Ματωμένος Γάμος ή Ματωμένα Στέφανα, όπως είναι επίσης γνωστό στα ελληνικά είναι ο τίτλος θεατρικού έργου του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Ο συγγραφέας
O Φεδερίκο ντελ Σαγράδο Κοραθόν ντε Χεσούς Γκαρθία Λόρκα ήταν Ισπανός ποιητής και δραματουργός που ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του ’27», ομάδα συγγραφέων που προσέγγισε την ευρωπαϊκή αβάν-γκαρντ με εξαιρετικά αποτελέσματα, ούτως ώστε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα να ορίζεται ως «αργυρή εποχή» της ισπανικής λογοτεχνίας. Δολοφονήθηκε κατά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου από αγνώστους, οι οποίοι πολύ πιθανόν συνδέονταν με τον εθνικιστικό φασισμό, επειδή ο ίδιος σχετιζόταν ή υποστήριζε τους Δημοκρατικούς.
Η έμπνευση του έργου
Ο Λόρκα εμπνεύστηκε από ένα άρθρο εφημερίδας που ανέφερε ένα έγκλημα στην ανδαλουσιανή πόλη Níjar. Ο Ματωμένος Γάμος είναι ένα από τα τρία τραγικά θεατρικά έργα της “ισπανικής υπαίθρου”του συγγραφέα. Τα άλλα δυο είναι η “Γέρμα” και “Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα”. Και τα τρία έργα υπογραμμίζουν την πειθήνια υποταγή των γυναικών που αποζητούν ελευθερία στην παραδοσιακή κοινωνία της ισπανικής υπαίθρου, η οποία τους αρνείται την κοινωνική ή ερωτική ισότητα.
Τα βασικά πρόσωπα
Τα κύρια πρόσωπα του έργου είναι η μητέρα του Γαμπρού,η οποία έχασε τον άνδρα της και το μεγαλύτερο γιο της, που δολοφονήθηκαν από τους Φελίξ. Ο γάμος του γιου της συμβολίζει γι’ αυτή την απέραντη μοναξιά μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της.Έπειτα ο Γαμπρός, νεαρός κι ευκατάστατος, με την οικονομική άνεση να πετύχει έναν καλό γάμο. Ακόμη η Νύφη, νέα κοπέλα από καλή οικογένεια, που ζει με τον πατέρα της λίγο παράμερα από το υπόλοιπο χωριό. Ο Λεονάρντο είναι ο μόνος χαρακτήρας “με όνομα”. Είναι παντρεμένος κι έχει ένα μικρό γιο με την ξαδέρφη της Νύφης. Είναι της οικογένειας των Φελίξ και παλιά ήταν αρραβωνιαστικός της Νύφης, αλλά δεν την παντρεύτηκε λόγω έλλειψης χρημάτων.
Άλλοι χαρακτήρες του έργου είναι τo Φεγγάρι ο Θάνατος, με τη μορφή μιας ζητιάνας.
Υπόθεση του έργου
Η Μάνα, πικραμένη από το θάνατο του συζύγου και του μεγαλύτερου γιου της από το χέρι των Felix, δίνει την ευχή της στο μικρότερο γιο της για να παντρευτεί μια κοπέλα που ζει κοντά στην πόλη και δηλώνει την επιθυμία της να δει εγγόνια.
Μια γειτόνισσα συζητάει με τη Μάνα και της αποκαλύπτει πως η Νύφη ήταν παλιά αρραβωνιασμένη με το Λεονάρντο, συγγενή των Felix που σκότωσαν την οικογένειά της. Ο Λεονάρντο είναι τώρα παντρεμένος με την ξαδέρφη της Νύφης και μένει μαζί με τη γυναίκα του και την πεθερά του. Όταν γυρίζει σπίτι από τη δουλειά, τις ακούει να νανουρίζουν το μικρό γιο του. Όταν ένα μικρό κορίτσι καταφτάνει και τους λέει τα νέα για τις προετοιμασίες του γάμου του Γαμπρού με τη Νύφη, ο Λεονάρντο όλο οργή ορμάει έξω από το σπίτι.
Η Μάνα επισκέπτεται το σπίτι της Νύφης, όπου συζητά μαζί της και με τον Πατέρα της. Η Υπηρέτρια μένει κάποια στιγμή μόνη με τη Νύφη, την πειράζει για τα δώρα του Γαμπρού, ενώ της αποκαλύπτει ότι ο Λεονάρντο έρχεται τα βράδια κάτω από το παράθυρό της. Εκείνο το βράδυ, τη συναντά και της εκμυστηρεύεται τον πόθο του και το λόγο που δεν την παντρεύτηκε παλιότερα. Η Νύφη επιχειρεί να τον κάνει να σωπάσει, αλλά δεν αρνείται ότι ακόμα έχει αισθήματα γι’ αυτόν. Η υπηρέτρια διώχνει το Λεονάρντο, ενώ καταφτάνουν οι καλεσμένοι για το γάμο. Όλοι κατευθύνονται προς την εκκλησία, ενώ η Νύφη ικετεύει το Γαμπρό να την προστατέψει.
Μετά το γάμο, όλος ο κόσμος γυρίζει στο σπίτι της Νύφης για το γαμήλιο γλέντι. Εκεί, αναζητούν τη Νύφη και το Λεονάρντο, αλλά ανακαλύπτουν ότι το έσκασαν με το άλογο. Ο Γαμπρός εξοργισμένος βγαίνει να κυνηγήσει και να σκοτώσει το Λεονάρντο, ενώ η Μάνα διατάζει όλους τους καλεσμένους να χωριστούν σε ομάδες και να ψάξουν το ζευγάρι.
Στο δάσος, όπου βρίσκονται ο Λεονάρντο και η Νύφη, εμφανίζονται τρεις Ξυλοκόποι που συζητούν τα γεγονότα, λέγοντας ότι το ζευγάρι θα ανακαλυφθεί μόλις βγει το φεγγάρι και φωτίσει το δάσος.
Το Φεγγάρι εμφανίζεται σαν χαρακτήρας και σε ένα μονόλογο πενθεί την μοναξιά του και δηλώνει την επιθυμία του να χυθεί αίμα, προκειμένου να τιμωρήσει τους ανθρώπους που το άφησαν έξω από τα σπίτια τους. Ρίχνει το φως του στο δάσος, ενώ συνοδεύεται από μια ζητιάνα, που είναι ο Θάνατος προσωποποιημένος: μαζί συμφωνούν το θάνατο των ζηλιάρηδων ανδρών.
Ο Γαμπρός μαζί με μια κοπέλα ψάχνουν στο σκοτεινό δάσος. Τους εμφανίζεται ο Θάνατος, σαν γριά ζητιάνα και τους λέει ότι θα τους οδηγήσει στο Λεονάρντο. Λίγο πιο μακριά, ο Λεονάρντο και η Νύφη αγκαλιάζονται και σκέφτονται το μέλλον τους, ρομαντικοί αλλά με ένα ασίγαστο και σκοτεινό πάθος ο ένας για τον άλλο. Ακούγονται βήματα: πλησιάζει ο Γαμπρός με το Θάνατο, ο Λεονάρντο φεύγει από τη σκηνή και δυο κραυγές ακούγονται μες στο σκοτάδι.
Πίσω στην πόλη, οι γυναίκες έχουν μαζευτεί κοντά στην εκκλησία και συζητούν για τα γεγονότα. Ο θάνατος εμφανίζεται σαν ζητιάνα και δηλώνει ότι θάνατος απλώθηκε στο δάσος. Θυμωμένη και πικραμένη η Μάνα βλέπει τη Νύφη να γυρίζει, με το νυφικό της γεμάτο αίματα από τους δυο άνδρες που αλληλοσκοτώθηκαν στο δάσος.
Η Μάνα την ανακηρύσσει πόρνη και πάει να τη σκοτώσει, αλλά τελικά απομακρύνεται και προσεύχεται. Η αυλαία πέφτει, όσο η Νύφη και η Μάνα απαγγέλλουν την τραγωδία του Ματωμένου Γάμου.
Το έργο στην ελληνική σκηνή
Το έργο είχε δημοσιευτεί ήδη το 1945 με τον τίτλο Ματωμένα Στέφανα, σε μετάφραση Γιώργου Σεβαστίκογλου.
Παρουσιάστηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά σε παράσταση το 1947 από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, μετάφραση Νίκου Γκάτσου, σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη και μουσική και τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Τη Νύφη ερμήνευσε η Έλλη Λαμπέτη και το Λεονάρντο ο Βασίλης Διαμαντόπουλος.
Έκτοτε έχουν γίνει πολλές παραστάσεις και δικαίως το έργο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ίλων των εποχών.