1. Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες, Μαρία Πολυδούρη
Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.
Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.
Στην ερώτηση “Ποιους Έλληνες ποιητές γνωρίζεις;” αυτομάτως μας έρχονται στο μυαλό πολύ γνωστοί, πολύ αγαπημένοι μας, υπηρέτες της τέχνης της Ποιήσεως. Κατά πλειονότητα, γένους αρσενικού. Πράγματι, και η λογοτεχνία είναι ένας τομέας κυριαρχίας του αντρικού φύλου. Σκοπός μας, ωστόσο δεν είναι να εμβαθύνουμε στους λόγους του φαινομένου αυτού που είναι συνυφασμένοι αναπόδραστα με το σύνολο της κοινωνίας, αλλά να αναδείξουμε τις γυναικείες εκείνες μορφές που με το έργο τους ξεχώρισαν, απέκτησαν φωνή και αποτέλεσαν πρότυπο. Πολλές φορές κατακρίθηκαν και η ποίησή τους θεωρήθηκε ευεργέτημα της γνωριμίας τους με κάποιον άντρα. Εκείνες όμως συνέχισαν αγέρωχες να γράφουν, να δημιουργούν, να επαναστατούν, να μας εμπνέουν. Ιδού, ενδεικτικά, μερικές από τις γυναικείες ποιητικές μορφές της χώρα μας!
Continue reading “10+1 Γυναίκες Ελληνίδες Ποιήτριες”“Ξέρεις, μερικές φορές νιώθω ότι οι καλλιτέχνες είναι σαν κυνηγοί μέσα στο σκοτάδι. Δεν ξέρουν ποιος είναι ο στόχος τους και δεν ξέρουν αν τον έχουν πετύχει”.
Τόμας Μαν, Θάνατος στη Βενετία
Πρώτος στη λίστα μας δε θα μπορούσε να είναι άλλος από τον αγαπημένο μας ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Ο ίδιος υπήρξε ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες, ενώ είναι επίσης γνωστός για τον θυελλώδη έρωτά του με την επίσης ποιήτρια, Μαρία Πολυδούρη. Στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει κουστουμαρισμένο, με ψαθάκι και με το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και υπάρχει εκεί αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».
Από τη λίστα δε θα μπορούσε να λείπει φυσικά και ο βραβευμένος με βραβείο Πούλιτζερ και Νόμπελ, ο συγγραφέας των βιβλίων “ο Γέρος και θάλασσα”, “Αποχαιρετισμός στα όπλα” και “Για ποιόν χτυπά η καμπάνα”, Έρνεστ Χέμινγκουεΐ. Ο διάσημος Αμερικάνος συγγραφέας έζησε μια ζωή πολυτάραχη, ταξίδεψε, αγάπησε με πάθος το κυνήγι, τις ταυρομαχίες και τις γυναίκες, ωστόσο τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ήρθε αντιμέτωπος με την κατάθλιψη και τον αλκοολισμό.Αποπειράθηκε για πρώτη φορά να αυτοκτονήσει την άνοιξη του 1961, και τελικά στις 2 Ιουλίου αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι με κυνηγετικό όπλο, λίγες ημέρες πριν τα εξηκοστά δεύτερα γενέθλιά του. Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκροταφείο του Κέτσαμ.
Μόλις σε ηλικία 38 ετών, η φωνή του αντισυμβατικού καλλιτέχνη σώπασε για πάντα. Στις 17 Μαρτίου 1988 ο Νικόλας Άσιμος Κρεμάστηκε από σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας» όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια.
Το ημερολόγιο έδειχνε 25 Φεβρουαρίου 1975 όταν ο Λετονός ζωγράφος Μαρκ Ρόθκο έδωσε τέλος στη ζωή του. “Έφυγε έχοντας υπάρξει ένας από τους βασικότερους εκφραστές στο ρεύμα αφηρημένης εξπρεσιονιστικής ζωγραφικής αν και ο ίδιος πάντοτε αρνήθηκε οποιαδήποτε σχετική κατάταξη.
Το 1991 η ποιήτρια και ηθοποιός, Κατερίνα Γώγου πάλευε ήδη με τους δαίμονές της. Όπως έκαναν νωρίτερα και οι άλλοι δύο «άγιοι των Εξαρχείων», όπως τους αποκαλούν, Νικόλας Άσιμος και Παύλος Σιδηρόπουλος. Εκείνη τη χρονιά η Κατερίνα είχε πει σε συνέντευξή της: «Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζήσασα, εγώ». Όχι όμως για πολύ. Στις 3 Οκτωβρίου του 1993 η Κατερίνα Γώγου βρέθηκε νεκρή στο παλιό διαμέρισμα της μητέρας της, όπου είχε αποσυρθεί. Η αιτία του θανάτου της ήταν ένα «κοκτέιλ» χαπιών και αλκοόλ.
Έγραψε το πρώτο της ποιήμα σε ηλικία μόλις 8 ετών, ενώ τα μυθιστορήματά της αγαπήθηκαν από κοινό και κριτικούς. Ο λόγος για την αμερικανίδα Σύλβια Πλαθ. Στις 11 Φεβρουαρίου 1963, πάσχοντας από κατάθλιψη και άπορη, η Πλαθ αυτοκτόνησε εισπνέοντας φυσικό αέριο από τον φούρνο, αφού έκλεισε πρώτα όλες τις χαραμάδες της κουζίνας με ταινία. Προτού πεθάνει, είχε ετοιμάσει φαγητό και γάλα στα παιδιά της και το είχε αφήσει δίπλα στα κρεβατάκια τους. Είναι θαμμένη στο νεκροταφείο στο Χεπτονστάλλ, στο Γουέστ Γιορκσάιρ.
Ο Αυστριακός Συγγραφέας που με τα έργα του αποτέλεσε έναν από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς όλου του κόσμου, ο Στέφαν Τσβάιχ, στις 23 Φεβρουαρίου 1942, αυτοκτόνησε μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του, Lotte, απελπισμένοι για το μέλλον της Ευρώπης και του πολιτισμού της.
Τα τραγούδια του αποπνέουν μια μελαγχολία και έναν πόνο ψυχής. Γιατί και ποιος δεν έχει νιώσει ένα σφύξιμο στην καρδιά ακούγοντας το “Ζητάτε να σας πω”; Ο συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής, Αττίκ αυτοκτόνησε το 1944, παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Ένα επεισόδιο με ένα Γερμανό στρατιώτη που τον χτύπησε καθώς οδηγούσε το ποδήλατό του φαίνεται πως στάθηκε η αφορμή για μια προαναγγελθείσα αυτοκτονία, αποτέλεσμα κατάθλιψης στην οποία είχε περιπέσει.
Υπήρξε ο ζωγράφος της “Έναστρης Νύχτας“, της “Αμυγδαλιάς“, των “Ιριδών” και των “Ηλιοτροπίων“. Ήταν ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Η ζωή του και το έργο του λίγο-πολύ γνωστό σε όλους, το ίδιο και το τέλος του. Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή για τον πίνακα Σιτοχώραφο με κοράκια.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν ποιητής, που άκμασε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ένας από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής. Έχοντας εξανεμίσει την οικογενειακή περιουσία και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτόνησε στις 7 Ιανουαρίου του 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια (στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, κάτω από το λόφο του Στρέφη). Η κηδεία του έγινε τέσσερεις ημέρες αργότερα με έρανο των φίλων του.
Η Σάρα Κέιν, η γνωστή Βρετανίδα συγγραφέας ήταν μόνη, χωρίς κάποιος να την ελέγχει για περισσότερα από 90 λεπτά πριν κρεμαστεί σε μια τουαλέτα νοσοκομείου, παρά τη διάγνωση των ψυχιάτρων ότι ήταν αυτοκτονική και η κατάστασή της απαιτούσε συνεχή παρακολούθηση.Η Κέιν βρέθηκε νεκρή μόλις στα 28 της χρόνια στο νοσοκομείο King College στις 20 Φεβρουαρίου, όπου νοσηλευόταν μετά την προειδοποίηση των γιατρών ότι ήθελε να αυτοκτονήσει. Η θεατρική συγγραφέας βρέθηκε εκεί, μετά την αποτυχημένη απόπειρα να δώσει τέλος στη ζωή της παίρνοντας υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών λίγες ημέρες νωρίτερα. Οι ψυχίατροι είχαν διαγνώσει ότι η αμφιλεγόμενη συγγραφέας των έργων Blasted, Cleansed και Crave, έπρεπε να βρίσκεται σε “συνεχή παρακολούθηση” και διέταξαν να νοσηλευτεί (βάσει του νόμου) στην ψυχιατρική κλινική, αν προσπαθούσε να φύγει από το νοσοκομείο. Παρά τη δόξα και την αναγνώριση που απολάμβανε η νεαρή θεατρική συγγραφέας, είχε μεγάλο ιστορικό σοβαρής κατάθλιψης και δύο χρόνια πριν από το θάνατό της, μπαινόβγαινε συχνά σε ψυχιατρικές κλινικές και έπαιρνε αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Στις 17 Φεβρουαρίου είχε κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας καταπίνοντας σχεδόν 150 αντικαταθλιπτικά και 50 υπνωτικά χάπια. Πίσω της άφησε σπουδαίο έργο.
Η Πηνελόπη Δέλτα ήταν γνωστή κυρίως από τα ιστορικά της μυθιστορήματα για παιδιά, υπήρξε όμως επίσης, η σημαντικότερη ίσως γυναικεία φυσιογνωμία στις κρίσιμες για τον Ελληνισμό πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. Γνωστή ήταν η σχέση της με τον πολιτικό και συγγραφέα Ίωνα Δραγούμη, που όμως δολοφονήθηκε. Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα κατά την οποία τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα προσπάθησε να αυτοκτονήσει παίρνοντας δηλητήριο και τελικά έφυγε από τη ζωή πέντε ημέρες αργότερα, στις 2 Μαΐου 1941, ενώ είχαν ήδη προηγηθεί άλλες δύο απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν. Στον τάφο της, στον κήπο του σπιτιού της, χαράχτηκε η λέξη ΣIΩΠH.
Το απόγευμα της 14ης Απριλίου, 1930, ο σπουδάιος Ρώσος ποιητής και Μαγιακόφσκι αυτοπυροβολήθηκε. Το ημιτελές κείμενο του ποιήματος της αυτοκτονίας του σημείωνε, μεταξύ άλλων: “Το καράβι της αγάπης συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινή ρουτίνα. Εσύ κι εγώ, δεν χρωστάμε τίποτε ο ένας στον άλλον, και δεν έχει νόημα η απαρίθμηση αμοιβαίων πόνων, θλίψεων και πληγών.”
Στις 8 Απριλίου 1910, ο λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, Περικλής Γιαννόπουλος, όπως είχε προσχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια πολύ καιρό πριν, στεφανωμένος, καβάλησε το άσπρο άλογό του και μπήκε μαζί του στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Εκεί αυτοκτόνησε με μία σφαίρα στο κεφάλι. Προηγουμένως είχε κάψει πολλά ανέκδοτα έργα του (κατά μαρτυρίες μια εργασία περί της αρχιτεκτονικής, καθώς και διηγήματα φαντασίας), σημειώνοντας ότι αφού η «Ελληνική Φύσις» τα ενέπνευσε στον ίδιο, θα τα ενέπνεε και σε άλλους στο μέλλον. Το νεκρό σώμα του το έβγαλαν τα κύματα στην στεριά δέκα μέρες μετά. Πριν ταφεί, δύο άγνωστες κυρίες στόλισαν τον νεκρό με λουλούδια. Ο θάνατος, ο τρόπος μάλιστα του θανάτου του Περικλή Γιαννόπουλου συγκλόνισε την κοινωνία και τον τύπο της εποχής περισσότερο σπό ότι τα έργα του όσο ζούσε. Για πολλές ημέρες δημοσιεύονταν λεπτομέρειες για τον τρόπο του θανάτου του, ενώ ποιητές όπως ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Μαλακάσης και η Μυρτιώτισσα του αφιέρωσαν ποιήματα. Ο Ίων Δραγούμης υπέθεσε πως ο Γιαννόπουλος, ως λάτρης του ωραίου, δεν ήθελε να γεράσει. Ο ψυχίατρος και λογοτέχνης Πέτρος Χαρτοκόλλης θεωρεί πως ο Γιαννόπουλος οδηγήθηκε στην αυτοκτονία εξαιτίας όλων μαζί των παρακάτω παραγόντων: Ένιωσε ότι έφθανε στην εξάντληση της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, ότι δεν είχε άλλο τίποτε πια να προσφέρει πια, ούτε μπορούσε να αναμορφώσει την ελληνική κοινωνία, απογοητεύθηκε από τη μη ευόδωση με γάμο της ερωτικής σχέσης του με την Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο και χειραφετημένη γυναίκα της εποχής και, τέλος, ως ρομαντικός, του ασκούσε έλξη ο θάνατος.
“Όσο περισσότερο προσδιορισμένος και σαφής είναι ο πόνος,
τόσο περισσότερο παλεύει το ένστικτο της ζωής
και καταρρέει η ιδέα της αυτοκτονίας.
Έμοιαζε εύκολο να το συλλογίζεσαι.
Ακόμα και γυναικούλες το έχουν κάνει.
Χρειάζεται ταπεινότητα, όχι αλαζονεία.
Όλα αυτά με αηδιάζουν.
Όχι λόγια. Μια χειρονομία. Δεν θα ξαναγράψω πια.”
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Ιταλού ποιητή, Τσέζαρε Παβέζε στο ημερολόγιό του. Μια ερωτική απογοήτευση και η πολιτική απομυθοποίηση, μόλις στα 42 του χρόνια, τον οδήγησαν στην αυτοκτονία, από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών. Έφυγε από τη ζωή στις 27 Αυγούστου 1950, διαλέγοντας ένα δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Τορίνο, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, θέλοντας να πεθάνει στην πόλη του, σαν ένας ξένος…
Το μεσημέρι της 6ης Δεκεμβρίου ο Σιδηρόπουλος βρέθηκε στο σπίτι μιας άλλης φίλης του στο Νέο Κόσμο σε κωματώδη κατάσταση λόγω υπερβολικής δόσης ηρωίνης και λίγο μετά ξεψύχησε στο ασθενοφόρο καθοδόν προς το νοσοκομείο Ευαγγελισμός.Κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο. O Αλέκος Αράπης, μπασίστας των Απροσάρμοστων, έχει εκφράσει την υπόθεση πως ο Σιδηρόπουλος πήρε εσκεμμένα υπερβολική δόση με σκοπό να αυτοκτονήσει λόγω των προβλημάτων με το χέρι του, με βάση μια συζήτηση που είχαν λίγους μήνες πριν από το θάνατο του.
Στις 28 Μαρτίου 1941 η σπουδαία Αγγλίδα μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος και συγγραφέας του έργου, “η κυρία Ντάλαγουεϊ“, Βιρτζίνια Γουλφ εγκατέλειψε το σπίτι της προς άγνωστη κατεύθυνση αφήνοντας δυο σημειώματα, ένα για την αδερφή της και ένα για τον σύζυγό της. Αν και στο σημείωμα έγραφε ότι είχε σκοπό να αυτοκτονήσει, ωστόσο αγνοούνταν για 3 εβδομάδες, μέχρι να βρεθεί πρώτα το καπέλο της και το μπαστούνι της σε μια όχθη του ποταμού Ουζ (Ouse) και αργότερα τρία μικρά παιδιά να ανακαλύψουν το πτώμα της στις 19 Απριλίου του 1941.Το πτώμα της αποτεφρώνεται την επόμενη μέρα και τα υπολείματα θάβονται στο σπίτι στο Μονκς, κάτω απο μια φτελιά.
Υπήρξε Ελληνίδα ποιήτρια και εκπρόσωπος του νεορομαντικού κινήματος στην Ελλάδα. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Καραμάνη. Η Πολυδούρη άφησε πίσω της δύο ποιητικές συλλογές: Οι τρίλλιες που σβήνουν και Ηχώ στο χάος, ακόμη δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.
Η Ανν Σέξτον, γεννημένη ως Ανν Γκρέυ Χάρβεϊ, ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια και συγγραφέας. Έδωσε τέλος στη ζωή της
Ο Γιασουνάρι Καβαμπάτα, γνωστός για τα βιβλία: “Χορεύτρια του Ίζου”, “Η χώρα του χιονιού” (1956) και το “Χιλιάδες γερανοί” (1959). Το 1968 βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στα γραπτά του συνδυάζει με μοναδικό τρόπο τη μυθιστορηματική φόρμα και εκείνη της ποίησης χαϊκού. Εκτός από συγγραφέας υπήρξε και κριτικός λογοτεχνίας και ανέδειξε συγγραφείς όπως Γιούκιο Μπισίμα. Αυτοκτόνησε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, πιθανόν με υγραέριο στις 16 Απριλίου του 1972, ενώ το οικογενειακό του περιβάλλον επέμενε πως ήταν ατύχημα.
Last but not least, στη λίστα μας ο αγαπημένος κωμικός που έδωσε τέλος στη ζωή του το 2014, ο πολυβραβευμένος Ρόμπιν Γουίλιαμς.
Ο Κώστας Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη ήταν δύο ποιητές της γενιάς του 1920, που ερωτεύθηκαν και αγαπήθηκαν πολύ, αλλά δεν κατάφεραν να βρουν την ευτυχία μέσα από τον έρωτά τους.
Γνωρίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1921 στη Νομαρχία Αθηνών, όπου εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι κι αμέσως ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένα έντονο ερωτικό συναίσθημα.
Η σκέψη και η ποίηση του Καρυωτάκη γοήτευσε τη νεαρή ποιήτρια, ενώ εκείνος από την πλευρά του, ερωτεύτηκε την όμορφη κοπέλα με τα μαύρα μάτια και το εντυπωσιακό κορμί. Η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ήταν πολύ έντονη, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Ο συνεσταλμένος νέος δεν μπορούσε να δεχτεί τον «προκλητικό» χαρακτήρα της αγαπημένης του. Η μποέμικη ζωή της Πολυδούρη κινδύνευε να στιγματίσει τον ποιητή στα μάτια του κόσμου. Η απελευθερωμένη κοπέλα, έφτασε σε σημείο να κάνει ακόμα και πρόταση γάμου στον Καρυωτάκη, πράγμα αδιανόητο για τα ήθη της τότε κοινωνίας. Ο ποιητής, αν και όπως φάνηκε από ποιήματά του, που είδαν αργότερα το φως της δημοσιότητας, αγαπούσε την Πολυδούρη, αρνήθηκε τον έρωτά της. Αρχικά χρησιμοποίησε σαν πρόσχημα την καχεκτική του εμφάνιση και όταν δέχτηκε την επίσημη πρόταση από την αγαπημένη του, δεν τόλμησε να την παντρευτεί, γιατί όπως της είπε, έπασχε από αφροδίσιο νόσημα. Η Πολυδούρη δεν τον πίστεψε και θεώρησε ότι ήταν μια δικαιολογία για να χωρίσουν.
Το ποίημα του «Ωχρά Σπειροχαίτη» ( το όνομα του μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη), είναι σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, η απόδειξη ότι ο ποιητής έπασχε από την ασθένεια. Παρά την αρνητική του απάντηση, ο Καρυωτάκης πρότεινε στην Πολυδούρη να συνεχίσουν τη φιλία τους. Εκείνη δέχτηκε, αλλά οι συναντήσεις τους μετά τον χωρισμό άρχισαν να αραιώνουν. Η κοπέλα πληγώθηκε πολύ και ένιωσε προδομένη και ταπεινωμένη. Αργότερα έφυγε για το Παρίσι, όπου συνέχισε την αντισυμβατική ζωή. Γυρνούσε στο σπίτι τα ξημερώματα και συναναστρεφόταν αντρικές παρέες. Ένα βράδυ τη βρήκαν πεσμένη σε ένα σοκάκι του Παρισιού. Διαγνώστηκε με φυματίωση και λίγο αργότερα μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, στο τότε σανατόριο Σωτηρία. Τον Ιούλιο του 1928, η Πολυδούρη πληροφορήθηκε ένα τραγικό γεγονός. Ο αγαπημένος της Κώστας Καρυωτάκης είχε αυτοκτονήσει. Ο ποιητής είχε μετατεθεί στην Πρέβεζα, αλλά δεν είχε καταφέρει να βρει τη γαλήνη. Αυτοκτόνησε με πιστόλι σε μια παραλία του Αμβρακικού, αφήνοντας μόνο ένα σημείωμα. Στην τελευταία του εξομολόγηση ανέφερε ότι πριν δοκιμάσει το πιστόλι, είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει στη θάλασσα, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί ήξερε καλό κολύμπι. Αν είχε παντρευτεί την αγαπημένη του, ίσως εκείνη κατάφερνε να διώξει το «κοράκι», αλλά αυτό δεν είναι παρά μια υπόθεση εργασίας. Όταν η Πολυδούρη έμαθε πως ο αγαπημένος της αυτοκτόνησε, κλονίσθηκε και η ήδη άσχημη κατάσταση της υγείας της, επιδεινώθηκε. Η άλλοτε δυναμική γυναίκα κατέρρευσε. Ο χρόνος και για εκείνη μέτραγε πια αντίστροφα. Στις 29 Απρίλιου του 1930, έφυγε από τη ζωή, με ενέσεις μορφίνης, που της προμήθευσε στο «Σωτηρία» ένας φίλος της. Οι δυο νέοι άφησαν την τελευταία τους πνοή σε μικρή ηλικία. Η κλονισμένη τους υγεία θεωρήθηκε αποτέλεσμα του ανεκπλήρωτου έρωτά τους, κάτι που δεν αποδείχτηκε ποτέ. Μένουν μόνο τα ποιήματά τους, για να θυμίζουν τη μεγάλη τους αγάπη.
Με της σιωπής τα κρίνα που λυγούνε μέσα στα νικημένα μου τα χέρια, με τις σκέψεις που μάταια κυνηγούνε η μια την άλλη πέρα από τ’ αστέρια, με τα μάτια που κάτι νοσταλγούνε, κάτι που μου είναι αγνοημένο πλέρια, σα να μη βλέπουν, σα να μην αλγούνε, εξαϋλωμένα μάτια, μάτια αιθέρια, στέκω οραματισμένη και πιστεύω. Δεν ξέρω τι πιστεύω. Ξεφυλλίζω τα ποιήματά σου κι όλο μεσιτεύω στη σκέψη σου και στη βουλή του απείρου. Κι όπως ποτέ τα μάτια δε σφαλίζω ξέρω πως πια δεν είναι απάτη ονείρου.
(Από τη συλλογή «Οι Τρίλλιες που σβήνουν», ενότητα «Αφιέρωση», 1928)
Επιστολή της Πολυδούρη, από την Καλαμάτα, στον Καρυωτάκη:
Σάββατο βράδυ
Τάκη αγαπημένε μου! Πόσο μου φαίνεται χρόνος κάθε ώρα που περνώ μακριά σου! Επίστευα, πριν φύγω, πως δε θα σε θυμόμουν έτσι πολύ και με τόσο πόνο·
υπέθετα πως θα έβρισκα λίγα πράγματα,στον τόπο που κλείνει τη μισή μου ζωή, που θα μπορούσαν να μ’απασχολήσουν οπωσδήποτε ευχάριστα. Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον για μένα που δεν είναι από σένα, που δεν μιλεί για σένα, Τάκη. Ετοιμαζόμουν για να βγω έξω, στον καθρέφτη δε βλέπω το δικό μου, βλέπω το δικό σου πρόσωπο·
κατεβαίνω τη σκάλα, στέκω, μου φαίνεται πως σε βλέπω να ανεβαίνεις·
στο δρόμο συναντώ έναν γνωστό μου, με σταματά και μου μιλεί, γελώ, και σε μια στιγμή που τον κοιτάζω φεύγει το κεφάλι του, και το δικό σου πηγαίνει στη θέση του… Γελάς;
Τα ψηλά δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, μόλις φθάνουν να χωρέσουν την εικόνα σου·
όταν τρώω, βρίσκω ευκαιρία να καταπιώ και λίγα δάκρυά μου. Τάκη, με θυμάσαι καμιά φορά; Πες μου, πονείς λίγο στη σκέψη ότι η αγάπη μου σε σένα είναι μεγάλη σαν ένας μεγάλος πόνος; Γιατί όχι; Πώς μπορεί; Η ψυχή η δική σου,που είναι όμοια πονεμένη με τη δική μου, πώς δε θα μ’ένιωθε; δε θα συμπονούσε;
Το βραδάκι σήμερα είναι γλυκό, μελαγχολικό και η πνοή του απαλή σαν χάδι καλοσύνης… Πού είσαι;
Μαρίκα(28-5-22)
Επιστολή του Κ. προς την Πολυδούρη, γραμμένη πίσω από δύο δελτάρια που εικονίζουν ορεινά τοπία της Ιταλίας, συνοδευμένα από έντυπες λεζάντες ιταλικών στίχων:
Μαρίκα μου,
Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετέδωσε όλη τη λύπη σου. Γιατί να υποφέρεις έτσι; Πρέπει να υπομείνεις αυτό το χωρισμό, αφού δε θα διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάζεις. Βγαίνε όσο μπορείς συχνότερα έξω. Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι την ωραία πατρίδα σου.
Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ’αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ’αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν’αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;
Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα! Ένα “Τάκη” ή ένα “πού είσαι;”, καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν ως την καρδιά μου.
Ήθελα πράγματι να ήμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο, όπως ήθελα να’ μαστε στο χωριό αυτό των Άλπεων, καλύτερα όμως -το ομολογώ- άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί, πιο ελεύθεροι από τώρα. Εν ανάγκη δε και Φρατέλοι. Τότε τουλάχιστο θα είχαμε την όμορφη αυτή γλώσσα να λέμε την αγάπη μας.
Με χίλια φιλιά
Κ.(1-6-22)