[…] Φεύγω και ρωτάω μια κυρία που συνάντησα αν έχει εκεί κοντά κάποια εκκλησία ή σχολείο, όπου θα μπορούσαμε να μείνουμε.
«Κοίταξε να δεις», μου λέει εκείνη, «η εκκλησία είναι κλειδωμένη και δεν μπορείς να μπεις, αλλά, αν προχωρήσεις μέχρι την άκρη του χωριού, θα βρεις την εκκλησία του νεκροταφείου, την Αγία Παρασκευή, που είναι ανοιχτή».
Ετικέτα: Μικρασιατική καταστροφή
Tokei Maru: ένα ιαπωνικό πλοίο στη Σμύρνη
Αντί Προλόγου
Μια ιστορία που για πολλά χρόνια ήταν ξεχασμένη, αυτή του Ιαπωνικού πλοίου που φέρεται να διέσωσε αρκετούς πρόσφυγες στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1922. Με τα έγγραφα της εταιρείας του να έχουν καταστραφεί, τις ελάχιστες και κατά πολλές φορές λανθασμένες αναφορές σε αθηναϊκές εφημερίδες, με αμφιβολίες ως προς το σκοπό της διάσωσης, με ελλιπή στοιχεία ως προς την ταυτότητα του κυβερνήτη, πολλά ερωτήματα παραμένουν 100 χρόνια μετά αναπάντητα. Με αφορμή τη θλιβερή επέτειο και το βιβλίο για το ιαπωνικό σωτήριο πλοίο σας ετοιμάσαμε ένα αφιέρωμα που συνδέει την ιστορική μνήμη με τη λογοτεχνία, τα ιστορικά γεγονότα με τον μύθο, την Ελλάδα με την Ιαπωνία.
Continue reading “Tokei Maru: ένα ιαπωνικό πλοίο στη Σμύρνη”7 Εξαιρετικά Ντοκιμαντέρ για την Μικρασιατική Καταστροφή
Ο κινηματογράφος αποτελεί μια σύγχρονη και βασική ιστορική πηγή, είτε πρόκειται για ντοκιμαντέρ είτε για ταινίες μυθοπλασίας, καθώς έμμεσα ή άμεσα δίνει πληροφορίες που σχετίζονται με το ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής. Με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή που έχει αφήσει τραυματικό αποτύπωμα στη συλλογική συνείδηση, όχι μόνον των Μικρασιατών που ξεριζώθηκαν από τη γενέθλια γη τους, αλλά και όλων των Ελλήνων, σας παρουσιάζουμε 7 Ντοκιμαντέρ από ταλαντούχους Έλληνες κινηματογραφιστές που κατέγραψαν τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής χρησιμοποιώντας την δύναμη της αφήγησης και φυσικά μνήμες, μαρτυρίες αλλά και κινηματογραφικό υλικό για να συνδέσουν το παρόν με το παρελθόν και να βοηθήσουν τις επόμενες γενιές να μην ξεχάσουν αλλά και να κατανοήσουν μία ανείπωτη τραγωδία που συγκλόνισε τον ελληνικό λαό.
«Στα ντοκιμαντέρ προσπάθησα να βρω την ουσία της ύπαρξης, να βγάλω αυτό που είναι βαθιά μέσα μου. Δεν έχω βρει ποτέ στη ζωή μου, τίποτα πιο συναισθηματικό, συναρπαστικό, τραγικό, όσο την πραγματικότητα μέσα από τη μηχανή μου. Αυτή μου έδωσε τη δυνατότητα να κατανοήσω, να περιχαράξω το άγνωστο και τα μυστικά της ιστορίας»
– Βασίλης Μάρος
1. Η τραγωδία του Αιγαίου (1961)
Ίσως το πιο σημαντικό ντοκιμαντέρ που φτιάχτηκε ποτέ στην Ελλάδα από τον πιο σημαντικό Έλληνα ντοκιμαντερίστα, Βασίλη Μάρο. Μια καταπληκτική καταγραφή του τι συνέβη από το 1920 έως 1945 (από το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι και τα Δεκεμβριανά) στην Ελλάδα με σπάνια κινηματογραφημένα ντοκουμέντα της εποχής από την Μικρασιατική εκστρατεία, την καταστροφή της Σμύρνης, τη φωτιά που έκαψε την πόλη, τους πρόσφυγες στην Ελλάδα έως την δικτατορία του Μεταξά, τον πόλεμο του ‘40 και την απελευθέρωση του 1944. Ο Βασίλης Μάρος, με μισό αιώνα αδιάκοπης δημιουργίας (40 ντοκιμαντέρ) εχει τιμηθεί με 37 βραβεία και διακρίσεις σε διάφορα διεθνή και εγχώρια φεστιβάλ.
Continue reading “7 Εξαιρετικά Ντοκιμαντέρ για την Μικρασιατική Καταστροφή”“Ο γυρισμός του ξενιτεμένου” του Γιώργου Σεφέρη
— Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου.
Η ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα
Στήν καταστροφή τῆς Σμύρνης, βρέθηκα μέ τούς γονιούς μου στό λιμάνι, στήν Πούντα. Μέσ’ ἀπ’ τά χέρια τους μέ πήρανε. Κι ἔμεινα στήν Τουρκία αἰχμάλωτος.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί μέ ἄλλους. Βράδιασε καί τά περίπολα ἀκόμα κουβαλοῦσαν τούς ἄντρες στούς στρατῶνες.
Κοντά μεσάνυχτα, ὅπως ἤμαστε ὁ ἕνας κολλητά στόν ἄλλο, μπῆκε ἡ φρουρά κι ἄρχισαν νά μᾶς χτυποῦν, ὅπου ἔβρισκαν, μέ ξύλα, καί νά κλοτσοπατοῦν ὅσους κάθονταν χάμω, γόνα μέ γόνα. Τέλος πῆραν διαλέγοντας ὅσους ἤθελαν κι ἔφυγαν βλάστημώντας.
Ἐμείς φοβηθήκαμε πώς θά μᾶς χαλάσουν ὅλους.
Ἕνας γραμματικός, πού ‘χε τό γραφεῖο του πλάι στήν πόρτα, μᾶς ἄκουγε πού μιλούσαμε λυπητερά καί μᾶς ἔκανε νόημα νά τόν πλησιάσουμε:
— Σάν ἔρχονται, μᾶς λέει, καί σᾶς φωνάζουν, ἐσεῖς τραβηχτεῖτε μέσα. Καί τό λόγο μου φυλάχτε τον καλά, ἔξω μήν τόν δώσετε.
Ἀπό κεῖνο τό βράδυ, κάθε νύχτα, ἔπαιρναν ἀπ’ τούς θαλάμους. Κι ἐμεῖς π’ ἀκούγαμε πυροβολισμούς, ἀπ’ τό Κατιφέ – Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».
7 συγκλονιστικές ταινίες για την Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγιά
Ο κινηματογράφος αποτελεί μια σύγχρονη και βασική ιστορική πηγή, είτε πρόκειται για ντοκιμαντέρείτε για ταινίες μυθοπλασίας, καθώς έμμεσα δίνει πληροφορίες που σχετίζονται με το ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Το διεθνές κινηματογραφικό υλικό είναι πλούσιο σε ταινίες με ιστορικό περιεχόμενο. Οι ιστορικές αυτές ταινίες ανασύρουν τη μνήμη και ο θεατής καλείται να κάνει μια ‘φιλμική ανάγνωση της ιστορίας’, κατά τον θεωριστή Marc Ferrο. Οφείλει, βέβαια, να σκέφτεται κριτικά και να αντιλαμβάνεται ότι η κάθε ταινία αποτελεί προϊόν της υπάρχουσας κυρίαρχης ιδεολογίας και κοινωνικής πραγματικότητας χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παράλληλα δεν είναι και ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα.
Continue reading “7 συγκλονιστικές ταινίες για την Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγιά”7 σπουδαίοι Μικρασιάτες λογοτέχνες
Αυτόν τον μήνα συμπληρώνονται 100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή.100 χρόνια από τον Σεπτέμβρη του 1922, όταν και εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες σφαγιάσθηκαν και πάνω από 1,5 εκατομμύριο ξεριζώθηκαν. Και ενώ αυτή η γενιά πλέον έχει χαθεί, η μνήμη παραμένει…
Το παρόν άρθρο είναι αφιερωμένο σε Μικρασιάτες πεζογράφους που άφησαν το στίγμα τους στη λογοτεχνία με το έργο τους.
Continue reading “7 σπουδαίοι Μικρασιάτες λογοτέχνες”Τα ματωμένα χώματα της Διδούς Σωτηρίου στο θεατρικό σανίδι
Αντί Προλόγου
Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και τα 113 χρόνια από τη γέννηση της Διδούς Σωτηρίου, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά παρουσιάζει την παράσταση “Ματωμένα Χώματα” βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα της συγγραφέως. Σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη, με τους Νικήτα Τσακίρογλου, Μιχάλη Σαράντη και Αντίνοο Αλμπάνη μεταφέρεται στο θεατρικό σανίδι η «Βίβλος της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού», ένα βιβλίο υπερεθνικό με μηνύματα διαχρονικά και, δυστυχώς, επίκαιρα.
Continue reading “Τα ματωμένα χώματα της Διδούς Σωτηρίου στο θεατρικό σανίδι”Το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν: μια ηθογραφία τριών πράξεων
Ο θεατρικός συγγραφέας, Παντελής Χορν, έπειτα από δέκα συνολικά έργα που δε γνώρισαν την αναμενόμενη επιτυχία, το 1921 , τη χρονιά δηλαδή που γεννήθηκε ο δεύτερος γιός του ο Δημήτρης Χορν, γράφει τη δεύτερη -μετά τους «Πετροχάρηδες»- διαχρονική επιτυχία του. «Το φιντανάκι», αθηναϊκή ηθογραφία 3 πράξεων. Το έργο ανεβαίνει από το θίασο της Κυβέλης, (χωρίς όμως να παίξει εκείνη), τον Σεπτέμβρη του 1921. Πρωταγωνιστούσαν ο Αιμίλιος Βεάκης και η Σαπφώ Αλκαίου. Γνώρισε αμέσως και από το κοινό και από τους κριτικούς θερμή υποδοχή. Βραβεύτηκε μάλιστα στον Αβέρωφειο διαγωνισμό του 1922. Το θεατρικό έργο το διασκεύασε αργότερα ο συγγραφέας του, σε μυθιστόρημα, το οποίο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα», τον χειμώνα του ίδιου χρόνου.
Το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν αποτελεί ένα δραματικό έργο της αθηναϊκής γειτονιάς του μεσοπολέμου και γράφτηκε το 1921. Το θέμα είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα της εν λόγω εποχής. Οι οικονομικές όσο και οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη, όπως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και εκβιομηχάνιση, επηρέαζαν ουσιαστικά και ριζικά (και) τα πολιτιστικά δρώμενα. Η Ελλάδα, επίσης, βίωσε τον εθνικό διχασμό μετά τη μικρασιατική καταστροφή, όπως και την απογοήτευση για τον μεγαλοϊδεατισμό και τις εδαφικές της διεκδικήσεις. Παράλληλα, η αστάθεια σε όλα τα επίπεδα της ζωής, αποτέλεσε αιτία για οικονομικό μαρασμό, όπως και για μια σειρά αδιέξοδων πολιτικών επιλογών. Το αποτέλεσμα ήταν να αναδυθούν σημαντικά εσωτερικά προβλήματα, που κατέληξαν σε δικτατορίες αλλά και εμφύλιο σπαραγμό.
Η υπόθεση του έργου
Βρισκόμαστε σε μια αυλή στην Πλάκα λίγο καιρό πριν από την Μικρασιατική καταστροφή. Η Τούλα, (το νεαρό φιντανάκι), φτωχή μοδίστρα, κόρη του ταχυδρόμου κυρ- Αντώνη, θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο του Γιάγκου, ενός νέου άνεργου μάγκα (κουτσαβάκης). Ο Γιάγκος θα προδώσει τον έρωτά της για χάρη της Εύας, που εκτός από όμορφη έχει και πολλές γνωριμίες που ίσως φανούν χρήσιμες στον Γιάγκο. Η Τούλα όμως, περιμένει το παιδί του. Μπροστά στο σκάνδαλο και με προτροπή της κυρά-Κατίνας, μιας γυναίκας ελαφρών ηθών- ο κυρ-Αντώνης θα καταχραστεί χρήματα της υπηρεσίας του, με κίνδυνο να οδηγηθεί στη φυλακή. Στο τέλος του έργου, ο κυρ-Αντώνης πεθαίνει, πληγωμένος βαθιά στην αξιοπρέπειά του, και η Τούλα ακολουθεί τον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της, Γιαβρούση προκειμένου να της εξασφαλίσει μια ζωή μακριά από τις οικονομικές δυσχέρειες.
Ηθογραφία
Στο Φιντανάκι, κάτω από το επίχρισμα της «αθηναϊκής ηθογραφίας», βρίσκεται η δυναμική ενός οικογενειακού και κοινωνικού δράματος, από την οποία το έργο αντλεί όλη τη διαχρονική αξία και ζωντάνια του. Ωστόσο, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο όρος ηθογραφία δεν αποτελεί επί της ουσίας θεατρικό είδος ενταγμένο στην κατηγοριοποίηση της δραματουργίας, όπως η κωμωδία ή το ιστορικό δράμα, αλλά αποτελεί αναφορά στη δραματουργική θεματική παραγωγή της συγκεκριμένης εποχής.
Η απλή καθημερινή ιστορία της Τούλας και του κυρ-Αντώνη στη γραφική γειτονιά, μοιάζει να περιγράφει ένα μικρόκοσμο, συνηθισμένα περιστατικά με τύπους λαϊκούς από τη σκοπιά μιας φωτογραφικής απεικόνισης των ηθών. Μοιάζει επίσης να ρέπει προς το μελόδραμα, στοιχείο κληροδοτημένο από τον 19ο αιώνα, με τους καλούς και κακούς σε θεμελιακή αντιπαράθεση, με την ατιμασμένη κόρη και τον πικραμένο πατέρα, τη φτώχεια, την πορνεία, τον προδομένο έρωτα. Όμως ο Π. Χορν ούτε στη φολκλορική επιφάνεια της αυλής στέκεται, ούτε την ηθικοπλαστική έκβαση του μελοδράματος υπηρετεί. Δε λειτουργεί με την επιθυμία του κοινού αισθήματος δικαίου και την ψευδαίσθηση ότι η διασαλεμένη τάξη τελικά θα αποκατασταθεί υπέρ των αθώων και τιμίων, του αδικημένου και του θύματος.
Το έργο είναι βαθύτερα ρεαλιστικό στον βαθμό που, ξεκινώντας από μια κλειστή ανθρωπογεωγραφία, ξανοίγεται χωρίς προκαταλήψεις προς τα κοινωνικά προβλήματα, τις συγκρούσεις συμφερόντων και τις διαπροσωπικές αντιθέσεις, οι οποίες όχι απλώς δεν είναι εποχιακές ή πρόσκαιρες, αλλά βρίσκονται σταθερά στη βάση της αστικής κοινωνίας και ιδεολογίας.
Κεντρικό σημείο του συγκεκριμένου δράματος αποτελεί η ηθική καταρράκωση των πρωταγωνιστών, που αποτελούν θύματα του κοινωνικού και οικονομικού μαρασμού: «Δε βαριέσαι, ο μισθός τιποτένιος. Τα τυχερά πότε είναι και πότε δεν είναι … τι τα θες δεν είμαστε τυχεροί», είναι τα λόγια του κυρ- Αντώνη για την κακοτυχία που κατατρέχει τους μεροκαματιάρηδες της αυλής, λόγια που ο Χορν χρησιμοποιεί για να τονίσει την οικονομική ανέχεια που τους διακρίνει. «Τόσες χιλιάδες περνάνε από τα χέρια σου. Ποιος έχει το μέλι στα δάκτυλά του και δεν το γλύφει;». Αυτά είναι τα λόγια της Φρόσως, από την άλλη πλευρά, λόγια που αποτελούν χαρακτηριστική εικόνα, της χαμένης ηθικής, της παρακμής των αξιών, από πεινασμένους -υλικά και πνευματικά- ταλαίπωρους ανθρώπους. Ανθρώπους που έχουν παραμερίσει τις ατομικές -κάθε είδους- αναστολές, προκειμένου να ζήσουν το ελάχιστα ευτυχέστερο, πέρα από την καθημερινή αθλιότητα που τους σκοτώνει.
Δεν ωραιοποιεί ο Π. Χορν τα γεγονότα. Αντίθετα, τα παρουσιάζει με ιδιαίτερο ρεαλισμό, παρουσιάζει συναισθηματικές εξάρσεις που προβάλλουν την οδύνη με έντονο τρόπο, καθώς οι πρωταγωνιστές του αργά ή γρήγορα, θα ακολουθήσουν την άτυχη κατά τα λόγια του κυρ-Αντώνη μοίρα τους.
Ανακεφαλαιώνοντας, στο συγκεκριμένο θεατρικό έργο προσεγγίζονται ζητήματα της νεο-αστικής ηθογραφίας του μεσοπολέμου βάσει των κοινωνικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών των οποίων προέκυψαν. Είναι ένα γεγονός που συμβαίνει στις περιόδους των μεγάλων πολεμικών συρράξεων και κοινωνικών αναταραχών. Στην ελληνική πραγματικότητα μιας ταραγμένης ιστορικά εποχής, η τέχνη του θεάτρου έχει να παρουσιάσει σημαντικά έργα τα οποία σφράγισαν με τον τρόπο τους την συγκεκριμένη περίοδο και έμειναν παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές των θεατρικών καλλιτεχνών. Το «Φιντανάκι» γνώρισε επίσης μεγάλη επιτυχία διασκευασμένο ως οπερέτα από τον μουσικοσυνθέτη Μίμη Κατριβάνο.
Απόσπασμα από το έργο
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
Η σκηνή παριστάνει αθηναϊκή αυλή. Δεξιά, τελευταίο πλάνο, η μεγάλη πόρτα της εισόδου, και άμα είναι ανοιχτή, στο φόντο φαίνεται η πόρτα της αντικρινής ταβέρνας και κανένα τραπεζάκι. Στο βάθος το διαμέρισμα της κυρα-Κατίνας· μια πόρτα και παράθυρο προς την αυλή. Στο βάθος, δεξιά απ’ την πόρτα, η σκάλα που πάει στο πρώτο πάτωμα, εκεί που είναι το διαμέρισμα της Εύας. Φαίνεται στο ύψος του πρώτου πατώματος η πόρτα, το παράθυρο και το μπαλκόνι-χαγιάτι, σαν συνέχεια της σκάλας. Αριστερά, στο πρώτο πλάνο, το διαμέρισμα του κυρ Αντώνη· μια πόρτα και παράθυρο στην αυλή. Αριστερά, στο βάθος, ένα πέρασμα σαν συνέχεια της αυλής, όπου φαίνονται διάφορα ρούχα απλωμένα σε σχοινί. Κάτω από το διαμέρισμα της Εύας, στο βάθος, διάφορες πόρτες και παράθυρα άλλων διαμερισμάτων, αριστερά. Η πόρτα του πλυσταριού και πηγάδι με μαγγάνι δεξιά· μπροστά στο πλυσταριό, απάνω σε κάσες, μια σκάφη με ρούχα μέσα. Μπρος στην πόρτα μουριά, διάφορες γλάστρες μπροστά από τα σπίτια στα παράθυρα, στο χαγιάτι και ψηλά στο πεζούλι της μάντρας, απάνω απ’ την πόρτα. Καρέκλες μπρος από τα σπίτια, και τραπεζάκια.
[…]
Κατίνα: Καλώς τον κυρ Αντώνη. Πώς τα πάμε;
Αντώνης: Ας τα λέμε καλά. (Προς τα μέσα.) Περιμένω έξω τον καφέ και το γλυκό.
Τούλα, από μέσα: Έφτασα.
Κατίνα: Ζέστη σήμερα.
Αντώνης: Καμίνι. Και πού δεν έχω να πάω. (Χτυπάει τη σάκα του [του ταχυδρόμου] με χειρονομία ανάλογη.) Να, επιταγές έχω να πληρώσω. Είκοσι μονάχα από την Αμερική.
Κατίνα: Δεν χάθηκε ο κόσμος. Πας και αύριο το πρωί με το δροσό.
Αντώνης: Α! μπα μπα! Να ξεμπερδέψω μια ώρα αρχύτερα! Έγειρα λίγο να ησυχάσω, μα πού να κλείσω μάτι… Κάτι μ’ έκαιγε μέσα.
Κατίνα: Η ζέστη βλέπεις. (Η Τούλα μπαίνει με το δίσκο.)
Αντώνης: Ποια ζέστη; Όσο νιώθω πως κρατάω ξένα λεπτά απάνω μου. (Παίρνει γλυκό, πίνει νερό.) Αχ! Κι έπειτα, με περιμένουν όλοι σαν Θεό που λες, κυρα-Κατίνα. (Χτυπάει τη σάκα.) Εδώ είν’ οι νόμοι και οι προφήται. (Βγαίνει η Φρόσω κι αρχίζει να πλένει.) Ποιος ξέρει πόσοι θα μείνουν απόψε χωρίς ψωμί, αν εγώ το ρίξω βαριά… Ο πατέρας, ο άντρας, ο αδελφός εκεί κάτω στη ξενιτιά εφρόντισε, ίσως στερήθηκε, για να στείλει. Κι εγώ ν’ αμελήσω… Θα ήθελα να κάνουν το ίδιο και στην Τούλα μου;
(Η Τούλα μπαίνει μέσα και ξαναβγαίνει με τη μηχανή του ραψίματος. Τα ‘βαλε σε μια καρέκλα κι έπειτα κάθεται σ’ ένα σκαμνί και ράβει.)
Κατίνα: Τουλάχιστον ικανοποιείσαι καλά;
Αντώνης: Δε βαριέσαι, ο μισθός τιποτένιος. Τα τυχερά πότε είναι, πότε δεν είναι. Αν ικανοποιόμουνα, θ’ άφηνα τη γυναίκα μου και την κόρη μου να δουλεύουν; Τι τα θες, δεν είμαστε τυχεροί. Προχτές ακόμα ο Κωστής ο Πικραμένος άνοιξε μαγαζί στην οδό Ευαγγελιστρίας. Τον είχα τσεράκι στο δικό μου μαγαζί. (Στη Φρόσω.) Τον θυμάσαι;
Φρόσω: Τι βγαίνει, αν εγώ τον θυμάμαι; Εσύ να θυμηθείς τις προκοπές σου. (Στην Κατίνα.) Ντρεπότανε του λόγου του να ζητήσει τα βερεσέδια, κι έτσι μια μέρα βγάλανε το μαγαζί στο σφυρί. Και τώρα τα ίδια. Τόσες χιλιάδες περνάνε από τα χέρια του. Ποιος έχει το μέλι στα δάχτυλα και δεν το γλείφει;
Αντώνης, με αγανάκτηση: Μα γυναίκα αυτά είναι μετρημένα χρήματα. Και να ‘θελα, πώς μπορούσα;
Φρόσω: Άλλοι όμως, πώς τα καταφέρνουνε;
Αντώνης: Μα πώς είναι δυνατόν;
Φρόσω: Αμ βέβαια, τι κατάφερες εσύ, στη ζωή σου;
Αντώνης: Εγώ; Έχεις και παράπονα κιόλας που γέρος άνθρωπος γυρίζω μες στους ήλιους; Άρρωστος με σακατεμένη καρδιά.
Φρόσω: Ποιος σου φταίει; Από το κεφάλι σου!..
Τούλα: Κουράζεται τόσο πολύ ο πατέρας για μας.
Αντώνης: Έλα δω! Έλα δω, παιδί μου, εσύ, μονάχη μου παρηγοριά.
Φρόσω, στην κόρη της: Και τι με κόφτει εμένα. Εγώ την πέρασα τη ζωή μου. Εσύ, που θα μείνεις στο ράφι να ιδούμε.
Αντώνης, αφήνει την κόρη του και σηκώνεται: Μια στιγμή ησυχία δεν μ’ αφήνεις. Μα πώς; Είκοσι χρόνια τώρα δεν μπορέσαμε να συνεννοηθούμε και θα συνεννοηθούμε σήμερα;
Φρόσω: Πώς να συνεννοηθεί κανείς μ’ έναν άνθρωπο σαν κι εσένα, που πήρε αποκοπή την τιμιότη;
Αντώνης: Τώρα το ‘πες καλά. Βέβαια, εσύ, δεν ήσουνα συνηθισμένη σ’ αυτό το φρούτο… νόμισα πως θα σ’ αλλάξω, μα γελάστηκα.
Φρόσω: Αν δεν σ’ άρεσα μπορούσες να μη μ’ έπαιρνες! Μα βλέπεις, στάθηκα άτυχη να μπλέξω μ’ εσένα.
Αντώνης: Στάθηκες εσύ… Εσύ, άτυχη! Καλύτερα να σωπάσουμε· ίσαμ’ εδώ.
Φρόσω: Όχι… να μιλήσεις… Τι έχεις να πεις;
Αντώνης: Τίποτα! Τίποτα!
Φρόσω: Δε σε συμφέρει βλέπεις.
Αντώνης: Ίσως είναι κι έτσι… Δε με συμφέρει… Σήμερα πια, βέβαια, δεν με συμφέρει. Ένα μόνο ξέρω, πως σαν κλείσω τα μάτια μου θ’ αφήσω στο κορίτσι μου ένα τίμιο και καλό όνομα.
Φρόσω: Καλύτερα να της άφηνες μερικές χιλιαδούλες.
Αντώνης, στην πόρτα: Ω! δεν ξέρεις κι άλλο τίποτα· ο νους σου όλο στο χρήμα.
Φρόσω: Βέβαια, άμα τα βρίσκεις σκούρα, το σκας.
Αντώνης: Καλύτερα να ‘φευγα για πάντα, βαρέθηκα. Βαρέθηκα πια. (Χάνεται απ’ την εξώπορτα.)
Ακούστε εδώ το έργο από το Ραδιοφωνικό Θέατρο:
Πηγή: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΧΟΡΝ “ΤΟ ΦΙΝΤΑΝΑΚΙ” – ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ
Οι εικόνες του άρθρου προέρχονται από τις παραστάσεις στο θέατρ
Το Αϊβαλί: Η πατρίδα μου του Φώτη Κόντογλου
Με έναν απίστευτο τρόπο έκφρασης νοσταλγίας, ο Φώτης Κόντογλου θρηνεί την απώλεια του Αϊβαλιού και την εξόντωση του Ελληνισμού από την Μικρά Ασία, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Μεταφυσική, ιστορία, συγκίνηση και πόνος συνδυάζονται άψογα από τον συγγραφέα. Η θάλασσα και η λατρεία της φύσης της περιοχής σε συνδυασμό με την περηφάνια για τα επιτεύγματα του Ελληνισμού στην Μικρά Ασία, δίνουν στον αναγνώστη την ευκαιρία να κατανοήσει τη σημασία της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Σε τούτη τη συλλογή διηγημάτων του, ο κυρ Φώτης Κόντογλου αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες της λατρεμένης πατρίδας του, τ’ Αϊβαλιού. Της μικρής πολιτείας, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής.
Θρηνώντας την απώλειά της, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ερχομό του στην Ελλάδα, μας μιλάει νοσταλγικά για τους «αρχαίους ανθρώπους» της, μας διηγείται με αυθόρμητη ειλικρίνεια τις προσωπικές ιστορίες τους, πότε για αγίους, πότε για απλοϊκούς ξωμάχους, μα κάποτε και για κακούργους και ληστές.
Ως γνήσια ανατολίτικη ψυχή, γίνεται συχνά κήρυκας της απλότητας, της φυσικότητας. Με το πλούσιο εσωτερικό του θησαύρισμα μας μεταγγίζει ανεπαίσθητα τη γλυκιά ειρήνη της φύσης. Μας μιλά για μια γαλήνη μυστική, που ο ίδιος βίωσε, επιζητώντας άλλοτε τη μοναξιά μέσα σε όμορφα τοπία της πατρίδας του και άλλοτε παρατηρώντας ακόμα και τις πιο απλές και ασήμαντες παρουσίες της φύσης και ιδιαίτερα της αγαπημένης του θάλασσας.
Συνδυάζει με επιτυχία μέσα του την ανατολίτικη μακαριότητα απέναντι στο φαινόμενο της ζωής με τη δική του στοχαστική ιδιοσυγκρασία, η οποία τον οδηγεί συχνά σε θρησκευτική κατάνυξη, όταν αποκαλύπτεται μπροστά του “η άβυσσος της θεϊκής αρμονίας του κόσμου”. Ενυπάρχει έτσι μέσα στο λόγο του και η εκστατική φωνή του καλλιτέχνη, του αγιογράφου, που αποκαλύπτεται ταπεινά και αβίαστα μπροστά στην ομορφιά και το μυστήριο της φύσης.
Στο έργο του Τ’ Αϊβαλί, η πατρίδα μου, η νοσταλγική διάθεση είναι φανερή και συνδέεται άρρηκτα με τη βαθιά του πίστη στην ορθοδοξία και τη βυζαντινή παράδοση. Το ύφος του είναι απλό, λιτό, λαϊκό, γιατί ο συγγραφέας πίστευε ότι μόνο μέσα από την απλότητα στην αφήγηση επιτυγχάνεται η αυθεντικότητα. Έτσι οι ήρωές του, που θυμίζουν πρόσωπα από τους βίους αγίων και τα λαϊκά θρησκευτικά αναγνώσματα του 16ου αι., είναι άνθρωποι, απλοί, χωρίς μόρφωση, αθώοι. Η απλότητα, η αυθεντικότητα και η καλοσύνη των προσώπων αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία και στο εικαστικό του έργο, αφού ο Κόντογλου διακρίθηκε ιδιαίτερα ως ζωγράφος. Άσκησε μάλιστα μεγάλη επίδραση σε σημαντικούς ομοτέχνους του, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης.
Οι περιγραφές ή οι απλές αναφορές των τοπωνυμίων και των ανθρώπων που ζούσαν εκεί, αλλά και των συναισθημάτων και των σκέψεων του συγγραφέα για τη ζωή στην ιδιαίτερη πατρίδα του επανέρχονται τόσο πολλές φορές, ώστε και η λέξη «εμμονή» ίσως να μην είναι αρκετή για να αποδώσει την αλήθεια αυτής της απίστευτα επίμονης επανάληψης. Ο συγγραφέας, μάλιστα, συχνά απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη, ως ένας αυτοβιογραφικός αφηγητής ο οποίος, παρουσιάζοντας παράλληλα το έμψυχο και άψυχο περιβάλλον του (αν υπήρχε κάτι άψυχο για τον Κόντογλου κάτω από το μάτι του Θεού), παρουσιάζει και τον εαυτό του, «επιτυγχάνοντας μία, τρόπον τινά, εμψύχωση της γραφής σε ζωγραφιά, δηλαδή τη μετατροπή της σε εικόνα ζώσας φύσεως.
Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895, ο Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα. Νέος ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου γνώρισε και σπούδασε τη «δυτική» λεγόμενη ζωγραφική, αλλά τελικά αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, που γνώρισε σε βάθος όταν επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, το 1923.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στη συνοικία Κυπριάδου, σ’ ένα σπίτι που διατηρείται σήμερα ως μνημείο από την κόρη του και τον γαμπρό του.
Φιλοτέχνησε πολλές φορητές εικόνες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, που σήμερα θεωρούνται μνημεία της βυζαντινής αγιογράφησης, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά, εξέδωσε το βιβλίο «Έκφρασις της Ορθόδοξης Αγιογραφίας», έργο ιστορικής σημασίας για τη διατήρηση της βυζαντινής αγιογραφίας, ενώ ανάμεσα στις σημαντικότερες δημιουργίες του συγκαταλέγονται η διακόσμηση μιας αίθουσας του Δημαρχείου Αθηνών και οι τοιχογραφίες του σπιτιού του με την τεχνοτροπία του fresco. Κοντά του μαθήτευσαν μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι, όπως ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος. Τα έργα του, που έχουν εκτεθεί σε μεγάλες εκθέσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού, βρίσκονται σήμερα σε μουσεία, πινακοθήκες και ιδιωτικές συλλογές.
Παράλληλα, ο Κόντογλου υπήρξε προικισμένος συγγραφέας, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και της ελληνικής παράδοσης, λάτρης της ελληνικής φύσης και μέγας Θαλασσογράφος. Αυτά τα θέματα πραγματεύεται στα βιβλία του και σε πάνω από τρεις χιλιάδες άρθρα του, δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Με ζέση, γνώση, δυνατό λόγο, μα πάνω απ’ όλα με μεγάλη καρδιά.
Πηγές:
http://homouniversalisgr.blogspot.com/2015/10/blog-post_11.html?m=1