Η Μέθοδος Γκρόνχολμ (2003), αυτό το πολυβραβευμένο έργο του Καταλανού συγγραφέα Τζόρντι Γκαλθεράν ξεκινά από αυτή τη στιγμή, από το προσωπικό «ντοπάρισμα», δηλαδή, ενός υποψηφίου λίγο πριν εκείνος εισέλθει σε μια συνέντευξη, μια από τις πιο δύσκολες και δυνάμει επώδυνες διαδικασίες που υφίστανται στον εργασιακό κόσμο. Η σκληρότητα στις εργασιακές σχέσεις, αλλά και οι πολλαπλές μάσκες που φοράμε όλοι στην επαγγελματική μας ζωή βρίσκονται στο κέντρο του έργου, που επιστρέφει στην αθηναϊκή σκηνή 11 χρόνια μετά τη θριαμβευτική επιτυχία του πρώτου ανεβάσματος στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου. Μια δουλειά που τότε είχε επαναληφθεί για 6 σεζόν, συμβάλλοντας καθοριστικά στην οικονομική ανόρθωση του Θεάτρου Τέχνης μέσα στην κρίση. Η εκδοχή που ανεβαίνει φέτος στο Θέατρο Άνεσις αποτελεί στην πραγματικότητα αναβίωση εκείνης της παράστασης: την επιμέλεια της σκηνοθεσίας αναλαμβάνει ο Γιάννης Μόσχος, ενώ διατηρούνται και οι περισσότεροι από τους συντελεστές της. Από το Δύο μέρες, μία νύχτα των αδελφών Νταρντέν και το Toni Erdmann της Μάρεν Άντε ως το The Corporation των Μαρκ Άκμπαρ και Τζένιφερ Άμποτ ή το Contractions του Μάικ Μπάρτλετ, οι απάνθρωπες συνθήκες εργασίας σε εταιρείες και η ασφυξία και οι στρεβλώσεις που προκαλούν στον άνθρωπο-εργαζόμενο φαίνεται να τροφοδοτούν ολοένα και περισσότερους δημιουργούς στο θέατρο και το σινεμά.
Το 2003 κυκλοφόρησε και η καναδέζικη ταινία-ντοκιμαντέρ The Corporation των Mark Achbar και Jennifer Abbott. Το 2005 το έργο του Γκαλθεράν μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο· τον ίδιο χρόνο ο Κώστας Γαβράς παρουσίασε το Τσεκούρι, μια ταινία που αποτύπωσε πολύ καλά την εξέλιξη ενός στελέχους με ζωή και ανοίγματα ανάλογα του υψηλού μισθού του, ο οποίος, άνεργος για δύο χρόνια, καταλήγει να δολοφονεί τους πιθανούς συνυποψηφίους του. Όπως ήταν αναμενόμενο, με την εξάπλωση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς εργασίας, τέτοιου είδους θέματα απασχολούν την πεζογραφία, το θέατρο, τον κινηματογράφο· και θα συνεχίσουν να απασχολούν, μέχρις ότου γίνει σεβαστό από όλες τις πλευρές ότι πρέπει να υπάρχουν (και να εφαρμόζονται) αρχές και περιορισμοί στον τρόπο λειτουργίας της.
Στη Μέθοδο Γκρόνχολμ παρακολουθούμε τέσσερις υποψηφίους στην τελική φάση επιλογής για μία θέση ανώτατου στελέχους σε μια πολυεθνική. Συναντιούνται σε μια κλειστοφοβική αίθουσα με τα γνωστά, ψυχρά, ανακριτικά φώτα οροφής (λίγο παραπέρα από το Άνεσις, στον Πύργο των Αθηνών τα παρατηρείς τα βράδια να είναι ανοιχτά μέχρι αργά…) και υποβάλλονται στις τελευταίες δοκιμασίες. Μόνο που οι υπεύθυνοι επιλογής προσωπικού δεν είναι παρόντες. Ή τουλάχιστον μοιάζει να μην είναι παρόντες. Μαύρα κουτιά ανοίγουν και μέσα σε φάκελο περιέχουν τις οδηγίες για το επόμενο …παιχνίδι-δοκιμασία. Οι υποψήφιοι κοιτούν και μιλούν σε αόρατους «κριτές», η φωνή και το βλέμμα ταξιδεύουν αόριστα σε διάφορες κατευθύνσεις σε αυτόν τον χώρο-κουτί. Ο ρεαλισμός συναντά το παράλογο σε ένα έργο που, όπως έχει ήδη επισημανθεί από τη διεθνή κριτική, έχει κάτι από το σαρτρικό Κεκλεισμένων των θυρών, αλλά και τον ακραίο ανταγωνισμό στο Glengarry Glen Ross του Μάμετ.
Οι δοκιμασίες θυμίζουν μοτίβα ή παραλλαγές γνωστών παιχνιδιών ή ασκήσεων: η πρώτη δοκιμασία, για παράδειγμα, που καλεί τους υποψηφίους να καταλάβουν ποιος από τους τέσσερις δεν είναι αληθινός υποψήφιος αλλά μέλος του προσωπικού επιλογής της εταιρείας, τους ωθεί να αναπτύξουν τακτικές που χρησιμοποιούν οι παίχτες στο «Παλέρμο». Ή το παιχνίδι που ζητά από τους υποψηφίους να πείσουν μέσα από έναν λόγο παραπέμπει στις τεχνικές του ‘Impromptu’. Ας μην ξεχνιόμαστε όμως: καμία αθωότητα δεν έχουν αυτές οι δοκιμασίες, καμία νοσταλγία, τίποτα φωτεινό. Άλλωστε, είναι γνωστό: από τον Κιούμπρικ μέχρι τον Χάνεκε και τον Άλμπι η βία θριαμβεύει μέσα από τον μανδύα του παιχνιδιού. Ο στόχος είναι, μέσα από φαινομενικά παιγνιώδεις διαδικασίες, να «σπάσουν» οι υποψήφιοι, να ραγίσουν, να αναδυθούν όλες οι αδυναμίες τους, ό,τι μπορεί να τους καταστήσει αναποτελεσματικούς. Ο Δαρβίνος είναι εδώ: θα επιβιώσει ο πιο σκληρός. «Φυσική επιλογή/Νatural selection», ήταν, άλλωστε, ο τίτλος εργασίας του έργου, όπως έχει δηλώσει ο συγγραφέας του.
Ο Γκαλθεράν εμπνεύστηκε το κείμενο από μια πραγματική ιστορία. «Σε ένα δοχείο απορριμμάτων στη Βαρκελώνη βρέθηκε μια σειρά εγγράφων στα οποία ένας υπάλληλος του τμήματος προσωπικού αλυσίδας σουπερμάρκετ είχε σημειώσει τις εντυπώσεις του για τους πιθανούς υποψηφίους για τη θέση του ταμία. Εκείνος ο υπάλληλος είχε τη δύναμη να τους δώσει ή να τους αρνηθεί μια θέση εργασίας και αυτό τον νομιμοποιούσε να είναι σκληρός, αδυσώπητος», σημειώνει ο συγγραφέας. Η Μέθοδος Γκρόνχολμ ενσωματώνει τη βία της εξουσίας με έναν τρόπο που ισορροπεί ανάμεσα στη μαύρη κωμωδία και το ψυχολογικό θρίλερ.
Ο συγγραφέας αποτύπωσε στο έργο του τη σκληρότητα που επιδεικνύουν οι υπεύθυνοι της εταιρείας χάρη στην ψευδαίσθηση της δύναμης που η θέση τους τους παρέχει, όσο και τον ταπεινωτικό συμβιβασμό των υποψηφίων σε τεστ που ακυρώνουν κάθε έννοια αξιοπρέπειας και προστασίας της προσωπικής τους ζωής. Τέσσερα πρόσωπα παίζουν στο έργο. Υποτίθεται ότι είναι οι τελευταίοι υποψήφιοι για την ίδια θέση, την οποία τελικά θα πάρει αυτός που θα βγάλει από τη μέση τους υπολοίπους. Με τη βοήθεια μιας σειράς τεστ δοκιμάζεται η κριτική ικανότητά τους (ακόμη και σε ευαίσθητα ζητήματα πολιτικής ορθότητας) αλλά και η ψυχολογική και οικογενειακή διάθεση και κατάστασή τους. Η Μέθοδος Γκρόνχολμ είναι έξυπνα γραμμένη. Τα πρόσωπα της ιστορίας παίζουν ρόλους – το μόνο που γνωρίζει ο καθένας για τον άλλο είναι ότι παίζει θέατρο. Με ισορροπημένη δόση μυστηρίου και ελεγχόμενη πληροφόρηση, η ιστορία παρακολουθείται μ’ ενδιαφέρον σαν «εργασιακό» θρίλερ, που ανακαλεί την ασφυκτική ατμόσφαιρα του Κεκλεισμένων των Θυρών και τον απάνθρωπο ανταγωνισμό του Glengarry Glen Ross. Στο τέλος, μετά από αλλεπάλληλες ανατροπές, αποδεικνύεται ότι τίποτε δεν ήταν ακριβώς όπως παρουσιάστηκε στην αρχή.
Η σκηνοθεσία επενδύει στο σαρκαστικό χιούμορ, δημιουργεί ένα διαρκώς κλιμακούμενο αίσθημα απομόνωσης και αδιόρατης απειλής, επικαιροποιεί στοιχεία, δεν προδίδει τις ανατροπές, καθοδηγεί τους ηθοποιούς σε πειστικές ερμηνείες.
Η έμφαση, ωστόσο, δεν είναι τόσο στις μεθόδους της εταιρείας, αλλά στο πώς ο κάθε υποψήφιος διαχειρίζεται ό,τι του ζητείται να πράξει. Η μπίλια είναι στο τραπέζι. Το παιχνίδι προϋποθέτει ακόμη και την ταπείνωσή σου. Το ξέρεις. Επιλέγεις να παίξεις. Έχεις ευθύνη. Γιατί είσαι εκεί.
Το έργο παρουσιάζει τέσσερεις διαφορετικούς τύπους χαρακτήρα, ακολουθούν πιστά τις εντολές που τους δίνονται, όσο ταπεινωτικές και προσβλητικές μπορεί να είναι αυτές, έχοντας ως ζητούμενο τον σταδιακό αποκλεισμό των συνυποψηφίων τους. Έτσι παρακολουθούμε τα πρότυπα αντιστοίχως του πονηρού κι αδίστακτου, του αβέβαιου κι επιρρεπούς, της ευαίσθητης κι ανθρώπινης και τέλος του νηφάλιου που μετατρέπεται σε θιγμένο εκπρόσωπο μειονότητας, σε ένα ατέλειωτο παιχνίδι δύναμης. Η τελική και κορυφαία ανατροπή αποκαλύπτει ότι ο πραγματικός υποψήφιος ήταν εξ αρχής μόνον ένας, ο αδυσώπητος και κυνικός Φερνάντο, ανταποκρινόμενος στις δοκιμασίες των «καμουφλαρισμένων» τριών μελών της κριτικής επιτροπής. Καθ’ όλη τη διάρκεια της «συνέντευξης» ο υποψήφιος αφήνει να ξεδιπλωθεί ελεύθερα ένας χαρακτήρας υστερόβουλος, οπορτουνιστικός κι απάνθρωπος. Έτσι, οδηγείται στην κατάρρευση όταν αργότερα πέφτουν οι μάσκες, καθώς εκείνος έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα και τον ίδιο του τον εαυτό και βιώνει τη γενική απόρριψη.
Το έργο, τοποθετημένο στο σύγχρονο φόντο μιας πολυεθνικής εταιρείας με όσα αυτή συμβολίζει, θίγει τη σύγχρονη πραγματικότητα ενός αγώνα δίχως όρια για την κατάκτηση όχι μόνο μιας θέσης εργασίας, αλλά οποιουδήποτε στόχου του σημερινού ανθρώπου. Σε ένα εργασιακό περιβάλλον κι έναν κόσμο απάνθρωπα σκληρό κι έντονα ανταγωνιστικό, γίνονται θεμιτά ακόμη και τα αθέμιτα μέσα, με στόχο την επικράτηση του ισχυρού. Το γεγονός ότι ο αδίστακτος είναι ο τελικός χαμένος δίνει φαινομενικά ένα μήνυμα αισιόδοξο. Είναι όμως όντως έτσι; Δεν τον απέρριψε η επιτροπή γιατί αναζητούσε μια δυναμική προσωπικότητα, ενώ ο Φερνάντο, ερχόμενος αντιμέτωπος με το πραγματικό του Εγώ, κατέρρευσε; Μήπως, επομένως, η επιτροπή προσδοκούσε, συγχωρούσε και κατ’ επέκταση προσλάμβανε έναν Φερνάντο που θα υπεράσπιζε μέχρι τέλους τους βάναυσους τρόπους του εις απόδειξιν δυναμικότητας και μιας κακώς νοούμενης συνέπειας; Μήπως, εν τέλει, το ζητούμενο εξακολουθεί να είναι η παντί τω τρόπω ηγετική φυσιογνωμία, ακόμη και η απόλυτα αδίστακτη; Ο Φερνάντο δεν απορρίφτηκε λόγω της απαράδεκτης συμπεριφοράς του, αλλά γιατί συνεθλίβη υπό το βάρος της –ο σκληρός λύγισε.
Συστατικό στοιχείο του έργου είναι το παιχνίδι, παρόν σε όλα τα έργα του Γκαλθεράν, με άλλα λόγια, η συνεχής ανατροπή. Το παιχνίδι αυτό ομολογουμένως συντελείται με αρκετή δόση χιούμορ, γεγονός που ελαφρύνει το μεγάλο συναισθηματικό βάρος που θα είχε μια παράσταση με το αυτό περιεχόμενο και ζητούμενο, ελλείψει όμως του εν λόγω μέσου αποφορτισμού. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί προκειμένου το έργο να χαρακτηριστεί κωμωδία. Αντιθέτως, πρόκειται μάλλον για ψυχολογικό θρίλερ, καθώς φορτίζει έντονα –συχνά δε αρνητικά– το θεατή, ο οποίος γίνεται μάρτυρας πλείστων προσβολών, κακοηθιών κι αμφιβολιών, μέσα σ’ ένα γενικότερο κλίμα δυσπιστίας κι αγωνίας. Πρόκειται επιπλέον για ένα παιχνίδι ανατροπών, συνεχές κι ανηλεές, που κάνει στο τέλος τα πάντα να μοιάζουν πιθανά και δυνατά. Ίσως αυτή να φτάνει να γίνεται αδυναμία του έργου, καθώς, μετά τις τόσες ανατροπές, η κεντρική αποκάλυψη των τριών κριτών, αλλά και η ίδια η έκβασή του χάνουν σε βάρος.
Πηγή:
Natural selection: Για τη «Μέθοδο Γκρόνχολμ» στο Θέατρο Άνεσις
https://www.lifo.gr/guide/theater_reviews/22
Natural selection: Για τη «Μέθοδο Γκρόνχολμ» στο Θέατρο Άνεσις
Η «Μέθοδος Γκρόνχολμ» είναι μια χορταστική παράσταση που αναδεικνύει ένα ευφυέστατο έργο, καλώντας σε να φανερώσ…