Η αλλοτρίωση ενός ανθρώπου ή αλλιώς η “Μεταμόρφωση”του Κάφκα

Η ζωή του Κάφκα

Η σχέση του Κάφκα με τον αυταρχικό του πατέρα είχε επηρεάσει καταλυτικά την ψυχοσύνθεση του συγγραφέα, που γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου του 1883 στην Πράγα. Σπούδασε νομικά επειδή του το επέβαλλε ο πατέρας του και ακολούθησε καριέρα ασφαλιστή. Τις νύχτες όμως έγραφε ακατάπαυστα. Ήταν ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας με την εβραϊκή καταγωγή, η οποία είχε βιώσει πολλά δράματα, καθώς οι δύο αδελφοί του πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Τραγική μοίρα είχαν και οι τρεις αδελφές του, σε μία από τις οποίες είχε ιδιαίτερη αδυναμία, καθώς δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. Ο Κάφκα πέθανε το 1924, από φυματίωση. Τα έργα του έγιναν στόχος όλων των ολοκληρωτικών καθεστώτων του 20ου αιώνα. Τα έριξαν στην πυρά στη ναζιστική Γερμανία ως βλαπτικά και ανεπιθύμητα, τα απαγόρευσαν στη Σοβιετική Ένωση χαρακτηρίζοντας τον συγγραφέα επικίνδυνο και παρακμιακό, ενώ στην πατρίδα του την Τσεχοσλοβακία, την περίοδο από τη σοβιετική εισβολή έως το 1989, απαγόρευσαν τον Κάφκα ως δεξιό ρεβιζιονιστή. Ελάχιστα έργα του θα είχαν σωθεί αν δεν υπήρχε ο επιστήθιος φίλος του Μαξ Μπροντ. Ο Κάφκα έσκιζε ή έκαιγε όσα κείμενα δεν τον ικανοποιούσαν απόλυτα και λίγο πριν πεθάνει, είχε ζητήσει από τον φίλο του να καταστρέψει τα χειρόγραφά του χωρίς να τα διαβάσει. Ευτυχώς για την παγκόσμια λογοτεχνία, ο Μπροντ δεν ικανοποίησε την επιθυμία του συγγραφέα και εξέδωσε αρκετά έργα του.

Η “Μεταμόρφωση”

Στη «Μεταμόρφωση», ο πωλητής Γκρέγκορ Σάμσα πασχίζει καθημερινά να φέρει για τις υποχρεώσεις της οικογένειάς του και για να μαζέψει λεφτά για να καλύψει τα χρέη της πτωχευμένης επιχείρησης του πατέρα του. Ένα πρωί καθώς ξυπνά, διαπιστώνει πως έχει μεταμορφωθεί σε μια πελώρια κατσαρίδα. Ακούει και καταλαβαίνει τα πάντα, αλλά το σώμα του δεν είναι πλέον ανθρώπινο.

Καταλαβαίνει ότι και η φωνή του έχει αλλάξει όταν μιλάει πίσω από την πόρτα του κλειδωμένου δωματίου στη μητέρα και την αδελφή του, οι οποίες ταράζονται από την απόκοσμη βαριά της χροιά.

Σε όλη τη διάρκεια του έργου περιγράφεται η αγωνία του πρωταγωνιστή να πείσει για τις καλές του προθέσεις τους οικείους του.

Η οικογένεια του προσπαθεί να προσαρμοστεί στη μετάλλαξη του οικονομικού στυλοβάτη της οικογένειας. Πρέπει να αποδεχθούν ότι ο αγαπημένος γιος και αδελφός τους έχει μεταμορφωθεί σε ένα φρικιαστικό κατοικίδιο με το οποίο συγκατοικούν.

Ο Γκρέγκορ συνεχίζει να αγχώνεται για τις οικονομικές υποχρεώσεις του σπιτιού και την οργισμένη αντίδραση του προϊσταμένου του από την αδικαιολόγητη απουσία του. Πασχίζει να παραμείνει ενεργό μέλος της οικογένειας κολλώντας τις κεραίες του στον τοίχο για να κρυφακούει τις συζητήσεις στο διπλανό δωμάτιο.

Προσαρμόζεται στο καινούργιο του σώμα και χαίρεται για το ενδιαφέρον που του αφιερώνει η μικρή του αδελφή, η οποία είναι η μόνη που μπαίνει καθημερινά στο καταραμένο δωμάτιο για να του πάει φαγητό και να καθαρίσει. Η μητέρα του καταρρέει κάθε φορά που τον συναντά κατά λάθος, ενώ ο πατέρας του δεν κρύβει ποτέ την οργή του για το κακό που βρήκε τη φαμίλια του.

Οι συμβολισμοί του έργου

Ο Κάφκα βλέπει πιθανόν στο πρόσωπο του Σάμσα τον ίδιο του τον εαυτό. Όπως ο ίδιος πάσχιζε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του πατέρα του έτσι και ο Σάμσα αφιερώνει τη ζωή του στην εργασία για να καταφέρει να υποστηρίξει οικονομικά την οικογένειά του, ενώ η οικογένεια του τον αντιμετωπίζει πάντα σαν ένα αντικείμενο, σαν κάτι κατώτερο από μέλος της οικογένειας. Ώσπου μία μέρα η θεωρία των άλλων για τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, γίνεται πραγματικότητα με τη μεταμόρφωσή του σε κατσαρίδα. Ακόμη και οι εργοδότες του τον αντιμετωπίζουν σαν ένα μέσο παραγωγής που της αποδίδει κέρδος και όταν ως έντομο δεν μπορεί να συνεισφέρει ούτε στην οικογένειά του ούτε στην εργασία του αμφότεροι τον αντιμετωπίζουν με χλευασμό και απαξίωση. Όλοι εκτός από τη μικρή του αδελφή η οποία ακόμη βλέπει τον αντιμετωπίζει με συμπάθεια, όμως και αυτή στο τέλος τον προδίδει….

Απόσπασμα του έργου

Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωινό από κακό όνειρο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε γιγάντια κατσαρίδα. Ήτανε ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω στη σκληρή ράχη του που ‘μοιζε με πανοπλία κι όταν σήκωνε λιγάκι το κεφάλι του μπορούσε να δει την τουρλωτή καφετιά κοιλιά του που ‘τανε χωρισμένη σε σκληρές καμπυλωτές δίπλες και που μόλις συγκρατούσε τα σκεπάσματά του για να ξεγλιστρήσουν τελείως από πάνω του. Τα πολυάριθμα ποδάρια του, που ήταν αξιοθρήνητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο κορμί του, ταλαντεύονταν ανήμπορα μπροστά στα μάτια του.

Τί μου συνέβη; Συλλογίστηκε. Όνειρο, δεν ήταν. Η κάμαρή του, μια συνηθισμένη ανθρώπινη κρεβατοκάμαρη, μόνο κομμάτι πιο μικρή απ’ το κανονικό, κειτόταν ήσυχη ανάμεσα στους τέσσερις γνώριμους τοίχους της. Πάνω απ’ το τραπέζι, όπου ήταν σκορπισμένα ανάκατα κάτι δείγματα από υφάσματα —ο Σάμσα ήταν περιοδεύων πωλητής—, κρεμόταν η εικόνα που ‘χε κόψει τελευταία από ‘να εικονογραφημένο περιοδικό που την είχε βάλει σε μιαν όμορφη επίχρυση κορνίζα. Η εικόνα παρίστανε μια κυρία με γούνινο καπέλο και γούνινη εσάρπα, που καθόταν στητή κι άπλωνε προς το μέρος του θεατή ένα πελώριο γούνινο μανσόν που μέσα του χανόταν ολόκληρο το χέρι της απ’ τον αγκώνα και κάτω.

Τα μάτια του Γκρέγκορ γύρισαν έπειτα στο παράθυρο και ο συννεφιασμένος ουρανός —θαρρείς πως άκουγες τις στάλες της βροχής να χτυπάνε στο περβάζι του παραθύρου— τον έριξε σε βαριά μελαγχολία. Γιατί να μην κοιμηθώ λιγάκι περισσότερο και να λησμονήσω όλες ετούτες τις ανοησίες, συλλογίστηκε αυτό όμως δεν μπορούσε να το κάνει, γιατί είχε συνηθίσει να κοιμάται γυρισμένος προς τα δεξιά και τώρα, στην κατάσταση που βρισκόταν, ήταν αδύνατο να στρίψει. Όσο κι αν πάσχισε να στρίψει προς το δεξί του πλευρό, δεν τα κατάφερε· ξανακυλούσε πάλι στ’ ανάσκελα. Δοκίμασε τουλάχιστον εκατό φορές, έκλεινε τα μάτια για να μη βλέπει τις αγωνιώδεις κινήσεις των ποδιών του και τα παράτησε μόνον όταν άρχισε να νιώθει στο πλευρό έναν απροσδιόριστο πόνο, που ίσαμε τότε του ήταν άγνωστος.

Θεέ μου, συλλογίστηκε, τί εξοντωτική δουλειά πήγα και διάλεξα!

[πηγή: Φραντς Κάφκα, Η μεταμόρφωση, μτφ. Βασίλης Τομανάς, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 5-6]