Ο ποιητής του πιάνου

O Φρεντερίκ Φρανσουά Σοπέν γεννήθηκε σαν σήμερα, 1η Μαρτίου, σε μία πόλη κοντά στη Βαρσοβία της Πολωνίας, τη Ζελαζόβα Βόλα, το 1810. Υπήρξε βιρτουόζος πιανίστας και ίσως ο μεγαλύτερος ρομαντικός συνθέτης, με έργα που έμειναν στην ιστορία ως αριστουργήματα.

Βαρκαρόλα, ένα από τα πιο όμορφα έργα του Σοπέν

Ο Γαλλοπολωνός συνθέτης μεγάλωσε στη Βαρσοβία. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση σε ηλικία 8 ετών και δημοσίευσε τα πρώτα του έργα στα 15 του έτη. Μετά από επιτυχημένες δημόσιες εμφανίσεις στη Βιέννη, το 1831 έφυγε για το Παρίσι, την κοιτίδα του νέου Ρομαντισμού, της διανόησης και της καλλιτεχνικής άνθισης της εποχής, όπου προσωπικότητες όπως ο Μπαλζάκ, ο Ουγκώ, ο Ντελακρουά και ο Ροσίνι έγραφαν ιστορία. Στο Παρίσι ο Σοπέν έφτασε στο αποκορύφωμα της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Παράλληλα με τη σύνθεση παρέδιδε και μαθήματα πιάνου. Σύχναζε συχνά στους αριστοκρατικούς κύκλος και ήρθε σε επαφή με τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της εποχής. Μέσα από τον κύκλο του γνώρισε και τη βαρόνη Ωρώρ Ντυντεβών, η οποία χρησιμοποιούσε το καλλιτεχνικό όνομα “Γεωργία Σάνδη” και ήταν σημαντική μυθιστοριογράφος, μια γυναίκα με νεωτερικές ιδέες και αντισυμβατική προσωπικότητα. Η σχέση τους κράτησε οκτώ χρόνια.

Σε ο,τι αφορά τη σολιστική καριέρα του Σοπέν, οι εμφανίσεις του ήταν περιορισμένες, γεγονός στο οποίο συντέλεσε και η ευαίσθητη υγεία του – έπασχε από φυματίωση -. Οι μελετητές υποθέτουν ότι πρωτοπαρουσίαζε ο ίδιος τα έργα του στο κοινό, ενώ τις εκτελέσεις αναλάμβαναν κορυφαίοι ερμηνευτές, όπως ο Λιστ και η Κλάρα Βικ, η μετέπειτα σύζυγος του Σούμαν.

Κοντσέρτο για πιάνο σε Μι ελάσσονα, ένα πρωτοποριακό έργο

Αυτό που προκαλεί σήμερα εντύπωση είναι το γεγονός ότι τα έργα του Σοπέν αντιμετωπίζονταν από το κοινό ως επί το πλείστον, όσο ο ίδιος ζούσε, ως μια μουσική “του σαλονιού”, χωρίς να τους αποδίδεται η βαρύτητα με την οποία αντιμετωπίζονταν έργα των κλασσικών, όπως ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν. Αυτό αντικατοπτριζόταν συχνά και στην ερμηνεία τους, η οποία γινόταν πολλές φορές με υπερβολές, για να αποδοθεί μία ρομαντικότητα κάπως επιφανειακή. Η συστηματική μελέτη, η ερμηνεία και η αναγνώριση του εκφραστικού πλούτου και της αριστοτεχνικής σύνθεσης των έργων του Σοπέν ξεκίνησε μετά το θάνατό του, από τον 19ο αιώνα και έπειτα.

Μπαλάντα No 1, σε Σολ ελάσσονα

Ο Σοπέν δεν επέστρεψε ποτέ στην Πολωνία, γεγονός που οφείλεται και στην πολιτική αστάθεια της χώρας του εκείνη την εποχή. Πέθανε σε ηλικία 39 ετών στο Παρίσι, μετά από χρόνια πάλη με τη φυματίωση. Η εξιδανίκευση της πατρίδας του και η νοσταλγία του γι’ αυτή είναι φανερή σε πολλές συνθέσεις του.

Τα έργα του είναι κυρίως πιανιστικά. Ο ίδιος διερεύνησε και αξιοποίησε τις δυνατότητες του πιάνου – και του πιανίστα – στο έπακρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σε ορχηστρικές συνθέσεις δίνει στο πιάνο καίριο ρόλο. Ο Σοπέν ασχολήθηκε με διάφορα είδη σύνθεσης, ενσωματώνοντας σε αυτά όχι μόνο στοιχεία του ρομαντικού κινήματος, αλλά και εικόνες και μελωδίες από την πατρίδα του. Το αποτέλεσμα πολλές φορές ήταν πρωτοποριακό. Έγραψε κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα, Μπαλάντες, Νυκτερινά, βαλς, μαζούρκες (με έμπνευση από τον παραδοσιακό Πολωνικό χορό) και πολλά ακόμη είδη.

Σκέρτσο Νο 3, ένα έργο δεξιοτεχνικό, από τα πιο δύσκολα (τεχνικά) του Σοπέν

Η μουσική του περιέχει ένα πλούτο συναισθημάτων, που ξετυλίγεται μέσα από μια συνεχώς κινούμενη μελωδία. Συχνά η σύνθεση είναι τέτοια ώστε μεταδίδεται ένα ύφος αυτοσχεδιαστικό. Ο Σοπέν χρησιμοποιεί όλο το εύρος του κλαβιέ στο πιάνο, με γρήγορες επαναλαμβανόμενες νότες και περάσματα, και συχνά επιλέγει αντιθετικά σχήματα ανάμεσα στο δεξί και το αριστερό χέρι (βλ. ρυθμικά σχήματα στο “Fantaisie Impromptu”, τρίηχα vs τετράηχα, εξάηχα vs οκτάηχα). Ο ρυθμός στα έργα του αποκτά ευελιξία, καθώς σε καίρια σημεία μπορεί “χαλαρώνει” χάριν ερμηνείας, να επιβραδύνεται ή να επιταχύνεται για ορισμένα μέτρα όπως επίσης και να συνδυάζει σύντομες εναλλαγές στην ταχύτητα, προσδίδοντας μια χορευτική διάθεση (tempo rubato, όπως στις Μαζούρκες και στην Πολονέζ του).

Fantaisie Impromptu

Όπως ο άνθρωπος ποτέ δεν αισθάνεται μόνο ένα πράγμα, έτσι και σε κάθε κομμάτι του Σοπέν υπάρχουν αποχρώσεις, εντάσεις και εναλλαγές, μοτίβα και κλιμακώσεις. Οι τεχνικές απαιτήσεις, η δεξιοτεχνία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη μουσική έκφραση, καθιστώντας τον μεγάλο ρομαντικό “ποιητή του πιάνου”.

Ηρωική Πολονέζ, tempo rubato

ΠΗΓΕΣ:

CD “Η μεγάλη μουσική βήμα προς βήμα”, Σοπέν, Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα Νο 1, Πρελούδια, Βαρκαρόλα, Scherzo, Μάρθα Αργκέριχ/Κλαούντιο Αμπάντο (συνοδευτικό έντυπο), Deutsche Grammophon, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 1995

J. Machlis, Kr. Forney, H απόλαυση της μουσικής, εκδ. fagotto, μτφρ. Δ. Πυργιώτης

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%81%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BA_%CE%A3%CE%BF%CF%80%CE%AD%CE%BD#%CE%88%CF%81%CE%B3%CE%BF

https://en.wikipedia.org/wiki/Fr%C3%A9d%C3%A9ric_Chopin#Form_and_harmony

WQXR

Nina

Σαν σήμερα, το 1933 στη βόρεια Καρολίνα, γεννιέται η Νίνα Σιμόν, η πιανίστρια – συνθέτης – ερμηνεύτρια με τη χαρακτηριστική κοντράλτο φωνή, που αποκαλείται “Αρχιέρεια της Σόουλ”. Παρακάτω θα βρείτε ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή της, εμπλουτισμένα με μπόλικη, φυσικά, μουσική!

N. Simone – I put a spell on you

H Nίνα Σιμόν ξεκίνησε να παίζει πιάνο στην ηλικία των 3 ετών. Στην πρώτη της συναυλία, όταν ήταν δέκα ετών, οι γονείς της, που κάθονταν στην πρώτη σειρά, υποχρεώθηκαν με τη βία να μετακινηθούν, για να καθίσουν στα πρώτα καθίσματα λευκοί.

Όταν τελείωσε το Λύκειο η κοινότητά της της χορήγησε υποτροφία ώστε να σπουδάσει πιάνο στην μουσική σχολή Julliard. Σκόπευε να συνεχίσει τις σπουδές της στο Ινστιτούτο Curtis της Φιλαδέλφειας , ωστόσο δεν έγινε δεκτή. Η ίδια υποστήριζε ότι υπήρξε θύμα ρατσισμού.

N. Simone, Instrumental

Το πραγματικό της όνομα ήταν Γιουνίς Κάθλιν Γουέιμον (Eunice Kathleen Waymon) . Το Νίνα προήλθε από το ισπανικό Nina , που σημαίνει μικρούλα, μικρό κορίτσι, και το Σιμόν από το όνομα μιας ηθοποιού σε μία αφίσα (ίσως τη Simone Signoret).

Η μουσική της είχε ποικίλες επιρροές. Στις συναυλίες της συνδύαζε διάφορα είδη, όπως τζαζ και σόουλ, με κλασσική μουσική (ιδιαίτερα Μπαχ), γκόσπελ, ακόμα και λαϊκά παιδικά τραγούδια.

N. Simone – Central Park Blues

Αρχικά δεν επιθυμούσε να τραγουδάει στις παραστάσεις της, ωστόσο ξεκίνησε μετά από παρότρυνση των ιδιοκτητών του κλαμπ όπου δούλευε αρχικά.

Μία από τις πιο χαρακτηριστικές εκτελέσεις της είναι αυτή του τραγουδιού
“My Baby Just Cares For Me” , το οποίο γνώρισε παγκόσμια επιτυχία και αργότερα (’80) χρησιμοποιήθηκε από τον οίκο Σανέλ για να διαφημίσει το άρωμα Νο 5.

N. Simone – My baby just cares for me

Το πρώτο σινγκλ που κυκλοφόρησε η Νίνα Σιμόν, το “I loves you Porgy”, από το έργο Porgy and Bess του George Gershwin ήταν και το μόνο που έφτασε στο τοπ 40 των Η.Π.Α.

N. Simone – I loves you Porgy

Το πρώτο της άλμπουμ, το “Little girl blue” ήταν επίσης ιδιαίτερα επιτυχημένο, αλλά η ίδια δεν επωφελήθηκε, χάνοντας με αυτό τον τρόπο περίπου 1 εκατομμύριο δολάρια, καθώς είχε πουλήσει τα πνευματικά δικαιώματα για 3.000 δολάρια

N. Simone – Little girl blue

Η Νίνα Σιμόν είχε πολυτάραχη προσωπική ζωή. Όταν δεν έγινε δεκτή στο ινστιτούτο Curtis αφοσιώθηκε στη συνεχή εξάσκηση και απομονώθηκε μελετώντας ασταμάτητα. Αργότερα έκανε δύο γάμους. Είχε υπάρξει θύμα συζυγικής βίας.

Η Σιμόν επιτέλεσε και κοινωνικό έργο, όντας ιδιαίτερα ενεργή στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών, των δικαιωμάτων των γυναικών και έγραψε πλήθος σχετικών τραγουδιών. Το πρώτο από τα τραγούδια αυτά ήταν το Mississipi Goddam, το οποίο μποϋκόταραν ορισμένες από τις νότιες πολιτείες.

N. Simone – Mississipi Goddam

Συνεργάτες της κατά το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας της υπήρξαν ο ντράμερ Leopoldo Fleming και ο κιθαρίστας Al Schackman.

Κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής της είχε ήδη πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο δίσκους, με πάνω από 40 άλμπουμ στο σύνολο.

N. Simone – Don’t let m ebe misunderstood

Η Νίνα Σιμόν πέθανε στις 21 Απριλίου του 2003, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο του μαστού. Η υπέροχη φωνή της μαγεύει τους λάτρεις της τζαζ, της σόουλ – και όχι μόνο! – μέχρι σήμερα.

Ν. Simone – Feeling Good

ΠΗΓΕΣ:

www.ninasimone.com/bio

www.toperiodiko.gr

https://en.wikipedia.org/wiki/Nina_Simone

The New York Review of Books

Σούμπερτ: λίγα λόγια για το συνθέτη και το πιο υποβλητικό τραγούδι του…

Σαν σήμερα γεννιέται ο μεγάλος βιεννέζος μουσικοσυνθέτης Φράντς Σούμπερτ. Ο Σούμπερτ καλλιτεχνικά τοποθετείται ανάμεσα σε δύο ρεύματα, μεταξύ κλασικών και ρομαντικών. Ξεχώρισε από μικρός για το ταλέντο του στη μουσική και ήξερε να παίζει βιολί και πιάνο. Εγκατέλειψε σύντομα την προσπάθεια να γίνει δάσκαλος, όπως και ο πατέρας του και αφοσιώθηκε στη σύνθεση. Ασχολήθηκε με διάφορα είδη μουσικής και συνέθεσε πλήθος έργων  τα οποία ωστόσο δεν έλαβαν την αναγνώριση που τους άξιζε όσο ο ίδιος ζούσε. Τα λήντερ (τραγούδια), που έγραψε, για παράδειγμα τα έπαιζε κατά κύριο λόγο στις «Σουμπερτιάδες», σε συγκεντρώσεις, δηλαδή του κύκλου του, όπου οι παρευρισκόμενοι παρουσίαζαν μεταξύ τους έργα τέχνης που είχαν δημιουργήσει (συνθέσεις, ποιήματα, τραγούδια..). Ο Σούμπερτ πέθανε πολύ νέος, σε ηλικία 31 ετών. Άφησε, ωστόσο πίσω του αριστουργηματικά έργα, τα οποία συνδέουν δύο εποχές και ιδεολογίες, το κλασικό πνεύμα της «τελειότητας», με το πάθος και τον συναισθηματικό πλούτο του Ρομαντισμού.

Ένα εξαίρετο δείγμα του ρομαντικού πνεύματος του Σούμπερτ είναι το έργο «Ο Βασιλιάς των Ξωτικών», που ανήκει στην κατηγορία των τραγουδιών (Λήντερ). Το Ληντ είναι έντεχνο τραγούδι, το οποίο ως είδος άνθισε στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι Ρομαντικοί δημιουργούσαν μεμονωμένα τραγούδια ή κύκλους τραγουδιών, με κοινό θέμα, τα οποία αποτελούσαν ένα συνδυασμό ποίησης και μουσικής, για φωνή και πιάνο συνήθως. Το σημερινό έντεχνο τραγούδι αποτελεί απόγονο των Λήντερ. Για τα Λήντερ αξιοποιήθηκε η λυρική ποίηση δημιουργών όπως ο Γκαίτε, ο Χάινε, ο Μπάυρον και ο Σελλεϋ. Ως θεματολογία το Ληντ ασχολείται με την αγάπη, τη φυσιολατρεία και τις μεταστροφές της ανθρώπινης τύχης.

Ο Βασιλιάς των ξωτικών (Εrlkönig)

Ο Σούμπερτ έγραψε τον «Βασιλιά των Ξωτικών» σε ηλικία 18 ετών. Οι στίχοι προέρχονται  από την ομώνυμη μπαλάντα του Γκαίτε, η οποία βασίζεται στο θρύλο του Βασιλιά των ξωτικών. Σύμφωνα με αυτόν, όποιος αισθανθεί το άγγιγμα του βασιλιά των ξωτικών πεθαίνει. Η μπαλάντα του Γκαίτε μας μεταφέρει σε μια θυελλώδη νύχτα. Ένας πατέρας, καβάλα στο άλογό του προσπαθεί να φτάσει στον προορισμό του, κρατώντας σφιχτά τον άρρωστο  γιό του. Το παιδί είναι πολύ άρρωστο και ο πατέρας αγωνιά. Όπως καλπάζουν, το μικρό αγόρι βλέπει και ακούει τον Βασιλιά των Ξωτικών, να το καλεί κοντά του. Ο πατέρας του προσπαθεί διαρκώς να το καθησυχάσει και να το ζεστάνει. Οι προσπάθειές του όμως είναι μάταιες, καθώς μόλις φθάνουν, συνειδητοποιεί ότι το αγόρι έχει πεθάνει.

Η μουσική του «Βασιλιά των Ξωτικών» είναι υποβλητική. Το πιάνο, με γρήγορο ρυθμό  και ένα χαρακτηριστικό μοτίβο μιμείται τον γοργό καλπασμό του αλόγου μέσα στη νύχτα και δημιουργεί μία ατμόσφαιρα αγωνίας. Τα αφηγηματικά πρόσωπα είναι τέσσερα, τραγουδιούνται από τον ίδιο ερμηνευτή με υφολογικές αλλαγές: έχουμε τον αφηγητή, που τραγουδά σε μεσαίους τόνους και περιγράφει τα καίρια σημεία. Επίσης διακρίνεται ο πατέρας, σε μπάσες συχνότητες, με ύφος καθησυχαστικό, σε πλήρη αντίθεση με το τρομαγμένο μικρό αγόρι, ο ρόλος του οποίου βρίσκεται σε υψηλές συχνότητες. Τέλος, σε πλήρη αντίθεση έρχεται ο Βασιλιάς των Ξωτικών, η προσωποποίηση του θανάτου. Καθώς ο ίδιος καλεί κοντά του το μικρό αγόρι, η μελωδία του είναι χαρούμενη, με ύφος κολακευτικό αρχικά και ύστερα επίμονο. Το κομμάτι τελειώνει όταν ο πατέρας φθάνει στον προορισμό του, το άλογο σταματάει να καλπάζει και κατ’ αναλογία σταματάει βαθμιαία η γεμάτη ένταση συνοδεία του πιάνου· επικρατεί μια στιγμή σιωπής και διαπιστώνει στον τελευταίο στίχο πως ο γιός του έχει πεθάνει.

ΠΗΓΕΣ:

J. Machlis, Kr. Forney, H απόλαυση της μουσικής, εκδ. fagotto, μτφρ. Δ. Πυργιώτης

Pinterest

Das Goethezeitportal

Η Παρτιτούρα

Παρτιτούρα

Η Παρτιτούρα

Η ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ ΜΑΣ, ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΟΠΟΥ ΘΑ ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΣΤΕ ΤΙΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΜΑΣ. Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΧΕΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΠΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΛΕΙΠΕΙ ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ;

Ουβερτούρα – Για Αρχή

Για να εγκαινιάσουμε τη νέα ιστοσελίδα μας, μια νυχτερινή αφιέρωση από την ομάδα του δρόμου… Το πρώτο κομμάτι της “παρτιτούρας” μας λοιπόν είναι το “Cold”, του Jorge Méndez, για ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ όπως αυτό. Καλή μας αρχή λοιπόν!


“Cold” – Jorge Méndez

Καληνύχτα! ~ Τρίλλια