Μές στούς Προσφυγικούς Συνοικισμούς του Γιώργου Ιωάννου

Μές στούς Προσφυγικούς Συνοικισμούς

Στέκομαι καί κοιτάζω τά παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στό ὁρισμένο καφενεῖο· σέ λίγο θά σχολάσουν καί θ’ ἀρχίσουν νά καταφτάνουν οἱ μεγάλοι. Κουρασμένοι ἀπ’ τή δουλειά, εἶναι πολύ πιό ἀληθινοί. Οἱ περισσότεροι γεννήθηκαν ἐδῶ σ’ αὐτή τήν πόλη, ὅπως κι ἐγώ. Κι ὅμως διατηροῦν πιό καθαρά τά χαρακτηριστικά τῆς ράτσας τους καί τήν ψυχή τους, ἀπό μᾶς τούς διεσπαρμένους. Ἰδίως ὅταν τούς βλέπω ἐδῶ, μοῦ φαίνονται πιό γνήσιοι. Κάπως ἀλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σέ ἄλλα περιβάλλοντα συναντημένοι.
Ἡ ἀλήθεια πάντως εἶναι πώς στό ζήτημα τῆς ἀναγνωρίσεως ἔχω φοβερά ἐξασκηθεῖ. Ὅπου κι ἄν εἶμαι, τόν Πόντιο, ἄς ποῦμε, τόν διακρίνω ἀπό μακριά· κι ἀπό μιά γραμμή τοῦ κορμιοῦ του μονάχα. Δέν εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀκούσω τήν ὁμιλία του, οὔτε νά διαπιστώσω τήν ἀλλιώτικη μελαχρινάδα. Σπανίως νά πέσω ἔξω. Ἀπό κοντά ὅμως εἶμαι ὁλότελα ἀλάνθαστος. Τό ἴδιο καί μέ τούς Καραμανλῆδες,1 τούς Καυκάσιους, τούς Μικρασιάτες ἀπ’ τίς ἀκτές, τούς ἄλλους ἀπ’ τά βάθη, τούς Κωνσταντινουπολίτες, ἀπό μέσα ἤ ἀπ’ τά περίχωρα, κι ἄς επιμένουν ὅλοι τους πώς εἶναι ἀπ’ τήν καρδιά τῆς Πόλης, κι ἀπ’ τό Γαλατά.2 Οἱ Θρακιῶτες ὅμως ἔρχονται πιό καστανοί· ξανθοί πολλές φορές, κι εὐκολότερα μπερδεύονται μέ πρόσφυγες ἀπό μέρη ἄλλα. Ἐξάλλου σά νά ἔχουν χάσει τήν ἰδιαίτερη προφορά τους ἤ ἴσως ἐγώ νά τήν ἔχω συνηθίσει. Μπερδεύονται κυρίως μ’ αὐτούς πού ἦρθαν ἀπ’ τή Ρωμυλία. Αὐτό συμβαίνει κι ἀνάμεσα στούς Ἠπειρῶτες καί στούς ἄλλους ἀπ’ τίς περιοχές τοῦ Μοναστηριοῦ. 3
Ὅταν τούς μπερδεύω, τό καταλαβαίνω συνήθως ἀργά· γιατί ἔχω τόση πεποίθηση πάνω σ’ αὐτό τό ζήτημα, ὥστε σπανίως ρωτῶ. Κατά βάθος βέβαια αὐτό δέν εἶναι σφάλμα, εἶναι διαπίστωση.
Κι ὅμως πόση συγκίνηση ἔχει νά κοιτάζεις ἤ νά συζητᾶς στά καφενεῖα καί νά διαισθάνεσαι τή δική σου ἤ μιά ἄλλη πανάρχαια ράτσα. Ἀκοῦς ἐκεῖνες τίς φωνές μέ τή ζεστή προφορά καί σοῦ ‘ρχεται ν’ ἀγκαλιάσεις. Ὀνόματα ἀπό σβησμένους τάχα λαούς καί χῶρες δειλιάζουν μέσα στό νοῦ· μεθῶ μονάχα καί πού τά λέω ἀπό μέσα μου, καθώς ὁλοένα βεβαιώνομαι. Χαίρομαι νά κοιτάζω τίς ἁδρές καί τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ἀνατριχιάζω βαθιά, ὅταν σκέφτομαι πώς αὐτός πού μοῦ μιλᾶ εἶναι δικός μου ἄνθρωπος, τῆς φυλῆς μου. Κάτι σά ζεστό κύμα μέ σκεπάζει ξαφνικά, θαρρεῖς καί γύρισα ἐπιτέλους στήν πατρίδα. Δέν ἔχει σημασία πού δέ γνώρισα ποτέ αὐτή τήν πατρίδα ἤ πού δέ γεννήθηκα κάν ἐκεῖ. Τό αἷμα μου ἀπό κεῖ μονάχα τραβάει· ἐκτός κι ἄν εἶναι ἀληθινό πώς ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπ’ αὐτά πού τρώει καί πίνει, ὁπότε πράγματι εἶμαι ἀπό δῶ. Καί πῶς ἐξηγεῖται τότε ὅλη αὐτή ἡ λαχτάρα;
Γυρνῶ μές στούς προσφυγικούς συνοικισμούς μέ δυνατή εὐχαρίστηση. Θράκες, Χετταῖοι, Φρύγες, ὄμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρεῖς, ἀνθοῦν ἀνάμεσά μας. Οἱ ἴδιοι δέν ξέρουν βέβαια αὐτά τά ὀνόματα· γιά μένα ὅμως εἶναι φορτωμένα μυστήριο καί ἀγάπη. Κι ἄν ἀκόμα δέν εἶναι, πολύ θά ἤθελα νά ἦταν ἔτσι ἡ ἀλήθεια.
Κι ὅμως τά τελευταῖα χρόνια ἔχουν κάνει τό πᾶν γιά νά σκορπίσει ἡ ὀμορφιά αὐτή στούς τέσσερεις ἀνέμους. Οἱ ἐγκληματίες τῶν γραφείων ἐκμεταλλεύτηκαν τή ζωηράδα τους καί τήν ἁγνότητά τους. Τούς ἐξώθησαν νά σφάξουν καί νά σφαχτοῦν· νά φαγωθοῦν, ἰδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τούς τρέμουν καί προσπαθοῦν νά τούς ξεφορτωθοῦν μέ τή μετανάστευση. Πολύ ἀργά, νομίζω.
Κάθε φορά πού φεύγω ἀπό κεῖ, μέ ἀποχαιρετοῦν χωρίς νά δείξουν παραξένεμα, ἄν καί ἄγνωστοί μου ἄνθρωποι. Τούς πληροφορεῖ τό αἷμα τους γιά μένα, ὅπως καί τό δικό μου μέ κάνει νά τούς κατέχω ὁλόκληρους. Πάντως ποτέ τους δέν ἐπιμένουν νά μέ κρατήσουν στίς παρέες τους.
Ὁλομόναχος, ξένος παντάξενος,4 χάνομαι στίς μεγάλες ἀρτηρίες. Ὅταν ἀνάβει τό κόκκινο καί σταματοῦν τ’ αὐτοκίνητα, μοῦ φαίνεται γιά μιά στιγμή πώς παύει ἐντελῶς κάθε θόρυβος. Ἐρυθρά καί λευκά αἱμοσφαίρια σά νά κυκλοφοροῦν. Κι ὅμως βλέπω πώς τό πλῆθος ἐξακολουθεῖ νά περπατᾶ, νά κουβεντιάζει ἤ νά γελάει. Σταματῶ πολλές φορές στή μέση τοῦ πεζοδρομίου, κι ὅπως στό κούτσουρο πού κόβει τό νερό, ἔτσι περιστρέφονται γύρω μου οἱ διαβάτες. Τώρα πού δέν ἐμποδίζουν οἱ μηχανές, ἀκούω χιλιάδες βήματα στό πλακόστρωτο. Μοῦ ‘ρχεται νά καμπυλώσω τή ράχη μου γιά νά περάσει χωρίς ἐμπόδια αὐτό τό ποτάμι. Τῆς Γονατιστῆς,5 ὅταν περνάει ἀπό πάνω μου τό βουβό ποτάμι τῶν προγόνων, γονατισμένος πάνω στά καρυδόφυλλα,6 σκύβω βαθιά στό χῶμα, γιά νά μή βγάλουν οἱ ψυχές ἐξαιτίας μου τόν παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.7
Ἐγώ ὅμως ἀπό τώρα εἶμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στούς ξένους καί στά ξένα πράγματα ζῶ διαρκῶς· στά ἕτοιμα καί στά ἐνοικιασμένα. Συγκατοικῶ μέ ἀνθρώπους πού ἀδιαφοροῦν τελείως γιά μένα, κι ἐγώ γι’ αὐτούς. Οὔτε μικροδιαφορές δέν ὑπάρχουν κάν μεταξύ μας. Ὁ ἕνας ἀποφεύγει τόν ἄλλο, ὅσο μπορεῖ. Μά κι ἄν τύχει νά σοῦ μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τά πραγματικά τους στοιχεῖα σά νά ‘ναι τίποτε κακοποιοί. Τό ἰδανικό, ἡ τελευταία λέξη τοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι, λέει, νά μή ξέρεις οὔτε στή φάτσα τό γείτονά σου. Πονηρά πράγματα βέβαια· προφάσεις πολιτισμοῦ, γιά νά διευκολύνονται οἱ ἀταξίες.
Γι’ αὐτό ζηλεύω αὐτούς πού βρίσκονται στόν τόπο τους, στά χωράφια τους, στούς συγγενεῖς τους, στά πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ἄς ἤμουν σ’ ἕνα προσφυγικό συνοικισμό μέ ἀνθρώπους τῆς ράτσας μου τριγύρω.

(Γιά ἕνα φιλότιμο, 1964)

Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:


  1. Καραμανλής· ο καταγόμενος από την Καραμανία· [Καραμανία: πόλη περί τα 90 χλμ. Ν.Δ. του Ικονίου].
  2. Γαλατάς· συνοικία της Κωνσταντινούπολης.
  3. Μοναστήριο· πόλη της Νοτιοσλαβίας, άλλοτε σπουδαίο ελληνικό κέντρο (σήμερα ανήκει στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας).
  4. παντάξενος· ο εντελώς ξένος.
  5. της Γονατιστής· πρόκειται για την Κυριακή της Πεντηκοστής, κατά την οποία διαβάζεται ο εσπερινός μετά τη Θεία Λειτουργία. Ο εσπερινός λέγεται «Γονατιστή» γιατί περιέχει ευχές γονυκλισίας (ο ιερέας παροτρύνει τους πιστούς να γονατίσουν). Στον εσπερινό αυτό υπάρχουν ειδικές ευχές για ζωντανούς και νεκρούς. Η παραμονή της Πεντηκοστής, το Σάββατο, είναι των ψυχών. Σύμφωνα με λαϊκή δοξασία, από το Μεγάλο Σάββατο οι ψυχές ελευθερώνονται από τον Άδη και έρχονται στον κόσμο λόγω της Αναστάσεως. Μετά τη Γονατιστή τελειώνει η περίοδος χάριτος των νεκρών και αρχίζει ο θρήνος των ψυχών.
  6. γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα· Στη Θράκη την ημέρα της Πεντηκοστής πήγαιναν στην εκκλησία κρατώντας κλώνους καρυδιάς και γονάτιζαν πάνω στα φύλλα. Πίστευαν ότι η καρυδιά εξασφαλίζει υγεία και αποδιώχνει τα κακά πνεύματα. Γι’ αυτό και την εβδομάδα που προηγείται της Πεντηκοστής έβαζαν στον κόρφο τους φύλλα καρυδιάς. (Βλ. Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τόμος ΙΗ ‘, ΙΘ ‘, 1965-1966, σελ. 313-314).
    «…Το ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής χρησιμοποιούσαν καρυδόφυλλα για να κλείνουν τα μάτια τους, να μην τα δουν οι ψυχές των νεκρών, αναγνωρίσουν τους δικούς τους και δεν μπορούν μετά να τους αποχωριστούν». (Βλ. Δημ. Σ. Λουκάτος, Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης, Εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1985).
  7. σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο βόμβο· Η κάθοδος των ψυχών και η επιστροφή τους στον Αδη είναι αρχαιοελληνική δοξασία, καθώς δεν υπάρχει ο διαχωρισμός κόλασης και παραδείσου. Αρχαιοελληνικές γιορτές σαν την Πεντηκοστή: τα Λεμούρια — 9, 11, 13 Μαΐου — (οι ψυχές έρχονταν απ’ τον Αδη) και τα Ανθεστήρια. Και για τις δύο περιπτώσεις πιστεύεται ότι οι ψυχές είναι τόσο λεπτές στην υφή (σαν να έχουν μια υλικότητα), ώστε μπορούν να κρεμαστούν από έναν ιστό αράχνης… Γι’ αυτό εκείνες τις μέρες οι ζωντανοί δεν πρέπει να κινούνται έντονα γιατί μια κίνησή τους μπορεί να τραυματίσει μια ψυχή. (Βλ. Γ.Α. Μέγας, Ελληνικαί εορταί, Αθήνα 1956). 
Αποτέλεσμα εικόνας για χαμενες πατριδες του γιαννη μητρακα

«Χαμένες πατρίδες», έργο του Γιάννη Μητράκα.

Γκαν, ένα συγκλονιστικό απόσπασμα για την προσφυγιά του Ηλία Βενέζη

[…]

Τούτο το θαλάσσιο ποτάμι του Αιγαίου, που χωρίζει τη Μυτιλήνη από την Ανατολή, είναι το σύνορο με την Τουρκία. Δεν έχει κατάθλιψη αυτό το σύνορο, δεν τρομάζει, δεν είναι σαν τα σύνορα τα στεριανά. Δύσκολα πάει ο νους στην ιδέα του θανάτου -πως εκεί στην άλλη όχθη ή στη μέση του πελάγου όπου είναι η νοητή γραμμή των συνόρων, παραμονεύει ο κίνδυνος. Βοηθά σ’ αυτό η θάλασσα, το μελτέμι που φυσά και τα κάνει όλα να χοροπηδούν -τα κύματα και τα τα δέντρα και την καρδιά των ανθρώπων.

Μονάχα σαν κουβεντιάσεις με τους ψαράδες που ρίχνουν τα δίχτυα τους σ’ αυτά τα νερά των συνόρων και κινδυνεύουν κάθε μέρα να βρεθούν στην εξουσία της άλλης όχθης και να ρημάξουν —μονάχα τότε καταλαβαίνεις πως σε ξεγέλασε το χαρωπό, το χορευτικό ύφος, το γαλάζιο του χώρου. Εδώ είναι η Ελλάδα· κι εκεί αντίκρυ είναι άλλος κόσμος εχτρικός και, κάποτε, αδυσώπητος.

Μολοντούτο οι άνθρωποι, τουλάχιστον απ’ τη δική μας την όχθη, πολεμούν να ξεχάσουν, να βάλουν κατά μέρος τα πάθη, το μίσος. Κάτι μικροεμπόρια, κάτι πάνε κι έλα απ’ τη Μυτιλήνη στη Μικρασία, κάτι φιλίες απάνω σε κοινά συμφέροντα —όλα βοηθάνε. Βοηθάνε όμως και σε κάτι άλλο: να κρατάνε ζεστή τη νοσταλγία του χαμένου παραδείσου, της βλογημένης γης της Ανατολής που χάσανε οι Έλληνες.

Ο Χρήστος ο Περγαμιός είναι ένας κοντός μεσόκοπος άντρας με καστανά ξυπνά μάτια, με σβέλτο μυαλό, με σπαθάτη κουβέντα.

Κάνει εμπόριο με την αντικρινή στεριά, με τους Τούρκους. Μικροπράματα, κάτι αγριογούρουνα. Ο Περγαμιός ξέρει πως στα βουνά της πατρίδας όπου γεννήθηκε, στα Κιμιντένια, ζουν πολλά αγριογούρουνα. Οι Τούρκοι δεν τρώνε το κρέας τους, το απαγορεύει η θρησκεία τους. Το αντίθετο, οι Ανατολίτες χριστιανοί, τρελαίνονται γι’ αυτό το κρέας.

Ο χριστιανός ο Περγαμιός, ύστερα από τόσα χρόνια που είναι πρόσφυγας, απ’ το 1922, πήρε την απόφαση, μπαρκάρισε μια μέρα μ’ ένα καΐκι, πήγε στην πατρίδα του την Πέργαμο. Αναζήτησε τον παιδικό του φίλο τον Μουσταφά, που παίζαν μαζί πριν απ’ τους διωγμούς των Ελλήνων της Ανατολής. Δώσαν τα χέρια, ήπιαν καφέ, αναστενάξαν.

— Γιατί ήρθες πίσω, βρε Χρήστο; Τι θέλεις να δεις στην Πέργαμο;

— Ήρθα γι’ αγριογούρουνα. Λέω να κάνουμε δουλειά μαζί, οι δυο μας, με τ’ αγριογούρουνα. Αν το θέλεις. Εσύ θα αγοράζεις όσα σου φέρνουν σκοτωμένα απ’ τα Κοζάκια, θα έχουμε ένα ναυλωμένο καΐκι, εγώ θα τα παραλαβαίνω στη Μυτιλήνη. Τόση τιμή, τόσο κέρδος.

Είπαν, συμφώνησαν, ξανάδωσαν τα χέρια για τ’ αγριογούρουνα. Δεν υπογράψαν κανένα χαρτί για συμφωνία. Όπως τον παλιό καιρό στα μέρη αυτά που ο λόγος ήταν ιερός. Ξαναήπιαν καφέ, αναστέναξαν. Τότε, αφού τέλειωσαν τα πρακτικά, τα για αγριογούρουνα, η κουβέντα άρχισε να γίνεται δύσκολη. Κάθε τόσο η σιωπή έπεφτε ανάμεσά τους. Δεν ξέραν πώς να τα κολλήσουν τα λόγια για να έχουν μια συνέχεια.

Ο Ρωμιός λέει:

— Τι έγινε, βρε Μουσταφά, πες μου. Τι γινήκαν οι δικοί μου που μείναν στα χέρια σας, τότε στο 22, τι έγινε η μάνα μου κι η αδερφή μου;

Ο Μουσταφάς φουμέρνει δυο-τρεις ρουφηξιές τσιγάρο, κοιτάζει τη γη, λέει:

— «Μπρακ!» Άσ’ το αυτό, Χρήστο.

Ο άλλος επιμένει.

— Τι γινήκαν, βρε Μουσταφά; Μπας και ζει η αδερφή μου; Μπας και τούρκεψε;

Ο άλλος κοιτάζει πάντα τη γη. Λέει τη μόνη λέξη που μπορεί να πει:

— «Μπρακ!»

Ύστερα, θέλοντας να ξεφύγει, κοιτάζοντας πάντα τη γη, το αναθυμάται:

— Ας πάμε σε άλλα, βρε Χρήστο. Λέω για τον γέρο τον Χαλήλ-αγά. Τον θυμάσαι τον Χαλήλ-αγά; Θυμάσαι που ανοίγαμε μαζί τον λάκκο, εσύ κι εγώ, και τον περιμέναμε…

— Πώς το θυμήθηκες! λέει ο χριστιανός και χαμογέλασε.

Ο Χαλήλ-αγάς ήταν ένα γεροντάκι, παλιός καμηλιέρης. Όλη τη ζωή του την είχε περάσει καβάλα στο γαϊδούρι του να οδηγεί το καραβάνι τις καμήλες που κατεβάζαν τα γεννήματα απ’ τα βουνά στα παράλια της Μικρασίας. Γινόταν πρόσχημα τώρα, διαφυγή, στη δύσκολη ώρα της συνομιλίας του χριστιανού και του Τούρκου της Περγάμου, σαράντα πέντε χρόνια μετά την καταστροφή της Ανατολής.

— Θυμάσαι, βρε Χρήστο, τον Χαλήλ-αγά;

Ο Χαλήλ σα γέρασε και δεν είχε πια μήτε γκαμήλες, μήτε τη δύναμη να ταξιδεύει, γύριζε ολημερίς, χωρίς λόγο, καβάλα στο γαϊδούρι του, στην έρημο δρόμο των καραβανιών. Κι αναπολούσε τη νιότη και τις γκαμήλες και τους ήχους των κουδουνιών τους, που πια είχαν χαθεί από πίσω του. Οι δυο οι μάγκες, το χριστιανόπαιδο και το τουρκόπαιδο, ξέροντας από ποιο μονοπάτι θα περάσει το βράδυ ο Χαλήλ γυρίζοντας με το γαϊδούρι του, του στήνανε του κόσμου τις παγίδες. Προπάντων αυτή την παγίδα: ανοίγανε πάνω στο μονοπάτι ένα λάκκο, τον σκεπάζανε με καλαμιές, ύστερα κρύβονταν πίσω απ’ τα δέντρα. Έφτανε ο Χαλήλ με το γαϊδούρι του, το ζώο έπεφτε στον λάκκο, έπεφτε μέσα κι ο Χαλήλ. Τα παιδιά περιμέναν ν’ αρχίσει να βλαστημά, να φωνάζει, το είχαν βάλει πείσμα να κάμουν το γερο-καμηλιέρη να θυμώσει, να γυρέψει να βρει αυτόν που το έκαμε, να τον χτυπήσει. Να χτυπηθεί επιτέλους κι ο Χαλήλ μ’ έναν εχτρό!

Άδικα περίμεναν. Ο γερο-καμηλιέρης ο Χαλήλ, περπατώντας σ’ όλη τη ζωή του απάνω σ’ ένα γαϊδουράκι, είχε φτάσει στην ύστατη σοφία της Ανατολής, που δεν αναζητά τον εχτρό σ’ ετούτον τον κόσμο. Είχε φτάσει στη σοφία που ξέρει πως ο εχτρός έρχεται από αλλού, από κόσμον άλλον που δεν μπορείς να τον ελέγξεις. Λοιπόν, είναι μάταιο να μην εγκαρτερείς για το καθετί που γίνεται στη γη —και στο μονοπάτι με το λάκκο με τις καλαμιές.

Ο Τούρκος της Περγάμου λέει στον χριστιανό της Περγάμου, τον πρόσφυγα.

— Καμιά φορά κάνω και τούτο: Θυμάμαι πως εσείς, σαν γιόρταζε ένας Άγιός σας, ρίχνατε νερό στο πηγάδι, και κοιτάζατε αν χουκλακίζει το νερό και τι σχέδια κάνει, κι απ’ τα σχέδια ξέρατε το τι είναι να γενεί σ’ εσάς και στους δικούς σας. Λοιπόν, σα θέλω να ρωτήσω τον Προφήτη μας για το τι είναι να γενεί σ’ εμένα, στη φαμίλια μου, κι η περίσταση είναι δύσκολη, πάω και ρίχνω πέτρα στο πηγάδι, να τω τι λογής θα χουκλακίσει το νερό, αν θα κάνει ίσκιο. Μια φορά είδα απάνω στο νερό ίσκιο, κορμί ανθρώπου ξαπλωμένο. Κατάλαβα πως είναι ο αδερφός μου πεθαμένος. Σε λίγες μέρες μάθαμε πως τον είχαν σκοτώσει.

Ο Τούρκος λέει ακόμα:

— Τα πρώτα χρόνια, σαν φύγατε, ακουμπούσα και κανένα γρόσι στο εικόνισμα, και μελετούσα αυτό που ήθελα να μάθω, και κοίταζα να δω αν θα κολλήσει το γρόσι στο εικόνισμα. Καταπώς κάνατε εσείς.

— Για τι εικόνισμα λες; ρωτά ο χριστιανός.

— Για έναν άγιο δικό σας. Τον βρήκαμε στο σπίτι το χριστιανικό που πήραμε, σαν φύγατε, τον αφήσαμε στη θέση του. Δε μας πείραζε. Ύστερα μας είπαν να το βγάλουμε.

Ο χριστιανός της Περγάμου λέει στον Τούρκο της Περγάμου:

— Θέλω να δω το σπίτι που γεννήθηκα, το σπίτι μας. Σώζεται;

— Σώζεται. Το έχει ένας Μποσνάκης.

Πήγαν στο σπίτι, χτύπησαν την πόρτα, ο Μπονάκης —ο Βόσνιος— μαθαίνοντας το λόγο, άφησε τον χριστιανό ν’ ανεβεί. Το πρώτο που έπεσε στο μάτι του χριστιανού ήταν ο καθρέφτης.

— Αυτός ο καθρέφτης ήταν δικός μας, τον θυμάμαι, λέει ο χριστιανός στον Τούρκο. Γύρισέ τον από πίσω να δεις.

Γυρίσαν τον καθρέφτη. Αμυδρά, μισοσβησμένα απ’ τον καιρό, φαίνονταν τα γράμματα: «Αφροδίτη», «Άννα».

— Είναι η μάνα μου και η αδερφή μου, είπε ο χριστιανός. Το ήξερα πως τα ονόματά τους ήταν πίσω απ’ τον καθρέφτη.

Πάλι έγινε σιωπή. Ο χριστιανός έπεσε σε συλλογή. Σε λίγο λέει:

— Βρε Μουσταφά, στο ξαναρωτώ για άλλη μια φορά: Τι απόγινε η μάνα μου, τι απόγινε η αδερφή μου; Τι τις κάνατε; Ό,τι έγινε, έγινε. Και πέρασε από τότες πολύς καιρός. Όμως θέλω να μάθω.

Ο Τούρκος χαμηλώνει τα μάτια. Λέει πάλι την ίδια λέξη:

«Μπρακ.»

Ο χριστιανός φώναξε ένα αυτοκίνητο για να φύγει. Τρέξαν δύο οδηγοί Τούρκοι, ποιος να πρωτοπάρει τον πελάτη. Μαλώναν. Ήταν Τουρκοκρητικοί. Ο ένας Τουρκοκρητικός είπε στον άλλον ελληνικά:

— Μα το Χριστό, ρε Μεμετάκι, πελάτης μου ήταν!

Στο λεωφορείο που πήρε ο χριστιανός για να κατεβεί στα παράλια, στο Ντικελή, και να μπαρκάρει γυρίζοντας στη Μυτιλήνα, ήταν πλάι του μια νέα γυναίκα με το παιδί της. Ο χριστιανός το πήρες το παιδί στα γόνατά του, να βοηθήσει τη γυναίκα, τη χανούμ. Το παιδί δε φοβήθηκε τον ξένο άνθρωπο, κάθισε στα γόνατά του. Η Τουρκάλα το είδε, ευχαρίστησε τον ξένο, αλλάξαν ένα δυο λόγια.

— Χριστιανός είσαι; τον ρώτησε.

— Χριστιανός είμαι.

Η Τουρκάλα κοιτάζει το παιδί της που κάθεται στα γόνατα του ξένου ανθρώπου και που δε θέλει να φύγει.

— «Γκαν». Το αίμα, λέει η Τουρκάλα.

— Τι είπες για αίμα;

Δείχνει το παιδί της. Μιλά σιγανά.

— Έχει κι αυτό αίμα χριστιανικό στις φλέβες μου. Η μάνα μου ήταν χριστιανή. Ο πατέρας μου ο Τούρκος την πήρε, τότε, στον χαλασμό του 22. Ζήσανε καλά, εγώ είμαι παιδί τους.

Ο χριστιανός μένει συλλογισμένος, θέλει να ρωτήσει κι άλλα. Μα η Τουρκάλα τον κόβει.

— Μη ρωτάς, του λέει μαλακά.

Ύστερα, κοιτάζοντας πάλι το παιδί της στα γόνατα του χριστιανού λέει πάλι τη μυστική λέξη, τη μόνη, σα να μιλά με τον εαυτό της:

«Γκαν.»

Ηλίας Βενέζης, Αρχιπέλαγος