Το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν: μια ηθογραφία τριών πράξεων

Ο θεατρικός συγγραφέας, Παντελής Χορν, έπειτα από δέκα συνολικά έργα που δε γνώρισαν την αναμενόμενη επιτυχία, το 1921 , τη χρονιά δηλαδή που γεννήθηκε ο δεύτερος γιός του ο Δημήτρης Χορν, γράφει τη δεύτερη -μετά τους «Πετροχάρηδες»- διαχρονική επιτυχία του. «Το φιντανάκι», αθηναϊκή ηθογραφία 3 πράξεων. Το έργο ανεβαίνει από το θίασο της Κυβέλης, (χωρίς όμως να παίξει εκείνη), τον Σεπτέμβρη του 1921. Πρωταγωνιστούσαν ο Αιμίλιος Βεάκης και η Σαπφώ Αλκαίου. Γνώρισε αμέσως και από το κοινό και από τους κριτικούς θερμή υποδοχή. Βραβεύτηκε μάλιστα στον Αβέρωφειο διαγωνισμό του 1922. Το θεατρικό έργο το διασκεύασε αργότερα ο συγγραφέας του, σε μυθιστόρημα, το οποίο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα», τον χειμώνα του ίδιου χρόνου.

Το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν αποτελεί ένα δραματικό έργο της αθηναϊκής γειτονιάς του μεσοπολέμου και γράφτηκε το 1921. Το θέμα είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα της εν λόγω εποχής. Οι οικονομικές όσο και οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη, όπως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και εκβιομηχάνιση, επηρέαζαν ουσιαστικά και ριζικά (και) τα πολιτιστικά δρώμενα. Η Ελλάδα, επίσης, βίωσε τον εθνικό διχασμό μετά τη μικρασιατική καταστροφή, όπως και την απογοήτευση για τον μεγαλοϊδεατισμό και τις εδαφικές της διεκδικήσεις. Παράλληλα, η αστάθεια σε όλα τα επίπεδα της ζωής, αποτέλεσε αιτία για οικονομικό μαρασμό, όπως και για μια σειρά αδιέξοδων πολιτικών επιλογών. Το αποτέλεσμα ήταν να αναδυθούν σημαντικά εσωτερικά προβλήματα, που κατέληξαν σε δικτατορίες αλλά και εμφύλιο σπαραγμό.

Η υπόθεση του έργου

Βρισκόμαστε σε μια αυλή στην Πλάκα λίγο καιρό πριν από την Μικρασιατική καταστροφή. Η Τούλα, (το νεαρό φιντανάκι), φτωχή μοδίστρα, κόρη του ταχυδρόμου κυρ- Αντώνη, θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο του Γιάγκου, ενός νέου άνεργου μάγκα (κουτσαβάκης). Ο Γιάγκος θα προδώσει τον έρωτά της για χάρη της Εύας, που εκτός από όμορφη έχει και πολλές γνωριμίες που ίσως φανούν χρήσιμες στον Γιάγκο. Η Τούλα όμως, περιμένει το παιδί του. Μπροστά στο σκάνδαλο και με προτροπή της κυρά-Κατίνας, μιας γυναίκας ελαφρών ηθών- ο κυρ-Αντώνης θα καταχραστεί χρήματα της υπηρεσίας του, με κίνδυνο να οδηγηθεί στη φυλακή. Στο τέλος του έργου, ο κυρ-Αντώνης πεθαίνει, πληγωμένος βαθιά στην αξιοπρέπειά του, και η Τούλα ακολουθεί τον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της, Γιαβρούση προκειμένου να της εξασφαλίσει μια ζωή μακριά από τις οικονομικές δυσχέρειες.

Ηθογραφία

Στο Φιντανάκι, κάτω από το επίχρισμα της «αθηναϊκής ηθογραφίας», βρίσκεται η δυναμική ενός οικογενειακού και κοινωνικού δράματος, από την οποία το έργο αντλεί όλη τη διαχρονική αξία και ζωντάνια του. Ωστόσο, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο όρος ηθογραφία δεν αποτελεί επί της ουσίας θεατρικό είδος ενταγμένο στην κατηγοριοποίηση της δραματουργίας, όπως η κωμωδία ή το ιστορικό δράμα, αλλά αποτελεί αναφορά στη δραματουργική θεματική παραγωγή της συγκεκριμένης εποχής.

Η απλή καθημερινή ιστορία της Τούλας και του κυρ-Αντώνη στη γραφική γειτονιά, μοιάζει να περιγράφει ένα μικρόκοσμο, συνηθισμένα περιστατικά με τύπους λαϊκούς από τη σκοπιά μιας φωτογραφικής απεικόνισης των ηθών. Μοιάζει επίσης να ρέπει προς το μελόδραμα, στοιχείο κληροδοτημένο από τον 19ο αιώνα, με τους καλούς και κακούς σε θεμελιακή αντιπαράθεση, με την ατιμασμένη κόρη και τον πικραμένο πατέρα, τη φτώχεια, την πορνεία, τον προδομένο έρωτα. Όμως ο Π. Χορν ούτε στη φολκλορική επιφάνεια της αυλής στέκεται, ούτε την ηθικοπλαστική έκβαση του μελοδράματος υπηρετεί. Δε λειτουργεί με την επιθυμία του κοινού αισθήματος δικαίου και την ψευδαίσθηση ότι η διασαλεμένη τάξη τελικά θα αποκατασταθεί υπέρ των αθώων και τιμίων, του αδικημένου και του θύματος.

Το έργο είναι βαθύτερα ρεαλιστικό στον βαθμό που, ξεκινώντας από μια κλειστή ανθρωπογεωγραφία, ξανοίγεται χωρίς προκαταλήψεις προς τα κοινωνικά προβλήματα, τις συγκρούσεις συμφερόντων και τις διαπροσωπικές αντιθέσεις, οι οποίες όχι απλώς δεν είναι εποχιακές ή πρόσκαιρες, αλλά βρίσκονται σταθερά στη βάση της αστικής κοινωνίας και ιδεολογίας.

Κεντρικό σημείο του συγκεκριμένου δράματος αποτελεί η ηθική καταρράκωση των πρωταγωνιστών, που αποτελούν θύματα του κοινωνικού και οικονομικού μαρασμού: «Δε βαριέσαι, ο μισθός τιποτένιος. Τα τυχερά πότε είναι και πότε δεν είναι … τι τα θες δεν είμαστε τυχεροί», είναι τα λόγια του κυρ- Αντώνη για την κακοτυχία που κατατρέχει τους μεροκαματιάρηδες της αυλής, λόγια που ο Χορν χρησιμοποιεί για να τονίσει την οικονομική ανέχεια που τους διακρίνει. «Τόσες χιλιάδες περνάνε από τα χέρια σου. Ποιος έχει το μέλι στα δάκτυλά του και δεν το γλύφει;». Αυτά είναι τα λόγια της Φρόσως, από την άλλη πλευρά, λόγια που αποτελούν χαρακτηριστική εικόνα, της χαμένης ηθικής, της παρακμής των αξιών, από πεινασμένους -υλικά και πνευματικά- ταλαίπωρους ανθρώπους. Ανθρώπους που έχουν παραμερίσει τις ατομικές -κάθε είδους- αναστολές, προκειμένου να ζήσουν το ελάχιστα ευτυχέστερο, πέρα από την καθημερινή αθλιότητα που τους σκοτώνει.

Δεν ωραιοποιεί ο Π. Χορν τα γεγονότα. Αντίθετα, τα παρουσιάζει με ιδιαίτερο ρεαλισμό, παρουσιάζει συναισθηματικές εξάρσεις που προβάλλουν την οδύνη με έντονο τρόπο, καθώς οι πρωταγωνιστές του αργά ή γρήγορα, θα ακολουθήσουν την άτυχη κατά τα λόγια του κυρ-Αντώνη μοίρα τους.


Ανακεφαλαιώνοντας, στο συγκεκριμένο θεατρικό έργο προσεγγίζονται ζητήματα της νεο-αστικής ηθογραφίας του μεσοπολέμου βάσει των κοινωνικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών των οποίων προέκυψαν. Είναι ένα γεγονός που συμβαίνει στις περιόδους των μεγάλων πολεμικών συρράξεων και κοινωνικών αναταραχών. Στην ελληνική πραγματικότητα μιας ταραγμένης ιστορικά εποχής, η τέχνη του θεάτρου έχει να παρουσιάσει σημαντικά έργα τα οποία σφράγισαν με τον τρόπο τους την συγκεκριμένη περίοδο και έμειναν παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές των θεατρικών καλλιτεχνών. Το «Φιντανάκι» γνώρισε επίσης μεγάλη επιτυχία διασκευασμένο ως οπερέτα από τον μουσικοσυνθέτη Μίμη Κατριβάνο.

Απόσπασμα από το έργο

ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
Η σκηνή παριστάνει αθηναϊκή αυλή. Δεξιά, τελευταίο πλάνο, η μεγάλη πόρτα της εισόδου, και άμα είναι ανοιχτή, στο φόντο φαίνεται η πόρτα της αντικρινής ταβέρνας και κανένα τραπεζάκι. Στο βάθος το διαμέρισμα της κυρα-Κατίνας· μια πόρτα και παράθυρο προς την αυλή. Στο βάθος, δεξιά απ’ την πόρτα, η σκάλα που πάει στο πρώτο πάτωμα, εκεί που είναι το διαμέρισμα της Εύας. Φαίνεται στο ύψος του πρώτου πατώματος η πόρτα, το παράθυρο και το μπαλκόνι-χαγιάτι, σαν συνέχεια της σκάλας. Αριστερά, στο πρώτο πλάνο, το διαμέρισμα του κυρ Αντώνη· μια πόρτα και παράθυρο στην αυλή. Αριστερά, στο βάθος, ένα πέρασμα σαν συνέχεια της αυλής, όπου φαίνονται διάφορα ρούχα απλωμένα σε σχοινί. Κάτω από το διαμέρισμα της Εύας, στο βάθος, διάφορες πόρτες και παράθυρα άλλων διαμερισμάτων, αριστερά. Η πόρτα του πλυσταριού και πηγάδι με μαγγάνι δεξιά· μπροστά στο πλυσταριό, απάνω σε κάσες, μια σκάφη με ρούχα μέσα. Μπρος στην πόρτα μουριά, διάφορες γλάστρες μπροστά από τα σπίτια στα παράθυρα, στο χαγιάτι και ψηλά στο πεζούλι της μάντρας, απάνω απ’ την πόρτα. Καρέκλες μπρος από τα σπίτια, και τραπεζάκια.
[…]
Κατίνα: Καλώς τον κυρ Αντώνη. Πώς τα πάμε;
Αντώνης: Ας τα λέμε καλά. (Προς τα μέσα.) Περιμένω έξω τον καφέ και το γλυκό.
Τούλα, από μέσα: Έφτασα.
Κατίνα: Ζέστη σήμερα.
Αντώνης: Καμίνι. Και πού δεν έχω να πάω. (Χτυπάει τη σάκα του [του ταχυδρόμου] με χειρονομία ανάλογη.) Να, επιταγές έχω να πληρώσω. Είκοσι μονάχα από την Αμερική.
Κατίνα: Δεν χάθηκε ο κόσμος. Πας και αύριο το πρωί με το δροσό.
Αντώνης: Α! μπα μπα! Να ξεμπερδέψω μια ώρα αρχύτερα! Έγειρα λίγο να ησυχάσω, μα πού να κλείσω μάτι… Κάτι μ’ έκαιγε μέσα.
Κατίνα: Η ζέστη βλέπεις. (Η Τούλα μπαίνει με το δίσκο.)
Αντώνης: Ποια ζέστη; Όσο νιώθω πως κρατάω ξένα λεπτά απάνω μου. (Παίρνει γλυκό, πίνει νερό.) Αχ! Κι έπειτα, με περιμένουν όλοι σαν Θεό που λες, κυρα-Κατίνα. (Χτυπάει τη σάκα.) Εδώ είν’ οι νόμοι και οι προφήται. (Βγαίνει η Φρόσω κι αρχίζει να πλένει.) Ποιος ξέρει πόσοι θα μείνουν απόψε χωρίς ψωμί, αν εγώ το ρίξω βαριά… Ο πατέρας, ο άντρας, ο αδελφός εκεί κάτω στη ξενιτιά εφρόντισε, ίσως στερήθηκε, για να στείλει. Κι εγώ ν’ αμελήσω… Θα ήθελα να κάνουν το ίδιο και στην Τούλα μου;
(Η Τούλα μπαίνει μέσα και ξαναβγαίνει με τη μηχανή του ραψίματος. Τα ‘βαλε σε μια καρέκλα κι έπειτα κάθεται σ’ ένα σκαμνί και ράβει.)
Κατίνα: Τουλάχιστον ικανοποιείσαι καλά;
Αντώνης: Δε βαριέσαι, ο μισθός τιποτένιος. Τα τυχερά πότε είναι, πότε δεν είναι. Αν ικανοποιόμουνα, θ’ άφηνα τη γυναίκα μου και την κόρη μου να δουλεύουν; Τι τα θες, δεν είμαστε τυχεροί. Προχτές ακόμα ο Κωστής ο Πικραμένος άνοιξε μαγαζί στην οδό Ευαγγελιστρίας. Τον είχα τσεράκι στο δικό μου μαγαζί. (Στη Φρόσω.) Τον θυμάσαι;
Φρόσω: Τι βγαίνει, αν εγώ τον θυμάμαι; Εσύ να θυμηθείς τις προκοπές σου. (Στην Κατίνα.) Ντρεπότανε του λόγου του να ζητήσει τα βερεσέδια, κι έτσι μια μέρα βγάλανε το μαγαζί στο σφυρί. Και τώρα τα ίδια. Τόσες χιλιάδες περνάνε από τα χέρια του. Ποιος έχει το μέλι στα δάχτυλα και δεν το γλείφει;
Αντώνης, με αγανάκτηση: Μα γυναίκα αυτά είναι μετρημένα χρήματα. Και να ‘θελα, πώς μπορούσα;
Φρόσω: Άλλοι όμως, πώς τα καταφέρνουνε;
Αντώνης: Μα πώς είναι δυνατόν;
Φρόσω: Αμ βέβαια, τι κατάφερες εσύ, στη ζωή σου;
Αντώνης: Εγώ; Έχεις και παράπονα κιόλας που γέρος άνθρωπος γυρίζω μες στους ήλιους; Άρρωστος με σακατεμένη καρδιά.
Φρόσω: Ποιος σου φταίει; Από το κεφάλι σου!..
Τούλα: Κουράζεται τόσο πολύ ο πατέρας για μας.
Αντώνης: Έλα δω! Έλα δω, παιδί μου, εσύ, μονάχη μου παρηγοριά.
Φρόσω, στην κόρη της: Και τι με κόφτει εμένα. Εγώ την πέρασα τη ζωή μου. Εσύ, που θα μείνεις στο ράφι να ιδούμε.
Αντώνης, αφήνει την κόρη του και σηκώνεται: Μια στιγμή ησυχία δεν μ’ αφήνεις. Μα πώς; Είκοσι χρόνια τώρα δεν μπορέσαμε να συνεννοηθούμε και θα συνεννοηθούμε σήμερα;
Φρόσω: Πώς να συνεννοηθεί κανείς μ’ έναν άνθρωπο σαν κι εσένα, που πήρε αποκοπή την τιμιότη;
Αντώνης: Τώρα το ‘πες καλά. Βέβαια, εσύ, δεν ήσουνα συνηθισμένη σ’ αυτό το φρούτο… νόμισα πως θα σ’ αλλάξω, μα γελάστηκα.
Φρόσω: Αν δεν σ’ άρεσα μπορούσες να μη μ’ έπαιρνες! Μα βλέπεις, στάθηκα άτυχη να μπλέξω μ’ εσένα.
Αντώνης: Στάθηκες εσύ… Εσύ, άτυχη! Καλύτερα να σωπάσουμε· ίσαμ’ εδώ.
Φρόσω: Όχι… να μιλήσεις… Τι έχεις να πεις;
Αντώνης: Τίποτα! Τίποτα!
Φρόσω: Δε σε συμφέρει βλέπεις.
Αντώνης: Ίσως είναι κι έτσι… Δε με συμφέρει… Σήμερα πια, βέβαια, δεν με συμφέρει. Ένα μόνο ξέρω, πως σαν κλείσω τα μάτια μου θ’ αφήσω στο κορίτσι μου ένα τίμιο και καλό όνομα.
Φρόσω: Καλύτερα να της άφηνες μερικές χιλιαδούλες.
Αντώνης, στην πόρτα: Ω! δεν ξέρεις κι άλλο τίποτα· ο νους σου όλο στο χρήμα.
Φρόσω: Βέβαια, άμα τα βρίσκεις σκούρα, το σκας.
Αντώνης: Καλύτερα να ‘φευγα για πάντα, βαρέθηκα. Βαρέθηκα πια. (Χάνεται απ’ την εξώπορτα.)

Ακούστε εδώ το έργο από το Ραδιοφωνικό Θέατρο:

Πηγή: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΧΟΡΝ “ΤΟ ΦΙΝΤΑΝΑΚΙ” – ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ

Οι εικόνες του άρθρου προέρχονται από τις παραστάσεις στο θέατρ