Μνήμην θ’ απάντων, μουσομήτορ’ εργάνην. Ο Αισχύλος βλέπει την μνήμη ως τη γενεσιουργό αιτία των πάντων, ιδίως της ίδιας της τέχνης. Η μνήμη δεν είναι απλώς η μούσα των μουσών, είναι και το στοιχείο εκείνο που προσδίδει στο άτομο την ταυτότητά του, που το διαχωρίζει από τα υπόλοιπα, που το προσωποποιεί. Ταυτόχρονα, όμως διαδραματίζει και ρόλο ενοποιητικό, συνεκτικό όταν αποκτά μια συλλογική διάσταση. Εκτός όλων αυτών συνιστά το αντίπαλον δέος της λήθης. Εγγύς μεν η ση περί πάντων λήθη, εγγύς δε η πάντων περί σου λήθη. Στο πέρασμα των χρόνων πολλοί καλλιτέχνες από τον Μαβίλη ως τον Νταλί και τον Ναμπόκοφ ως τον Μπαλζάκ πάλλονται μεταξύ των δύο αυτών δυνάμεων, καταλήγοντας πότε στην μία και πότε στην άλλη πλευρά.
Σίγουρα γνωρίζουμε την σημαντικότατη υποκριτική και σκηνοθετική παρουσία του Δημήτρη Καταλειφού. Τον έχουμε, ουκ ολίγες φορές, θαυμάσει στην θεατρική σκηνή με το ένδυμα του ηθοποιού. Αυτό που αργήσαμε πολύ να μάθουμε είναι πως ενδύεται και άλλα προσωπεία, αυτό του ζωγράφου εδώ και κάποιο διάστημα και μόλις πρόσφατα αυτό του ποιητή. Το πρώτο του έργο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο της χρονιάς που μας πέρασε, μιας δύσκολης χρονιάς, ενώ γράφτηκε σε μια άνοιξη εγκλεισμού. Μέσα από 65 σύντομα κείμενα ποιητικής πρόζας είχαμε την ευκαιρία να περιηγηθούμε σε ένα θεατρικό ποιητικό σύμπαν που μας εξέπλησσε και μας συγκίνησε βαθύτατα. Ο λόγος για την συλλογή “Συμπληγάδες γενεθλίων” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Έχοντας χαρακτηριστεί ως ορόσημο του γαλλικού Νέου Κύματος, η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Αλέν Ρενέ, Χιροσίμα Αγάπη μου, είναι μία από τις σημαντικότερες όλων των εποχών. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη γνωριμία και τη σύντομη, αλλά γεμάτη πάθος.
Μία ηθοποιός φτάνει στη Χιροσίμα για να πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία με θέμα την ειρήνη. Εκεί, γνωρίζει έναν Ιάπωνα, με τον οποίο γίνονται εραστές. Το ζευγάρι σε μια σειρά συζητήσεων εξομολογείται ο ένας στον άλλον τις σκέψεις και τις επώδυνες αναμνήσεις. Εκείνος, μιλάει για τη ζωή του και επαναλαμβάνει «Δεν έχεις δει τίποτα από τη Χιροσίμα». Εκείνη αναφέρεται στα εφηβικά της χρόνια στη Νεβέρ, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, για το πως ερωτεύτηκε έναν Γερμανό στρατιώτη αλλά και στην ταπείνωση που υπέστη κατά τη διάρκεια της Απελευθέρωσης.
Οταν ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ δήλωνε για το ντεμπούτο του Αλέν Ρενέ πως είναι η πρώτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου χωρίς καμία κινηματογραφική αναφορά, ήταν μάλλον ο μοναδικός τρόπος για να περιγράψει κάτι που κανείς δεν είχε δει ποτέ πριν στο σινεμά και κάτι που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι μπορούσε ποτέ να συμβεί στο σινεμά.
Σαν ένα ημερολόγιο κοσμικής μνήμης, όπου η πραγματικότητα διακόπτει συνεχώς την μυθοπλασία πριν και οι δύο αυτές αντίρροπες καταστάσεις γίνουν ένα, το «Χιροσίμα Αγάπη μου» δεν ανήκει σε κανένα κινηματογραφικό είδος, δεν χωράει ακόμη και στην πιο διευρυμένη ερμηνεία του «ποιητικού σινεμά», ακυρώνει οτιδήποτε ορίζεται ως συμβατική ή ριζοσπαστική κινηματογραφική αφήγηση και εφευρίσκει σε κάθε του πλάνο, λέξη, ήχο ένα νέο τρόπο να κοιτάς την Ιστορία.
Για τον Αλέν Ρενέ, ο χρόνος και ο ιστορικός χρόνος δεν είναι παρά το ίδιο πράγμα, μια ανάμνηση που γεννιέται με το κάθε δευτερόλεπτο που περνάει και που την ίδια στιγμή ακυρώνεται από την επόμενη, σε ένα σχεδόν ερωτικό παιχνίδι του ανθρώπινου μυαλού που προσπαθεί να συγκρατήσει τις εικόνες – όχι πάντα σίγουρο πως αυτές είναι αληθινές και όχι αποκυήματα της φαντασίας.
Οσο Εκείνη θυμάται, Εκείνος αρνείται τις μνήμες της. Οσο Εκείνη προσπαθεί να ξεδιαλύνει όσα είδε στη Χιροσίμα, Εκείνος της επαναλαμβάνει πως «Δεν είδες τίποτα στη Χιροσίμα». Οσο Εκείνη αναπολεί όσα συνέβησαν εκείνη τη μοιράια ημέρα του Αυγούστου του 1945 – μπερδεμένα με όσα αποθηκεύτηκαν στο μουσείο της φρίκης και ζουν εκεί ακόμη και σήμερα, Εκείνος προσπαθεί να αντιληφθεί πόσα απ’ όσα ακούει είναι πράγματα που Εκείνη είδε στ’ αλήθεια ή πράγματα που είδε στα επίκαιρα ή διάβασε σε κάποιο βιβλίο.
Η συνάντηση Εκείνης και Εκείνου θα είναι καθοριστική, όχι μόνο επειδή θα γίνει με φόντο μια Χιροσίμα που προσπαθεί να χτιστεί πάνω από τα θαμμένα πτώματα και τους τόνους τροφής που δηλητηριάστηκαν, αλλά κυρίως γιατί κάθε λέξη, βλέμμα και αγγιγμά τους είναι ποτισμένο από τη μνήμη του πολέμου έτσι όπως Εκείνη θα ανακαλέσει ως μια ερωτική εξομολόγηση, πιο λυτρωτική από τη συγχώρεση και πιο καθαρτική από τη λήθη.
Αντιπαραβάλλοντας την εμβληματική εικόνα των δύο εραστών – με τα μέλη τους ακρωτηριασμένα από την κάμερα να σφίγγουν ο ένας τον άλλον, με αποτρόπαιες εικόνες από όσα φρικτά θα γεννούσε η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, ο Αλέν Ρενέ πατάει πάνω στο κείμενο της Μαργκερίτ Ντιράς για να φτιάξει το κινηματογραφικό χρονικό της ίδιας της (προσωπικής και ιστορικής) μνήμης, του προυστικού «χαμένου χρόνου», της ανάσας που κάνει το παρελθόν παρόν και μιας άλλης που ορίζεται στο μέλλον. Και της διαπίστωσης πως το να βλέπεις από κοντά τα πράγματα είναι κάτι που μαθαίνεται.
Μέσα στις 36 ώρες που διαδραματίζεται το «Χιροσίμα Αγάπη Μου», o Ρενέ θα αμφισβητήσει τα πάντα: τη χρονολογική αφήγηση, τον ποιητικό λόγο, το ντοκιμαντέρ και τη σχέση του με το φιξιόν, τη θεατρικότητα των σκηνικών, τις θεμελιώδεις ρίζες του flash-back, τα close-up στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών του, τον νεο-ρεαλισμό, τον ερωτικό πόθο και τα αντιπολεμικά μηνύματα, τον τρόπο με τον οποίο μέχρι τότε ήξεραν να σκηνοθετούν μια γυναίκα και έναν άντρα που πρέπει να χωρίσουν πριν ακόμη ομολογήσουν ότι είναι ερωτευμένοι, κουβαλώντας στα γυμνά κορμιά τους τις πληγές όλου του κόσμου – ανθρωποι χώρες με ονόματα πόλεων σε μια διαρκή συνάντηση με το πεπρωμένο.
Παρόν και παρελθόν εναλλάσσονται συνεχώς μέσα από την (αν)έφικτη ερωτική επαφή και τη δύσκολη επικοινωνία (δεν μιλούν ο ένας την γλώσσα του άλλου), καθώς και τις περιπλανήσεις τους σε διάφορες τοποθεσίες της Χιροσίμα. Όλα συμβαίνουν στη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου, γιατί η γυναίκα – που δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά της, όπως ούτε και του Ιάπωνα εραστή της – θα πρέπει να επιστρέψει στη Γαλλία. Θα γυρίσει όμως;
Η ρευστότητα του χρόνου και η υποκειμενικότητα της μνήμης, αποτελούν τον δραματικό άξονα αυτής της αριστουργηματικής ταινίας, καθιστώντας τη θέασή της, μία ανεπανάληπτη κινηματογραφική εμπειρία, μαγνητίζοντας τον θεατή όσες φορές κι αν την παρακολουθήσει. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το φιλμ κέρδισε το Βραβείο Fipresci στο Φεστιβάλ των Καννών το 1959.
Η ταινία Χιροσίμα, Αγάπη μου προέκυψε μετά από πρόταση που έγινε στον Ρενέ να κάνει ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τη Χιροσίμα και την πυρηνική βόμβα, αντίστοιχο του Nuit et Brouillard, το οποίο είχε μόλις ολοκληρώσει (1955) για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το Ολοκαύτωμα. Αν και διστακτικός στην αρχή, ο Ρενέ παρακολούθησε, στο πλαίσιο της έρευνάς του, διάφορα ντοκιμαντέρ που είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι τότε για τη Χιροσίμα και κατέληξε ότι η μόνη πιθανή νέα προσέγγιση θα ήταν να εξερευνήσει τη καθολικότητα του θέματος. Για αυτό το εγχείρημα θα χρειαζόταν να κάνει γυρίσματα σε όλον τον κόσμο, μια προοπτική που οι συμπαραγωγοί του δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν. Ωστόσο, μετά από αρκετούς μήνες προκύπτει η ιδέα το σχέδιο ντοκιμαντέρ για τις καταστροφές της Χιροσίμα να λάβει τη μορφή μιας ταινίας μυθοπλασίας μεγάλου μήκους.
Σύμφωνα με τη σεναριογράφο της ταινίας, Μαργκερίτ Ντυράς, ο Ρενέ προσέγγισε την ταινία σαν μυθιστοριογράφος: «Πριν το γύρισμα ήθελε να γνωρίζει τα πάντα, τόσο την ιστορία που θα έλεγε, όσο και εκείνη που δεν θα έλεγε, την ιστορία δηλαδή των χαρακτήρων. Τον ενδιέφερε να μάθει τα πάντα για αυτούς: τα χρόνια της νιότης τους, τις ζωές τους πριν και μέχρι ενός σημείου, το μέλλον τους μετά την ταινία. Έτσι έγραψα βιογραφίες για κάθε χαρακτήρα. Και από αυτές τις βιογραφίες, ο Ρενέ τους προσέγγισε με την κάμερα σαν να μετέφραζε σε εικόνες τη συνέχιση μιας ταινίας που υπήρχε ήδη σχετικά με τις προηγούμενες ζωές τους».
Αν το «Χιροσίμα Αγάπη Μου» υπήρξε η εμβληματική ταινία της nouvelle vague ή ακόμη περισσότερο η αρχή του μοντέρνου σινεμά όπως το γνωρίζουμε, περισσότερο κι από όλα αυτά υπήρξε μια σπαρακτική προσπάθεια να φυλακιστεί ο χρόνος μέσα σε μπομπίνες από φιλμ – όχι με σκοπό να γίνει ένα ντοκουμέντο για τις γενιές που θα ακολουθούσαν αλλά με τη φιλοδοξία να τον σταματήσει και ξεκινώντας πάλι από την αρχή να απελευθερώσει το σινεμά από κάθε σύμβαση. Και να το ορίσει σαν την πεμπτουσία μιας ανάμνησης που δεν έχει σήμασία αν ανταποκρίνεται στα γεγονότα και ενός ψέματος που όσο κι αν Εκείνος θα επιμένει κάθε φορά που θα του μιλάς, παραμένει η μεγαλύτερη αλήθεια απ’ όλες.
Πενήντα πέντε χρόνια μετά, η αφηγηματική γλώσσα του Ρενέ παραμένει μοναδική, ξεχωριστή, ίσως όχι πάντα κατανοητή αλλά σίγουρα καινοτόμα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ίδια η ταινία είναι η απάντηση του σκηνοθέτη στη δήλωση Εκείνης ότι «τι άλλο μπορεί να γυρίσει κανείς στη Χιροσίμα εκτός από μια ταινία για την ειρήνη;» Το «Χιροσίμα Αγάπη μου» είναι μια ταινία για το παρελθόν και το παρόν, τη μνήμη και το γεγονός, την πραγματικότητα και την επιθυμία, το τραύμα και τις πληγές, τη θολή προσωπικότητα Εκείνης και το ίδιο το πρόσωπο της πόλης. Στο τέλος, δεν μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει αν οι πληγές των θυμάτων τής Χιροσίμα είναι κρισιμότερες από αυτές που προφανώς φέρει μέσα της η ηρωίδα ή αν το τραύμα είναι δυνατόν ποτέ να επουλωθεί, όμως μια καινούργια οπτική έχει ήδη γεννηθεί. Και για αυτό, η «Χιροσίμα» θα παραμένει για πάντα μια ξεχωριστή «αγάπη», όχι μόνο για εκείνους αλλά και για εμάς.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!