Ο ποιητής και στιχουργός Ιάκωβος Καμπανέλλης

Μια σύντομη βιογραφία

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, γεννήτορας του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου, όπως έχει χαρακτηριστεί, γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921. Θα δηλώσει αργότερα: «[..]καμαρώνω πάρα πολύ που είμαι Ελληνας. Και έχουμε μια μεγάλη περιουσία, την οποία δεν διαχειριζόμαστε καλά. Σκεφθείτε το εξής: πηγαίνεις στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας και βλέπεις την αγράμματη κυρούλα, να πηγαίνει την Κυριακή στην εκκλησία, να ακούει τα Ευαγγέλια που γράφτηκαν τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν και να καταλαβαίνει. Πόσοι λαοί σ’ αυτό τον πλανήτη έχουν το χάρισμα αυτής της κυρούλας; Λοιπόν, αυτή τη σπουδαία γλώσσα μιλάμε, αλλά δυστυχώς την αφήνουμε να κακοποιείται – είτε μέσα από τη λανθασμένη χρήση της, είτε μέσα από το περιορισμένο λεξιλόγιο, είτε ακόμη και χρησιμοποιώντας ξένες λέξεις στη θέση των ελληνικών. Είναι σαν να μην καμαρώνεις επειδή ο μπαμπάς σου ήταν κάποιος σπουδαίος άνθρωπος. Το ταλέντο δεν επαρκεί».

Το 1934, η οικογένειά του μετακόμισε, λόγω οικονομικών προβλημάτων, στην Αθήνα και ο Καμπανέλλης αναγκάστηκε να εργάζεται την ημέρα και να σπουδάζει σε μια νυχτερινή Τεχνική Σχολή.

Διψασμένος για γνώση, νοίκιαζε βιβλία από τα παλαιοβιβλιοπωλεία και μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο είχε γνωρίσει όλους τους ευρωπαίους κλασικούς. Εκείνος θα πει: «Εξωσχολικά βιβλία δεν είχαμε ως παιδιά – το πολύ πολύ να ξαναδιαβάζαμε το βιβλίο της Ιστορίας ή των Θρησκευτικών. Οταν ήμουν περίπου 11 ετών, κάποια οικογένεια με παιδιά –ακροσυγγενείς μας– ήρθε να παραθερίσει στη Νάξο και τα παιδιά κουβάλησαν ολόκληρη παιδική βιβλιοθήκη μαζί τους: Πηνελόπη Δέλτα, Ιούλιο Βερν, Διάπλαση των Παίδων… τέτοια. Δανείστηκα μερικά, μου χάρισαν και κάποια φεύγοντας. Τα τρία ή τέσσερα βιβλία που απέκτησα τότε ήταν θησαυρός!»

Το 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν. Ήταν ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες, και επέστρεψε το 1945. Την εμπειρία του αυτή την κατέγραψε στο μοναδικό του πεζογράφημα, Μαουτχάουζεν (1963).

Όταν γυρίζει στην Αθήνα, εντυπωσιάζεται από μια παράσταση του Θεάτρου Τέχνης και αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1950 με το έργο Χορός πάνω στα στάχυα (Θίασος Λεμού), αλλά γνωστός έγινε με τα επόμενα έργα του, που ανέβηκαν από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και το Εθνικό Θέατρο. Το έργο σταθμός στη σταδιοδρομία του θεωρείται Η αυλή των θαυμάτων (1957). Στο επίκεντρο του έργου του βρίσκεται ο προβληματισμός για τα κοινωνικά δρώμενα και τον αντίκτυπο που έχουν στη ζωή των ανθρώπων και, κυρίως, η σχέση της ταραγμένης νεότερης ελληνικής ιστορίας με τη συγκρότηση της νεοελληνικής ψυχολογίας. Για την προσφορά του στο ελληνικό θέατρο του απονεμήθηκαν οι τίτλοι: επίτιμος Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, επίτιμος Διδάκτωρ της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επίτιμος Διδάκτωρ της Θεατρολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εξελέγη παμψηφεί τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με την απονομή ανωτάτου παρασήμου. Ήταν μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε πολλές χώρες (Αγγλία, Αυστρία, Σουηδία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σοβιετική Ένωση, Γερμανία).

Πολύ σημαντική είναι επίσης η δουλειά του ως σεναριογράφου, η οποία άσκησε τεράστια επίδραση στους σύγχρονους και τους μεταγενέστερούς του. Έγραψε τα σενάρια σε πολλές ταινίες σταθμούς του ελληνικού κινηματογράφου («Στέλλα» του Μ. Κακογιάννη, «Δράκος» του Ν. Κούνδουρου, «Η Αρπαγή της Περσεφόνης» του Γ. Γρηγορίου), ενώ σκηνοθέτησε ο ίδιος, σε δικό του σενάριο, την ταινία «Το κανόνι και το αηδόνι», το 1968. Αξιοσημείωτη είναι και η εξαιρετική του επίδοση στη στιχουργία, αφού το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (μουσ. Μάνου Χατζιδάκη), το «Μαουτχάουζεν» (μουσ. Μίκη Θεοδωράκη), το «Μεγάλο μας Τσίρκο» (μουσ. Σταύρου Ξαρχάκου) και άλλα σημαντικά έργα της ελληνικής μουσικής φέρουν την υπογραφή του.

Παρά το σπουδαίο του έργο έδινε πάντα βάση στην ευτυχία του ιδιωτικού του βίου: «Αυτή τη στιγμή, αν μου έλεγαν τι θέλεις, τον Καμπανέλλη οικοδόμο-σχεδιαστή ­ όπως είχα σπουδάσει στη Σιβιτανίδειο ­ και την εγγονή ή τον Καμπανέλλη συγγραφέα χωρίς την εγγονή, θα έλεγα τον οικοδόμο-σχεδιαστή με την εγγονή. Οι βαθιές ευτυχίες δεν είναι γιατί πέτυχες σε αυτό που κάνεις. Οι στιγμές ευτυχίας βρίσκονται στον ιδιωτικό μας βίο [..] (Η δημιουργία είναι ευτυχία).Είναι ευτυχία ο χρόνος που γράφεται ένα έργο. Αλλά η εγγονή μου, η οικογένειά μου, είναι η ευτυχία μου». Θα φύγει από την ζωή στις 29 Μαρτίου 2011.

Τα έργα του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος.

Η ποιητική του

Η ώρα που εκφράζεται κάποιος είναι η ώρα της ελευθερίας του.
Είναι η μόνη ώρα όσης δυνατής ελευθερίας μπορεί να έχει ένα άτομο.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είχε μια μακροχρόνια σχέση με τον εύρυθμο λόγο, το τραγούδι γενικά. Πρώτ’ απ’ όλα με τα τραγούδια που άκουγε στο σπίτι του και στο νησί του, τη Νάξο, αλλά και μετά, κυρίως με το έντεχνο λαϊκό, που άκουγε όταν το 1932 ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Έναν συνδυασμό αυτών των δύο υπηρέτησε με συνέπεια για πενήντα περίπου χρόνια.

«(Δάσκαλοί μου υπήρξαν) οι κλασικοί, ο Αριστοφάνης, είναι αυτονόητο. Δάσκαλός μου ήταν ο Ιψεν. Από εκεί και πέρα ποιος δεν μαθήτευσε στον Τσέχοφ ή στον Πιραντέλο; Περισσότερο με επηρέασε η φιλοσοφική κοσμοθεωρία τους, η στάση τους απέναντι στα πράγματα. Αλλά μαθήτευσα και στη ρεαλιστική αμερικανική σχολή. Δεν σημαίνει όμως ότι δεν μου αρέσει και το σουρεαλιστικό κίνημα. Δεν γίνεται. Παίρνεις από παντού. Τι σχέση έχω εγώ με το παράλογο; Κι όμως με έχει επηρεάσει. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση. Ολα προϋπήρχαν στους τραγικούς, στον Αριστοφάνη, στον Σαίξπηρ».

«Γράφω μόνο όταν αυτό που γράφω με συναρπάζει» έλεγε και «μόνο εφόσον η συναρπαγή εξακολουθεί μέχρι τέλους και το παραδίδω για παράσταση μόνο εάν πιστεύω στο αποτέλεσμα. Πριν πιάσω μολύβι και χαρτί και αρχίζω να γράφω, χρειάζομαι να πιστεύω ότι ξέρω τα πρόσωπα του έργου τόσο καλά, όσο κάποιους πολύ γνωστούς μου ανθρώπους, που έχω στενές σχέσεις μαζί τους επί χρόνια. Από τα πρώτα χρόνια που καταπιάστηκα με το θέατρο ήθελα η σχέση μου με τα πρόσωπα που θα κατοικήσουν στα έργα μου να είναι ίδια με αυτό που μας συμβαίνει στη ζωή, όταν κάποιος δικός μας, μας κοιτάζει στα μάτια και μας λέει «έχω ανάγκη να σου εκμυστηρευτώ τι μου συμβαίνει». Φυσικά έγραφα και γράφω πάντα «θέατρο χαρακτήρων» […]. Η θέση μου αυτή ήταν μοιραία αφού κατάγομαι από την ματωμένη εποχή του πολέμου, της κατοχής, των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, των εμφυλίων συγκρούσεων. Εποχή που η ζωή, ο άνθρωπος και οι αξίες τους είχαν διασυρθεί, εκμηδενιστεί, σκορπιστεί στους πέντε ανέμους».

Στο επίκεντρο του έργου του βρίσκεται ο προβληματισμός για τα κοινωνικά δρώμενα και τον αντίκτυπο που έχουν στη ζωή των ανθρώπων. Και κυρίως, η σχέση της ταραγμένης νεότερης ελληνικής ιστορίας με τη συγκρότηση της νεοελληνικής ψυχολογίας. «Όσα έργα και αν γράψουμε ένα είναι αυτό που επιχειρούμε να γράψουμε και απλώς το κυκλοφέρνουμε, επειδή αντιληφθήκαμε μια άλλη όψη του, επειδή οι εξελίξεις –και η προσωπική μας μαζί- το φανέρωσαν αλλιώς ή βαθύτερα» έλεγε ο συγγραφέας.

«Νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να την επηρεάσει. Να αλλάξει τον κόσμο, αποκλείεται. Σκεφθείτε ότι τόσοι, σπουδαίοι άνθρωποι πέρασαν από την ανθρωπότητα, αλλά ο κόσμος δεν άλλαξε. Μην έχουμε, όμως, πάντα στο μυαλό μας τον «μεγάλο ζωγράφο» ή τον «μεγάλο μουσικό». Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει κάτι.» Ο ίδιος προσθέτει:«Η θεματολογία μου ήταν πάντα κοινωνικοπολιτική αλλά ποτέ δεν ήταν εξειδικευμένη. Οποιοδήποτε παρελθόν, εφόσον το είχα ανάγκη, το ρούφηξα σαν μαθητευόμενος».

Λαμβάνοντας υπόψιν όλα αυτά, είναι πασιφανές πως ο Καμπανέλλης είναι ένας καλλιτέχνης πολυεπίπεδος, ένας ποιητής των απλών ανθρώπων, ένας στιχουργός της καθημερινότητας των προηγούμενων δεκαετιών. Πολλοί έχουμε σιγοτραγουδήσει τους στίχους του, έχουμε δει κάποιο έργο του στην θεατρική σκηνή, έχουμε ακούσει μια μελοποίησή του. Ίσως να μην ξέραμε πως πίσω από αυτήν κρυβόταν ο Καμπανέλλης και ίσως ήρθε η ώρα να το μάθουμε! Πώς θα το πετύχουμε;

Η ποιητική συλλογή

Η συγκεντρωτική συλλογή Άκουσε τη φωνή μου κι έλα που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος περιλαμβάνει, για πρώτη φορά, όλα τα ποιήματα και τα τραγούδια του, που πολλά μάλιστα ακούμε και τραγουδάμε μέχρι σήμερα και μας και μας παρουσιάζει μια διαφορετική όψη ενός καλλιτέχνη που οι περισσότεροι είχαμε αναπόφευκτα συνδυάσει με το θέατρο ή την πεζογραφία παρά με την ποίηση και την στιχουργική. Μας αποδεικνύει, ωστόσο, πως μπορεί να φέρει εις πέρας όλους αυτούς τους ρόλους και εξίσου καλά, θα προσθέσουμε εμείς.

H πολύ όμορφη εξωτερική όψη του βιβλίου αναμφίβολα προσελκύει τον αναγνώστη. Σκληρόδετο, με προσεγμένη γραμματοσειρά και ένα μυρωδάτο χαρτί που σε παρασέρνει! Τα ποιήματα είναι οργανωμένα με χρονολογική σειρά, ενώ όσα συμπεριλαμβάνονται σε θεατρικά του έργα αναδημοσιεύονται στην αυτοτελή μορφή τους, δεδομένου ότι αρκετά από αυτά δεν έχουν μελοποιηθεί, παρά μόνο κάποιες στροφές ή ενίοτε κάποιοι στίχοι τους, περιμένοντας τον συνθέτη που θα τα μελοποιήσει ολόκληρα. Σε αυτό το μοναδικό έργο θα βρει κανείς και ανέκδοτα ποιήματα του Καμπανέλλη, καθώς και σχέδιά του, φιλοτεχνημένα στη δεκαετία του 1960. Τη συλλογή συνοδεύουν χαιρετισμός του Μίκη Θεοδωράκη, χαιρετισμός του Σταύρου Ξαρχάκου, πρόλογος, επίμετρο και σημειώσεις του θεατρολόγου Θάνου Φωσκαρίνη, εκτενές βιογραφικό, δισκογραφία και εργογραφία του Iάκωβου Καμπανέλλη. Έτσι, ο αναγνώστης έχει την τύχη να γνωρίσει σφαιρικά τον ποιητή. Ίσως και να συνοδεύσει την ανάγνωσή του αυτή με ακρόαση των μελοποιημένων αυτών ποιημάτων. Μας εξέπληξε το γεγονός πως ορισμένα από αυτά είχαν ακουστεί στην μεγάλη οθόνη, πως είχαν ερμηνευτεί από γνωστούς και μεγάλους τραγουδιστές, όπως ο Μπιθικώτσης ή ο Κόκοτας και είχαν μελοποιηθεί τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες.

Αν, επομένως, θέλετε να γνωρίσετε όλο αυτό το σπουδαίο έργο, κάτι για το οποίο σας προτρέπουμε, δεν πρέπει να χάσετε αυτή την συλλογή! Ακούστε λοιπόν την φωνή του ποιητή και ακολουθήστε την!

Πηγές:

Συνέντευξη του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στο περιδοικό “Κ” της Καθημερινής και την Βασιλική Χρυσοστομίδου, 03/04/2011

Συνέντευξη του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στο ΒΗΜΑ και την Μυρτώ Λοβερίδου, 6 Δεκεμβρίου 1998


Συνέντευξή του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο περιοδικό Διαβάζω, τ.12, Αθήνα 1978 (Μάιος- Ιούνιος), σ. 23

http://www.kambanellis.gr/

https://www.lifo.gr/team/sansimera/34106

https://dromospoihshs.home.blog/2019/03/28/iak-kampanellis/?fbclid=IwAR3kaF2Khjva8edHMwup7JRKtHtaboMCic2jWpwXxh8uhLTG7rtHPO2BGHI

https://www.kedros.gr/author/187/kampanellis-iakwbos.html

Μια πανοραμική ανθολογία της νεωτερικής ελληνικής ποίησης από τον Μανόλη Αναγνωστάκη

Μια ανθολογία ξεχωριστή από άλλες γνωρίσαμε αυτήν την εβδομάδα. Και αυτό που την κάνει ξεχωριστή δεν είναι απλώς το γεγονός πως σε λίγες σελίδες φώλιασε η σύγχρονη ποίηση από τον Παπατσώνη μέχρι τον Ρίτσο και τον Γκάτσο, αλλά πως αυτές τις σελίδες συγκέντρωσε ένας από τους κορυφαίους της γενιάς του και αγαπημένος μας ποιητής, ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο τελευταίος, με σημαντικότατο ποιητικό και δοκιμιακό έργο, παραμερίζει την προσωπική του λογοτεχνική παραγωγή και μας συστήνει 22 ποιητές. Αφορμή για αυτήν την πρωτότυπη και ποικιλόμορφη γνωριμία απετέλεσε η εκπομπή του στον ραδιοφωνικό σταθμό Ηρακλείου. Το 1987 ξεκινά διαβάζοντας ποιήματα ελασσόνων ποιητών της προπολεμικής περιόδου, ποιήματα, όπως τα έλεγε ο ίδιος, «λυρικά μιας εποχής στους παλιούς ρυθμούς». Η επιλογή αυτή κυκλοφόρησε το 1990 με τίτλο «Η χαμηλή φωνή» από τη Νεφέλη. Αυτήν έρχεται να συμπληρώσει η ανθολογία αυτή, η οποία δημοσιεύεται πρώτη φορά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ενώ εντός συναντά κανείς και τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Αναγνωστάκης στον Γιώργο Ζεβελάκη. Το άξιο αναφοράς στοιχείο είναι πως συνοδεύεται από ηχητικό ντοκουμέντο, στο οποίο οι αναγνώστες έχουν πρόσβαση σκανάροντας το QR code που θα βρουν στο βιβλίο.

Ο Αναγνωστάκης προετοίμαζε μια σειρά είκοσι δεκαπενταλέπτων με θέμα την πρώτη νεωτερική ποιητική γενιά στην Ελλάδα. Ο ποιητής διαλέγει να την αποκαλέσει «νεωτερική», αντί για «μοντέρνα» ή «σύγχρονη ποίηση», αξιοποιώντας έναν όρο καθιερωμένο από τον Αλέξανδρο Αργυρίου. Μιλά για τον διαφορετικό τρόπου «κατασκευής» των ποιημάτων, εστιάζοντας στα σημεία της διαφοράς, στους κανόνες που ακολουθούσε ο παλιότερος ποιητής, από τους οποίους ο νεωτερικός επιλέγει να αποστήσει. Για εκείνον, ο ελεύθερος στίχος λειτουργεί σαν μια απελευθέρωση. Αυτή η μοναδική αίσθηση ελευθερίας αντανακλάται το δίχως άλλο και στην κατάργηση της προσωδίας και την μη επιβολή του προσωπικού κώδικα του κάθε ποιητή στον αναγνώστη του. Έτσι, δεν κάνουμε λόγο μονάχα για μια τυπική διαφοροποίηση, για μια αλλαγή που αφορά αποκλειστικά την μορφή αλλά για μια ουσιώδη μεταστροφή της ποίησης. Σε όλα αυτά συνέβαλε χωρίς αμφιβολία η «καταλυτική εμπειρία του υπερρεαλισμού», που επέτρεψε την συμπόρευση του πεζού και του ποιητικού λόγου, του κατακλεισμού της ποιητικής δημιουργίας από τον γλωσσικό πλούτο του συνόλου της ελληνικής γλώσσας και όχι αποκλειστικά από καλλωπισμένες «ποιητικές λέξεις». Μας καλεί να απαγκιστρωθούμε από συντηρητικότερες τάσεις που χαρακτήριζαν την παραδοσιακή ποίηση και να αφεθούμε σε πιο ακραίες ή ενίοτε ακόμα και προκλητικές τάσεις για την εποχή στην οποία εμφανίστηκαν. Πια όλες αυτές οι οπισθοδρομικές αντιλήψεις προσπεράστηκαν και οι ποιητές συγκαταλέχθηκαν δικαίως στους κλασικούς της δικής μας μετανεωτερικής εποχής. Στην ανθολογία του δεν καθοδηγείται από τις προσωπικές του προτιμήσεις και, μιας και επιδιώκει να είναι αντικειμενικός, φρόντισε να μην παραλείψει κανέναν καταξιωμένο στην κοινή συνείδηση ποιητή, χαρίζοντάς μας κυριολεκτικά ένα πανόραμα της «νεωτερικής ποίησης».

Πιάνοντας κανείς στο βιβλίο στα χέρια του μαγεύεται από το διαπεραστικό του χρώμα, ενα χρώμα που ταιριάζει και στο έργο και την ποιητική προσωπικότητα του Αναγνωστάκη. Με το μεγάλο του σχήμα και τις προσεγμένες εναλλαγές μεταξύ των ανθολογούμενων ποιητών σύντομα σε προσκαλεί να ανακύψει το ακόμα πιο ενδιαφέρον περιεχόμενό του.

Η ευαίσθητη ματιά του Αναγνωστάκη, η βαθιά του επαφή με τα ελληνικά γράμματα αποκρυσταλλώνεται έντονα στις επιλογές του. Χωρίς να παραλείψει κανέναν ποιητή μας βυθίζει σε μια θάλασσα δημιουργίας. Σε αυτήν την θάλασσα απολήγουν πολλοί διαφορετικοί μεταξύ τους ποταμοί. Άλλοι έχουν ορμητικά υπερρεαλιστικά κύματα, άλλοι έχουν πηγές στην ελληνική παράδοση, άλλοι έχουν τάσεις συμβολιστικές και άλλοι έχουν επάλξεις σε λογοτεχνικά έργα ξένων καλλιτεχνών. Πάντως όλα έχουν μια κοινή πορεία, η φωνή που γεννιέται από μέσα τους είναι αδιακόσμητη, είναι πρωτόγονη, είναι ελεύθερη, έρχεται σε ρήξη με αυτά που η ποίηση στον ελλαδικό χώρο είχε γνωρίσει μέχρι τότε. Η ανθολογία είναι σίγουρα μια πολύ καλή ευκαιρία να πάρουμε μια γεύση από τους ποιητές και αν κάποιος μας τραβήξει έντονα το ενδιαφέρον να εμβαθύνουμε αργότερα στο έργο του. Εμείς χαρήκαμε που ξαναθυμηθήκαμε σε αυτό το ποιητικό ταξίδι αγαπημένους μας συνοδοιπόρους και ήρθαμε σε επαφή με κάποιους που δεν είχαμε γνωρίσει ποιητικά. Για αυτό τον λόγο την προτείνουμε σε όλους εκείνους τους ακόρεστους αναζητητές της ομορφιάς και της νεωτερικότητας, στους φανατικούς αναγνώστες του Αναγνωστάκη που μέσα από τις επιλογές του αποκαλύπτει πτυχές της προσωπικότητάς του αλλά και σε όλους εσάς που όπως εμείς αγαπάτε την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή.

«Ο παλαιότερος ποιητής και ο πρώτος που θ’ ανοίξει τη σειρά είναι ο Τάκης Παπατσώνης… Αφιερώνουμε τρεις εκπομπές στον Σεφέρη και από δύο στον Ρίτσο, στον Ελύτη και στον Εγγονόπουλο. Θ’ ακουστούν ποιήματα του Αναστάσιου Δρίβα, του Γιώργου Σαραντάρη, του Ζήση Οικονόμου, του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Νικήτα Ράντου, του Θεόδωρου Ντόρρου, του Νικηφόρου Βρεττάκου, του Αλέξανδρου Μπάρα, του Γιώργου Θέμελη, του Νίκου Γκάτσου, του Δημήτρη Αντωνίου, του Αλέξανδρου Μάτσα, του Τάκη Βαρβιτσιώτη, του Γιώργου Βαφόπουλου, της Ζωής Καρέλλη και των δύο Ηρακλειωτών ποιητών Μηνά Δημάκη και Άρη Δικταίου, που είναι και οι νεότεροι —αλλά και τόσο πρόωρα χαμένοι— της σειράς αυτής, ποιητές ενός μεταίχμιου θα λέγαμε, με το ένα πόδι στη γενιά του ’30, που αποτελεί τον κύριο κορμό, και το άλλο στην αμέσως νεότερη, τη λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά». – Μανόλης Αναγνωστάκης

Οι ποιητές που θα συναντήσετε:

Τάκης Βαρβιτσιώτης

Θεόδωρος Ντόρρος

Αναστάσιος Δρίβας

Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Σεφέρης

Ανδρέας Εμπειρίκος

Ζωή Καρέλλη

Γεώργιος Βαφόπουλος

Δημήτρης Αντωνίου

Αλέξανδρος Μπάρας

Νίκος Εγγονόπουλος

Νικήτας Ράντος

Γιώργος Σαραντάρης

Ζήσης Οικονόμου

Γιάννης Ρίτσος

Νίκος Γκάτσος

Οδυσσέας Ελύτης

Αλέξανδρος Μάτσας

Νικηφόρος Βρεττάκος

Μηνάς Δημάκης

Τάκης Βαρβιτσιώτης

Άρης Δικταίος

Πηγές:

https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/14416-manolis-anagnostakis

https://www.ogdoo.gr/politismos/vivlio/o-manolis-anagnostakis-anthologei-poiimata-tou-ellinikoy-monternismoy

Αμοργός του Νίκου Γκάτσου

Αμοργός (αποσπάσμα) του Νίκου Γκάτσου

Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ
καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.
HPAKΛEITOΣ

Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα
Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια
Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα
Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη
Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια
Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα
Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι
Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες
Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων
Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.

Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι
Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια
Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι
Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου
Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου
Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.
Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους
Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου
Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα
Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι
Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων
Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται
Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους
Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς
Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας
Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες
Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα
Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς
Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι
Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες
Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου
Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε
Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν
Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα
Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια
Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα
Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν
Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη
Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες
Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι
Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ
Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν
Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.

Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο
Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ
Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει
Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη
Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι
Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της
Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη
Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!

Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα
Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα
Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάῤῥων
Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.

Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας
Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει
Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια
Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.

Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει
Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται
Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα
Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει.
Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια
Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.
Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη…

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης

Από το έργο “Αμοργός” του Νίκου Γκάτσου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη

Ακούστε το εδώ:

Εσωτερικός μετανάστης του Γιάννη Καλπούζου

Σε χιλιάδες αντίτυπα κόλλησαν την άσφαλτο στο χώμα,
να μη σε προλαβαίνουν τα μάτια
να μη σε καίνε οι ανάσες
καθώς χάνεσαι στην πρώτη στροφή .
Να απλώνεται γρήγορα η απόσταση
και να μην βλέπεις για πολύ
τη μάνα και τον πατέρα στην άκρη του δρόμου.
Να μην ακούς το ρέμα του καημού.

Από δώδεκα χρονών φεύγω,
κάθε δεκαπέντε μια επιστροφή, τότε,
ήταν και οι άλλοι που γύριζαν Χριστούγεννα και Λαμπρή.
Μια σταλιά παιδάκια
κλωνάρια μόνα
τι σημασία έχει πια!

Όλο φεύγω, κι ούτε ένα απ’ τα καλάθια
που μαζεύαμε τα σύκα και τα σταφύλια
δεν πήρα για ενθύμιο.
Κι ακόμα, Μάνα, δε σου είπα
πόσο ήθελα να μου χαϊδέψεις μια φορά
τα μαλλιά και το πρόσωπο
κι ας γδέρνουν τα χέρια σου.

Αν μ’ αγαπάς, αν νοιάζεσαι για μένα να το λες
έγραψα σ’ ένα τραγούδι.
Εμείς ποτέ δε λέγαμε τίποτα.
Πώς αλλιώς θα αντέχαμε
τόσους αποχαιρετισμούς.

Πηγή: Γιάννης Καλπούζος, Ποιήματα 2000-2017, εκδόσεις Ψυχογιός

Ακούστε το εδώ:

Η ποιητική φύση του πεζογράφου Αντώνη Σαμαράκη

Αντί προλόγου

Όλοι γνωρίζουμε τον Αντώνη Σαμαράκη για το συγκλονιστικό πεζογραφικό του έργο που δικαίως τον κατέταξε μεταξύ των πιο διακεκριμένων Ελλήνων συγγραφέων του 20ου αιώνα. Ωστόσο, το πεζογραφικό σώμα του έργου του έρχεται να ρίξει και να αναταράξει η μετατόπισή του στην ποίηση, όπως την γνωρίσαμε μέσα από την συλλογή ποιημάτων του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ο πεζογράφος φόρεσε τον μανδύα του ποιητή με εξαιρετική επιδεξιότητα, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλους τους μεγάλους λογοτέχνες που με άνεση ενδύονται διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Ή μήπως ο νέος ποιητής εξελίχθηκε σε έναν ολοκληρωμένο ποιητικό πεζογράφο; Αυτό επαφίεται στην δική σας πρόσληψη και γνώμη.

Ποιήματα, Αντώνης Σαμαράκης, εκδόσεις Ψυχογιός
Λίγα λόγια για το περιεχόμενο και την ποιητική

Η εφηβική εκδοχή του Σαμαράκη ζει και στιχουργεί σε μια εποχή ζοφερή. Γύρω στα 14 του έστειλε στο περιοδικό «Ξεκίνημα» τους στίχους του και το Μάη του 1944 η διεύθυνση του περιοδικού στη στήλη της αλληλογραφίας του απάντησε ως εξής : «Οι στίχοι σας είναι πολύ καλύτεροι από αυτούς που μας είχατε ξαναστείλει. Δουλέψτε επίμονα και προσεχτικά, χωρίς να παραλείψετε να διαβάζετε πολύ. Προσέξτε να μπείτε σ’ έναν καλό δρόμο, τώρα που είσθε ακόμη τόσο νέος. Ελάτε να σας δούμε».Ένα χρόνο πριν είχε γράψει ένα ποίημα που το μελοποίησε ο καθηγητής του της μουσικής στο Βαρβάκειο Ιωάννης Μαργαζιώτης και, όπως σημειώνει με καμάρι στη κάτω μέρος του χειρογράφου, «το τραγουδούσε η χορωδία του σχολείου». Η γραφή είναι μεν βέβαια σχολική και άρα πρωτόλεια, μεστή όμως από μια καρυωτακική ευαισθησία και λύπη. Πολλά έργα του έχουν θρησκευτική πνοή αναφερόμενα στα πρόσωπα του Ιησού. Τα περισσότερα είναι επηρεασμένα από τον Παλαμικό ρυθμό της εποχής που ανάδειξε το ποίημα- τραγούδι ή σωστότερα παιάνας. Τα πρώτα αυτά ποιήματα γράφτηκαν, με το ψευδώνυμο «Ιωσήφ Κυπριανός» στα περιοδικά «Νέα Εστία», «Ακτίνες», «Ξεκίνημα».

Ο λογοτέχνης Αντώνης Σαμαράκης

Οι λέξεις του στοιχειώνονται σταδιακά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Γερμανική Κατοχή και ο πεζογραφικός τόνος αρχίζει να κυριεύει τον ποιητικό του λόγο που πυκνός μα συνάμα απλός εκφράζει τις προσωπικές αγωνίες του ποιητή. Ο Σαμαράκης δεν μένει. όμως παγιδευμένος στον δικό του μικρόκοσμο, αλλά διογκώνει τους προβληματισμούς του- κοινωνικούς και ηθικούς- τους εξαπλώνει. Έτσι από το πρόσωπο, γίνεται αργότερα λόγος για την αυλή, για την γειτονιά μέχρι να καταλήξουμε στην ελληνική κοινωνία και τον κόσμο. Όλα αυτά γίνονται ο καμβάς του πάνω στον οποίο ζωγραφίζει τις ανησυχίες, το άγχος, τα διλήμματα. Έτσι μεταβαίνει από τον μικρόκοσμο στον μακρόκοσμο και έτσι από μια απλή έκφραση προσωπικών ιδεών το έργο του γίνεται πανανθρώπινο και οικουμενικό. Η ποιητική της ταπεινής ζωής, η καθημερινότητα που αγιάζεται στην πεζογραφία του Σαμαράκη, και ταυτόχρονα η εξέγερσης, στοιχείο που σφραγίζει τα κατοπινά, πεζά έργα του συγγραφέα, συμφύρονται ήδη στα ποιήματα της πρώιμης δημιουργικής του περιόδου. Μπορεί εν τέλει το λιμάνι που προσαράζει το καράβι της δημιουργίας του να είναι η πεζογραφία στην οποία αποκρυσταλλώνεται και η ωριμότητά του, όμως η ποιητική δημιουργία βρίθει νιότης, αγνότητας, ελπίδας, μιας ωραιότητας ασύγκριτης και ανεπανάληπτης. Αξεδίψαστο συναισθημάτων και αχόρταγο κοινωνικών αναταραχών το έργο του, που ακροβατεί μεταξύ του σύγχρονου και του παλιού, του συμβολισμού και ενός πρώιμου υπερρεαλισμού, είναι χωρίς αμφιβολία μια μοναδική ποιητική εμπειρία.

Τα λόγια του  Θανάση Νιάρχου έπονται προς επίρρωση όσων σας αναφέραμε παραπάνω: «Οι ανησυχίες και τα θέματά του, τα ενδιαφέροντα και η προβληματική του, ελάχιστα διαφέρουν στην ποίηση και τη πεζογραφία του. Μπορεί ο Χριστιανός Σαμαράκης να εξελίσσεται σ ‘ένα οικουμενικού προβληματισμού πεζογράφο, μπορεί ο προστατευτικός τόνος για μια ηθική ανύψωση, που θεωρείται ευκταία, να αντικαθίσταται από την τρυφερά απαισιόδοξη ενατένιση των ανθρωπίνων, ο ήχος του εμβατηρίου να αδυνατίζει και να περισσεύει η κραυγή, τα θέματά του όμως παραμένουν συγκινητικά τα ίδια : Ο Σαμαράκης είναι ο μικρόκοσμος, η αυλή, η γειτονιά, με τα καθημερινά βάσανα και, ταυτόχρονα, ο μακρόκοσμος, με τις ανησυχίες και τα ηθικά διλήμματα, τους κλυδωνισμούς και την σκοτεινή του προοπτική».

Αντί επιλόγου

Η ποίηση του Σαμαράκη ατενίζει το μέλλον και αναθεματίζει μια ανθρωπότητα που διαρκώς επιλέγει να κοιτάζει πίσω. Μας δίνει την απάντηση στο σκοτάδι της εποχής, γιατί μας μεταλαμπαδεύει το φως της αγάπης που είναι η λύση σε όλα τα προβλήματα, η απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις. Είναι μια ποίηση ελληνικότατη και συγχρόνως παγκόσμια. Μια ποίηση του παρελθόντος και του μέλλοντος, επίκαιρη και νοσταλγική. Είναι μια ποίηση που δεν προσπερνάς. Για αυτό με την πρώτη ευκαιρία σας καλούμε να αναζητήσετε το ποιητικό έργο του Αντώνη Σαμαράκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Διαβάστε ένα ποίημα από την συλλογή εδώ και ακούστε το εδώ.

Πηγές:

Το Literature.gr προτείνει: «Ποιήματα» του Αντώνη Σαμαράκη

Τα ποιήματα του έφηβου Αντώνη Σαμαράκη

https://www.matia.gr/books/vivlia-piisi-ke-stichi/piimata-antonis-samarakis.html

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: ένας ρομαντικός συμβολιστής

  • Σημαντικά βιογραφικά στοιχεία

Ο Rainer Maria Rilke γεννήθηκε το 1875 στην Πράγα. Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίζονταν από κακουχίες, αφού ως φιλάσθενος με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και ευαισθησία δυσκολεύονταν να φοιτήσει σε στρατιωτικές σχολές , πράγμα για το οποίο τον προόριζε ο πατέρας του, που αργότερα από τους βιογράφους του χαρακτηρίστηκε εγκληματικό. Το 1892 ξεκινά τις Νομικές Σπουδές και το 1893 αρραβωνιάζεται με τη Valery von David-Rhonfeld,η σχέση του με την οποία έρχεται σε ρήξη μετά τη δημοσίευση της αλληλογραφίας μεταξύ τους από την ίδια[1]. Συνεργάζεται με το περιοδικό «Νέα Γερμανία και Νέο Έζλας» και το 1895 ξεκινά τις Φιλοσοφικές του Σπουδές. Το 1897 γνωρίζεται με τη Lou Andreas-Salome, ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο της ζωής του. Σε ένα ταξίδι του στη Ρωσία γνωρίζει τους: Leo Tolstoi, Drouhin,Pasternak, Vogeles, Becker, και τη γλύπτρια Clara Westhoff, την οποία παντρεύεται το 1901. Το 1905 και για ένα χρόνο διατελεί γραμματέας του διάσημου γλύπτη August Rodin. Η ψύχρανση των σχέσεων τους όμως ένα χρόνο αργότερα συντελεί στην αποχώρηση του Rilke. Το 1907 βέβαια, συμφιλιώνονται ξανά. Το 1914 γνωρίζει τη Lulu Albert-Lasard και συζούν. Εκείνη, το 1915 ζωγραφίζει το μοναδικό πορτραίτο του ποιητή καθήμενου. Το 1919 καταφεύγει στην Ελβετία ζητώντας άσυλο. Το 1926 συναντά τον Paul Valery. Την ίδια χρόνια πληγωμένος στο χέρι, από τα αγκάθια τριαντάφυλλων, που έκοβε, στον κήπο του, εκδηλώνεται οξεία λευχαιμία, από την οποία έπασχε. Μετά από μακρύ αγώνα φεύγει από τη ζωή στις 29 Δεκεμβρίου του 1926 σε ένα νοσοκομείο στην Ελβετία. Όλη του τη ζωή ταξίδεψε σε πάρα πολλές χώρες, αναζητώντας μια πνευματική πατρίδα. 

  •  Ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν το έργο του

Ο Rilke έζησε σε μια ταραγμένη εποχή, που χαρακτηρίζονταν από θρησκευτικές διαμάχες, ηθική κατάπτωση ,παγκόσμια αναστάτωση[2] και κοινωνικές ζυμώσεις που κατέληξαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος στιγμάτισε το έργο του. Επιπρόσθετα, οι αναζητήσεις και ανακαλύψεις στην περιοχή των επιστημών του ανθρώπου (Δαρβίνος, Μαρξ, Νίτσε, Μπερζόν, Φρόυντ) οδήγησαν σε μια ραγδαία αλλαγή της ευαισθησίας και μια σειρά καλλιτεχνικών εξεγέρσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται ο γαλλικός ιμπρεσιονισμός όσον αφορά τη ζωγραφική και ο συμβολισμός όσον αφορά την ποίηση που διαμορφώνουν το ύφος και τον στίχο του ποιητή. Βέβαια, πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι στο νεανικό του έργο ήταν εμφανείς οι επιρροές του από τον Τριακονταετή πόλεμο, τους ήρωες και τα μεγάλα πνεύματα εκείνης της εποχής. Επίσης, τα πρώτα του διηγήματα καθορίστηκαν κατά μεγάλο βαθμό από το έργο του Detlev Liliencram και οι πρώτες του δραματικές απόπειρες από το νατουραλισμό.

Ο Ρίλκε (αριστερά) με τον Βαλερύ (δεξιά)
  • Έργο

Ο Rilke εντάσσεται στο ρεύμα του συμβολισμού. Παρ’ όλα αυτά παρουσιάζει στα ποιήματά του στοιχεία ρομαντισμού. Όπως αναφέραμε παραπάνω, επηρεάστηκε από το γαλλικό ιμπρεσιονισμό.

Από όλα του τα έργα πιο γνωστό είναι οι «Ελεγείες του Ντουίνο», που οφείλουν τον τίτλο τους στον Πύργο του Ντουίνο, κοντά στην Τεργέστη[3] όπου εμπνεύστηκε το έργο τώρα έχει καταστραφεί[4]. Η φιλία του Rilke με την ιδιοκτήτριά του, την Πριγκίπισσα Maria von Thurn und Taxis-Hohenloe, έχει σχολιαστεί πλούσια. Το βιβλίο μεταφράζεται ολόκληρο. Η ευφορία του αισθήματος, των αισθήσεων σε καθαρότητα θαυμαστή, του πνεύματος σε λαμπρότητα ορμής, εξουσιάζουν αμέσων εκείνον που είναι ικανός να αφεθεί, να διαποτιστεί από την αβρότητα της ποίησης αυτής, που ο πυρήνας της είναι εντούτοις μια αδάμαστη δύναμη, γράφει αναφερόμενη στο έργο του αυτό η Ζωή Καρέλλη[5].Ο ρομαντισμός του μας πηγαίνει πολύ μακριά, μας γυρεύει όλο και μια καινούργια συγκατάθεση, μια καινούργια ψυχική βίωση. Κάθε φορά που το ανοίγουμε ξέρουμε πως έχουμε να περάσουμε ένα σύνορο. Και πως ό,τι βρίσκεται πέρα απ’ αυτό, ποτέ δεν είχε πάψει να μας ανήκει[6].  Ή σύμφωνα με τον Κλέοντα Παράσχο, αυτά ιδίως τα δέκα «Ελεγεία του Ντουίνο», το ωραιότερο και πιο ώριμο έργο του Rilke, είναι ό,τι πιο ρευστό, πιο μουσικό, πιο έξω και μακριά από κάθε πλαστικό σχήμα, παρουσίασε η ποίηση των τελευταίων χρόνων, καθαρή ουσία ψυχική και ροή, αν μπορεί κανένας να πει, ψυχική[7] .

Ο Rilke αποτελεί την προσωποποίηση της ευαισθησίας, αποκρυσταλλωμένης σε τόνους τόσο λεπτούς, τόσο μουσικούς, τόσο βαθιά ενοραματικούς, δίνοντας τις πνευματικές αισθήσεις του για να βιώνουμε το άγνωστο, να βλέπουμε πέρα από το ορατό και, για να ακούμε, να παραβιάζουμε αυτή την τρομερή σιωπή των ζωντανών πραγμάτων. Κι όλα αυτά απλά μόνο για αυτό το κάλλος που παιδεύει ηθικά και ολοκληρώνει τον άνθρωπο σε αρετή και κατανόηση. Προκειμένου να μιλήσει κανείς για αυτόν, θα πρέπει να φτάσει στα βάθη της πιο αυστηρής σιωπής, ως τις πιο βαθειές ρίζες της αρχέτυπης ανθρωπιάς ακλουθώντας τον. Η λεκτική μουσική του, ο στίχος του, η τελειότητα της μορφής ου η σχεδόν παρνασσιακή είναι μορφικά στοιχεία που ιδιάζουν και χρωματίζουν ολόκληρο το ποιητικό έργο του Rilke. Ο Rilke είναι ένας ασύγκριτος οραματιστής των πραγμάτων, ένας ποιητής που έδωσε νέα κατεύθυνση στο λυρισμό και τον ανανέωσε, βαφτίζοντάς τον σε βαθύτατες πηγές ενστικτώδους και βαθύτατου μυστικισμού. Ο Rilke είναι από τους ποιητές στους οποίους η μοντέρνα ποίηση οφείλει ένα μέγιστο μέρος της αξίας της και της ουσίας της. Ό,τι έκανε ο Ρεμπώ και ο Γαλλικός Συμβολισμός έως τον Βαλερύ, στη μορφή του ποιητικού λόγου, το έκανε ο Rilke στο εσωτερικό του, στον τομέα που η ψυχή γίνεται άμεσα ποίηση και μύθος. Ποιητής αρχαγγελικός αλλά και σε πολλά απρόσιτος, επιβάλλεται περισσότερο σαν μυστήριο και λιγότερο σα νοητός λόγος. Για να νιώσουμε τον Ρίλκε, πρέπει να έχουμε διαρκώς υψωμένα τα μάτια μας στο βραδινό ουρανό ή να βλέπουμε τον γύρω μας κόσμο, ψάχνοντάς του γνωρίσματα και φωνές και ψιθυρίσματα ουρανίων παραδείσων, όπως σημειώνει σε ραδιοφωνική του εκπομπή ο Αντρέας Καραντώνης.

Θεωρείται σπουδαίος, καθώς έδειξε πόσες άπειρες δυνατότητες περιέχει ακόμα η Γερμανική γλώσσα, η πιο πλούσια σε καίρια έκφραση απ’ όλες τις λατινογενείς γλώσσες της Ευρώπης. Την πλούτισε με καινούργιες λέξεις και εκφράσεις, νεολογώντας κατά τον πιο νόμιμο, αλλά πάντα απίθανα ποιητικό τρόπο, έτσι που, για να τον κατανοήσει κανείς δεν αρκεί πια η γνώση της γλώσσας, αλλά η δημιουργική φαντασία που θα βρίσκεται σε απόλυτη επικοινωνία και σε στενή συνεργασία με τη συμβολογλωσσοπλαστική αντίληψη του ίδιου του ποιητή. Οι δικές του αισθητικές αρχές που διαμόρφωσε, συνέπεσαν με τις αρχές του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, οπότε είναι ο ίδιος και το έργο του αυτοί που βοήθησαν στην εκκόλαψη του εξπρεσιονιστικού κινήματος στη Γερμανία. Τέλος συνέβαλε στην εξέλιξη του ρωσικού ακμεϊσμού, εφόσον αρκετοί ρώσοι λογοτέχνες μελέτησαν και στηρίχτηκαν στο έργο του, όπως: Μαρίνα Τσβετάγεβα, Μπόρις Πάστερνακ και Πάουλ Τσέλαν. 

Το έργο του διαχωρίζεται σε δύο φάσεις: νεανικό και ωριμότητας:

ΝεανικόΩριμότητας
Χειρόγραφο 81 σελίδες (αρχεία Βαϊμάρης) (1892)«Δύο ιστορίες της Πράγας», «Για να γιορτάσω τον εαυτό μου» (1899) «Οι τελευταίοι» (διήγημα), «Βιβλίο των εικόνων (ποιήματα), «Καθημερινή ζωή» (δίπραχτο δράμα), «Ράινερ Μαρία Ρίλκε» (μονογραφία) (1902)
«Ζωή και τραγωδία» (πρωτόλειο βιβλίο) , «Εικόνες και φύλλα ημερολογίου» (επιστολές)  (1893)«Η μονογραφία του Βορπσβέντε» (μονογραφία), «Αύγουστος Ροντέν» (μονογραφία) (1903) «Ιστορία Καλού Θεού» (διηγήματα) (1904) «Ωρολόγιον» (1905)
«Τώρα και στην ώρα του θανάτου μας» (θεατρικό έργο) , «Αγροράδικα» (τρία τετράδια), «Προσφορά στους Λάρητες» (ποιητική συλλογή)  (1896),«Η μελωδία του έρωτα και του θανάτου του Σημαιοφόρου Χριστοφόρου Ρίλκε» (1906), «Νέα ποιήματα» (2ο βιβλίο)
«Το πρωινό αγιάζι» (τρίπραχτο δράμα), «Στεφανωμένος με όνειρο» (ποιήματα) (1897)«Πρώιμα ποιήματα», «Requiem» (1909), «Μάλτε Λάουριτζ Μπρίγκε» (1911), «Πρώτα Ποιήματα», «Βίος της Θεοτόκου» (1913) «Όψιμα ποιήματα» (1915) 
«Τεσσαρακοστή», «Χωρίς Παρουσία» (δίπραχτο δράμα), «Προς ζωή» (διηγήματα και σκίτσα), «Φλωρεντινό Ημερολόγιο» (υπό τύπον επιστολή προς Lou) (1898)«Η λευκή πριγκίπισσα» (1920), «Οι ελεγείες του Ντουίνο» , «Σονέττα του Ορφέα» (1923)
Γαλλικές συλλογές: «Περιβόλια και Βαλαιζανικές Στροφές» (1926) , «Τα παράθυρα», «Τα ρόδια» με πρόλογο του Paul Valery)
Μεταφράσεις: «Πορτογαλικά Σονέττα» (Elizabeth Barret Browing) (1908), «Ο Κένταυρος» (Maurice de Guerin) (1911), «Πορτογαλικές Επιστολές» (Marianna Alcofarda) (1913), «Επιστροφή του ασώτου υιού» (Andre Gide) (1914) Άλλα ποιήματα (Paul Valery) (1924)
©Στο δρόμο της Ποίησης

Πηγές:


[1] «Εικόνες και φύλλα ημερολογίου»  (1893)

[2] www.wikipedia/RainerMariaRilke.com (Ανάκτηση: 20/11/13)

[3] «Rilke, Man and Poet» Nora Wydenbruck

[4] «R.M.Rilke:Oeuvres» Editions du Seuil

[5] «Καινούργια εποχή»

[6] «Ταχυδρόμος» Αλεξάνδρειας, «Η Τέχνη είναι δύσκολη»

[7] «Καθημερινή»

Τα Αντικλείδια του Γιώργη Παυλόπουλου

Τά Ἀντικλείδια

Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς νά βλέπουν
τίποτα καί προσπερνοῦνε. Ὅμως μερικοί
κάτι βλέπουν, τό μάτι τους ἁρπάζει κάτι
καί μαγεμένοι πηγαίνουνε νά μποῦν.
Ἡ πόρτα τότε κλείνει. Χτυπᾶνε μά κανείς
δέν τούς ἀνοίγει. Ψάχνουνε γιά τό κλειδί.
Κανείς δέν ξέρει ποιός τό ἔχει. Ἀκόμη
καί τή ζωή τους κάποτε χαλᾶνε μάταια
γυρεύοντας τό μυστικό νά τήν ἀνοίξουν.
Φτιάχνουν ἀντικλείδια. Προσπαθοῦν.
Ἡ πόρτα δέν ἀνοίγει πιά. Δέν ἄνοιξε ποτέ
γιά ὅσους μπόρεσαν νά ἰδοῦν στό βάθος.
Ἴσως τά ποιήματα πού γράφτηκαν
ἀπό τότε πού ὑπάρχει ὁ κόσμος
εἶναι μιά ἀτέλειωτη ἀρμαθιά ἀντικλείδια
γιά ν’ ἀνοίξουμε τήν πόρτα τῆς Ποίησης.
Μά ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή.

Ακούστε το εδώ:

Tραγούδι τῆς ξενιτιᾶς του Κώστα Κρυστάλλη

Tραγούδι τῆς ξενιτιᾶς

Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Θὰ πάρω ἕναν ἀνήφορο νὰ βγῶ σὲ κορφοβούνι,
νὰ βρῶ κλαράκι φουντωτὸ καὶ ριζιμιὸ λιθάρι,
νὰ βρῶ καὶ μία κρυόβρυση, νὰ ξαπλωθῶ στὸν ἴσκιο,
νὰ πιῶ νερὸ νὰ δροσισθῶ νὰ πάρω λίγη ἀνάσα,
ν᾿ ἀρχίσω νὰ συλλογισθῶ τῆς ξενιτιᾶς τὰ πάθη,
νὰ εἰπῶ τὰ μαῦρα ντέρτια μου καὶ τὰ παράπονά μου.

Ἄνοιξε θλιβερὴ καρδιὰ καὶ πικραμένο ἀχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο καὶ πὲς κάνα τραγούδι.

-Τραγούδια ἂν ἔχ᾿ ἡ μαύρη γῆ, κι ὁ τάφος χαμογέλια,
ἔχει καὶ τοῦ παιδιοῦ ἡ καρδιὰ ποὺ περπατεῖ τὰ ξένα.
Τὰ ξένα ἔχουν καημοὺς πολλοὺς καὶ καταφρόνια πλῆθος!
Στὰ ξένα δὲν ἀνθίζουνε τὴν Ἄνοιξη τὰ δέντρα,
καὶ δὲν λαλοῦνε τὰ πουλιά, ζεστὸς δὲ λάμπει ὁ ἥλιος,
δὲ φυλλουριάζουν τὰ βουνά, δὲν πρασινίζει ὁ κάμπος,
καὶ δὲ δροσίζει τὸ νερό, καὶ τὸ ψωμὶ πικραίνει!

Στὰ ξένα, ποιὸς θὰ σὲ χαρεῖ καὶ ποιὸς θὰ σὲ γελάσει;
Ποὖν᾿ τῆς μανούλας τὰ φιλιά, τὰ χάδια τοῦ πατέρα;
Ποὖναι τὰ γέλια τ᾿ ἀδερφοῦ κ᾿ ἡ συντροφιὰ τοῦ φίλου;
Ποὖν᾿ τῆς ἀγάπης οἱ ματιὲς καὶ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια;

Ἂν ἀρρωστήσεις, ποιὸς θαρθεῖ στὴν ξενιτιὰ σιμά σου,
νὰ σὲ ρωτᾷ τὸν πόνο σου, τὰ γιατρικὰ νὰ δίνει;
στὸ ἔρμο σου προσκέφαλο νὰ ξενυχτάει μαζί σου;
Κι ἂν ἔρθει μέρ᾿ ἀγλύκαντη στὰ ξένα νὰ πεθάνεις,
ποιὸς θὰ βρεθεῖ στὸ πλάι σου τὰ μάτια νὰ σοῦ κλείσει;
Ποιὸς θὰ σοῦ λούσει τὸ κορμί, ποιὸς θὰ σὲ σαβανώσει;
Στὸ λειψανό σου ποιὸς θἀρθεῖ λουλούδια νὰ σὲ ράνει;
Καὶ ποιὸς μὲ πόνο θὰ ριχτεῖ στὸ νεκροκρέββατό σου
γιὰ νὰ σὲ κλάψει; Ποιὸς θὰ εἰπεῖ γιὰ σένα μοιρολόγι;
Ἄχ! πῶς τοὺς θάφτουν, νἄξερες, καὶ πῶς τοὺς πᾶν᾿ τοὺς ξένους!..
Χωρὶς λιβάνι καὶ κηρί, χωρὶς παπὰ καὶ ψάλτη!

Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..

Ποῦ νὰ τὸν πῶ τὸν πόνο μου, ποῦ νὰ τὸν ἀπορίξω;
Νὰ τὸν εἰπῶ στὰ τρίστρατα, τὸν παίρνουν οἱ διαβάτες,
νὰ τὸν ἀφήσω στὰ κλαριά, τὸν παίρνουν τ᾿ ἀγριοπούλια!..
Κι ἂν κλάψω, τὰ φαρμακερὰ τὰ δάκρια ποῦ νὰ πέσουν;
Ἂν πέσουνε στὴ μαύρη γῆ, χορτάρι δὲν φυτρώνει,
ἂν πέσουνε στὸν ποταμό, ὁ ποταμὸς θὰ στύψει,
ἂν πέσουνε στὴ θάλασσα, πνίγουνται τὰ καράβια,
κι ἂν τὰ βαστάξω στὴν καρδιά, μὲ καῖν᾿ μὲ φαρμακώνουν!

Ἀνάθεμά σε ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..

Πηγή: Κώστας Κρυστάλλης, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, εκδ. Ζήτρος

Ακούστε το εδώ:

Προσδοκία του Δημήτρη Αθανασέλου

Προσδοκία

Εκεί που κατοικώ
δέντρα ξεφυτρώνουν
σ’ άγονα σπίτια
κι οι καμάρες
τρέφουν κισσούς
που μας τυλίγουν σαν σάβανα.

Εκεί που κατοικώ
χάνεται η ζωή•
πού και πού
καρφώνω κάτι σταυρούς
πάνω απ’ τα σπίτια των γνωστών
από φόβο
μην είναι νεκροί.

Εκεί που κατοικώ
Η φωνή δεν μύρισε
συγγνώμη.
Τα μυαλά ξεθώριασαν
και η ελπίδα
χωρίς ευχή.

Εκεί που κατοικώ
Σπόρους κεντώ
Περιμένοντας ν’ ανθίσουν
τα λουλούδια της άνοιξής μου.

Πηγή: Ανάβαση, Δημήτρης Αθανασέλος, εκδ. Πνοή

Ακούστε το εδώ:

Δέησις του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη

Δέησις

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.—
H μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει


στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί—


και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,


η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα ’λθει πια ο υιός που περιμένει.

Πηγή: Ο Θεός του Καβάφη, Γιώργος Ιωαννίδης, εκδ. Δαιδάλεος

Ακούστε το εδώ: