Την εποχή του Σαίξπηρ οι επιδημικές εκρήξεις βουβωνικής πανώλης ήταν αρκετά συχνές. Πρόκειται για μια μολυσματική ασθένεια η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο από το τσίμπημα ψύλλων που παρασιτούν σε άρρωστο αρουραίο. Η οξεία λοιμώδης νόσος ενέσκηπτε κατά καιρούς στο ελισαβετιανό Λονδίνο όπου οι συνθήκες υγιεινής ήταν κακές, ενώ παράλληλα δεν υπήρχε αποχετευτικό σύστημα. Τα συμπτώματα περιλάμβαναν πυρετό, ρίγη, πονοκέφαλο, μυϊκούς πόνους και κατά περίπτωση εξογκώματα σε διάφορα μέρη του σώματος, μαυρισμένο δέρμα (εξ ου και «Μαύρος Θάνατος», όπως αποκαλούνταν συχνά), δύσπνοια, απώλεια συνείδησης, παραλήρημα και τελικά θάνατο. Η νόσος κυριολεκτικά «θέριζε» βρέφη και μικρά παιδιά ενώ γενικότερα έπληττε, κατά κανόνα, άτομα ως 35 ετών.
To Όνειρο Θερινής Νυκτός αποτελεί ρομαντική κωμωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Το έργο περιγράφει τις περιπέτειες τεσσάρων νεαρών Αθηναίων και μιας ομάδας ερασιτεχνών ηθοποιών, τη σχέση τους με το Δούκα και τη Δούκισσα της Αθήνας, Θησέα και Ιππολύτη, και με τα ξωτικά ενός δάσους κάτω από το φεγγάρι. Είναι ένα από τα γνωστότερα και πιο πολυπαιγμένα έργα του Σαίξπηρ σε όλο τον κόσμο.
Παρ’ όλο που δεν υπάρχουν γνωστές πηγές για την ίδια την υπόθεση του έργου, τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτό έχουν ρίζες σε κλασικά λογοτεχνικά έργα, όπως η ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης (Μεταμορφώσεις, Οβίδιος). Ο Λύσανδρος ήταν επίσης προσωπικότητα στην αρχαία Ελλάδα, όπως και ο Θησέας, βασιλιάς της Αθήνας, και η γυναίκα του, Ιππολύτη, αρχικά βασίλισσα των Αμαζόνων.
Η υπόθεση
Συνδετικός κρίκος στις τρεις ιστορίες που παρουσιάζονται είναι οι γάμοι του Δούκα της Αθήνας Θησέα και της βασίλισσας των Αμαζόνων, Ιππολύτης. Στην αρχική σκηνή, η Ερμία αρνείται να συμβιβαστεί με την επιθυμία του πατέρα της να την παντρέψει με το Δημήτριο. Ο πατέρας της όμως μπροστά στο Θησέα επικαλείται έναν αρχαίο αθηναϊκό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο η κόρη πρέπει να παντρευτεί το μνηστήρα που διάλεξε ο πατέρας της, αλλιώς αντιμετωπίζει ποινή θανάτου ή ισόβια υπηρεσία στη θεά Άρτεμη.
Έτσι, η Ερμία και ο αγαπημένος της, Λύσανδρος, αποφασίζουν να κλεφτούν και να διαφύγουν τη νύχτα μέσα από το δάσος. Η Ερμία εμπιστεύεται το σχέδιο στην καλύτερη φίλη της, Έλενα, η οποία όμως το μαρτυράει στο Δημήτριο για να κερδίσει την εύνοιά του και να τη διαλέξει. Οι δυο τους ακολουθούν τους δυο αγαπημένους, που ανυποψίαστοι κοιμούνται στο δάσος.
Εν τω μεταξύ, στο δάσος καταφτάνουν ο Βασιλιάς των Ξωτικών Όμπερον και η βασίλισσα Τιτάνια, οι οποίοι έχουν τσακωθεί, γιατί η Τιτάνια αρνείται να δώσει για “ιππότη” στον Όμπερον έναν ακόλουθό της. Ο Όμπερον θέλει να την εκδικηθεί κι έτσι προσλαμβάνει τον σκανδαλιάρη Πακ (ή Πουκ, σε παλαιότερες εκδοχές) για να βρει ένα λουλούδι, ο χυμός του οποίου κάνει όποιον το πιει να ερωτευτεί το πρώτο ον που δει μπροστά του.
Βλέποντας το Δημήτριο να συμπεριφέρεται άσχημα στην Έλενα, ο Όμπερον διατάζει τον Πακ να ρίξει λίγο υγρό στα βλέφαρά του. Κατά λάθος, ο Πακ το ρίχνει στο Λύσανδρο, ο οποίος ερωτεύεται την Έλενα. Ο Δημήτριος ακόμα ακολουθεί την Ερμία και ο Όμπερον θυμώνει, έτσι μαγεύει και τον Δημήτριο. Εξαιτίας του λάθους του Πακ, τώρα και οι δυο άνδρες τσακώνονται για την Έλενα, η οποία όμως πιστεύει ότι την κοροϊδεύουν. Οι τέσσερις χαρακτήρες κυνηγιούνται και τσακώνονται όλη τη νύχτα και αναζητούν μέρος για μονομαχία κι έτσι ο Όμπερον διατάζει τον Πακ να τους κρατήσει χώρια και να ξανα-“μαγέψει” το Λύσανδρο να ερωτευτεί την Ερμία για να αποτρέψει την αιματοχυσία.
Εν τω μεταξύ, μια ομάδα τεχνιτών χαμηλής κοινωνικής τάξης έχουν κανονίσει να στήσουν μια παράσταση με την ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης για το γάμο του Θησέα και τριγυρίζουν μες στο δάσος κοντά στην περιοχή της Τιτάνια. O Πουκ βλέπει τον Νικ Μπότομ, ένα θεατρόπληκτο υφαντή, και μετατρέπει το κεφάλι του σε γάιδαρο. Η Τιτάνια ξυπνάει, και μαγεμένη από το φίλτρο που της έριξε ο Όμπερον, ερωτεύεται τον υφαντή και του συμπεριφέρεται σαν να ήταν ευγενής με όλες τις φροντίδες. Σε αυτή την κατάσταση, συναντάει τον Όμπερον και του δίνει τον ακόλουθο: έτσι ο Όμπερον διατάζει τον Πακ να λύσει τα μάγια από τον υφαντή και την Τιτάνια, καθώς και από το Λύσανδρο.
Τότε, τα ξωτικά εξαφανίζονται και εμφανίζονται στο δάσος για πρωινό κυνήγι ο Θησέας με την Ιππολύτη. Ξυπνούν τους τέσσερις νέους και, καθώς ο Δημήτριος δεν αγαπάει πλέον την Ερμία, ο Θησέας παρακάμπτει την επιθυμία του πατέρα της Ερμίας και ετοιμάζει τους γάμους όλων. Οι τέσσερις νέοι σκέφτονται ότι τα γεγονότα της νύχτας πρέπει να ήταν κάποιο όνειρο. Το ίδιο σκέφτεται και ο Νικ Μπότομ ο υφαντής, όταν ξυπνάει και αυτός. Στην Αθήνα, όλοι παρακολουθούν την παράσταση “Πύραμος και Θίσβη” των τεχνιτών. Είναι εντελώς γελοία και κακοπαιγμένη, αλλά χαίρονται όλοι και αποσύρονται για ύπνο. Με το σκοτάδι, ο Όμπερον κι η Τιτάνια ευλογούν το σπίτι και τους νιόπαντρους, ενώ ο Πακ απευθύνεται σε ένα μονόλογο προς τους θεατές, ενώ πέφτει η αυλαία…
Το έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα αποτελεί την εμβληματικότερη τραγωδία που έγραψε ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ στην αρχή της σταδιοδρομίας του, το 1595. Αφορά δύο νεαρούς κατατρεγμένους εραστές, που ο θάνατός τους τελικά συμβιβάζει τις διενέξεις μεταξύ των φεουδαρχικών οικογενειών τους. Είναι αδιαμφισβήτητα ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του Σαίξπηρ, μαζί με τον Άμλετ και είναι ακόμη ένα από τα συχνότερα εκτελούμενα έργα του. Σήμερα, οι χαρακτήρες του τίτλου θεωρούνται ως αρχέτυπο των νέων εραστών.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ ήταν Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Θεωρείται ευρέως ως ο σημαντικότερος συγγραφέας που έγραψε στην αγγλική γλώσσα και ένας από τους σημαντικότερους δραματουργούς παγκοσμίως. Συχνά αποκαλείται εθνικός ποιητής της Αγγλίας και «Βάρδος του Έιβον». Τα σωζόμενα έργα του, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων συνεργασιών, αποτελούνται από περίπου 38 θεατρικά έργα, σονέτα, δύο μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα και πολλά άλλα ποιήματα. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου και ερμηνεύονται περισσότερο συχνά από τα έργα οποιουδήποτε άλλου θεατρικού συγγραφέα.
«Η αγάπη είναι βαριά και ελαφριά, φωτεινά και σκοτεινά, ζεστά και κρύα, άρρωστοι και υγιείς, κοιμισμένος και ξύπνιος. Είναι τα πάντα εκτός από αυτό που είναι»
Η ιστορία μας μεταφέρει στη Βερόνα της Ιταλίας τη στιγμή που μια αδυσώπητη έχθρα χωρίζει τις αριστοκρατικές οικογένειες των Καπουλέτων και των Μοντέγων. Τη λύση στις διαφορές τους που προκαλούν μεγάλη αναστάτωση, θα προσπαθήσει να δώσει ο άρχοντας της πόλης επιβάλλοντας αυστηρές ποινές σε όποιον συνεχίσει την πολύχρονη βεντέτα.
Ο κόμης Πάρης ζητά σε γάμο την Ιουλιέτα, αλλά ο πατέρας της αρχικά διστάζει γιατί θεωρεί ότι είναι πολύ νέα για να παντρευτεί και τον καλεί στην χοροεσπερίδα των Καπουλέτων.
“Ο εραστής πηγαίνει στην αγαπημένη του με τόσο ενθουσιασμό, όπως ο μαθητής που αφήνει τα βιβλία του. Όταν όμως φεύγει από την ερωμένη του, μοιάζει τόσο δυστυχισμένος, σαν τον μαθητή που πηγαίνει στο σχολείο.”
Τη βραδιά της γιορτής εμφανίζεται απρόσκλητος μαζί με τους φίλους του ο νεαρός Ρωμαίος, ο γιος του Μοντέγου, με σκοπό να δει τη Ροζαλίνα, τον κρυφό του έρωτα και ανιψιά του Καπουλέτου. Εκεί θα γνωρίσει την Ιουλιέτα και την θα την ερωτευτεί παράφορα.
Μονολογεί η Ιουλιέτα κάτω από το φως του φεγγαριού, μετά το τέλος της γιορτής. Ο Ρωμαίος όμως έχει τρυπώσει κρυφά στον κήπο των Καπουλέτων και σύντομα ακολουθεί η περίφημη σκηνή του μπαλκονιού, όπου οι δύο ερωτευμένοι ανταλλάσσουν τρυφερά λόγια αγάπης.
«Αν η αγάπη είναι τυφλή, δεν μπορεί να βρει το στόχο»
Την επόμενη μέρα ο Ρωμαίος τρέχει να βρει τον ιερέα Λαυρέντιο, ζητώντας του να τον παντρέψει με την Ιουλιέτα. Ο ιερέας δέχεται να τελέσει τον γάμο, με την ελπίδα ότι έτσι θα λήξουν οι διαφορές των οι δύο αντίπαλων οικογενειών.
Μετά το μυστήριο ο Ρωμαίος πάει να βρει τους φίλους, αλλά μια διαμάχη έχει ξεσπάσει μεταξύ των νεαρών Μοντέγων και Καπουλέτων. Το τραγικό αποτέλεσμα είναι να σκοτωθεί ο πιστός του φίλος Μερκούτιος από το χέρι του Τυβάλτου. Ο Ρωμαίος τυφλωμένος από εκδίκηση σκοτώνει με τη σειρά του τον Τυβάλτο και εξορίζεται για πάντα από την πόλη.
Ο ιερέας Λαυρέντιος, ο οποίος είναι πρόθυμος να βοηθήσει το ζευγάρι, κρύβει τον φυγά στο κελί του. Ύστερα με τη βοήθεια της παραμάνας της Ιουλιέτας, ο Ρωμαίος καταφέρνει να περάσει τη νύχτα με την αγαπημένη του.
Στο μεταξύ ο Καπουλέτος δίνει τη συγκατάθεσή του για τον γάμο της κόρης του με τον κόμη Πάρη και μαζί κανονίζουν την ημερομηνία. Τα δυσάρεστα νέα αναστάτωσαν την Ιουλιέτα και χωρίς να χάσει στιγμή έτρεξε να βρει τον ιερέα. Ο Λαυρέντιος της δίνει ένα μπουκάλι με υπνωτικό που θα την κάνει να μοιάζει με νεκρή για 42 ώρες. Σύμφωνα με το σχέδιο, όταν η Ιουλιέτα ξυπνήσει από το λήθαργο, ο Ρωμαίος θα την πάρει μαζί του στην εξορία. Η επόμενη μέρα βρίσκει την οικογένεια Καπουλέτου απασχολημένη με τις προετοιμασίες του γάμου, μέχρι που βρίσκουν την Ιουλιέτα άκαμπτη και παγωμένη πάνω στο κρεβάτι της.
«Η αγάπη είναι ένας καπνός που φτιάχτηκε από τις αναθυμιάσεις των στεναγμών»
Το γράμμα του Λαυρέντιου όμως δεν έφτασε στα χέρια του Ρωμαίο και αυτός, πιστεύοντας ότι η αγαπημένη του είναι νεκρή, αγοράζει ένα δηλητήριο και πάει να τη βρει. Στο μαυσωλείο των Καπουλέτων συναντά τον Πάρη και πάνω στην απελπισία του τον σκοτώνει. Ύστερα θρηνώντας πίνει το θανατηφόρο δηλητήριο. Εκείνη τη στιγμή αρχίζει να ξυπνά η Ιουλιέτα και βρίσκοντας τον Ρωμαίο νεκρό, παίρνει το σπαθί του και δίνει τέλος στη ζωής της.
Τα νέα άρχισαν να μαθαίνονται στην πόλη και λίγο αργότερα καταφθάνουν στο μαυσωλείο οι οικογένειες των άτυχων νέων. Ο ιερέας Λαυρέντιος διηγείται την ιστορία τους και μέσα σε πένθιμη ατμόσφαιρα οι δύο οικογένειες τελικά συμφιλιώνονται.
Ο Μάκβεθ είναι η μικρότερη τραγωδία του Σαίξπηρ και πιστεύεται ότι γράφτηκε μεταξύ του 1603 και του 1606.
Πηγές του Σαίξπηρ γι’ αυτήν την τραγωδία ήταν παλιότερες περιγραφές για τον Μάκμπεθ της Σκωτίας, τον Μακντόφ και τον Ντάνκαν Α’ της Σκωτίας. Ωστόσο η ιστορία του Μάκβεθ όπως ειπώθηκε από τον Σαίξπηρ έχει ελάχιστη σχέση με τα πραγματικά γεγονότα της ιστορίας της Σκωτίας, αφού ο Μάκβεθ ήταν ένας θαυμαστός μονάρχης.
Στον κόσμο του θεάτρου, κάποιοι πιστεύουν ότι το έργο είναι καταραμένο και δεν κατονομάζουν τον τίτλο του, αλλά προτιμούν να το αναφέρουν ως “το Σκωτσέζικο έργο”. Εντούτοις, όλα αυτά τα χρόνια το έργο έχει προσελκύσει μερικούς από τους σημαντικότερους ηθοποιούς για τους ρόλους του Μάκβεθ και της Λαίδης Μάκβεθ, έχοντας μεταφερθεί στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, στην όπερα, σε κόμικς κ.α.
Η ιστορία του Μάκβεθ και της Λαίδης Μάκβεθ είναι γνωστή. Η τρέλα της εξουσίας, ο φθόνος, ο φόνος, η ενοχή, η αλαζονεία είναι μερικά μόνο από τα συναισθήματα που πραγματεύεται το έργο.
Ο στρατηγός Μάκβεθ γυρίζει νικητής απ’ τον πόλεμο και τρεις μάγισσες να του ανακοινώσουν την προφητεία τους ότι θα γίνει βασιλιάς. Παρακινούμενος από τη σύζυγό του και από τη φιλοδοξία του, ο Μάκβεθ σκοτώνει το βασιλιά Ντάνκαν, τον οποίο φιλοξενούσε και γίνεται βασιλιάς της Σκωτίας. Θέλοντας να εδραιώσει ακόμη περισσότερο τη θέση του, δολοφονεί και τον στρατηγό Μπάνκο, επειδή θυμήθηκε ότι οι τρεις μάγισσες είχαν προβλέψει, ότι ο στρατηγός θα γεννήσει βασιλιάδες. Από τη δολοφονία ξέφυγε ο γιος του Μπάνκο, ο Μάλκομ. Ο Μάκβεθ συμβουλευόμενος εκ νέου τις μάγισσες του προλέγουν ότι δεν πρόκειται να ηττηθεί “πριν το δάσος Μπέρναμ φθάσει στη Δουνσιναία”.
Στο ίδιο διάστημα, η λαίδη Μάκβεθ βασανίζεται από τύψεις και παθαίνει νευρικές κρίσεις. Ένα βράδυ που υπνοβατεί, βλέπει τα χέρια της βαμμένα με αίμα και πεθαίνει. Ο Μάκβεθ βλέπει ότι ο στρατός που πλησιάζει στον πύργο του, με αρχηγό το Μάλκομ, κρατάει κλαδιά απ’ το δάσος Μπέρναμ, όπως του είχαν πει οι μάγισσες και τότε καταλαβαίνει την προφητεία και σπεύδει να τραπεί σε φυγή. Τελικά μονομαχεί με τον Μακντόφ του οποίου είχε δολοφονήσει τα παιδιά και τη γυναίκα και τελικά ο Μάκβεθ σκοτώνεται με άγριο τρόπο, όπως και τα εγκλήματα που διέπραξε.
2. Ψυχολογική προσέγγιση
O Ουίλιαμ Σαίξπηρ είναι ο πιο γνωστός συγγραφέας στην ιστορία. Ο Σαίξπηρ ήταν μια αληθινή ιδιοφυία που έκανε μια αξιόλογη ανάλυση της ανθρώπινης ψυχής. Οι παρατηρήσεις του ήταν μοναδικές. Παρουσίασε και έπλασε στους λογοτεχνικούς του χαρακτήρες με τόσο φυσικό τρόπο που να εκφράζουν εσωτερικές ψυχικές συγκρούσεις αλλά και τη συμπεριφορά τους δίνοντας μια αισθητική μορφή υψηλής ποιότητας.
Ο ψυχαναλυτής Σίγκμουντ Φρόιντ είδε το έργο του Σαίξπηρ μέσω από τον ψυχαναλυτικό φακό και έκανε ψυχαναλυτική ανάγνωση του έργου του ειδικά τον Μάκβεθ και τον Άμλετ. Η πρώιμη φροϋδική ανάγνωση του Μάκβεθ δίνει έμφαση στην οιδιπόδεια σύγκρουση: τον αγώνα του πατέρα / γιου μεταξύ Μάκβεθ και Ντάνκαν και την πτώση των ηρώων μέσα από μια μοιραία συνείδηση (Favila, 2001). Ο Freud πρότεινε ότι Μάκβεθ και η Λαίδη Μάκβεθ είναι, στην πραγματικότητα, μια ενιαία προσωπικότητα (Chang Gung, 2012). Ο Μάκβεθ έχει προβληθεί ως ένα έργο για το οιδιπόδειο έγκλημα της πατροκτονίας (Krohn, 1986). Ο Φρόιντ το αποκάλεσε «τυφλή μανία καταστροφικότητας» (Freud, 1930). Ο Φρόιντ διευκρινίζει ότι η αποτυχία να παράγουν απογόνους προκαλείται από την εντυπωσιακή μεταμόρφωση του Μάκβεθ μετατρέποντας τον σε σκληρό τύραννο. Ο χαρακτήρας της Λαίδη Μάκβεθ συχνά παρουσιάζεται ως κακός και δαιμονικός (Prins, 2001).
3. Η κοινωνιολογική προσέγγιση
Ο Μακμπέθ είναι ένα αριστούργημα απ΄όλες τις απόψεις. Η καθαρότητα με την οποία αποτυπώνει με θεατρικό τρόπο τόσο ουσιαστικά και εσωτερικά, σχεδόν κρυμμένα πράγματα της ψυχολογίας του καθενός και της ακτινογραφίας της κοινωνίας αυτό το έργο δε μπορείς παρά να σε κάνει να μείνεις άναυδος. Αυτά τα μεγάλα έργα είναι πολύ πιο βοηθητικά για τον άνθρωπο που θέλει να τα ερμηνεύσει παρά προβλήματα
Αν τα δείς χωρίς την παραμορφωτική εικόνα που οι μύθοι κουβαλάνε σε ερμηνεύουν αυτά. Είναι μια αποκρυστάλλωση σπουδαία του ανθρώπινου πνεύματος, σχεδόν ξεπερνάει και τον ίδιο τον συγγραφέα. Όταν ένα έργο μιλάει ακριβώς για αυτή την έλλειψη βεβαιότητας και το πως το καλό είναι κακό και το κακό είναι καλό (τελικά) μπορείς και ξεφορτώνεσαι ένα τεράστιο βάρος των πραγμάτων που σε απασχολούν στη καθημερινοτητά σου. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης της τέχνης. Να μπορείς να εκφράσεις αυτά που δε μπορείς να εκφράσεις στη καθημερινοτητά σου.
Ο Μακμπέθ έχει γραφτεί σε μια περίοδο τρομαχτικής κρίσης. Ηθικής, πολιτικής, προσωπικής κτλ. Είναι η εποχή της Συνομωσίας της Πυρίτιδας. Έχουμε να κάνουμε με ένα ήρωα που είναι ο εκπρόσωπος του κακού και όμως ο τρόπος που τον προσεγγίζει ο Σαίξπηρ μας κάνει να ταυτιζόμαστε μαζί του πολύ περισσότερο από άλλους που είναι θετικοί ήρωες. Το έργο ξεκινάει με ένα εμφύλιο πόλεμο. Επειδή κατά κάποιο τρόπο ο Μακμπέθ νιώθει αδικημένος, έχει κάνει τόσα, έχει βουτηχτεί μέσα στο αίμα και διάδοχος του θρόνου στέφεται κάποιος άλλος, παίρνει τη δικαιοσύνη στα χέρια του και επιταχύνει τις διαδικασίες. Μετά όταν καταφέρνει τον σκοπό του και παίρνει τον θρόνο συνεχίζει να νιώθει αδικημένος και έχεις την αίσθηση πως αυτή η κατάσταση θα συνεχίζεται αέναα. Και έτσι γίνεται τελικά. Η ανασφάλεια είναι ο χώρος των μεγαλύτερων εγκλημάτων. Αν νιώσει κανείς ασφαλής με αυτό που είναι, όποιο και να είναι αυτό, τα βγάζει πέρα.Εαν θεωρήσει πως είναι ανασφαλής επειδή ξαφνικά έχασε κάτι που είχε αυτό μπορεί να τον κάνει εγκληματία, ενώ μπορεί να μην το είχε τόσο πολύ ανάγκη.
Σε όλους μας όταν είμαστε μικροί μας λένε “εσύ θα γίνεις αυτό”. Υπάρχει ένα σπρώξιμο από την οικογένεια “να γίνεις” να φτάσεις κάπου. Αυτό είναι αφύσικο. Δεν αφήνουμε ποτέ τους επόμενους ή οι ίδιοι δεν μπορύμε να αφεθούμε στο ν’ απολαύσουμε, να ζήσουμε. Νομίζουμε πως όταν φτάσουμε στον στόχο εκεί θα είναι η πραγμάτωση. Αυτό είναι μια πλάνη. Πότε φτάνει κανείς κάπου οριστικά; Απλά φτάνουνε τους στόχους μας, τους εκπληρώνουμε και μετά αρχίζει ο επόμενος στόχος νομοτελειακά, σισύφεια. Ο Μακμπέθ μετατρέπεται σε τέρας λόγω του αποκλεισμού του στο δωμάτιο της εξουσίας. Η εξουσία είναι εθιστική. Κάθε μορφή εξουσίας είναι ένα μορφής ναρκωτικό.
Το χαλασμένο κύτταρο του Μακμπέθ είναι ένα πολύ απλό πράγμα. Η ατεκνία του. Δεν έχει πολλά πράγματα που μπορούν να τον συνδέσουν με ένα μέλλον. Έχει μια σύζυγο η οποία που όπως λέει ο Φρόυντ αυτοί οι 2 μπορούν να υπάρξουν μόνο ενωμένοι, ο ένας δεν είναι αρκετός. Αυτό τον ωθεί να ολοκληρωθεί μέσα από αυτόν τον κίβδηλο στόχο της εξουσίας. Η ανάγκη για συγκέντρωση φυσικά δημιουργεί αποκοπή του εξουσιαστή από τη πραγματικότητα. Όσο μεγαλώνει αυτή η κλίμακα η κατάσταση χειροτερεύει. Το να λέμε πως ο ηγέτης έχει αντίληψη της πραγματικότητας είναι αστείο. Ένας άνθρωπος τόσο πολύ κλεισμένος στο εγώ του δεν θα καταλάβει το εσύ, τον άλλο.
Οι υπαρξιακές αποχρώσεις του έργου είναι πολύ έντονες. Αυτό το κυνήγι για την εξουσία αν με κάποιο τρόπο ταυτιστεί με το κυνήγι για την ευτυχία είναι ναρκωτικό, είναι ντόπα. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό. Το δηλώνει κα ο ίδιος σε κάποιο μονολογό του. Έχοντας απολύτη συνείδηση πως αυτή η απόλυτη ανάγκη για επιβεβαίωση αποτελεί μια πλάνη από την οποία δε μπορείς να ξεφύγεις. Ο ίδιος νιώθει με την κυριολεκτική και την γενικότερη έννοια στείρος, ότι όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε αυτόν, σ’ ένα τεράστιο εγώ. Όταν μοιράζεσαι αυτό που είσαι αρχίζεις και έχεις μιαν άλλη σχέση με το άλλο κατ΄ αρχήν. Καταλαβαίνεις ότι δεν είναι τα πάντα προέκταση του εαυτού σου, κατεβάζεις λίγο τις επιδιώξεις σου, στερείσαι αυτό το ναρκωτικό άρα στερείσαι τελικά και τη κάθετη πτώση. Που πάντα επακολουθεί.
Είναι ένας πολύ κανονικός άνθρωπος ο Μάκμπεθ και αυτό είναι που το κάνει συγκλονιστικό το έργο, δεν είναι ένα τέρας σαν τον Ριχάρδο τον 3ο. Ο Μάκμπεθ είναι το κακό που είναι το καλό. Ξεκινάει ως ένας άψογος ήρωας στην αρχή και κάποια στιγμη αρχίζει να φαντάζεται πως αυτά που σκέφτεται μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. από κει και πέρα έχει εξωκείλει, χάνει κάθε συνδεσή του με το πραγματικό. Πράγματι είναι συγκλονιστικό πόσο βαθιά ανθρώπινος είναι. Παρολ’ αυτά είναι αναπόφευκτο να γίνει αυτό που έγινε. Όλοι μας έχουμε βιώσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την άνοδο και τη πτώση του Μακμπέθ πέρα από την στενή έννοια της εξουσίας της πολιτικής. Όλοι έχουμε σφαγιάσει παιρνοντάς το στην πολύ στενή προσωπική έννοια. Δεν είναι μονό η φρίκη του εξολοθρεύω οποιαδήποτε μορφή ζωής προκειμένου να υπάρξω επειδή ξαφνικά βιώνω ένα τεράστιο εσωτερικό φόβο. Όπως λέει ένας μελετητής έχει το φόβο του φόβου, φοβάται μην αποδειχτεί λίγος οπότε διαρκώς μειώνει τους άλλους προκειμενου να αισθανθεί αυτός ανώτερος. Κάτι που είναι γνώριμο στους περισσότερους ως χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης. Δεν θέλουμε να ανέβουμε εμείς, κατεβάζουμε τους άλλους.
Το έργο αυτό είναι ένα από τα πρώτα μπαρόκ έργα, έργο δηλαδή που η έννοια του θεάματος εμφανίζεται πολύ έντονα. Έχει εφέ ο Σαίξπηρ σε αυτό το έργο. Μάλλον πρωτοπαίχτηκε σε κλειστό χώρο αντίθετα από τα περισσότερα του έργα οπότε μπορύσε να χρησιμοποιήσει φωτισμούς, μηχανισμούς που έβγαιναν τα φαντάσματα. Θα λέγαμε πως απαιτεί κατά κάποιο τρόπο την λειτουργία ενός μεγαλύτερου θεάματος οπότε έχουμε κάνει και χρήση κάποιων τέτοιων μέσων. Είναι και θεαματική η παράσταση αλλά περισσότερο για να σχολιάσουμε αυτό το παιχνίδι με την ψευδαίσθηση παρά για να εντυπωσιάσουμε τον θεατή. Αυτός ο συνδυασμός της τρομερής λεπτότητας με τη βαναυσότητα, αυτή η πόλωση είναι βασικό στοιχείο του έργου.
Οι μάγισσες κλείνουν το πρώτο μέρος λέγοντας “Ένα από τα μεγαλύτερα βάσανα των ανθρώπων είναι η σιγουριά” . Αυτή τη στιγμή νιώθουμε πως τα πράγματα καταρρέουν γύρω μας γιατί στην ουσία είχαμε στήσει έναν πύργο από τραπουλόχαρτα. Αυτό κάνει και ο Μακμπέθ, προσπαθεί να στήσει μέσα από μια στρεβλή αίσθηση παντοδυναμίας που έχει ο ίδιος ένα οικοδόμημα το οποίο είναι σαθρό αλλά η συνειδησή του δεν τον εγκαταλείπει ποτέ. Το απόλυτο σχετίζεται πολύ εύκολα με τον φανατισμό. Αυτό είναι κάτι ανησυχητικό σε αυτή την εποχή που διανύουμε. Μήπως από την ανασφαλειά μας θα οδηγηθούμε σε ακραίες επιλογές. Για αυτό και οι αναφορές μας στο μεσοπόλεμο είναι πιο έντονες.
Είναι τρομακτική αυτή η επαναληπτικότητα της ιστορίας και επειδή το έργο μιλάει πολύ για αυτή την κυκλική δικαιοσύνη το έχουμε τονίσει αυτό το χαρακτηριστικό. Διαβάζει κανένας τον Θουκυδίδη λογου χάρη και βλέπει αυτό το κοινό μοτίβο να επαναλαμβάνεται μέχρι τις μέρες μας. Ο Σαίξπηρ σε κάνει να συνειδητοποιήσεις πόσο και η αρνητική στάση είναι απολύτως ανθρώπινη. Το αφύσικο είναι πολύ φυσικό για τον άνθρωπο. Ίσως και να σπρώχνει τα πράγματα μετά από λίγο σε μια νέα φυσικότητα. Ξαναβρίσκουμε τους στόχους τους πιο ουσιαστικούς, αυτούς που μας είχανε κάνει να ξεκινήσουμε και εμείς ως καλλιτέχνες αυτή τη δουλειά.
Ρέπουμε προς την ανασφάλεια και ψάχνουμε τρόπους για να νιώσουμε ασφαλείς, μας λείπουν όλες οι ιδεολογίες, μας λείπει η πίστη. Όχι απαραίτητα θρησκευτική. Δεν πιστεύουμε σε τίποτα, είμαστε κυριολεκτικά στον αέρα. Αυτό είναι κάτι που ισχύει και στην εποχή του Σαίξπηρ πολύ έντονα. Βρισκόμαστε σε μια εποχή τρομερών θρησκευτικών συράξεων στην Ευρώπη. Κατάργηση όλων των βεβαιοτήτων για το τι είναι το σωστό οπότε όταν ζεις έτσι είναι πολύ εύκολο να γίνεις εγκληματίας. Το να μην έχεις κάτι που να σε συνδέει και να θέλεις να διατηρηθεί. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι μετέωρος, δεν μπορεί να ζει χωρίς κάτι το οποίο να τον κρατάει. Ακόμα και η έλλειψη πίστης απαιτεί μια κατασκευή. Το που τοποθετεί κανείς τη πίστη του έχει να κάνει με τη προσωπική επιλογή, κατά τη γνώμη μου εκεί είναι το θέμα της ελεύθερης βούλησης. Ξέροντας πως δεν υπάρχει νόημα τουλάχιστoν εμφανές, εσύ να συνεχίζεις προς τη πλευρά της συνέχισης της ζωής και όχι του μηδενισμού.
Τα φέουδα και οι μεγάλες οικογένειες εκείνης της εποχής συνεχίζουν να υπάρχουν μεταλλαγμένα. Η δημοκρατία είναι ένα πρόσχημα. Αυτό που ζούμε μπορεί να χρησιμοποιεί δημοκρατικούς όρους αλλά έχω την αίσθηση πως δεν μπορούμε να μιλάμε για αληθινή δημοκρατία. Δημοκρατία μπορεί να υπάρξει μόνο σε μικρότερες κοινότητες. Αυτή η δημοκρατία που έχουμε είναι δημοκρατία υπό προυποθέσεις πολλές φορές οδυνηρές κιόλας. Δημοκρατικά μπορεί να λειτουργήσει μια ομάδα 10 ανθρώπων. Ακόμα και η δημοκρατική αρχαία Αθήνα πόσο καιρό κράτησε; Χρειάζεται επικοινωνία η δημοκρατία. Επικοινωνία όχι από τα ΜΜΕ, αληθινή επικοινωνία. Είναι ένα ιδανικό που καλά κάνουμε που είμαστε στραμμένοι προς τα κει αλλά δεν μπορούμε στη πραγματικότητα να την κατακτήσουμε ποτέ καθ’ ολοκληρία. Μπορούμε να τείνουμε προς τα κει.
Οι εποχές, με παραλλαγές, είναι τόσο ταυτισμένες με αυτό το φυσικό-αφύσικο του ανθρώπου που ναι μεν δεν είναι ίδιες αλλά έχουν αναλογίες. Ο δαίμονας της αμφιβολίας είναι αυτός που γεννά σύντομα άνθη και τεράστια ανησυχία. Λέμε τα 60ς, αλλά πόση ταραχή είχε όλη αυτή η άνθηση; Συνήθως νοσταλγούμε και εξωραϊζουμε με τη πάροδο του χρόνου. Μπορεί η δικιά μας εποχή μετά από χρόνια να καταγραφεί ως εποχή άνθησης για τις τέχνες παρ’ όλες τις αναταραχές. Όλος ο μεσοπόλεμος ήταν μια εποχή συγκλονιστικής άνθησης στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική κτλ. Και εμείς εκεί πρέπει να βαδίσουμε. Δεν έχουμε καμιά άλλη επιλογή. Θα υπάρξει η αναγκαιότητα. Πενία τέχνες κατεργάζεται. Είναι απειλητικά, δύσκολα, ζορισμένα τα πράγματα αλλά δε γίνεται αλλιώς. Μιλάω για την ανάγκη διατήρησης της ύπαρξης σε αυτό τον κόσμο. Την σύνδεση με την εσώτερη ομορφιά. Και ενίοτε και την μαχητικότητα. Είναι και αυτό μια έκφανση. Αυτή η αποβλάκωση των τελευταίων ετών που βιώσαμε πολύ έντονα γύρω μας μόνο καλά δεν γεννούσε. Έχουμε χάσει την φάση του αστικού πολιτισμού ως χώρα, βρεθήκαμε από την Αθήνα-χωριό στην Αθήνα που προσπαθεί να είναι μητρόπολη με έναν τρόπο αρχοντοχωριάτικο.
Η απληστία μπορεί να διαφθείρει κάποιον σε τρομακτικό βαθμό και να του καταστρέψει τη ζωή. Η ιστορία του Μάκβεθ είναι ιδιαίτερα διδακτική όταν αναλογίζεται κανείς την παγκόσμια οικονομική κατάσταση των τελευταίων ετών και θα προσθέταμε και την πολιτιστική κρίση, την ηθική παρακμή, τη χαλάρωση των ανθρώπινων δεσμών.
4. Μεταφορά στην “μεγάλη οθόνη”
Στον κινηματογράφο η ιστορία έχει αναβιώσει αρκετές φορές, με κορυφαίες εξ αυτών τις ταινίες δύο σπουδαίων σκηνοθετών, του Ρόμαν Πολάνσκι το 1971 και φυσικά του Όρσον Γουέλς το 1948. Μια πρόσφατη προσπάθεια ήταν αυτή του Τζάστιν Κέρζελ το 2015. Στη διατήρηση του Σαίξπηρ στον κινηματογράφο, κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι διασκευές αυτές ακόμη και αν το κοινό αγνοεί από πού προέρχονται. Με αυτές ο Σαίξπηρ αγγίζει τις μεγάλες μάζες. Δείτε κάποια από τα καλύτερα δείγματα της μεταφοράς αυτής:
1. «Ο θρόνος του αίματος», είναι η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά έργου του Σαίξπηρ από τον Ακίρα Κουροσάβα το 1957, και αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του ιαπωνικού κινηματογράφου. Ο Κουροσάβα εντυπωσίασε θεατές και κριτικούς με την αξεπέραστη διασκευή του «Μάκβεθ» στην φεουδαρχική Ιαπωνία. Η ταινία μεταφέρει τον Μακβέθ στην μεσαιωνική Ιαπωνία όπου ο σαμουράι και έπειτα φεουδάρχης Βάσιζου Τακετόκι, μέσα σε ένα μυστηριώδες και μεταφυσικό κάστρο έρχεται αντιμέτωπος με πολιτικές ίντριγκες και ανεξήγητα γεγονότα. Στο τέλος, ο Βάσιζου πεθαίνει από το ίδιο του το στράτευμα, σε αντίθεση με το πρωτότυπο κείμενο του Σαίξπηρ, που θέλει τον πρωταγωνιστή να σκοτώνεται από τον αντίπαλο του. Πρωταγωνιστούν οι Τοσίρο Μιφούνε, Ισούζου Γιαμάτα, Μινόρου Τσιάκι, Ακίρα Κούμπο και Τακαμάρου Σασάκ.
2. Μια άλλη προσπάθεια είναι ο «Μάκβεθ» (1971) του Ρομάν Πολάνσκι. Ο Ρομάν Πολάνσκι παρουσιάζει μια εφιαλτική εκδοχή της περίφημης σαιξπηρικής τραγωδίας πάνω στις αιματηρές συνέπειες του ασίγαστου πόθου για εξουσία, με φόντο το τραχύ τοπίο της βόρειας Ουαλίας. Ο Τζον Φιντς υποδύεται τον σκοτσέζο ήρωα πολέμου, οι υψηλές φιλοδοξίες του οποίου ανοίγουν ένα μοιραίο κύκλο βίας. Αξίζει να αναφέρουμε πως ο Πολάνσκι ακόμα δεν έχει συνέλθει από την αποτρόπαια δολοφονία της συζύγου του Σάρον Τεϊτ από τον Μάνσον και την παρέα του. Ισως γι’ αυτό, η κινηματογραφική αυτή διασκευή του να είναι τόσο ζοφερή και φρικαλέα…
3.Στην Ινδία παίζονται ο «Μακμπέθ» και ο «Οθέλλος», έστω και διασκευασμένα από τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Μπχαρντουαΐ, σε φιλμ νουάρ ή φαντασμαγορίες τύπου Μπόλιγουντ.
4. Ο Μάκβεθ του Κερζέλ είναι η πιο πρόσφατη κινηματογραφική αποτύπωση του έργου. Φυσικά όλα αυτά καλό είναι να τα γνωρίζει κανείς από την εκ των προτέρων ανάγνωση του «Μάκβεθ» και όχι από την παρακολούθηση της ταινίας, γιατί η φιλμική μεταχείριση του Κερζέλ αποδεικνύεται ελλιπής. Παρ’ όλο που εργάστηκαν τρεις σεναριογράφοι στη μεταφορά του έργου, ο κινηματογραφικός «Μάκβεθ» προκύπτει αναιμικός και παράξενα επίπεδος, με την πλούσια ψυχολογική και συναισθηματική διάσταση του μύθου να παραμένει θολή και αναξιοποίητη κάπου στο φόντο της δράσης.Όσο ικανός φέρεται στο μεταξύ να είναι ο Κερζέλ στον χειρισμό των τεχνικών του μέσων, είναι προφανές ότι το φιλμ που είχε στο μυαλό του στερείται ενός πραγματικού σκηνοθετικού οράματος. Ωστόσο, η ταινία συνιστά ένα ενδιαφέρον εγχείρημα επαναπροσέγγισης του σαιξπηρικού έργου και ανοίγματος του στο ευρύ κινηματογράφο κοινό.
5. Από το πιο πλούσιο σε μονολόγους έργο του μεγάλου Άγγλου δραματουργού, ο Ουέλς (1948) δημιούργησε ηθελημένα ένα ψυχολογικό δράμα. Πολλοί μονόλογοι έχουν μετατραπεί σε εσωτερικούς μονολόγους του Μάκβεθ. Δεν εμφανίζονται πλέον σαν μετάνοια ενός καλού ανθρώπου που έχει τύψεις αλλά σαν σταθμοί της μάχης της συνείδησης με το ασυνείδητο.
Πολλά στοιχεία της ταινίας θυμίζουν τον «Πολίτη Κέιν»: ο πύργος θυμίζει το Ξαναντού, ο Μάκβεθ δεν είναι παρά ένας πρόδρομος του Τσαρλς Φόστερ Κέιν. Η μεγάλη ομοιότητα αυτών των δύο προσώπων είναι η άρρηκτη σύνδεση μεταξύ ανθρώπινου μεγαλείου και τραγικότητας. Το μεγαλείο για τον Ουέλς δεν βρίσκεται στις ηρωικές πράξεις, αλλά στη μοναξιά και στην καταστροφή. Το μεγαλείο βρίσκεται στην αποτυχία.
«Η δουλειά μου αντανακλά την εύθυμη τρέλα, την αβεβαιότητα, την έλλειψη σταθερότητας, το μείγμα κίνησης και έντασης που χαρακτηρίζει τον κόσμο μας. Ο κινηματογράφος οφείλει να εκφράσει όλα αυτά τα πράγματα. Όταν ο κινηματογράφος θέλει να είναι τέχνη, πρέπει να είναι πρώτα απ’ όλα κινηματογράφος, κι όχι κακέκτυπη μίμηση άλλου λογοτεχνικού μέσου. Ο κινηματογράφος είναι ακόμα πολύ νεαρός, και θα ήταν αστείος ο ισχυρισμός ότι δεν είναι δυνατόν να προωθηθεί.» – Όρσον Γουέλς
Ο «Μάκβεθ» δεν είναι απλά κινηματογραφημένο θέατρο. Είναι μια σκληρή προσπάθεια να υπερνικηθεί η ισχυρή αντίσταση ενός υπέροχου έργου ώστε να γυριστεί μια καλή ταινία, ανεξάρτητη από το θεατρικό έργο.
Το, άγριο, πανέμορφο, αλλά εν τέλει αφιλόξενο και πάντα έρημο από ανθρώπους, σκοτσέζικο τοπίο αποτυπώνει την καρδιά των πρωταγωνιστών του. Υγρή από πόθο, λαχτάρα και επιθυμίες, στεγνή όμως από ελπίδα, αγάπη και πίστη.
Οι γκάνγκστερ των ταινιών του 20ού αιώνα έχουν επίσης πολλά κοινά με τους άρχοντες του «Μακμπέθ». Και οι δύο ορκίζονται πίστη στον βασιλιά ή στον αρχινονό και οι δύο εξαφανίζουν οιονδήποτε τους φράζει τον δρόμο για την εξουσία. Είναι αδύνατο να δει κανείς που έχει διαβάσει τον «Μακμπέθ», την καταστροφή του Αλ Πατσίνο στον «Σημαδεμένο» του Μπράιαν ντε Πάλμα και να μη θυμηθεί τις τελευταίες σκηνές του «Μακμπέθ».
Ο Σαίξπηρ είναι βαθύτατα εντυπωμένος στη συλλογική φαντασία· τόσο, ώστε είναι αδύνατο να αποφύγει την επιρροή του και η λαϊκότερη ακόμη ταινία, συνειδητά ή υποσυνείδητα. Οσον αφορά το χάσμα μεταξύ του πραγματικού Σαίξπηρ, αυτόν του θεάτρου και του Σαίξπηρ των κινηματογραφικών διασκευών, ίσως εύστοχα περιγράφει η φράση του Ορσον Ουέλς στον Πίτερ Μπογκντάνοβιτς: «Δεν μπορώ να συγκρίνω ένα σκηνοθέτη του κινηματογράφου με τον Σαίξπηρ. Καμιά κινηματογραφική ταινία, και από αυτές που θα γίνουν, δεν μπορεί να σταθεί στο ίδιο επίπεδο με τον Σαίξπηρ».
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!