Με αφορμή τον πρόωρο θάνατο του συγγραφέα σε ηλικία μόλις 64 ετών θυμόμαστε το αρτιότερο, ίσως, έργο του: την τριλογία του, αποτελούμενη από την Αναζήτηση (1998), την Ανατροπή (2000) και την Αναλαμπή (2003), που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος και πλέον κυκλοφορούν σε ένα ενιαίο τόμο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Βιβλία πολυδιαβασμένα, που αγαπήθηκαν από το κοινό, με μια μοναδική ικανότητα να στήνουν ενώπιον του αναγνώστη τα σκηνικά μιας αλλοτινής Ελλάδας, που παρά τις κακουχίες που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποί της εκπέμπουν μια ζεστασιά, μια ελπίδα και κυοφορούν έντονα συναισθήματα. Μας επανασυστήνονται, δοκιμάζοντας την αντοχή τους στο πέρας του χρόνου και τις αλλαγές της εποχής.
“Το Εργοστάσιο” του Κώστα Πούλιου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής είναι ένα μυθιστόρημα της εποχής μας και απλώνεται σε τρεις γενιές και πέντε δεκαετίες. Μια αφήγηση στο πλαίσιο του σεναρίου μιας κινηματογραφικής ταινίας ξεδιπλώνει τις ζωές ανθρώπων που τέμνονται αλλεπάλληλα. Δεν αρκείται όμως σε μια απλή παράθεση γεγονότων και του τρόπου που επηρέασαν τα θιγόμενα πρόσωπα, αλλά επιχειρεί να περάσει μηνύματα για το περιβάλλον, την οικονομική κρίση, τα στερεότυπα, την ελληνική κοινωνία.
Είχα την τύχη να γνωρίσω την Ώστεν μέσα από τα βιβλία της και τη μεταφορά τους στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη από νεαρή ηλικία. Διαβάζοντάς τα, όμως, διαρκώς από τότε δεν έχω πάψει να θαυμάζω την ιδιαίτερη, γεμάτη ειλικρίνεια και σαρκασμό γραφή της, τους γεμάτους ατέλειες τέλειους χαρακτήρες και τις ρεαλιστικές ιστορίες που καταλήγουν σε έναν μη ρεαλιστικό γάμο. Η ζωή της, λιγότερο ενδιαφέρουσα από αυτές των ηρωίδων της, δεν χαραμίστηκε σε έναν γάμο χωρίς έρωτα αλλά αφιερώθηκε στη συγγραφή και στην παραγωγή των έργων αυτών που χιλιάδες άνθρωποι αγάπησαν και διαβάζουν μέχρι σήμερα. Η Ελίζαμπεθ Μπένετ, ο κύριος Ντάρσυ, η Αν Έλιοτ, οι αδελφές Ντάσγουντ, η Έμμα και ο κύριος Μπίνγκλεϊ είναι χαρακτήρες που επιβίωσαν με το πέρασμα των χρόνων, αγαπήθηκαν και συντρόφευσαν αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Όπως είπε εύστοχα και ο Σερ Ουώλτερ Σκοτ:
«Το ξαναδιάβασα για Τρίτη φορά το Περηφάνια & Προκατάληψη, αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα της δεσποινίδας Τζέην Ώστεν. Αυτή η νέα γυναίκα έχει ένα μοναδικό ταλέντο να περιγράφει τις σχέσεις, τα συναισθήματα και τους χαρακτήρες της καθημερινότητας. Το επιτηδευμένο και στομφώδες ύφος μπορώ κι εγώ άνετα να το χειριστώ. Όμως δεν είχα την τύχη να έχω το σπάνιο χάρισμα που κάνει τα ασήμαντα και καθημερινά πρόσωπα και πράγματα ενδιαφέροντα χάρη στην ειλικρίνεια της περιγραφής και στα συναισθήματα. Τι κρίμα που ένα τόσο προικισμένο πλάσμα χάθηκε τόσο νωρίς!»
Για να ρίξουμε μα ματιά στη ζωή της:
Για την Τζέην Ώστεν έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά. Παρόλα αυτά, οι πληροφορίες που ευσταθούν ή που μπορούν να επιβεβαιωθούν ιστορικά είναι πραγματικά λίγες.
Γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1775, σ’ένα μικρό χωριουδάκι της κομητείας του Χάμσαιρ, το Στίβεντον, με μόλις 250 κατοίους και ήταν το έβδομο παιδί του Αγγλικανού ιερωμένου Τζορτζ Ώστεν και της Κασσάνδρας Λη. Η οικογένειά της αν και ευκατάστατη δεν θεωρούταν πλούσια. Μεγάλωσε, ωστόσο, σε ένα ευτυχισμένο σπιτικό που τελικά ποτέ δεν εγκατέλειψε. Πέρασε τα πρώτα της χρόνια στο πρεσβυτέριο του Στίβεντον, και το 1783 ο πατέρας Ώστεν την στέλνει μαζί με την αδελφή της, την Κασσάνδρα στην Οξφόρδη για να μαθητεύσουν πλάι στην θεία τους, την Αν Κόλλυ. Το φθινόπωρο, όμως, τα δύο κορίτσια αρρωσταίνουν βαριά από τύφο με αποτέλεσμα να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Το 1875 στέλνονται στο οικοτροφείο θηλέων Abbey School. Εκεί θα μάθουν Γλώσσα, Γαλλικά, χορό, πλέξιμο και θέατρο. Θα σπουδάσουν μόνο για ένα χρόνο εκεί, καθώς το σχολείο ήταν πολύ ακριβό και ο πατέρας της Τζέην δυσκολευόταν να ανταπεξέλθει οικονομικά. Τα κορίτσια επιστρέφουν σπίτι για να συνεχίσουν το διάβασμα με την βοήθεια του πατέρα και των αδερφών τους.
Η Τζέην όπως και κάθε κορίτσι στην εποχή της βοηθάει στο νοικοκυριό, παίζει πιάνο για ένα διάστημα κάθε μέρα πριν το πρόγευμα και καταβροχθίζει με πάθος την βιβλιοθήκη του πατέρα της. Τρελαίνεται για τα μυθιστορήματα κάτι που θα γράψει και αργότερα στα βιβλία της. «Το να διαβάζει κανείς μυθιστορήματα είναι δείγμα ευφυούς μυαλού», γράφει η Τζέην Ώστεν μέσα από την φωνή της Κάθριν στο «Το Αββαείο του Νόρθαγκερ».
Τα μυθιστορήματα γίνονται όλη της η ζωή και με την προτροπή του πατέρα της αρχίζει και γράφει τα πρώτα της. Μόλις στα 11 της χρόνια, γράφει στίχους και ιστορίες τα οποία τα διαβάζει στις οικογενειακές συναθροίσεις. «Juvenilia» ονόμασε τις ιστορίες και τα ποιήματα που έγραψε τότε. «Τα μεγαλύτερα χαρίσματά της υπήρχαν εκεί σε εμβρυϊκή κατάσταση», γράφει η Πόλα Μπερν, επισημαίνοντας τη σατιρική διάθεση και την έλλειψη αναστολών της Ώστεν. Η νεαρή συγγραφέας διακωμωδούσε διάσημα πρόσωπα και έγραφε παρωδίες ρομαντικών μυθιστορημάτων. Μέσα σε αυτή τη συλλογή βρίσκεται το σατιρικό διήγημα «Αγάπη και Φιλία» όπου ειρωνεύεται τα δημοφιλή διηγήματα της εποχής περί ευαισθησίας, και «Η ιστορία της Αγγλίας», ένα χειρόγραφο 34 σελίδων που παρωδεί την ιστορική γραφή της εποχής και ειδικά την «Ιστορία της Αγγλίας του Oliver Goldsmith».
Οι μελετητές θεωρούν ότι ήταν γύρω στο 1789 που αποφάσισε πλέον να ασχοληθεί με τη συγγραφή επαγγελματικά – απόφαση σοκαριστική για την κοινωνία της εποχής και ιδιαίτερα δύσκολη στην εφαρμογή, λόγω των προκαταλήψεων απέναντι στο γυναικείο φύλο. Στο διάστημα 1793 – 1795 έγραψε το διήγημα «Lady Susan», ενώ πριν από το 1796, σύμφωνα με την αδερφή της, είχε ήδη ολοκληρώσει την πρώτη της απόπειρα συγγραφής μυθιστορήματος, με το «Elinor and Marianne», από το οποίο όμως δεν έχει διασωθεί κανένα χειρόγραφο. Πάντως, από αυτό το έργο φέρεται να προέκυψε αργότερα, μετά από σοβαρές αλλαγές, το «Λογική και Ευαισθησία».
Σε ηλικία 20 χρονών γράφει το Περηφάνια και Προκατάληψη αν και αρχικά το είχε ονομάσει «Πρώτες Εντυπώσεις». Γράφει συνολικά 6 μυθιστορήματα 4 από τα οποία εκδίδει με ψευδώνυμο. Το 1811 εκδόθηκε ως το μυθιστόρημα «μιας κυρίας» το Λογική & Ευαισθησία προκαλώντας ευμενέστατη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους. Το μυθιστόρημα έγινε αυτό που λένε οι Άγγλοι the talk of town ενώ η λογοτεχνική του αρτιότητα έκανε πολλούς κοντόφθαλμους να πιστέψουν πως δεν ήταν το έργο μιας γυναίκας. Το 1813 επανεκδόθηκε μαζί με το Περηφάνια & Προκατάληψη, που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία, ενώ το 1814 εκδόθηκε το Μάνσφηλ Παρκ. Τον επόμενο χρόνο εξέδωσε το Έμμα, ενώ το 1816 κυκλοφόρησε η δεύτερη έκδοση του Μάνσφηλ Παρκ. Αρκετά από αυτά μεταφράστηκαν και στα γαλλικά, όλα τους φυσικά ανώνυμα μιας και ήταν κατακριτέο να κερδίζει μια αστή χρήματα από την ενασχόληση της με τη συγγραφή.
Η Τζέην διασκέδαζε με την ανωνυμία της και απολάμβανε να διαβάζει αποσπάσματα των δημοσιευμένων έργων της σε κοινωνικές συναθροίσεις χωρίς οι παρευρισκόμενοι να ξέρουν πως είναι η ίδια η συγγραφέας. Τα μοναδικά έργα που φέρουν το όνομα της ήταν το Αββαείο του Νορθάνγκερ και το Πειθώ, που κυκλοφόρησαν το 1817 μετά το θάνατό της σ’ ένα τόμο επιμελημένα από τον αδελφό της Χένρυ.
«Ζωή γεμάτη χρησιμότητα για τους άλλους, θρησκευτικότητα και αφοσίωση στη λογοτεχνία, η ζωή της δεν ήταν κατά κανένα τρόπο περιπετειώδης», έγραψε ο Χένρι Ώστεν για την αδερφή του Τζέην.
Μέχρι πριν χρόνια, περιγραφόταν σαν μια γυναίκα που δεν είχε καθόλου ζωή, κλεισμένη στο σπίτι της με μόνη διέξοδο και διαφυγή το γράψιμο, ακριβώς όπως η Έμιλι Ντίκινσον. Οι σύγχρονοι μελετητές διαφωνούν. Η Ώστεν μπορεί να προτιμούσε την ήσυχη ζωή της εξοχής και την πένα της, αλλά λάτρευε του χορούς, να γνωρίζει κόσμο και να αλληλογραφεί. Είχε σπουδάσει και ταξιδέψει επίσης, ενώ είχε και αρκετούς υποψήφιους μνηστήρες. Με κανέναν από αυτούς δεν προχώρησε σε γάμο ή κάποια σχέση διαρκείας, ωστόσο πολλοί ανακαλούνται με ευθυμία στις επιστολές της.
Η Ώστεν έμεινε από επιλογή χωρίς γάμο σε μια εποχή που μια ανύπαντρη γυναίκα θεωρούνται γεροντοκόρη, δυστυχισμένη, προβληματική και δαχτυλοδυκτούμενη. Μέχρι και σήμερα τα περισσότερα άρθρα που διαβάζει κανείς χαρακτηρίζουν την Ώστεν γεροντοκόρη αποδεικνύοντας περίτρανα πως οι αντιλήψεις της πατριαρχικής κοινωνίας καλά κρατούν. Η ίδια είχε προχωρημένες αντιλήψεις για την εποχή της για την θέση της γυναίκας, κάτι που φαίνεται και στα έργα της. Κριτικάρει και στηλιτεύει μοναδικά την κοινωνία της εποχής της, όπου η γυναίκα εξαρτιόταν από έναν καλό γάμο, προκειμένου να αποκτήσει -ή να διατηρήσει- μια καλή θέση στην κοινωνία και μία αξιοπρεπή ζωή, όπου ο σκοπός της γυναίκας είναι να παντρευτεί άνευ έρωτα μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει ένα συγκεκριμένο ρόλο της εποχής. Παρόλα αυτά, η Ώστεν δεν αντιτίθεται στις κοινωνικές επιταγές και δεν μπορούμε να πούμε ότι είχε φεμινιστική ή ριζοσπαστική ματιά στην τελική καθώς οι ήρωές της ακολουθούν με πιστή προσήλωση τις ηθικές και κοινωνικές επιταγές εκείνης της εποχής, ενώ οι ηρωίδες της αν και δυναμικές και ανεξάρτητες καταλήγουν πάντα να παντρεύονται με ένα καλό σύζυγο. Ωστόσο, στη δική της ζωή η Ώστεν δεν παντρεύτηκε για χάρη της κοινωνίας. Ο ρόλος ως μητέρα και σύζυγο δεν φαίνεται να της άρεσε και τόσο πολύ, ενώ δεν θέλησε να παντρευτεί χωρίς να υπάρχει έρωτας στον γάμο.
Το Δεκέμβριο του 1802 της γίνεται πρόταση γάμου από τον Χάρις Μπιγκ Γουίδερ. Η Τζέην αποδέχεται την πρόταση – ο γάμος θα προσέφερε σημαντικές διευκολύνσεις στην οικογένειά της, εξασφάλιση για τους γονείς αλλά και για την αδερφή της. Το επόμενο πρωί όμως, η Ώστεν συνειδητοποιεί ότι η πραγματοποίηση ενός τέτοιου γάμου θα ήταν λάθος και αποσύρει το λόγο της. Δεν υπάρχει καταγραφή σε αλληλογραφία ή ημερολόγια για το πως ένιωθε για αυτή την πρόταση γάμου, σε μια επιστολή της όμως προς την ανιψιά της, η οποία ζητούσε συμβουλή για μια σοβαρή σχέση, η Ώστεν γράφει: «Θα σε παρότρυνα να μην δεσμεύσεις τον εαυτό σου περαιτέρω και να μην σκέφτεσαι καν να τον δεχθείς, εκτός και αν πραγματικά τον θέλεις. Οτιδήποτε είναι προτιμότερο ή ανεκτό από το να παντρευτείς χωρίς αγάπη». Ίσως σε αυτό το σημείο να μιλά και για τον έρωτα που φέρεται να είχε νιώσει για τον Τόμας Λεφρόι
Σε ηλικία 20 ετών, και κατά τη διάρκεια κάποιας τέτοιας κοινωνικής εκδήλωσης, η Ώστεν γνώρισε τον Τομ Λεφρόι όταν εκείνος επισκέφτηκε το Στίβεντον από το Δεκέμβριο του 1795 έως τον Ιανουάριο του 1796. O Λεφρόι είχε μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και μετακόμιζε στο Λονδίνο για να ακολουθήσει το επάγγελμα του δικαστικού.
Από επιστολές της Τζέην στην αδερφή της, Κασσάνδρα, φαίνεται ότι οι δύο νέοι περνούσαν αρκετό χρόνο μαζί. Μάλιστα, σε μία από τις λιγοστές επιστολές που έχουν σωθεί, η Ώστεν γράφει για τον Λεφρόι ότι είναι πολύ ευγενής, όμορφος και ευχάριστος νεαρός άνδρας, ενώ τον αποκαλεί φίλο της. Σε άλλη επιστολή, πέντε ημέρες αργότερα, γράφει ότι περίμενε κάποια πρόταση από εκείνον, την οποία -χαριτολογώντας γράφει- ότι θα αρνούνταν, αν εκείνος δεν εγκατέλειπε το λευκό παλτό του. Σύντομα το ειδύλλιο έλαβε άδοξο τέλος, με την οικογένεια του Λεφρόι να επεμβαίνει και να τον απομακρύνει από το Στίβεντον αφού ένας γάμος μεταξύ των δύο δε θα μπορούσε να γίνει ποτέ πραγματικότητα. Κανένας από τους δύο δεν είχε χρήματα και εκείνος βασιζόταν σε ένα θείο του στην Ιρλανδία για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές και να τον βοηθήσει να στήσει την καριέρα του.
Αν και οι δυο τους δεν ειδώθηκαν ποτέ ξανά, η ανάμνηση του Λεφρόι συντρόφευε την Ώστεν για καιρό, και κανείς από τους υποψήφιους μνηστήρες που ακολούθησαν, δεν έβγαινε κερδισμένος από τη σύγκριση μαζί του.
Μόλις 41 χρονών και ταλαιπωρημένη η Τζέην Ώστεν πεθαίνει από μία σπάνια τότε ασθένεια που οι γιατροί δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν, τον Ιούλιο του 1817. Πριν από 202 ακριβώς χρόνια. το 2017 το βρετανικό κράτος την τίμησε τοποθετώντας το πορταίτρο της στην πίσω πλευρά του νέου, πλαστικοποιημένου δεκάλιρου. Ένα χαρτονόμισμα που λέγεται ότι είχε τεράστια συμβολική σημασία για την ίδια αφού αυτό ήταν το ποσό που πήρε για το πρώτο μυθιστόρημα της «Λογική και Ευαισθησία». Άφησε πίσω της ένα έργο που θα αντέξει για πάνω από 200 χρόνια, κυρίως αφήνοντας πίσω μυθοπλαστικούς χαρακτήρες όπως ο κ. Ντάρσυ, η Ελίζαμπεθ Μπένετ, η Έμμα που ακόμα και σήμερα αναπαράγονται και συντροφεύουν τους αναγνώστες.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!