Νύχτωσε
Ακόμη ένας χρόνος… είπε·
Ένας χρόνος περισσότερο στο χρόνο του
Ένας χρόνος λιγότερο απ’ το χρόνο του. Απ’ το παράθυρο είδαμε
Βαρέθηκε τα ποιήματα,
Βαρέθηκε τη μουσική.
Τ’ αγάλματα κωφάλαλα.
Να πιω τον καφέ μου – είπε.
Να καπνίσω το τσιγάρο μου.
Να είμαι, να μην είμαι
Διπλά
Μέσα σ’ αυτή την ησυχία,
Μέσα σ’ αυτό το θαύμα-τίποτα.
Ο μελαγχολικός εξομολογητικός τόνος ενός ηλικιωμένου Ρίτσου, πλησιάζοντας τον θάνατο, μετατρέπεται στη δεύτερη, διορθωμένη, καθαρή γραφή σε ποίημα δραματοποιημένης αποστασιοποίησης από την αρχική συγκίνηση:
Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε.
Κι ούτε που ξέραμε καθόλου
Τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν.
Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν.
Απ’ το παράθυρο είδαμε τους μουσικούς·
Πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο
Εχοντας στους ώμους τους
Τεράστια χάλκινα όργανα.
Μείνε, λοιπόν, εδώ,
Κάπνισε το τσιγάρο σου
Μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη ησυχία
Μέσα σ’ αυτό το θαύμα-τίποτα.
Κωφάλαλα τ’ αγάλματα.
Κωφάλαλα και τα ποιήματα. Νύχτωσε
“Νύχτωσε”, Γιάννης Ρίτσος
Ακούστε το εδώ: