Ο Γκουίντο Ρένι, ο οποίος φεύγει από την ζωή σαν χθες το 1642, ήταν Ιταλός ζωγράφος, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Μπαρόκ. Γεννήθηκε το 1575 και υπήρξε αρχικά μαθητής του Φλαμανδού Ντιονίζιο Κάλβααρτ, ενώ στη συνέχεια φοίτησε στην Ακαδημία των Καράτσι. Μετά το 1600 μετακόμισε στη Ρώμη, όπου φιλοτέχνησε τη “Σταύρωση του Αγίου Πέτρου” (1604-5, Μουσείο Βατικανού) και εργάστηκε για τη διακόσμηση δύο παρεκκλησιών.
Στη συνέχεια επέστρεψε στην Μπολόνια και ζωγράφισε τον “Ο Σαμψών θριαμβευτής” (1611-12, Εθνική Πινακοθήκη, Μπολόνια), έργο στο οποίο διακρίνεται η έντονη επίδραση του κλασικού αισθητικού ιδεώδους της αρμονίας, και ολοκλήρωσε την περίφημη σύνθεση “Η σφαγή των αθώων” (1611, Εθνική Πινακοθήκη, Μπολόνια), η οποία προαναγγέλλει τον Νικολά Πουσέν.
Το έργο είναι εμπνευσμένο από την βιβλική σφαγή των νηπίων της Βηθλεέμ που διέταξε ο Ηρώδης όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη. Εικονίζει μια σειρά επεισοδίων που λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα δημιουργώντας μια εικόνα στην οποία επικρατεί το χάος, η σύγχυση και αναταραχή.
Ο Ρένι εργάστηκε επίσης για ένα διάστημα στο παρεκκλήσι του Σαν Τζενάρο στη Νάπολη και ζωγράφισε πλήθος πινάκων με θέματα μυθολογικά, όπως οι τέσσερις πίνακες που περιγράφουν την Ιστορία του Ηρακλή, Ο ιερός έρωτας και ο βέβηλος έρωτας και “Η Αταλάντη και ο Ιππομένης” (1622-25, Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε, Νάπολη).
Στην μυθολογία ο Ιππομένης ήταν ένας από τους μνηστήρες και τελικώς σύζυγος της Αταλάντης. Η Αταλάντη, επειδή δεν ήθελε να παντρευτεί, ζητούσε από τον καθένα από τους μνηστήρες της να παραβγεί στο τρέξιμο μαζί της. Επειδή ήταν πολύ γρήγορη, πάντα κέρδιζε σε αυτό τον αγώνα. Ο έξυπνος Ιππομένης όμως ζήτησε τη βοήθεια της θεάς Αφροδίτης. Η θεά έδωσε στον Ιππομένη τρία χρυσά μήλα. Στον αγώνα λοιπόν, όποτε η Αταλάντη κόντευε να προφθάσει τον Ιππομένη, αυτός της πετούσε ένα από τα μήλα. Η Αταλάντη σταματούσε για να το μαζέψει και έτσι ο Ιππομένης τερμάτισε πρώτος και κέρδισε το στοίχημα και την Αταλάντη γυναίκα του. Ο Ιππομένης όμως, πάνω στη χαρά του, ξέχασε να ευχαριστήσει και να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Αντίθετα, πήρε την Αταλάντη και πήγαν στον ναό του Διός Καλλινίκου , όπου ενώθηκαν σαρκικά στο εσωτερικό του ναού. Ο Δίας οργισμένος από την ιεροσυλία, τους μεταμόρφωσε σε λιοντάρια. Αργότερα, η Κυβέλη τους λυπήθηκε και τους εξασφάλισε δια βίου παίρνοντάς τους για να σέρνουν το άρμα της.
Ο Γκουίντο Ρένι διακρίθηκε για τον κλασικό ιδεαλισμό του στην απόδοση μυθολογικών και βιβλικών θεμάτων, επηρεασμένος από τον κλασικισμό των ζωγράφων της οικογένειας Καράτσι (Carracci). Εκτός από την οικογένεια Καράτσι, οι κύριες πηγές έμπνευσης του Γκουίντο Ρένι υπήρξαν οι νωπογραφίες του Ραφαήλ και τα αρχαία ελληνικά γλυπτά.
Στους μυθολογικούς και θρησκευτικούς του πίνακες, ο Ρένι διαμόρφωσε μια τεχνοτροπία που άμβλυνε την υπερβολή και την πολυπλοκότητα του μπαρόκ με μια κλασική αρμονία. Το έργο του αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη του Μπαρόκ και οι μυθολογικές και θρησκευτικές συνθέσεις του τον ανέδειξαν σε ένα από τους διασημότερους ζωγράφους της εποχής του στην Ευρώπη και σε πρότυπο για τους Ιταλούς καλλιτέχνες του Μπαρόκ.
Σαν σήμερα το 1610 φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 39 ετών ο μεγαλοφυής ζωγράφος Καραβάτζιο, ο οποίος σφράγισε την εποχή του Μπαρόκ και, παρά τη σύντομη ζωή του κατάφερε να εισαγάγει ένα προσωπικό του ύφος, τον “Καραβατζισμό”.
Στην εφηβεία του, πιθανότατα περί τα τέλη του 1588, ο αδέκαρος και πάντοτε περιπετειώδης Καραβάτζιο μετακομίζει στη Ρώμη, όπου εργάζεται σε εργαστήρια γνωστών ζωγράφων. Το ευέξαπτο του χαρακτήρα του ωστόσο και το ασύλληπτο ταλέντο του τον κάνουν να μη στεριώνει πουθενά, με τον ίδιο να αλλάζει συνεχώς εργαστήρια καθώς οι περισσότεροι ζωγράφοι έβλεπαν με φθόνο πως ο νεαρός ήταν καλύτερος από τους ίδιους στο σχέδιο.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Μικελάντζελο Μερίζι, όμως έμεινε γνωστός με το όνομα Καραβάτζιο. Έχασε πολύ μικρός, μόλις 6 ετών, όλη του σχεδόν την οικογένεια από την πανούκλα που έπληξε την Ευρώπη και το τραυματικό αυτό γεγονός επηρέασε καθοριστικά τον ψυχισμό του μικρού Μικελάντζελο. Ο ορφανεμένος νεαρός δεν έχει άλλη επιλογή παρά να πάρει τους δρόμους, σύντομα ωστόσο θα έρθει σε επαφή με «μια ομάδα ζωγράφων και ξιφομάχων που ζούσαν με το πρότυπο nec spe, nec metu, “χωρίς ελπίδα, χωρίς φόβο”» .
Λίγο αργότερα, έμελλε να αρρωστήσει βαριά από τη φτώχεια και τις κακουχίες και να περάσει έξι μήνες σε νοσοκομείο απόρων. Εκεί ζωγραφίζει ένα από τα πρώιμα αριστουργήματά του, τον «Νεαρό Βάκχο» (1593-1594), που θεωρείται ως αυτοπροσωπογραφία του.
Το 1597 ο Καραβάτζιο κέρδισε τον διαγωνισμό για τη διακόσμηση του παρεκκλησίου Contarelli μέσα στη βασιλική του San Luigi dei Francesi της Ρώμης. Το έργο έμελλε ωστόσο που παρέδωσε να προκαλέσει τόσο την Εκκλησία όσο και το φιλότεχνο κοινό, κάνοντας τον άγιο πιο «γήινο» από ποτέ: ο χρωστήρας του Καραβάτζιο απομακρύνθηκε με τόλμη από τη συνήθη λατρευτική αναπαράσταση των αγίων και τον φώτισε με ένα σαφώς ρεαλιστικότερο φως, γεγονός απαράδεκτο για την εποχή.
Ο Καραβάτζιο συνέχισε να προκαλεί τα χρηστά ήθη με τις «γήινες» αναπαραστάσεις του: η πρησμένη κοιλιά και τα γυμνά πόδια της Παρθένου Μαρίας στον «Θάνατο της Παρθένου» συγκέντρωσαν τη μήνη της εκκλησίας και το έργο απορρίφθηκε ως ιερόσυλο από τους Καρμελίτες που το είχαν παραγγείλει. Ο αντισυμβατικός τρόπος που προσέγγιζε τα θρησκευτικά θέματα, αποτυπώνοντας τους αγίους ως κοινούς θνητούς, θα ήταν ο κύριος λόγος που θα στερούσε από τον Καραβάτζιο την επίσημη αναγνώρισή του ως κορυφαίου ζωγράφου…
Το αμφιλεγόμενο των παραστάσεών του και η επιδίωξη της πρόκλησης το μόνο που έκαναν ωστόσο ήταν να πυροδοτούν κι άλλο την επιτυχία του ζωγράφου. Όσο μεγάλωνε βέβαια η φήμη του, τόσο αυξανόταν και ο βαθμός αναταραχής στη ζωή του: ο ίδιος ήταν βίαιος και κυκλοθυμικός, με τις δραστικές αλλαγές διάθεσης να προκαλούν πλήθος καυγάδων. Ταυτοχρόνως, αφηνόταν συχνά στα θέλγητρα του ποτού και του τζόγου.
Μια από τις περίφημες μονομαχίες του, όταν επιτέθηκε σε συνάδελφο ζωγράφο και τον τραυμάτισε, θα κατέληγε σε σύντομη περίοδο φυλάκισης το 1603. Τα επόμενα χρόνια θα έβλεπαν τον χαρακτήρα του ζωγράφου να γίνεται ακόμα πιο ευέξαπτος και ευερέθιστος, με πλήθος βίαιων επεισοδίων να σημαδεύουν τη ζωή του: το 1604 εκσφενδονίζει πιάτο με αγκινάρες καταπάνω σε σερβιτόρο, ενώ την επόμενη χρονιά επιτίθεται σε φρουρούς με πέτρες. Παρατηρεί ο βιογράφος του σχετικά: «Έπειτα από ένα δεκαπενθήμερο δουλειάς, θα περνούσε τους επόμενους 1-2 μήνες κομπάζοντας, πάντα με το σπαθί στο πλευρό του και τον υπηρέτη του να τον ακολουθεί, πηγαίνοντας από καπηλειό σε καπηλειό, μονίμως έτοιμος να εμπλακεί σε καυγά».
Το βίαιο του χαρακτήρα του θα κλιμακωνόταν τελικά το 1606, έπειτα από αναρίθμητα δείγματα της καταστρεπτικής του μανίας, όταν σκότωσε έναν γνωστό μαστροπό της Ρώμης, τον Ρανούτσιο Τομασόνι, για λόγους που δεν είναι γνωστοί. Ο Καραβάτζιο τραυματίστηκε στη συμπλοκή, κατάφερε ωστόσο να διαφύγει.
Ο ζωγράφος εγκατέλειψε τη Ρώμη αμέσως μετά το φονικό, ενώ λίγο αργότερα θα καταδικαζόταν ερήμην σε θάνατο: ήταν πλέον φυγάς. Ο Καραβάτζιο αναζήτησε καταφύγιο σε μια σειρά από περιοχές, όπως τη Νάπολη, τη Μάλτα και τη Σικελία, με τη φήμη του ωστόσο να προηγείται: παρά το γεγονός ότι έτρεχε για να γλιτώσει τη ζωή του, έβρισκε πάντα χρόνο να εμπλακεί σε νέες περιπέτειες.
Συνέχισε, ωστόσο, να εργάζεται ως ζωγράφος και, μάλιστα, ήδη πασίγνωστος στα ιταλικά κρατίδια, αναλαμβάνοντας ακόμα και παραγγελίες εκ μέρους της Εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι η αστυνομία του Βατικανού τον κυνηγούσε σε όλη τη χώρα Συνέχισε, ωστόσο, να εργάζεται ως ζωγράφος. Το πολυτάραχο της ζωής του περνά πλέον στο έργο του, και δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά: ο ζωγράφος φοβάται για τη ζωή του, είναι στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού, μετακινείται συνεχώς και αναγκάζεται να κοιμάται πλέον με τα ρούχα του και το μαχαίρι στο προσκεφάλι.
Τα βίαια ξεσπάσματά του δεν έχουν πλέον τέλος: τον Ιούλιο του 1608 βρίσκεται και πάλι στη Μάλτα, όπου επιτίθεται σε ιππότη του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη, με τον ζωγράφο να συλλαμβάνεται και να φυλακίζεται για το περιστατικό, κατάφερε ωστόσο να αποδράσει έπειτα από έναν μήνα πίσω από τα κάγκελα.
Οι ιππότες δεν ξέχασαν βέβαια τον βίαιο φιλοξενούμενό τους και, σύμφωνα με τους βιογράφους του, εκείνοι κρύβονταν πίσω από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του στη Νάπολη το 1609: κάποιος επιτέθηκε στον Καραβάτζιο από πίσω έξω από καπηλειό και τον τραυμάτισε σοβαρά, παραμορφώνοντας το πρόσωπό του. Η επίθεση θα είχε πρωτοφανή επίδραση στη σωματική και νοητική του κατάσταση: η όρασή του επηρεάστηκε από το περιστατικό, όπως και τα χέρια του, γεγονός που είναι έκδηλο στους κατοπινούς πίνακες που φιλοτέχνησε.
Ενώ βρισκόταν πλέον στο γειτονικό λιμάνι της Ρώμης, το Πόρτο Εκόλε, στις 18 Ιουλίου 1610, κυκλοφόρησε η είδηση για τον θάνατό του, κάτω από αδιευκρίνιστες μάλιστα συνθήκες. Η ακριβής αιτία του χαμού του (αρρώστια, δολοφονία ή άλλος λόγος) συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο ιστορικής έρευνας (και έριδας).
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Στα πρώιμα έργα του Καραβάτζιο κυριαρχεί η καθαρότητα των περιγραμμάτων και η σχεδιαστική ακρίβεια. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η γλυπτικότητα των αντικειμένων και των σωμάτων μέσα σε μια ατμόσφαιρα ερωτικής φόρτισης. Στα ώριμα έργα του προστίθεται ένα ουδέτερο σκοτεινό φόντο. Ο Καραβάτζιο ρίχνει πάνω σε σημεία των μορφών ένα φως πλάγιο, σχεδόν νυχτερινό που καταργεί το φως της μέρας αναδεικνύοντας την φορτισμένη ενέργεια στο εσωτερικό.
Πρόκειται για την τεχνική του κιαροσκούρο(των έντονων αντιθέσεων που προκαλεί το φως) και του τενεμπρισμού(ύφος που χαρακτηρίζεται από μεγάλες βαθύχρωμες ή σκοτεινές επιφάνειες που συνδυάζονται με μικρότερες περιοχές κατάλληλα φωτισμένες με τη χρήση χρώματος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δραματικών φωτοσκιάσεων) που πρώτος ο Καραβάτζιο χρησιμοποίησε με τέτοια ένταση και μαεστρία. Αυτή η επαναστατική τεχνική του, με τον επιλεκτικό φωτισμό των μορφών που προβάλουν μέσα από βαθιά σκιά, αποτέλεσε κύριο χαρακτηριστικό της ζωγραφικής του Μπαρόκ. Εισήγαγε, επίσης, το ιδίωμα της θεατρικότητας που επίσης ακολουθήθηκε πιστά από τους μετέπειτα ζωγράφους.
Ο Καραβάτζιο θεωρήθηκε νατουραλιστής, όμως ο νατουραλισμός του ήταν ασυνήθιστος. Κατήργησε εντελώς τις ρητορικές αντιθέσεις και τις υφολογικές εκλεπτύνσεις των μανιεριστών του 16ου αιώνα. Με τον Καραβάτζιο «καταργείται» ουσιαστικά ο ιδεαλισμός της Αναγέννησης. Ο μεγάλος Ιταλός ζωγράφος απομακρύνεται σχεδόν ολοκληρωτικά από την εξιδανικευμένη απόδοση των θρησκευτικών θεμάτων, μεταφέροντάς τα στο επίπεδο της λαϊκής εκδοχής της καθημερινότητας. Μάλιστα, τα μοντέλα του τα αναζήτησε στους δρόμους και τα ζωγράφισε ρεαλιστικά σαν τα βιβλικά επεισόδια να συνέβαιναν μπροστά του.
Για παράδειγμα, στο έργο του «Η Μεταστροφή του Αγίου Παύλου» (1601), ο Άγιος Παύλος είναι ένας άξεστος νεαρός στρατιώτης, ενώ ένας ρυτιδωμένος και φαλακρός χωρικός βαστάει το άλογό του. Ο πίνακας, με τις ρεαλιστικές μορφές σε φυσικό μέγεθος, αποτελεί μια ανοιχτή πρόσκληση για συμμετοχή στο «μυστήριο της μεταστροφής». Είναι χαρακτηριστικό ότι το δραματικό στοιχείο γίνεται καλύτερα αντιληπτό αν ο θεατής παρατηρήσει τον πίνακα γονατιστός από την είσοδο του παρεκκλησίου (στη Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο της Ρώμης).
Ωστόσο, η ιδιαίτερη αυτή απόδοση των θρησκευτικών θεμάτων από τον Καραβάτζιο, θεωρήθηκε αρκετές φορές στην εποχή του ιερόσυλη από τις θρησκευτικές αρχές. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αναγκάστηκε να ζωγραφίσει δεύτερες εκδοχές των πινάκων του όπως των μορφών του Αγίου Ματθαίου (παρεκκλήσι Κονταρέλι), της Παρθένου Μαρίας κ.α.
Ο Αντόνιο Βιβάλντι γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου, 1678. Ήταν βιρτουόζος βιολιστής, συνθέτης και ιερέας. Η μουσική του εισήγαγε πρωτοπορίες στον τρόπο σύνθεσης της εποχής του και επηρέασε πολλούς σημαντικούς σύγχρονούς του, όπως ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Ας δούμε μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή του.
Η βιαστική βάφτιση
Φημολογείται ότι ο συνθέτης βαπτίστηκε ανεπίσημα την ημέρα της γέννησής του. Ο λόγος ήταν ένας ελαφρύς τραυματισμός του, μετά από σεισμό που σημειώθηκε εκείνη την ημέρα, που οδήγησε τους οικείους του να ανησυχήσουν για τη ζωή του.
Το χρόνιο άσθμα
Ήδη από τη γέννησή του εμφάνιζε συμπτώματα “σφιξίματος στο στήθος”, γεγονός που παραπέμπει στο συναίσθημα ότι έπασχε από μία μορφή άσθματος. Το άσθμα ήταν και ο λόγος απαλλαγής του από την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, σε μικρό χρονικό διάστημα αφότου χειροτονήθηκε, χωρίς αυτό να σημαίνει τη συνολική απαλλαγή από τα ιερατικά του καθήκοντα.
Ο κόκκινος παπάς
Το 1703, όταν ήταν 25 ετών ο Αντόνιο Βιβάλντι χειροτονήθηκε ιερέας, έχοντας ξεκινήσει τη μελέτη του για τη χειροτονία σε ηλικία 15 ετών. Τα κόκκινα μαλλιά του έγιναν η αιτία να του δοθεί το υποκοριστικό “Il Prete Rosso”, δηλαδή “Ο κόκκινος παπάς”.
Βιρτουόζος βιολιστής
Ο Βιβάλντι ήταν εξαιρετικός βιολιστής. Φαίνεται ότι δάσκαλός του υπήρξε ο πατέρας του, Giovanni Battista Vivaldi. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε το 1696, δίπλα στον πατέρα του, ο οποίος ήταν βιολιστής στον καθεδρικό της Βενετίας και κατόπιν περιόδευσε μαζί του στη Βενετία. Το ταλέντο και οι γνώσεις του είχαν ως αποτέλεσμα να προσληφθεί ως καθηγητής βιολιού στο Ospedalle della Pieta, ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα στο οποία βασιζόταν η μία από τις τέσσερις σημαντικότερες μουσικές σχολές της Βενετίας, σε ηλικία 24 ετών.
Στο Ospedalle della Pieta
Ο Βιβάλντι εργάστηκε στο ορφανοτροφείο αυτό για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του. Πέρασε από διάφορες θέσεις, όπως καθηγητής βιολιού και βιόλας, δάσκαλος χορωδίας και διευθυντής του μουσικού τμήματος του ορφανοτροφείου. Συνέθεσε ένα μεγάλο μέρος των έργων στο πλαίσιο του Ospedalle, μάλιστα για μια περίοδο συνέθετε ένα ορατόριο ανά γιορτή , ενώ από το 1718 το ορφανοτροφείο του έδινε αμοιβή ώστε να γράφει δύο κοντσέρτα το μήνα για την ορχήστρα του, τα οποία θα πρόβαρε όσο βρισκόταν στη Βενετία (ο Βιβάλντι τότε ζούσε στη Μάντουα). Με τη δική του συμβολή, τα μουσικά σχήματα του Ospedalle άρχιζαν να αποκτούν όλο και μεγαλύτερη φήμη και ο Βιβάλντι συνέθεσε πολλά κομμάτια θρησκευτικής μουσικής για φωνητικά σύνολα .
Η πλούσια μουσική του παραγωγή
Ο Βιβάλντι έγραψε περίπου 500 κοντσέρτα, εκ των οποίων πάνω από 230 κοντσέρτα είναι για βιολί, ενώ άλλα είναι σόλο κοντσέρτα για όργανα όπως το φαγκότο, το τσέλο, το όμποε κ.α.. Ακόμη, ασχολήθηκε με συνθέσεις στη μουσική δωματίου και τη φωνητική μουσική. Επίσης, συνέθεσε πάνω από 50 όπερες, εκ των οποίων διασώζονται ολόκληρες σήμερα οι 16.
Οι 4 εποχές
Κατά τη δεκαετία του 1720, ο Βιβάλντι δούλεψε ως Μαέστρος στην αυλή του πρίγκηπα Φιλίπππου, κυβερνήτη της Μάντουα. Η εξοχή της Μάντουα πιθανώς τον ενέπνευσε ώστε να συνθέσει και να εκδόσει, το 1725, τις τέσσερις εποχές, το πιο εμβληματικό έργο του. Οι 4 εποχές που αποτυπώνουν εικόνες και ήχους της φύσης και της καθημερινής ζωής ανάλογα με την περίοδο του έτους, είναι ενδεχομένως το πρώτο απόλυτα περιγραφικό και προγραμματικό έργο στην ιστορία της δυτικής μουσικής. Συνοδεύονται από τέσσερα σονέτα, που εισάγουν στο κλίμα κάθε εποχής, συντεθειμένα από τον ίδιο τον Βιβάλντι (εξ ου και ο προγραμματικός χαρακτήρας του έργου) .
1720 vs 1730
Κατά τη δεκαετία του 1720, η καριέρα του Βιβάλντι έφτασε στο απόγειό της. Έγραψε πέντε συλλογές κοντσέρτων, και ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη για να παραδώσει όπερες και άλλες συνθέσεις συνθέσεις κατά παραγγελία. Επίσης δούλεψε ως μουσικός διευθυντής στη Βενετία και σε άλλες Ιταλικές πόλεις. Σε πλήρη αντίθεση με την επιτυχημένη αυτή δεκαετία θα έλθει η επόμενη, η δεκαετία του 1730. Η μουσική του Βιβάλντι άρχισε να θεωρείται παρωχημένη, ενώ οι παραγωγές του άρχισαν να αποτυγχάνουν. Ο συνθέτης σταμάτησε να εκδίδει τα έργα του και παρέδιδε χειρόγραφα αντίγραφα, καθώς ήταν οικονομικά συμφορότερο.
Τα ερωτηματικά γύρω από το θάνατό του
Ο Βιβάλντι πέθανε σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας στη Βιέννη τον Ιούλιο του 1741, παρά την ευρεία αναγνώριση της μουσικής του καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο θάνατός του σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, δεδομένης της φήμης του, είναι γεγονός άξιο απορίας και διερευνάται από τους ιστορικούς. Ένα πιθανό σενάριο είναι ότι είχε μετοικήσει εκεί, καθώς στόχευε σε μία μόνιμη θέση μουσικού, ωστόσο σύντομα μετά από την εγκατάστασή του ο αυτοκράτορας πέθανε. Επίσης αναφέρεται ότι η οικονομική του κατάσταση ήρθε ως αποτέλεσμα οικονομικής απερισκεψίας.
Η μουσική του Αντόνιο Βιβάλντι για πολλά χρόνια ύστερα από το θάνατό του παρέμεινε στο περιθώριο, καθώς η μελέτη εστιαζόταν στους Μπαχ και Χαίντελ. Επανήλθε όμως κατά τον 20ο αιώνα και έκτοτε κατέχει σημαντική θέση στο σόλο και ομαδικό ρεπερτόριο των μουσικών. Η λάμψη της, το μοναδικό ηχόχρωμα, λεπτό, άλλοτε ευαίσθητο και ελαφρώς μελαγχολικό, άλλοτε αισιόδοξο και γεμάτο δυναμισμό συγκινεί και θα εξακολουθεί να επηρεάζει γενιές μουσικών και ακροατών.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!