1. Τα Αντικλείδια
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. ‘Ομως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
‘Ισως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Γιώργης Παυλόπουλος
Από τη συλλογή “Ποιήματα 1943-2008”, εκδ. Κίχλη
2.Ο ποιητής
Πρέπει να ‘ναι δύσκολη
η δουλειά του ποιητή.
Προσωπικά, δεν το ξέρω.
Εγώ σ’ όλη μου τη ζωή
έγραφα μόνο
κάτι μακριά, απελπισμένα γράμματα
για τις άνυδρες συνοικίες,
τα ‘κλεινα σε μπουκάλια
και τα πετούσα στους υπονόμους.
Τζένη Μαστοράκη
Από τη συλλογή “Διόδια”, εκδ. Κέδρος
3.Ο στρατιώτης ποιητής
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου.
Την μιαν ημέρα έτρεμα,
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο,
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου.
Δεν έχω γράψει ποιήματα,
δεν έχω γράψει ποιήματα,
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω.
Μίλτος Σαχτούρης
Από την συλλογή “Άπαντα 1945-1998”, εκδ. Κέδρος
4.Ο ελεγκτής
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ’ αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.
Μίλτος Σαχτούρης
Από την συλλογή “Άπαντα 1945-1998”, εκδ. Κέδρος
5.Τα δώρα
Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
μιά γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μιά ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής.
Μίλτος Σαχτούρης
Από την συλλογή “Άπαντα 1945-1998”, εκδ. Κέδρος
6.Τρία κρυφά ποιήματα
Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο
που κουβαλάς στον ώμο.
Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα
μπορεί να τύχει να γλιστρήσεις
στους κρατήρες των οβίδων
μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα.
Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια
κι όσο μπορείς μη σκύβεις
για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα.
Βάδιζε πάντα σταθερά
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις
πριν σταματήσει η καρδιά του.
Να εκμεταλλεύεσαι
κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων
για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου
πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων.
Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις
εκεί στην άκρη του νερού
εκεί στη πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.
Προς το παρόν, να ‘σαι πολύ προσεχτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο
που κουβαλάς στον ώμο.
Άρης Αλεξάνδρου
Από την ανθολογία του Αντώνη Φωστιέρη, Η λέξη στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, περ. Η λέξη, τεύχ. 200, Απρίλιος-Ιούνιος 2009
7. Φωτόδεντρο
Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά
και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχειαλφάβητο
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή
συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα
στους καιρούς της λύπης και της εξορίας
Κι η πατρίδα
μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές
φράγκικες ή σλάβικες
που αν τύχει και βαλθείς να την αποκαταστήσεις
πας αμέσως φυλακή
και δίνεις λόγο
Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες
μέσω της δικής σου πάντοτε
Όμως
ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι
που μπορεί να ‘ναι και σε πολυκατοικία
ότι παίζουνε παιδιά
κι ότι αυτός που χάνει
Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς
να πει στους άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια
Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν
στο χέρι τους ένα μικρό
Δώρο ασημένιο ποίημα.
Οδυσσέας Ελύτης
Από τη συλλογή “Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά”, 1971, Συγκεντρωτική έκδοση Ποίηση (πέμπτη έκδοση, 2008), εκδ. Ίκαρος.
8. Άτιτλο
Η ποίηση είναι ένα ταξίδι
Σ’ άγνωστη χώρα.
Η ποίηση είναι ταυτόσημη
Με την παραγωγή ραδίου.
Για μια και μόνο λέξη
Λιώνεις χιλιάδες τόνους
Γλωσσικό μετάλλευμα.
Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι
9. Άτιτλο
Πίσω από την καθημερινή κόλαση των λέξεων
Τα ποιήματα ανασαίνουν ζωντανά και το καθαρό
τους νόημα καθρεφτίζει παντού μια φανταστική
ευτυχία, που ποτέ δε θα πυρποληθεί.
Τάκης Σινόπουλος
10. Άτιτλο
Τι νομίζεις, λοιπόν κατά βάθος η ποίηση
είναι μια ανθρώπινη καρδιά
φορτωμένη όλο τον κόσμο.
Νικηφόρος Βρεττάκος
11. Άτιτλο
Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές δεμένες
στα καμπανάκια των άστρων- αν τους τραβήξεις,
μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.
Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα στην ερημιά
βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάχτυλα
των στίχων τους σ? ένα ρυάκι,
ύστερα χάνονται ονειροπαρμένα μες στο δάσος,
πνίγονται στο χρυσό πηγάδι της σελήνης-
ένα σωστό ποίημα όμως ποτέ δεν καθυστερεί
σε μια γωνιά του ρεμβασμού.
Είναι πάντα στην ώρα του, λέει παρών
στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
Γιάννης Ρίτσος
Από την συλλογή “Ποιήματα”, εκδ. Κέδρος
12. Το πρώτο σκαλί
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Ειπ’ ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
13. Άτιτλο
Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
– Το τι δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά
Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δεν μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω : κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
Μανόλης Αναγνωστάκης
Από τη συλλογή “Ποιήματα 1941-1971”, εκδ. Νεφέλη
14. Άτιτλο
Διερώτηση για μην κάθομαι άεργος
Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ‘μαθα
τι είναι τα ποιήματα.
Είναι πληγώματα
είν’ ομοιώματα
φενάκη
φρεναπάτη;
Φρενάρισμα ίσως;
ταραχώδη κύματα;
τι είναι τα ποιήματα;
Είν’ εκδορές απλά γδαρσίματα;
είναι σκαψίματα;
Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα;
είναι γάζες επιδέσμοι
παρηγόρια ή διαλείμματα;
Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.
Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.
Νίκος Καρούζος
15. Εσύ και το ποίημα
Έρχεσαι και ξανάρχεσαι σ’ αυτή την αίθουσα
τόσο γυμνή που σε κοιτάζουν όλοι
Βασανίζεις τα καθίσματα
σα να βασανίζεις τον ένοχο
Σου λέω να πνίξεις μέσα σου αυτά τα άγρια πουλιά
μα εσύ τα λευτερώνεις.
Γίνεσαι μαύρη από τη λύπη σου
κι έρχεσαι εδώ.
Από καιρό έρχεσαι και ξανάρχεσαι.
Τα γόνατά σου αστράφτουν μέσα στην αίθουσα.
Σου πλένω με τα δάκρυά μου
τα χέρια και τις μασχάλες.
Σου πλένω τα πόδια ως τα βουνά.
Σου χαρίζω την πιο ζεστή μου φωνή για να ντυθείς.
Μα εσύ φεύγεις
όπως ήρθες
γυμνή
για να υπάρχει πάντα ένα Ποίημα
να λέει
για σένα
Τάκης Σινόπουλος
Από τη συλλογή “Η νύχτα και η αντίστιξη”
16. Άτιτλο
Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε
τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ –
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.
Τάσος Λειβαδίτης
17. Άτιτλο
Αν γράφω ποιήματα είναι γιατί το ξέρω
Όλα τ’ αλφάβητα του κόσμου έχουνε λιώσει
Όλες οι λέξεις κι όλ’ οι στίχοι έχουν τελειώσει
Οι μέρες το κουτσό τους πόδι μού χτυπάει την πόρτα
Το λυσσασμένο σάλιο τους το γυάλινο τους γέλιο
Και τα ποιήματα
Τ’ ασημικό που δε θα το πουλήσω
– Ποιος τ’ αγόραζε; –
Μια προδομένη υπόθεση λοιπόν
Μια πλήρης ήττα.
Αντώνης Φωστιέρης
Από τη συλλογή “Σκοτεινός έρωτας”, 1977
18. Άτιτλο
Non multa sed multum (κατάσταση και ανύψωση του Καβάφη)
Κανένας παλαιότερος τόσο σημερινός στη ρωμιοσύνη,
τη γλώσσα τη χειραγώγησε στην ύπνωση
της ακέραιης φλόγας οπού μάταια
σηκώνει των σκοταδιώνε τα καπάκια,
τη γλώσσα του την πήρε δώθε-κείθε και την έκανε
μια σύριγγα για ενδοφλέβιο τραγούδι
καταναλίσκοντας αργά τους δύσκολους
ενιαυτούς των ελληνίδων λέξεων
αποστηθίζοντας ολάκερο το θάνατο
σε δέκα-δεκαπέντε στίχους
μ’ εκείνη τη μαβιά φωτιά στα μάτια του Φερνάζη
με εκλεκτή συγκίνηση με ιδεώδη λάθη
με χάρισμα χαρούμενο στα ερειπωμένα βάθη.
Τι είναι όμως που κομίζει τα ποιήματα
τι είναι που με δαύτα επωάζει την άβυσσο;
Φεγγάρι μου στη σκοτεινιά ζεστό βυζί της νύχτας
τι είναι – λέγε μου εσύ – τα θάλλοντα ποιήματα;
Μην είναι τα ασημοφώτιστα οστά της Ειμαρμένης;
Νίκος Καρούζος
Από τη συλλογή “Αναμνηστική λήθη”, 1982
19.Ο Δαρείος
Ὁ ποιητής Φερνάζης τό σπουδαῖον μέρος
τοῦ ἐπικοῦ ποιήματός του κάμνει.
Τό πῶς τήν βασιλεία τῶν Περσῶν
παρέλαβε ὁ Δαρεῖος Ὑστάσπου. (Ἀπό αὐτόν
κατάγεται ὁ ἔνδοξός μας βασιλεύς,
ὁ Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Εὐπάτωρ). Ἀλλ’ ἐδῶ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ ἀναλύσει
τά αἰσθήματα πού θά εἶχεν ὁ Δαρεῖος:
ἴσως ὑπεροψίαν καί μέθην· ὄχι ὅμως — μᾶλλον
σάν κατανόησι τῆς ματαιότητος τῶν μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται τό πρᾶγμα ὁ ποιητής.
Ἀλλά τόν διακόπτει ὁ ὑπηρέτης του πού μπαίνει
τρέχοντας, καί τήν βαρυσήμαντην εἴδησι ἀγγέλλει.
Ἄρχισε ὁ πόλεμος μέ τούς Ρωμαίους.
Τό πλεῖστον τοῦ στρατοῦ μας πέρασε τά σύνορα.
Ὁ ποιητής μένει ἐνεός. Τί συμφορά!
Ποῦ τώρα ὁ ἔνδοξός μας βασιλεύς,
ὁ Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Εὐπάτωρ,
μ’ ἑλληνικά ποιήματα ν’ ἀσχοληθεῖ.
Μέσα σέ πόλεμο — φαντάσου, ἑλληνικά ποιήματα.
Ἀδημονεῖ ὁ Φερνάζης. Ἀτυχία!
Ἐκεῖ πού τό εἶχε θετικό μέ τόν «Δαρεῖο»
ν’ ἀναδειχθεῖ, καί τούς ἐπικριτάς του,
τούς φθονερούς, τελειωτικά ν’ ἀποστομώσει.
Τί ἀναβολή, τί ἀναβολή στά σχέδιά του.
Καί νά ‘ταν μόνο ἀναβολή, πάλι καλά.
Ἀλλά νά δοῦμε ἄν ἔχουμε κι ἀσφάλεια
στήν Ἀμισό. Δέν εἶναι πολιτεία ἐκτάκτως ὀχυρή.
Εἶναι φρικτότατοι ἐχθροί οἱ Ρωμαῖοι.
Μποροῦμε νά τά βγάλουμε μ’ αὐτούς,
οἱ Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Εἶναι νά μετρηθοῦμε τώρα μέ τές λεγεῶνες;
Θεοί μεγάλοι, τῆς Ἀσίας προστάται, βοηθῆστε μας. —
Ὅμως μές σ’ ὅλη του τήν ταραχή καί τό κακό,
ἐπίμονα κ’ ἡ ποιητική ἰδέα πάει κ’ ἔρχεται—
τό πιθανότερο εἶναι, βέβαια, ὑπεροψίαν καί μέθην·
ὑπεροψίαν καί μέθην θά εἶχεν ὁ Δαρεῖος.
Κωνσταντίνος Καβάφης
20. Άτιτλο
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν ταβρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα
Όπως τα πεύκα κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
Γιώργος Σεφέρης