60 χρόνια ποίησης στο έργο του Γιώργη Παυλόπουλου

Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας το 1924. Εκεί τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Νομική Σχολή Αθηνών, τις οποίες αργότερα εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ποίηση. Για να καλύψει, ωστόσο, βιοποριστικές ανάγκες εργάστηκε για πολλά χρόνια ως λογιστής και γραμματέας στα ΚΤΕΛ Ηλείας. Οι πρώτες δημοσιεύσεις του έγιναν το 1943 στο περιοδικό “Οδυσσέας” που εξέδιδε με τους φίλους του στην γενέτειρά του. Υπήρξε στενός φίλος του Τάκη Σινόπουλου, με τον οποίο συνεργάστηκαν και στην πειραματική γραφή από κοινού ποιημάτων, τα οποία συμπεριελήφθησαν στο έργο του τελευταίου. Διατηρούσε, επίσης, στενές σχέσεις με τους πεζογράφους Νίκο Καχτίτση και Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο, αλλά και με τον ποιητή Γεώργιο Σεφέρη.

Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Με μόλις έξι βιβλία σε μια ποιητική διαδρομή εξήντα χρόνων γίνεται αντιληπτό ότι ο ποιητής υπήρξε ολιγόγραφος. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες ενώ συμπεριλήφθηκαν σε σχολικά εγχειρίδια. Συμμετείχε ενεργά σε συνέδρια και παρουσιάσεις ποιητών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων. Πέρα από την ποίηση ασχολήθηκε και ερασιτεχνικά μεν με την ζωγραφική. Με τη φροντίδα κάποιων φίλων του, πίνακές του εκτέθηκαν στην ΙΘ’ Έκθεση ζωγραφικής το 1977.

Τα ποιήματά του, όλα σε ελεύθερο στίχο, έχουν έντονα βιωματικό χαρακτήρα. «Αυτό που γράφω το έχω ζήσει», είχε πει ο ίδιος. Στα πρώτα του ποιήματα σκιαγραφούνται οι τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στα τελευταία του ποιήματα, ο λόγος του επικεντρώνεται στις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου: τον έρωτα και το θάνατο. Χαρακτηρίζεται για την αγωνιστική του διάθεση, την καταγραφή γεγονότων του πολέμου και του εμφυλίου αλλά και τον ενθουσιασμό του για έναν καλύτερο κόσμο.

Όπως οι άλλοι ποιητές της γενιάς του, έτσι κι εκείνος αντλεί τα θέματά του από ένα οδυνηρό βιωματικό υπόστρωμα, συγκροτημένο από κοινές μνήμες της μετακατοχικής εμφυλιακής περιόδου, που υπήρξε καθοριστική για την διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας. Το έργο του συνιστά προϊόν κατεργασίας του προσωπικού βιώματος με εντονότατες ιστορικοκοινωνικές διαστάσεις και ηθικές- υπαρξιακές προεκτάσεις, με γνώμονα την ιδιαίτερη ευαισθησία του ποιητή σχετικά με τον ρόλο και τους μηχανισμούς της ποιητικής τέχνης.

Η ποίηση βγαίνει κατευθείαν από το ζόφο του μεσοπολέμου. Έγραψε ποιήματα, τα οποία συντονίζονται κυρίως με αλγεινά βιώματα από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο της Αντίστασης και τον Εμφύλιο του αδελφοκτόνου αίματος. Τα θέματά του είναι μικρά πένθη για τους νεκρούς αντάρτες και μεγάλες ελεγείες για το αδικαίωτο όραμα της Αριστεράς. Έχει πει ο ίδιος: “Περιμέναμε μια δικαιώση των αγώνων της Αντίστασης στο γενικό σκοτάδι που ερχόταν και το βλέπαμε εκείνα τα χρόνια. Πάντα απειλεί ένα σκοτάδι τον κόσμο. Σήμερα δεν βλέπω από πουθενά φως.”

Επιλέγει να καταθέτει την μαρτυρία του μέσα από έναν μύθο, δίχως ευθεία αναφορά σε τόπο και χρόνο. Ο ποιητικός του κόσμος είναι ονειρικός, αλλά συντίθεται από πραγματικά υλικά. Διακρίνεται από ήπια δραματικότητα, διαποτίζεται από αισθησιασμό. Η άμεση, λιτή επικοινωνιακή γλώσσα που κατέκτησε περίοπτη θέση στα ελληνικά γράμματα χωρίς ποτέ να απομακρυνθεί από τον ξεχωριστό του τόπο.

Ξεφυλλίζοντας την ξεχωριστή συλλογή των ποιημάτων του “Ποιήματα 1943-2008” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη μεταφέρεται σε ένα σύμπαν στο οποίο κυριαρχεί το όνειρο και η αίσθηση του ανικανοποίητου. Σε όλα αυτά υπάρχει μια δραματικότητα που δεν καταλήγει ευτυχώς σε μελοδραματισμό. Παντού είναι έκδηλη η φιλοσοφική διάθεση, ενώ ο λόγος είναι αλληγορικός, συμβολικός με μια διάχυτη υπαινικτικότητα. Χρησιμοποίει εν γένει καθημερινό λεξιλόγιο, χωρίς βερμπαλισμούς και αφύσικες πομφόλυγες. Λιτός, απλός, σαφής οδηγείται αναπόφευκτα σε έναν τόνο εξομολογητικό που θυμίζει περισσότερο πεζογράφημα παρά ποίημα. Το ύφος του είναι επί το πλείστον κουβεντιαστό και η σκέψη του αποδίδεται ιδιαίτερα παραστατικά.

Θα έλεγε κανείς πως πλην του εμφύλιου σπαραγμού, την ποίησή του διατρέχει ένα διαχρονικό δημιουργικό ταξίδι, μια προσπάθεια συνομιλίας με το άπιαστο ποιητικό φαινόμενο, μια αέναη προσέγγιση της ποιητικής τέχνης. Πολλές φορές χρήζει πρωταγωνιστή τον επίδοξο δημιουργού, στο πρόσωπο του οποίου πιθανολογούμε ότι αντανακλάται ο ίδιος ο ποιητής. Ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να συμμετάσχει σε αυτή την επιχείρηση διαλόγου και να προβάλλει πάνω στο ποιητικό υποκείμενο τις δικές του σκέψεις και αμφιβολίες.

Μας απαντά μέσα από τα ποιήματά του τι είναι εν τέλει η ποίηση. Μια πόρτα ανοιχτή; Ένα άγαλμα; Μια πράξη ερωτική; Αυτό θα το επιλέξει ο αναγνώστης. Ας πάρουμε, όμως, μια ιδέα μέσα από τα λόγια του ποιητή: «Ἂν ἕνα πουλὶ μποροῦσε νὰ πεῖ μὲ ἀκρίβεια τί τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸ κάνει νὰ τραγουδάει, δὲν θὰ τραγούδαγε». […] Παραλλάζοντας αὐτὴ τὴ σημείωση τοῦ Πὼλ Βαλερύ, ἡ ὁποία παραπέμπει ἀμέσως στὸν Ποιητὴ καὶ στὴν Ποίηση, θὰ λέγαμε: «Ἂν ἕνας ποιητὴς μποροῦσε νὰ πεῖ μὲ ἀκρίβεια τί γράφει, γιατί γράφει καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν κάνει νὰ γράφει, δὲν θὰ ἔγραφε».

Κι ἐγὼ τώρα δὲν ξέρω νὰ σᾶς πῶ τί εἶναι Ποίηση καὶ γιατί γράφω ποιήματα. Πολὺ περισσότερο δὲν ξέρω νὰ σᾶς πῶ σὲ τί μᾶς βοηθάει ἡ Ποίηση καὶ ποιὸς εἶναι ὁ σκοπός της.

Τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι πῶς ὁ Ποιητὴς ἦταν πάντα ἕνας ἀφοσιωμένος τῆς Ζωῆς. Εἴτε τὸν γεμίζει χαρά, εἴτε τὸν θλίβει ἡ Ζωή, εἴτε τὸν πάει στὸν Οὐρανό, εἴτε τὸν κατεβάζει στὴν Κόλαση, αὐτὸς μένει πάντα ὁ ἀφοσιωμένος της.

Τὴ μυστήρια ἀγάπη του γιὰ τὴ Ζωὴ δὲν ἔχει ἄλλο τρόπο νὰ τὴν ἐκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ὅτι προσπαθεῖ νὰ ἐκφράσει κυρίως αὐτὸ ποὺ κρύβει ἡ ζωή. Ὅπως ὁ ἔρωτας κρύβει αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει ἐρωτευμένους.

Ἡ Ποίηση λοιπὸν εἶναι πράξη ἐρωτική; Ἢ μήπως πράξη ἀπόγνωσης; Ἢ μήπως καὶ τὰ δυό; Πράξη ἐρωτικὴ καὶ συνάμα πράξη ἀπόγνωσης.

Γιὰ τὴν ποιητικὴ πράξη ἔχουν γραφτεῖ πολλὰ καὶ διάφορα. Καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς τεχνῖτες καὶ ἀπὸ τοὺς θεωρητικούς. Πολλὲς φορὲς οἱ Ποιητὲς προσπάθησαν νὰ διατυπώσουν τὸν ἀνύπαρκτο ὁρισμὸ τῆς Ποίησης, σὰν νὰ κοίταζαν σ᾿ ἕναν καθρέφτη ὅπου δὲν ἔβλεπαν τὸ πρόσωπό τους, ἀλλὰ τὸ ἀπόλυτο κενό. »

Αν θέλετε να γίνετε και εσείς μέλος αυτής της ποιητικής εμπειρίας δεν έχετε παρά να αναζητήσετε αυτή την ποιητική συλλογή! Εμείς σας την προτείνουμε ανεπιφύλακτα!

Πηγές:

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B7%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%85%CE%BB%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/giwrghs_paylopoylos_ti_einai_poihsh.htm

20 ποιήματα για την Ποίηση

1. Τα Αντικλείδια

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. ‘Ομως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
‘Ισως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

Γιώργης Παυλόπουλος
Από τη συλλογή “Ποιήματα 1943-2008”, εκδ. Κίχλη

2.Ο ποιητής

Πρέπει να ‘ναι δύσκολη
η δουλειά του ποιητή.
Προσωπικά, δεν το ξέρω.
Εγώ σ’ όλη μου τη ζωή
έγραφα μόνο
κάτι μακριά, απελπισμένα γράμματα
για τις άνυδρες συνοικίες,
τα ‘κλεινα σε μπουκάλια
και τα πετούσα στους υπονόμους.

Τζένη Μαστοράκη
Από τη συλλογή “Διόδια”, εκδ. Κέδρος

3.Ο στρατιώτης ποιητής

Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου.

Την μιαν ημέρα έτρεμα,
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο,
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου.

Δεν έχω γράψει ποιήματα,
δεν έχω γράψει ποιήματα,
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω.

Μίλτος Σαχτούρης
Από την συλλογή “Άπαντα 1945-1998”, εκδ. Κέδρος

4.Ο ελεγκτής

Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ’ αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.

Μίλτος Σαχτούρης
Από την συλλογή “Άπαντα 1945-1998”, εκδ. Κέδρος

5.Τα δώρα

Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
μιά γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μιά ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό

Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής.

Μίλτος Σαχτούρης
Από την συλλογή “Άπαντα 1945-1998”, εκδ. Κέδρος

6.Τρία κρυφά ποιήματα

Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο
που κουβαλάς στον ώμο.
Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα
μπορεί να τύχει να γλιστρήσεις
στους κρατήρες των οβίδων
μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα.
Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια
κι όσο μπορείς μη σκύβεις
για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα.
Βάδιζε πάντα σταθερά
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις
πριν σταματήσει η καρδιά του.
Να εκμεταλλεύεσαι
κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων
για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου
πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων.
Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις
εκεί στην άκρη του νερού
εκεί στη πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.
Προς το παρόν, να ‘σαι πολύ προσεχτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο
που κουβαλάς στον ώμο.

Άρης Αλεξάνδρου

Από την ανθολογία του Αντώνη Φωστιέρη, Η λέξη στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, περ. Η λέξη, τεύχ. 200, Απρίλιος-Ιούνιος 2009

7. Φωτόδεντρο

Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά
και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχειαλφάβητο
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή

συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα
στους καιρούς της λύπης και της εξορίας
Κι η πατρίδα
μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές
φράγκικες ή σλάβικες
που αν τύχει και βαλθείς να την αποκαταστήσεις
πας αμέσως φυλακή
και δίνεις λόγο
Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες
μέσω της δικής σου πάντοτε
Όμως
ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι
που μπορεί να ‘ναι και σε πολυκατοικία
ότι παίζουνε παιδιά
κι ότι αυτός που χάνει
Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς
να πει στους άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια
Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν
στο χέρι τους ένα μικρό
Δώρο ασημένιο ποίημα.

Οδυσσέας Ελύτης
Από τη συλλογή “Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά”, 1971, Συγκεντρωτική έκδοση Ποίηση (πέμπτη έκδοση, 2008), εκδ. Ίκαρος.

8. Άτιτλο

Η ποίηση είναι ένα ταξίδι
Σ’ άγνωστη χώρα.
Η ποίηση είναι ταυτόσημη
Με την παραγωγή ραδίου.
Για μια και μόνο λέξη
Λιώνεις χιλιάδες τόνους
Γλωσσικό μετάλλευμα.

Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι

9. Άτιτλο

Πίσω από την καθημερινή κόλαση των λέξεων
Τα ποιήματα ανασαίνουν ζωντανά και το καθαρό
τους νόημα καθρεφτίζει παντού μια φανταστική
ευτυχία, που ποτέ δε θα πυρποληθεί.

Τάκης Σινόπουλος

10. Άτιτλο

Τι νομίζεις, λοιπόν κατά βάθος η ποίηση

είναι μια ανθρώπινη καρδιά

φορτωμένη όλο τον κόσμο.

Νικηφόρος Βρεττάκος

11. Άτιτλο

Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές δεμένες
στα καμπανάκια των άστρων- αν τους τραβήξεις,
μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.
Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα στην ερημιά
βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάχτυλα
των στίχων τους σ? ένα ρυάκι,
ύστερα χάνονται ονειροπαρμένα μες στο δάσος,
πνίγονται στο χρυσό πηγάδι της σελήνης-
ένα σωστό ποίημα όμως ποτέ δεν καθυστερεί
σε μια γωνιά του ρεμβασμού.
Είναι πάντα στην ώρα του, λέει παρών
στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.

Γιάννης Ρίτσος
Από την συλλογή “Ποιήματα”, εκδ. Κέδρος

12. Το πρώτο σκαλί

Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Ειπ’ ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

13. Άτιτλο

Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

– Το τι δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά
Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δεν μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;

Ξέρω : κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.

Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.

Μανόλης Αναγνωστάκης
Από τη συλλογή “Ποιήματα 1941-1971”, εκδ. Νεφέλη

14. Άτιτλο

Διερώτηση για μην κάθομαι άεργος
Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ‘μαθα
τι είναι τα ποιήματα.
Είναι πληγώματα
είν’ ομοιώματα
φενάκη
φρεναπάτη;
Φρενάρισμα ίσως;
ταραχώδη κύματα;
τι είναι τα ποιήματα;
Είν’ εκδορές απλά γδαρσίματα;
είναι σκαψίματα;
Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα;
είναι γάζες επιδέσμοι
παρηγόρια ή διαλείμματα;
Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.
Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

Νίκος Καρούζος

15. Εσύ και το ποίημα

Έρχεσαι και ξανάρχεσαι σ’ αυτή την αίθουσα
τόσο γυμνή που σε κοιτάζουν όλοι
Βασανίζεις τα καθίσματα
σα να βασανίζεις τον ένοχο
Σου λέω να πνίξεις μέσα σου αυτά τα άγρια πουλιά
μα εσύ τα λευτερώνεις.
Γίνεσαι μαύρη από τη λύπη σου
κι έρχεσαι εδώ.
Από καιρό έρχεσαι και ξανάρχεσαι.
Τα γόνατά σου αστράφτουν μέσα στην αίθουσα.
Σου πλένω με τα δάκρυά μου
τα χέρια και τις μασχάλες.
Σου πλένω τα πόδια ως τα βουνά.
Σου χαρίζω την πιο ζεστή μου φωνή για να ντυθείς.
Μα εσύ φεύγεις
όπως ήρθες
γυμνή
για να υπάρχει πάντα ένα Ποίημα
να λέει
για σένα

Τάκης Σινόπουλος
Από τη συλλογή “Η νύχτα και η αντίστιξη”

16. Άτιτλο


Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε

τον πρώτο στίχο μου.

Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ –

αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.

Τάσος Λειβαδίτης

17. Άτιτλο


Αν γράφω ποιήματα είναι γιατί το ξέρω
Όλα τ’ αλφάβητα του κόσμου έχουνε λιώσει
Όλες οι λέξεις κι όλ’ οι στίχοι έχουν τελειώσει
Οι μέρες το κουτσό τους πόδι μού χτυπάει την πόρτα
Το λυσσασμένο σάλιο τους το γυάλινο τους γέλιο
Και τα ποιήματα
Τ’ ασημικό που δε θα το πουλήσω
– Ποιος τ’ αγόραζε; –
Μια προδομένη υπόθεση λοιπόν
Μια πλήρης ήττα.

Αντώνης Φωστιέρης
Από τη συλλογή “Σκοτεινός έρωτας”, 1977

18. Άτιτλο

Non multa sed multum (κατάσταση και ανύψωση του Καβάφη)
Κανένας παλαιότερος τόσο σημερινός στη ρωμιοσύνη,
τη γλώσσα τη χειραγώγησε στην ύπνωση
της ακέραιης φλόγας οπού μάταια
σηκώνει των σκοταδιώνε τα καπάκια,
τη γλώσσα του την πήρε δώθε-κείθε και την έκανε
μια σύριγγα για ενδοφλέβιο τραγούδι
καταναλίσκοντας αργά τους δύσκολους
ενιαυτούς των ελληνίδων λέξεων
αποστηθίζοντας ολάκερο το θάνατο
σε δέκα-δεκαπέντε στίχους
μ’ εκείνη τη μαβιά φωτιά στα μάτια του Φερνάζη
με εκλεκτή συγκίνηση με ιδεώδη λάθη
με χάρισμα χαρούμενο στα ερειπωμένα βάθη.
Τι είναι όμως που κομίζει τα ποιήματα
τι είναι που με δαύτα επωάζει την άβυσσο;
Φεγγάρι μου στη σκοτεινιά ζεστό βυζί της νύχτας
τι είναι – λέγε μου εσύ – τα θάλλοντα ποιήματα;
Μην είναι τα ασημοφώτιστα οστά της Ειμαρμένης;

Νίκος Καρούζος
Από τη συλλογή “Αναμνηστική λήθη”, 1982

19.Ο Δαρείος

Ὁ ποιητής Φερνάζης τό σπουδαῖον μέρος
τοῦ ἐπικοῦ ποιήματός του κάμνει.
Τό πῶς τήν βασιλεία τῶν Περσῶν
παρέλαβε ὁ Δαρεῖος Ὑστάσπου. (Ἀπό αὐτόν
κατάγεται ὁ ἔνδοξός μας βασιλεύς,
ὁ Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Εὐπάτωρ). Ἀλλ’ ἐδῶ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ ἀναλύσει
τά αἰσθήματα πού θά εἶχεν ὁ Δαρεῖος:
ἴσως ὑπεροψίαν καί μέθην· ὄχι ὅμως — μᾶλλον
σάν κατανόησι τῆς ματαιότητος τῶν μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται τό πρᾶγμα ὁ ποιητής.

Ἀλλά τόν διακόπτει ὁ ὑπηρέτης του πού μπαίνει
τρέχοντας, καί τήν βαρυσήμαντην εἴδησι ἀγγέλλει.
Ἄρχισε ὁ πόλεμος μέ τούς Ρωμαίους.
Τό πλεῖστον τοῦ στρατοῦ μας πέρασε τά σύνορα.
Ὁ ποιητής μένει ἐνεός. Τί συμφορά!
Ποῦ τώρα ὁ ἔνδοξός μας βασιλεύς,
ὁ Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Εὐπάτωρ,
μ’ ἑλληνικά ποιήματα ν’ ἀσχοληθεῖ.
Μέσα σέ πόλεμο — φαντάσου, ἑλληνικά ποιήματα.

Ἀδημονεῖ ὁ Φερνάζης. Ἀτυχία!
Ἐκεῖ πού τό εἶχε θετικό μέ τόν «Δαρεῖο»
ν’ ἀναδειχθεῖ, καί τούς ἐπικριτάς του,
τούς φθονερούς, τελειωτικά ν’ ἀποστομώσει.
Τί ἀναβολή, τί ἀναβολή στά σχέδιά του.

Καί νά ‘ταν μόνο ἀναβολή, πάλι καλά.
Ἀλλά νά δοῦμε ἄν ἔχουμε κι ἀσφάλεια
στήν Ἀμισό. Δέν εἶναι πολιτεία ἐκτάκτως ὀχυρή.
Εἶναι φρικτότατοι ἐχθροί οἱ Ρωμαῖοι.
Μποροῦμε νά τά βγάλουμε μ’ αὐτούς,
οἱ Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Εἶναι νά μετρηθοῦμε τώρα μέ τές λεγεῶνες;
Θεοί μεγάλοι, τῆς Ἀσίας προστάται, βοηθῆστε μας. —

Ὅμως μές σ’ ὅλη του τήν ταραχή καί τό κακό,
ἐπίμονα κ’ ἡ ποιητική ἰδέα πάει κ’ ἔρχεται—
τό πιθανότερο εἶναι, βέβαια, ὑπεροψίαν καί μέθην·
ὑπεροψίαν καί μέθην θά εἶχεν ὁ Δαρεῖος.

Κωνσταντίνος Καβάφης

20. Άτιτλο

Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν ταβρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα
Όπως τα πεύκα κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί

Γιώργος Σεφέρης