Ανακαλύπτοντας τον «ξένο» Αλέξανδρο Ίσαρη

Ακόμα και αν δεν έχει πέσει στα χέρια σας κάποιο δικό του πόνημα, σίγουρα έχετε ακούσει τον Αλέξανδρο Ίσαρη. Είτε μέσα από την ζωγραφική του είτε μέσα από τις μεταφράσεις, τις φωτογραφίες ή το ραδιόφωνο ο “ξένος” της τέχνης κατόρθωσε να υπηρετήσει την τελευταία με τον πληρέστερο ίσως δυνατό τρόπο, ζώντας όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος πέντε ζωές σε μία.

Θα προσπαθήσουμε ωστόσο να σας κατατοπίσουμε. Ο Αλέξανδρος Ίσαρης,79 πλέον ετών, γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στις Σέρρες. Ο πατέρας του, ποδοσφαιριστής στο επάγγελμα, ονειρευόταν να τον δει κάποτε στο γήπεδο. Η μητέρα του, μουσικός, τον φανταζόταν αρχιτέκτονα. Τελικά, το δικό της όραμα υπερίσχυσε και τον ταξίδεψε μέχρι την μακρινή Αυστρία και το Γκρατς όπου σπούδασε τελικά αρχιτεκτονική, την οποία για λίγα χρόνια υπηρέτησε. Οι κλίσεις του ήταν ανέκαθεν διαφορετικές. Από μικρός αγαπούσε πολύ το διάβασμα, την συγγραφή, την μετάφραση από την αγγλική που ήταν και η πρώτη του ξένη γλώσσα και την κλασική μουσική, την οποία και γνώρισε μέσα από το βιολί της μητέρας του. Από εκεί και έπειτα η ζωή του χαρασσόταν μεταξύ Θεσσαλονίκης, Αθήνας, Αυστρία και Γερμανίας, ειδικά του Βερολίνου. Τα περισσότερα χρόνια ζει στο διαμέρισμά του στο Παγκράτι, όπου κρύβεται και το ατελιέ του.

Τα ταλέντα του πολλά. Την ζωγραφική δεν την διδάχθηκε ουσιαστικά ποτέ, αν εξαιρέσει κανείς τα μαθήματα που έκανε κατά την διάρκεια των σπουδών του. Θαυμαστής όλων των ρευμάτων κατά τη διάρκεια της ζωής του, κατέληξε στο προσωπικό του στυλ: την τεχνική με τα χρωματιστά μολύβια που τον χαρακτηρίζει εδώ και 25 χρόνια. Όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, μόνος την ανακάλυψε και την τελειοποίησε. Ο θεατής νομίζει ότι βλέπει πίνακα ζωγραφισμένο με λάδια και είναι ξυλομπογιές σε αλλεπάλληλες στρώσεις, κάτι που στην πραμγατικότητα δεν ισχύει. Ωστόσο, η μέθοδος αυτή είναι χρονοβόρα, καθώς απαιτούνται μήνες για να ολοκληρώσει ένα έργο του. Η πρώτη του έκθεση στην Αθήνα συνέπεσε με τον καταστροφικό σεισμός του 1981. Πραγματοποιήθηκε στην γκαλερί Νέες Μορφές, παρότι το κτίριο είχε ρωγμές. Μπορεί να απέσπασε πολύ καλές κριτικές αλλά κατάφερε να πουλήσει μόνο ένα μικρό σχέδιο, χωρίς να έχει χρήματα ούτε να πληρώσει τον κορνιζά. Συνολικά έχει πραγματοποιήσει 10 ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε 18 ομαδικές.

Εκτός από την ζωγραφική καταπιάστηκε με την γραφιστική, μετρώντας στο ενεργητικό του περισσότερα από 500 εξώφυλλα. Ξεκίνησε να εικονογραφεί παιδικά βιβλία και κείμενα στο περιοδικό Playboy. Ωστόσο, αυτά ήταν μονάχα η αρχή. Πιο πολύ του άρεσαν αυτά που έκανε για τις εκδόσεις Scripta. Φιλοτέχνησε επίσης πολλά προγράμματα του Μεγάρου Μουσικής. ίσως το πιο ξεχωριστό για εκείνον να ήταν για τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ, όπου μετέφρασε κι όλα τα κείμενα.

Ένας μεγάλος έρωτας που γνώρισε τα 26 του χρόνια και για τον οποίο ομολογεί πως πόνεσε πολύ ήταν και αυτός που τον μύησε στην φωτογραφία. Το αποτέλεσμα: 2.000 καλλιτεχνικές φωτογραφίες τις οποίες τυπώνει μόνος στο σπίτι του.

Εργάστηκε το 1982 στο Τρίτο Πρόγραμμα επί Μάνου Χατζιδάκι, παρουσιάζοντας μια επιτυχημένη εκπομπή, μόνο με την οποία ασχολήθηκε για έναν ολόκληρο χρόνο. Άλλοι καιροί βέβαια, φανταστείτε ότι είχα αφιερώσει 18 ολόκληρες εκπομπές στον Ανδρέα Εμπειρίκο! Είχε συνεργαστεί με γνωστούς ηθοποιούς: την Μάγια Λυμπεροπούλου, τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, τη Βέρα Ζαβιτσιάνο.

Κάτι που αφιερώθηκε και λάτρεψε ήταν η μετάφραση. Ως τώρα έχει μεταφράσει 33 έργα με κορωνίδα τις γερμανικές του μεταφράσεις. Παραδέχεται πως αν και ξεκίνησε την μετάφραση για λόγους βιοποριστικούς, την αγάπησε και αφιερώθηκε πολλές φορές σε εκείνη. Έχοντας σαν στόχο την τελειότητα της μετάφρασης χρειάζεται πολύ χρόνο για να περατώσει ένα έργο. Ταξιδεύει ή επικαλείται αλλότρια βοήθεια. Το πρόσφατα μεταφρασθέν από τον ίδιο βιβλίο «Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» των εκδόσεων Κίχλη, που συνιστά ένα μεγάλο μωσαϊκό που σχετίζεται με τα πάθη, τη μοναξιά, τις αναμνήσεις και τις εσωτερικές συγκρούσεις του αφηγητή, ενός εικοσιοχτάχρονου Δανού ευπατρίδη που, έχοντας χάσει την περιουσία του, ζει στα όρια της φτώχειας και έρχεται στο Παρίσι με την ελπίδα να αφιερωθεί στη λογοτεχνία, προτάθηκε μάλιστα για Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης. Παραδέχεται, πάντως, πως για να μεταφράσεις κάποιον λογοτέχνη πρέπει να σου αρέσει και πρέπει να είσαι και εσύ ο ίδιος λογοτέχνης. Καταξιώθηκε ως μεταφραστής της γερμανικής, μιας γλώσσας και μιας κουλτούρας με την οποία διατηρεί μια σχέση αγάπης-μίσους. Λατρεύει τον γερμανικό πολιτισμό και τη γλώσσα που είναι μάλλον η πλουσιότερη στην Ευρώπη. Μπορεί να περιγράψει κανείς επακριβώς και τις λεπτότερες αποχρώσεις της σκέψης, γι’ αυτό και τόσοι φιλόσοφοι έγραψαν στα γερμανικά. Αλλά και οι Γερμανοί συνθέτες είναι για εκείνον αξεπέραστοι. Παρ’ όλα αυτά τον εκνευρίζει η υπεροψία και η φιλοχρηματία του σύγχρονου μέσου Γερμανού.

Μονάχα με το θέατρο και τον κινηματογράφο ομολογεί πως δεν ασχολήθηκε όσο θα ήθελε. Παραμένει θαυμαστής του Ταρκόφσκι, του οποίου μετέφρασε το «Μαρτυρολόγιο».

Η ποίησή του, η τελευταία (μπορεί και όχι) πτυχή του πολύπλευρου αυτού ανθρώπου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απαισιόδοξη και μοναχική, όπως κατ’ επιλογήν υπήρξε ο ίδιος στη ζωή του. Απογοητευμένος πολλές φορές από τους ανθρώπους, από την πολιτική, αγάπησε μονάχα την μοίρα του. Η βαθιά του σχέση με την τέχνη αποτυπώνεται σε κάθε γραμμή, σε κάθε φράση και σελίδα. Μελετά, ανιχνεύει, αφομοιώνει, αφουγκράζεται, εμπλέκει τον Σαίξπηρ, τον Όμηρο, τον Σεφέρη, τον Πάουντ. Αναγνώστης-ποιητής περιπλέκει αγαπημένους συγγραφείς με σεβασμό, με λεπτότητα και διάκριση στον καμβά της ποίησής του. Εμπνέεται από αυτούς και μας εμπνέει. Η ποιητική του θυμίζει μια ατέλευτη προσπάθεια τακτοποίησης του χάους ήταν αυτό πηγάζει από μέσα του είτε προέρχεται απ’ έξω. Εμείς γινόμαστε μέτοχοι αυτού του ταξιδιού που εκτείνεται από την Αρχαιότητα και την Αναγέννηση ως τις μέρες μας. Βιώνουμε την ανθρώπινη ατέλεια, την απώλεια, τον πόνο, τον αέναο αγώνα του ανθρώπου με τον αόρατο εχθρό. Το δίπολο ζωή- θάνατος αναδεικνύει το θνητό του ανθρώπινου σώματος, το εφήμερο, το φθαρτό. Η ποιητική είναι μια ποιητική διαρκούς απουσίας, απουσίας ανθρώπων, απουσίας λέξεων, σίγουρα όμως όχι απουσία συναισθημάτων.

Ολοκληρώνοντας το έργο, ο αναγνώστης μένει μετέωρος ανάμεσα στο σύμπαν του Ίσαρη και την δική του πραγματικότητα. Ίσως και να αναδεικνύεται νικητής του παιχνιδιού. Σε κάθε περίπτωση, νικητής ή ηττημένος της ζωής, ο συμμέτοχος του ποιητικού φαινομένου κερδίζει από όλη αυτή την διαδικασία γνώση του εαυτού του και συνειδητοποίηση του κόσμου.

Το βιβλίο «Εγώ ένας Ξένος, Ποιήματα 1967-2011» του Αλέξανδρου Ίσαρη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.

Πηγές:

https://www.oanagnostis.gr/o-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%85-%CE%AF%CF%83%CE%B1%CF%81/

https://www.lifo.gr/articles/book_articles/266963/aleksandros-isaris-den-eimai-aisiodoksos-anthropos-oyte-kai-aisiodoksos-poiitis

10 μελοποιημένα διαμάντια του Ναζίμ Χικμέτ

Ο Ναζίμ Χικμέτ, ο γαλανομάτης λυρικός Τούρκος , όπως τον είχε αποκαλέσει ο Θάνος Μικρούτσικος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ποιητές στην χώρα και την γενιά του. Έχει αποδοθεί στα Ελληνικά, ως επί το πλείστον από τον Γιάννη Ρίτσο και έχει μελοποιηθεί από τον Μάνο Λοϊζο, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους Έλληνες συνθέτες. Ωστόσο, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις οι μελοποιήσεις του δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστές. Σε αυτό μας το άρθρο, επιχειρήσαμε να τις μοιραστούμε μαζί σας για να γνωρίσετε και μουσικά αυτόν τον πολύ αγαπημένο άνθρωπο, τον Ναζίμ Χικμέτ.

  1. Η πιο όμορφη θάλασσα

Συνθέτης: Μάνος Λοΐζος, Πρώτη Εκτέλεση: Μάνος Λοΐζος, 1983

Θα γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο

Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα

Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε στο `χω πει ακόμα.

μτφρ. Γιάννης Ρίτσος

  1. Μικρόκοσμος

Συνθέτης: Θάνος Μικρούτσικος, Πρώτη Εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη, 1975

Και να τι θέλω τώρα να σας πω
μες στις Ινδίες μέσα στην πόλη της Καλκούτας
φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο
αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε
Να, το λοιπόν, γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα
Θα πείτε τ’ άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόσο δα μικρή

Ε, το λοιπόν, ό,τι και να είναι τ’ άστρα
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω
για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό
πιο επιβλητικό πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο
είναι ένας άνθρωπος που τον ’μποδίζουν να βαδίζει
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε

μτφρ. Γιάννης Ρίτσος

  1. Μονάκριβή μου

Συνθέτης: Μάνος Λοΐζος, Πρώτη Εκτέλεση:Μάνος Λοΐζος,1983

Μονάκριβή μου

Μονάκριβή μου ἐσὺ στὸν κόσμο

μοῦ λὲς στὸ τελευταῖο σου γράμμα:

«πάει νὰ σπάσει τὸ κεφάλι μου, σβήνει ἡ καρδιά μου,

Ἂν σὲ κρεμάσουν, ἂν σὲ χάσω θὰ πεθάνω».

Θὰ ζήσεις, καλή μου, θὰ ζήσεις,

Ἡ ἀνάμνησή μου σὰν μαῦρος καπνὸς

θὰ διαλυθεῖ στὸν ἄνεμο.

Θὰ ζήσεις, ἀδελφή με τὰ κόκκινα μαλλιὰ τῆς καρδιᾶς μου

Οἱ πεθαμένοι δὲν ἀπασχολοῦν πιότερο ἀπό ῾να χρόνο

τοὺς ἀνθρώπους τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.

Ὁ θάνατος

Ἕνας νεκρὸς ποὺ τραμπαλίζεται στὴν ἄκρη τοῦ σκοινιοῦ

σὲ τοῦτον ῾δῶ τὸ θάνατο δὲν ἀντέχει ἡ καρδιά μου.

Μὰ νά ῾σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,

ἂν τὸ μαῦρο καὶ μαλλιαρὸ χέρι ἑνὸς φουκαρᾶ ἀτσίγγανου

περάσει στὸ λαιμό μου τὴ θηλειὰ

ἄδικα θὰ κοιτᾶνε μὲς στὰ γαλάζια μάτια τοῦ Ναζὶμ νὰ δοῦν τὸ φόβο.

Στὸ σούρπωμα τοῦ στερνοῦ μου πρωινοῦ

θὰ δῶ τοὺς φίλους μου καὶ σένα.

Καὶ δὲ θὰ πάρω μαζί μου κάτου ἀπὸ τὸ χῶμα

παρὰ μόνο τὴν πίκρα ἑνὸς ἀτέλειωτου τραγουδιοῦ.

Γυναίκα μου

Μέλισσά μου μὲ τὴ χρυσὴ καρδιὰ

Μέλισσά μου μὲ τὰ μάτια πιὸ γλυκὰ ἀπ᾿ τὸ μέλι

Τί κάθησα καὶ σοῦ ῾γραψα πὼς ζήτησαν τὸ θάνατό μου.

Ἡ δίκη μόλις ἄρχισε

Δὲν κόβουν δὰ καὶ στὰ καλὰ καθούμενα ἔτσι τὸ κεφάλι

ὅπως ἕνα γογγύλι.

Ἔλα, ἔλα, μή μου σκᾶς

Αὐτὰ εἶναι μακρινὰ ἐνδεχόμενα.

Ἂν ἔχεις τίποτα λεφτὰ

Ἀγόρασέ μου ἕνα μάλλινο σώβρακο

Μοῦ μένει ἀκόμα κείνη ἡ ἰσχιαλγία στὸ πόδι

Καὶ μὴν ξεχνᾶς πὼς ἡ γυναίκα ἑνὸς φυλακισμένου

Δὲν πρέπει νά ῾χει μαῦρες ἔγνοιες.

μτφρ: Γιάννης Ρίτσος

  1. Ύμνος στη Ζωή

Συνθέτης: Θανάσης Πολυκανδριώτης, Πρώτη Εκτέλεση:Στέλιος Καζαντζίδης, 1995

Ύμνος στη Ζωή

Τι όμορφο που είναι να ζεις

να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο

τη ζωή να τη νοιώθεις τραγούδι χαράς

τι όμορφο που είναι να ζεις

σαν παιδί

να απορείς και να ζεις.

Το όμορφο που είναι να ζεις

να σου λεν καλημέρα του κόσμου τα χείλη

τη ζωή να την κάνεις τραγούδι αγάπης

τι όμορφο που είναι να ζείς

σαν παιδί

να απορείς και να ζεις!

μτφρ: Γιάννης Ρίτσος

  1. Ταξιδεύοντας

Συνθέτης: Μάνος Λοΐζος, Πρώτη Εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας

Ταξιδευοντας

Ταξιδεύοντας ανοίγουμε τις πόρτες

κλείνουμε τις πόρτες

δρασκελάμε τις πόρτες

και στο τέρμα του μοναδικού μας ταξιδιού

μήτε πολιτεία μήτε και λιμάνι

Το τραίνο εκτροχιάζεται,

το πλοίο ναυαγεί,

τ’ αεροπλάνο συντρίβεται

Ο χάρτης είναι ζωγραφισμένος σε πάγο

Αν είχα δικαίωμα, δικαίωμα εκλογής

Να ξαναρχίσω ή όχι τούτο το ταξίδι

τούτο το ταξίδι Θα το ξανάρχιζα,

Θα το ξανάρχιζα,

Θα το ξανάρχιζα.

μτφρ: Γιάννης Ρίτσος

  1. Λίγα γαρούφαλλα

Συνθέτης:Μάνος Λοΐζος, Πρώτη Εκτέλεση:Μάνος Λοΐζος, 1983

Λίγα γαρούφαλα απομένουνε στις γλάστρες

Στον κάμπο θα `χουν κιόλας οργώσει τη γης

Ρίχνουν το σπόρο

Έχουν μαζέψει τις ελιές

Όλα ετοιμάζονται για το χειμώνα

Κι εγώ γεμάτος απ’ την απουσία σου

Φορτωμένος με την ανυπομονησία των μεγάλων ταξιδιών

Περιμένω σαν αγκυροβολημένο φορτηγό

μέσα στην Προύσα.

μτφρ: Γιάννης Ρίτσος

  1. Το δίχτυ

Συνθέτης:Μάνος Λοΐζος, Πρώτη Εκτέλεση:Μάνος Λοΐζος, 1983

Πάνω σ’ αυτή την όχθη

στο θαλασσινό κατώφλι

η βροχή σαν δίχτυ με τυλίγει

Τις μέρες της βροχής άσπρη σημαία

άσπρη σημαία στο κατάρτι υψώνεται

Βρέχει και ξαφνικά είναι εύκολο

εύκολο το να πεθάνεις

και το ίδιο εύκολο το θάνατο να περιμένεις

το θάνατο να περιμένεις.

μτφρ: Γιάννης Ρίτσος

  1. Όπως ο Κερέμ

Συνθέτης:Μάνος Λοΐζος, Πρώτη Εκτέλεση:Μάνος Λοΐζος, 1983

Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι

Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω

Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω

Να λειώσουμε το μολύβι

Κάποιος μου λέει

Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή

Θα γίνεις στάχτη

Στάχτη σαν τον Κερέμ

Που κάηκε απ’ τον έρωτά του

Και εγώ του λέω

Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ

Αν δεν καώ εγώ

Αν δεν καείς εσύ

Αν δεν καούμε εμείς

Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη

μτφρ: Γιάννης Ρίτσος

  1. Χιονίζει μες στη νύχτα

Συνθέτης: Θάνος Μικρούτσικος, Πρώτη Εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη, 1975

Χιονίζει μες στη νύχτα

Ούτε ν’ ακούς μια φωνή απ’ τον άλλο κόσμο

Ούτε να βάζεις μες στο υφάδι των στίχων

πράματα αμύθητα

Ούτε ν’ αναζητάς τη ρίμα σάμπως χρυσικός

Ούτε όμορφα λόγια, ούτε μεγάλη πέννα.

Τούτο το βράδυ ― ευλογημένος νάναι ο Θεός ―

είμαι πιο πάνου

πολύ πιο πάνου απ’ όλα τούτα.

Τούτο το βράδυ

ένας τραγουδιστής είμαι των δρόμων

είναι γυμνή η φωνή μου δίχως μπιχλιμπίδια

Γυμνή φωνή που τραγουδάει για σένα

ένα τραγούδι που δε θαν τ’ ακούσεις.

Χιονίζει μες στη νύχτα

Κ’ είσαι μπροστά στις πύλες της Μαδρίτης

Έχεις μπροστά σου ολάκερη στρατιά από πολιτείες

Μια στρατιά που σκοτώνει ό,τι πιο ωραίο στον κόσμο ετούτο

Τη νοσταλγία, την ελπίδα, τα παιδιά, τη λευτεριά.

Χιονίζει μες στη νύχτα.

Απόψε μπορεί να ξεπαγιάζουν

τα μουσκεμένα πόδια σου.

Χιονίζει

Και ίσως ενώ σε σκέφτουμαι

την ίδια τούτη τη στιγμή

μπορεί και να σε βρίσκει η σφαίρα

Και τότε πια ούτε χιόνι, ούτε άνεμος.

Χιονίζει.

Εσύ που τώρα μπρός στις πύλες της Μαδρίτης λες «δε θα περάσουν»

Υπήρχες δίχως άλλο κι από πριν.

Ποιος είσουν; πούθε ερχόσουν; ποιά ήταν η δουλειά σου;

Μπορεί και να ’χεις έρθει απ’ τα ορυχεία της Αστούριας

Μπορεί στο μέτωπό σου ένας επίδεσμος ματόβρεχτος

Να κρύβει μια λαβωματιά που πήρες στο Βορρά

Μπορεί και να ’ταν το ντουφέκι σου

πούριξε τη στερνή τη σφαίρα

όταν τα γιούνγκερς καίγαν το Μπιλμπάο.

Ή μπορεί νάσουν κάνας μεροκαματιάρης

στο αγρόχτημα ενός κάποιου κόμητα Φερνάντο Βαλεσιέρο ντε Καρτόμπαν

Ή μπορεί νάχες στην Πουέρτα ντέ Σολ κανένα μικρομάγαζο

και να πουλούσες φρούτα με τα χτυπητά της Ισπανίας χρώματα.

Μπορεί να μην είχες καν επάγγελμα

Μπορεί και νάχες μια ωραία φωνή

Μπορεί και νάσουν σπουδαστής ή της φιλοσοφίας ή του δικαίου

και νάχουν μείνει τα βιβλία σου κάτου απ’ τις ρόδες

των ιταλικών θωρακισμένων.

Μπορεί στον ουρανό να μην πιστεύεις

ή μπορεί νάχεις μες στον κόρφο σου

κανένα σταυρουλάκι περασμένο σ’ ένα σπάγγο.

Ποιός είσαι, πώς σε λένε, πόσο χρόνων είσαι;

Δεν έχω δει, μήτε θα ιδώ το πρόσωπό σου.

Μπορεί ‒ ποιός ξέρει ‒ να θυμίζει αχνά τα πρόσωπα

εκείνων που τσακίσαν τον Κολτσάκ στη Σιβηρία.

Μπορεί πάλι να μοιάζει με το πρόσωπο εκεινού

που κείται στο πεδίο της μάχης του Τουμλουμπουνάρ

Ακόμη μπορεί νάσαι ολόιδιος το πορτραίτο

του Ροβεσπιέρου.

Δεν άκουσες ποτέ σου τ’ όνομά μου, κι ούτε θα τ’ ακούσεις.

Ανάμεσό μας είναι θάλασσες, βουνά,

αυτή η καταραμένη μου ανημπόρια

κ’ η Επιτροπή της μη – επεμβάσεως.

Δε μπορώ μήτε νάρθω στο πλευρό σου

μήτε και να σου στείλω ένα κασόνι με φυσίγγια

ή λίγα φρέσκα αυγά

ή ένα ζευγάρι μάλλινα, τσουράπια.

Κι ωστόσο ξέρω πως τα πόδια σου

ριζωμένα στις πύλες της Μαδρίτης

κρυώνουνε σα δυο γυμνά παιδιά

και ξέρω ακόμη

πως ό,τι ωραίο κι ό,τι μεγάλο υπάρχει

ό,τι μεγάλο κι ό,τι ωραίο θα βρει μια μέρα ο άνθρωπος

(ετούτο πούναι η τρομερή λαχτάρα της ψυχής μου)

το ξέρω πως χαμογελάει μέσα στα μάτια του φρουρού μου,

μπρος στις πύλες της Μαδρίτης,

και ξέρω ακόμη πως εχτές, αύριο, κι απόψε βράδυ

αχ, δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο

παρά μονάχα να τον αγαπάω.

μτφρ: Γιάννης Ρίτσος

  1. Τι όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι

Συνθέτης:Μάνος Λοΐζος, Πρώτη Εκτέλεση:Μάνος Λοΐζος, 1983

Επιστολές και Ποιήματα

(Αποσπάσματα)

Τί όμορφο που΄ ναι να σε συλλογιέμαι

μες από τους θορύβους του θανάτου

και της νίκης

να συλλογιέμαι εσένανε μες απ΄ τη φυλακή

Να το να χέρι σου σ΄ ένα ύφασμα

γαλάζιο, ξεχασμένο

και να μες στα μαλλιά σου

σαν ένας άλλος άνθρωπος μέσα σε μένα

είναι η ευτυχία να σ΄ αγαπώ.

Τί όμορφο που ΄ναι να σε συλλογιέμαι

να γράφω όλο για σένα

να σε κοιτάζω πλαγιασμένος έτσι ανάσκελα

μες στο κελί μου

μια λέξη που ‘χες πει την τάδε μέρα

στο τάδε μέρος, όχι η λέξη η ίδια

μα αυτός ο τρόπος που είχε μέσα της

να κλείνει όλο τον κόσμο.

Για σένα θα σκαλίσω ακόμη τόσα πράγματα

θα φτιάξω ένα μικρό κουτί, ένα δαχτυλίδι

θα υφάνω τρεις οργιές μετάξι

και ξαφνικά, πετιέμαι ορθός

τρέχοντας να χουφτώσω του παραθυριού τα κάγκελα

και να φωνάξω στο γαλάζιο ουρανό της λευτεριάς

όλα μου τα τραγούδια που ΄γραψα για σένα.

……………………………………………………………………….

Μέσα σ ΄αυτή τη νύχτα τη χινοπωριάτικη

ολόγιομος είμαι απ΄ τα λόγια σου

Λόγια αιώνια σαν τον χρόνο, σαν την ύλη,

λόγια βαριά σαν το χέρι,

λόγια σπιθοβόλα σαν τ΄ άστρα.

Απ΄ την καρδιά σου, απ΄ το μυαλό σου

από τη σάρκα σου.

Τα λόγια σου με φτάνουν

τα λόγια σου κατάφορτα από σένα

τα λόγια σου μητέρα

τα λόγια σου γυναίκα

τα λόγια σου φίλη.

Ήταν θλιμμένα, ήταν πικρά, ήταν χαρούμενα

κατάφορτα από ελπίδα

ήταν γενναία και ηρωικά

ήταν Άνθρωποι.

……………………………………………

Αυτό που ‘ναι χειρότερο

είναι να ΄χει κανείς τη φυλακή εντός του.

………………………………………………………………

Κι εγώ γεμάτος απ΄ την απουσία σου

φορτωμένος με την ανυπομονησία

μεγάλων ταξιδιών

περιμένω σαν αγκυροβολημένο φορτηγό

μέσα στην Προύσα.

………………………………………………………………..

Κι εμείς θα περάσουμε ακόμη ένα χειμώνα

ζεσταίνοντας τα χέρια μας

στη φωτιά της μεγάλης οργής μας

και της άγιας ελπίδας μας.

μτφρ: Γιάννης Ρίτσος

Ελπίζουμε να σας άρεσαν!

Το τελευταίο σημείωμα του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι

Σε όλους
Για το θάνατό μου μην κατηγορήσετε κανένα
και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά.
Το απεχθανόταν αυτό φοβερά ο μακαρίτης.
Μητέρα, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος-
(δεν τον συμβουλεύω σε άλλους)
μα δεν έχω διέξοδο. Λίλια αγάπαμε.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι
η Λίλια Μπρικ, η μητέρα, η αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλωτοβα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξασφαλίσεις μια υποφερτή ζωή, ευχαριστώ

Τ’ αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ.
Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν.
“Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν” καθώς λεν
και εμείς ας πούμε
τη βάρκα του έρωτα
τη συνέτριψε η ζωή.
Είμαστε πάτσι τώρα οι δυό μας
και δεν έχει νόημα να καταγραφούνε κάθε αμοιβαίος πόνος, συμφορά και προσβολή.
Να ‘στε καλά.
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
Υστερόγραφο 12.IV.30
Σύντροφοι της ΡΑΠΠ. Μη με θεωρήσετε λιγόψυχο.
Σοβαρά, τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Γειά σας.
Πέστε του Γιερμίλοφ, λυπάμαι που έβγαλα το σύνθημα,
έπρεπε να συνεχίσω τον καυγά ως το τέλος.

Β.Μ.

Στο τραπέζι μου είναι 2.000 ρούβλια – δώστε τα στην Εφορία.
Τα υπόλοιπα πάρτε τα απ’ τις Κρατικές Εκδόσεις.
Β.Μ.

Μικρές καθημερινές αλήθειες από τον Τίτο Πατρίκιο

Όταν είχα την τύχη να πέσει στα χέρια μου το βιβλίο “Ο πειρασμός της νοσταλγίας” – σημειώσεις καθημερινότητας των εκδόσεων Κίχλη δεν περίμενα να διαβάσω τόσο αληθινά, επίκαιρα και συγχρόνως ποιητικά και πεζά κείμενα, διαφωτιστικά που με ώθησαν να παρουσιάσω ορισμένα εξ αυτών σε εσάς! Τα υπόλοιπα θα τα βρείτε στο ίδιο το βιβλίο! Πάρτε μια γεύση:

Μιλᾶμε γιὰ κεραυνοβόλους ἔρωτες, φιλίες, προσηλώσεις. Δὲν μιλᾶμε γιὰ τὴν κεραυνοβόλα ἀποξένωση ποὺ μπορεῖ νὰ συμβεῖ τὴν ὁποιαδήποτε στιγμή. Ἴσως ἐπειδὴ ἀργοῦμε νὰ τὴν παραδεχτοῦμε.

*

Ἡ κακογραφία στὰ σημειωματάρια τῶν συγγραφέων ὀφείλεται ὄχι τόσο στὴν ταχύτητα ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ καταγραφοῦν οἱ σκέψεις τους, ὅσο στὸ ἀκαταστάλαχτο ἀκόμα αὐτῶν τῶν σκέψεων.

*

Μὲ τὴν ἐμπέδωση τῆς δημοκρατίας οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔγιναν πιὸ ἠθικοί, ὅπως φαντάζονταν ἀρκετοί. Οὔτε ὅμως ἔγιναν πιὸ ἀνήθικοι, ὅπως καταγγέλλουν τώρα ἄλλοι. Ἁπλῶς ἡ διαφθορά, ἀπὸ ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῶν λίγων, ποὺ ἦταν παλιότερα, ἔγινε τώρα κεκτημένο δικαίωμα τῶν πολλῶν.

*

Μέσα σὲ τί ἐρημιὰ ζοῦνε αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν πὼς ἔχουν πάντα δίκιο. Καὶ σὲ τί κατάθλιψη βυθίζονται ἐκεῖνοι ποὺ φοβοῦνται πὼς ἔχουν διαρκῶς ἄδικο.

*

Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ποίηση μπορεῖ νὰ γιατρέψει κάποιον, αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναγνώστης, ὄχι ὁ ἴδιος ὁ ποιητής. Ἐκεῖνον, ἀντίθετα, τὸν ἀρρωσταίνει. Καὶ μάλιστα, γιὰ νὰ εἶναι καλὴ ποίηση, πρέπει νὰ τὸν ἀρρωσταίνει ὣς τὸ ἔπακρο, ὣς ἐκεῖ ποὺ ἀνοίγει κανεὶς στὰ δύο τὸν ἑαυτό του. Ἂν ὁ ποιητὴς χρησιμοποιεῖ τὴν ποίησή του γιὰ δικό του φάρμακο, τὴ νοθεύει, τὴν ἔχει κάνει κιόλας κακὴ ποίηση. Βέβαια ὁ ποιητὴς μπορεῖ κι αὐτὸς νὰ γιατρευτεῖ μὲ τὴν ποίηση, ἀλλὰ μόνο ὡς ἀναγνώστης τῆς ὡραίας ποίησης ἑνὸς ἄλλου ποιητῆ.

*

Καλὰ βιβλία εἶναι αὐτὰ ποὺ εἴτε σοῦ γεμίζουν τὰ κενὰ ποὺ ἔχεις ὅσο νὰ ξεχειλίσουν εἴτε σοῦ δημιουργοῦν κενὰ ποὺ πρέπει ἐσὺ νὰ τὰ γεμίσεις. Τὰ μεγάλα βιβλία εἶναι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν ταυτόχρονα καὶ τὰ δύο.

*

Οἱ συγγραφεῖς ποὺ ἀντιγράφουν εἶναι οἱ πιὸ ταπεινοί, οἱ πιὸ λιτοδίαιτοι. Ἀρκοῦνται στὰ ἀποφάγια τῶν ἄλλων συγγραφέων. Ἴσως γι’ αὐτὸ νὰ εἶναι οἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι. Ἔχουν ὅλη τὴν κρυμμένη ἐπιθετικότητα ἐκείνου ποὺ πιστεύει ὅτι ἀδικήθηκε γιατὶ κάποιοι πρόλαβαν νὰ διατυπώσουν πρὶν ἀπ’ αὐτὸν τὶς δικές του ἰδέες.

*

Ἀκούω νὰ φωνάζουν κάποιον Θανάση καὶ ἐπαναλαμβάνω μέσα μου τὸ ἀστεῖο: «Ποιός Θανάσης;». Ὁπότε ἀντιλαμβάνομαι ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ πιὸ θαρραλέο ὄνομα. Αὐτὸ ποὺ ἀφαίρεσε τὸ στερητικὸ ἄλφα ἀπὸ τὸ Ἀθανάσιος καὶ κατάργησε τὴν ἐπιθυμία τῆς ἀθανασίας. Περιέργως αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία εἶναι σὰν νὰ τὴν ἀποδέχονται, κι ἂς μὴν τὴν ἔχουν, οἱ γυναῖκες, οἱ Ἀθανασίες.

*

Ὅποιος λέει πότε πότε καμιὰ ἀνοησία δὲν σημαίνει πὼς εἶναι βλάκας. Ἀνοησίες ὅλοι λένε, ἀκόμα καὶ οἱ ἰδιοφυεῖς. Μόνο ποὺ ἐκεῖνοι τὸ ἀντιλαμβάνονται ἐγκαίρως. Ἄλλωστε ἕνας σοβαρὸς δείκτης εὐφυΐας εἶναι καὶ ὁ χρόνος ποὺ χρειάζεται κανεὶς γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ πὼς εἶπε μιὰν ἀνοησία.

*

«Νὰ ξέρεις, παιδί μου, οἱ βλάκες εἶναι οἱ πιὸ πρωτότυποι ἄνθρωποι. Γιατὶ αὐτοὶ μποροῦν νὰ ἐπινοοῦν συνεχῶς καινούργιες βλακεῖες. Ἐνῶ οἱ εὐφυεῖς δὲν μποροῦν νὰ ἐπινοοῦν συνεχῶς καινούργιες ἔξυπνες ἰδέες». Αὐτὸ μοῦ τὸ εἶχε πεῖ ὁ Ἡρακλῆς Ἀποστολίδης, ὁ δημιουργὸς τῆς διάσημης ποιητικῆς ἀνθολογίας, τότε ποὺ πῆγα νὰ τοῦ δώσω τὸ πρῶτο ποιητικὸ βιβλίο μου, τὸ 1954. Ἦταν ἤδη ἡλικιωμένος κι ἐγὼ ἀκόμα πολὺ νέος. Αὐτὴ ἡ κουβέντα μοῦ ἄρεσε καὶ τὴν υἱοθέτησα. Ὅμως μὲ τὸν καιρὸ ἄρχισα νὰ θεωρῶ ὅτι οἱ βλάκες ἐκτὸς ἀπὸ πρωτότυποι μποροῦν νὰ γίνουν καὶ ἐπικίνδυνοι.

Ὕστερα ἀπὸ χρόνια, τὸν καιρὸ τῆς Χούντας καὶ μ’ ἀφορμὴ ἕνα δυσάρεστο περιστατικό, ἔλεγα στὴ φίλη μου τὴ Nina Borruso, στὴ Ρώμη, πὼς οἱ βλάκες εἶναι ἐπικίνδυνοι. Ἐκείνη μὲ ἀντέκρουσε: «Ὄχι ὅλοι οἱ βλάκες. Ἐπικίνδυνοι εἶναι οἱ σκεπτόμενοι βλάκες (οἱ cretini pensanti). Οἱ ἄλλοι εἶναι συνήθως γραφικοί». Υἱοθέτησα καὶ αὐτὴ τὴν κουβέντα. Πέρασαν κι ἄλλα χρόνια ὥσπου εἶδα πώς, ἕως τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ βουλιάξουν στὴ γελοιότητα, οἱ σκεπτόμενοι βλάκες παραμένουν ἀκατανίκητοι. Μόνο ποὺ αὐτὴ ἡ στιγμὴ πολλὲς φορὲς ἀργεῖ νὰ ἔρθει. Καὶ κάποτε δὲν ἔρχεται ποτέ.

*

Διακινδύνευσα μερικὲς φορὲς τὴ ζωή μου ἀλλὰ ὄχι τὴν καθημερινὴ εἰκόνα μου. Γι’ αὐτὴν ἀπέφυγα κάθε ἐξτρεμισμό.

*

Μήπως ἡ παράταση τῆς νεότητας ἑνὸς συγγραφέα συνδέεται μὲ μιὰ παρατεινόμενη ὁμοιομορφία τοῦ ἔργου του; Μήπως γιὰ νὰ ὑπάρξουν βαθιὲς τομὲς στὴν προβληματικὴ καὶ στὸ ὕφος του χρειάζονται ἔντονες τομές, ἀκόμα καὶ χρονικές, στὴ ζωή του;

*

Γιὰ νὰ εἶσαι τελείως ἀνεξάρτητος δὲν φτάνει νὰ μὴν εἶσαι ἐξαρτημένος ἀπὸ ἄλλους. Πρέπει καὶ νὰ μὴν ἔχεις ἄλλους ἐξαρτημένους ἀπὸ ἐσένα. Δηλαδὴ νὰ ἔχεις ἀποκοπεῖ ριζικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Μήπως ἡ ἀπόλυτη ἀνεξαρτησία εἶναι μιὰ ἐξιδανικευτικὴ φαντασίωση τῆς ἀπόλυτης μοναξιᾶς;

*

Ἡ ζωὴ εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τὰ δράματά της. Ἡ λογοτεχνία εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τὶς ἀποτυχίες της.

*

Ἀποφάσισα ἐπιτέλους νὰ ξεκαθαρίσω τὶς λέξεις ποὺ χρησιμοποιῶ. Κυρίως νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ λέξεις ποὺ τὶς εἶχα ἐμπιστευτεῖ κι ἐκεῖνες μὲ παγίδεψαν. Πάνω στὸ ξεκαθάρισμα εἶδα πὼς κι αὐτὸ τὸ ἔκανα μὲ λέξεις ποὺ τὶς ἐμπιστευόμουν.

*

Ὁ δημοκρατικὸς συγκεντρωτισμὸς ὅπως περίπου ἴσχυε στὴν πάλαι ποτὲ Σοβιετικὴ Ἕνωση, δηλαδὴ μὲ τὴν καταγγελία καὶ τὴ διαγραφὴ ὅποιου ἔκανε κριτικὴ στὴν ἡγεσία ἢ καὶ μόνο στὴ γραμμή της, ἰσχύει πλέον σὲ ὅλα τὰ ἑλληνικὰ κόμματα. Εὐτυχῶς χωρὶς τὴ φυσικὴ ἐξόντωση, ὅπως κατὰ κανόνα γινότανε τότε ἐκεῖ. Βέβαια, τὰ κόμματα δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν ἀνοιχτά, τὸν ἐφαρμόζουν ὅμως στὴν πράξη. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ δημοκρατικοῦ συγκεντρωτισμοῦ μὲ ἐκπλήσσει ἀλλὰ δὲν μὲ ἀνησυχεῖ. Γιατὶ, ὅπως κάθε ἐπανάληψη στὴν ἱστορία, ἔτσι κι αὐτὴ τώρα ἔχει τὴ μορφὴ κωμωδίας.

*

Τὸ ἔνδυμα τῆς λογοτεχνίας προσπαθοῦν πάντα νὰ τὸ φορέσουν ἡ ρητορική, ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἀνθρωπολογία. Σ’ αὐτὲς ἔχει προστεθεῖ τελευταῖα ἡ θεωρία τῆς λογοτεχνίας.

*

Ὁ μόνος ἀληθινὸς θάνατος εἶναι ὁ συγκεκριμένος θάνατος ἑνὸς συγκεκριμένου ἀνθρώπου. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ φαντασιακοὶ ἢ οἱ συμβολικοὶ θάνατοι, μόνο φιλολογικὴ ἢ ἐξορκιστικὴ σημασία ἔχουν.

*

Τὰ νοήματα μποροῦν νὰ πολλαπλασιάζονται, νὰ συνδιαπλέκονται, νὰ συγκρούονται, νὰ χωρίζουν μόνο ὅσο εἶναι ζωντανά. Ὅπως τὰ κύτταρα.

*

Γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τὸν ἄλλο χρειάζεται νὰ δώσουμε ἕνα σπρώξιμο πρὸς τὰ ἔξω ὥστε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Γιὰ νὰ ξαναμποῦμε στὸν ἑαυτό μας χρειάζεται νὰ δώσουμε ἕνα σπρώξιμο πρὸς τὰ μέσα ὥστε νὰ ἀποκολληθοῦμε ἀπὸ τὸν ἄλλο. Εἴμαστε λίγο σὰν τὶς περιστρεφόμενες πόρτες, τὶς revolving doors, τῶν μεγάλων ξενοδοχείων.

*

Πολλὲς φορὲς περισσότερο γυμνωνόμαστε ὅταν μιλᾶμε μὲ κάποιον ἄλλο παρὰ μὲ τὸν ἑαυτό μας. Μάλιστα κάποτε μένουμε τελείως γυμνοὶ ἀπέναντι στὸν ἄλλο. Ὅμως ἀμέσως ξαναβάζουμε κάποιο ροῦχο. Ὑπάρχει καὶ ὁ κίνδυνος τοῦ κρυολογήματος.

*

Τὸ θέμα τῆς γενναιοδωρίας δὲν εἶναι μόνο ἠθικό. Εἶναι καὶ αἰσθητικό.

*

Στὴν ποίηση κυριαρχεῖ ὁ παρὼν χρόνος τοῦ ποιητῆ, ἀκόμα κι ἂν ἀνάγεται στὸν παρελθόντα χρόνο. Στὴν ἱστορία κυριαρχεῖ ὁ παρελθὼν χρόνος στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ ἱστορικός, ἀκόμα κι ἂν προεκτείνεται ἕως τὸν παρόντα χρόνο.

Ὁ χρόνος τῆς ποίησης διέπεται ἀπὸ τὴ μετακινούμενη μνήμη. Ὁ χρόνος τῆς ἱστορίας προσδιορίζεται ἀπὸ τὴ σταθεροποιημένη μνήμη.

*

Ἀπὸ τὸ πολιτικὰ ὀρθὸ εὔκολα φτάνουμε στὸ ἠθικὰ ὀρθό. Ἀλλὰ σ’ αὐτὸ τὸ τελευταῖο ποιό εἶναι τὸ ἀντίθετο; Τὸ ἠθικὰ πεσμένο ἢ τὸ ἀνήθικα ὄρθιο;

*

Δὲν ξέρω τί εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνο: τὸ νὰ μὴ βρίσκεις λύση σ’ ἕνα αἴνιγμα ἢ τὸ νὰ νομίζεις πὼς ἔχεις λύσεις γιὰ ὅλα τὰ αἰνίγματα;

*

Ἕνας προβληματικὸς ἥρωας, ὅπως τὸν περιγράφουν ὁ Λούκατς, ὁ Λυσιὲν Γκολντμὰν ἢ ὁ Ρενὲ Ζιράρ –ἔχω κατεβάσει σήμερα τὰ βιβλία τους καὶ τὰ ξαναδιαβάζω–, δηλαδὴ ἕνας ἥρωας μυθιστορήματος, τί κάνει ὅταν πρέπει νὰ τηγανίσει δύο αὐγά, νὰ πάει στὸ πλυντήριο τὰ ἐσώρουχά του, νὰ φωνάξει ἕναν ὑδραυλικὸ ἢ ἕναν ἠλεκτρολόγο;

*

Ἂν οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν μιὰ συμπληρωματικὴ ψευδὴ συνείδηση ποὺ μπορεῖ νὰ δικαιώνει τὶς πιὸ ἀντιφατικές, τὶς πιὸ παράλογες, τὶς πιὸ γελοῖες, τὶς πιὸ ἰδιοτελεῖς, τὶς πιὸ ποταπὲς πράξεις τους, θὰ πήγαιναν ὅλοι στὸ φρενοκομεῖο.

*

Τὸ ταξίδι ποὺ ἔχεις νὰ κάνεις γιὰ νὰ διασχίσεις μιὰ θάλασσα ἀπὸ ἀνοησίες εἶναι τόσο πιὸ δύσκολο ὅσο πιὸ εὐλογοφανεῖς εἶναι οἱ ἀνοησίες. Γίνεται ὅμως ἐπικίνδυνο ὅταν οἱ ἀνοησίες αὐτὲς ἀποκτοῦν πολιτικὴ ὑπόσταση.

*

Ὄχι μόνο οἱ ἥρωες τῶν μυθιστορημάτων, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λένε κάποια στιγμὴ πὼς ὑποφέρουν. Συνήθως τὸ ἀποδίδουν στὴν καταδρομὴ τῆς τύχης ἢ στὴν κακότητα τῶν ἄλλων. Εἴτε πάλι στὸ ὅτι ἀφοσιώθηκαν μάταια σ’ ἕνα πρόσωπο ἢ σ’ ἕναν σκοπό. Ὅλα αὐτά, ἀκόμα κι ἂν γίνουν μελοδραματικά, προκαλοῦν πάντα ἐνδιαφέρον. Ὅμως, περισσότερο κι ἀπὸ τοὺς ἥρωες τῶν μυθιστορημάτων, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἀποφεύγουν νὰ ποῦνε ὅτι πολλὲς φορὲς ὑποφέρουν ὄχι γιατὶ δὲν θέλησαν νὰ ξεχάσουν τίποτα ἀλλὰ γιατὶ δὲν τόλμησαν νὰ θυμηθοῦνε τὰ πάντα.

*

Συχνὰ τὸ γῆρας γινόταν ἕνα δράμα, ὄχι μόνο γιὰ τὶς ὡραῖες ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ὡραίους. Σήμερα, μὲ τὴν αὐξανόμενη μακροβιότητα, τὰ βελτιωμένα καλλυντικά, τὴν αἰσθητικὴ χειρουργική, μπορεῖ νὰ γίνει ἱλαροτραγωδία.

*

Τὸ πρόβλημα ἀπὸ τὴν παράταση τῆς ζωῆς δὲν ἐντοπίζεται μόνο στὶς δυσχέρειες τῶν ἀσφαλιστικῶν ταμείων νὰ καταβάλλουν τὶς συντάξεις. Βρίσκεται καὶ στὸ ὅτι ὅλο καὶ περισσότερο ζοῦμε σὲ μιὰ κοινωνία γερόντων στὴν ὁποία κυριαρχεῖ τὸ μοντέλο τῆς διαρκοῦς νεότητας.

*

Καμιὰ περιγραφὴ τῆς φρίκης ἀπὸ τὴν ποίηση ἢ τὸ μυθιστόρημα, καμιὰ ἀναπαράστασή της ἀπὸ τὴ ζωγραφική, τὸ θέατρο, τὸν κινηματογράφο, καμιὰ τέλος πάντων καλλιτεχνικὴ ἀποτύπωσή της, ὅσο δυνατὴ κι ἂν εἶναι, δὲν φτάνει τὰ ὅσα φριχτὰ τρέφουμε καὶ κρύβουμε μέσα μας. Αὐτὰ ποὺ δὲν τὰ κάνουμε ὄχι μόνο γιατὶ τὰ ἐλέγχουμε ἀλλὰ καὶ γιατὶ κάποτε δὲν τὸ τολμοῦμε.

*

Ὅταν κανείς, ὠθώντας ὣς τὰ ἔσχατα τὴ διερεύνηση αὐτοῦ ποὺ βίωσε, κατορθώνει νὰ τὸ φωτίσει, μπορεῖ καὶ νὰ τυφλωθεῖ ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ ξαφνικὰ ξεχύνεται. Εὐτυχῶς ποὺ αὐτὴ ἡ τύφλωση δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ὀδυνηρή, οὔτε καὶ μόνιμη, ὅπως ἐκείνη τοῦ Οἰδίποδα.

*

Οἱ νέοι ἄνθρωποι εἶναι σὰν ἀνολοκλήρωτες σφαῖρες. Ἀπὸ τὰ ἐλλείποντα κομμάτια τους πολλὰ τοὺς τὰ προσκομίζει ἡ φιλία. Ἔτσι, συνδέονται βαθύτατα μὲ τοὺς φίλους, ἀλληλοσυμπληρώνονται, καλύπτουν τὶς ἐλλείψεις τους, ὥσπου γίνονται πλήρεις σφαῖρες. Ὅταν ὅμως κάποτε συμβεῖ αὐτό, δὲν χρειάζονται ἄλλο τὶς ὁλικὲς φιλίες ποὺ γεμίζουν ἀκόμα καὶ τὰ ἀνομολόγητα κενά. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα, μὲ τοὺς παλιοὺς φίλους τους, ποὺ κι αὐτοὶ ἔχουν γίνει πλήρεις σφαῖρες, ἢ συγκυλοῦν ἢ συγκρούονται, ὅπως οἱ μπάλες τοῦ μπιλιάρδου.

*

Ἡ λογοκρισία ἔχει κι ἕνα καλό. Μᾶς εὐκολύνει νὰ ἀποδίδουμε σ’ αὐτὴν τὶς ἀδυναμίες τῆς δικῆς μας γραφῆς.

*

Οἱ λογοκριτὲς εἶναι οἱ πιὸ προσεκτικοὶ ἀναγνῶστες, οἱ μόνοι ποὺ διαβάζουν κι ἀνάμεσα στὶς γραμμές, ὅπως λέει ὁ Ἴταλο Καλβίνο.

Πάντως ἀκόμα καὶ σ’ ἐποχὲς βαριᾶς λογοκρισίας, ἡ ποίηση, μὲ τὶς μεταφορές, τὶς παρομοιώσεις, τὶς ἀλληγορίες της, καταφέρνει συχνὰ νὰ ξεγελάσει καὶ τὸν πιὸ προσεκτικό, τὸν πιὸ διεισδυτικὸ λογοκριτή. Ἴσως γι’ αὐτὸ νὰ ἔχει τότε μεγαλύτερη δραστηριότητα ἀπὸ τὴν πεζογραφία.

*

Ἡ δική μας ἀλήθεια γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ δὲν φτάνει νὰ ἀντιπαρατεθεῖ στὸ ψεῦδος τοῦ ἄλλου. Πρέπει καὶ νὰ διασταυρωθεῖ μὲ τὴ δική του ἀλήθεια.

*

Ἡ παρουσία τοῦ ἄλλου ὄχι μόνο ἀσκεῖ ἕναν ἐξωτερικὸ ἔλεγχο πάνω μας, ἀλλὰ πυροδοτεῖ καὶ τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους.

*

Σκύβουμε στὶς ἀδυναμίες, στὰ πάθη μας, ὁμολογημένα ἢ ἀνομολόγητα, ὅπως σ’ ἕνα πηγάδι. Κοιτάζουμε τὸ σκοτεινό του βάθος. Ὄχι γιὰ νὰ φέρουμε κάτι στὸ φῶς ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε γιὰ λίγο ἕναν ἀκίνδυνο ἴλιγγο.

*

Μὲ πιάνει ἴλιγγος ὅταν ἀναλογίζομαι πόσος χρόνος εἶναι κιόλας πίσω μου. Οὔτε θέλω νὰ σκέφτομαι πόσος μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμα μπροστά μου.

*

Ἀπὸ τὰ πιὸ δυσάρεστα ποὺ μποροῦν νὰ σοῦ συμβοῦν εἶναι νὰ διαφωνεῖς μ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶς καὶ νὰ συμφωνεῖς μ’ αὐτοὺς ποὺ ἀπεχθάνεσαι.

*

Ἡ λογοτεχνία γίνεται μερικὲς φορὲς μιὰ μορφὴ ἐκλεπτυσμένης αὐτολογοκρισίας.

*

Οἱ ἐπιθυμίες δὲν σβήνουν μὲ τὸν καιρό. Ἁπλῶς μεταλλάσσονται.

*

Πρὶν ἀπὸ κάποια χρόνια, ἂν φώναζες στὸν δρόμο «Ποιητή!…» δὲν θὰ γύριζε κανείς. Τὸ πολὺ νὰ ἀποκρινότανε ὁ Σικελιανός, ὅταν κατέβαινε περήφανα τὴ Βασιλίσσης Σοφίας, στὸ πεζοδρόμιο τοῦ Ἐθνικοῦ Κήπου, μὲ τὴ μαύρη μπέρτα ριχτὴ στὴν πλάτη καὶ τὸ χρυσὸ ρολόι, κρεμασμένο στὸν λαιμὸ ἀπὸ μιὰ χρυσὴ ἁλυσίδα, νὰ αἰωρεῖται στὸ στῆθος του.

Ἂν φωνάξεις σήμερα «Ποιητή!…» ἀμέσως θὰ γυρίσουν τὸ κεφάλι συνταξιοῦχοι στρατηγοί, δικαστικοί, πανεπιστημιακοί, καθηγητὲς καὶ δάσκαλοι, βουλευτές, ὑπουργικοὶ σύμβουλοι, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, γιατροί, φαρμακοποιοί, εἰσαγωγεῖς αὐτοκινήτων, ἔμποροι ἀλλαντικῶν, καὶ ἄλλοι ἀπ’ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα.

Εἶναι φυσικό. Ἀπὸ τὴν ποίηση δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσει, ἄρα γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ γράφει πρέπει νὰ ἔχει κάποιο ἐπάγγελμα ἢ κάποιο εἰσόδημα. Ἄλλο μοῦ κάνει ἐντύπωση. Τὸ πόσοι ἄνθρωποι διαλέγουν τὸν τρόπο τῆς ποίησης γιὰ νὰ ἐκφράσουν ὅσα αἰσθάνονται, ὅσα σκέφτονται, ὅσα τοὺς βασανίζουν. Κι ἀκόμα περισσότερο τὸ ὅτι μποροῦν νὰ τὸ δείχνουν χωρὶς τὶς παλιὲς ἀναστολές, χωρὶς νὰ νιώθουν πιὰ καμιὰ ἐνοχή, καμιὰ μειονεξία. Εὐτυχῶς ποὺ εἶναι πολὺ λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιζητοῦν τὴ δόξα ποὺ φαντάζονται ὅτι δίνει ἡ ποίηση.

*

Δὲν ὑπάρχει ποιητὴς ποὺ δὲν ἔχει γράψει τετριμμένους στίχους τοῦ πόνου τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ἀδιέξοδης αὐτοανάλυσης, τοῦ χρόνου ποὺ φεύγει καὶ τοῦ ἔρωτα ποὺ δὲν ἔρχεται, τῆς ἀνέξοδης εἰρωνείας καὶ τοῦ ἀνώδυνου αὐτοσαρκασμοῦ, τῆς σιγουρεμένης ἀμφιβολίας καὶ τῆς κρυφῆς βεβαιότητας. Ἀλίμονο σ’ αὐτοὺς τοὺς στίχους ὅταν παίρνουν τὸν ἑαυτό τους στὰ σοβαρά.

*

Ἡ ποίηση ξεκινάει σὰν αὐτοβιογραφία τοῦ ποιητῆ καὶ ὁλοκληρώνεται σὰν αὐτοβιογραφία τοῦ ἀναγνώστη.

Ο ποιητής της οδύνης, ο κληρονόμος πουλιών Μίλτος Σαχτούρης

Σαν σήμερα στις 29 Μαρτίου 2005 έφυγε από τη ζωή ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές, τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία. Στο τέταρτο έτος της Νομικής το 1944 αποφάσισε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο και να αφοσιωθεί στη μεγάλη του αγάπη: την ποίηση.

Έχοντας ήδη από το 1938 δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο «Μίλτος Χρυσάνθης» ένα διήγημα στο περιοδικό «Εβδομάδα», ο Σαχτούρης πρωτοέγραψε ποίηση το 1941. Δυο χρόνια αργότερα γνώρισε τους Οδυσσέα Ελύτη και Νίκο Εγγονόπουλο και συνδέθηκε με στενή φιλία με τον τελευταίο. Ήταν, όμως, ο Ελύτης εκείνος που τον παρότρυνε να εμφανιστεί στο χώρο των γραμμάτων ως ποιητής, στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» το 1944.

Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Η Λησμονημένη», βιβλίο, το οποίο «είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα», όπως θα δηλώσει αργότερα ο ίδιος. Το 1948 εξέδωσε τη συλλογή «Παραλογαίς» και ακολούθησαν πολλές άλλες, με κορυφαία για πολλούς την «Με το πρόσωπο στον τοίχο» το 1952.

Αν και στην αρχή τουλάχιστον της μακρόχρονης πορείας του κατακρίθηκε από πολλούς, ειδικά από τους ποιητές της γενιάς του ’30, οι κριτικοί δεν άργησαν να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στο έργο του σημαντικού αυτού ποιητή. Όσον αφορά τα κυρίαρχα θέματα του έργου του, αυτά αφορούν την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής. Ο Σαχτούρης θεωρείται ότι επηρεάστηκε σημαντικά από το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και παρά τη κυρίαρχη θέση του παραλόγου και του συμβολισμού στα ποιήματά του, δεν θεωρείται ότι εντάχθηκε ποτέ πλήρως στο ρεύμα αυτό.

O Βρασίδας Καραλής σε κείμενό του στο περιοδικό «Διαβάζω» με τίτλο «Το μυστήριο της ένοχης συνείδησης στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη», αναφέρει: «Κανένας άλλος ποιητής μας δεν έχει ποτίσει τις εμπειρίες του στην αποσαθρωτική μαγγανεία της ενοχής όσο ο Μ. Σαχτούρης. Οσο και αν άλλοι ερωτοτρόπησαν με αυτό το ρίζωμα, όπως λόχου χάρη ο Δ. Σολωμός στον «Λάμπρο», ο Κ. Καβάφης στα πρώιμα ποιήματά του, ο Κ. Καρυωτάκης στα τελευταία του ποιήματα, όλοι αυτοί βρήκαν τρόπο να ξεφύγουν ή να υπεκφύγουν τον τρομακτικό φόβο του εξατομικευμένου οράματος που γεννάει την ενοχή και τη μετατρέπει σε βάση πνευματικότητας. Ο Σολωμός απέδρασε σε μια άσαρκη και άφυλη anima mundi· Ο Καβάφης σε έναν ερωτισμό της περιέργειας για το ανδρικό σώμα, ενώ ο Καρυωτάκης κατέφυγε στη λαγνεία του κατοπτριζόμενου κορμιού του.

Μπορεί όμως κάποιος να αισθάνεται ενοχή μόνο και μόνο επειδή μισεί τη μητέρα του ή επειδή είναι ομοφυλόφιλος ή επειδή δεν είναι ωραίος σαν τον Απόλλωνα;… Αυτές οι επιδερμικές και ανόητες φοβίες δεν διανοίγουν ποτέ την ατομική εσωτερικότητα στη θεωρία της ίδιας της τυχαιότητας και μοναξιάς· δεν στρέφουν το υποκείμενο προς τον εαυτό του. Το απομονώνουν σε ένα δωμάτιο, απ’ όπου μοίρεται και κλαίγεται επειδή δεν αρέσει, επειδή το φαινόμενο δεν θεμελιώνει μια σχέση ελκτική προς το βλέμμα που το αντικρίζει. Από αυτές δυστυχώς τις παιδικές αφέλειες, με όλη τη γοητεία της αμέριμνης αθωότητας, είναι γεμάτη η ποίηση, και ειδικά η ελληνική σε βαθμό απελπισίας.

Με τον Μ. Σαχτούρη όλα αυτά καταρρέουν και διαλύονται· και μαζί του οι δημοτικοφανείς τρόποι μιας ύπαρξης χωρίς εσωτερικές σχέσεις, συγκρούσεις και διλήμματα. Πρώτη λογοτεχνική αφετηρία του έργου του είναι ο παραμερισμός της τοπιογραφίας του Οδ. Ελύτη, του Γ. Σεφέρη, του Α. Εμπειρίκου, ακόμα και του Ν. Εγγονόπουλου. Σε όλη τη γλωσσική ευφορία και ευτοπία αυτών των συγγραφέων, την πίστη τους στην αρτιμέλεια της γλώσσας και την τελειοποιησιμότητα του κόσμου διά του μύθου, ο Μ. Σαχτούρης αντιτάσσει ένα κολαστήριο ψυχών, μια ακοινώνητη γλώσσα, το άσμα μιας ρημαγμένης Κασσάνδρας».

Ο ίδιος μιλάει για την ποίηση του: Θέλω να πλησιάζουν την ποίησή μου με αγάπη μόνο, χωρίς διανοητικές τάσεις και προεκτάσεις που αγνοώ. Ο Ισαάκ Μπράιτον, ας πούμε, δεν ξέρω καν ποιος είναι, ούτε ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι. Στους πέντε χιλιάδες που αγόρασαν τελευταία τα ποιήματά μου θα υπάρχουν 100-200 άνθρωποι που καταλαβαίνουν, άσχετα από τη μόρφωσή τους. Το έχω ξαναπεί, στο Μαρούσι, προ πολλών ετών, ένας τσαγκάρης με γνώσεις Δ’ Δημοτικού διάβαζε τη «Λησμονημένη» κι έκλαιγε εξηγώντας μου πως είναι ερωτικό ποίημα – αυτό που είναι από τα πλέον δύσκολά μου.

Πάντα ορισμένοι με μια ευαισθησία αλλιώτικη, που έχουν ανάγκη την ποίησή μου, θα με καταλαβαίνουν. Μερικοί θυμώνουν όταν τους επισημαίνεις την έλλειψη ευαισθησίας που τους αποκλείει από τη μέθεξη. Ένας συνταγματάρχης μπορεί να παραδεχτεί ότι δεν καταλαβαίνει τον Μπετόβεν, αλλά επιμένει ότι μπορεί και κρίνει όλη την ποίηση. Δεν χρειάζεται να έχεις σχέση με την ποίηση για να συγκινηθείς. Εκείνο που με ικανοποιεί περισσότερο απ’ όλες τις κριτικές και τα γραφόμενα είναι οι ομολογίες μερικών νέων παιδιών ότι βρήκαν στην ποίησή μου κάποιον που συμπάσχει μαζί τους. Ήταν σαν να προέβλεψα τα δύσκολα χρόνια μας.

Δεν εκτιμώ όσους πετάγονται από το ένα θέμα στο άλλο και αλλάζουν το ύφος σαν πουκάμισο. Είναι κάτι που με ενοχλεί και στον Πικάσο. Η λεγόμενη ανανέωση. Εγώ πιστεύω ότι ένας γνήσιος ποιητής έναν κόσμο έχει, και αυτόν εκφράζει. Το είπε και ο Παλαμάς: «Το ίδιο τραγούδι πάντα να λες, είτε γελάς είτε κλαις». Εκτιμώ τον Ρουό και τον Σαγκάλ που διατήρησαν το στυλ τους ως το τέλος.Ο γνήσιος ποιητής πρέπει να βρει το «μηχανάκι» του. Να καταλήξει κάπου… Κι εγώ στις «Παραλογαίς» άρχισα να κάνω δοκιμές, για να καταλήξω οριστικά στο «Με το πρόσωπο στον τοίχο».

Ο ποιητής είναι άχρηστος. Είναι είδος πολυτελείας. Βοηθάει ορισμένους μόνο ευαίσθητους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που έχει αυτή η ζωή. Ίσως, και παρόλο που δηλώνω έτσι αφοριστικά την αχρηστία του ποιητή, βλέπω οπωσδήποτε την έστω περιορισμένη κοινωνική λειτουργία του. Υπάρχει αυτή η αντίφαση. Ο κόσμος γελάει όταν δηλώνεις ποιητής, άλλωστε τα περισσότερα ειδύλλιά μου τελειώσανε άμα τη δηλώσει της ποιητικής μου ιδιότητος. Πολλοί ντρέπονται. Όχι, εγώ ήμουν ανέκαθεν τρελός, επαναστατημένος. Το πλήρωσα ακριβά αυτό, αλλά δεν μετάνιωσα ποτέ.

Κέρδισα πάρα πολλά πράγματα από τον υπερρεαλισμό, αλλά ποτέ δεν ήμουν καθαρόαιμος υπερρεαλιστής. Έχω οφειλές παντού και κυρίως στις μεγάλες ξένες λογοτεχνίες. Οι νέοι παίρνουν αίμα από τους παλιούς και προχωρούν τον δρόμο τους – εννοείται οι νέοι που έχουν ταλέντο, γιατί οι άλλοι, οι κακοί, απλώς μιμούνται. Η ρήξη, όταν υπάρχει, είναι φαινομενική. Στον υπερρεαλισμό υπήρχε ήδη ο Απολινέρ, και γρήγορα προσυνεταιρίσθησαν τον Λοτρεαμόν και τον Ιερώνυμο Μπος. Μου αρέσει πάρα πολύ (ο Μπος) αλλά γνώρισα το έργο του αφού είχα γράψει τα περισσότερα ποίηματά μου. Νέος, είχα επηρεαστεί πολύ από τις εικόνες του Νταλί – αυτού του κατεργάρη και λιγάκι απατεώνα. Μου αρέσουν ακόμα από τους Έλληνες ο Παρθένης, ο Μπουζιάνης κι ο Εγγονόπουλος. Από τον τελευταίο έμαθα πολλά πράγματα. Είχα τη χαρά να τον κάνω συντροφιά τρία χρόνια καθημερινώς, τότε που μίλαγε ακόμα με τους ανθρώπους – ήταν αληθινά σοφός.

Πηγή:LiFO

Tvx.gr

Τι είναι η η ποίηση; 15 ποιητές και όχι μόνο μας απαντούν…

Τι είναι Ποίηση;

1. «Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τί τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, και τί είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δεν θα τραγούδαγε.» Paul Valery

2. «Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου.» Ανδρέας Εμπειρίκος

3. «Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.» Μανώλης Αναγνωστάκης

4. «Η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε.» Κώστας Καρυωτάκης

5. «Η ποίηση ένα πράγμα ανάλαφρο, ιερό και φτερωτό.» Πλάτων

6. «Η ποίηση είναι η πιο πυκνή μορφή προφορικής έκφρασης.» Ezra Pound

7. «Η ποίηση δεν είναι ένα ελευθέρωμα της συγκίνησης, αλλά απόδραση από τη συγκίνηση· δεν είναι έκφραση της προσωπικότητας, αλλά απόδραση από την προσωπικότητα.» Τ. S. Eliot

8. «Η ποίηση είναι η αναζήτηση του ανεξήγητου.» Wallace Stevens

9. «Είναι από τα πιο επηρμένα μυστήρια, τα πιο αχανή, και μόνο ικανοποίηση στις παρομοιώσεις δίνεις, αν πεις ότι η ποίηση είναι ένα μείγμα εύγεστων δηλητηρίων σε χρυσά δελεαστικά ποτήρια, ή ότι είναι ο πειρασμός, ο δαίμονας που μπαίνει ξαφνικά στο σώμα του κανονικού, προκαλώντας ένα σεληνιασμό γόνιμο, ή ακόμα ότι είναι ένα είδος ευθανασίας των πραγμάτων που υποφέρουν μέσα μας, είτε ως ανικανοποίητα είτε ως προδομένε.» Κική Δημουλά

10. «Η ποίηση είναι το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας.» Οδυσσέας Ελύτης

11. «Η ποίηση είναι μια λύτρωση ατομική – αν όχι ανάδειξη. Μπορείς μιαν άκρη μόνο της αλήθειας να σηκώσεις, να ρίξεις λίγο φως στην πλαστογραφημένη σου ζωή.»
Τίτος Πατρίκιος

12. «Η ποίηση δεν είναι παρά ένας μεγεθυντικός φακός της πραγματικότητας. Η μεγέθυνση των αληθινών διαστάσεων του ανθρώπου και του κόσμου που μας περιβάλλει, μπορεί να μας μεταδώσει την αίσθηση του μεγαλείου της ζωής την οποία είμαστε έτοιμοι να καταστρέψουμε.»
Νικηφόρος Βρεττάκος

13. «Η ποίηση είναι σκέψεις που αναπνέουν και λέξεις που καίνε.»
Edgar Allan Poe

14. «Ποίηση είναι η θεοποίηση της πραγματικότητας.»
Edith Sitwell

15. «Ποίηση είναι ένας αντίλαλος που ζητάει από μια σκιά να χορέψουν.»
Carl Sandburg

O ποιητής και η Μούσα

Ο πίνακας “Ο ποιητής και η Μούσα” είναι έργο του υπερρεαλιστή ζωγράφου, ποιητή και σκηνογράφου Νίκου Εγγονόπουλου.

Ο ποιητής και η Μούσα , 1938

Ο Εγγονόπουλος γεννιέται στην Πλάκα της Αθήνας στις 21 Οκτωβρίου του 1907, και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη. Έρχεται σε επαφή με τη γαλλική παιδεία και οι πρώτες του σπουδές, τις οποίες δεν ολοκληρώνει, είναι στο Παρίσι, στον τομέα της Ιατρικής. Το 1932 αρχίζει να φοιτά στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με καθηγητή τον Παρθένη, και στο εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου, με συμμαθητή τον Τσαρούχη. Ο πίνακας “Ο ποιητής και η Μούσα” δημιουργήθηκε κατά το τελευταίο έτος των σπουδών του, το 1938. Τότε κυκλοφόρησε, επίσης, και η πρώτη ποιητική του συλλογή, “Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν”, ενώ άρχισε να αναλαμβάνει την σκηνογραφία και την ενδυματολογία πλήθους θεατρικών παραστάσεων. Η πρώτη του ατομική έκθεση πραγματοποιήθηκε ένα χρόννο αργότερα. Εκτός από τις παραπάνω δραστηριότητες ο Εγγονόπουλος μεταφράζει ποιήματα και εικονογραφεί βιβλία. Το 1941 επιστρατεύεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στο αλβανικό μέτωπο. Μετά το πέρας του πολέμου αρχίζει να εργάζεται με απόσπαση στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου του Ε.Μ.Π., κοντά στον Δ. Πικιώνη (στη συνέχεια θα γίνει καθηγητής Ελευθέρου Σχεδίου και Γενικής Ιστορία της Τέχνης) και το 1949 συμμετέχει στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου “Αρμός”, που είχε ως στόχο την προώθηση τη καλλιτεχνικής κίνησης στην Ελλάδα. Εξακολουθεί τις εικονογραφήσεις, τις δημοσιεύσεις και τη συμμετοχή με τους πίνακές του σε διεθνείς εκθέσεις. Απολαμβάνει πολλές διακρίσεις, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, τόσο στην ποίηση όσο και στη ζωγραφική. Το 1985, Ο Ν. Εγγονόπουλος πεθαίνει στην Αθήνα από ανακοπή, σε ηλικία 78 ετών.

Ο ποιητής και η Μούσα, λεπτομέρεια

Ο πίνακας “Ο ποιητής και η Μούσα” είναι μια ελαιογραφία σε μουσαμά και σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Αθήνα. Το έργο είναι χαρακτηριστικό δείγμα του υπερρεαλιστικού ύφους του Εγγονόπουλου. Ενώ υπάρχουν εμφανείς συμβολισμοί κυριαρχεί το παράλογο, ανορθόδοξο και συνειρμικό στοιχείο. Κεντρικές φιγούρες του πίνακα είναι η μούσα και ο ποιητής. Η μούσα έχει αρχαιοελληνική ενδυμασία. Είναι όρθια, το κεφάλι της είναι ένας πάπυρος και με το ένα της χέρι δίνει ένα βιολί στον ποιητή.

Ο ποιητής βρίσκεται καθιστός, όμοιος με κούκλα -επιρροή του Ντε Κίρικο στον Εγγονόπουλο – έτοιμος να λάβει το δώρο της Μούσας. Από τα χέρια του τα μπράτσα είναι αόρατα. Στον τοίχο διακρίνεται ένα ταυ και ένα τρίγωνο, ως σύμβολα της λογικής που εφαρμόζεται στο λόγο και την ποίηση, ενώ στο πάτωμα είναι ζωγραφισμένα ψάρια – πιθανός συμβολισμός της ποίησης – και διάφοροι γεωμετρικοί όγκοι, που έρχονται σε αντιπαράθεση με αυτά στο μάτι του παρατηρητή. Ένα ακόμη στοιχείο στο πάτωμα είναι ο κόκκινος κύβος, μέσα στον οποίο διακρίνεται ένας εξωτερικός χώρος. Τα όρια του χώρου στον πίνακα είναι δυσδιάκριτα. Πίσω από τις δύο φιγούρες απεικονίζεται ένα τοπίο, χωρίς ωστόσο να γίνεται σαφές αν πρόκειται για πίνακα ή παράθυρο, με ένα νεοκλασικό κτίριο. Επίσης, στο δεξιό άκρο του πίνακα , εκεί όπου η λογική θα όριζε τον τοίχο του χώρου που βρίσκεται ο Ποιητής και η Μούσα, υπάρχει ένα θαλασσινό τοπίο, σαν να είναι ο “τοίχος” διάφανος ή ανύπαρκτος. Τα σύννεφα του τοπίου και του πίνακα – παραθύρου είναι ενιαία. Η τοποθέτηση χαρακτήρων και αντικειμένων θυμίζει θεατρικό σκηνικό. Αξίζει να προσέξουμε την αντρική και γυναικεία φιγούρα στο θαλασσινό τοπίο, η εμφάνιση και η ενδυμασία των οποίων δημιουργεί αντίθεση με το κύριο ζεύγος ποιητή – μούσας.

Ο Ν. Εγγονόπουλος

Ο Εγγονόπουλος δέχθηκε έντονες επιρροές από τη βυζαντινή αγιογραφία και τον Φ. Κόντογλου, οι οποίες είναι φανερές στο έργο ” ο ποιητής και η Μούσα”. Η φωτοσκίαση γίνεται, κατά τον Βυζαντινό τρόπο, δουλεύοντας με ένα χρώμα τη φορά και φωτίζοντας ή σκουραίνοντας το ίδιο χρώμα για την απόδοση σκιών και όγκων. Επίσης εναλλάσσει αρμονικά θερμούς και ψυχρούς τόνους, κάτι που εφάρμοζε και ο δάσκαλός του, ο Παρθένης. Άμεσο αποτέλεσμα είναι η καθαρότητα των αποχρώσεων στους πίνακές του, κάτι που προκύπτει και από την κυριαρχία των τριών βασικών χρωμάτων (κόκκινου, κίτρινου και μπλε). Ένα ακόμη στοιχείο της τεχνικής του Εγγονόπουλου είναι τα ξεκάθαρα σχήματα στους πίνακές του. Τα σχέδιά του έχουν φανερά όρια, ενώ οι μορφές του έχουν χαρακτηριστικές αναλογίες: είναι σχεδόν τρισδιάστατες, με πολύ λεπτή μέση και μεγάλα άνω και κάτω άκρα. Η αίσθηση της προοπτικής στο χώρο -όπως βρίσκεται και στους πίνακες του Ντε Κίρικο – φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον Ν. Εγγονόπουλο.

Αυτό που καταφέρνει ο Εγγονόπουλος με τρόπο μοναδικό είναι να συνταιριάζει στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας όπως προέκυψαν από την πορεία της ιστορίας της. Η ιδέα της έμπνευσης του ποιητή με τη βοήθεια της Μούσας από την αρχαία Ελλάδα, βρίσκει τη μορφή της σε μια βυζαντινή τεχνοτροπία αναμειγμένη με υπερρεαλιστικά στοιχεία – μορφές φαντασιακές και ετερόκλητα στοιχεία με παραδοξότητες στον πίνακα, που προχωρούν πέρα από τα όρια της συνείδησης και βασίζονται στο συνειρμικό στοιχείο.

ΠΗΓΕΣ

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%95%CE%B3%CE%B3%CE%BF%CE%BD%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82

http://www.engonopoulos.gr/_homeEL/

https://www.sansimera.gr/biographies/202

https://www.elculture.gr/blog/article/%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CE%BF%CE%BD%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%AD%CE%BA%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7/

http://www.pi-schools.gr/lessons/aesthetics/eikastika/afises/index.php?id=41&v=1

Λίγες λέξεις για τον Ναζίμ Χικμέτ

15 Ιανουαρίου 1902: γεννιέται στη Θεσσαλονίκη ένας από τους μεγαλύτερους Τούρκους λογοτέχνες, ο Ναζίμ Χικμέτ. Παρακάτω θα βρείτε λίγα λόγια για τη ζωή του καθώς και μία υπέροχη μελοποίηση του ποιήματός του “Η πιο όμορφη θάλασσα”, από τον Μάνο Λοίζο.

Ο Ναζίμ – όπως προτιμούν να τον αποκαλούν οι θαυμαστές του – ήταν γόνος εύπορης οικογένειας, η οποία διακατεχόταν και από καλλιτεχνικές ανησυχίες, καθώς η μητέρα του ήταν  καλλιτέχνις και ο παππούς του ποιητής. Μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη και εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα σε ηλικία 17 ετών. Σπούδασε Οικονομικά και Κοινωνιολογία στη Ρωσία, όπου εγκαταστάθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με λογοτέχνες και καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο  και γνώρισε τις  κομμουνιστικές ιδέες, οι οποίες επηρέασαν την πορεία και το έργο του. Λίγα χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Τουρκία, συνελήφθη όμως επειδή δούλευε σε περιοδικό αριστερής ιδεολογίας και διέφυγε στη Ρωσία, για να γυρίσει ξανά στην πατρίδα του το 1928, αφότου είχε ισχύσει στην Τουρκία γενική αμνηστία. Οι πολιτικές του δράσεις ύστερα από την επιστροφή του έγιναν η αιτία μακρόχρονης φυλάκισής του από τις τουρκικές αρχές, η οποία προκάλεσε παγκόσμια  αντίδραση και κινητοποίηση, με πρωταγωνιστικό ρόλο να λαμβάνουν πρόσωπα όπως ο Ζ.Π. Σαρτρ και ο Π. Πικάσο. Μετά την αποφυλάκισή του εγκατέλειψε την Τουρκία και ως το τέλος της Ζωής παρέμεινε στη Νότια Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση.

Η ποίησή του διακατέχεται από λυρικότητα και ευαισθησία, είναι νοσταλγική και αισιόδοξη ταυτόχρονα. Στην πιο ώριμη μορφή της, είναι επηρεασμένη από το κίνημα των σοβιετικών Φουτουριστών, καθώς ο Χικμέτ επιδιώξε να «απελευθερώσει» το στίχο του από το μέτρο και χρησιμοποίησε ελεύθερο στίχο.

Ας ακούσουμε την «Πιο όμορφη Θάλασσα» του, από μια υπέροχη μελοποίηση του Μάνου Λοίζου, σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου. Και ας σκεφθούμε…

«Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν την αρμενίσαμε ακόμα… Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα. Τις πιο όμορφες μέρες, δεν τις ζήσαμε ακόμα.»

Ν. Χικμέτ, Η πιο όμορφη θάλασσα
Στίχοι: Ν. Χικμέτ, μελοποίηση: Μ. Λοϊζος, απόδοση: Γ. Ρίτσος

Πηγές άρθρου:

https://www.poetryfoundation.org/poets/nazim-hikmet

https://www.poets.org/poetsorg/poet/nazim-hikmet

https://en.wikipedia.org/wiki/N%C3%A2z%C4%B1m_Hikmet