Σαν σήμερα γεννιέται ο Τόμας Μαν, ένας από τους πιο χαρισματικούς γερμανόφωνους συγγραφείς. Μια από τις νουβέλες που έχει γράψει έμελλε να γίνει παγκοσμίως γνωστή και να αποτυπωθεί στην μνήμη των αναγνωστών που θαύμασαν το βιβλίο, αλλά και των θεατών που αγάπησαν την κινηματογραφική μεταφορά του. Μέσα στο σύνολο του έργου του, δεσπόζει, μαζί, ίσως, με το Μαγικό Βουνό ως τα πιο χαρακτηριστικά και ευρέως διαδεδομένα του πονήματα. Ο λόγός, σαφώς για τον θάνατο στην Βενετία, που εμείς διαβάσαμε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Βασίλη Τσαλή και με μια ενδιαφέρουσα εισαγωγή του Δημήτρη Στεφανάκη.
Τη μεγάλη Παρασκευή τα κορίτσια του χωριού σκόρπισαν στα περιβόλια και στις ανθισμένες πλαγιές και χαρούμενα μάζευαν λουλούδια για τον επιτάφιο. Κάθε μία έπρεπε να πάει μιαν ανθοδέσμη στον επιτάφιο της ενορίας της κι είχανε συνορισιό ποια να συνθέσει την ωραιότερη. Εκεί π’ ανθολογούσαν, σιγοτραγουδούσαν κιόλα. Στο ξεστόλισμα του επιταφίου, της κάθε μιας την ανθοδέσμη θα την άρπαζε κείνος που τη ρεγότανε· κι αν ήσαν δυο ή τρεις οι εραστές, μπορούσε να γίνει και μάχη. Ώστε, κοντά στο θρησκευτικό αίσθημα, ήτο και κάποιο άλλο αίσθημα, που κινούσε τους διαλογισμούς των κοριτσιών.
Μια π’ αυτές τις κοριτσίστικες συντροφιές πήρε και μένα στο γύρο των. Σ’ αυτές,
εννοείται, ήτο και το Βαγγελιό. Τα κορίτσια με ρωτούσαν πώς πέρασα στη χώρα.
– Και δεν ανεζήτηξες το χωριό; μου ’πε μια.
Με το κεφάλι έκαμα ναι, αλλά τα μάτια μου στράφηκαν στο Βαγγελιό. Αυτό το κίνημά μου το ’δαν τα κορίτσια και μια ξεφώνησε:
– Μπρε τον πονηρό! Είδετε την αμματιά που τσ’ ήριξε;
Γέλασαν κι αυτή που ’καμε τ’ αναφώνημα είπε στην αδερφή μου.
– Άκου τα συ. Καλύτερα ’πο σένα κι απού τη μάνα του ’χει τη Βαγγελιά. Δε ζηλεύγεις;
– Γιάιντα να ζηλέψω; Εγώ ’μ’ αδερφή του. Εσείς πρέπει να ζηλεύγετε, που απ’όλες σας εδιάλεξε το Βαγγελιό.
– Μα θαρρείς πως δε ζηλεύγομε; είπε άλλο κορίτσι με ειρωνεία. Τέτοιο ντελικανή ποια δε θα τον ήθελε; Μα σα δε μασε μπεγιεντίζει, να σκάσομε μαθές; Μόνο μικιός που μασε πέφτει μια ολιά.
Τώρα, βλέπετε, ήμουν μικρός.
Σ’ αυτό το μεταξύ κάτι μουρμούρισε το Βαγγελιό που δεν τ’ άκουσα, αλλά μάντευσα ότι η ομιλία της ήτο δυσάρεστη. Έπειτα έτρεξε σε μια κουφοξυλιά, καταστόλιστη με τα δαντελωτά λευκά της άνθη. Κι ενώ ψήλωνε, για να φτάξει το άνθος που’θελε να κόψει, έλεγε:
– Τούτονε θα βάλω στη μέση τση ροδαράς μου και γύρου γύρου τ’ άλλα σειρές.
Αλλά μάλλον φαίνεται πως ήθελε να κρύψει την κοκκινάδα που ’χε χυθεί στο πρόσωπό της και να στρέψει αλλού την ομιλία.
Σε λίγο ένα κορίτσι λέγει του Βαγγελιού:
– Δεν είδες πώς ήλλαξε η φωνή του Γιωργιού;
– Πώς ήλλαξε; είπε το Βαγγελιό· φαίνεται όμως ότι πρώτη αυτή ’χε παρατηρήσει αυτή τη μεταβολή κι έκανε πως δεν καταλάβαινε.
– Εχόντρηνε η φωνή του. Μιλεί βραχνά, σαν τα πετειναράκια, όντε πρωτοκρά-ζουνε.
– Αντροπατεί, εξήγησε η αδερφή μου, όπως άκουσε τη μητέρα να λέγει.
Εμεγάλωσε, δεν τονε θωρείς;
Εγώ ο ίδιος δεν είχα προσέξει σ’ αυτή τη μεταβολή της φωνής μου. Αυτή δε η παρατήρηση και τα σχετικά που άκουσα μου ’δωκαν αφορμή κι άλλων σκέψεων.
Συλλογισμένο ήτο και το Βαγγελιό· κι ενώ τ’ άλλα κορίτσια τραγουδούσαν ή έψαλλαν τροπάρια του επιταφίου, αυτή σιωπούσε. Μια στιγμή, σαν να αισθάνθηκα το βλέμμα της, στράφηκα και τα μάτια μας αντικρίστηκαν. Με κοίταζε μελαγχολική, γιατί ’νιωθε την ταραχή μιας καρδιάς, που ’τον ακόμη πολύ παιδική για τέτοια βάσανα· αλλά και διότι στη δική της ψυχή γινότανε πολύ μεγαλύτερη τρικυμία από το αδύνατο αίσθημα όπου την έριξε η μοίρα της, κι άρχιζε να προβλέπει τα βάσανα που την περίμεναν. Σα να ’το μαγνήτης, πάντα κοντά της βρισκόμουν· και μια στιγμή που ’χαμε μακρυνθεί λιγάκι από τις άλλες, σιγοτραγούδησε μια μαντινάδα, που μόνον εγώ άκουσα:
Δεν είναι πόνος να πονεί, πόνος να θανατώνει,
Σαν την αγάπη την κρυφή, όντε ξεφανερώνει.
Έπειτα με κοίταξε και το βλέμμα της έλεγε: «Σε καταλαβαίνω, καημένο παιδί· μα συ πώς να με καταλάβεις;»
Κι η σοβαρότη που ’χε το πρόσωπό της τελείωσε σ’ ένα μελαγχολικό χαμόγελο.
Τα κορίτσια μιλούσαν για το ξεστόλισμα του Εχτάφιου, ως τον έλεγαν· κι αναμεταξύ των πειραζόντανε για τους αγαπητικούς των. Πείραζαν περισσότερο και σκληρά μια άσκημη και παράωρη. Και της απέδιδαν ως εραστήν ένα τραυλό, βραδύγλωσσο κι ηλίθιο, λεγόμενο Δημήτρη κι επιλεγόμενο περιπαιχτικά Φορδακό.
– Βγενιό, της είπε μία, να βάλεις στη ροδαρά σου και καρδαμουλίδες.
– Γιάιντα καρδαμουλίδες; ρώτησε η άλλη.
– Γιατί θ’ αρέσουνε του Δημητρού.
– Οι καρδαμουλίδες τ’ αρέσουνε;
– Δεν αρέσουνε των αφορδακώ;
Το Βγενιό θύμωσε.
– Εκείνος που μ’ αγαπά, μωρή, δεν είν’ αφορδακός. Είναι καλύτερος από κείνο που θα πάρεις εσύ.
Δεν αφήκαν απείρακτο και το Βαγγελιό και μένα μαζί.
– Μη ξεχάσεις να βάλεις χαμηλά τη ροδαρά σου, γιατί δε θα φτάξει το Γιωργιό
και θα τηνε πάρει κιανείς άλλος.
Το Βαγγελιό έκαμε να γελάσει, αλλά φαινότανε πως δεν είχε όρεξη. Στο πείσμα όμως κείνης που ’θελε να με πειράξει γιατ’ ήμουν μικρός, εγώ στο ξεστόλισμα πήρα την ανθοδέσμη του Βαγγελιού. Αλλ’ αν αυτό ήτο για μένα θρίαμβος, πολύ φοβούμαι σήμερο ότι το Βαγγελιό θα αισθάνθηκε κρυφή λύπη, γιατί δε βρέθηκε κανείς νέος να πάρει την ανθοδέσμη της, αλλά την αφήκαν σ’ ένα παιδί δεκατεσσάρω χρονώ…
Απόσπασμα από νουβέλα
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!