Ο άγνωστος μεταφραστής και πεζογράφος Καρυωτάκης

Εκτός από το γνωστό και αγαπημένο ποιητικό έργο, ο Καρυωτάκης άφησε και πεζά κείμενα και εξαιρετικές μεταφράσεις, τις οποίες φιλοξενούμε στην ποιητική συλλογή αυτής της εβδομάδας!

Ο μεταφραστής


Ο Κ.Γ. Καρυωτάκης είναι ένας ποιητής που μας δίνει τη δυνατότητα να συγκρίνουμε την ποίησή του με το έργο άλλων λογοτεχνών χωρίς να περιοριζόμαστε στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση. Οι αναγνώσεις του, η σχέση του με την ξένη λογοτεχνία και οι επιδράσεις που δέχθηκε από λογοτεχνικά ρεύματα αποδεικνύουν ότι ο Καρυωτάκης είναι ένας συγγραφέας με πολλές όψεις και με εκλεκτικές συγγένειες με συγγραφείς σημαντικούς στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ρομαντικά και συμβολιστικά στοιχεία στην ποίησή του μας κάνουν να καταλάβουμε ότι δεν είχαν ξεπεραστεί και έπρεπε να αντιμετωπιστούν ξανά με διαφορετικούς όρους για να προετοιμάσουν τον μοντερνισμό και την ρήξη με την παράδοση. Ο Κ.Γ. Καρυωτάκης υπήρξε συστηματικός αναγνώστης, μετέφρασε ποιήματα ξένων λογοτεχνών και διαμόρφωσε τη δική του γενεαλογία. Είναι γνωστό ότι οι μεταφραστικές επιλογές των συγγραφέων αποκαλύπτουν τον δικό τους τρόπο πρόσληψης ενός έργου και μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις επιλογές του Καρυωτάκη. Τα ποιήματα αυτά δεν χαρακτηρίζονται από εξάρσεις, είναι χαμηλόφωνα, δηλώνουν τη μελαγχολία και την απογοήτευση.

Κατά τη διάρκεια του όποιου μεταφραστικού ενεργήματος ο Καρυωτάκης, όπως κάθε μεταφραστής, είναι πρωτίστως αναγνώστης. Καθώς όμως δεν βαδίζει σε μια μεταφραστική terra incognita, ο Καρυωτάκης είναι συγχρόνως και αναγνώστης μεταφράσεων άλλων μεταφραστών και μάλιστα μια σύνθετη περίπτωση αναγνώστη· ως αναγνώστης λογοτέχνης διαφοροποιείται από τον κοινό αναγνώστη, έχοντας επιπλέον δυνατότητα ανάγνωσης του πρωτοτύπου. Αν η ανάγνωση κάθε μεταφραστή αποβλέπει στη μετάφραση, είναι επομένως μια προμετάφραση (pretraduction), η ανάγνωση του αναγνώστη της μετάφρασης-λογοτέχνη θα μπορούσε να θεωρηθεί μια μετα-μετάφραση , τα ίχνη της οποίας ενδέχεται να αποτυπώνονται στη γραφή του. Η γραφή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Καρυωτάκη, απολήγει σε νέα μετάφραση ή σε πρωτότυπο ποίημα. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται ουσιαστικά για αναμετάφραση, δηλαδή για νέα μετάφραση «στην ίδια γλώσσα, ενός κειμένου ήδη μεταφρασμένου, στο σύνολο του ή εν μέρει». Μια αναμετάφραση, όταν είναι ενεργητική, όταν αναπτύσσει διακειμενικό διάλογο με προηγηθείσες μεταφράσεις, λειτουργεί ερμηνευτικά ως προς το πρωτότυπο όσο και ως προς τη μετάφραση ή τις (ανα)μεταφράσεις του. Και από τη στιγμή που κάθε μετάφραση είναι ερμηνευτική ανάγνωση, η αναμετάφραση συνιστά διπλή ερμηνεία, ερμηνεία της ερμηνείας.

Ο Καρυωτάκης ως μεταφραστής προξενεί αληθινή κατάπληξη κι εμπνέει το θαυμασμό. Και τούτο, γιατί δε διστάζει μπροστά σε καμιά δυσκολία. Πιάνει λ.χ. την περίφημη «Μπαλλάντα των κυριών του παλαιού καιρού» του Villon και τη χύνει, με τον πιο άνετο τρόπο, σε νεοελληνικούς στίχους, κρατώντας τα περισσότερα που θα μπορούσε να κρατήσει απ’ το πρωτότυπο, και προπαντός χωρίς να θυσιάσει τίποτα απ’ τη νοσταλγία και το αίσθημα του ποιήματος. Όλο του το μέλημα είναι να μη προδώσει καθόλου τον ποιητή, γι’ αυτό, κι όταν αναγκάζεται για λόγους στιχουργικούς να κάνει μια προσθήκη, η προσθήκη αυτή όχι μόνο δεν μοιάζει παρείσακτη μέσα στο αυθεντικό υλικό του ποιητή, μα τουναντίον θα υπέθετε κανείς ότι πρόκειται για ένα υπόλειμμα από το υλικό που είχε στη διάθεσή του ο ίδιος ο Villon, και που λόγοι οικονομίας στη φόρμα τον ανάγκασαν να το αφήσει έξω. Αυτό ακριβώς το αμεταχείριστο υλικό το δανείζεται, θα έλεγε κανείς, νοερά ο έλληνας μεταφραστής και το μεταχειρίζεται αξιοθαύμαστα, ίσως για να μιλήσει ιδιαίτερα στη φαντασία του έλληνα αναγνώστη του. Κι αλήθεια, μέσα σ’ όλες εκείνες τις θρυλικές καλλονές, που ο γάλλος ποιητής αναπολεί για να μας υποβάλει τον πόνο του για τη φθορά, τι φυσικότερο από το να παρελάσει κι η εμορφιά της σπαρτιάτισσας Ελένης, που αυτή δα κι αν αναστάτωσε τον κόσμο στα χρόνια τα παλιά; Την προσθήκην αυτή του Καρυωτάκη τη θεωρώ λεπτότατο πραγματικά εύρημα συγγενικής διαθέσεως, μια απ’ τις αντιστοιχίες για τις οποίες μίλησα πιο πριν. Για πολλές απ’ τις μεταφράσεις του Καρυωτάκη θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι τα ίδια τα πρωτότυπα ή και μια άλλη τους μορφή παραπλήσια, που προηγείται κάποτε της τελειωτικής.

Ο Καρυωτάκης µεταφράζει Francis Viele – Griffin, Paul Verlaine, Heinrich Heine, Comtesse Mathieu de Noailles, Paul – Jean Toulet, Andre – Spire, Laurent Tailhade, Jean Moréas, Francis Carco, Mathurin Régnier, François Villon, Nicolaus Lenau, Charles Baudelaire, Tristan Corbière, Frédéric Mistral, Charles Guérin, Marie von Ebner – Eschenbach, Emile Despax, Georges Rodenbach (Καρυωτάκης, 2008 και Καρυωτάκης, 2009). Ο Καίσαρ Εµµανουήλ µεταφράζει έργα των Edgar Allan Poe, Paul Valéry, Arthur Rimbaud, Stéphane Mallarmé (Εµµανουήλ, 1981), Bliven Bruce, Castor Henry, Chandon G., Crane Stephen, Daco Pierre, Dickens Charles, Gunther John, Guthrie A. B., Hawthorne Nathaniel, Kelly Regina, Kingsley Charles, Krumgold Joseph, McCann Kevin, Merimée Prosper, Pyle Haward, Real Pierre, Reid Mayne, Rilly R., Shakespeare William, Sperry Armstrong, Stevenson Robert, Swift Jonathan, Verne Jules, Winwar Frances, Zola Emile. Ο Κώστας Ουράνης µεταφράζει Edgar Allan Poe, Mark Twain.

Ο πεζογράφος

Το πεζογραφικό του έργο είναι περιορισμένο σε έκταση, αλλά και η πλειονότητα των πεζών που έγραψε ξεφεύγουν από τα τυπικά γνωρίσματα της πεζογραφικής γραφής και πλησιάζουν στην ποιητική πρόζα. Το σημαντικότερο ίσως από όλα τα πεζά του, «Τρεις μεγάλες χάρες», το συναντάμε σε όλες τις ανθολογίες πεζογραφίας. Το πεζογραφικό έργο του Κ. Καρυωτάκη εκτείνεται σε δυο ενότητες: Η πρώτη με τον τίτλο «Τρεις Μεγάλες Χαρές», περιέχει τα αφηγήματα «Καλός Υπάλληλος», «Ένας Πρακτικός Θάνατος» και το «Δεσποινίς Μποβαρύ». Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει τα αφηγήματα «Ο Κήπος της Αχαριστίας» και το «Κάθαρσις». Τα κείμενα αυτά δεν ανήκουν σε καμιά από τις γνωστές μορφές πεζογραφίας (το διήγημα π.χ.). Μοιάζουν περισσότερο με λυρικές-ποιητικές αποτυπώσεις και ελλειπτικές εικόνες, και ως αντιδράσεις-προεκτάσεις της αισθητικής του και της ποιητικής του Κ. Καρυωτάκη με τον ελεγειακό σαρκασμό και τη διάχυτη προβληματική που τα χαρακτηρίζουν. Η πεζογραφία του Κ. Κ. όπως βγαίνει από τα κείμενα αυτά, και η κατ’ αυτό τον τρόπο άρθρωσή τους ως προς το μύθο και τη δομή, την υπερλογικότητα και την υπερπραγματικότητά τους, θα πρέπει να θεωρηθεί πρωτοποριακή, όπως εκτιμά ο ίδιος. Ενώ για τη σχέση της αντίληψης αυτής με το ποιητικό του έργο εκτιμά επίσης ότι: «Και στα πεζά αυτά που μοιάζουν με σπαράγματα δημιουργικής αγωνίας και καλλιτεχνικής διεξόδου, υπάρχει η συνέχεια του δρόμου προς τη διαμαρτυρία, τις αποκαλύψεις, την καταγγελία ενός αδιέξοδου κόσμου, όπως και η συνέχεια του ποιητή που υπερασπίζεται τους αρχικούς του στόχους, αυτούς που έθεσε στο επίκεντρο της ποιητικής του δημιουργίας».

Ο συνοδευτικός στίχος του Σολωμού «όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος» στην ενότητα «Τρεις Μεγάλες Χαρές» είναι χαρακτηριστικός για να υπογραμμίσει με τον γνωστό ελεγειακό σαρκασμό του ο ποιητής, ανεστραμμένα, τις τρεις περιπτώσεις «χαράς» των ηρώων του, αντίστοιχες ματαιώσεις και συμβιβασμούς, και υποκαταστάσεις του θρήνου από την παράλογη χαρά. Το βούλιαγμα του υπαλληλάκου εξάλλου στη γραφειοκρατία, την ιεραρχία και την καθημερινότητα, τα πεθαμένα όνειρα, οι καθημερινές ματαιώσεις, τα αδιέξοδα, η φυγή σε μια ψευδαίσθηση ζωής («Καλός Υπάλληλος»), η Χήρα Αρμένισσα πρόσφυγας με τα έξι παιδιά, όπου ο θάνατος ενός παιδιού της είναι μια «ευλογία» και μια «λύτρωση», (« Ένας Πρακτικός Θάνατος»), το αυτομαστίγωμα του ερωτικού αδιεξόδου της εποχής, ο διασπαραγμός του ερωτικού «αντικειμένου» σαν φαντασίωση («Δεσποινίς Μποβαρύ»), είναι το κλίμα μέσα στο οποίο κινείται η πεζογραφία του Κ. Καρυωτάκη. Ακραίες συλλήψεις, με έντονο το στοιχείο της καταγγελίας και τον αυτοσαρκασμό, ιδιαίτερα στο «Κάθαρσις», όπου φαίνεται να αυτοσχεδιάζει παραληρώντας. Υιοθετώντας κανείς προφανώς την κοινωνική διάσταση της τέχνης, «βλέπει» τον ποιητή να δημιουργεί σε άμεση σχέση και συνάρτηση με τις κοινωνικοϊστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει, να βιώνει και να καθρεφτίζει την εποχή του.

Αυτές τις δύο λιγότερο γνωστές πτυχές του Καρυωτάκη, που είναι εξίσου ενδιαφέρουσες με την ποιητική ιδιότητα και αξίζει να τις ανακαλύψετε όλοι εσείς που όπως εμείς αγαπάτε τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη! Θα βρείτε λοιπόν τα κείμενα και τις μεταφράσεις στο στο έργο του Πεζά και Μεταφράσεις που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις αλεξάνδρεια.

Πηγές:

  • https://periodikodentro.wordpress.com/2013/06/02/%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AE%CE%B5-%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CF%85%CF%89%CF%84%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%AF%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CE%BB%CE%AC/
  • Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης ως μεταφραστής και ως αναγνώστης μεταφράσεων, Ζητήματα Νεοελληνικής Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2016
  • Η µεταφραστική δραστηριότητα της « γενιάς του 1920 » : µεταγγίζοντας όψεις πολιτισµού στην ελληνική κοινωνία, Βάλια Τσάιτα – Τσιλιµένη
  • Ο Καρυωτάκης Πεζογράφος, δρ. Επαμεινώνδας Γ. Μπαλούμης

Οδός Αβύσσου αριθμός 0 ,το συγκλονιστικό μυθιστόρημα του Λουντέμη στο θέατρο

Ο Μενέλαος Λουντέμης ο Ποιητής της εξορίας είναι ένας από τους πιο ερωτικούς και συνάμα βαθιά πολιτικούς Έλληνες λογοτέχνες. Πολυγραφοτατος και λυρικός τιμήθηκε με το κρατικό Βραβείο πεζογραφίας και με το βραβείο “Μενέλαου Λουντέμη” που το καθιέρωσε προς τιμήν του η ελληνική εταιρία λογοτεχνών.
Πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία εμφανίστηκε στα Ελληνικά γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία.Στην κατοχή πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση στο πλευρό του ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματεας της οργάνωσης διανοούμενων.Στον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα κομμουνιστικά του φρονήματα δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο-ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ.Έκανε εξορία στη Μακρόνησο και στον Αη Στράτη μαζί με το Μάνο Κατράκη το Γιάννη Ρίτσο το Θέμο Κορνάρο το Βάρναλη και θα το πω με πολύ μεγάλη συγκίνηση, μαζί με τον πατέρα μου το Μιχάλη Σάββα.Τα παιδικά μου χρόνια πέρασαν γεμάτα ιστορίες από αυτά τα λαϊκά πανεπιστήμια που λέγοντας εξορίες.Ο Μενέλαος Λουντέμης έγραψε περίπου 45 Βιβλία πεζά και ποιήματα, ένα εκ των οποίων η οδός αβύσσου αριθμός 0.

Στο βιβλίο ψυχογραφούνται συμπεριφορές ανθρώπων που δρουν κάτω από ιδεολογικές νόρμες, προσάπτοντας τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους. Έτσι βλέπουμε τους δύο ήρωες, τον Παναγή και τον Γιώργη, να μεταφέρονται στη Μακρόνησο ως αντιφρονούντες και συνάμα εχθροί του «Ελληνισμού». Κατά την μεταφορά τους αντί να προσπαθήσουν να σκοτώσουν τον φύλακά τους που βρισκόταν ζαλισμένος από τη θάλασσα, τον βοηθούν να ξεπεράσει τη ζαλάδα. Στη συνέχεια βρίσκονται φυλακισμένοι και οι ιθύνοντες του στρατοπέδου προσπαθούν να τους «σπάσουν» με σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια. «Το άτομο οδηγείται στην αποπροσωποποίηση, χάνοντας τον εαυτό του, παραλύει και γίνεται ευάλωτος χωρίς αντιστάσεις» γράφει ο ίδιος ο Λουντέμης.

Έργο διαχρονικό, σκληρό, ωμό, ακανθώδες, με ακράδαντη αμεσότητα, δυναμική, ρεαλισμό και λυρισμό φωτίζει τις μελανότερες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, περιγράφοντας με συγκλονιστικό τρόπο τα φρικιαστικά βασανιστήρια και τις απεχθείς συνθήκες κράτησης στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μακρονήσου, απεικονίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και αναδεικνύει τον ανθρώπινο ψυχικό κόσμο με έμφαση στον ηρωισμό, την αυτοθυσία, την αλληλεγγύη, το θάρρος, τη συντροφικότητα, την ελευθερία…

«Η φρίκη της Μακρονήσου» –όπως ο ίδιος ο Λουντέμης γράφει– «δε χωράει σε βιβλία. Διαβάζεται μόνο μες στα μάτια των τρελών της. Μόνο τ’ αυτιά του Λαυρίου πρόφτασαν ν’ αρπάξουν κάτι ξεφτίδια απ’ τις φωνές… Στην αρχή, γιατί αργότερα ράγισαν κι αυτά και δεν άκουαν πια τίποτα. Κι έτσι απόμειναν μόνο οι σκύλοι -με το προφητικό τους ένστικτο- να σκορπούν απ’ τους καρβουνοσωρούς τις οιμωγές τους, σαν μαύρους οιωνούς που έβγαιναν απ’ τα σπλάχνα του προαιώνιου ζώου… Απ’ το Λαύριο οι δήμιοι φαίνονταν μικροί… Και ήταν για να σαστίζεις πως τόσο μικροί δήμιοι κάνανε τόσο μεγάλα εγκλήματα. Μα το έγκλημα ποτέ δεν μετριέται με τον πήχυ. Γιατί ποτέ δεν έχει το ανάστημα του κακούργου. Πάντα είναι μεγαλύτερό του. Γιατί ένας πραγματικός κακούργος ποτέ δεν κάνει μόνο ένα έγκλημα. Πόσο μάλλον στην Μακρόνησο όπου είχε καταργηθεί η τιμωρία. Γιατί κι αυτό έγινε στη Μακρόνησο. Χωρίσανε το έγκλημα απ’ τον κολασμό και αντιστρέψανε τους όρους. Ρίξανε τον κολασμό στα θύματα και τον έπαινο στους κακούργους. Ετσι τους βοήθησαν να κάνουν το έγκλημα ψυχαγωγία και πρωινή γυμναστική. Οταν ένας άνθρωπος συνηθίζει να διασκεδάζει με το αίμα που τρέχει, με τίποτα πια στο εξής δεν μπορεί να διασκεδάσει…»

Τόπος δράσης η Μακρόνησος. Ένα άγονο, άνυδρο, ξηρό, βραχώδες νησί, ιδιαίτερα αφιλόξενο, που μόνο θεοί και δαίμονες μπορούσαν να ζήσουν και ανάμεσά τους χιλιάδες παραστρατημένοι που έπρεπε να βρουν το φως τους. Το «ελληνικό Νταχάου», το «Κολαστήριο», η «κολυμπήθρα του Σιλωάμ» ήταν ο τόπος εξορίας των μόλις δεκαπέντε τετραγωνικών χιλιομέτρων, όπου οι μηχανισμοί καταστολής τελειοποιήθηκαν, η βία συστηματοποιήθηκε και οι πολιτικά διωκόμενοι γνώρισαν τη μεγαλύτερη αναμέτρησή τους με τον ταξικό αντίπαλο. Με τρόμο και ψυχοσωματικά βασανιστήρια οι ταγματασφαλίτες, νικητές του εμφυλίου, προσπαθούσαν να αποσπάσουν δηλώσεις μετάνοιας από τους κομμουνιστές. Η πείνα, η δίψα, η φάλαγγα, το αεροπλανάκι, ο πελαργός, το δέσιμο σε στύλους, το αδιάκοπο κουβάλημα φορτίων πέτρας, οι ξυλοδαρμοί με κλομπ, ξύλα και συρματόσχοινα, η διακοπή του ύπνου με ξαφνικές νυχτερινές εφόδους, το πέταγμα στη θάλασσα με τα ρούχα, η συνεχής μετάδοση εμβατηρίων από τα μεγάφωνα ήταν μερικές από τις καθημερινές μεθόδους για την πολυπόθητη απόσπαση δήλωσης μετάνοιας. Πολλοί δεν άντεξαν τα ωμά εγκλήματά τους και υπέγραψαν, άλλοι αυτοκτόνησαν, άλλοι έμειναν ανάπηροι, άλλοι νοσηλεύτηκαν σε ψυχιατρεία, άλλοι οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Υπήρχαν όμως και εκείνοι οι αμετανόητοι, οι αληθινοί ήρωες, που η φωτιά του δίκιου και η θέληση για αγώνα τούς όπλιζε με τέτοιο σθένος και πάθος, ώστε όχι μόνο επέζησαν, αλλά κατόρθωσαν να φανερώσουν τις απίστευτες δυνάμεις που κρύβει ο άνθρωπος μέσα του όταν αποφασίζει να ζήσει όρθιος.

Δύο τέτοιοι αμετανόητοι πατριώτες, δύο αληθινοί ήρωες, δύο αλυσοδεμένοι σύντροφοι από την αρχή μέχρι το τέλος είναι ο Γιώργης Καρυστινός και ο Παναγής Ζαγκλίφας, οι οποίοι μεταφέρονται από το Λαύριο στη Μακρόνησο και είναι πλέον κάτοικοι της οδού Αβύσσου με αριθμό μηδέν. Μέσω αυτών γινόμαστε μάρτυρες όλης της φρικαλεότητας του μικρού νησιού, που έκρυβε ωστόσο τόσο μεγάλα εγκλήματα ώστε τα ουρλιαχτά των ανθρώπων πραγματικά να καλύπτουν αυτά των λύκων…

Το μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη «Οδός Αβύσσου, αριθμός 0» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, ενώ η παράσταση ανέβηκε πριν από 3 χρόνια στο Olvio Theater. Από εκείνη προέρχεταθ το φωτογραφικό υλικό.

Πηγές:

https://www.kallitexnes.gr/theatre/idame-tin-parastasi-odos-avissou-arithmos-miden-tou-menelaou-lountemi-sto-theatro-olvio/

Η Λένα Σάββα, αναγνώστρια του travelgirl.gr, γράφει κριτική για την παράσταση “Οδός Αβύσσου Αριθμός 0” στο Olvio