“Το Εργοστάσιο” του Κώστα Πούλιου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής είναι ένα μυθιστόρημα της εποχής μας και απλώνεται σε τρεις γενιές και πέντε δεκαετίες. Μια αφήγηση στο πλαίσιο του σεναρίου μιας κινηματογραφικής ταινίας ξεδιπλώνει τις ζωές ανθρώπων που τέμνονται αλλεπάλληλα. Δεν αρκείται όμως σε μια απλή παράθεση γεγονότων και του τρόπου που επηρέασαν τα θιγόμενα πρόσωπα, αλλά επιχειρεί να περάσει μηνύματα για το περιβάλλον, την οικονομική κρίση, τα στερεότυπα, την ελληνική κοινωνία.
O Γιάννης Γαΐτης, με τα ριγέ του «ανθρωπάκια», που καταγγέλλουν την ομοιομορφία, τη στειρότητα, την ισοπέδωση, την παθητικότητα, την απόλυτη υποταγή του σύγχρονου μαζικού τρόπου ζωής, έχει μια εντελώς ξεχωριστή παρουσία στη σύγχρονη εικαστική ιστορία της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης. Ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης με βαθιές ανησυχίες, ένας πραγματικός διανοούμενος, που έζησε έντονα την εποχή του, που επηρεάστηκε από τους άλλους και τους επηρέασε και ο ίδιος, καθώς βρισκόταν πάντοτε στο κέντρο του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι τόσο στην Αθήνα όσο και στο Παρίσι. Το καυστικό του χιούμορ, η κριτική του και η βαθιά πολιτική του στάση έδοσαν νέα πνοή στην τέχνη της εποχής του και όξυναν τους τρόπους με τους οποίους η τέχνη έρχεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 4 Μαρτίου το 1923, με καταγωγή από την Τήνο.Από μικρός είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον του στη ζωγραφική, ο πατέρας του όμως –σαν τυπικός γονιός -ήθελε πρώτα να σπουδάσει νομική και ‘’μετά ας κάνει ότι θέλει’’. Εισάγεται λοιπόν στη Νομική το 1940, όπου φοίτησε ελάχιστα εξ΄ αιτίας του πολέμου που έφερε τα πάνω κάτω.
Το 1942 έκανε την εγγραφή του στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου φοίτησε κοντά στον Κ..Παρθένη. Η επαφή του όμως με τη σχολή ήταν ελάχιστη, αφού τελικά πείστηκε ότι η διδασκαλία μάλλον εξουδετερώνει παρά ελευθερώνει τις δημιουργικές δυνάμεις του καλλιτέχνη και έτσι δεν την τελείωσε ποτέ.
Παράλληλα με τη Σχολή Καλών Τεχνών εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ μαζί με πολλούς συμφοιτητές και φίλους του. Ο αγώνας των ΕΠΟΝιτών καλλιτεχνών ήταν πολυποίκιλος. Ήταν αγώνας για την επιβίωση, τα συσσίτια, τις σπουδές, για να κρατηθεί η Σχολή ανοιχτή και από την άλλη η καλλιτεχνική δουλειά με αφίσες, πλακάτ, τρικ (φέιγ – βολάν), για τη διαφώτιση και την εμψύχωση του λαού.
Κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση το 1944 στο ατελιέ του, στο σπίτι του με την παρουσία λίγων φίλων του καλλιτεχνών και ποιητών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πρώτα του αυτά έργα είχε επηρεαστεί από τον εξπρεσιονισμό. Τα χρώματα του είναι πολύ τολμηρά και οι φόρμες εξαιρετικά ελεύθερες , στοιχεία από τα οποία προοιωνίζεται η μετέπειτα εξέλιξή του.
Επί τρεις συνεχόμενες χρονιές εκθέτει στον λογοτεχνικό όμιλο Παρνασσός, ώσπου το 1947, οι 34 πίνακές του σαφώς επηρεασμένοι από τον κυβισμό και τον υπερρεαλισμό δημιουργούν μεγάλο σκάνδαλο και την καθολική απόρριψη του κοινού. Ένας πολύ γνωστός άνθρωπος της τέχνης έγραψε τότε ότι η ‘’σπληναντερογραφία του κ. Γαΐτη είναι για μένα κινέζικα’’. Από τους λίγους που τον στήριξαν τότε ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης μέσα από την αρθρογραφία του στις εφημερίδες: ‘’ Ο κόσμος του Γιάννη Γαΐτη είναι ακριβώς ο κόσμος που παλεύει και αγωνιά για να βρει μέσα από τις ταραχές των ημερών μας την έκφραση και τη μορφή που του ταιριάζουν. Η πάλη είναι σκληρή, μα ο καλλιτέχνης δουλεύει ακατάπαυστα και δε φοβάται το άγνωστο’’…Οι λόγοι του σκανδάλου είναι πολλαπλοί: Ο Γαΐτης δεν είχε τελειώσει την Καλών Τεχνών. Δεν είχε την προστασία ή την αναγνώριση κάποιου δασκάλου και επίσης είχε μείνει έγκλειστος σε ψυχιατρικές μονάδες στρατιωτικών νοσοκομείων -είχε φτάσει μέχρι το Δρομοκαΐτειο- προφασιζόμενος τον ψυχικά άρρωστο για να αποφύγει να υπηρετήσει στο.κυβερνητικό στρατό όταν εκλήθη το 1947 να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία.
Η εγκατάσταση του στο Παρίσι το 1954 τον φέρνει σε επαφή με καλλιτέχνες της λυρικής αφαίρεσης και γενικά με έργα αφηρημένης τεχνοτροπίας.’’Στην Ελλάδα ήμουν είκοσι χρόνια μπροστά, εδώ είμαι είκοσι χρόνια πίσω’’ γράφει, τότε. στους φίλους του στην πατρίδα…Γύρω στα 1960 είναι πια ένας ώριμος καλλιτέχνης και η ζωγραφική του χωρίς να έχει αποβάλλει το εξπρεσιονιστικό ύφος, πλησιάζει όλο και πιο πολύ το χώρο της φαντασίας, δημιουργώντας λυρικές συνθέσεις με πλούσια χρώματα και αυθόρμητη έκφραση. Ορισμένες εικόνες του θυμίζουν τα πολύγραμμα έργα του Καντίνσκι της δεκαετίας του ’20, αλλά ως προς το πνεύμα η ζωγραφική του βρίσκεται πιο κοντά στη ‘’Σχολή του Παρισιού’’ Για ένα διάστημα συνδέθηκε και με διάφορες εικαστικές ομάδες όπως με τη Nouvelle Figuration.
Σταδιακά στρέφεται στο γεωμετρικό του κόσμο και το 1967 στο έργο του ‘’Μια ιστορία’’ πρωταγωνιστεί το ανώνυμο ανθρωπάκι, με το οποίο καθιερώνεται στο ευρύ κοινό. Συμπιεσμένα σε σαρδελοκούτια, καθισμένα σε καρέκλες, άλλoτε να εμφανίζονται σε ανώνυμα πλήθη, σε κηδείες, διαλέξεις, ποδοσφαιρικούς αγώνες, ομοιόμορφα και ανώνυμα, τα ανθρωπάκια του εκφράζουν την υπαρξιακή μοναξιά των ανθρώπων που οφείλεται στον καταναλωτισμό και τη μαζικοποίηση της σύγχρονης κοινωνίας. Είναι συμβολικές μορφές, απρόσωπες και ανώνυμες που παρουσιάζονται μόνες ή μέσα στο ομοιόμορφο πλήθος και έχουν μια παιδική αφέλεια με την οποία ειρωνεύονται τη σοβαροφάνεια και γελοιοποιούν μια άκριτη και απροβλημάτιστη κοινωνία.
Tο ύφος τους είναι έντονα εξπρεσιονιστικό ενώ οι φόρμες επίπεδες και γεωμετρικές, που στα χρόνια της δικτατορίας θα χρησιμοποιηθούν ως μοτίβα με πολιτικές προεκτάσεις. Το ‘’ανθρωπάκι’’ είναι ένα εφυές εικονογραφικό εύρημα που ο Γαΐτης θα το μεταχειριστεί ποικιλοτρόπως: ως ζωγραφισμένη μορφή, ως γλυπτό, ως στοιχείο χάπενινγκ, ως κατασκευή. Μέσα από αυτό θα μεταφέρει ένα πλούσιο κόσμο νοημάτων αλλά ταυτόχρονα θα του επιτρέψει να δείξει τις ανανεωτικές του τάσεις.
Το έργο του μόνο φαινομενικά είναι pop (popular). Στην πραγματικότητα απομυθοποιεί με τρόπο καυστικό και ειρωνικό την καταναλωτική κοινωνία και γελοιογραφεί τις λειτουργίες, τους θεσμούς και τα σύμβολά της. Η τυποποιημένη, επαναλαμβανόμενη και στυλιζαρισμένη του μορφή εμπνέεται, αλλά ταυτόχρονα διακωμωδεί, την προγονολατρεία, τους ήρωες και τους θεούς μιας παρελθούσης ακαδημαϊκής Ελληνικής σκηνής και σε αντίθεση με τους καλλιτέχνες της γενιάς του ’30 βάζει τέλος στη νοσταλγία του παρελθόντος.
Σε μια συνέντευξη του στον Άρη Δικαίο, ο ίδιος διηγείται με απλό και σαφή τρόπο την εικαστική του πορεία: ‘’Πέρασα από την παραστατική, τον εξπρεσιονισμό, τον σουρεαλισμό, την αφηρημένη, τον κυβισμό, τη χειρονομιακή, μέχρι να βρω αυτό που λέγεται “ανθρωπάκι”. “Το ανθρωπάκι” είναι ο σημερινός άνθρωπος, ο άνθρωπος μόνος του μεσ’ την κοινωνία, είναι αν θέλετε από την παραγωγή στην κατανάλωση, είναι το ανώνυμο πλήθος’’.
Όταν το 1967 εγκαθιδρύεται η δικτατορία, εκτελεί το ‘’Tiens’’, στο οποίο ένας μοτοσικλετιστής κοιτάζει ένα λευκό περιστέρι που κείται στη γη, και το «Η δολοφονία της ελευθερίας», όπου μια ομάδα στρατιωτικών πυροβολούν ένα περιστέρι: Τα ανθρωπάκια εν τη γενέσει τους…
Τα πρώτα χαρακτηριστικά απρόσωπα ανθρωπάκια, με το καπέλο,. τα ριγέ κοστούμια, τη μαύρη γραβάτα, στοιχισμένα ασάλευτα σε γραμμές, κάνουν την εμφάνισή τους στη Ρώμη το ’68. Έναν χρόνο αργότερα δίνουν το «παρών» στο Ινστιτούτο Γκαίτε της οδού Ομήρου στην Αθήνα. Πιόνια μιας πολιτείας που θέλει τα πλήθη σε ομοιογένεια, ομοιομορφία, απόλυτη υπακοή. Αλλά σύντομα τα ανθρωπάκια ταξιδεύουν στα πέρατα του κόσμου, κοινωνοί της παθητικότητας και της ανωνυμίας μιας συγχυσμένης εποχής που αναδύεται μέσα από την περιπαικτική μεν, αλλά καυστική κριτική του δημιουργού τους. Εκθέσεις ανά τον κόσμο, βγαίνουν στους δρόμους, στις πλατείες, στα πάρκα, ζωντανά ανδρείκελα με καπέλα και ριγέ κοστουμάκια, ταξιδεύουν στα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες, φωτογραφίζονται μπροστά στο Cafe Flores. Διακωμωδώντας την αρχαιολατρία, γίνονται Οδυσσέας, Οιδίποδας, Σφίγγα, Ερμής, αμφορέας, πολεμιστές, φτερωτοί άγγελοι, κολόνες σε αρχαίους ναούς, Καρυάτιδες.
Δεν παρέλειπε ποτέ να διακωμωδεί από τον απλό λαϊκό άνθρωπο μέχρι τους πολιτικούς και τους θεσμούς, το ίδιο το σύστημα τελικά, σε πίνακες, γλυπτά, εγκαταστάσεις, χάπενινγκ, προσπαθώντας να ταράξει τα νερά, να τραβήξει την προσοχή, να αφυπνίσει, να ευαισθητοποιήσει στο τι σημαίνει ο θάνατος του Τσε, η Χιλή του Αλιέντε, ο πόλεμος του Βιετνάμ, η ‘’Κηδεία της ζωγραφικής’’, η χούντα της Ελλάδας… Με πίνακες στους οποίους συμμετέχουν απαθείς συνοδοιπόροι, οι άνδρες-ανδρείκελα με τα μαύρα καπέλα και τα ριγέ κοστούμια που θυμίζoυν τις στολές των φυλακισμένων.
Μετά την πτώση της χούντας, εγκαταλείπει το Παρίσι, έπειτα από εικοσαετή παραμονή και επανέρχεται στην Ελλάδα, παγκόσμια πλέον αναγνωρισμένος και με πλήθος εκθέσεων στο ενεργητικό του. Στην Αθήνα που θα εγκατασταθεί το ατελιέ του στη Μαυροματαίων, είναι χώρος φιλόξενος και ανοιχτός σε όλους, ακόμα και σε περαστικούς. Εν τω μεταξύ δουλεύει ακατάπαυστα, εξελίσσοντας ολοένα τα ανθρωπάκια του και διοργανώνοντας εκθέσεις σε όλο τον κόσμο.
Ο Γιάννης Γαΐτης ήταν πρωτοπόρος καλλιτέχνης διεθνούς αναστήματος. Ο πρώτος που ήλθε προφητικά αντιμέτωπος με τη μετατροπή του ανθρώπου σε τυποποιημένο ανώνυμο πλακέ ανθρωπάκι, στόχο, νούμερο. Στόχος του ήταν να αφυπνίσει την ανάγκη να διαφυλαχθεί η ανθρώπινη οντότητα, δείχνοντας και διακωμωδώντας την κατάντια.
Άτιτλο παραμένει το έργο τέχνης που κοσμεί τον σταθμό Λαρίσης – κι όμως, είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα. Κι αυτό, χάρη στα χαρακτηριστικά ανθρωπάκια του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου Γιάννη Γαϊτη, τα οποία κοσμούν το σπίτι του στην Ίο και έχουν χρησιμοποιηθεί από τον ίδιο σε σειρά από έργα του τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του – πέθανε το 1984. Η κόρη του, Λορέττα Γαϊτη, η οποία έδωσε και την άδεια να διακοσμηθεί ο σταθμός με μεταξοτυπία-αντίγραφο του έργου, είχε δηλώσει πως οι συγκεκριμένες μορφές ανθρώπων του είχαν γίνει εμμονή. Στο μετρό πάντως, όχι μόνο τα «ανθρωπάκια» ξαναζούν, αλλά το έργο επεκτείνεται και στην χρηστικότητα των καρεκλών της αποβάθρας, που έχουν πάρει κι αυτές την φόρμα του έργου.
‘’Έφυγε’’ το 1984, στα 61 του μόλις χρόνια, έξι ημέρες μετά τα εγκαίνια της αναδρομικής του έκθεσης στην Εθνική Πινακοθήκη.
Ο ίδιος δήλωνε για το έργο του: ”Θέλω πάρα πολύ να εξηγήσω τη δουλειά μου (…) υπάρχουν ειδικοί που μπορούν να κάνουν αυτήν τη δουλειά (…) αλλά εγώ νομίζω έχω πιο πολύ δικαίωμα να μιλήσω για τα Ανθρωπάκια, αυτά τα οποία είναι ξύλινα βέβαια, αλλά αληθινά Ανθρωπάκια. Δηλαδή είναι τα Ανθρωπάκια τού σήμερα, είναι το κατεστημένο και το ίδιο το Ανθρωπάκι αυτό αντιδρά στο κατεστημένο.
Σήμερα κάνω το ανθρωπάκι. Δεν έχω τη δύναμη να το αλλάξω, γιατί το ανθρωπάκι με αντιπροσωπεύει απόλυτα… Τώρα, αν αυτά τα έργα μου αρέσουν ή δεν αρέσουν, αυτό είναι άλλη παράγραφος. Γιατί ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει τον εαυτό του ανθρωπάκι. Γιατί σου λέει: εγώ δεν είμαι αυτός… Και όμως είναι’’…
Πηγές:
ΑΤΕΧΝΩΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ Μιλτ. Παπαιωάννου, Εκδόσεις ΑΔΑΜ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΙΤΗΣ, Ντένης Ζαχαρόπουλος
«Μονόγραμμα» ΕΡΤ2, Γιάννης Γαΐτης, Νοέμβριος 1984
Ελένη Αθανασίου, από την παρουσίαση της έκθεσης του Γιάννη Γαΐτη με τίτλο Ένας Ασυμβίβαστος Δανδής’’, 2015
μαρτυρία του Γιάννη Στεφανίδη για την ΕΠΟΝ και τη Σχολή Καλών Τεχνών στα χρόνια της Κατοχής
Τα ανθρωπάκια του Γαΐτη είναι παντοτινά, Χρήστος Παρίδης
Ο Banksy είναι γνωστός Βρετανός καλλιτέχνης του γκραφίτι, πολιτικός ακτιβιστής και σκηνοθέτης ταινιών, ανεπιβεβαίωτης ακόμα ταυτότητας.Τα έργα του είναι συνήθως σατιρικά, σχολιάζοντας ζητήματα πολιτικής και κουλτούρας, με επιγράμματα που συνδυάζουν το μαύρο χιούμορ με γκραφίτι, τα οποία εκτελούνται με μια ιδιαίτερη τεχνική στένσιλ. Τα πολιτικού και κοινωνικού σχολιασμού έργα του έχουν εμφανισθεί σε δρόμους, τοίχους και γέφυρες πόλεων σε όλο τον κόσμ. Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά όμως τι πρεσβεύει και τι πετυχαίνει:
1. Ένας σπουδαίος καλλιτέχνης του δρόμου
Στους δρόμους αρκετών πόλεων της Αγγλίας, στη Νέα Υόρκη και τελευταία στο τείχος των Ισραηλινών στην Παλαιστίνη, ο Banksy έχει βάλει την υπογραφή του σε ευφάνταστα σκίτσα που εκπέμπουν πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα ή ευαισθητοποιούν. Δημιουργεί εικόνες απλώνοντας με επιδεξιότητα το σπρέι σε τοίχους κτηρίων ή μάντρες, όπου μπορεί να υπάρχουν ζημιές, όπως πεσμένοι σοβάδες ή αντικείμενα. Αυτές οι επιφάνειες είναι ο καμβάς επάνω στον οποίο συμπληρώνει τα ατελή σχήματα και δημιουργεί παραστάσεις με νόημα.
Σε κάποια περίοδο κυκλοφόρησε η φήμη ότι συνελήφθη στη Νέα Υόρκη, οι οποίες όμως διαψεύστηκαν με την ανάρτηση του τελευταίου του έργου μέσα από την ιστοσελίδα του (banksy.co.uk). Πρόκειται για μια απομίμηση του έργου «το κορίτσι με το μαργαριτάρι στο αυτί», του Ολλανδού ζωγράφου Γιοχάνες Βέερνερ. Στο γκράφιτι τον ρόλο του μαργαριταριού υποδύεται ένας συναγερμός.
Μεγάλη εντύπωση είχε προκαλέσει πρόσφατα ένα έργο του Banksy σε μια πόλη κοντά στο Έσεξ. Απεικονίζει ένα σμήνος περιστέρια που διώχνουν ένα πολύχρωμο πουλί και του λένε να επιστρέψει στην Αφρική. Το Έσεξ είναι μια πόλη που συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά το εθνικιστικό κόμμα UCIP και ο στόχος του γκράφιτι είναι να στείλει ένα μήνυμα κατά του ρατσισμού. Ο Δήμος έστειλε ένα συνεργείο να καθαρίσει τον τοίχο, αλλά συγχρόνως κάλεσε τον Banksy να ζωγραφίσει ένα έργο σε κάποια από τις προκυμαίες της παραθαλάσσια τουριστικής πόλης.
Ο καλλιτέχνης είναι διάσημος και τα σχέδια του γίνονται αμέσως τουριστική ατραξιόν, γι΄ αυτό και είναι αποδεκτά από τους δήμους που κανονικά τιμωρούν αυτό που ονομάζουν «βεβήλωση του δημόσιου χώρου». Το τίμημα της διασημότητας για τον Βρετανό καλλιτέχνη είναι η αποδοχή, στοιχείο που τον καθιστά αντιπαθή σε ένα κύκλο των συναδέλφων του.
Ο Banksy λέει ότι επηρεάστηκε επίσης από τον «3D», κατά κόσμο Robert Del Naja, ο οποίος είχε αφήσει το στίγμα του στα γκράφιτι προτού γίνει γνωστός ως ιδρυτικός μέλος του συγκροτήματος των Massive Attack. Λέγεται επίσης, γιατί κυκλοφορούν διάφορες φήμες γύρω από τα βιογραφικά του στοιχεία, ότι ο Bansky γεννήθηκε στο Μπρίστολ το 1974 και άρχισε να ασχολείται με το γκράφιτι το 1992, ως μέλος μια ομάδας με τους Kato και Tes, με κοινά ενδιαφέροντα και την υπογραφή «DryBreadZ Crew (DBZ)». Η ομάδα αυτή δεν ήταν η μόνη και συχνά ξεσπούσαν «πόλεμοι» μεταξύ των παιδιών που έκαναν γκράφιτι. Η μία ομάδα έσβηνε ή έγραφε πάνω στα σχέδια της άλλης.
Ο Banksy δεν κάνει μόνο γκράφιτι. Ζωγραφίζει επίσης και φτιάχνει ταινίες. Πολλά από τα έργα του έχει εκθέσει ο φωτογράφος Steve Lazarides με τον οποίο γνωρίστηκε στο Μπρίστολ. Ο ίδιος μπορεί να μην εμφανίζεται να πουλάει έργα του, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με οίκους δημοπρασιών που έχουν δημοπρατήσει δουλειές του Banksy έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών. Πολύ απλά, τα κλέβουν. Ξεκολλούν τα γκράφιτι μαζί με τον σοβά του τοίχου και τα πωλούν ή τα βγάζουν δημοπρασία. Αριστερά:το «Kissing Cappers», έξω από την παμπ. Δεξιά: στην έκθεση Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του έργου «Kissing Coppers» του Bansky που κοσμούσε από το 2004 τον τοίχο της παμπ Prince Albert. Το 2011 ο ιδιοκτήτης της παμπ το ξήλωσε προσεκτικά και το πούλησε σε δημοπρασία στο Μαϊάμι έναντι 420.000 ευρώ. Και δεν είναι το μόνο. Φέτος, οι New York Times έγραψαν ότι μια εταιρεία πήρε επτά έργα του Banksy χωρίς τη συγκατάθεσή του και τα παρουσίασε στην έκθεση «Stealing Banksy», κοστολογώντας τα 1,5 εκατ. δολάρια! Ο Banksy ανακοίνωσε στην ιστοσελίδα του ότι η έκθεση και η δημοπρασία έγιναν χωρίς τα συγκατάθεσή του τονίζοντας: «δεν έχω καμία σχέση με αυτό. Αυτή η έκθεση ανήκει σε σιχαμένους ανθρώπους, που τους αφήνουν να κλέβουν έργα από τους δρόμους».
Ο Banksy είναι ένα από τα ηχηρά παραδείγματα για το πως κινείται η διεθνής αγορά, κυρίως της σύγχρονης τέχνης, στην οποία τα κριτήρια διαμορφώνονται ανάλογα με τους αγοραστές που επενδύουν σ’αυτή.
Γεννιούνται λοιπόν ερωτήματα όπως: Είναι η σύγχρονη τέχνη υπερτιμημένη; Και σε ποιους απευθύνεται; Μόνο σε διάσημους και πλούσιους που μπορούν να την αποκτήσουν; Και ποια είναι η πραγματική τιμή ενός έργου; Τα 60 δολάρια ή το μισό εκατομμύριο δολάρια που έδωσε η Αντζελίνα Τζολί για να αποκτήσει ένα έργο του Banksy; Έχει σημασία ποιος είναι ο καλλιτέχνης; Παίζει ενεργό ρόλο ο ίδιος ή η αγορά κινείται αυτόνομα;
Και βέβαια πως είναι δυνατόν, όταν θέλεις να κάνεις τέχνη που θεωρείται αντικομφορμιστική, και παράνομη, να μην έχεις αντίρρηση στο να σου εξασφαλίζει μια ιδιαίτερη οικονομική άνεση; Αυτό σημαίνει πως “ξεπουλάς” την τέχνη σου ή είναι δίκαιο να την πουλάς εκεί, όπου μπορούν να την αγοράσουν, δηλαδή στις γκαλερί και τις δημοπρασίες;
Όσον αφορά βέβαια τον Banksy, και τη θέση του απέναντι στη σύγχρονη τέχνη, εκείνος θα έλεγε… “το γκραφίτι είναι ένα από τα λίγα εργαλεία που έχετε, όταν στην πραγματικότητα δεν έχετε τίποτα! Αν δεν καταλήξετε σε μια ζωγραφιά,, η οποία θα βάλει τέλος στην παγκόσμια φτώχεια, μπορεί – ποτέ δεν ξέρεις – να καταφέρετε να κάνετε έναν άνθρωπο να χαμογελάσει, ενώ θα έχει τρυπώσει σε κάποιο στενό για να κατουρήσει”.
2. Η αρχή του Banksy στο ΗΒ
Η περιοχή Barton Hill του Μπρίστολ ήταν ένα τρομακτικό μέρος το 1980. Στην περιοχή κατοικούσαν κατά κύριο λόγο λευκοί που ανήκαν στην εργατική τάξη και δεν συμπαθούσαν τους ξένους. Όταν ο Banksy αποφάσισε να φτιάξει το πρώτο του έργο στην περιοχή ήταν πολύ αγχωμένος. «Ο πατέρας μου είχε ξυλοκοπηθεί άσχημα εκεί όταν ήταν παιδί», είχε εξομολογηθεί στον γκραφίστα Felix Braun. Άρχισε να δοκιμάζει διάφορα ονόματα, υπογράφοντας μερικές φορές ως Robin Banx, ωστόσο κατέληξε στο ψευδώνυμο Banksy. Αυτό το νέο και μικρότερο ψευδώνυμο ήταν εύκολο να το γράψεις γρήγορα στον τοίχο και δεν ξεχνιόταν από κάποιον που το συναντούσε. Όταν ήταν 18 ετών ζωγράφιζε ένα βαγόνι με μία ομάδα καλλιτεχνών και η αστυνομία τους ανακάλυψε. Όλοι τρέξανε και κατάφεραν να φτάσουν στο αμάξι, ο Banksy όμως όχι. «Έμεινα κρυμμένος πάνω από μία ώρα σε μία νταλίκα. Όπως καθόμουν εκεί και άκουγα τους αστυνομικούς, συνειδητοποίησα πως πρέπει να ζωγραφίζω σε λιγότερο χρόνο». Έτσι, αποφάσισε να χρησιμοποιεί την τεχνική στένσιλ, όπου κόβεις το περίγραμμα του έργου και το περνάς από πάνω με σπρέι. «Μόλις έκοψα το πρώτο μου στέλνσιλ ένιωσα μία ιδιαίτερη δύναμη μέσα μου. Επίσης μου άρεσε η πολιτική του χροιά. Όλα τα γκράφιτι είναι μία διαμαρτυρία, ωστόσο τα στένσιλ έχουν ένα ιδιαίτερο συμβολισμό. Έχουν χρησιμοποιηθεί για να ξεκινούν επαναστάσεις και να σταματούν πολέμους», είχε δηλώσει στον φίλο του και συγγραφέα, Tristan Manco, δίνοντας και άλλους λόγους που καταστάλαξε στην συγκεκριμένη τεχνική. To 1999, άρχισε να ζωγραφίζει στο Λονδίνο. Καθώς, τα γκράφιτι του κατέκλυζαν τους δρόμους της Μεγάλης Βρετανίας, φιλότεχνοι και ιστορικοί άρχισαν να το συγκρίνουν με τον Jean-Michel Basquiat και τον Keith Haring. Ενώ ήταν στο Λονδίνο ο Banksy εξέλιξε τις πολιτικές του ιδέες σχετικά με την παγκοσμιοποίηση και την απληστία των εταιρειών. Οι πολιτικές αναφορές στο έργο του έγιναν πιο εμφανείς . Η κοσμοθεωρία των νέων έργων του βασιζόταν στην ιδέα του «Brandalism» – ένας συνδυασμός «μάρκας» και «βανδαλισμού» που δανείστηκε από την αμερικανική πανκ κουλτούρα. Αντιγράφοντας τις τεχνικές και τη γλώσσα της διαφήμισης μέσω συνθημάτων και απλών εικόνων, το έργο του Banksy εμφανίστηκε σε δημόσιες τοποθεσίες και επιτέθηκε σε μάρκες, όπως η Tesco και η Nike. Κάθε νέα του δουλειά τραβούσε την διασημότητα, καθώς αποτελούσε μια αστική «γιορτή».
Ο μύθος του Banksy ως ένας μασκοφόρος, ανώνυμος χαρακτήρας σαν τον Ρομπέν των Δασών, άρχισε να αναδύεται.
3. Stencil art: το έργο του Banksy μέσα από τα μάτια των ειδικών
Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Κολλάρου, Art Promoter, Συγγραφέα του βιβλίου «Η Ελληνική Τέχνη από το Α έως το Ω», ο Banksy είναι κάτι σαν Ρομπέν των δασών του καλλιτεχνικού κόσμου. Παρότι τα έργα του πιάνουν εκατοντάδες χιλιάδες στις δημοπρασίες, ο ίδιος τα προσφέρει δωρεάν στο κοινό μέσα από τις τοιχογραφίες του ή στήνει δράσεις μέσα από τις οποίες (πάντα με ένα βαθμό δυσκολίας) μπορεί κάποιος να τα αποκτήσει έναντι ελάχιστου αντίτιμου.
Εδώ και αρκετά χρόνια έχει πάρει τις αποστάσεις του από το επίσημο σύστημα της τέχνης. Δεν εκπροσωπείται από κάποια γκαλερί, ούτε συμμετέχει σε εκθέσεις. Αντίθετα, διοργανώνει τις δικές του δράσεις, που έχουν σχεδόν πάντα “κομάντο” χαρακτήρα και υψηλό wow factor (όπως το δυστοπικό θεματικό πάρκο Dismaland ή το εκκεντρικό ξενοδοχείο Walled off Hotel που έχει ανοίξει στην Παλαιστίνη) και, με εξαίρεση τη γενέτειρα του το Bristol, αποφεύγει τις συνεργασίες με επίσημους φορείς. Περιορίζεται απλώς στο να τους «τρολλάρει» με ευρηματικούς τρόπους (βλ. Sotheby’s, British Museum). Η πλειοψηφία των εκθέσεων του, σε παγκόσμια κλίμακα, γίνονται χωρίς την άδεια του και συχνά δεν έχουν καν σχέση με την αυθεντική δουλειά του.
Από τεχνικής άποψης το στυλ του δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο – πρόκειται για βασικά στένσιλς που οποιοσδήποτε με στοιχειώδεις γνώσεις σχετικά με την τεχνική μπορεί να αναπαράγει (γι’ αυτό και οι απομιμήσεις δίνουν και παίρνουν). Η μαγεία στη δουλειά του βρίσκεται κυρίως το μήνυμα και στο timing. Οι δημόσιες παρεμβάσεις του είναι πάντα επίκαιρες και ουσιαστικές.
Ολοι οι συνεργάτες του μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον καλλιτέχνη. Ταυτόχρονα όπως υπάρχει ένα είδος ταμπού γύρω από την περίπτωση του – δεν θα μάθεις ποτέ κάτι ιδιαίτερο και ούτε επιτρέπεται να ρωτήσεις κάτι παραπάνω, είναι κάτι σαν κοινωνικό faux pas στον κόσμο της street art. Καθώς δεν έχει προκύψει να επιβεβαιώσω την ύπαρξη του δια ζώσης, είμαι επιφυλακτική για την ταυτότητα του. Οποιαδήποτε από τις εικασίες που κατά καιρούς ανακυκλώνονται θα μπορούσε να ισχύει. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια ομάδα καλλιτεχνών. Όπως και να έχει, πρόκειται για μοναδική περίπτωση.
Για τους θιασώτες,λέει ο Πάρις Ξυνταριανός Τσιροπινάς, Street Artist, Υποψήφιος Διδάκτωρ του Τμήματος Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων του Πανεπιστημίου Αιγαίου, τα έργα του δρόμου είναι σημεία έμπνευσης και θαυμασμού, μία νότα χαρούμενη που χαϊδεύει το μπετόν, μια χρωματιστή ανάσα, παλίμψηστα τοιχογραφιών, μια μορφή αντίστασης, κοινωνικός προβληματισμός ή ακόμα και ακτιβισμός (όπως στα έργα του πασίγνωστου Banksy), όμως πάνω απ’ όλα για τους ίδιους του δημιουργούς τους, είναι ίσως η τελευταία εναπομείνασα ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση.
Η λέξη «ελεύθερη» δεν αναφέρεται μόνο για να προσδώσει έναν χαρακτήρα αντίδρασης στην καταπίεση (πράγμα που φυσικά και συμβαίνει με την τέχνη του δρόμου). Σημαίνει επίσης ότι όλες οι εκφάνσεις της τέχνης του δρόμου, από τις ταγκιές μέχρι τα αυτοκόλλητα έως τα μεγάλης κλίμακας murals, παρέχονται χωρίς αντίτιμο στον θεατή τους, αποτελώντας μία ευχάριστη – ή και δυσάρεστη – έκπληξη στην καθημερινότητά του.
Τα έργα αυτά δεν λογοκρίνονται ούτε φιλτράρονται, αλλά ωστόσο μπορούν να κριτικάρουν και να σατιρίσουν και ενώ δεν ανήκουν σε μία γλώσσα ή σε ένα ήδη υπάρχον κίνημα τέχνης, δημιουργούν μόνα τους μια νέα, πολυδιάστατη και πολυμορφική κουλτούρα ανοικτή προς όλες τις ηλικίες και τις κοινωνικές τάξεις. Επιπλέον, οι δημιουργοί τους είναι ως επί το πλείστο άνθρωποι λαϊκοί, συνήθως χωρίς ακαδημαϊκή κατάρτιση, παιδιά, έφηβοι και νέοι ενήλικες, που συνομιλούν με την κοινωνία, με όλους μας, μέσα από τα πινέλα και τα spray τους χωρίς να φοβούνται.
Ο συγγραφέας Lee Bofkin εκτιμά ότι οι ενεργοί καλλιτέχνες του δρόμου στις μέρες μας είναι τόσο πολλοί και η ποσότητα των έργων γκράφιτι και τέχνης του δρόμου που παράγονται κάθε Σαββατοκύριακο τόσο μεγάλη, που θα μπορούσε να γεμίζει όλες τις γκαλερί του πλανήτη τουλάχιστον μία φορά κάθε εβδομάδα. Δεν έχεις πλέον καμία δικαιολογία: βγες στον δρόμο· αυτή η τέχνη σε περιμένει!
Ο Banksy, παρατηρεί ένας Street artist, είναι ότι πιο επαναστατικό υπάρχει στην τέχνη σήμερα. Η ιδιοφυΐα και το ταλέντο που τον διακατέχουν δημιουργούν έργα τέχνης που αντικατοπτρίζουν την αλήθεια του κόσμου. Συγκεκριμένα, κρατώντας την ανωνυμία του οδηγεί τον δέκτη στο να μην σκέφτεται το πρόσωπο του αλλά το μήνυμα που θέλει να στείλει μέσα από τα έργα του.
Ο Παυσανίας Καραθανάσης, Διδάκτορας κοινωνικής ανθρωπολογίας, ειδικεύεται στους αστικούς πολιτισμούς μιλάει για το Stencil graffiti: εικονιστική παρέμβαση στο δρόμο»: Το έργο του Banksy, στο οποίο γίνεται κατά κύριο λόγο χρήση της τεχνικής στένσιλ, αναδεικνύει με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο ακριβώς αυτή τη δύναμη και την ιδιαιτερότητα της εικονιστικής παρέμβασης, ενώ η επιτυχία του ως καλλιτέχνη-ακτιβιστή κατάφερε να διαδώσει την τεχνική διατηρώντας, όμως, ως βασικό της συστατικό την πολιτική παρέμβαση. Ωστόσο, όταν έργα πολιτικής παρέμβασης στο δρόμο αποκόπτονται από το δημόσιο χώρο για να εκτεθούν σε μουσιακά περιβάλλοντα, ακόμα και αν διατηρείται η δύναμη της εικόνας, χάνουν σίγουρα μέρος της δυναμικής τους, την οποία αντλούν ακριβώς μέσα από την οργανική σχέση με το κτισμένο περιβάλλον και το δρόμο.
Ο Κώστας Θεολόγου, Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού στο ΕΜΠ και καθηγητής σύμβουλος Ανθρωπογεωγραφίας και Υλικού Πολιτισμού της Ευρώπης στο ΕΑΠ, προσθέτει: Οι απαρχές της street art συνδέονται με τους καλλιτέχνες του γκράφιτι και όσων εμπνεύσθηκαν κυρίως από αυτό. Αυτοί οι «γκραφιτάδες» όπως ο Κηθ Χέιρινγκ (1958-1990) και ο πιο γνωστός ποιητής, μουσικός και παιδί-θαύμα του γκράφιτι, ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά (1960-1988), άρχισαν να κάνουν εκθέσεις στις γκαλερί και σε καλλιτεχνικά ιδρύματα στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Η δουλειά τους που υπάρχει σε τοίχους του αστικού χώρου, σε γκαλερί και σε μουσεία, επηρέασε σημαντικά τις επόμενες γενεές καλλιτεχνών, όπως ο Banksy.
Ορισμένοι συγκαιρινοί μας, πασίγνωστοι καλλιτέχνες του δρόμου, κατασκεύασαν τη φήμη τους όντως στον… δρόμο. Ο JR, ο Banksy, ο Shepard Fairey, έχουν τις ρίζες τους στην παρανομία με χαρακτηριστική στόχευση την οιονεί ανατροπή και κοινωνικοπολιτική δράση, διατηρώντας μιαν ανέκαθεν ταραχώδη σχέση με τον κατεστημένο καλλιτεχνικό κόσμο.
Εντάξει, ο Banksy έχει γίνει παγκόσμιο πολιτισμικό φαινόμενο. Από έφηβος tagger έγινε γνωστός πολυεκατομμυριούχος καλλιτέχνης. Το καλλιτεχνικό ύφος και το μήνυμα είναι ασμένως αποδεκτά από τη μερίδα ή την κατηγορία των ανθρώπων που «προσβάλλει» αξιακά. Ο Banksy δημιουργεί μια street art που τη χαρακτηρίζει η «πνευματώδης ασέβεια», διογκωμένη από την εντέλει απολύτως διακριτή επώνυμη ανωνυμία του. Ο Banksy ισχυρίζεται πως η τηλεόραση διέλυσε το θέατρο και πως η φωτογραφία σκότωσε τη ζωγραφική, αλλά το γκράφιτι παραμένει αναλλοίωτο και αλώβητο από την πρόοδο.
Πολύ απλοϊκός ο ισχυρισμός του σε σχέση με την εννοιολόγηση της προόδου. Είναι αντισυμβατικός και τον εξαίρουν άπαντες. Τι σημαίνει όμως αντισυμβατικός και πολυεκατομμυριούχος; Το γκράφιτι είναι αντεξουσιαστικό και ταυτίζεται μάλλον με τη φωνή του καταπιεσμένου και όχι με την «κριτική» έκφραση του κατεστημένου.
Διότι, κακά τα ψέματα, ο Banksy είναι κατεστημένο(ς), πώς αλλιώς να τον ερμηνεύσεις, όταν οι τοπικές αρχές διατηρούν ως κόρην οφθαλμού τα έργα του, ενώ κατά κανόνα τα «ασπρίζουν»; Στο καπιταλιστικό μάρκετινγκ καλή είναι ακόμη και η κακή διαφήμιση και αυτό το γνωρίζει ο αξιακός ή επιχειρηματικός μηχανισμός του Banksy… Όσο μεγεθύνεται ο θόρυβος και οι αντιδικίες γύρω από το όνομά του εξίσου ευθέως ανάλογα πληθαίνουν και τα σημεία της τέχνης του δρόμου που φέρουν την υπογραφή του παντού στον κόσμο.
Η Κωνσταντίνα – Μαρία Κωνσταντίνου είναι Κοινωνιολόγος – ΜΔΕ Εγκληματολογίας – Δημιουργός & Συντονίστρια του Street Art Project που πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του «Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος – ΚΕ.Μ.Ε.» αναλύει: Η «Street Art» παραμένει ένας όρος που αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των διαδίκων προς εξακρίβωση, αναλόγως του εννόμου συμφέροντός τους επί της ιδιοκτησίας ή του έργου αντίστοιχα. Από νομικής σκοπιάς, λοιπόν, δε φαίνεται να διακρίνονται οι διαφορές μεταξύ των αισθητικών μεθόδων και των καλλιτεχνικών μέσων παρά ο νόμος επικεντρώνεται στο κριτήριο που καθορίζει τη νομιμότητα ή μη του έργου. Ειδικότερα, η «Street Art» απασχολεί τη νομική επιστήμη εστιάζοντας κυρίως σε δύο βασικούς πυλώνες: 1. το δικαίωμα επί της ιδιοκτησίας και 2. η προστασία και η συντήρηση / διατήρηση έργων πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο ποινικός νόμος της Βρετανίας φαίνεται να αντιμετωπίζει τα έργα του Banksy με το δεύτερο σκεπτικό.
Κι εδώ έρχεται να συμπληρώσει η κοινωνιολογική – εγκληματολογική οπτική. Ως δημιουργός της τεχνικής «stencil» παγκοσμίως συγγενεύοντας με τον Black Le Rat στη Γαλλία με το πέρασμα των χρόνων και των απομυθοποιήσεων περί μεμονωμένου «καταστρεπτικού βανδαλισμού» έχει καταρρίψει την ετικέτα της ιδιότητας του καλλιτέχνη εντός των αστικών αυλών και με τον ακτιβιστικό τρόπο ζωής του με μέσο την τέχνη του και έχει πιέσει, κατά καιρούς, τους αρμόδιους των πολιτικών αποφάσεων προς την κατεύθυνση αλλαγής. Όμως, απ’ όσο μπορεί να αντιληφθεί κανείς, το οξύμωρο της επιθυμίας του ίδιου να διαφέρει με έναν αντιδραστικό σκοπό από τους υπόλοιπους Άλλους, είναι η ακραία εμπορευματοποίηση των έργων του απο galleries, από τοπικούς φορείς και άλλους. Παρά ταύτα, σε αρκετές περιπτώσεις των έργων του με πολιτικό χαρακτήρα, έχει καταφέρει όσο κανείς άλλος street artist να στρέψει όλα τα βλέμματα του κοινωνικού συνόλου στις, ανά περιόδους, εγκληματικές ενέργειες που υφίστανται μερίδες πληθυσμού που κατατάσσονται στις «ευπαθείς», «ειδικές», κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται αντιμέτωπες με τη βία του επίσημου κοινωνικού ελέγχου ευρύτερα (αρχές, εργασιακούς εργοδότες κ.ά.). Με το ιδιαίτερο καυστικό χιούμορ του, η ερμηνεία των έργων του γίνεται αντιληπτή στον καθένα και αυτό κρίνεται συνεχώς απαραίτητο για το κίνημα προκειμένου να επιτευχθεί ο λόγος της ύπαρξής του στη δημόσια σφαίρα.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!