Pachinko: Γιατί η Ν. Κορέα έχει πολλά να μας πει και στην μικρή οθόνη

Αντί Προλόγου

Όταν η Apple TV+ ανακοίνωσε την μεταφορά του παγκόσμιου μπεστ σελερ “Πατσίνκο” της αμερικανο-κορεάτισσας συγγραφέως Μιν Τζιν Λι στην μικρή οθόνη τολμούμε να ομολογήσουμε πως ανησυχήσαμε. Πολλές φορές ιστορίες τόσο μεστές, γεμάτες νοήματα και με βάθος χαρακτήρων δύσκολα αποτυπώνονται τηλεοπτικά. Το αποτέλεσμα του πρώτου, τουλάχιστον, μέρους μας διέψευσε οικτρά. Ετοιμάσαμε, λοιπόν, μια σύντομη, αλλά περιεκτική, θαρρούμε, παρουσίαση μιας σειράς που προτείνουμε ανεπιφύλακτα σε όσους εκτιμούν την καλή σκηνοθεσία, τη αισθητική, την ιστορία και το ανατρεπτικό σενάριο!

Continue reading “Pachinko: Γιατί η Ν. Κορέα έχει πολλά να μας πει και στην μικρή οθόνη”

Το Λεμονόδασος: το μυστικιστικό πρωτόλειο του Κοσμά Πολίτη

Αντί Προλόγου

Σε λίγες μέρες είναι η επέτειος από τον θανάτου του κατά κόσμον Πάρη Ταβελούδη, που αν σαν όνομα σας ακούγεται άγνωστο δεν θα μας κάνει εντύπωση. Έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα με το ψευδώνυμο Κοσμάς Πολίτης. Το όνομα αυτό έμελλε να τον ακολουθήσει μέχρι το τέλος της ζωής του και να τον καταστήσει έναν από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες του αθηναϊκού καλλιτεχνικού στερεώματος της γενιάς του ’30. Αν και το αδιαμφισβήτητα πιο γνωστό του έργο είναι το μυθιστόρημα “Eroica” εμείς σήμερα θα περιηγηθούμε στο πρωτόλειό του. Ας περιδιαβούμε, λοιπόν, το Λεμονόδασος, το πρώτο βιβλίο του Κοσμά Πολίτη.

Continue reading “Το Λεμονόδασος: το μυστικιστικό πρωτόλειο του Κοσμά Πολίτη”

Πατσίνκο: μια κορεάτικη Οδύσσεια

Αντί προλόγου

Ένα βιβλίο που αργήσαμε να σας παρουσιάσουμε αν και διαβάσαμε πολύ γρήγορα είναι το ‘Πατσίνκο’ της αμερικανο-κορεάτισσας συγγραφέως Μιν Τζιν Λι. Ένα έπος που ξεκινά ουσιαστικά από τον μεσοπόλεμο για να ολοκληρωθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80 έκανε τεράστια εμπορική επιτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν μας προκαλεί διόλου εντύπωση που φέτος θα μεταφερθεί στην μικρή οθόνη με έναν τρόπο που οι Κορεάτες ξέρουν καλά, σε kdrama. Στα Ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη.

Continue reading “Πατσίνκο: μια κορεάτικη Οδύσσεια”

Οι κληρονόμοι της γης: μια ιστορία με φόντο τη μεσαιωνική Βαρκελώνη

Αντί προλόγου

Μετά το αριστούργημά του, Η Παναγιά της Θάλασσας (La catedral del mar), με το οποίο κυρίως συστήθηκε ο βαρκελωνέζος συγγραφέας Ιλδεφόνσο Φαλκόνες στο ελληνικό κοινό, ο τελευταίος επιστρέφει με ακόμα μια ιστορία που εκτυλίσσεται στη γενέτειρά του. Με φόντο τον Καθεδρικό της Σάντα Μαρία ντελ Μαρ, σημείο αναφοράς στη μεσαιωνική Βαρκελώνη του 1387, με το νέο του μυθιστόρημα, Οι κληρονόμοι της γης που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση της Αγαθής Δημητρούκα από τις εκδόσεις Πατάκη, ο Φαλκόνες θα μας αφηγηθεί την ιστορία του Ουγό και των ανθρώπων που τον περιβάλλουν. Το μίσος, η εκδίκηση, η θρησκοληψία, ο φόβος, η φτώχεια, η μισαλλοδοξία εναλλάσσονται με την πίστη, την ελπίδα σε ένα λίγο πολύ άγνωστο στον μέσο αναγνώστη σκηνικό στην καρδιά της φεουδαρχικής Ευρώπης μια εποχή μακρινή, σκοταδιστική και μυστήρια.

Continue reading “Οι κληρονόμοι της γης: μια ιστορία με φόντο τη μεσαιωνική Βαρκελώνη”

«Το Λάθος» του Αντώνη Σαμαράκη: Το αλληγορικό μυθιστόρημα για τον ολοκληρωτισμό

«Το μυστικό, το κλειδί της επιτυχίας και της εσωτερικής γαλήνης, και για το Καθεστώς και για το άτομο, είναι η απλούστευση. Όσο λιγότερο λειτουργεί η σκέψη σας, τόσο και πιο πολύ είσαστε ευτυχείς και αποδοτικοί για το Καθεστώς. Ο υπ’ αριθμόν 1 κίνδυνος είναι το να σκέφτεστε. Όχι πολλές διακρίσεις, όχι διάλογο με τον εαυτό σας. Η μία και μόνη διάκριση, επαναλαμβάνω και υπογραμμίζω, που επιτρέπεται είναι η εξής: με το Καθεστώς – όχι με το Καθεστώς».

Τα παραπάνω λόγια, αν και γράφτηκαν πριν από περισσότερα από 50 χρόνια, ανταποκρίνονται όσο ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι λόγια που τα διαβάσαμε στο “Λάθος” του Αντώνη Σαμαράκη, ένα βιβλίο, κάτι περισσότερο από ένα αστυνομικό-ψυχολογικό μυθιστόρημα.

Continue reading “«Το Λάθος» του Αντώνη Σαμαράκη: Το αλληγορικό μυθιστόρημα για τον ολοκληρωτισμό”

To Εργοστάσιο: ένα σύγχρονο μυθιστόρημα του Κώστα Πούλιου

Αντί προλόγου

“Το Εργοστάσιο” του Κώστα Πούλιου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής είναι ένα μυθιστόρημα της εποχής μας και απλώνεται σε τρεις γενιές και πέντε δεκαετίες. Μια αφήγηση στο πλαίσιο του σεναρίου μιας κινηματογραφικής ταινίας ξεδιπλώνει τις ζωές ανθρώπων που τέμνονται αλλεπάλληλα. Δεν αρκείται όμως σε μια απλή παράθεση γεγονότων και του τρόπου που επηρέασαν τα θιγόμενα πρόσωπα, αλλά επιχειρεί να περάσει μηνύματα για το περιβάλλον, την οικονομική κρίση, τα στερεότυπα, την ελληνική κοινωνία.

Continue reading “To Εργοστάσιο: ένα σύγχρονο μυθιστόρημα του Κώστα Πούλιου”

«Μια γυναίκα δεν είναι άνθρωπος»: η σύγχρονη καταγραφή των έμφυλων διακρίσεων

Οι εκδόσεις Ιβίσκος εγκαινίασαν πρόσφατα τη νέα τους σειρά με θέμα τα Διεθνή Best Sellers. Στο πρώτο της μυθιστόρημα «Μια γυναίκα δεν είναι άνθρωπος» που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ιβίσκος σε μετάφραση της Τέσυ Μπάιλα, η Ετάφ Ρουμ καταγράφει μέσα από την εξιστόρηση της ζωής τριών γενεών γυναικών που κατάγονται από την Παλαιστίνη αλλά ζουν στην Αμερική τις δυσκολίες και τα προβλήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωπες, την βία και τις διακρίσεις που υφίστανται και τον εσωτερικό αγώνα για να τα υπερβούν. Πρόκειται για μια ειλικρινή αφήγηση που πάλλεται ανάμεσα στην τιμή και την προδοσία, την βία και την αγάπη, την αντίσταση και την υποταγή, τα μυστικά και την αλήθεια. Ας δούμε, όμως, πιο αναλυτικά πως διαπλέκονται οι ζωές των χαρακτήρων και τα κρίσιμα εκείνα στοιχεία που καταφέρνει με την καθαρή γραφή και το γλαφυρό της ύφος να αναδείξει η συγγραφέας μέσα από τις πορείες τριών γυναικών που δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από την ίδια και από πολλές άλλες ακόμα ανά τον κόσμο σήμερα.

Βρισκόμαστε στην Παλαιστίνη του 1990, μια χώρα που έχει βασανιστεί τα προηγούμενα χρόνια από τις αλλεπάλληλες διαμάχες και τον πόλεμο. Η δεκαεπτάχρονη Ισρά, πρωτότοκη μιας Παλαιστινιακής οικογένειας, μεγαλώνει εγκλωβισμένη σε ένα σπίτι αυταρχικό και απρόσωπο, υπηρετώντας τον πατέρα και τα μικρότερα αδέλφια της, υπομένοντας τις καθημερινές εργασίες, την ενδοοικογενειακή βία και την παντελή έλλειψη στοργής και αγάπης. Νιώθει σαν ένα βάρος από το οποίο οι υπόλοιποι πασχίζουν να απαλλαγούν. Όχι μόνο ο βίαιος πατέρας της Γιάκομπ, αλλά και η εύθραυστη και σιωπηλή μητέρα της. Εκείνη προτιμά να χάνεται στον κόσμο των βιβλίων, ήσυχη και υποτακτική καθώς είναι ή μάλλον σωστότερα καθώς την μεγάλωσαν να είναι, προσπαθώντας να ικανοποιήσει τους πάντες, πλην του εαυτού της. Σαν καταφύγιο έχει το διάβασμα και τις προσευχές της. Η ζωή της, ωστόσο, σύντομα ανατρέπεται αφού οι γονείς της αρχίζουν να της αναζητούν μνηστήρες. Δεν αντιστέκεται, δεν θα μπορούσε άλλωστε, ακόμα και αν γνωρίζει ότι είναι πολύ μικρή για έναν γάμο που θα την εγκλωβίσει σε ένα άλλο σπίτι.

Η νέα της καταπίεση θα πάρει την μορφή του συζύγου της Αντάμ και της πεθεράς της Φαρίντα. Χωρίς να το αντιληφθεί, μια εβδομάδα μετά θα βρίσκεται παντρεμένη σε μια συνοικία Μπρούκλιν, εκεί όπου έχει μεταναστεύσει η επίσης παλαιστινιακής καταγωγής οικογένεια του άντρα της. Η ελπίδα ότι η ζωή της θα αλλάξει προς το καλύτερο, ότι θα κατορθώσει για βρει στο απλανές βλέμμα του άντρα της την αγάπη που αναζητούσε, ότι αν ικανοποιούσε την οικογένειά του, εκείνη θα την αποδέχονταν άρχισε να ωχριά την στιγμή που γεννά το πρώτο της παιδί, την Ντεγιά. Αντί για το πολυπόθητο αγόρι που ο πρωτότοκος γιος έπρεπε να εξασφαλίσει για να μοιραστεί μελλοντικά τα οικογενειακά βάρη και να συνεχίσει το όνομα, έρχεται στον κόαμο η Ντεγιά και ύστερα από αυτήν οι τρεις ακόμα αδελφές της. Αντιμέτωπη με την δυναμική και χειριστικά πεθερά της, έρμαια στα σχόλια της σκληροπυρηνικής κοινότητας, στην επιθετικότητα του συντρόφου της, ταπεινωμένη και μόνη, μακριά από την πατρίδα της, η Ισρά μετατρέπεται σε μια τραγική φιγούρα της γυναικείας μοίρας, σε μια πιστή ακόλουθου μιας ζωής στην οποία δεν είχε καμία επιλογή.

Στον αντίποδα, η Φαρίντα, η πεθερά της Ισρά φαίνεται μια δυναμική και σκληρή γυναίκα που διαφεντεύει ένα ολόκληρο σπιτικό, τους τρεις γιους της, τον Αντάμ, τον Ομάρ, τον Αλί, την κόρη της Σάρα, τις νύφες της, ακόμα και τον άνδρα της τον Χαλέντ. Αν και πολυμήχανη και πανούργα, η Φαρίντα μένει προσκολλημένη σε οπισθοδρομικές αραβικές παραδόσεις προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να κρατήσει ζωντανή της κουλτούρας της χώρας την οποία εγκατέλειψε. Δεν είναι αυτός ο αυτοσκοπός της. Κύριό της μέλημα θα έλεγε κανείς πως είναι η επίτευξη του κοινωνικώς αποδεκτού για την οικογένειά της. Θέλει να εξασφαλίσει τα παιδιά της οικονομικά, να τα παντρέψει, να εξασφαλίσει πως θα έχουν απογόνους. Είναι μεροληπτική απέναντί τους, ωθώντας στο περιθώριο την Σάρα και καταπιέζοντας τον Αντάμ που καλείται να σηκώνει όλα τα βάρη της οικογένειας την στιγμή που οι άλλοι δυο γιοι της αδιαφορούν. Την ίδια τακτική ακολουθεί και στην ανατροφή των εγγονών της παρά τα χρόνια που περνούν, την βία και τις κακουχίες που η ίδια είχε βιώσει πρώτα στα στρατόπεδα των προσφύγων μετά την Ισραηλινή εισβολή και αργότερα από τον αλκοολικό σύζυγό της.

Παράλληλα με τις δικές τους αφηγήσεις ξεδιπλώνεται η ζωή της μεγαλύτερής της κόρης, της Ντεγιά. Η γιαγιά της που μετά τον θάνατο των γονιών της σε τροχαίο δυστύχημα έχει αναλάβει εξ’ ολοκλήρου την ανατροφή τους κατά τα αυστηρώς αραβικά και ισλαμικά πρότυπα την πιέζει να παντρευτεί ενώ εκείνη ονειρεύεται να περάσει στο κολλέγιο. Εκείνη αδυνατεί να της εναντιωθεί και να επιβληθεί, οπότε υπομένει τον Γολγοθά των συναντήσεων με υποψήφιους μνηστήρες και του ναυαγίου των ονείρων της. Χάνεται, όπως και η μητέρα της στον κόσμο των βιβλίων. Δεν έχει από που να κρατηθεί γιατί ακόμα και οι αναμνήσεις από τους γονείς της είναι πολύ επώδυνες. Παρά το νεαρό της ηλικίας και την αδύνατή της μνήμη, η Ντεγιά είχε γίνει μάρτυρας των εντάσεων, της επιθετικότητας του πατέρα της, της κατάθλιψης που βίωνε η μητέρα της. Αυτές οι μνήμες την καθορίζουν και δεν μπορεί να απαλλαχθεί από αυτές. Την θλίβουν και τις δημιουργούν την εντύπωση πως η ευτυχία είναι κάτι ουτοπικό ή έστω κάτι για το οποίο αυτή δεν είναι πλασμένη. Το μοναδικό που της δίνει ευχαρίστηση, καθώς το σχολείο είναι η μόνη της διέξοδος είναι, πλην των βιβλίων είναι η παρέα με τις αδελφές της, τις οποίες αγαπά και προστατεύει από το παρελθόν, ενώ εκείνη πασχίζει να το ξεθάψει.

Πολύ σύντομα, το βιβλίο θα πάρει μια διαφορετική τροπή. Μια γυναίκα από το παρελθόν θα μπει στη ζωή της, θα δώσει στην Ντεγιά την επιλογή και θα οδηγήσει τα βήματα της σε ένα αναπάντεχο μονοπάτι καταιγιστικών ανακαλύψεων και ανατροπών που συνταράζουν την νεαρή ηρωίδα και εμάς τους αναγνώστες. Η Ντεγιά θα έρθει αντιμέτωπη με ένα παρελθόν σκοτεινό, με μια αλήθεια που τις απέκρυπταν και ταυτόχρονα θα επαναστατήσει για να σώσει εαυτό και τις αδελφές της από την προκαθορισμένη τους μοίρα, από το νασίμπ τους. Αν θα τα καταφέρει μένει να το ανακαλύψουμε μόνοι μας.

«Άκουσε με, θυγατέρα. Ανεξαρτήτως του πόσο μακριά από την Παλαιστίνη θα πας, η γυναίκα θα είναι πάντα γυναίκα

Η ασθματική ροή του βιβλίου είναι καθαρά κινηματογραφική με σκηνές να εναλλάσσονται, με χωροχρονικά ταξίδια ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, την Παλαιστίνη και το Μπρούκλιν, την Ντεγιά, την Ισρά και την Φαρίντα. Δεν λείπουν οι έντονες ανατροπές, το σασπένς και η αγωνία που αυξάνεται κορυφώνεται σταδιακά σε σημείο που ο αναγνώστης να δυσκολεύεται να το αφήσει από τα χέρια του. Η γραφή είναι λιτή, καθημερινή, βρίθει ζωντανών διαλόγων, παραστατικών και αληθοφανών περιγραφές συναισθημάτων, ενεργειών, ανθρώπων και καταστάσεων. Η δυναμικότητα αυτή είναι και εμφανής στη μετάφραση της Τέσυ Μπάιλα επιτρέπει την αποτύπωση στο χαρτί των έντονων ψυχολογικών διακυμάνσεων των ηρώων. Η ηθογραφία του αραβικού κόσμου της Παλαιστίνης και της προσφυγιάς, οι προλήψεις, οι θεοκρατικές αντιλήψεις που δεν είναι μόνο στοιχείο του Ισλάμ υπερβαίνει την οικογένεια που περιγράφει το βιβλίο και αγγίζει πολλές ακόμα οικογένειες που ζουν υπό αυτές τις συνθήκες όχι μόνο στην Αμερική αλλά και ανά τον κόσμο. Ο έξυπνος τρόπος γραφής και η γρήγορη εκτύλιξη της πλοκής κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε όλη τη διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας.

Στο ντεμπούτο της, που έγραψε μόλις στα 30 της χρόνια, η Αμερικανίδα – Παλαιστίνια Ετάφ Ρουμ αντλεί από τα προσωπικά της βιώματα, καθώς και η ίδια μεγάλωσε στην παλαιστινιακή κοινότητα του Μπρούκλιν, βρέθηκε παντρεμένη σε γάμο από προξενιό στα 19 της και με δύο παιδιά μέχρι την ηλικία των 23, κατόρθωσε όμως να αψηφήσει τις κοινωνικές επιταγές της οικογένειας και της κουλτούρας της, να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, και εν τέλει να αφήσει τον σύζυγό της, να πάρει διαζύγιο και να βρει την ελευθερία της. Με τον ελλοχεύοντα κίνδυνο η μαρτυρία της να εκληφθεί ως προδοσία προς την κοινότητά της και ως διαιώνιση των στερεοτύπων για τη μουσουλμανική θρησκεία και οικογένεια, η Rum σπάει τον κύκλο σιωπής και, με ατόφια και εκκωφαντικά ειλικρινή φωνή, μιλά για την καθημερινότητα στις αραβικές οικογένειες, για τον προκατασκευασμένο έμφυλο ρόλο των γυναικών, η ζωή των οποίων περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από το νοικοκυριό και την τυφλή υποταγή στις ανδρικές επιθυμίες, για τους κατά συρροήν βιασμούς που λαμβάνουν χώρα ενδοσυζυγικά, αλλά και για τη φρίκη της ενδοοικογενειακής βίας και της κουλτούρας ενοχοποίησης του θύματος και αποσιώπησής της, ιδίως εντός των κόλπων μιας συνεκτικής κοινότητας.

Η Ρούμ καταγράφει την εμπειρία της μετανάστευσης και της προσφυγιάς, από τον τρόμο της ισραηλινής κατοχής στην Παλαιστίνη, της καθημερινότητας των οδοφραγμάτων, του περιορισμού μετακινήσεων και του αδιάκοπου φόβου για τη ζωή, μέχρι την άφιξη στη «Χώρα της Ελευθερίας» και τη συνεχή προσπάθεια προσαρμογής στις συνήθειες, τα ήθη και τον πολιτισμό του δυτικού κόσμου. Οι μουσουλμάνες γυναίκες καλούνται διαρκώς να μην ξεχωρίζουν από τη δυτικοποιημένη μάζα, να μην γίνουν παρίες, αλλά ταυτόχρονα ούτε και «Αμερικανίδες», να μην ντροπιάσουν την κοινότητά τους, να μη θίξουν την τιμή και την υπόληψη της οικογένειάς τους. Οι σάρκινοι χαρακτήρες, άλλοτε έρημοι και φιμωμένοι πλέον αποκτούν φωνή στις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος.

Το μυθιστόρημα της Ετάφ Ρουμ δεν είναι απλά ένα βιβλίο που περιγράφει μια οικογενειακή σάγκα. Δεν είναι ένα στείρο φεμινιστικό ανάγνωσμα που στρέφεται κατά της ισλαμικής θρησκείας και των παλαιστινιακών εθίμων. Δεν εμφορείται με μίσος ή με οργή. Είναι μονάχα μια ιστορία γυναικών που πασχίζουν να χαράξουν το δικό τους μονοπάτι στη ζωή και να εκφράσουν τις ατομικές τους επιθυμίες μέσα στα πλαίσια της αραβικής τους κουλτούρας και στον απόηχο της σκανδαλώδους ενδοοικογενειακής βίας στην κοινότητά τους. Είναι ένας απολογισμός ζωής, ενόψει των έμφυλων διακρίσεων, μια κραυγή αγωνίας για την θέση της γυναίκας όχι μόνο στο Ισλάμ και στην Παλαιστίνη, όχι πριν 30 και 10 χρόνια, αλλά σήμερα και πάντα. Είναι μια διείσδυση στα ανείπωτα, στον γυναικείο ψυχισμό, μια διαμαρτυρία ενάντια σε ένα σύστημα αδιανόητο για το οποίο και ο δυτικός κόσμος εθελοτυφλεί. Δεν ενδίδει σε μελοδραματισμούς και σε άσκοπες κατηγορίες. Άντρες και γυναίκες είναι όλοι θύματα ενός μεγαλύτερου τέρατος το οποίο τροφοδοτούν οι οπισθοδρομικές αντιλήψεις, οι προκαταλήψεις, οι παρερμηνείες της θρησκείας. Όμως, μέσα σε αυτά τα μάτια που έχουν μάθει να κοιτούν στο πάτωμα θα βρεθούν οι φλόγες που θα ξεκινήσουν την επανάσταση.

«[…]να φιμώνουμε τη φωνή μας. Μας δίδαξαν ότι η σιωπή μας θα μας σώσει. Στην πατρίδα μου κρατάμε αυτές τις ιστορίες για τον εαυτό μας. Το να τις πούμε στον έξω κόσμο είναι κάτι το ανήκουστο, επικίνδυνο, η έσχατη ντροπή».

Διαβάζοντας το έργο θα έρθουμε σε επαφή με το έλεο και τον φόβο πριν από την τελική κάθαρση και θα πάρουμε μερικά στοιχεία, έστω και μονόπλευρα, από έναν πολιτισμό διακρίσεων που ανθεί ολόγυρά μας, όχι απαραίτητα μόνο στον ισλαμισμό αλλά ενδεχομένως, μέχρι πολύ πρόσφατα ίσως, πολύ κοντά μας. Η ιστορία αυτή δεν πρέπει να λείπει από καμία βιβλιοθήκη. Ιδίως από την βιβλιοθήκη εκείνη ανθρώπων ανοιχτόμυαλων που δεν φοβούνται να έρθουν αντιμέτωποι με μελανά σημεία των συστημάτων που μας περιτριγυρίζουν. Αυτοί είναι που θα κληθούν, εξάλλου, να τα μεταβάλλουν.

Έχει ήδη διακριθεί στο εξωτερικό ως μπεστ σέλερ των New York Times, έχει συμπεριληφθεί ανάμεσα στα δέκα βιβλία που προτείνονται για τον Μάρτιο στη Washington Post, έχει προταθεί ως το καλύτερο μυθιστόρημα γυναίκας συγγραφέα του 2019 σύμφωνα με το Marie Claire, καλύτερο βιβλίο του καλοκαιριού σύμφωνα με το Newsweek, καλύτερο βιβλίο της εβδομάδας στην εκπομπή USA Today, ως «Ένα βιβλίο που είναι δύσκολο να το αφήσεις κάτω» σύμφωνα με τη Washington Book Review, έχει βρεθεί ανάμεσα στα 29 καλύτερα βιβλία του μήνα στο Refinery, ανάμεσα στα «Τέσσερα βιβλία που δεν μπορούσαμε να αφήσουμε κάτω τον προηγούμενο μήνα» στο Buzzfeed News, ανάμεσα στους καλύτερους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς του πρώτου εξαμήνου του 2019 στο Electric Lit 20 και ανάμεσα στα «Βιβλία που ανυπομονούμε να αποκτήσουμε το 2019» του The Millions.

Πηγές:

https://www.culturenow.gr/mia-gynaika-den-einai-anthropos-h-kraygi-ton-fimomenon-gynaikon/

Στο τελείωμα της μέρας της Αναστασίας Σουσώνη

Αντί Προλόγου

Αυτήν την εβδομάδα η ανάγκη για ένα βιβλίο ενόψει του επερχόμενου εγκλεισμού μεγάλωσε. Η τύχη ήταν ευνοϊκή απέναντί μου καθώς βρέθηκα να έχω στα χέρια μου το μυθιστόρημα “Στο Τελείωμα της Μέρας” της Αναστασίας Σουσώνη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θύρα. Όντας από φύση απαισιόδοξη και επηρεασμένη από το γενικότερο κλίμα που επικρατεί τέτοιες μέρες ήμουν κάπως διστακτική απέναντι σε μια ιστορία αληθινή, κυρίως γιατί πιστεύω ακράδαντα πως μέσα σε αυτές μπορεί κανείς πολύ πιο εύκολα να δει τον εαυτό του. Ας μην το αρνηθούμε πως η ενδοσκόπηση είναι κάτι πολύ επικίνδυνο και επώδυνο για πολλούς από εμάς, αλλά η λογοτεχνία είναι ένας όμορφος τρόπος να το ανεχτούμε και να το φέρουμε εις πέρας. Προς το παρόν ας μην βυθιστούμε στους εαυτούς μας, αλλά στο βιβλίο που έχουμε μπροστά μας!

Λίγα λόγια για την συγγραφέα

Η Αναστασία Σουσώνη γεννήθηκε και μεγάλωσε στα δυτικά προάστια της Αθήνας. Σπούδασε στη Σχολή Γραφιστικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών του Τ.Ε.Ι. Αθήνας και εργάστηκε στον χώρο της τυπογραφίας, της γραφιστικής και της επιμέλειας εντύπων. Ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία, καθώς και με τον εθελοντισμό πάνω στην υποστήριξη του μητρικού θηλασμού και του φυσικού τοκετού μετά από καισαρική. Έχει γράψει και επιμεληθεί το βιβλίο “Η αγία Περπέτουα και οι συν αυτή μαρτυρήσαντες”. Είναι παντρεμένη με τον Δημήτρη Τσίρο, έχουν τρία παιδιά και κατοικούν στην Θεσσαλονίκη.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Η πλοκή ξεδιπλώνεται ανάμεσα στην καθημερινότητα δύο κοριτσιών της Ιόλης και της Μάχης, φίλες εδώ και πολλά χρόνια και φοιτήτριες στην Αρχιτεκτονική και στο τμήμα Βρεφονηπιοκόμων αντίστοιχα. Αυτά δεν είναι, όμως, οι μόνοι συνδετικοί τους κρίκοι. Προέρχονται και οι δυο από ανθυγιεινά οικογενειακά περιβάλλοντα, όπου επικρατεί η ένταση, η βία (λεκτική και σωματική), ο εξαναγκασμός. Στην τρυφερή ηλικία των 20 χρόνων έχουν βιώσει επίπονες και άσχημες καταστάσεις, έχουν πληγωθεί βαθιά και έχουν καταφύγει σε πολλά μέσα προκειμένου να απεγκλωβιστούν από την θλίψη τους. Ήδη από την αρχή του έργου είναι καταφανής η αγανάκτηση με τον τρόπο ανατροφής και συμπεριφοράς των γονέων τους. Οι γονείς της Ιόλης διαπληκτίζονται συνεχώς ενώπιον της ίδιας και της μικρότερης κατά πέντε χρόνια αδελφής της. Ο πατέρας της καταφεύγει πολλές φορές στην βία ενάντια στην μητέρα της και η τελευταία με την σειρά της στρέφεται στις κόρες της. Όλο αυτό δεν είναι κάτι προσωρινό, αφού συμβαίνει από τα παιδικά χρόνια της Ιόλης. Το κακό και η έχθρα των γονιών της είναι κάτι που κουβαλά μέσα της και δηλητηριάζει τον ψυχισμό της.

Από την άλλη πλευρά, η Μάχη έχει στην ουσία μεγαλώσει χωρίς γονείς. Εκείνοι χώρισαν όταν εκείνη ήταν σε μικρή ηλικία και ο πατέρας της έφυγε μακριά, τόσο μακριά που η φιγούρα του χάθηκε εντελώς από την ζωή του παιδιού του. Η μητέρα της που έμεινε πίσω είναι μια γυναίκα ισχυρογνώμων και υπερβολική που καταπιέζει την κόρη της, ενώ μοιάζει να καταναλώνει την μητρική στοργή στο νεότερο γιο της. Αυτός εξοπλισμένος με την αδυναμία της μητέρας του και εκμεταλλευόμενος την αγάπη της αδελφής του καταφεύγει πολλές φορές στην βία, ενώ μαζί με την μητέρα του την απομυζούν οικονομικά.

Οι δυο αυτές ταλαιπωρημένες ψυχές αναζητούν το λιμάνι για να προσαράξουν το ναυαγισμένο σχεδόν πλοίο τους. Αντιλαμβάνονται πως αυτό δεν τους το προσφέρουν οι γονείς τους, ούτε οι φίλοι τους με τους οποίους ξεχνιούνται, ούτε οι αγαπημένοι τους, ούτε καν η μία στην άλλη. Είναι στερημένες από αγάπη, από ελπίδα, από πίστη, από Θεό. Η στέρηση αυτή θα τις κάνει να τον αναζητήσουν. Πράγματι, η σχέση τους θα περάσει από πολλές καταιγίδες, όπως άλλωστε και οι ζωές τους εωσότου αντιληφθούν πως το λιμάνι κρύβεται στην πραγματικότητα μέσα τους. Τότε ίσως συνειδητοποιήσουν πως η λύση από όλα όσα μας τραυματίζουν, δεν είναι η φυγή αλλά η πίστη που μας δίνει δύναμη να αναμετρηθούμε με τις πληγές μας και με όλους εκείνους που μας τις προκαλούν, να θεραπευτούμε και να συνεχίσουμε τον αγώνα μας που λέγεται ζωή. Σε αυτήν την διαδικασία θα παίξει καταλυτικό ρόλο η μορφή του Οσίου Πατρός Παϊσίου του Αγιορείτου που θα φωτίσει κάποιες σκοτεινές πτυχές της Ιόλης και θα της υποδείξει τον δρόμο προς το φως και το λιμάνι.

Αναμφίβολα, το έργο πραγματεύεται ζητήματα που μας αφορούν όλους την σύγχρονη εποχή: την σχέση παιδιών και γονέων, τις φιλίες, τις ερωτικές σχέσεις, την επαφή μας και την σχέση μας με το θείο, την αυτοκτονία, την κατάθλιψη. Για αυτό ο αναγνώστης παρασύρεται στην πορεία της ιστορίας την οποία παρακολουθεί αφενός με ενδιαφέρον, αφετέρου όμως με μια συμπόνια. Η ζωή της Ιόλης ή της Μάχης δεν είναι πολύ μακριά από τις δικές μας. Όλοι πονάμε, υποφέρουμε, πληγωνόμαστε. Όλοι αναζητάμε κάποιον να μας θεραπεύσει. Όλοι χάνουμε την πίστη και την ελπίδα μας. Μόνο για να καταλάβουμε στο τέλος, ίσως μέσα από τα λόγια αν όχι ενός αγίου ή ενός πνευματικού ανθρώπου, από τους ψίθυρους της δικής μας ψυχής ότι ο μόνος που μπορεί να μας θεραπεύσει είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Ίσως τότε μόνο να αντλήσουμε το θάρρος να αφήσουμε πίσω το παρελθόν και να επιδοθούμε στην ζωή. Αν κατάφερε κάτι αυτό το βιβλίο ήταν να μου υπενθυμίσει ότι ο στόχος είναι προς τον ουρανό, προς το μέλλον, προς την θέωση. Και αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί με κανέναν άλλον τρόπο παρά με την υπομονή, την αγάπη, την αυτογνωσία και την αλληλοπεριχώρηση. Ήταν μια αναζωογονητική λογοτεχνική εμπειρία!

Το μυθιστόρημα “Στο Τελείωμα της Μέρας” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΘΥΡΑ.

Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, Γεώργιος Σεφέρης

Υπάρχουν έργα, προϊόντα του χρωστήρα ή της γραφίδας, για τα οποία δεν μπορεί να υπάρχει μια καθορισμένη αίσθηση. Η απόπειρα εξαγωγής συμπερασμάτων, η διάθεση τούτα να αντιστοιχηθούν με καθορισμένα πρότυπα ή ακόμα να ενταχθούν σε είδη και αυστηρά καθορισμένες φόρμες συνιστά μια ματαιότητα. Οι δημιουργοί τους, συχνά ενσωματώνουν σε αυτά μια ακαθόριστη ή δειλή ακόμα στην αλήθεια της θεώρηση φιλοσοφική ή κοινωνική. Η αδυναμία να υπάρχει μια επιβεβαιωμένη κριτική απέναντι στα συγκεκριμένα δημιουργήματα της καλλιτεχνικής προσδοκίας αποδεικνύει με τον πιο εμφατικό τρόπο, όχι φυσικά την ανεπάρκεια των μελετητών, μα ακόμα περισσότερο τη συγκεχυμένη ιδεολογική οπτική των ίδιων των δημιουργών. Κανείς ανιχνεύει μες σε αυτά τα έργα μια πρόθεση, μια διακριτική αναφορά, ένα ίχνος της προσωπικής ηθικής του προσώπου, μα δεν είναι σε καμιά περίπτωση εφικτή η απόλυτη τεκμηρίωση της καλλιτεχνικής παραγωγής. Το επιχείρημα πως τούτα τα έργα, ειδικά του λόγου δεν έχουν τίποτε να πουν δεν μπορεί να ευσταθεί. Υφίσταται η πιθανότητα να μην είναι διαυγής και ικανή η θεώρηση του δημιουργού, μα δεν μπορεί να εκλείπει παντελώς μια κάποια ευαισθησία ή αντίληψη της κοινωνικής φαινομενολογίας, άλλοτε διατυπωμένης σε εθνικό και άλλοτε πάλι σε υπερεθνικό ή αλλιώς, οικουμενικό επίπεδο.
Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν μπορεί να είναι μια στείρα υπόθεση, μια ματαιοδοξία ενός καλλιεργημένου και μόνο ψυχισμού. Σε κάθε έργο ενυπάρχουν αδιαμφισβήτητα, ίσως όχι τα προσόντα μα συγκεκριμένες αφορμές και αιτίες, ικανές να δικαιολογήσουν τον κόπο του ίδιου του προσώπου. Ο χρονικός ορίζοντας της αποτελεσματικότητας ενός έργου, η ωρίμανσή του, καθώς έρχεται με την πάροδο των ετών μπορεί να αποκαλύψει πτυχές του και αναφορές, οι οποίες κατέχουν τη δυνατότητα πολλές φορές να καταξιώσουν ένα έργο του λόγου και να αμφισβητήσουν την υποκειμενικότητα ενός ορισμένου κύκλου ανθρώπων ή ακόμα μιας ολόκληρης εποχής. Ο αλεξανδρινός, Κωνσταντίνος Καβάφης, με αφορμή την κριτική για το βιβλίο του Χάρντυ, αναφέρει σχετικά: «Τα βιβλία δεν πρέπει να έχουν αναγκαστικά ένα σκοπό εμπρός τους. Τόσο ανίδεος είναι ο κριτικός από καλλιτεχνική φιλοσοφία, ώστε να μην ξέρει ούτε αυτό; Η πιστή αποτύπωση της ζωής, αποθησαυρισμένη μες σε ένα μεγάλο έργο, ίσως να φαίνεται άχρηστη για ένα μεγάλο, χρονικό διάστημα, αλλά είναι βέβαιο πως με τον καιρό θα φέρει καρπούς. Κάτι βγαίνει στο τέλος. Σε μερικά χρόνια ή σε πάρα πολλά χρόνια.» Στην άποψη αυτή του Καβάφη μπορεί κανείς να εντοπίσει ένα από τα πιο καίρια στοιχεία του πνευματικού ανθρώπου. Μιλούμε για εκείνη την πρισματική οπτική, αυτή που μπορεί να τίθεται σε λειτουργία μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο κριτικός, ο μελετητής ή ο αδιάφορος αναγνώστης δεν παύουν, στο μέτρο του δυνατού ο καθένας και ανάλογα με το βαθμό καλλιέργειας να τηρούν μια ανεκτική στάση, μια διάθεση αποδοχής έργων, των οποίων η στόχευση μπορεί να αποτελεί ένα αίνιγμα, μια κατάσταση αδιόρατη, μια δύσκολη υπόθεση.

Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει το μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη, «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη». Οι Έξι νύχτες στην Ακρόπολη αποτελούν ομολογουμένως το νόθο τέκνο μιας μακρόχρονης κύησης. Νόθο, με την έννοια ότι δεν έγινε ποτέ αποδεκτό ως ισότιμο λογοτέχνημα του σεφερικού corpus από την κοινότητα των λογίων και από την κριτική. Μακρόχρονη η κύηση, εφόσον η πρώτη σύλληψη και γραφή έγινε όταν ο Σεφέρης βρισκόταν στα 26 του χρόνια και η οριστική σχεδόν 30 χρόνια μετά (1954). Η δημοσίευση του έργου καθυστέρησε επίσης πολύ: έγινε 20 χρόνια μετά τη γραφή του 1954 και τρία χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, με επιμέλεια του καθηγητή Γ. Π. Σαββίδη (Ερμής, 1974). Ωστόσο το ότι ο ποιητής δουλεύει και ξαναδουλεύει ένα κείμενο στο μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής ζωής του, και μάλιστα με πρωτοφανές πάθος (Μέρες Στ’, Ικαρος, 1986, σελ. 119-120 και 134)· το ότι επίσης ο ήρωας Στράτης, που πρωταγωνιστεί στο πεζογράφημα, εξελίσσεται σταδιακά (κατ’ άλλους ήδη από το 1924, κατ’ άλλους από το 1931) σε προσωπείο του ποιητή που διατρέχει εκ παραλλήλου ποίηση και ημερολόγια (Δ. Μεντή, Στράτης Θαλασσινός και Μαθιός Πασκάλης / Δύο προσωπεία του Γ. Σεφέρη, περιοδικό «Ποίηση», αρ. 13/99, σελ. 189, σημ. 6) είναι γεγονότα που υπογραμμίζουν το διαρκές ενδιαφέρον του Σεφέρη για το μυθιστόρημά του.

Η πλοκή

Ολόκληρο το έργο ακολουθεί το μοτίβο μιας ημερολογιακής γραφής, αποτυπώνοντας γεγονότα και σκέψεις. Η ουσία της ημερολογιακής γραφής τίθεται σε δευτερεύουσα σημασία, καθώς στο τέλος του έργου δεν υφίσταται πια ως παράγοντας ο χρόνος, αλλά τα πρόσωπα. Στα πρότυπα των υπερεαλιστών δημιουργών και την κατάλυση κάθε συμβατικής και αποδεκτής έννοιας, έτσι και ο Σεφέρης κατορθώνει με τη γραφή του να εμπλέξει το παρόν και το παρελθόν, να προβεί σε κειμενικές και χρονικές παλινδρομήσεις. Η γραφή σε ύφος ημερολογιακό αποτελεί ένα ιδιαίτερα κοινό τόπο στην διηγηματογραφία και το θέατρο. Πέρα από τη δυνατότητα που παρέχει να προσδιορίζει επακριβώς το χρόνο, αυτός ο τύπος γραφής, τον οποίο υιοθέτησε και ο νομπελίστας ποιητής συνιστά μια μέθοδο διάσωσης του έργου, σε επίπεδο ιστορικό πια, αφού μες στους κόλπους του ο μελλοντικός αναγνώστης διαπιστώνει και παρακολουθεί μια παλαιά εποχή, με διαφορετικά ζητήματα ή καθολικά θέματα με ορίζοντα χρονικά απροσδιόριστο. Ο άρτι αφιχθείς από την Εσπερία Στράτης συναντιέται με μια παρέα Αθηναίων φίλων που αποφασίζουν να επισκέπτονται την Ακρόπολη επί έξι συνεχείς πανσελήνους. Η συνάντησή του με δύο γυναίκες είναι καταλυτική. Η ερωτική σχέση σκηνοθετείται ως δοκιμασία ψυχής: η πρώτη γυναίκα περισσότερο ως όραμα (Σαλώμη) και λιγότερο ως καθημερινότητα (Μπίλιω), καθοδηγεί τις ερωτικές και διανοητικές ισορροπίες του Στράτη στα όρια ζωής και θανάτου· η δεύτερη (Λάλα), βαθμιαία «μεταστοιχείωση» της πρώτης, τον ελευθερώνει στην καλλιτεχνική δημιουργία. Η Ακρόπολη, ως μυθικός τόπος, πέρα από χρόνο και τόπο, ανάμεσα στο εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού και στο αχνό της πανσελήνου, μεταμορφώνεται σε ονειρικό τόπο δοκιμασίας και κάθαρσης κατά το πρότυπο του δαντικού Καθαρτηρίου.

Το μυθιστόρημα αποτελείται από έξι κεφάλαια που το καθένα αφηγείται κατά κύριο λόγο τα γεγονότα των έξι νυχτερινών επισκέψεων στη Ακρόπολη. Υπάρχουν δυο αφηγητές: ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής που αναλαμβάνει την αφήγηση των γεγονότων και ο πρωτοπρόσωπος Στράτης όταν καταγράφει στο ημερολόγιο σκέψεις του, ποιητικές εμπνεύσεις και στίχους. Έχουμε, λοιπόν, εναλλαγή των δύο αφηγητών με την ημερολογιακή γραφή να κυριαρχεί και να διασπά τη γραμμική αφήγηση παρεμβάλλοντας επιστολές, στίχους αλλά και περιγραφή ονείρων.

Ο Γ. Σεφέρης ακολουθώντας τη τεχνική του pastiche δημιουργεί μια συνύπαρξη διαφόρων λογοτεχνικών ειδών αποδίδοντας άψογα την ατμόσφαιρα του κατακερματισμού που επιδιώκει και ταυτόχρονα υπακούοντας στη λογική του μοντερνισμού που πρεσβεύει τη συνειρμική γραφή. Οι επιστολές ενώνουν το παρελθόν με το παρόν, παρέχουν πληροφορίες και δραστηριοποιούν τη μνήμη. Το ημερολόγιο συνδέει τα εξωτερικά γεγονότα με τον τρόπο που τα βιώνει το υποκείμενο και οι παρεμβαλλόμενοι στίχοι δείχνουν συνήθως την αγωνία της σύνθεσής τους και την άβυσσο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Συνάμα δίνεται η ευκαιρία επικοινωνίας με έργα άλλων δημιουργών και η ενσωμάτωση αποσπασμάτων τους στο ημερολόγιο του ήρωα. Απ’ την άλλη η περιγραφή των ονείρων δημιουργεί επιπλέον ένα θολό τοπίο, μια ονειρική κατάσταση, μες την οποία υπνοβατούν οι ήρωες. Πρόκειται για μια πόρτα ανοιχτή ανάμεσα στα βιώματα και στην ποιητική σύλληψή τους. Άλλωστε για τον Σεφέρη ζωή και έργο είναι άμεσα συνδεδεμένα, όπως ακριβώς φαίνεται να ισχύει και για τον Στράτη στο μυθιστόρημα, ο οποίος εμφανώς αποτελεί προσωπείο του ποιητή.

Δαντική αλληγορία

Εφόσον, όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής (Δοκιμές Β´, Ικαρος, 1981, σελ. 249), «γνώρισε» τον Δάντη στα 35 του χρόνια για πρώτη φορά, είναι φανερό ότι το νεανικό κείμενό του δουλεύτηκε με τη δαντική αλληγορία στην ωριμότερη επεξεργασία του 1954. Η δαντική ατμόσφαιρα διαποτίζει όλο το κείμενο ­ με τη γήινη, σωματική διάσταση που της αποδίδει ο Σεφέρης όταν αναλύει τη Θεία Κωμωδία, μία δεκαετία μετά την ολοκλήρωση του μυθιστορήματός του, το 1966: «…με την κόλαση και τον παράδεισο που μας δόθηκε να ζήσουμε…» (ό.π. σελ. 282).

Η αθηναϊκή πολιτεία της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα παίρνει έτσι για τον ποιητή τη θέση της δαντικής Φλωρεντίας του 1300· «… η Ακρόπολη αγκυροβολημένη· έτοιμη να σαλπάρει», γίνεται το νησιωτικό βουνό του Πουργατόριου· οι άνθρωποι κινούνται ανάερα, σαν νεκρές ψυχές, όποτε δεν είναι μνήμες, σκιές, φαντάσματα· όνειρα και λιποθυμίες επαναλαμβάνονται σύμφωνα με τον ίδιο μυητικό ρόλο που κατέχουν στη Θεία Κωμωδία· η τοπογραφία ζωγραφίζεται επανειλημμένως με δαντικές αποχρώσεις· και ο λόγος, εκτός από τα δηλωμένα δαντικά δάνεια (Μνήμες Dante, ό.π., σελ. 271-273), βρίθει μεταφορών στο πνεύμα και στο γράμμα του ιταλικού αρχετύπου. Η σκοτεινή Σαλώμη κάποτε γίνεται ο Βιργίλιος του ποιητή, κάποτε αποκτά το φως της Ματίλντα, και όταν εξαφανίζεται, καθώς επίσης ο Βιργίλιος στο Καθαρτήριο, αφήνει τη θέση της σε μια ατθίδα Βεατρίκη, τη φωτεινή Λάλα.

Το στοίχημα είναι προφανές: μέσα στο σκοτάδι της πνευματικής σύγχυσης που ακολουθεί τη μικρασιατική καταστροφή, ο ποιητής θα βάλει τις αδελφές ψυχές να κοιταχτούν «όπως συνηθίζουμε το βράδυ να κοιταζόμαστε στο νέο φεγγάρι» (Κόλαση, XV, 18). Αλλωστε οι Εξι Νύχτες με πανσέληνο, στην ημερολογιακή τους ανακύκλωση, αποτελούν μια αχνή υπόμνηση της θωμιστικής γεωμετρίας του Δάντη. Διαβάζονται δηλαδή ως ανωφερής κλίμακα δοκιμασίας του ποιητή (και μαζί τού αναγνώστη): «αυθεντικοί ήρωες μπορούν να υπάρξουν» μέσα από τον ίδιο τον δημιουργικό εαυτό μας, με την προϋπόθεση ότι αυτός τολμά να αντικρίσει την πραγματικότητα στα μάτια των συνανθρώπων του, όσο «κολασμένοι» και αν είναι (ή του φαίνονται) οι τελευταίοι ­ και αυτή βεβαίως είναι μια πέρα για πέρα δαντική θεώρηση του κόσμου.

Τα πρόσωπα

Σχετικά με τον κεντρικό ήρωα Στράτη μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι εμφανίζεται και σε ποιήματα του Γ. Σεφέρη πρώτα ως Στράτης και έπειτα ως Στράτης Θαλασσινός (στα 1931). Η πρώτη εμφάνιση όμως του Στράτη μετά την επιστροφή του ποιητή στην Ελλάδα (γιατί έχει προηγηθεί αναφορά του στο «Απέραντο Σκάκι της Κονκόρντας») γίνεται σε τούτο εδώ το μυθιστόρημα ενώ επανεμφανίζεται αργότερα και στις Συλλογές «Τετράδιο Γυμνασμάτων» και «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’». Διατρέχει πάντως όλο το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Γ. Σεφέρη για περίπου τριάντα χρόνια έως και την τελευταία αναφορά το 1956 οπότε και εγκαταλείπεται απ’ τον ποιητή που έχει πλέον ωριμάσει ποιητικά. Συνήθως αποτελεί τη δεύτερη αφηγηματική φωνή, το πρόσωπο που βλέπει τον εαυτό του να δρα, και παραπέμπει σε διχασμό του υποκειμένου.

Οι απόψεις των μελετητών

Στο καθ’ όλα γήινο Καθαρτήριο του Εξι νύχτες στην Ακρόπολη τη Βασιλεία των Ουρανών κερδίζει εν τέλει ο δημιουργός εκείνος που «μεταχειρίζεται τους μάταιους ίσκιους σαν πράγμα στερεό» (Καθαρτήριο, ΧΧΙ, 136). Ο Στράτης εγγράφεται έτσι στη χορεία των ηρώων / προσωπείων του τύπου του Αντρέ Βαλτέρ (Ζιντ), του Α. Ο. Μπαρναμπούθ (Λαρμπό), του Στίβεν Ντένταλους (Τζόις), ή των Μπερνάντο Σοάρες, Ρικάρντο Ρέις κ.ά. (Πεσόα), που η καταγραφή της προοδευτικής καλλιτεχνικής τους Οδύσσειας συνιστά αντίστοιχη μυητική διαδικασία για τον αναγνώστη. Ο Στράτης, το ίδιο όπως το ποιητικό του alter ego στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’ (1944), είναι ένας πρόσφυγας στον τόπο του ο οποίος «πρέπει να ρωτήσει τους νεκρούς για να μπορέσει να προχωρήσει παρακάτω».

Ο Νάσος Βαγενάς δικαιολόγησε, λίγα χρόνια μετά την έκδοση του σεφερικού μυθιστορήματος (Ο ποιητής και ο χορευτής, Κέδρος, 1979, σελ. 138), την πανθομολογούμενη τότε αποτυχία του σεφερικού πεζογραφήματος με το γεγονός ότι «η αφήγηση παραμένει στο επίπεδο της ημερολογιακής εξομολόγησης χωρίς να κατορθώνει να γίνει μυθιστορηματική». Ο ίδιος αργότερα συνέδεσε αυτό το επιχείρημα με την εγγενή, κατά την άποψή του, αδυναμία του ημερολογίου να συγκροτήσει αμιγή λογοτεχνία (Το Ημερολόγιο ως μυθιστόρημα, περιοδικό «Διαβάζω», 142, 23.4.1986, τώρα στο Η ειρωνική γλώσσα, Στιγμή 1994, σελ. 227-229). Η βαλερική επίδραση κατά τον τρόπο του Κυρίου Τεστ και κατά τον τρόπο των ηρώων του Ζιντ και του Λαρμπό που αναφέραμε είναι βεβαίως σαφής. Το βιβλίο φέρει άλλωστε προκλητικά τα σημάδια της ημερολογιακής πηγής του: ο καθ’ όλα επιμελής Σεφέρης δεν έκανε απολύτως τίποτε για να τα κρύψει… (εν αντιθέσει π.χ. με τον Λαρμπό που κατέστρεφε μεθοδικά σελίδες του προσωπικού του ημερολογίου καθώς τις ενσωμάτωνε στο ημερολόγιο του ήρωά του).

Νεότεροι μελετητές όπως η Νάτια Χαραλαμπίδου (Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη, «Καθημερινή», Αφιέρωμα στον Γ. Σεφέρη, 13.10.1996, αλλά και στο Greek Modernism and Beyond, Rowman & Littlefield Publishers, 1997, σελ. 163-176) και η Αλεξάνδρα Σαμουήλ (Ο βυθός του καθρέφτη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998, σελ. 241-258), κρίνουν το πεζογράφημα ως «φιλόδοξο πειραματισμό» ενώ εκ παραλλήλου επανεξετάζουν κάποιες μοντερνιστικές τεχνικές και επιρροές του από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία (εσωτερικός μονόλογος, «ανανέωση» της συμβολιστικής παράδοσης, mise en abyme κ.ά.)· αλλά οι επισημάνσεις τους δεν επηρεάζουν θετικότερα την αρνητική πρόσληψη του μυθιστορήματος ­ άλλωστε δεν έχουν αυτή την πρόθεση.

Το κατά συνθήκην μυθιστόρημα, όπως έχει επαναλειμμένα επισημανθεί από έγκριτους ανθρώπους του λόγου, όπως ο Νάσος Βαγενάς, καθώς και άλλους μελετητές ή κριτικούς συνιστά μια συρραφή σκόρπιων σημειώσεων και δακτυλογραφήσεων, οι οποίες βρέθηκαν στο αρχείο του ποιητή. Η έκπληξη αλλά και το ενδιαφέρον των μελετητών για το αναπάντεχο αυτό έργο του ποιητή Σεφέρη επέφερε, καθώς ήταν φυσικό πλήθος κριτικών θεωρήσεων και μελετών, μέσω των οποίων βαλόταν με τρόπο ευθύ η μυθιστορηματική ανεπάρκεια του Σεφέρη, ενώ παράλληλα σημειωνόταν η αδυναμία του ίδιου του έργου να ενταχθεί σε σύνολα και είδη λόγου. Άλλωστε το ενδιαφέρον των κριτικών και των μελετητών, εντοπίζεται ακριβώς σε ένα πρώτο επίπεδο, ένταξης ενός έργου σε καθορισμένες κατηγορίες, ικανές να αποτελέσουν οδηγό και να ορίσουν από μόνες τους το μέτρο και τα σταθμά εξέτασής του.

Πέρα όμως από τούτη τη φιλολογική κριτική, θα ήταν σκόπιμο να αποπειραθεί κανείς να εμβαθύνει και να εξετάσει το ιδεολογικό υπόβαθρο, κάτω από το οποίο τούτο το έργο ολοκληρώθηκε. Η διατύπωση τεχνικών και θεωρητικών υποδείξεων ικανοποιεί σαφώς τους σκοπούς της φιλολογικής επιστήμης. Μα ένα έργο, προκειμένου να εκτιμηθεί η συνεισφορά του ή εκείνο το «καινούριο» και το «αδοκίμαστο» που προτείνει είναι αναγκαίο να διαβαστεί με την ίδια, ανοιχτή ψυχή που προαναφέραμε. Να εκτιμηθεί το δομικό, φιλοσοφικό υλικό του, να αντιστοιχηθεί ίσως με τον εσώτερο, «εκκινητικό» λόγο, ο οποίος έθρεψε στην ψυχή του δημιουργού την τάδε ή τη δείνα πλοκή, να συζητηθεί με άλλα λόγια το περιεχόμενο του έργου, δίχως καθρέφτες παραμορφωτικούς, χωρίς την αγωνία του κριτή να αναδείξει το σφάλμα του ποιητή, μα να εντοπίσει τις κορυφές του και σε εκείνες να σταθεί για να παρατηρήσει ανεπηρέαστος τα «νέα εδαφη», τα οποία προτείνει ο ίδιος ο ποιητής ή ο διηγηματογράφος.

Ήδη, κατά τις πρώτες σελίδες του βιβλίου δεν είναι δύσκολο κανείς να σημειώσει ένα βασικό χαρακτηριστικό του διηγηματογράφου Σεφέρη. Μα δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για την επιβεβαίωση της ποιητικής φύσης, μια πλευράς του την οποία δεν μπορεί να περιορίσει. Αντίθετα ο δημιουργός μοιάζει να παραδίνεται στον ποιητικό οίστρο, παραλείποντας τα σύμβολα και εισάγοντας παράλληλα την αίσθηση, την πιο ειλικρινή και βαθύτερη αίσθηση, ανιχνεύσιμη στο σύνολο του ποιητικού του έργου. Πρόκειται για εκείνη την αισθητική του λιτού ελληνικού οράματος, έτσι όπως είχε κατοχυρωθεί μες στη δημιουργία. Αφορά την ποιητική δημιουργία, η οποία αποβλέπει στη διατύπωση και την ένταση της ιδέας και σε καμία περίπτωση δεν αρκείται σε εικονοποιητικές προσεγγίσεις, υποβλητικές μα αδύναμες απέναντι στις ψυχικές επιταγές. Η τριτοπρόσωπη, αφηγηματική γραφή, η οποία θα αντικατασταθεί από το πρώτο, ενικό πρόσωπο, τον εαυτό συνιστά ίσως απόδειξη της βαθμιαίας ενσωμάτωσης του δημιουργού στον ίδιο το λόγο, δίχως να μπορεί ο ίδιος να αποστασιοποιηθεί από την απαίτηση του μυθιστορηματικού είδους. Ο Σεφέρης σταδιακά θα ενδυθεί πλήρως τις αδυναμίες, τις αγωνίες, τον ερωτισμό και την τραγική μοναξιά της περσόνας του έργου, του Στρατή. Η ημερολογιακή γραφή επιτρέπει τούτο να επιτυγχανθεί με φυσικό, αυθόρμητο τρόπο, καθώς συμβαίνει στις καταγραφές των προσωπικών λευκωμάτων ή ακόμα και στα ίδια τα ημερολόγια του ποιητή, μια συνήθεια με φιλολογικό πια ενδιαφέρον, μια ασχολία η οποία συνεισφέρει στην αποκωδικοποίηση της εργογραφίας και των πιο καίριων ιδεών του.

Το βιβλίο έχει σαφή πλοκή με αρχή, μέση, τέλος, κάποια πρόσωπα, έναν πολύ συγκεκριμένο δραματικό χρόνο, και οπωσδήποτε τεχνικές μυθοπλασίας ­ με κεντρική την αναφερθείσα δαντική αλληγορία (για την οποία ακόμη μένει να γίνει συστηματική έρευνα) ­ που το καθιστούν ενδιαφέρον. Βεβαίως δεν πρόκειται για συμβατικό μυθιστόρημα. Το πρώτο πρόσωπο διαδέχεται το τρίτο, την αφήγηση η ημερολογιακή εγγραφή, ενώ η ποιητικότητα της γραφής είναι έντονη. Τα πρόσωπα επίσης είναι περισσότερο δαντικές σκιές ιδεών παρά ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, αντιπροσωπεύουν άλλοτε μια ατμόσφαιρα εποχής, π.χ. των διανοουμένων που πλήττουν, άλλοτε απλώς σκιαγραφούν τύπους της επίγειας Κωμωδίας, όπως π.χ. ο «ερμαφρόδιτος» Λογκομάνος (Καθαρτήριο, XXVI, 73-82). Αυτή ακριβώς υπήρξε όμως η έμπνευση, η πρόθεση και το θέμα ενός έργου που θέλει να διαβαστεί ως ερωτική ιστορία ­ αλλά με τη δαντική έννοια του όρου. Trasumanar per verba· ο περίφημος νεολογισμός του Δάντη εμπρός στη Βεατρίκη (Παράδεισος, Ι, 70) για τη μεταστοιχείωση του ανθρώπου σε κάτι που τον υπερβαίνει, για την αδυναμία μετάδοσης αυτής της εμπειρίας με τον λόγο, καθορίζει υπογείως και την ερωτική / μυητική / ποιητική υπόσταση του μυθιστορήματος.

Κατά άλλους, το διήγημα «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» χαρακτηρίζεται από σημαντικές αδυναμίες στην κατάστρωση της πλοκής, τέτοιες ώστε δίκαια μπορούμε, είτε να χαρακτηρίσουμε το έργο καθολικά προβληματικό ή να εντοπίσουμε σε αυτό την υποκειμενικότητα του συγγραφέα, την πρόθεσή του ακόμα να θέσει υπό αμφισβήτηση τις παραδοσιακές, συγγραφικές αρχές της μυθιστορίας. Το ζήτημα της σταθερότητας στον κεντρικό πυρήνα του έργου γίνεται διακριτό σε ένα βαθύτερο επίπεδο, δικαιολογώντας μια μελλοντική κατάταξή του στην ίδια θέση με δημιουργίες, όπως το «Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης» του Πεντζίκη, μες στο οποίο η μνήμη εξελίσσεται με τον ίδιο δαιδαλώδη τρόπο με τον οποίο υφίσταται μες στα όρια του ατομικού πνεύματος. Ο Σεφέρης επιδιώκει την προβολή των ιδεών και των ορισμένων συναισθημάτων, επηρεασμένος βαθύτατα από διαπιστώσεις πάνω στο ίδιο το «σώμα» της ελληνικής κοινωνίας. Καθώς ο Μαρσέλ Προυστ και οι εισηγήσεις του προς ένα άλλο είδος μυθιστορήματος, έτσι και ο Σεφέρης διαμορφώνει ένα τελείως προσωπικό ύφος, μες στο οποίο ανάμεσα στα άλλα, διακρίνεται, αν δεν επικρατεί ολοκληρωτικά,η αγωνία και το αδιέξοδο του ελληνικού τοπίου, ως έκφραση κοινωνική και πολιτική.

Με την αναφορά στον Γκρέκο, ήδη από την αρχή του κειμένου ο Σεφέρης αποκαλύπτει το μοντέλο μες στο οποίο θα κινηθεί. Για εκείνον ο ελληνισμός των διαρκών χλευασμών και της πολιτικής αστάθειας, η ελληνική κοινωνία της ελιτίστικης θεώρησης συνιστούν βασικά και εμπεδωμένα ζητήματα. Η αδυναμία του εντόπιου στοιχείου να εκτιμήσει τις νέες τάσεις, να τις εντάξει μες στα πλαίσια της πνευματικής δημιουργίας, καθώς και το ζήτημα των «κλειστών» πολιτιστικών συνόρων θα απασχολήσει βαθιά τον Σεφέρη. Τούτη την αναφορά του θα επεκτείνει και θα εξιδεικεύσει ακόμη περισσότερο, με την παράθεση ενός αποσπάσματος του λόγου του Μάρκου Αυρήλιου, μες στον οποίο υφίσταται διάφανα μια σαφής περιγραφή της ελληνικής κοινωνίας , η οποία μες στα πλαίσια ενός νεοσύστατου, αστικοποιημένου τοπίου, αδυνατεί να διαχειριστεί τη νέα εποχή, επιδιδόμενη σε ανώφελες κενοδοξίες . Μες σε αυτές εξαντλείται, λοιπόν διαπιστώνει ο Σεφέρης το ανθρώπινο στοιχείο, μες σε τούτο το αδιέξοδο δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν επιδιώξεις λιγότερο ατομικές και περισσότερο, την ίδια στιγμή συλλογικές. «Πομπής κενοσπουδία, επί σκηνής δράματα, ποίμνια, αγέλαι, διαδορατισμοί, κυνιδίοις οστάριον ερριμένον, ψωμίον εις τας των ιχθύων δεξαμενάς, μυρμήκων ταλαιπωρίαι και αχθοφορίαι…ότι τοσούτου άξιος έκαστος έστιν, όσου άξια έστι ταύτα περί α εσπούδακεν.»2 Δεν θα μπορούσε με τρόπο πιο εύστοχο και διαχρονικό, να αποδοθεί πληρέστατα η προβληματική, ελληνική κοινωνία, από ότι με την εκφορά του Αυρήλιου, η οποία συμπυκνώνει τις προβληματικές της εσωτερικής ζωής με θαυμαστή οικονομία και ακρίβεια. Μες στην ίδια την ελληνική κοινωνία, ο Σεφέρης εντοπίζει και αποκαλύπτει το συγκρουσιακό χαρακτήρα του ελληνικού στοιχείου, την ανάδελφη μοίρα του, την κατά συνέπεια, ολοκληρωτική απουσία ενός πνεύματος συλλογικότητας. Η απόδοση στον πληθυσμό του στοιχείου της αδιαφορίας, ενός ελιτίστικου, πλούσιου αυτισμού με άλλα λόγια μοιάζει να ενδιαφέρει τον Σεφέρη σε πιο υπερεθνικά κλιμάκια. Έτσι καθορίζει τον ελληνικό λαό, αλλά και κάθε έθνος, έρμαιο και αδιάφορο απέναντι στην πολιτική και ισχυρή σκοπιμότητα. «Χρειάζεται κουράγιο στην πατρίδα», σημειώνει ο Γιώργος Σεφέτης εντείνοντας ακόμη περισσότερο το σχολιασμό του για την Ελλάδα της διαρκούς μεταβατικότητας, της αποξένωσης, της ριζωμένης έχθρας. Μες σε αυτό το περιβάλλον ο Στρατής κι οι φίλοι του δεν μπορούν παρά να αντιταχθούν σε αυτήν την επιταγή της οικουμενικής αντικοινωνικότητας. Ο σχολιασμός του ίδιου του δημιουργού, μέσα από τα πρόσωπα του έργου, δεν συνιστούν παρά μια ένδειξη της υπό διαρκή κλονισμό ελληνικότητας. Μέσω αυτών ο Σεφέρης οριοθετεί το παρόν του, διαπιστώνει την αφετηρία όλων των προβληματικών διαστάσεων, προσδιορίζει τη στειρότητα των ατομικών ονείρων, τα οποία δεν μπορούν να ευδοκιμούν μες σε ένα τέτοιο αντιπολιτιστικό κλίμα. Η χώρα παραδομένη στις φλόγες της ιστορίας της, οι άνθρωποι φλέγονται και εκείνοι αδύναμοι να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, να διαφύγουν της επικαιρότητας και να αποκτήσουν την πολυπόθητη «συνοχή», εκείνη που μπορεί να ερμηνευτεί ως μια καθορισμένη και διατυπωμένη εθνική ταυτότητα. Οι επιρροές του Δάντη, τα παραθέματα τα οποία εμπεριέχονται στο λόγο του Σεφέρη, επιβεβαιώνουν την αγωνία του δημιουργού να θέσει το σπόρο της προηγμένης, δυτικής σκέψης μες στα ελληνικά πρότυπα. Η ευρωπαϊκή παιδεία και ο κοσμοπολίτικος βίος του Σεφέρη δεν αρκείται στην απομόνωση και τον ανώφελο εθνικισμό των συμπατριωτών του. Έχοντας επίγνωση της διάθεσής του να στηρίξει την ελληνικότητα, μέσω του λόγου και των έργων του, μπορούμε κάλλιστα να ερμηνεύσουμε τις «Νύχτες» ως ένα κάλεσμα για μια νέα, δημιουργική εποποιία σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής σκέψης και πράξης.

Οι θεωρήσεις του έργου είναι βέβαια πολλές. Τόσο τεχνικά, όσο και από άποψη περιεχομένου μπορούμε να αντλήσουμε ένα πλήθος θεματικών, οι οποίες άλλοτε διαχρονικές και άλλοτε επίκαιρες, -κυρίως το πρώτο-, μπορούν να αποτελέσουν το πρίσμα για την εκτίμηση του έργου. Εκείνο όμως που καθολικά διατρέχει το έργο, εκείνο που το καθιστά περισσότερο ενδιαφέρον, πέρα από τη μοναδική του παρουσία στην ποιητική ενασχόληση του Σεφέρη δεν είναι άλλο από την πρόθεση του δημιουργού να εκτιμήσει την ανάγκη του έθνους να ξεπεράσει τον οικειοθελή αποκλεισμό του και να στραφεί πια, με ένα οξυμένο αισθητήριο προς όλες τις κατευθύνσεις, όλες όσες μπορούν να συνεισφέρουν στον εμπλουτισμό της εγχώριας, ιδεολογικής και πνευματικής παράδοσης. Από τούτο το πρίσμα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το έργο του Σεφέρη «ελληνικό», με τη διάσταση, την οποία απέδωσε στον όρο ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Το σύμβολο του τίτλου το καθιστά, δίχως αμφιβολία τέτοιο.

Φυσικά όλα αυτά τηρουμένων των αναλογιών. Ο Σεφέρης μεταχειρίζεται το δαντικό κείμενο όπως ακριβώς ο Τζόις το ομηρικό στο Ulysses. Η περίφημη διατύπωση της «μυθικής παραλληλίας» του Τ. Σ. Ελιοτ, την οποία ήδη από το 1946 ο Σεφέρης υιοθετεί στο δοκίμιό του «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Ελιοτ· παράλληλοι», διαγράφει με σαφήνεια τα όρια οποιασδήποτε σύγκρισης ανάμεσα στα δύο κείμενα ενώ ταυτοχρόνως υποδεικνύει μια διαφορετική ανάγνωση του σεφερικού μυθιστορήματος.

Σε κάθε περίπτωση είναι ένα μυθιστόρημα πρωτότυπο, διαφορετικό, σεφερικό που αξίζει να διαβαστεί ιδανικά με πανσέληνο στην Ακρόπολη…

Πηγές:

ΣΟΝΙΑ ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ, «Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΡΕΑΛΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, «ΕΞΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ», ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Γ.Π. ΣΑΒΒΙΔΗ, ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, «ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ»

Έρως, Θέρος, Πόλεμος της Ευγενίας Φακίνου

(…) Η Ελένη ήταν μια ήσυχη γυναίκα είκοσι χρόνων. Όμορφη, πολύ όμορφη και αρκούντως πεισματάρα. Όπως όλες οι γυναίκες της οικογένειάς της. Όπως ήταν κι η μάνα της, η Μάρθα. Αυτή κι αν ήταν. Ανεξάρτητη, με ισχυρή βούληση κι αδιάφορη για ό,τι τότε αποτελούσε τον ηθικό κανόνα. Υπήρξε δίγαμη, κάτι που –φυσικό ήταν– προκάλεσε την κοινωνία, και της χάρισε μερικά επίθετα καθόλου κολακευτικά. Είχε παντρευτεί πρώτα κάποιον απ’ τον οποίο είχε αποκτήσει δυο παιδιά και για λόγους που δε μαθεύτηκαν ποτέ, τον εγκατέλειψε και γύρισε στο πατρικό της. Αργότερα ξαναπαντρεύτηκε –χωρίς να πάρει διαζύγιο, μιας και τότε, γύρω στα 1880, κι εξαιτίας της τουρκικής κατοχής δεν υπήρχαν τέτοιες ευκολίες– ένα δεύτερο άντρα, κρητικής καταγωγής, απόγονο κάποιου απ’ αυτούς που είχαν βρει καταφύγιο στο απομακρυσμένο νησί τους, τη Σύμη, μετά την αποτυχημένη Κρητική Επανάσταση. Έκανε μαζί του άλλα τρία παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια, το τελευταίο απ’ αυτά ήταν η Ελένη. Μεγάλωσε τα παιδιά της στις αυλές του μοναστηριού της. Από μια παλαιότατη συνήθεια, βαθιά ριζωμένη στο νησί, τα παλαιά εγκαταλειμμένα μοναστήρια περνούσαν σε οικογένειες που τα φρόντιζαν – χωρίς να τους ανήκουν. Είχαν, θα μπορούσαμε να πούμε, την επιστασία. ∆ιόρθωναν ανελλιπώς τις σκεπές των κελιών με πατημένο χώμα, στερέωναν τους τοίχους που έπεφταν, άσπριζαν τα εκκλησάκια και τα λειτουργούσαν στις γιορτές του πολιούχου αγίου που ήταν αφιερωμένα, ενώ ταυτόχρονα ζούσαν ως φυσιολογικές οικογένειες στα κελιά. Το μοναστήρι της Μάρθας ήταν προνομιούχο. Βρισκόταν σε περίοπτη θέση, στην υψηλότερη κορυφή του νησιού, επόπτευε του δρόμου –ένα φαρδύ μονοπάτι ήταν– που ένωνε, ανατολικά και δυτικά, τους δύο κυριότερους οικισμούς. Κι από μια ιδιαίτερη εύνοια της τύχης είχε και το μοναδικό τρεχούμενο νερό του νησιού. Οι πρώτοι μοναχοί που στερέωσαν το εκκλησάκι το 13ο αιώνα είχαν εξασφαλίσει το πολυτιμότερο αγαθό. Η «μάνα» του νερού έτρεχε –κι εξακολουθεί να τρέχει και στις μέρες μας– μέσα σε μια μικρή σπηλιά στην πλάτη του μοναστηριού που ακουμπάει στα βράχια και γέμιζε τη δεξαμενή. Ωραίο νερό, διαυγές και ζωογόνο. Γι’ αυτό και πάντα φυλασσόταν. ∆υο βαριές εξώπορτες έκλειναν κι ασφάλιζαν το μοναστήρι όταν νύχτωνε. Ο φρουριακός του χαρακτήρας με τα ψηλά τείχη και τις καμάρες το έκαναν απόρθητο.
Η Ελένη, η ωραία, η ήσυχη και ταυτοχρόνως πεισματάρα, ερωτεύτηκε μικρή μικρή ένα βοσκό που περνούσε τα κοπάδια του έξω απ’ το μοναστήρι κι ανέβαινε απαραιτήτως κάθε φορά να πιει νερό – όλο διψασμένος ήταν ο καημένος.
Η φοβερή Μάρθα είχε βεβαίως αντιληφθεί το τέχνασμα, αλλά δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί νερό σε διψασμένο. Αρνήθηκε όμως, όσο άντεξε, την πρόταση του Σωτήρη. ∆εν ήθελε η κόρη της να πάρει βοσκό –σκληρή δουλειά, σκλαβιά πες καλύτερα, χωρίς Κυριακές και σχόλες– αλλά, είπαμε, η Ελένη ήταν πεισματάρα κι ερωτευμένη. Έδωσε πήρε, τον παντρεύτηκε. Σαν να την τιμωρούσε η μάνα της, της έδωσε προίκα ένα σπιτάκι στα ψηλά του Χωριού και τρεις γύρους με αμπέλια, συκιές κι αχλαδιές έξω απ’ το μοναστήρι. Την εξόρισε με τον τρόπο της. Γιατί ενώ είχε χώρο και θα μπορούσε να δώσει ένα απ’ τα κελιά να στεγαστεί η Ελένη, την έβγαλε έξω και την ανάγκασε ν’ ανεβαίνει καθημερινά τη σχεδόν κάθετη ανηφόρα, φορτωμένη μ’ έναν τενεκέ, και να παίρνει το πολύτιμο νερό. Οι σχέσεις των δύο γυναικών θα πρέπει να ήταν σαν τεντωμένο σκοινί. Να ισορροπούσαν όπως το νερό στον ξέχειλα γεμισμένο τενεκέ που κατέβαζε καρτερικά στον ώμο η Ελένη. Απόδειξη των κακών τους σχέσεων ήταν και το γεγονός ότι η Ελένη, ενώ γέννησε πέντε κορίτσια συνολικά, δεν έδωσε το όνομα της μάνας της σε κανένα. Το πρώτο πήρε τ’ όνομα της πεθεράς της, όπως ήταν το έθιμο. Για τα υπόλοιπα όμως όλο κι έβρισκε δικαιολογίες – τάματα. Πάντα ταγμένα τα είχε τα νεογέννητα μωρουδάκια. Η Μάρθα δεν το σχολίασε ποτέ, δεν ταίριαζε με το χαρακτήρα της, αλλά οι μαρτυρίες λένε ότι της το κράτησε κι ότι ήταν ελάχιστα τρυφερή με τις εγγόνες της. Η Ελένη ήταν γκαστρωμένη στο τρίτο της παιδί όταν βρήκε το πουκάμισο του φιδιού. Το πρώτο της κορίτσι, η Αννίκα, ήταν ήδη τεσσάρων ετών και το δεύτερο, η Θαρινή, δύο. Το όνομα στο δεύτερο κοριτσάκι δόθηκε –μετά από τάξιμο βεβαίως– προς τιμήν του Ταξιάρχη Μιχαήλ του Θαρινού, που το ξωκλήσι του ήταν έξω απ’ το Κάστρο. Για το τρίτο, το ερχόμενο παιδί, η Ελένη είχε ήδη αποφασίσει, αν ήταν αγόρι –που τόσο πολύ επιθυμούσε ν’ αποκτήσει ο άντρας της, διάδοχο αλλά και μελλοντικό βοηθό στα κοπάδια– να του έδινε τ’ όνομα του πεθερού της. Αν πάλι τύχαινε να βγει κι αυτό κορίτσι, θα το ονομάτιζε Μαρία, επειδή είχε δει την Παναγία στον ύπνο της.
Όλα τακτοποιημένα λοιπόν ως προς τα ονόματα. Κι όλα κανονισμένα ως προς τις εγκυμοσύνες. Κάθε δεύτερο χρόνο και παιδί. Έτσι ήταν οι ρυθμοί τότε. Και οι κανόνες της φύσης απαραβίαστοι. Όσο θήλαζαν τα μωρά τους οι γυναίκες δεν έμεναν έγκυες. Μόλις τ’ απόκοβαν, ετοιμάζονταν για το επόμενο. Η Ελένη σηκωνόταν χαράματα, βοηθούσε τον άντρα της στο άρμεγμα και μετά στο αμόλημα του κοπαδιού, χτυπούσε το βραδινό γάλα για να πάρει το καϊμάκι, που το μάζευε σε βολαράκια κι έπειτα το ζέσταινε κι έβγαζε το μυρωδάτο βούτυρο, ανάμικτο από κατσικίσιο και προβατίσιο γάλα. Έφτιαχνε μετά απ’ τον τσούρο –το νερό που απόμενε απ’ το ξέπλυμα του τυριού και του κάδου– το φαΐ των σκυλιών προσθέτοντας πίτουρα. Τα σκυλιά των βοσκών λογαριάζονταν μέλη της οικογένειας. Έπειτα έκανε τις δουλειές της ημέρας, μαγείρεμα, συγύρισμα και τα υπόλοιπα, ώσπου να έρθει πάλι το σούρουπο για το βραδινό άρμεγμα και μετά να σβήσει –επιτέλους– τη λάμπα και μέχρι να χαθεί η μυρωδιά του πετρελαίου απ’ το σβησμένο φιτίλι, να έχει ήδη κοιμηθεί ξεθεωμένη. Σκέφτηκε άραγε ποτέ η Ελένη αν η μάνα της είχε –έστω και λίγο– δίκιο όταν δεν ήθελε να τη δώσει σε βοσκό; Κι αν το σκέφτηκε, το πείσμα της δε θα την άφηνε να το ομολογήσει ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Το πείσμα της κι όχι ο έρωτας. Αυτός γρήγορα ξεθώριασε απ’ τα καθημερινά βάσανα κι αποκάλυψε χούγια και ιδιαιτερότητες δύσκολες.
Ο ήλιος, το σκοτάδι και οι εποχές όριζαν τη ζωή της Ελένης. Την άνοιξη, απ’ την Καθαρή ∆ευτέρα, ανέβαινε µε τα παιδιά στο βουνό αφήνοντας τις βολές του κανονικού σπιτιού στο Χωριό. Εκεί στο καλυβάκι, κάτω απ’ το μοναστήρι και το άγρυπνο μάτι της μάνας της, βόλευε παιδιά και νοικοκυριό σε πρωτόγονες συνθήκες. Ο άντρας της χαιρόταν όταν ανέβαινε η οικογένεια στο βουνό, γιατί έτσι είχε την αίσθηση της συντροφιάς, έστω κι αν έλειπε όλη την ημέρα από κοντά τους. Εκείνος έμενε μόνιμα επάνω, με τα κοπάδια και τα σκυλιά του, και μόνο τα Σαββατόβραδα του χειμώνα κατέβαινε στο σπίτι του Χωριού για να πάρει ψωμί και καθαρά ρούχα. Με τον ερχομό του φθινοπώρου κι όταν οι βροχές του Νοεμβρίου γίνονταν ραγδαίες, η Ελένη μάζευε παιδιά και συμπράγκαλα και κατέβαινε πάλι στο σπίτι του Χωριού. Εκείνο το Πάσχα, τον Απρίλη του 1919, επρόκειτο να σημαδέψει τη ζωή πολλών ανθρώπων…

(…) Στα δύο χρόνια απ’ τη γέννηση της Μαρίας, νέο παιδί, πάλι κορίτσι, ήρθε στο σπίτι. Η Ζωοπηή. Ταγμένη απ’ την Ελένη στη Ζωοδόχο Πηγή. Αυτή διέφερε απ’ τις άλλες στα χρώματα, ήταν ξανθιά με πράσινα μάτια. Κι όταν η Μαρία έγινε τεσσάρων, γεννήθηκε και το πέμπτο κορίτσι, τ’ Aστραδενάκι. Εδώ η Ελένη δυσκολεύτηκε να εξηγήσει το τάξιμο, αλλά καιη Μάρθα δεν έδινε σημασία. Ούτε κι ο Σωτήρης νοιαζόταν πια για το φύλο του παιδιού. Πίστευε ότι αυτό ήταν το πεπρωμένο του, να είναι πατέρας θυγατέρων μόνο. Η Μαρία, σε ηλικία τεσσάρων ετών, φρόντιζε τις δυο μικρότερες και κυρίως το μωρό. Του έδινε την πιπίλα του, το κουνούσε, το νανούριζε. Κρατούσε πάντα απ’ το χέρι τη δίχρονη Ζωοπηή, την τάιζε, την έντυνε καιτης έπλεκε τα κοτσιδάκια. Έπαιζε με ζωντανές κούκλες. Η Ελένη η ωραία, η ήσυχη και πεισματάρα δεν προλάβαινε πια ν’ ανασάνει. Έπρεπε να σηκώνεται απ’ τις τρεις τη νύχτα για να τα καταφέρνει όλα. Να βοηθάει τον Σωτήρη στο γάλα και το βούτυρο, να τυροκομεί, να μαγειρεύει, να πλένει, να μπαλώνει και να λούζει τα κορίτσια. Επιπλέον είχαν και τα χτήματα, όπου φύτευαν για τις ανάγκες τους στάρι, κριθάρι, φακές και μπιζέλια. Σ’ ένα κομματάκι ο Σωτήρης φύτευε και καπνά. Κρατούσε για τον εαυτό του και πουλούσε κιόλας. Τα κορίτσια δούλευαν κι αυτά όσο μπορούσαν. Έβρισκαν παιχνίδι να ξεκουκίζουν τα μπιζέλια και τις φακές ή να χωρίζουν ανάλογα με τα χρώματα τα μαλλιά των προβάτων. Ζούσαν μια αρχαία ζωή, που τη ρύθμιζαν οι εποχές, τα γεννητούρια των προβάτων, η ωρίμανση των καρπών, η άνθιση των κυκλάμινων, οπρώτος περίπατος των σαλιγκαριών μετά τα πρωτοβρόχια ή το μάζεµα των άγριων μανιταριών. Όλα είχαν μια τάξη απαραβίαστη.

(…) Tη χρονιά που η Μαρία συμπλήρωνε τα έξι, εκείνο το αξιομνημόνευτο καλοκαίρι του 1925, η Ελένη γέννησε γιο. Όταν πια κανένας δεν το περίμενε και οι ελπίδες του Σωτήρη είχαν εντελώς σβήσει. Γέλασαν επιτέλους τα μουστάκια του. Έβγαλε το μαντίλι απ’ τα μαλλιά του και το ανέμιζε σαν σημαία. Τα παιδιά που του είχαν πάει την είδηση δεν πίστευαν στα μάτια τους. Το διηγήθηκαν στους δικούς τους γελώντας κι οι βοσκοί διασκέδαζαν πειράζοντας τον Σωτήρη. Εκείνος δε θύμωνε παρά τους καλούσε όλους για κέρασμα, μαστίχα και τσιγάρο. Για μέρες κρατούσε ένα μπουκάλι μαζί του για τα συχαρίκια. Όλο το σινάφι των βοσκών, ακόμα κι αυτοί που είχαν τις μάντρες τους σε πολύ μακρινά μέρη, έμαθε ότι ο Σωτήρης ο Ψεύτης είχε αποκτήσει γιο. Στα μικρά μέρη, όπου οικογένειες με το ίδιο επίθετο γίνονταν πολυάριθμες, ένας τρόπος υπήρχε για να ξεχωρίζουν ξαδέλφια και τριτοξάδελφα με το ίδιο ονοματεπώνυμο: τα παρατσούκλια, τα παραβγόλια. Έβγαιναν αβίαστα, πολλά απ’ αυτά ήταν κι ιδιοφυή κι αντανακλούσαν ελαττώματα, χαρίσματα ή ιδιομορφίες. Ο Ακαλημέριστος, η Ελαφροπαλάτζα, ο Βυζανιάρης, τα Γαλλικά Φώτα –προκειμένου για γυναίκες που τους άρεσαν τα πολύχρωμα φορέματα– η Βοδοκοιλιά, η Μεγάλη Παρασκευή, το Μουσείο, η Περηφάνα, ο Τσάρος, ο Ρηχός, το Φτακούνιο, ο Παρμένος και άλλα ατελείωτα.

(…) Πριν μπει το φθινόπωρο του ’26 ένας αξέχαστος καβγάς έγινε στο σπιτάκι. Το καλοκαίρι τελείωνε, τα σπαρτά θερισμένα και καθαρισμένα βρίσκονταν στο κελάρι, ο τραχανάς είχε στεγνώσει και μαζευτεί, τα σύκα ξεραίνονταν στο δώμα κι η καπνοσακούλα του Σωτήρη φούσκωνε σαν γκαστρωμένη απ’ τα ξερά φύλλα. Είχαν αποφάει κι η Αννίβα είχε πλύνει και τακτοποιήσει τις γαβάθες του φαγητού. Το αγοράκι κοιμόταν ήσυχο. Η Ελένη δεν είχε πιάσει το πλεκτό της, αλλά ο Σωτήρης είχε απλώσει τα πόδια του και κάπνιζε, όπως έκανε κάθε απόβραδο. Το αίτημα της Ελένης τον βρήκε απροετοίμαστο. «Η Μαρία πρέπει να πάει σχολείο», του είπε. Έτσι σαν τελεσίγραφο. Σαν μία απόφαση παρμένη από καιρό. Εκείνος αντέδρασε, γιατί δεν του άρεσαν τα ξαφνικά. «Κι έπειτα», της απάντησε, «αφού δεν έχουν πάει οι μεγαλύτερες, γιατί να πάει η Μαρία; Και τι τα θέλουν, παρακαλώ, τα γράμματα κορίτσια πράματα; Για να γράφουν ραβασάκια;» Η γνωστή δικαιολογία. Που θα είχε ακουστεί από δεκάδες, εκατοντάδες πατεράδες εκείνα τα χρόνια. Ύποπτα ήταν τότε τα γράμματα για τα κορίτσια. Αυτωνών η ζωή είχε προδιαγραφεί. Μικρές μικρές παντρεύονταν –όσο πιο μικρές τόσο πιο καλά–, μικρές γίνονταν μάνες κι έτσι προλάβαιναν, αν όλα πήγαιναν καλά και δε χάνονταν σε καμία γέννα, ν’ αποκτήσουν εγγόνια και δισέγγονα, και τρισέγγονα καμία φορά. «Ποιος ο λόγος να μάθουν γράμματα;» μουρμούριζε ο Σωτήρης. «Θα λογαριαστούν ποτέ με τον έμπορα των μαλλιών και θα τις κλέβει στο ζύγι; Ή θα πρέπει να υπογράψουν πουθενά; Κι αν χρειαστεί κι αυτό, καλός είναι κι ο σταυρός. Τι τα θέλουµε τα σχολεία φτωχοί αθρώποι;» «Κι άλλοι είναι φτωχοί», του απάντησε η Ελένη η πεισματάρα, «αλλά στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο». Οι τόνοι ανέβαιναν, τα κορίτσια πήγαν και μούλωξαν πλάι στη μάνα τους. ∆εν ήξεραν αν είχε δίκιο ή άδικο, δεν ήταν σε θέση και σε ηλικία να κρίνουν, όμως ήταν με το µέρος της. Γιατί ήταν μάνα τους κι έβλεπαν τον κόπο της κι ένιωθαν την τρυφερότητά της. Ο πατέρας τους ήταν λίγο απόμακρος. Καλός, ποτέ μέχρι σήμερα δε σήκωσε χέρι να τις χτυπήσει, αλλά δεν είχε πολλά πολλά μαζί τους. Όλο έξω με τα κοπάδια του ήταν κι όλο βιαζόταν και δεν είχε υπομονή με τα κλάματά τους. Η Μαρία ένιωσε ένοχη. Ο καβγάς γινόταν γι’ αυτήν και την έκανε να φοβάται την οργή του πατέρα της. Έσφιγγε το χέρι της μάνας της σαν να ήθελε να της πει: «Mην το παρατραβάς και μου θυμώσει». Απ’ την άλλη όμως λαχταρούσε να μην κάνει πίσω η μάνα της. Είχε τρελαθεί απ’ τη χαρά της στην προοπτική να πάει σχολείο. Να βρεθεί αλλού, μακριά απ’ το βουνό, που η μοναξιά και η ησυχία του την πλάκωνε. Δεν την ένοιαζαν τα γράμματα, που δεν ήξερε και τι εννοούσαν μ’ αυτό, αλλά της άρεσε η αλλαγή, το φευγιό. Ο Σωτήρης νευρίασε για τα καλά, βρόντηξε πίσω του την πόρτα και βγήκε στη νύχτα. Καλύτερα να πήγαινε στα πρόβατά του, που δεν του έφερναν κι αντίρρηση. Έτσι χάρη στο πείσμα της Ελένης αλλά και στη διορατικότητά της, η Μαρία γράφτηκε στο σχολείο του Χωριού. Η συνωμοσία των μανάδων του βουνού έφερε κι άλλα παιδιά βοσκών στο σχολείο. Ένα πανηγύρι ήταν το ξεκίνημά τους για το σχολείο. Οκτώβρης μήνας κι οι οικογένειες των βοσκών έμεναν ακόμα στο βουνό. Τα παιδιά έπρεπε να περπατάνε μια ώρα για να φτάσουν στο σχολείο. Αλλά τους άρεσε τόσο πολύ. Το είχαν δει σαν περιπέτεια. Το σχολείο εκείνα τα χρόνια ήταν πρωί κι απόγευμα. Τα μαθήματα άρχιζαν στις εφτά το πρωί και σταματούσαν στη μία και μισή το μεσημέρι. Τότε έκαναν ένα μεγάλο διάλειμμα κι έτρωγαν το ψωμοτύρι που τους είχε βάλει η μάνα τους στο φέλεγκα, ένα σακούλι από κανναβίτσα, που ήταν και η τσάντα του σχολείου. Μετά συνέχιζαν τα μαθήματα στις τέσσερις και τελείωναν στις έξι το απόγευμα. Νύχτα έφταναν πίσω στον Άγιο Κωνσταντίνο. Έτρωγαν μαγειρεμένο, ζεστό φαΐ και διηγιόντουσαν στ’ αδέλφια τους τα παράξενα που είχαν μάθει.

(…) Η άνοιξη του ’28 ήρθε αθόρυβα, αλλά θα έφευγε με ένταση και καβγάδες για την οικογένεια της Μαρίας. Ο χειμώνας που πέρασαν στο σπιτάκι του Χωριού είχε δημιουργήσει νέες καταστάσεις. Η Αννίκα, δεκατριών ετών πια, είχε ερωτευτεί ένα δεκαεφτάχρονο παλληκαράκι. Πριν καταλάβουν την αιτία, είχαν παρατηρήσει την αλλαγή στη συμπεριφορά της. Η Αννίκα χτένιζε με τις ώρες τα μακριά μαλλιά της πριν τα πλέξει σε κοτσίδες, που τώρα δεν τις άφηνε ελεύθερες, αλλά τις έφερνε γύρω απ’ το κεφάλι σαν φωτοστέφανο. Ήταν ένα πολύ ωραίο κορίτσι, με λευκό δέρμα και υπέροχα μεγάλα μάτια. Αυτά τα μάτια που τα στύλωνε αφηρημένη σ’ ένα σημείο και ξεχνιόταν έκαναν την Ελένη ν’ ανησυχήσει. Ήξερε από τέτοια σημάδια. Είχε υπάρξει κι αυτή ερωτευμένη. Μια νύχτα με τσουχτερό κρύο ακούστηκε έξω απ’ το σπίτι τους μια καντάδα. Κάποιοι τραγουδούσαν:
«Άσπρη σαν τα γάλατα που βγάζουν οι προβάτες,
έτσι σε διάλεξα κι εγώ από πέντε μαυρομάτες».
Η Ελένη πετάχτηκε και βγήκε να δει ποιοι ήταν οι κανταδόροι, αλλά εκείνοι ήταν καλά κρυμμένοι. Γύρισε μέσα και ξαναξάπλωσε χωρίς να πει τίποτα. Ότι το τραγούδι αναφερόταν σε κάποια απ’ τις κόρες της δεν το αμφισβητούσε, έστω κι αν οι μαυρομάτες δεν ήταν πέντε αλλά τέσσερις, επειδή το Ζωοπιάκι είχε πράσινα μάτια. Η λογική την οδήγησε στην Αννίκα. Έτσι εξηγούνταν οι αφηρημάδες της, αλλά και η προθυμία της να κατεβαίνει στον Γιαλό για τα ψώνια. Εκεί θα τον έβλεπε επομένως. Αλλά ποιος δαίμονας ήταν; Και τι έπρεπε να κάνει; Να της ανοίξει συζήτηση και να προσπαθήσει να μάθει ή να κάνει την ανήξερη ελπίζοντας ότι θα περάσει το κακό; Αποφάσισε το δεύτερο. Όπου να ’ταν ο χειµώνας τελείωνε και θ’ ανέβαιναν στο βουνό. Εκεί δε θα μπορούσε να έρχεται ο λεγάμενος και να κάνει καντάδες. Η Μαρία είχε ξυπνήσει και αυτή απ’ τους τραγουδιστές κι είχε σκουντήσει τη Θαρινή με νόημα. Η Αννίκα δεν τους είχε πει τίποτα, αλλά κι αυτές δεν ήταν χαζές. Ήξεραν ότι σ’ εκείνη ήταν αφιερωμένο το τραγούδι. Η Ελένη της έκοψε τα πολλά σούρτα φέρτα απ’ τον Γιαλό, τώρα έστελνε τη Θαρινή για τα ψώνια, κι είχε το μάτι της άγρυπνο πάνω στην Αννίκα. Όταν ανέβηκαν στο βουνό, η Ελένη ανάσανε λίγο. ∆εν ήταν πια η μόνη υπεύθυνη. Ο Σωτήρης ήταν εδώ, ποιμένας προβάτων και θυγατέρων. ∆εν του είπε τίποτα κι όταν τα Σάββατα η Αννίκα κατέβαινε στο Χωριό για να ζυμώσει και να φουρνίσει το ψωμί της βδομάδας, η Ελένη έστελνε και τη Μαρία μαζί της ως φύλακα-άγγελο.Σ’ αυτήν εκμυστηρεύτηκε η Αννίκα το μεγάλο μυστικό. «Ο Θανάσης», της είπε μόνο, όταν εκείνος είχε το θράσος να περάσει απ’ το σπίτι τους μέρα μεσημέρι και να της πει «Kαλημέρα». Απλώς «καλημέρα», αλλά με νόημα. Σαν να της έκανε μια μακροσκελή ερωτική εξομολόγηση. Τ’ ανείπωτα λόγια. Πάντα πιο φλύαρα και διεγερτικά. Αυτό γινόταν κάθε Σάββατο. Ο Θανάσης περνούσε, έλεγε την τρομερή λέξη «καλημέρα» κι η Αννίκα τρελαμένη έβγαινε στην ταρτάνα με τα λουλούδια και τον κοιτούσε αμίλητη. Έπειτα έμπαινε μέσα και ζύμωνε όλο φούρια, ταράζοντας το ζυμάρι με την ταραχή της. Η Μαρία δεν έβγαλε κουβέντα. Ούτε που τη μαρτύρησε στη μάνα τους κι ας ήξερε ότι δεν εκτελούσε τα χρέη της ως φύλακας. Τη γοήτευαν πάντα οι έρωτες. Ατελείωτες ιστορίες είχε ακούσει για ζευγάρια που κλέφτηκαν, και τα έβρισκε όλ’ αυτά πολύ ρομαντικά. Η Μαρία δε μίλησε, αλλά κάποια απ’ τις γειτόνισσες, που όλα τα έβλεπαν κι όλα τα καταλάβαιναν, μίλησε στη νύφη του Σωτήρη, εκείνη στον άντρα της κι αυτός τα πρόφτασε στον αδελφό του. Ο Σωτήρης συννέφιασε και τα έβαλε με την Ελένη. Έπιασε και την Αννίκα κι αφού της τα έψαλε απ’ την καλή, την έκοψε κι απ’ το ζύμωμα.
Η Αννίκα δεν το ’βαλε κάτω. Όσο έλειπε ο πατέρας τους στη βοσκή, όλο έλεγε στη μάνα της «Eγώ όμως θα τον πάρω». Είχε κληρονομήσει εκτός απ’ την ομορφιά και το πείσμα της. Η Ελένη προσπαθούσε να συμβιβάσει τ’ ασυμβίβαστα. Στην Αννίκα έλεγε «Ό, τι πει ο αφέντης σου, ο πατέρας σου» και στον Σωτήρη «Έτσι είν’ αυτά τα πράγματα. ∆ε θυμάσαι τα δικά μας;». Όχι, αυτός δε θυμόταν πια τίποτα. Του είχαν βάλει λόγια και τ’ αδέλφια του, κάτι του είχαν πει για μια θεία του Θανάση –τάχα υπόπτου ηθικής– κι ήταν ανένδοτος. Οι καβγάδες έδιναν κι έπαιρναν στο σπιτάκι. Για ασήμαντη αφορμή. Ο Σωτήρης ρουθούνιζε θυμωμένος κι ήταν πάντα κατσούφης. Τα είχε μ’ όλα τα θηλυκά του σπιτιού του. Με την Ελένη και την Αννίκα που του πήγαιναν κόντρα, με τη Μαρία –το «αμίλητο νερό» την έλεγε πια για τη στάση που είχε κρατήσει–, με τις μικρές, που δεν έφταιγαν σε τίποτα, αλλά αργά ή γρήγορα θα έκαναν κι αυτές τα ίδια, άτιμα θηλυκά. Μόνο το αγόρι του τον παρηγορούσε. Τριών χρόνων ο Βασίλης, με τα πυρετικά μαύρα μάτια της οικογένειας, τον κοιτούσε και του γλύκαινε την καρδιά. Ο Βασίλης, η παρηγοριά του.
Ένα πρωινό η Μαρία είχε πάει με την ελπίδα να μαζέψει άγρια μανιτάρια. Πιο πολύ όμως για να φύγει μακριά απ’ τη βαριά ατμόσφαιρα του σπιτιού. Είχε προηγηθεί πρωί πρωί ένας μεγάλος καβγάς ανάμεσα στον πατέρα της και στην Αννίκα. Εκείνη η ατίθαση είχε δηλώσει «Ή τον Θανάση ή θα σκοτωθώ». Κι ο πατέρας τους έξαλλος την είχε αρπάξει απ’ την κοτσίδα, που λύθηκε απ’ τη βίαιη κίνηση, κι άρχισε να τη δέρνει όπως δεν το είχε κάνει ποτέ ως τώρα. Τρόμαξαν να την πάρουν απ’ τα χέρια του κι έταξαν ένα μπουκάλι λάδι στον άγιο Κωνσταντίνο για να γλυτώσουν τα χειρότερα. Η Μαρία τρέμοντας –πάντα φοβόταν τις φωνές και τις αντιδικίες– τραβούσε μαζί με τις άλλες την Αννίκα να τη σώσει απ’ τα χέρια του. Όταν είχαν τελειώσει όλα, προσωρινά ασφαλώς, γιατί σίγουρα θ’ ακολουθούσαν κι άλλοι καβγάδες, η Μαρία είχε πάρει την απόφασή της. Θα έφευγε. Μόλις έβρισκε την πρώτη ευκαιρία, θα έφευγε. Πού θα πήγαινε, τι θα έκανε, δεν ήξερε. Το μόνο που σίγουρα ήξερε ήταν ότι θα έφευγε.

(…) Το 1930 ήταν χρονιά μεγάλων αλλαγών για τη Μαρία και την οικογένειά της. Ένα βραδάκι του Μαΐου έφτασαν στο βουνό ο γιατρός κι ο παπα-Γιάννης. Κάθισαν και περίμεναν να τελειώσει ο Σωτήρης με το άρμεγμα των ζώων. Η Ελένη είχε καταλάβει το σκοπό της επίσκεψής τους κι είχε αγωνία για το αποτέλεσμα. Όταν ήρθε κι ο Σωτήρης, έδιωξαν τα παιδιά για να συζητήσουν με την ησυχία τους. Το λόγο πήρε ο γιατρός. Είπε τα καλύτερα λόγια για τον Θανάση και την οικογένειά του και κατέληξε ότι η Αννίκα θα ζούσε καλή ζωή μαζί του. Ο Σωτήρης δε σχολίασε, παρά έστριβε καινούργιο τσιγάρο. «Βρε Σωτήρη», ανέλαβε τότε ο παπάς, «έχεις πέντε κορίτσια. ∆εν αρχίζεις να παντρεύεις ένα ένα να ησυχάσεις; Έτσι που πας, θα καταστρέψεις την οικογένειά σου», τόνισε υπονοώντας τους συνεχείς καβγάδες. Ο Σωτήρης τελείωσε το τσιγάρο του, λες κι είχε ανάγκη εκείνη την παράταση χρόνου για να σκεφτεί καλύτερα, και είπε: «Τι μέρα έχουμε σήμερο;» «Σάββατο», απάντησε έκπληκτος ο παπάς. «Την άλλη Κυριακή θα παντρευτούν. ∆ε θέλω να ’ρχεται ούτε αυτός ούτε οι φίλοι του και να μπαίνουν στο σπίτι μου. Έχω κι άλλα θηλυκά παιδιά».
Η Ελένη, ανακουφισμένη απ’ την έκβαση της κουβέντας, φώναξε τα παιδιά και τους ανακοίνωσε τα ευχάριστα. Επιτέλους θα είχαν κι ένα γάμο στο σπίτι έπειτα από τόσες γκρίνιες, δυστυχίες, καβγάδες και δύο κηδείες. Η Αννίκα έλαμπε. Είχε πάρει το μάτι της και τον Θανάση, που της είχε πετάξει πετραδάκια απ’ το μέρος που κρυβόταν. Όταν έφυγαν οι επισκέπτες, άρχισαν οι συζητήσεις. Ο χρόνος πίεζε. Οι μέρες ίσα που έφταναν για τις ετοιμασίες ενός γάμου. Έπρεπε να βγάλουν τα προικιά της Αννίκας, σεντόνια, μπατανίες και κιλίμια, όλα υφασμένα απ’ την Ελένη, ν’ αεριστούν. Θα της έδιναν το σπιτάκι του Χωριού ως προίκα, κι επομένως θα έπρεπε ν’ ανεβάσουν στο βουνό και τα πράγματα που δε θ’ άφηναν μέσα. Έγιναν όλα όπως έπρεπε και μέσα στην προθεσμία. Φίλες, γειτόνισσες και συγγενείς έβαλαν όλες ένα χέρι βοήθειας. Το σπίτι καθαρίστηκε ως την πιο μικρή γωνία του, ρούχα αερίστηκαν, γυαλικά πλύθηκαν, μπακιρικά γυαλίστηκαν. Όλα στην εντέλεια για το νέο ζευγάρι. Η Αννίκα έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Κι αν για τους υπόλοιπους οιδέκα μέρες ήταν πολύ μικρό χρονικό διάστηµα, για την ίδια ήταν χρονιά ολόκληρη. Έφτιαξαν κι έστειλαν στην οικογένεια του γαμπρού τις πιατέλες με τα καλέσματα. Την Παρασκευή, προπαραμονή του γάμου, τρεις ευτυχισμένες παντρεμένες έπιασαν το προζύμι για τα ψωμιά του γάμου, ενώ άλλες έφτιαχναν τα γλυκά. Τα φαγητά, παστίτσιο, γιαπράκια και ψητά στο φούρνο, τα ετοίμασαν τη νύχτα του Σαββάτου. Την Κυριακή έγινε ο γάμος. Στο σπίτι, όπως ήταν τότε η συνήθεια. Ήρθε ο γαμπρός, ο παπάς, ο κουμπάρος κι οι καλεσμένοι όλοι. Μόνο ο Σωτήρης δεν κατέβηκε απ’ το βουνό. Το πείσμα τον κράτησε πάνω, κι όχι –τάχα– τα ζωντανά του. Όσο κι αν προσπάθησε η Ελένη να του αλλάξει γνώμη, δεν τα κατάφερε.
Η Μαρία και οι αδελφές της είχαν βάλει τα καλά τους φορέματα και φορούσαν και παπούτσια. Καμάρωναν την αδελφή τους που παντρευόταν. Η Αννίκα ήταν πανέμορφη με το νυφικό και το πέπλο της. Ψηλή κι ευθυτενής σαν λαμπάδα. Αυτή που στα τριάντα δύο της θα έμενε παράλυτη και θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της σε μια πάνινη πολυθρόνα. ∆εν την ένοιαζε που ο πατέρας της δεν είχε έρθει στο γάμο. Αρκεί που δίπλα είχε τον Θανάση της. Το γλέντι κράτησε ως τα ξημερώματα με χορούς και σπασίματα πιάτων. Έπειτα η Ελένη πήρε τα παιδιά κι ανέβηκαν στο βουνό.
Τώρα τη θέση της Αννίκας στα πρόβατα την είχε πάρει η Μαρία κι ήταν εξαιρετικά δυστυχής. Όταν άνοιξαν τα σχολεία, εκείνη δεν πήγε. Κι έτσι δεν παρακολούθησε την τελευταία τάξη του δημοτικού. Έκλαιγε συνέχεια. Περπατούσε πλάι στα ήρεμα ζωντανά κι έκλαιγε. Άρμεγε κι έκλαιγε. Τυροκομούσε κι έκλαιγε. Ο Σωτήρης νευρίαζε με τη συμπεριφορά της κι η Ελένη την έβλεπε να μαραζώνει και στενοχωριόταν. Καταλάβαινε ότι αυτό το παιδί δεν έκανε για τέτοιες δουλειές. Το μυαλό του ήταν διαρκώς αλλού…