος των χρόνων μας. Περιγράφει τόσο διεξοδικά την ηθική κατάπτωση του σύχγρονου ανθρώπου, που θα ‘λεγε κανείς πως εκπλήσσεται απ’τη διορατικότητά του. Η απομάκρυνση του ατόμου απ’το Θεό και την χριστιανική πίστη και η χαλεπή διασάφηση μεταξύ του Καλού και του Κακού φαίνεται πως ταλανίζουν ακόμη τους ανθρώπους τόσο του 19ου αιώνα, όσο και του 21ου.
Ο Ντοστογιέφσκι ασκεί με τον τρόπο αυτό την πιο βαθιά και πειστική κριτική στη δυτική παράδοση, που πίστεψε ότι με τον ορθό λόγο, την ορθή πράξη (ηθική) και την αποτελεσματική οργάνωση του κόσμου θα εξαλείψει το κακό. Ολόκληρος ο 20ος αιώνας με τους πολέμους και τη φρίκη της απανθρωπιάς του απέδειξε πόσο δίκαιο είχε ο Ντοστογιέφσκι στην κριτική αυτή.
Το μήνυμά του υπήρξε προφητικό και εξακολουθεί να είναι τέτοιο. Ο Ντοστογιέφσκι είναι, πάνω από όλα, θεολόγος. Αντλεί από τη μοναστική, κυρίως, παράδοση της Εκκλησίας μας αλλά και αποπνέει το άρωμα της ευχαριστιακής κοινωνίας. Αλλά, ας το ομολογήσουμε με λύπη, η σύγχρονη Ορθόδοξη Εκκλησία και η θεολογία της δείχνουν να προτιμούν συχνά τη λογική και ηθική του Μεγάλου Ιεροεξεταστή.
Οι Δαιμονισμένοι και ο Μέγας Ιεροεξεταστής παραμένουν δυο έργα επίκαιρα και το διάβασμά τους αποτελεί μια μοναδική αναγνωστική εμπειρία ανεκτίμητης αξίας όπως και η μεταφορά τους στο θέατρο.
Πηγές:
Μέγας Ιεροεξεταστής –Δαιμονισμένοι
http://wwwpareisakth.blogspot.com/2009/07/blog-post.html?m=1
Βιβλιοκριτική: Οι δαιμονισμένοι [Φίοντορ Ντοστογιέβσκι]
http://mintzoli.blogspot.com/2010/10/blog-post.html?m=1
ΓΙΑΤΙ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ; (Β’ Μέρος)
http://www.avgi.gr/article/10812/5615414/o-megalos-ieroexetastes-tou-ntostogiephski-kai-to-phantasma-tes-eleutherias
http://www.antifono.gr/portal/antifono.gr σεβ. Μητρ. Περγάμου Ιωάννης
Βιβλιογραφία
Φ. Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμάζωφ, μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη.
Νικ. Μπερνιάγιεφ, Το Πνεύμα του Ντοστογιέφσκι, μτφρ. Νίκου Ματσούκα, Εκδόσεις Π. Πουρνάρα.
Μιχαήλ Μπαχτίν, Ζητήματα της Ποιητικής του Ντοστογιέφσκι, μτφρ. Αλεξ. Ιωαννίδου, Εκδόσεις Πόλις.
Μερεζκόφσκι, Ντοστογιέφσκι – ο προφήτης της ρωσικής επανάστασης, μτφρ. Σ. Πρωτόπαπα, Εκδόσεις Γκοβόστη.
Michael R. Katz, Dreams and the Unconscions in Nineteenth – Century Russian Fiction, Εκδόσεις University Press of New Englant.