Ραμανούτζαν: η ιστορία ενός σπουδαίου μαθηματικού στην μεγάλη οθόνη

Χειμώνας 1913.

Η Ευρώπη βράζει. Οι στρατοί παρατάσσονται. Στην Αγγλία οι εργάτες κάνουν απεργίες, όμως στο Κέμπριτζ τίποτε δεν έχει αλλάξει. Φυσικοί και μαθηματικοί αισθάνονται Θεοί της επιστήμης που σπάνια καταδέχονται να ρίξουν μια ματιά πέρα από τη μύτη τους. Ο διασημότερος των μαθηματικών, ο 36χρονος Χάρντι, είναι ο πιο μεθοδικός «Απόστολος της Απόδειξης».

Στο πρόσωπό του συνυπάρχουν η πιο αμείλικτη, απαιτητική μαθηματική πλευρά, με την πιο επιεική, αμφιλεγόμενη ελευθεριότητα του πνεύματος. Εργάζεται άοκνα, διαβάζει καθημερινά τους Τάιμς, κάνει ενθουσιώδεις μαθηματικές διαλέξεις, παίζει τένις, παρακολουθεί μανιωδώς αγώνες κρίκετ, και δηλώνει φανατικός αρνησίθεος. Η καριέρα του είναι εδραιωμένη, η ζωή του άνετη, το μέλλον του εξασφαλισμένο.

Ώσπου ένα πρωί, φτάνει στα χέρια του μια επιστολή από την Ινδία.

Ένας ασήμαντος 26χρονος Ινδός, ένας υπάλληλος, ένας αυτοδίδακτος μαθηματικός, ο Σρινιβάσα Ραμανουτζάν, τολμά να παραθέσει στον καθηγητή Χάρντι τις λύσεις σε δεκάδες ανεπίλυτα, σημαντικότατα θεωρήματα και ένα σωρό παράξενες διατυπώσεις γνωστών μαθηματικών εννοιών. Ο Χάρντι συγκλονίστηκε – ήταν κάτι σαν προσβολή. Παράτησε το χειρόγραφο και βυθίστηκε ξανά στις σελίδες των Τάιμς. Όμως, τα έξαλλα θεωρήματα και οι αποδείξεις του Ραμανουτζάν γέμισαν τις ώρες του με ανησυχία. Σιγά σιγά, σαν σε παράξενη μετάλλαξη, κοιτώντας τη χειρόγραφη επιστολή, άρχισε να αισθάνεται ευγνωμοσύνη για την ύπαρξη αυτού του άγνωστου. Παραδεχόταν, πλέον, πως κρατούσε το δημιούργημα ενός μαθηματικού μέγιστης ποιότητας, με εξαιρετική πρωτοτυπία και δύναμη φαντασίας – μια σπάνια μαθηματική ιδιοφυία. Ο Χάρντι κίνησε γη και ουρανό να του φέρουν τον Ραμανουτζάν στην Αγγλία.Ο Ραμανουτζάν επιζητούσε επαφή με τους ευρωπαίους τιτάνες της μαθηματικής διανόησης, όμως δεν ήθελε να αφήσει την αγαπημένη του Ινδία.

Τελικά, από τα χαμόσπιτα του Μαντράς βρέθηκε στα επιβλητικά κτήρια του Κέμπριτζ, στο ανοίκειο πολιτιστικό, κοινωνικό και επιστημονικό περιβάλλον της Αγγλίας – «από τα αλώνια, στα σαλόνια» της διανόησης.Επί 5 χρόνια, αποκλεισμένος από την πατρίδα του εξαιτίας του πολέμου, άφησε την οικογένειά του, τον παραδοσιακό τρόπο ζωής του και παρέμεινε στην αφιλόξενη Μεγάλη Βρετανία, φιλοτεχνώντας μέσα από 21 σπουδαίες δημοσιεύσεις μια αθάνατη μαθηματική κληρονομιά.Ανέκαθεν ήταν δεκτικός σε μεταφυσικές εικοτολογίες και πίστευε πως η μαθηματική πραγματικότητα υπάρχει ανεξάρτητα από τους ανθρώπους – απλώς περιμένει την ανακάλυψή της. Διαβάζοντας ένα παμπάλαιο εγχειρίδιο μαθηματικών ανακάλυψε όλα όσα οι συνομίληκοί του διδάσκονταν στα πιο φημισμένα πανεπιστήμια της Ευρώπης.

Οι αριθμοί και οι μαθηματικές τους σχέσεις , στο μυαλό του Ραμανουτζάν, συνέδεαν μεταξύ τους τα διάφορα μέρη του Σύμπαντος. Κάθε νέο του θεώρημα συνιστούσε ένα ακόμη κομμάτι του απροσμέτρητου Άπειρου. Δήλωνε απερίφραστα πως καμιά εξίσωση δεν είχε νόημα γι’ αυτόν αν δεν εκφράζει μια σκέψη του Θεού. Ήταν απλός, εύθικτος ακόμη και σε ασήμαντες παρατηρήσεις. Οι ανάγκες του ήταν στοιχειώδεις. Δεν ήταν επηρμένος, ήταν επίμονος, εργαζόταν σκληρά, εξέπεμπε μια ιδιότυπη γοητεία και επιδείκνυε υψηλή νοημοσύνη σε όλα – όχι μόνο στα μαθηματικά.Όμως, δεν άντεχε το κλίμα, τις διατροφικές συνήθειες και το κοινωνικό περιβάλλον της Δύσης. Σχεδόν μόνιμα άρρωστος, είχε περιόδους πλούσιας επιστημονικής παραγωγής που του εξασφάλισαν την ύψιστη τιμή για επιστήμονα, υπήκοο του βρετανικού Στέμματος: τον τίτλο του Εταίρου της Βασιλικής Εταιρίας.Οι εργασίες του δεν έχουν ακόμη αποκαλύψει τα μυστικά τους.Τα θεωρήματά του εφαρμόζονται σε περιοχές της επιστήμης –όπως στη χημεία των πολυμερών, στους υπολογιστές, ακόμη και στην, εντελώς άγνωστη, τότε, μελέτη του καρκίνου– που ο ίδιος δεν είχε καν φανταστεί.

Η ταινία

Πάνω στο βιβλίο «Ο Άνθρωπος που Γνώριζε το Άπειρο» του Ρόμπερτ Κάνιγκελ που τυχαία έπεσε στα χέρια του σκηνοθέτη Ματ Μπράουν και που τον μάγεψε η ιστορία, βασίζεται η εν λόγω ταινία. Έχοντας κερδίσει τον συγγραφέα αλλά και τους παραγωγούς Έντουαρντ Ρ. Πρέσμαν και Τζιμ Γιανγκ, ο Μπράουν ξεκίνησε την αναζήτηση του βασικού πρωταγωνιστή. Ο κλήρος έπεσε στον Ντεβ Πατέλ («Slumdog Millionaire», «The Secong Best Exotic Marigold Hotel») που δέχθηκε αμέσως. Όσο για τις απαιτήσεις του ρόλου και την συνεργασία του με τον μεγάλο Τζέρεμι Άιρονς, εξομολογείται: « Μερικές φορές το να μην χρειάζεται να μιμηθείς συμπεριφορές ή κινήσεις που βλέπεις σε ένα βίντεο, σημαίνει μεγαλύτερη ελευθερία για έναν ηθοποιό. Και είχα την φοβερή βοήθεια του Τζέρεμι Άιρονς – η συνεργασία μαζί του είναι όνειρο για κάθε ηθοποιό και ήταν ό,τι περίμενα. Έχει καταπληκτική αίσθηση του χιούμορ και είναι φοβερά γενναιόδωρος, κάτι που έκανε εύκολο να χτίσουμε την σχέση μαθητή-δασκάλου. Είναι επίσης πολύ αφοσιωμένος στην δουλειά και το γύρισμα, δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις λεπτομέρειες που κάνουν την διαφορά – είναι πραγματικά καταπληκτικός».

Από την άλλη ο οσκαρικός Άιρονς, αναφέρει ότι: «Αυτό που βρήκα συναρπαστικό στο πρότζεκτ, είναι ότι δεν ήξερα τίποτα για την ιστορία ή τον Ραμανουτζάν, και βρήκα την εξερεύνηση του κόσμου των μαθηματικών φοβερά ενδιαφέρουσα. Συνειδητοποίησα ότι ένας κόσμος που σε μένα φαίνεται εντελώς στεγνός και αδιάφορος, μπορεί να μοιάζει γεμάτος πάθος και μυστήριο και δέος για κάποιους άλλους. Με προσέλκυσε επίσης η σχέση των δύο ηρώων: ο Χάρντι, ένας στερεοτυπικά εσωστρεφής και συγκρατημένος Άγγλος, παίρνει τον Ραμανουτζάν από μια ζωή γεμάτη χρώμα, ζέστη και συναίσθημα και τον φέρνει σε μια κρύα χώρα στο χείλος του πολέμου. Είναι δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι στον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζαν την ζωή, αλλά είχαν κοινό το πάθος τους για τα μαθηματικά. Τελικά, αυτό ήταν αρκετό για να δημιουργηθεί μια δυνατή φιλία». Για τον ρόλο του ο Άιρονς, χρησιμοποίησε ως βάση μια ατάκα/περιγραφή του Χάρντι αναφορικά με τα χρόνια που πέρασε με τον Ραμανουτζάν ως «το μοναδικό ρομαντικό περιστατικό της ζωής του». Ο ηθοποιός εξομολογείται ότι: «Είναι, βέβαια, μια δύσκολη σχέση να ορίσεις και να καταλάβεις σήμερα. Η δήλωση του Χάρντι έχει παρερμηνευθεί κατά τη γνώμη μου. Εμείς σήμερα θεωρούμε ότι η λέξη ρομαντικός συνδέεται με την ερωτική αγάπη αποκλειστικά, αλλά δεν είναι έτσι στην πραγματικότητα. Η λέξη ρομαντικός μπορεί να αναφέρεται σε εκείνη την περίοδο στη ζωή σου όπου όλα μοιάζουν πιο ζωηρά και πιο χρωματιστά, και αυτό νομίζω ότι εννοούσε ο Χάρντι. Σίγουρα, πάντως, τα χρόνια κατά τα οποία συνεργάστηκε με τον Ραμανουτζάν ήταν η περίοδος στην οποία ήταν περισσότερο περήφανος για την δουλειά του και περισσότερο ευτυχισμένος». Όλα αυτά ακούγονται ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και όπως και να το κάνουμε, οι πραγματικές ιστορίες πάντα έχουν ένα κλικ συμπάθειας παραπάνω στο ταινιόφιλο κοινό. Είδαμε και αγαπήσαμε τέτοιες τα τελευταία χρόνια που αναγνωρίστηκαν και πρωταγωνίστησαν στα μεγαλύτερα κινηματογραφικά βραβεία ανά την υφήλιο.

Μια από τις θέσεις που σωστά διατυπώνει ατακαριστά αυτή η ταινία είναι πως «Η μεγάλη γνώση συχνά πηγάζει απ’ τις ταπεινότερες καταβολές». Η μεγάλη τέχνη επίσης. Σε αυτήν επουδενί ανήκει τούτη η βρετανική παραγωγή (από έναν σκηνοθέτη και σεναριογράφο που, τουλάχιστον ακόμα, στη δεύτερη μεγάλου μήκους του, δεν… μετράει), η οποία προστίθεται στο υποσύνολο – μακρυνάρι που απαρτίζεται απ’ τα μπούστα υπαρκτών «ο (σπουδαίος αλλά) άγνωστος Χ» προσωπικοτήτων τα οποία καταστρέφει η πιασάρικη, bigger than life απεικόνισή τους στο πανί. Το χειρότερο: προτείνοντας σε επίπεδο γραφής μια αντιδιαφορική εξίσωση, με το εξαγόμενο να υπολείπεται αισθητά του προτύπου – που, φυσικά, είναι «Ο Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ», εδώ στο περιόδου και με exotica εκθέτη κλάσμα του.

Διατηρώντας ως άξονα την 5χρονη σχέση αλληλοτροφοδότησης τού χαρισματικού Σρινιβάσα Ραμάνουτζαν με τον Γκόντφρεϊ Χάρντι (μαρτυρίες από τα απομνημονεύματα τού δεύτερου είναι ανεπίσημα η βάση της ιστορίας, με επίσημη τη μοναδική βιογραφία τού πρώτου που υφίσταται, δια χειρός Ρόμπερτ Κάνιγκελ), ο Μπράουν αθροίζει στο standard δυναμικής κρατούμενο του διπόλου «Άγγλος, ακαδημαϊκός, άθεος, δημοκράτης, παντρεμένος με την επιστήμη του και είλωτάς της» απ’ τη μια και «Ινδός, άνευ πτυχίου, ταπεινής κάστας και συχνά χωρίς πόρους, πιστός Βραχμάνος, με γυναίκα και μάνα αλάργα, ιδιοφυία» απ’ την άλλη τούς παράγοντες «ρατσισμός» και «πανεπιστημιακό κατεστημένο» αρχικά, «Πρώτος Παγκόσμιος» και «ψυχοσωματικές δοκιμασίες» στη συνέχεια. Το γινόμενο; Την κλασική καταστασιακή ακολουθία «λεκτική διαφωνία ανάμεσα στους δύο ήρωές μας και πάλη στο χαρτί ή στον μαυροπίνακα με τα νούμερα που πρέπει να βγουν και πειραγματάκια απ’ τον φιλικό ή προσκόμματα απ’ τον εχθρικό περίγυρο και πέρασμα στην Ινδία (ενίοτε δια της αναπόλησης) όπου οι δύο γυναίκες της ζωής τού ξενιτεμένου είναι στα μαχαίρια = απειροστική πλοκή» διακόπτουν μόνο υποδιαστολές αλλά σπανίως με αξία – και δεν εννοώ αριθμητική αλλά αφηγηματική.

Και πώς να είναι η λύση ο φιλικά προσκείμενος προς το δίδυμό μας Μπέρτραντ Ράσελ (ο Νόρθαμ πιο κόντρα από ποτέ) ως κομπάρσος στην απόξω ενώ πολεμάει εντός κολεγίου με χιουμοράκι για το φιλοσοφικό πολιτικό του όραμα ή ένα ζέπελιν που βομβαρδίζει το Λονδίνο με τον επισκεπτόμενο Ταμίλ μας σε κίνδυνο (add CGI), όταν η τριγωνομετρία τού εν προόδω και ανθρώπινου πλησιάσματος ανάμεσα στον ξερακιανό Βρετανό οπαδό τής τεκμηρίωσης των θεωρημάτων και τον Γκάνγκα Ντιν τής θεϊκής διαίσθησης του χορού των ψηφίων περνάει απ’ την καλοπροαίρετη θεωρία στην κάπως νιανιά πράξη, με τον ένα να προπαγανδίζει στεντόρεια την αλλαγή στις μουχλιασμένες τάξεις των συναδέλφων του και τον άλλο να ψαύει το άγαλμα του παλιού fellow Νεύτονα αδημονώντας για την αναγνώριση, τα πρακτικά ανταλλάγματα της οποίας θα του επιτρέψουν να επανενωθεί με την παιδική αγαπημένη του;

Ο ρατσισμός, διαχρονική τετραγωνική ρίζα τού εχθρικού προς την αλλοδαπή διάνοια κατεστημένου, υποσημειώνει σωστά τα τεκταινόμενα εδώ. Αλλά ως ίντριγκα που διαιρεί ακόμα και σε επίπεδο αλληλογραφίας τα νταλκαδιασμένα ερωτευμενάκια μουγκανίζει μια ιερή αγελάδα τού είδους τού ρομαντικού melo (βλ. «κακιά πεθερά»), ενώ οι σχετικές, διάσπαρτες στο δεύτερο ήμισυ νοερές αναδρομές τού «μαυριδερού» Αϊνστάιν μας στη συζυγική Αρκαδία του επιχειρούν ακόμη πιο άγαρμπα να μαζέψουν το μπερδεμένο σάρι τής καρδιάς και του μυαλού του. Αυτά προτού μια σεκάνς παραίσθησης κάνει το σφάλμα να λογαριαστεί μιγαδικά εφετζίδικα με το έτερο κινηματογραφικό αλγεβρικό πρότυπο τού Μπράουν, το «Ένας Υπέροχος Άνθρωπος», καθώς τα… δέκατα των κακουχιών έχουν πολλαπλασιάσει την παθολογία τού χαρακτήρα και μαζί τη δραματικότητα τής μυθοπλαστικής μοίρας τού Ραμάνουτζαν.

Καθώς δεν παίζεις τις χάντρες τού άβακα από πλήξη, η συνάρτηση δεν θα λογιζόταν ως ελλειπτική σε τέτοιο βαθμό, εάν η διδασκαλία τού επιρρεπούς στον σεντιμενταλισμό τής μάσκας τού προσώπου Πατέλ είχε αφαιρέσει από τις εκφράσεις του – και η posh γκαρνταρόμπα του δεν τον εξέθετε χαρακτηριστικά, ειδικά εκείνο το ανθρακί κασμιρένιο παλτό (άπαξ, για δευτερόλεπτα). Αντίθετα, μαζί με τις μουσικές υπογραμμίσεις, το φλέγμα σε ατάκες και κάποια γκαγκ που θα λατρέψουν οι καταρτισμένοι στο γνωστικό πεδίο (κάντε υπομονή για το όψιμο δις ξεπέταγμα του φετίχ των οπαδών τού Ραμάνουτζαν, του 1729), ο Άιρονς ανήκει στα συν, παρά το ότι η φιγούρα του αρτιώνεται αξιωματικά πλάι σ’ εκείνη τού προστατευομένου του και την ψιλοκαπελώνει. Πριν απ’ τους τίτλους τέλους ξέρετε τι διαμέριση σας επιφυλάσσουν για φόρτιση, κλασικά: δύο πραγματικές φωτογραφίες τού τιμώμενου (σχεδόν οι μόνες διασωθείσες, ευτυχώς αντίθετα με το ρηξικέλευθο έργο του) και μετάτιτλοι για το τι απέγινε, ως μνημόσυνο της προσφοράς του σε όλους εμάς. «Το Παιχνίδι της Μίμησης», που λέγαμε. Ολοκληρώματα είναι αυτά;

Η ιστορία

«Κύριε, κατάλαβα από το γράμμα σας ότι ανυπομονείτε να με έχετε στο Κέιμπριτζ. Από το πανεπιστήμιο μου ξεκαθάρισαν ότι δεν χρειάζεται να ανησυχώ για τα έξοδα και το επίπεδο των αγγλικών μου και ότι θα μπορώ να παραμείνω χορτοφάγος εκεί. Άρα μαζί με τον κύριο Λίτλγουντ μπορείτε να αναλάβετε να με φέρετε στην χώρα σε λίγους μήνες». Με αυτά τα λόγια ο Σρινιβάσα Ραμανουτζάν, ένας φτωχός Ινδός επαρχιώτης, ενημέρωσε τον σπουδαίο άγγλο μαθηματικό Γκόντφρεϊ Χάρντι ότι αποδεχόταν την πρόταση να μαθητεύσει στο πλευρό του….

Ο Σρινιβάσα Ραμανουτζάν γεννήθηκε με ένα χάρισμα: Έβλεπε τον κόσμο μέσα από τους αριθμούς. Κι ο μικρός Ινδός, από πολύ νωρίς, ήθελε να παίξει μαζί τους. Ωστόσο, η ινδική επαρχία της δεκαετίας του 1880 δεν ήταν το πλέον ευνοϊκό μέρος για βαθύτερες αναζητήσεις και προχωρημένες μαθηματικές αναλύσεις. Ο πατέρας του Ραμανουτζάν εργαζόταν σε ένα μαγαζί με υφάσματα και η μητέρα του έψελνε στον τοπικό ναό. Τίποτα από το παραδοσιακό οικογενειακό του υπόβαθρο δε δικαιολογούσε την εμμονή και για την αγάπη του για τις αριθμητικές πράξεις. Πριν ακόμα πάει σχολείο έλυνε με ευκολία ασκήσεις που δυσκόλευαν παιδιά δημοτικού. Μέχρι την ηλικία των 11 είχε εξαντλήσει τη σχολική ύλη των μαθηματικών και άρχισε να επεκτείνεται σε πιο προχωρημένες έννοιες. Αναζητούσε ακαδημαϊκά βιβλία, δημιουργούσε δικά του θεωρήματα και κατακτούσε διακρίσεις σε τοπικούς διαγωνισμούς. Στο γυμνάσιο, λόγω έλλειψης εκπαιδευτικού προσωπικού, ο Ραμανουτζάν ανέλαβε και χρέη καθηγητή. Στην πραγματικότητα όμως είχε τεράστια κενά στα μαθηματικά κορυφαίου επιπέδου. Μία αυτοδίδακτη διάνοια Ωστόσο τα υπόλοιπα μαθήματα τον άφηναν αδιάφορο. Έτσι, όταν αποφοίτησε από το σχολείο, δεν κατάφερε να συνεχίσει τις σπουδές του σε υψηλότερο επίπεδο. Φυσικά, η αγάπη του για τα μαθηματικά δεν υποχώρησε. Στον ελεύθερό του χρόνο εξακολουθούσε να μελετάει και να επινοεί δικά του θεωρήματα….

Η πρώτη του επαφή με τον ακαδημαϊκό κόσμο των μαθηματικών ήρθε μετά το 1910, όταν ο Ραμανούτζαν γνώρισε τον ιδρυτή της Ινδικής Μαθηματικής Εταιρίας, Ραμασουάμι Άιερ. Ο Άιερ διάβασε τα τετράδια με τις σημειώσεις του νεαρού Ινδού και αμέσως εντυπωσιάστηκε. Αποφάσισε να τον συστήσει σε συναδέλφους του στην πόλη Μαντράς, όπου βρισκόταν το ομώνυμο πανεπιστήμιο….

Ωστόσο, αυτό που είχε ανάγκη ο Ραμανουτζάν ήταν δουλειά. Οι σπουδές έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα. Άλλωστε, ήταν πλέον οικογενειάρχης, καθώς πρόσφατα είχε παντρευτεί μία δεκάχρονη συμπατριώτισσά του. Αλλά εκτός από το νέο σπίτι που είχε να συντηρήσει, έπρεπε να αντιμετωπίσει και ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που απαιτούσε χειρουργική επέμβαση. Και τα χρήματα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Έτσι, χάρη στη διαρκή επικοινωνία του με τους καθηγητές του Μαντράς και της Μαθηματικής Εταιρείας, αλλά και χάρη σε καινοτόμες μαθηματικές δημοσιεύσεις που είχε κάνει σε μεγάλο επιστημονικό περιοδικό, εξασφάλισε μία θέση γραμματέα τρίτης κλάσης στο λογιστήριο του λιμανιού του Μαντράς. Ήταν μία τυποποιημένη κι εύκολη δουλειά που του άφηνε αρκετό ελεύθερο χρόνο προκειμένου να ασχολείται με τη μεγάλη του αγάπη, τα μαθηματικά. Βέβαια, ο Άιερ και οι καθηγητές του Μαντράς που γνώριζαν τις δυνατότητες και το σπάνιο ταλέντο του, δεν ήθελαν να τον αφήσουν να το χαραμίσει. Έτσι, τον παρότρυναν να έρθει σε επικοινωνία με βρετανούς μαθηματικούς. Προώθησαν τη δουλειά του σε ομολόγους τους σε μεγάλα πανεπιστήμια της Βρετανίας και τον βοήθησαν να έρθει σε επικοινωνία μαζί τους. Οι αρχικές απαντήσεις ήταν διστακτικές. Οι βρετανοί μαθηματικοί αναγνώριζαν το ταλέντο του νεαρού Ινδού αλλά επισήμαιναν το γεγονός ότι του έλειπε το γνωστικό υπόβαθρο για να γίνει δεκτός στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Αναγνώριζαν όμως ότι αυτός ο σχεδόν αμόρφωτος νέος ήταν μαθηματική ευφυΐα. Ο Ραμανουτζάν βέβαια δεν το έβαλε κάτω και ξεκίνησε να επικοινωνεί αυτοπροσώπως με ανθρώπους από το Κέιμπριτζ. Τότε ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τους καθηγητές Γκόντφρεϊ Χάρντι και Τζον Λίτλγουντ. Οι δύο μεγάλοι μαθηματικοί ενθουσιάστηκαν τόσο από το έργο του Ινδού που τον προσκάλεσαν να ταξιδέψει στην Αγγλία. Εκείνος, αν και αρχικά αρνήθηκε, μετά από πολλές πιέσεις και διαβεβαιώσεις ότι οι συνθήκες εκεί θα ήταν ιδανικές, συμφώνησε να δεχθεί την πρότασή τους….

Στις 14 Απριλίου του 1914 ο Ραμανουτζάν έφτασε για πρώτη φορά στο Κέιμπριτζ. Όμως ήταν γεμάτος τύψεις που είχε αφήσει την οικογένεια του πίσω στο Μαντράς και φόβο διότι βρισκόταν ολομόναχος σε μία ξένη χώρα, του πήρε αρκετό καιρό μέχρι να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Ομολογουμένως, ο Χάρντι και ο Λιτλγουντ τον βοήθησαν αρκετά να συμπληρώσει τα κενά του και να βάλει σε μια τάξη τα ευρήματά του. Στο πλευρό τους ο Ινδός διέπρεψε. Μέσα σε διάστημα πέντε χρόνων, διατύπωσε μια πληθώρα από μαθηματικούς τύπους, οι οποίοι ήταν τόσο προχωρημένοι που μετέπειτα εξετάστηκαν σε βάθος και άνοιξαν νέους ερευνητικούς ορίζοντες. Τα συμπεράσματα που διατύπωσε ήταν τόσο πρωτότυπα, όσο και αντισυμβατικά. Ανάμεσα στα πιο αξιοσημείωτα συγκαταλέγονται οι Πρώτοι Αριθμοί Ραμανουτζάν και η Συναρτήση Θήτα Ραμανουτζάν. Το 1916 τού απονεμήθηκε πτυχίο Θετικών επιστημών και δύο χρόνια αργότερα, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων επιστημόνων, εκλέχθηκε μέλος της Μαθηματικής Εταιρίας του Λονδίνου και ύστερα, της Βασιλικής Εταιρίας. Ήταν ο δεύτερος Ινδός στην ιστορία που εξασφάλιζε μία τέτοια περίοπτη θέση, αλλά και ένα από τα νεότερα μέλη του οργανισμού….

Παρά το νεαρό της ηλικίας του η μαθηματική κληρονομιά που άφησε ήταν τεράστια. Τόσο οι μαθηματικοί της περιόδου εκείνης, όσο και μεταγενέστεροι επιστήμονες δεν δίστασαν να συγκρίνουν τον Ινδό με προσωπικότητες όπως ο Τζακόμπι, ο Όιλερ, ο Αρχιμήδης κι ο Νεύτωνας. Κι αυτό διότι πέρα από το έργο του, ο Ραμανουτζάν μοιραζόταν με αυτές τις ιστορικές διάνοιες ένα βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα. Το πηγαίο μαθηματικό τους ταλέντο δεν ήταν κάτι επίκτητο, αλλά έρεε από μέσα τους. Όπως επισήμαινε ο Χάρντι στα γραπτά του, ο Ραμανουτζάν, πέρα από το εντυπωσιακό γεγονός ότι ήταν πλήρως αυτοδίδακτος, λειτουργούσε διαισθητικά. Ο Χάρντι, ο Λίτλγουντ και οι υπόλοιποι μεγάλοι μαθηματικοί της περιόδου ήταν στυγνοί ορθολογιστές. Ένθερμοι υποστηρικτές της μαθηματικής απόδειξης και της αυστηρότητας, αποζητούσαν λύσεις σε περίπλοκα προβλήματα μέσω μιας συγκεκριμένης λογικής και μεθοδευμένης πορείας σκέψης. Από την άλλη, ο Ραμανουτζάν λειτουργούσε ως επί το πλείστον διαισθητικά. Ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος που είχε μάθει να εμπιστεύεται το ένστικτό του. Όπως υποστήριζε, οι αριθμοί μιλούσαν στην ψυχή του κι δίχως να ξέρει ακριβώς το λόγο, οι λύσεις και οι καινοτόμες ιδέες του έρχονταν αβίαστα. Σήμερα, η συνεισφορά και το ταλέντο του μεγάλου μαθηματικού έχουν αναγνωριστεί διεθνώς. Θεωρείται ως ένα από τα κορυφαία μαθηματικά μυαλά του 20ου αιώνα και τα θεωρήματά του μελετούνται ακόμη. Τον Δεκέμβριο του 2011 η κυβέρνηση της Ινδίας διακήρυξε την ημέρα των γενεθλίων του Ραμανούτζαν (22 Δεκεμβρίου) ως ετήσια «Εθνική Ημέρα των Μαθηματικών» καθώς και το έτος 2012 ως «Εθνικό Χρόνο των Μαθηματικών» προς τιμήν του.…

Μέσα από τη συγκλονιστική ιστορία του Ραμανουτζάν μαθαίνουμε πώς πρέπει συμπεριφερθούμε σε μια ιδιοφυία μόλις διαπιστώσουμε την ύπαρξή της. Ο Χάρντι, ο αριστοκράτης άγγλος μαθηματικός με τις ασυναγώνιστες ακαδημαϊκές περγαμηνές, «μεταχειρίστηκε» τον εύθραυστο Ραμανουτζάν σαν ένα σπάνιο

άνθος που δεν θα ανεχόταν να «μπουκώσει» με τη μεθοδικότητα που απαιτούσε η μαθηματική γνώση. Όμως, η κοινωνία της εποχής, δεν έκανε το ίδιο.

Πόσοι ακόμη Ραμανουτζάν διαβιούν σήμερα στην Ινδία, άγνωστοι, δίχως αναγνώριση; Πόσοι βρίσκονται στην Αμερική και τη Μεγάλη Βρετανία, αποκλεισμένοι σε φυλετικά ή οικονομικά γκέτο, με την αμυδρή γνώση ότι υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι πέρα από τον δικό τους;

Πηγή : http://www.mixanitouxronou.gr/srinivasa-ramanoytzan-o-aytodidaktos-indos-mathimatikos-poy-sygkrinetai-me-ton-archimidi-kai-ton-neytona/

www.lifo.gr

www.ert.gr

www.freecinema.gr