Η ταινία που επιλέξαμε να σας παρουσιάσουμε σήμερα είναι το «Άλογο του Πολέμου» που παρακολουθήσαμε ξανά πρόσφατα στην τηλεόραση και μας υπενθύμισε για ποιους λόγους αγαπήσαμε τη συγκεκριμένη ταινία· πρόκειται για μια ωδή στην φιλία, μια υπέροχη ιστορία με φόντο τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με θέμα τον αγνό δεσμό που αναπτύσσεται μεταξύ του πρωταγωνιστή, του Άλμπερτ, και ενός αλόγου.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Ο Άλμπερτ είναι δεκατεσσάρων χρόνων. Ζει σε μια φάρμα με τη βιοπαλαιστή μητέρα του και τον μέθυσο, επιπόλαιο πατέρα του. Όταν ο πατέρας του Αλμπερτ αγοράσει ένα πανάκριβο, υπέροχο πουλάρι, ο Αλμπερτ θ’ αναλάβει να το εκπαιδεύσει αλλά και να βρει τρόπο ώστε το ζώο να βοηθήσει στο βιοπορισμό τους. Το άλογο, ο Τζόι και ο Αλμπερτ θα γίνουν αχώριστοι φίλοι. Μόνο που όταν η σοδειά της οικογένειας αγροτών πάει κατά διαβόλου και ο Πρώτος Παγκόσμιος ξεσπάσει, ο πατέρας του Αλμπερτ θα πουλήσει το άλογο στο Βρετανικό Στρατό. Κι εκεί θα ξεκινήσει μια οδύσσεια για τον Τζόι που θ’ αλλάξει χέρια και χώρες και στρατόπεδα, αλλά θα κρατήσει σταθερή την αγάπη του για τον Αλμπερτ, σταθερότερη από την αγάπη του ανθρώπου για τον άνθρωπο.
Βρισκόμαστε στα τέλη 19ου αιώνα. Σε τρία διαφορετικά δημοτικά σχολεία του κόσμου, τρία παιδιά ξένα μεταξύ τους μας επαναλαμβάνουν την εθνικιστική προπαγάνδα με την οποία γαλουχούνται. Πρόκειται για τρία παιδιά που ζουν μακριά το ένα από το άλλο, στη Γαλλία, τη Σκωτία και τη Γερμανία. Δεκέμβρης του 1914 και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη. Μεταφερόμαστε στον ανελέητο πόλεμο των χαρακωμάτων, όπου οι Γερμανοί πολεμούν απέναντι σε ένα Γαλλικό και ένα Σκωτσέζικο τμήμα. Παρ’ όλο που βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα, οι νεαροί στρατιώτες βουτηγμένοι στις ίδιες λάσπες, εξίσου ταλαιπωρημένοι, νοσταλγούν το σπίτι τους και τις οικογένειές τους, ειδικά τώρα που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Θα είναι αρκετά άραγε αυτά ώστε να καταφέρουν να συμφωνήσουν – έστω και μόνο για την Ημέρα των Χριστουγέννων – σε μια ανακωχή ώστε να περάσουν λίγες ανθρώπινες στιγμές;
Με πολύ ευαισθησία και ανθρωπιά, το «Joyeux Noel» μας αφηγείται την πραγματική ιστορία της συνάντησης των γερμανικών, γαλλικών και βρετανικών στρατευμάτων στα γαλλο-ελβετικά σύνορα. Οι τρεις στρατοί, καθηλωμένοι στα χαρακώματά τους και έχοντας χάσει κάθε ελπίδα να περάσουν τα Χριστούγεννα με την οικογένεια τους, απρόσμενα δέχονται την επίσκεψη της σοπράνο Anna Sοrensen, στην προσπάθεια της να βρεθεί έστω για λίγες ώρες με τον τενόρο σύζυγό της που πολεμά στο μέτωπο, επιστρατεύει όλη τη γυναικεία πονηριά αλλά και τις υψηλές γνωριμίες της για να πετύχει το σκοπό της. Η δύναμη της αγάπης της όμως ξεκινά μια αλυσιδωτή αντίδραση λαχτάρας για ζωή που θα καταλύσει τις ψυχές των εξουθενωμένων αντρών και θα ξυπνήσει τα πιο ευγενικά συναισθήματά τους.
Η μουσική υποκινούμενη από το αγαπημένο κλασικό ντουέτο θα κατευνάσει τα πάθη και θα ενώσει τις διαφορετικές κουλτούρες. Ακόμη και η θρησκεία, που χειραγωγημένη από την εθνικοφροσύνη και την επίσημη προπαγάνδα λειτουργούσε ως εργαλείο φανατισμού, θα βρει στο πρόσωπο του στρατιωτικού ιερέα Palmer την ανθρώπινή της υπόσταση και θα ενώσει και αυτή τον κόσμο που διψάει για ειρήνη σε ένα αρμονικό ποίμνιο. Ο φανατισμός, το μίσος και οι διαφορές θα μείνουν εκτός πεδίου μάχης και θα βαραίνουν μόνο αυτόν που βιώνει την προσωπική απώλεια.
Μια ταινία ανθρώπινη, του Christian Carion αποτελεί – όχι άδικα – την επίσημη γαλλική υποβολή για τη διεκδίκηση του Oscar καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας του 2005. Μια ζωντανή απόδειξη πως η δύναμη της αγάπης, η ανάγκη για ειρήνη και η μαγεία των Χριστουγέννων, μπορεί να φέρει κοντά ανθρώπους που τους χωρίζουν πολλά, αλλά τους ενώνουν ακόμη περισσότερα…
Η πραγματική ιστορία
Αυτό που καθιστά την ταινία ξεχωριστή είναι πως βασίζεται σε ένα πραγματικό, ιστορικό γεγονός και συγκεκριμένα στην ανακωχή τον χειμώνα του 1914, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία έγινε παρά τις εντολές των στρατηγών και των πολιτικών.
Ήδη, στους λίγους μήνες που κρατούσε η πολεμική εμπλοκή, οι νεκροί ήταν πολλές χιλιάδες. Μέχρι το τέλος, εννέα εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Πριν την ανακωχή, ο Πάπας Βενέδικτος ο 15ος είχε κάνει έκκληση σε διάφορες κυβερνήσεις «να σωπάσουν τα όπλα, την ημέρα που τραγούδησαν οι άγγελοι», δηλαδή τα Χριστούγεννα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατατέθηκε πρόταση στη γερουσία, σε μία γενική προσπάθεια ανακωχής για 20 μέρες πριν τα Χριστούγεννα, με την ελπίδα ότι θα συνεχιζόταν και μετά το πέρας της προθεσμίας.
Επιπλέον, σύνδεσμοι φεμινιστριών της Αγγλίας έστειλαν μία επιστολή στις γυναίκες της Αυστρίας και της Γερμανίας. Οι Γερμανίδες φεμινίστριες απάντησαν με δικό τους μήνυμα, στο οποίο πραγματεύονταν την αξία της ειρήνης και κατήγγειλαν τις αισχρότητες του μοντέρνου πολέμου. Οι γυναίκες είχαν συγκλονιστεί, καθώς μόνο στη μάχη του Σομ, στη βόρεια Γαλλία, μόνο την πρώτη μέρα, οι Βρετανοί είχαν εξήντα χιλιάδες νεκρούς.
Με τις πρωτοβουλίες για εκεχειρία σε όλα τα μέτωπα του πολέμου, σημειώθηκαν συγκινητικά περιστατικά αλληλεγγύης και κατανόησης. Οι στρατιώτες κατάφεραν επιτέλους και έθαψαν νεκρούς, περιποιήθηκαν τους αρρώστους και ενίσχυσαν τα χαρακώματά τους.
Στα χαρακώματα του Βελγίου, όπου ξεκίνησε η ανταρσία της ανακωχής, οι Γερμανοί πρώτοι στόλισαν δέντρα, όπως ήταν το έθιμό τους και ξεκίνησαν να τραγουδούν. Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι τραγούδησαν και αυτοί. Ένας αξιωματικός των Γερμανών βγήκε και πρότεινε να μην πέσουν άλλοι πυροβολισμοί. Ευχήθηκε στα Αγγλικά καλά Χριστούγεννα. Του αντευχήθηκαν και ξαφνικά άρχισαν όλοι να εύχονται, ακόμη και αν δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Την επόμενη μέρα, η ανακωχή ήταν απόλυτη. Το γλέντι στα χαρακώματα άρχισε, χωρίς άνωθεν εντολές. Άλλωστε, οι στρατηγοί που διεύθυναν τον πόλεμο πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, μέσα από την θαλπωρή των γραφείων τους, διαφωνούσαν με οποιαδήποτε κατάπαυση του πυρός.
Οι στρατιώτες όμως, εκτός από τις πατροπαράδοτες ανταλλαγές δώρων στο μέτωπο, λέγεται ότι έκαναν και κοινές προσευχές. Σίγουρα έπαιξαν ποδόσφαιρο με πάνινη μπάλα, ή τενεκεδάκια. Το ματς έληξε με όλους τους φαντάρους ζωντανούς, αν και έπαιζαν με τον εχθρό. Η εκεχειρία επεκτάθηκε σε όλο το μέτωπο. Ήταν σχεδόν καθολική και οι στρατιώτες άρχισαν να έχουν μία τελείως διαφορετική προσέγγιση για την ζωή, τόσο τη δική τους, όσο και των εχθρών. Σε ορισμένες μάλιστα περιοχές, οι παρατάξεις αντάλλαζαν μεταξύ τους αγαθά όπως τσιγάρα και εφημερίδες. Περίπου ένα εκατομμύριο στρατιώτες κατέβασαν τα όπλα και οι στρατηγοί έγιναν έξαλλοι. Τι αξιωματικοί ήταν αυτοί, που έδιναν εντολές και δεν τους υπάκουαν; Τα μέτρα λοιπόν ήταν άμεσα, με τιμωρίες και μεταθέσεις αξιωματικών που ανέχθηκαν τη στάση του στρατού. Η ανακωχή δεν επαναλήφθηκε το 1915, αφού και η μάχη είχε γίνει αρκετά πιο έντονη και οι αξιωματικοί είχαν γίνει αρκετά πιο σκληροί σε τέτοια ζητήματα.
Οι θλιβερές εικόνες από την εμπόλεμη ζώνη της Συρίας είναι χιλιάδες και καταφέρνουν να καταγράψουν τον όλεθρο, τον πόνο και την απώλεια με τόσους διαφορετικούς τρόπους.
Μια από αυτές τις φωτογραφίες είναι και η παραπάνω. Μια φωτογραφία τόσο μοναδική και ξεχωριστή, που γεννά τόσα συναισθήματα, καθώς συνδιάζει τον πολιτισμό με την καταστροφή.
Δείχνει έναν ηλικιωμένο άνδρα να κάθεται σε ένα κρεβάτι ανάμεσα στα συντρίμμια. Κάθεται μπροστά από ένα παράθυρο με θέα την κατεστραμμένη πόλη που πέρασε μια ολόκληρη ζωή προτού οι εχθροπραξίες την ερημώσουν.
Ο Mohammed Mohiedin Anis είναι 70 ετών και ένας από τους λίγους που αρνήθηκαν να φύγουν από το Χαλέπι πριν αρχίσει το τελευταίο κύμα σφοδρών βομβαρδισμών που σχεδόν ισοπέδωσε την πόλη.
Δίπλα του έχει ένα παλιό γραμμόφωνο και στο στόμα του την σπασμένη του πίπα. Είναι πλέον δύο από τα λίγα του υπάρχοντα που δεν καταστράφηκαν. Είναι η συντροφιά του καθώς αγναντεύει γαλήνιος από το παράθυρο.
Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον Joseph Eid, φωτορεπόρτερ του γαλλικού πρακτορείου από το Λίβανο που έχει καλύψει τον πόλεμο στη Συρία. Ο Anis δέχτηκε να βγει φωτογραφία και να βάλει ένα δίσκο με μουσική, αλλά πρώτα είπε πως ήθελε να ανάψει την πίπα του. «Ποτέ δεν ακούω μουσική αν δεν ανάψω πρώτα την πίπα μου» του είπε.
Αργότερα, ο φωτογράφος δήλωσε: «Φύσηξε τον καπνό από την πίπα του. Φάνηκε σα να βρίσκεται και κάπου αλλού την ίδια στιγμή. Σα να ξέχασε πως ήμουν εκεί. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και είχε την όψη του ανθρώπου που βλέπει ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα. Καθόταν εκεί ξεφυσώντας καπνό από την σπασμένη του πίπα και το βλέμμα του ταξίδευε καθώς η μουσική απλώνονταν πάνω στα ερείπια του σπιτιού του και έξω στην πόλη… Μετά από έξι χρόνια πολέμου, οι Σύροι θέλουν πίσω τη ζωή τους. Θέλουν απλά να αφήσουν τη μουσική να παίξει…»
Ο Έντι Άνταμς γεννήθηκε στις 22 Ιούνιο του 1933 στην Πενσυλβάνια και είναι Αμερικανός φωτογράφος και φωτορεπόρτερ, γνωστός για τις φωτογραφίες διασήμων, πολιτικών καθώς και για την κάλυψη 13 πολέμων. Έχει κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ για την φωτογραφία του “Εκτέλεση στην Σαϊγκόν”. Πέθανε το 2004 στην Νέα Υόρκη.
Ο άνθρωπος που τράβηξε τη σκανδάλη ήταν ο αρχηγός της αστυνομίας της Σαϊγκόν, στρατηγός Νκγουιέν Νγκοκ Λόαν και αργότερα υποστήριξε πως το θύμα είχε σκοτώσει την οικογένεια ενός από τους αξιωματικούς του. Οι ισχυρισμοί του ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν πως ο μόνος λόγος για αυτή την εν ψυχρώ εκτέλεση ήταν για να προσφέρει ένα θέαμα στα τηλεοπτικά συνεργεία και τους φωτογράφους που βρίσκονταν στο σημείο.
Η φωτογραφία του Άνταμς έγινε πρωτοσέλιδο σε όλες τις μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες και βραβεύτηκε με Πούλιτζερ ενώ η ιστορική της αξίας έγκειται στο ότι η φωτογραφία αυτή επιβεβαίωνε την εκτίμηση ότι οι ΗΠΑ υποστήριζαν τους λάθος ανθρώπους στο Βιετνάμ. Και έτσι η αμφισβήτηση των επιλογών της κυβέρνησης των ΗΠΑ έγινα ακόμη πιο έντονη.
Όσο για τον φωτογράφο; Αυτός δηλώνει μετανοιωμένος για την φωτογραφία. Μέχρι το 2004 οπότε πέθανε, δήλωνε πως η φωτογραφία του χωρίς τα συμφραζόμενα δεν είναι παρά η «μισή αλήθεια». Όπως έλεγε: «ο στρατηγός σκότωσε τον Βιετκόνγκ και εγώ με την κάμερά μου τον στρατηγό».
Ο δε στρατηγός μετά την ήττα των Αμερικανών εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στις ΗΠΑ ενώ το αίτημα να παραπεμφθεί σε δίκη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν καρποφόρησε. Ο πρώην στρατηγός άνοιξε πιτσαρία στην Βιρτζίνια αλλά έκλεισε όταν έγινε γνωστό ποιος ήταν. Πέθανε το 1998, στα 67 του χρόνια από καρκίνο.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν ίσως η μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Θεωρητικά η μάχη ήταν μεταξύ του Δημοκρατικού Στρατού του Βιετνάμ (Βόρειο Βιετνάμ) και της Δημοκρατίας του Βιετνάμ (Νότιο Βιετνάμ). Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας πόλεμος μέσω αντιπροσώπων μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, ένας από τους πολλούς που έγιναν λόγω της απροθυμίας των υπερδυνάμεων να εμπλακούν σε απευθείας πόλεμο μεταξύ τους που ίσως θα κατέληγε σε πυρηνική καταστροφή.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ υπήρξε μια από τις πιο θανατηφόρες πολεμικές συγκρούσεις τα αποτελέσματά της οποίας ήταν τραγικά. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των θυμάτων του πολέμου ποικίλουν καθώς η καταγραφή ενός ακριβή αριθμού ήταν αδύνατη. Παρόλα αυτά, μια εκτενής έρευνα του καθηγητή R. J. Rummel εκτιμά πως οι θάνατοι στο Βιετνάμ ανήλθαν στους 3.595.000 ανθρώπους. Εκ των οποίων τα 2 εκατομμύρια ήταν άμαχοι πολίτες και κυρίως γυναικόπαιδα, ενώ 1.595.000 ήταν στρατιώτες.
Ένας από τους 2 εκατομμύρια αμάχους που πέθαναν ήταν και ο άνδρας της φωτογραφίας.
Ο Huynh Cong Ut, ή αλλιώς, Νick Ut όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί ο καλύτερος του φίλος, ήταν το ενδέκατο από τα δώδεκα παιδιά της οικογένειας. Το “μικρόβιο” που ώθησε τον Ut στην φωτογραφία ήταν αυτό που λίγο πριν είχε σκοτώσει τον μεγαλύτερο αδελφό του, Huynh Thanh My, ο οποίος τραβούσε πολεμικά στιγμιότυπα για το Associated Press, όταν αντάρτες της Βιετκόνγκ επιτέθηκαν σε αυτόν και σε στρατιώτες στο μέτωπο και τους σκότωσαν. Ο 15χρονος τότε Ut αποφάσισε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία. Στη κηδεία του αδερφού του, ζήτησε δουλειά από τον συνεργάτη του αδερφού του, Horst Faas αλλά εκείνος αρνήθηκε διότι δεν ήθελε η οικογένεια να στερηθεί ένα ακόμη μέλος της. Ωστόσο, μετά από πολλή πίεση, τον Ιανουάριο του 1966, τον προσέλαβε υπό τον όρο ότι δεν θα κρατούσε φωτογραφική μηχανή σε εμπόλεμη ζώνη.
Έτσι, τα επόμενα χρόνια, περιοριζόταν σε φωτογραφήσεις γύρω από την Σαϊγκόν, μέχρι τον Ιανουάριο του 1968, όπου ξέσπασε ο πόλεμος.
8 Ιουνίου 1972. Είναι η ημερομηνία που οι βόμβες ναπάλμ ισοπέδωναν το χωριό Trang Bang, σκορπώντας φρίκη και θάνατο. Είναι η ημερομηνία που έμελλε να αλλάξει τη ζωή του 21χρονου τότε φωτογράφου. Ένα καρέ που αποτύπωνε τη θηριωδία, με τη φιγούρα ενός γυμνού κοριτσιού να τρέχει για να γλιτώσει από τις φλόγες που τύλιξαν το χωριό του. Τα γεμάτα τρόμο μάτια του χαράχτηκαν στη παγκόσμια μνήμη και η φωτογραφία “κατέστη” συνώνυμο της λέξης πόλεμος, σε σημείο που αν κάποιος την πληκτρολογήσει, η φωτογραφία εμφανίζεται στην επιλογή εικόνων της Google.
Η Kim Phuc και η οικογένειά της έμεναν στο χωριό Trang Bang, στο Νότιο Βιετνάμ, όταν τα αμερικανικά πολεμικά αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν την περιοχή με βόμβες ναπάλμ. Η Kim ήταν μόλις 9 ετών και στην προσπάθειά της να ξεφύγει άρχισε να τρέχει γυμνή για να σωθεί.
Σχεδόν ολοσχερώς καμένη και με τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν, έχασε τις αισθήσεις της. Τότε, ο σωτήρας της Nick Ut, την πήρε στα χέρια του και τη μετέφερε στο νοσοκομείο. Λίγα λεπτά πριν είχε απαθανατίσει τη στιγμή, που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο.
Ο φωτογράφος κέρδισε το βραβείο Pulitzer. «Έκλαιγα όταν την είδα να τρέχει. Αν δε τη βοηθούσα, αν κάτι συνέβαινε και πέθαινε, νομίζω ότι θα αυτοκτονούσα» δήλωσε αργότερα.
Η μικρή Kim παρά τον σοβαρότατο τραυματισμό της, κατάφερε να επιζήσει. Έγινε γιατρός και το πρόσωπό της χρησιμοποιήθηκε ως προπαγάνδα από το κομμουνιστικό καθεστώς. Μετά από χρόνια θυμήθηκε ότι αυτό που φώναζε, όπως φαίνεται στη φωτογραφία ήταν η φράση «Nóng quá, nóng quá», που σημαίνει «πολύ καυτό, πολύ καυτό».
Αδιαμφισβήτητα, τόσο η ζωή του Nick Ut όσο και της Kim Phuc καθορίστηκαν από τη στιγμή που το τρομαγμένο κοριτσάκι είχε συναντηθεί, μέσα από το φακό, με το αγωνιώδες βλέμμα του φωτογράφου. Η “κραυγή” της φωτογραφίας είχε τέτοιο διεθνή αντίκτυπο που, όπως πολλοί εκτιμούν, επηρέασε την εξέλιξη του πολέμου και επίσπευσε την απεμπλοκή των Αμερικανών από το πόλεμο. “Από τη πρώτη στιγμή ήξερα ότι αυτή η φωτογραφία θα σταματήσει τον πόλεμο. Αμερικανοί στρατιώτες μου έλεγαν τότε γεμάτοι χαρά ότι θα επιστρέψουν στο σπίτι τους χάρη σε μένα”, θυμάται με συγκίνηση ο Ut, ενώ προσθέτει πως όταν επισκέπτεται σήμερα το Βιετνάμ ακόμα του λένε πως: “είμαστε ζωντανοί χάρη στη φωτογραφία σου”. Το 1973, τα αμερικανικά στρατεύματα ξεκίνησαν σταδιακά να αποχωρούν από το Βιετνάμ.
Σήμερα, η Kim Phuc ζει με την οικογένεια της στο Καναδά και παραμένουν ακόμη δύο πολύ καλοί φίλοι.
Στις τρεις και μισή τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 ο Γιώργος Σεφέρης ξύπνησε από το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ο Ιταλός πρέσβης Γκράτσι είχε δώσει το γνωστό τελεσίγραφο στον Μεταξά μισή ώρα πριν. Σηκώθηκε αμέσως και πήγε στο Υπουργείο Τύπου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν γνώριζε με ποια πλευρά θα συντασσόταν ο Μεταξάς.
Ο Σεφέρης, προϊστάμενος τότε της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου, μαζί με τον τότε υφυπουργό ανέλαβαν να συντάξουν το κείμενο της επίσημης κήρυξης πολέμου. Ο Γ. Σ. απεχθανόταν ενστικτωδώς τους Ναζί, μολονότι υπηρετώντας στο γραφείο Τύπου ήταν υποχρεωμένος μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο να τηρεί αυστηρή ουδετερότητα. Έχει νηφάλια και με πολλή οξυδέρκεια καταλάβει ότι είναι προς όφελος της Ελλάδας και της επιβίωσής της μέσα στην γεωπολιτική σκακιέρα να ταχτεί με το μέρος των Συμμάχων. Με την διορατικότητα που τον διέκρινε είχε ήδη αναρωτηθεί και απαντήσει για το τι μέλλει γενέσθαι στο μέλλον στην «Τελευταία Ημέρα», ποίημα που δημοσιεύτηκε το 1939:
Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται πώς πεθαίνει ένας άντρας; Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Ο ποιητής, σαραντάρης τότε, ήταν διπλωμάτης καριέρας και τα καθήκοντά του τον υποχρέωσαν να ακολουθήσει την ελληνική κυβέρνηση πρώτα στην Κρήτη και μετά στην Αίγυπτο.
Το «Όχι» του Μεταξά ενώνει σύσσωμο τον ελληνικό λαό που με υπέρμετρο ενθουσιασμό κινεί για το μέτωπο να αντιμετωπίσει τον εξωτερικό εχθρό. Στο ημερολόγιο του ο Άγγελος Τερζάκης μας δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα :
«Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.» (18 Νοεμβρίου 1940)
Ο Οδυσσέας Ελύτης έχει εκδώσει την προηγούμενη χρονιά τους «Προσανατολισμούς», την πρώτη ποιητική του συλλογή. Επιστρατεύεται ως ανθυπολοχαγός και τον Δεκέμβριο βρίσκεται να πολεμά στην ζώνη του πυρός, στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Ο χειμώνας του 1940-41 ήταν πρόωρος και ένας από τους βαρύτερους του 20ου αιώνα. Στο μέτωπο της Ηπείρου ο ελληνικός στρατός εκτός από τα εχθρικά πυρά και τους ανελέητους βομβαρδισμούς έχει να αντιμετωπίσει το ψύχος, την έλλειψη σε τρόφιμα και τις δυσχέρειες στον ανεφοδιασμό. Τον Φεβρουάριο του 1941 ο Ελύτης παθαίνει κοιλιακό τύφο και μεταφέρεται ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο Ιωαννίνων. Γλυτώνει από θαύμα. Όταν αναρρώνει η Ελλάδα βρίσκεται υπό τριπλή κατοχή. Στο «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», γραμμένο το 1941, ο επιτάφιος θρήνος για τον ανώνυμο μαχητή μέσα στον δυσοίωνο χειμώνα μετατρέπεται σε ύμνο για τα νιάτα, τον έρωτα και την επικράτηση της ζωής.
Αντίθετα από τον Ελύτη, ο πρωτοπόρος ποιητής Γιώργος Σαραντάρης δεν γλύτωσε τον θάνατο. Πολέμησε στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, αρρώστησε από τύφο και πέθανε. Στα Ανοιχτά Χαρτιά ο Ελύτης γράφει:
«Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια […] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της.»
Ο Άγγελος Σικελιανός, 56 ετών τότε ζήτησε να σταλεί στο μέτωπο. Αν και τελικά δεν βρέθηκε ποτέ κοντά στο μέτωπο δημοσιεύει πατριωτικά και εμψυχωτικά ποιήματα που μοιάζουν να έχουν γραφεί από κάποιον που πολεμά στην πρώτη γραμμή.
Ο Γιώργος Κατσίμπαλης, γνωστότερος ως ο «Κολοσσός του Μαρουσιού», βετεράνος πολεμιστής, καθώς είχε πολεμήσει στο μακεδονικό μέτωπο στη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια στη Μικρασιατική εκστρατεία, παρόλη την αναπηρία του, υπηρέτησε στην αντιαεροπορική άμυνα με τον βαθμό του εφέδρου υπολοχαγού του Πυροβολικού.
Ο Δ. Ι. Αντωνίου , ο αγαπημένος «Τόνυ» της συντροφιάς λογοτεχνών που γνωρίζουμε ως «γενιά του ‘30», παρέμεινε πλοίαρχος στο δικό του καράβι, το οποίο είχε επιταχθεί για τις ανάγκες του ναυτικού, και το οποίο θα βυθιστεί. Ο Αντωνίου ευτυχώς θα σωθεί.
Ο Νίκος Καββαδίας, ο ιδανικός εραστής «των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων», παρόλο που είχε ήδη πάρει το δίπλωμα ασυρματιστή στα πλοία, βρέθηκε στρατιώτης στην Αλβανία. Με την κατάρρευση του μετώπου γύρισε στην Αθήνα και παρέμεινε στην στεριά μέχρι τη λήξη του πολέμου.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Με την υποχώρηση γύρισε πίσω κι αυτός στην Αθήνα και εντάχθηκε στον ΕΑΜ.
Ο Τάκης Σινόπουλος επιστρατεύτηκε το 1941 ως λοχίας του υγειονομικού στο Λουτράκι.
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον μετέπειτα πρόεδρο της Ελληνικής δημοκρατίας, εκτοπισμένο στα νησιά. Με την κατοχή επανήλθε στη θέση του στη Νομική σχολή. Το 1941, στις 28 Οκτωβρίου, με αφορμή την πρώτη επέτειο του «Όχι», εκφώνησε στους φοιτητές του λόγο για την μελλοντική κοινωνία που πρέπει να χτίσουν οι νέοι σε μια ελεύθερη Ελλάδα. Στην μνήμη των Ελλήνων η 28η Οκτωβρίου συμβόλιζε ήδη την άρνηση της υποταγής. Την επομένη απολύθηκε από την Κυβέρνηση των δοσίλογων.
Ο Μεταξάς πέθανε στις 29 Ιανουαρίου 1941. Την 1η Μαρτίου η Βουλγαρία εισέρχεται στον πόλεμο με το μέρος του Άξονα. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού πολεμά στην Αλβανία. Παρόλη τη σθεναρή αντίσταση των ελληνικών δυνάμεων που υπερασπίζονταν τα σύνορα της Μακεδονίας, ουσιαστικά η «γραμμή Μεταξά» υπερφαλαγγίζεται καθώς τα γερμανικά στρατεύματα εξαπολύουν σφοδρή επίθεση σε δύο μέτωπα, στα σύνορα με την Βουλγαρία και στα ανοχύρωτα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Η Ελλάδα σύντομα βρέθηκε κάτω από τριπλή γερμανο-ιταλο-βουλγαρική κατοχή.
Οι κατοχικές αρχές και η λογοκρισία δεν σιώπησαν τις φωνές των ποιητών. Στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 πεθαίνει ο Κωστής Παλαμάς. Η είδηση του θανάτου του διαδόθηκε με αστραπιαία ταχύτητα. Την επομένη από νωρίς το πρωί ο λαός της Αθήνας συγκεντρώνεται στο Α’ νεκροταφείο. Ο Άγγελος Σικελιανός με τη βροντερή φωνή του απαγγέλνει τους στίχους που μόλις είχε γράψει:
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Όταν ο εκπρόσωπος της Γερμανικής πρεσβείας προχώρησε να καταθέσει στεφάνι, μόνος από όλο το πλήθος ο «Κολοσσός» Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Το πλήθος στην αρχή δειλά και μετά με πάθος τον ακολούθησε. Όπως έλεγαν οι στίχοι του Σικελιανού: «Σ` αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!», μονιασμένη για μια μέρα.
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς. Μεταξύ άλλων διακρίσεων έχει τιμηθεί με βραβείο Πούλιτζερ, αλλά και Νόμπελ λογοτεχνίας (για το έργο “Ο γέρος και η θάλασσα”). Εργαζόμενος ως εθελοντής του Ερυθρού Σταυρού αλλά και ως δημοσιογράφος στον πολυτάραχο 20ο αιώνα, απέκτησε εμπειρίες που αποτυπώθηκαν στο έντονα αυτοβιογραφικό λογοτεχνικό του έργο. Στις 2 Ιουλίου 1961 ο λογοτέχνης έδωσε τέλος στη ζωή του, στο εξηκοστό πρώτο έτος της ηλικίας του. Ακολουθεί μία σύντομη παρουσίαση των καθοριστικών για τη διαμόρφωση του ύφους του πολεμικών του εμπειριών, καθώς και δύο από τα πιο σύντομα διηγήματά του – από τη συλλογή «Στην εποχή μας» (1925) – , που καθρεφτίζουν την ατμόσφαιρα αυτή.
Οι πόλεμοι και οι ανταποκρίσεις
Ο Χέμινγουεϊ, μετά από αποτυχία του να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό και να πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο πήρε μέρος στις αποστολές του Ερυθρού Σταυρού ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου, αρχικά στο Παρσίσι και έπειτα στην Ιταλία. Η περισυλλογή πτωμάτων ήταν από τις κύριες δραστηριότητές του. Σε μία αποστολή τραυματίστηκε σοβαρά και μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο του Μιλάνου. Μετά το πέρας του πολέμου παρασημοφορήθηκε από την ιταλική κυβέρνηση για την προσφορά του.
Συνεχίζοντας το έργο του ως πολεμικού ανταποκριτή, κάλυψε την καταστροφή της Σμύρνης και την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θράκη. Αργότερα, μετέβη στην Ισπανία, όπου έκανε ανταποκρίσεις από τον εμφύλιο, στο μέτωπο της Αραγωνίας, και στην πολιορκία της Μαδρίτης από τον Φράνκο.
Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, συγκεκριμένα το 1944, ταξίδεψε στην Ευρώπη, εκκινώντας από το Λονδίνο, ώστε να πραγματοποιήσει περαιτέρω πολεμικές ανταποκρίσεις. Οργάνωσε, επίσης, μια επιχείρηση εντοπισμού ναζιστικών υποβρυχίων στις ακτές της Κούβας (όπου έμενε) και των Η.Π.Α., το πλήρωμα της οποίας απαρτιζόταν από οικείους του. Η έρευνά του δεν απέδωσε καρπούς.
“Μια πολύ σύντομη ιστορία“
“Μια ζεστή βραδιά στην Πάντοβα, τον ανέβασαν στη σκεπή, κι από κει μπορούσε να δει από κάτω του μέχρι μακριά ολόκληρη την πόλη. Στον ουρανό πετούσαν χελιδόνια. Μετά από λίγη ώρα σκοτείνιασε, και οι προβολείς άρχισαν να παίζουν. Οι άλλοι κατέβηκαν κάτω και πήραν μαζί τους και τα μπουκάλια. Αυτός και η Λουζ τους άκουγαν απο κάτω στο μπαλκόνι. Η Λουζ καθόταν στο κρεβάτι του. Ήταν δροσερή και φρέσκια μέσα στην καυτή νύχτα.
Η Λουζ είχε αναλάβει για τρεις μήνες τη νυχτερινή βάρδια. Την άφηναν ευχαρίστως να τη διαλέξει. Όταν τον εγχείρησαν, αυτή τον προετοίμασε για το χειρουργικό κρεβάτι, κι είχαν γελάσει τότε μ’ ένα λογοπαίγνιο. Στη νάρκωση συγκρατήθηκε, γιατί δεν ήθελε εκείνες τις χαζές ώρες ν’ αρχίσει τις φλυαρίες. Όταν πήρε τα δεκανίκια, μετρούσε μόνος του τις θερμοκρασίες, για να μη σηκώνεται η Λουζ από το κρεβάτι. Υπήρχαν μόνο μερικοί ασθενείς και ήταν όλοι ενημερωμένοι. Η Λουζ άρεσε σε όλους. Όταν διέσχιζε την αίθουσα, σκεφτότανε την Λουζ στο κρεβάτι του.”
…Από την εκτέλεση των Έξι
Η πατρότητα του παρακάτω διηγήματος πιστεύεται ότι ανήκει στον Χέμινγουεϊ. Ο Χέμινγουεϊ κάλυψε δημοσιογραφικά τη μικρασιατική καταστροφή, ωστόσο δεν έφτασε ποτέ ως την Αθήνα, συνεπώς δεν υπήρξε μάρτυρας της δίκης και εκτέλεσης των Έξι που θεωρήθηκαν υπαίτιοι της μικρασιατικής καταστροφής. Εντούτοις, το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή “Στην εποχή μας”. Ο τίτλος που δώσαμε δεν έχει χρησιμοποιηθεί από τον ίδιο το συγγραφέα, αλλά χρησιμοποιείται για την κατατόπιση του αναγνώστη.
“Εκτέλεσαν τους έξι υπουργούς στις έξι και μισή το πρωί στον τοίχο του νοσοκομείου. Στην αυλή είχαν σχηματιστεί λίμνες με νερό. Το λιθόστρωτο της αυλής ήταν σκεπασμένο με νεκρά φύλλα.
Έβρεχε πολύ. Όλα τα παραθυρόφυλλα στο νοσοκομείο ήταν ερμητικά κλειστά. Ένας από τους υπουργούς ήταν άρρωστος με τύφο. Δύο στρατιώτες τον μετέφεραν κάτω και τον έβγαλαν έξω στη βροχή. Προσπάθησαν να τον κρατήσουν όρθιο στον τοίχο, αλλά τα γόνατά του λύγιζαν και καθόταν κάτω, μέσα σε μια λίμνη που είχε σχηματίσει η βροχή. Οι άλλοι πέντε στέκονταν πολύ ήσυχα δίπλα στον τοίχο. Τελικά, ο αξιωματικός είπε στους στρατιώτες ότι δεν υπήρχε λόγος να προσπαθούν να τον κρατήσουν όρθιο. Όταν έριξαν την πρώτη ριπή, καθόταν μέσα στο νερό με το κεφάλι στα γόνατα.”
ΠΗΓΕΣ:
“Μεγάλοι συγγραφείς γράφουν τις πιο μικρές ιστορίες του κόσμου”, εκδ. Γνώση, 2013
Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ γεννήθηκε το σαν σήμερα το 1898 στο Όσναμπρυκ της Γερμανίας και μεγάλωσε μέσα στη νοσηρή ατμόσφαιρα που προηγήθηκε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1916 πήγε στρατιώτης όπου βρέθηκε μπροστά στο “μεγαλύτερο ομαδικό έγκλημα στην ιστορία”. Το 1929 κυκλοφόρησε το βιβλίο του “Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο”, που θεωρήθηκε η πιο ειλικρινής και σπαρακτική μαρτυρία για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και γνώρισε διεθνή επιτυχία. Το 1933 τα βιβλία του κάηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και ο ίδιος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία. Σας παραθέτουμε ένα απόσπασμα από αυτή τη συγκλονιστική μαρτυρία:
Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20, από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω τους λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους. Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι του κόσμου εφευρίσκουν όπλα για να γίνονται όλ’ αυτά μ’ έναν τρόπο ακόμα πιο ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο. Κι όλοι οι συνομήλικοί μου εδώ, στην αντικρυνή παράταξη, σ’ ολόκληρο τον κόσμο το βλέπουν όπως εγώ. Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας. Τι θα κάνουν άραγε οι πατεράδες μας αν μια μέρα σηκωθούμε και παρουσιαστούν μπροστά τους για να τους ζητήσουμε λογαριασμό; Τι περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Τι περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια ολόκληρα σκοτώναμε μόνο. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα στη ζωή. Για μας η επιστήμη της ζωής περιορίζεται στο θάνατο. Τι θα συμβεί ύστερα; Και τι θ’ απογίνουμε εμείς; […]
Έχουμε χάσει κάθε αίσθημα ανθρωπισμού και αλληλεγγύης. Μόλις κατορθώνουμε να αναγνωρίσει ο ένας τον άλλο, όταν η εικόνα του ενός πέσει μπροστά στα μάτια μας, που είναι μάτια κυνηγημένου ζώου. Είμαστε αναίσθητοι νεκροί, οι οποίοι με ένα στρατήγημα ή κάποια επικίνδυνη μαγεία γινήκαμε και πάλι ικανοί να τρέχουμε και να σκοτώνουμε […]
Έχουμε γίνει επικίνδυνα ζώα, δεν πολεμούμε αμυνόμαστε εναντίον της καταστροφής. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες μας πάνω σε ανθρώπινα πλάσματα, γιατί τη στιγμή εκείνη δε νιώθουμε παρά ένα πράγμα: ότι ο θάνατος βρίσκεται εκεί σ’ αυτούς να μας αρπάξει κάτω από αυτά τα χέρια και κάτω απ’ αυτά τα κράνη. Είναι η πρώτη φορά έπειτα από τρεις μέρες που μπορούμε ν’ αμυνθούμε εναντίον του. Η αγριότητας και το πάθος που μας εμψυχώνει μοιάζουν με τρέλα. Μπορούμε να καταστρέψουμε και να σκοτώσουμε για να σωθούμε… για να σωθούμε και να εκδικηθούμε….
(…) Η Ελένη ήταν μια ήσυχη γυναίκα είκοσι χρόνων. Όμορφη, πολύ όμορφη και αρκούντως πεισματάρα. Όπως όλες οι γυναίκες της οικογένειάς της. Όπως ήταν κι η μάνα της, η Μάρθα. Αυτή κι αν ήταν. Ανεξάρτητη, με ισχυρή βούληση κι αδιάφορη για ό,τι τότε αποτελούσε τον ηθικό κανόνα. Υπήρξε δίγαμη, κάτι που –φυσικό ήταν– προκάλεσε την κοινωνία, και της χάρισε μερικά επίθετα καθόλου κολακευτικά. Είχε παντρευτεί πρώτα κάποιον απ’ τον οποίο είχε αποκτήσει δυο παιδιά και για λόγους που δε μαθεύτηκαν ποτέ, τον εγκατέλειψε και γύρισε στο πατρικό της. Αργότερα ξαναπαντρεύτηκε –χωρίς να πάρει διαζύγιο, μιας και τότε, γύρω στα 1880, κι εξαιτίας της τουρκικής κατοχής δεν υπήρχαν τέτοιες ευκολίες– ένα δεύτερο άντρα, κρητικής καταγωγής, απόγονο κάποιου απ’ αυτούς που είχαν βρει καταφύγιο στο απομακρυσμένο νησί τους, τη Σύμη, μετά την αποτυχημένη Κρητική Επανάσταση. Έκανε μαζί του άλλα τρία παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια, το τελευταίο απ’ αυτά ήταν η Ελένη. Μεγάλωσε τα παιδιά της στις αυλές του μοναστηριού της. Από μια παλαιότατη συνήθεια, βαθιά ριζωμένη στο νησί, τα παλαιά εγκαταλειμμένα μοναστήρια περνούσαν σε οικογένειες που τα φρόντιζαν – χωρίς να τους ανήκουν. Είχαν, θα μπορούσαμε να πούμε, την επιστασία. ∆ιόρθωναν ανελλιπώς τις σκεπές των κελιών με πατημένο χώμα, στερέωναν τους τοίχους που έπεφταν, άσπριζαν τα εκκλησάκια και τα λειτουργούσαν στις γιορτές του πολιούχου αγίου που ήταν αφιερωμένα, ενώ ταυτόχρονα ζούσαν ως φυσιολογικές οικογένειες στα κελιά. Το μοναστήρι της Μάρθας ήταν προνομιούχο. Βρισκόταν σε περίοπτη θέση, στην υψηλότερη κορυφή του νησιού, επόπτευε του δρόμου –ένα φαρδύ μονοπάτι ήταν– που ένωνε, ανατολικά και δυτικά, τους δύο κυριότερους οικισμούς. Κι από μια ιδιαίτερη εύνοια της τύχης είχε και το μοναδικό τρεχούμενο νερό του νησιού. Οι πρώτοι μοναχοί που στερέωσαν το εκκλησάκι το 13ο αιώνα είχαν εξασφαλίσει το πολυτιμότερο αγαθό. Η «μάνα» του νερού έτρεχε –κι εξακολουθεί να τρέχει και στις μέρες μας– μέσα σε μια μικρή σπηλιά στην πλάτη του μοναστηριού που ακουμπάει στα βράχια και γέμιζε τη δεξαμενή. Ωραίο νερό, διαυγές και ζωογόνο. Γι’ αυτό και πάντα φυλασσόταν. ∆υο βαριές εξώπορτες έκλειναν κι ασφάλιζαν το μοναστήρι όταν νύχτωνε. Ο φρουριακός του χαρακτήρας με τα ψηλά τείχη και τις καμάρες το έκαναν απόρθητο. Η Ελένη, η ωραία, η ήσυχη και ταυτοχρόνως πεισματάρα, ερωτεύτηκε μικρή μικρή ένα βοσκό που περνούσε τα κοπάδια του έξω απ’ το μοναστήρι κι ανέβαινε απαραιτήτως κάθε φορά να πιει νερό – όλο διψασμένος ήταν ο καημένος. Η φοβερή Μάρθα είχε βεβαίως αντιληφθεί το τέχνασμα, αλλά δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί νερό σε διψασμένο. Αρνήθηκε όμως, όσο άντεξε, την πρόταση του Σωτήρη. ∆εν ήθελε η κόρη της να πάρει βοσκό –σκληρή δουλειά, σκλαβιά πες καλύτερα, χωρίς Κυριακές και σχόλες– αλλά, είπαμε, η Ελένη ήταν πεισματάρα κι ερωτευμένη. Έδωσε πήρε, τον παντρεύτηκε. Σαν να την τιμωρούσε η μάνα της, της έδωσε προίκα ένα σπιτάκι στα ψηλά του Χωριού και τρεις γύρους με αμπέλια, συκιές κι αχλαδιές έξω απ’ το μοναστήρι. Την εξόρισε με τον τρόπο της. Γιατί ενώ είχε χώρο και θα μπορούσε να δώσει ένα απ’ τα κελιά να στεγαστεί η Ελένη, την έβγαλε έξω και την ανάγκασε ν’ ανεβαίνει καθημερινά τη σχεδόν κάθετη ανηφόρα, φορτωμένη μ’ έναν τενεκέ, και να παίρνει το πολύτιμο νερό. Οι σχέσεις των δύο γυναικών θα πρέπει να ήταν σαν τεντωμένο σκοινί. Να ισορροπούσαν όπως το νερό στον ξέχειλα γεμισμένο τενεκέ που κατέβαζε καρτερικά στον ώμο η Ελένη. Απόδειξη των κακών τους σχέσεων ήταν και το γεγονός ότι η Ελένη, ενώ γέννησε πέντε κορίτσια συνολικά, δεν έδωσε το όνομα της μάνας της σε κανένα. Το πρώτο πήρε τ’ όνομα της πεθεράς της, όπως ήταν το έθιμο. Για τα υπόλοιπα όμως όλο κι έβρισκε δικαιολογίες – τάματα. Πάντα ταγμένα τα είχε τα νεογέννητα μωρουδάκια. Η Μάρθα δεν το σχολίασε ποτέ, δεν ταίριαζε με το χαρακτήρα της, αλλά οι μαρτυρίες λένε ότι της το κράτησε κι ότι ήταν ελάχιστα τρυφερή με τις εγγόνες της. Η Ελένη ήταν γκαστρωμένη στο τρίτο της παιδί όταν βρήκε το πουκάμισο του φιδιού. Το πρώτο της κορίτσι, η Αννίκα, ήταν ήδη τεσσάρων ετών και το δεύτερο, η Θαρινή, δύο. Το όνομα στο δεύτερο κοριτσάκι δόθηκε –μετά από τάξιμο βεβαίως– προς τιμήν του Ταξιάρχη Μιχαήλ του Θαρινού, που το ξωκλήσι του ήταν έξω απ’ το Κάστρο. Για το τρίτο, το ερχόμενο παιδί, η Ελένη είχε ήδη αποφασίσει, αν ήταν αγόρι –που τόσο πολύ επιθυμούσε ν’ αποκτήσει ο άντρας της, διάδοχο αλλά και μελλοντικό βοηθό στα κοπάδια– να του έδινε τ’ όνομα του πεθερού της. Αν πάλι τύχαινε να βγει κι αυτό κορίτσι, θα το ονομάτιζε Μαρία, επειδή είχε δει την Παναγία στον ύπνο της. Όλα τακτοποιημένα λοιπόν ως προς τα ονόματα. Κι όλα κανονισμένα ως προς τις εγκυμοσύνες. Κάθε δεύτερο χρόνο και παιδί. Έτσι ήταν οι ρυθμοί τότε. Και οι κανόνες της φύσης απαραβίαστοι. Όσο θήλαζαν τα μωρά τους οι γυναίκες δεν έμεναν έγκυες. Μόλις τ’ απόκοβαν, ετοιμάζονταν για το επόμενο. Η Ελένη σηκωνόταν χαράματα, βοηθούσε τον άντρα της στο άρμεγμα και μετά στο αμόλημα του κοπαδιού, χτυπούσε το βραδινό γάλα για να πάρει το καϊμάκι, που το μάζευε σε βολαράκια κι έπειτα το ζέσταινε κι έβγαζε το μυρωδάτο βούτυρο, ανάμικτο από κατσικίσιο και προβατίσιο γάλα. Έφτιαχνε μετά απ’ τον τσούρο –το νερό που απόμενε απ’ το ξέπλυμα του τυριού και του κάδου– το φαΐ των σκυλιών προσθέτοντας πίτουρα. Τα σκυλιά των βοσκών λογαριάζονταν μέλη της οικογένειας. Έπειτα έκανε τις δουλειές της ημέρας, μαγείρεμα, συγύρισμα και τα υπόλοιπα, ώσπου να έρθει πάλι το σούρουπο για το βραδινό άρμεγμα και μετά να σβήσει –επιτέλους– τη λάμπα και μέχρι να χαθεί η μυρωδιά του πετρελαίου απ’ το σβησμένο φιτίλι, να έχει ήδη κοιμηθεί ξεθεωμένη. Σκέφτηκε άραγε ποτέ η Ελένη αν η μάνα της είχε –έστω και λίγο– δίκιο όταν δεν ήθελε να τη δώσει σε βοσκό; Κι αν το σκέφτηκε, το πείσμα της δε θα την άφηνε να το ομολογήσει ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Το πείσμα της κι όχι ο έρωτας. Αυτός γρήγορα ξεθώριασε απ’ τα καθημερινά βάσανα κι αποκάλυψε χούγια και ιδιαιτερότητες δύσκολες. Ο ήλιος, το σκοτάδι και οι εποχές όριζαν τη ζωή της Ελένης. Την άνοιξη, απ’ την Καθαρή ∆ευτέρα, ανέβαινε µε τα παιδιά στο βουνό αφήνοντας τις βολές του κανονικού σπιτιού στο Χωριό. Εκεί στο καλυβάκι, κάτω απ’ το μοναστήρι και το άγρυπνο μάτι της μάνας της, βόλευε παιδιά και νοικοκυριό σε πρωτόγονες συνθήκες. Ο άντρας της χαιρόταν όταν ανέβαινε η οικογένεια στο βουνό, γιατί έτσι είχε την αίσθηση της συντροφιάς, έστω κι αν έλειπε όλη την ημέρα από κοντά τους. Εκείνος έμενε μόνιμα επάνω, με τα κοπάδια και τα σκυλιά του, και μόνο τα Σαββατόβραδα του χειμώνα κατέβαινε στο σπίτι του Χωριού για να πάρει ψωμί και καθαρά ρούχα. Με τον ερχομό του φθινοπώρου κι όταν οι βροχές του Νοεμβρίου γίνονταν ραγδαίες, η Ελένη μάζευε παιδιά και συμπράγκαλα και κατέβαινε πάλι στο σπίτι του Χωριού. Εκείνο το Πάσχα, τον Απρίλη του 1919, επρόκειτο να σημαδέψει τη ζωή πολλών ανθρώπων…
(…) Στα δύο χρόνια απ’ τη γέννηση της Μαρίας, νέο παιδί, πάλι κορίτσι, ήρθε στο σπίτι. Η Ζωοπηή. Ταγμένη απ’ την Ελένη στη Ζωοδόχο Πηγή. Αυτή διέφερε απ’ τις άλλες στα χρώματα, ήταν ξανθιά με πράσινα μάτια. Κι όταν η Μαρία έγινε τεσσάρων, γεννήθηκε και το πέμπτο κορίτσι, τ’ Aστραδενάκι. Εδώ η Ελένη δυσκολεύτηκε να εξηγήσει το τάξιμο, αλλά καιη Μάρθα δεν έδινε σημασία. Ούτε κι ο Σωτήρης νοιαζόταν πια για το φύλο του παιδιού. Πίστευε ότι αυτό ήταν το πεπρωμένο του, να είναι πατέρας θυγατέρων μόνο. Η Μαρία, σε ηλικία τεσσάρων ετών, φρόντιζε τις δυο μικρότερες και κυρίως το μωρό. Του έδινε την πιπίλα του, το κουνούσε, το νανούριζε. Κρατούσε πάντα απ’ το χέρι τη δίχρονη Ζωοπηή, την τάιζε, την έντυνε καιτης έπλεκε τα κοτσιδάκια. Έπαιζε με ζωντανές κούκλες. Η Ελένη η ωραία, η ήσυχη και πεισματάρα δεν προλάβαινε πια ν’ ανασάνει. Έπρεπε να σηκώνεται απ’ τις τρεις τη νύχτα για να τα καταφέρνει όλα. Να βοηθάει τον Σωτήρη στο γάλα και το βούτυρο, να τυροκομεί, να μαγειρεύει, να πλένει, να μπαλώνει και να λούζει τα κορίτσια. Επιπλέον είχαν και τα χτήματα, όπου φύτευαν για τις ανάγκες τους στάρι, κριθάρι, φακές και μπιζέλια. Σ’ ένα κομματάκι ο Σωτήρης φύτευε και καπνά. Κρατούσε για τον εαυτό του και πουλούσε κιόλας. Τα κορίτσια δούλευαν κι αυτά όσο μπορούσαν. Έβρισκαν παιχνίδι να ξεκουκίζουν τα μπιζέλια και τις φακές ή να χωρίζουν ανάλογα με τα χρώματα τα μαλλιά των προβάτων. Ζούσαν μια αρχαία ζωή, που τη ρύθμιζαν οι εποχές, τα γεννητούρια των προβάτων, η ωρίμανση των καρπών, η άνθιση των κυκλάμινων, οπρώτος περίπατος των σαλιγκαριών μετά τα πρωτοβρόχια ή το μάζεµα των άγριων μανιταριών. Όλα είχαν μια τάξη απαραβίαστη.
(…) Tη χρονιά που η Μαρία συμπλήρωνε τα έξι, εκείνο το αξιομνημόνευτο καλοκαίρι του 1925, η Ελένη γέννησε γιο. Όταν πια κανένας δεν το περίμενε και οι ελπίδες του Σωτήρη είχαν εντελώς σβήσει. Γέλασαν επιτέλους τα μουστάκια του. Έβγαλε το μαντίλι απ’ τα μαλλιά του και το ανέμιζε σαν σημαία. Τα παιδιά που του είχαν πάει την είδηση δεν πίστευαν στα μάτια τους. Το διηγήθηκαν στους δικούς τους γελώντας κι οι βοσκοί διασκέδαζαν πειράζοντας τον Σωτήρη. Εκείνος δε θύμωνε παρά τους καλούσε όλους για κέρασμα, μαστίχα και τσιγάρο. Για μέρες κρατούσε ένα μπουκάλι μαζί του για τα συχαρίκια. Όλο το σινάφι των βοσκών, ακόμα κι αυτοί που είχαν τις μάντρες τους σε πολύ μακρινά μέρη, έμαθε ότι ο Σωτήρης ο Ψεύτης είχε αποκτήσει γιο. Στα μικρά μέρη, όπου οικογένειες με το ίδιο επίθετο γίνονταν πολυάριθμες, ένας τρόπος υπήρχε για να ξεχωρίζουν ξαδέλφια και τριτοξάδελφα με το ίδιο ονοματεπώνυμο: τα παρατσούκλια, τα παραβγόλια. Έβγαιναν αβίαστα, πολλά απ’ αυτά ήταν κι ιδιοφυή κι αντανακλούσαν ελαττώματα, χαρίσματα ή ιδιομορφίες. Ο Ακαλημέριστος, η Ελαφροπαλάτζα, ο Βυζανιάρης, τα Γαλλικά Φώτα –προκειμένου για γυναίκες που τους άρεσαν τα πολύχρωμα φορέματα– η Βοδοκοιλιά, η Μεγάλη Παρασκευή, το Μουσείο, η Περηφάνα, ο Τσάρος, ο Ρηχός, το Φτακούνιο, ο Παρμένος και άλλα ατελείωτα.
(…) Πριν μπει το φθινόπωρο του ’26 ένας αξέχαστος καβγάς έγινε στο σπιτάκι. Το καλοκαίρι τελείωνε, τα σπαρτά θερισμένα και καθαρισμένα βρίσκονταν στο κελάρι, ο τραχανάς είχε στεγνώσει και μαζευτεί, τα σύκα ξεραίνονταν στο δώμα κι η καπνοσακούλα του Σωτήρη φούσκωνε σαν γκαστρωμένη απ’ τα ξερά φύλλα. Είχαν αποφάει κι η Αννίβα είχε πλύνει και τακτοποιήσει τις γαβάθες του φαγητού. Το αγοράκι κοιμόταν ήσυχο. Η Ελένη δεν είχε πιάσει το πλεκτό της, αλλά ο Σωτήρης είχε απλώσει τα πόδια του και κάπνιζε, όπως έκανε κάθε απόβραδο. Το αίτημα της Ελένης τον βρήκε απροετοίμαστο. «Η Μαρία πρέπει να πάει σχολείο», του είπε. Έτσι σαν τελεσίγραφο. Σαν μία απόφαση παρμένη από καιρό. Εκείνος αντέδρασε, γιατί δεν του άρεσαν τα ξαφνικά. «Κι έπειτα», της απάντησε, «αφού δεν έχουν πάει οι μεγαλύτερες, γιατί να πάει η Μαρία; Και τι τα θέλουν, παρακαλώ, τα γράμματα κορίτσια πράματα; Για να γράφουν ραβασάκια;» Η γνωστή δικαιολογία. Που θα είχε ακουστεί από δεκάδες, εκατοντάδες πατεράδες εκείνα τα χρόνια. Ύποπτα ήταν τότε τα γράμματα για τα κορίτσια. Αυτωνών η ζωή είχε προδιαγραφεί. Μικρές μικρές παντρεύονταν –όσο πιο μικρές τόσο πιο καλά–, μικρές γίνονταν μάνες κι έτσι προλάβαιναν, αν όλα πήγαιναν καλά και δε χάνονταν σε καμία γέννα, ν’ αποκτήσουν εγγόνια και δισέγγονα, και τρισέγγονα καμία φορά. «Ποιος ο λόγος να μάθουν γράμματα;» μουρμούριζε ο Σωτήρης. «Θα λογαριαστούν ποτέ με τον έμπορα των μαλλιών και θα τις κλέβει στο ζύγι; Ή θα πρέπει να υπογράψουν πουθενά; Κι αν χρειαστεί κι αυτό, καλός είναι κι ο σταυρός. Τι τα θέλουµε τα σχολεία φτωχοί αθρώποι;» «Κι άλλοι είναι φτωχοί», του απάντησε η Ελένη η πεισματάρα, «αλλά στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο». Οι τόνοι ανέβαιναν, τα κορίτσια πήγαν και μούλωξαν πλάι στη μάνα τους. ∆εν ήξεραν αν είχε δίκιο ή άδικο, δεν ήταν σε θέση και σε ηλικία να κρίνουν, όμως ήταν με το µέρος της. Γιατί ήταν μάνα τους κι έβλεπαν τον κόπο της κι ένιωθαν την τρυφερότητά της. Ο πατέρας τους ήταν λίγο απόμακρος. Καλός, ποτέ μέχρι σήμερα δε σήκωσε χέρι να τις χτυπήσει, αλλά δεν είχε πολλά πολλά μαζί τους. Όλο έξω με τα κοπάδια του ήταν κι όλο βιαζόταν και δεν είχε υπομονή με τα κλάματά τους. Η Μαρία ένιωσε ένοχη. Ο καβγάς γινόταν γι’ αυτήν και την έκανε να φοβάται την οργή του πατέρα της. Έσφιγγε το χέρι της μάνας της σαν να ήθελε να της πει: «Mην το παρατραβάς και μου θυμώσει». Απ’ την άλλη όμως λαχταρούσε να μην κάνει πίσω η μάνα της. Είχε τρελαθεί απ’ τη χαρά της στην προοπτική να πάει σχολείο. Να βρεθεί αλλού, μακριά απ’ το βουνό, που η μοναξιά και η ησυχία του την πλάκωνε. Δεν την ένοιαζαν τα γράμματα, που δεν ήξερε και τι εννοούσαν μ’ αυτό, αλλά της άρεσε η αλλαγή, το φευγιό. Ο Σωτήρης νευρίασε για τα καλά, βρόντηξε πίσω του την πόρτα και βγήκε στη νύχτα. Καλύτερα να πήγαινε στα πρόβατά του, που δεν του έφερναν κι αντίρρηση. Έτσι χάρη στο πείσμα της Ελένης αλλά και στη διορατικότητά της, η Μαρία γράφτηκε στο σχολείο του Χωριού. Η συνωμοσία των μανάδων του βουνού έφερε κι άλλα παιδιά βοσκών στο σχολείο. Ένα πανηγύρι ήταν το ξεκίνημά τους για το σχολείο. Οκτώβρης μήνας κι οι οικογένειες των βοσκών έμεναν ακόμα στο βουνό. Τα παιδιά έπρεπε να περπατάνε μια ώρα για να φτάσουν στο σχολείο. Αλλά τους άρεσε τόσο πολύ. Το είχαν δει σαν περιπέτεια. Το σχολείο εκείνα τα χρόνια ήταν πρωί κι απόγευμα. Τα μαθήματα άρχιζαν στις εφτά το πρωί και σταματούσαν στη μία και μισή το μεσημέρι. Τότε έκαναν ένα μεγάλο διάλειμμα κι έτρωγαν το ψωμοτύρι που τους είχε βάλει η μάνα τους στο φέλεγκα, ένα σακούλι από κανναβίτσα, που ήταν και η τσάντα του σχολείου. Μετά συνέχιζαν τα μαθήματα στις τέσσερις και τελείωναν στις έξι το απόγευμα. Νύχτα έφταναν πίσω στον Άγιο Κωνσταντίνο. Έτρωγαν μαγειρεμένο, ζεστό φαΐ και διηγιόντουσαν στ’ αδέλφια τους τα παράξενα που είχαν μάθει.
(…) Η άνοιξη του ’28 ήρθε αθόρυβα, αλλά θα έφευγε με ένταση και καβγάδες για την οικογένεια της Μαρίας. Ο χειμώνας που πέρασαν στο σπιτάκι του Χωριού είχε δημιουργήσει νέες καταστάσεις. Η Αννίκα, δεκατριών ετών πια, είχε ερωτευτεί ένα δεκαεφτάχρονο παλληκαράκι. Πριν καταλάβουν την αιτία, είχαν παρατηρήσει την αλλαγή στη συμπεριφορά της. Η Αννίκα χτένιζε με τις ώρες τα μακριά μαλλιά της πριν τα πλέξει σε κοτσίδες, που τώρα δεν τις άφηνε ελεύθερες, αλλά τις έφερνε γύρω απ’ το κεφάλι σαν φωτοστέφανο. Ήταν ένα πολύ ωραίο κορίτσι, με λευκό δέρμα και υπέροχα μεγάλα μάτια. Αυτά τα μάτια που τα στύλωνε αφηρημένη σ’ ένα σημείο και ξεχνιόταν έκαναν την Ελένη ν’ ανησυχήσει. Ήξερε από τέτοια σημάδια. Είχε υπάρξει κι αυτή ερωτευμένη. Μια νύχτα με τσουχτερό κρύο ακούστηκε έξω απ’ το σπίτι τους μια καντάδα. Κάποιοι τραγουδούσαν: «Άσπρη σαν τα γάλατα που βγάζουν οι προβάτες, έτσι σε διάλεξα κι εγώ από πέντε μαυρομάτες». Η Ελένη πετάχτηκε και βγήκε να δει ποιοι ήταν οι κανταδόροι, αλλά εκείνοι ήταν καλά κρυμμένοι. Γύρισε μέσα και ξαναξάπλωσε χωρίς να πει τίποτα. Ότι το τραγούδι αναφερόταν σε κάποια απ’ τις κόρες της δεν το αμφισβητούσε, έστω κι αν οι μαυρομάτες δεν ήταν πέντε αλλά τέσσερις, επειδή το Ζωοπιάκι είχε πράσινα μάτια. Η λογική την οδήγησε στην Αννίκα. Έτσι εξηγούνταν οι αφηρημάδες της, αλλά και η προθυμία της να κατεβαίνει στον Γιαλό για τα ψώνια. Εκεί θα τον έβλεπε επομένως. Αλλά ποιος δαίμονας ήταν; Και τι έπρεπε να κάνει; Να της ανοίξει συζήτηση και να προσπαθήσει να μάθει ή να κάνει την ανήξερη ελπίζοντας ότι θα περάσει το κακό; Αποφάσισε το δεύτερο. Όπου να ’ταν ο χειµώνας τελείωνε και θ’ ανέβαιναν στο βουνό. Εκεί δε θα μπορούσε να έρχεται ο λεγάμενος και να κάνει καντάδες. Η Μαρία είχε ξυπνήσει και αυτή απ’ τους τραγουδιστές κι είχε σκουντήσει τη Θαρινή με νόημα. Η Αννίκα δεν τους είχε πει τίποτα, αλλά κι αυτές δεν ήταν χαζές. Ήξεραν ότι σ’ εκείνη ήταν αφιερωμένο το τραγούδι. Η Ελένη της έκοψε τα πολλά σούρτα φέρτα απ’ τον Γιαλό, τώρα έστελνε τη Θαρινή για τα ψώνια, κι είχε το μάτι της άγρυπνο πάνω στην Αννίκα. Όταν ανέβηκαν στο βουνό, η Ελένη ανάσανε λίγο. ∆εν ήταν πια η μόνη υπεύθυνη. Ο Σωτήρης ήταν εδώ, ποιμένας προβάτων και θυγατέρων. ∆εν του είπε τίποτα κι όταν τα Σάββατα η Αννίκα κατέβαινε στο Χωριό για να ζυμώσει και να φουρνίσει το ψωμί της βδομάδας, η Ελένη έστελνε και τη Μαρία μαζί της ως φύλακα-άγγελο.Σ’ αυτήν εκμυστηρεύτηκε η Αννίκα το μεγάλο μυστικό. «Ο Θανάσης», της είπε μόνο, όταν εκείνος είχε το θράσος να περάσει απ’ το σπίτι τους μέρα μεσημέρι και να της πει «Kαλημέρα». Απλώς «καλημέρα», αλλά με νόημα. Σαν να της έκανε μια μακροσκελή ερωτική εξομολόγηση. Τ’ ανείπωτα λόγια. Πάντα πιο φλύαρα και διεγερτικά. Αυτό γινόταν κάθε Σάββατο. Ο Θανάσης περνούσε, έλεγε την τρομερή λέξη «καλημέρα» κι η Αννίκα τρελαμένη έβγαινε στην ταρτάνα με τα λουλούδια και τον κοιτούσε αμίλητη. Έπειτα έμπαινε μέσα και ζύμωνε όλο φούρια, ταράζοντας το ζυμάρι με την ταραχή της. Η Μαρία δεν έβγαλε κουβέντα. Ούτε που τη μαρτύρησε στη μάνα τους κι ας ήξερε ότι δεν εκτελούσε τα χρέη της ως φύλακας. Τη γοήτευαν πάντα οι έρωτες. Ατελείωτες ιστορίες είχε ακούσει για ζευγάρια που κλέφτηκαν, και τα έβρισκε όλ’ αυτά πολύ ρομαντικά. Η Μαρία δε μίλησε, αλλά κάποια απ’ τις γειτόνισσες, που όλα τα έβλεπαν κι όλα τα καταλάβαιναν, μίλησε στη νύφη του Σωτήρη, εκείνη στον άντρα της κι αυτός τα πρόφτασε στον αδελφό του. Ο Σωτήρης συννέφιασε και τα έβαλε με την Ελένη. Έπιασε και την Αννίκα κι αφού της τα έψαλε απ’ την καλή, την έκοψε κι απ’ το ζύμωμα. Η Αννίκα δεν το ’βαλε κάτω. Όσο έλειπε ο πατέρας τους στη βοσκή, όλο έλεγε στη μάνα της «Eγώ όμως θα τον πάρω». Είχε κληρονομήσει εκτός απ’ την ομορφιά και το πείσμα της. Η Ελένη προσπαθούσε να συμβιβάσει τ’ ασυμβίβαστα. Στην Αννίκα έλεγε «Ό, τι πει ο αφέντης σου, ο πατέρας σου» και στον Σωτήρη «Έτσι είν’ αυτά τα πράγματα. ∆ε θυμάσαι τα δικά μας;». Όχι, αυτός δε θυμόταν πια τίποτα. Του είχαν βάλει λόγια και τ’ αδέλφια του, κάτι του είχαν πει για μια θεία του Θανάση –τάχα υπόπτου ηθικής– κι ήταν ανένδοτος. Οι καβγάδες έδιναν κι έπαιρναν στο σπιτάκι. Για ασήμαντη αφορμή. Ο Σωτήρης ρουθούνιζε θυμωμένος κι ήταν πάντα κατσούφης. Τα είχε μ’ όλα τα θηλυκά του σπιτιού του. Με την Ελένη και την Αννίκα που του πήγαιναν κόντρα, με τη Μαρία –το «αμίλητο νερό» την έλεγε πια για τη στάση που είχε κρατήσει–, με τις μικρές, που δεν έφταιγαν σε τίποτα, αλλά αργά ή γρήγορα θα έκαναν κι αυτές τα ίδια, άτιμα θηλυκά. Μόνο το αγόρι του τον παρηγορούσε. Τριών χρόνων ο Βασίλης, με τα πυρετικά μαύρα μάτια της οικογένειας, τον κοιτούσε και του γλύκαινε την καρδιά. Ο Βασίλης, η παρηγοριά του. Ένα πρωινό η Μαρία είχε πάει με την ελπίδα να μαζέψει άγρια μανιτάρια. Πιο πολύ όμως για να φύγει μακριά απ’ τη βαριά ατμόσφαιρα του σπιτιού. Είχε προηγηθεί πρωί πρωί ένας μεγάλος καβγάς ανάμεσα στον πατέρα της και στην Αννίκα. Εκείνη η ατίθαση είχε δηλώσει «Ή τον Θανάση ή θα σκοτωθώ». Κι ο πατέρας τους έξαλλος την είχε αρπάξει απ’ την κοτσίδα, που λύθηκε απ’ τη βίαιη κίνηση, κι άρχισε να τη δέρνει όπως δεν το είχε κάνει ποτέ ως τώρα. Τρόμαξαν να την πάρουν απ’ τα χέρια του κι έταξαν ένα μπουκάλι λάδι στον άγιο Κωνσταντίνο για να γλυτώσουν τα χειρότερα. Η Μαρία τρέμοντας –πάντα φοβόταν τις φωνές και τις αντιδικίες– τραβούσε μαζί με τις άλλες την Αννίκα να τη σώσει απ’ τα χέρια του. Όταν είχαν τελειώσει όλα, προσωρινά ασφαλώς, γιατί σίγουρα θ’ ακολουθούσαν κι άλλοι καβγάδες, η Μαρία είχε πάρει την απόφασή της. Θα έφευγε. Μόλις έβρισκε την πρώτη ευκαιρία, θα έφευγε. Πού θα πήγαινε, τι θα έκανε, δεν ήξερε. Το μόνο που σίγουρα ήξερε ήταν ότι θα έφευγε.
(…) Το 1930 ήταν χρονιά μεγάλων αλλαγών για τη Μαρία και την οικογένειά της. Ένα βραδάκι του Μαΐου έφτασαν στο βουνό ο γιατρός κι ο παπα-Γιάννης. Κάθισαν και περίμεναν να τελειώσει ο Σωτήρης με το άρμεγμα των ζώων. Η Ελένη είχε καταλάβει το σκοπό της επίσκεψής τους κι είχε αγωνία για το αποτέλεσμα. Όταν ήρθε κι ο Σωτήρης, έδιωξαν τα παιδιά για να συζητήσουν με την ησυχία τους. Το λόγο πήρε ο γιατρός. Είπε τα καλύτερα λόγια για τον Θανάση και την οικογένειά του και κατέληξε ότι η Αννίκα θα ζούσε καλή ζωή μαζί του. Ο Σωτήρης δε σχολίασε, παρά έστριβε καινούργιο τσιγάρο. «Βρε Σωτήρη», ανέλαβε τότε ο παπάς, «έχεις πέντε κορίτσια. ∆εν αρχίζεις να παντρεύεις ένα ένα να ησυχάσεις; Έτσι που πας, θα καταστρέψεις την οικογένειά σου», τόνισε υπονοώντας τους συνεχείς καβγάδες. Ο Σωτήρης τελείωσε το τσιγάρο του, λες κι είχε ανάγκη εκείνη την παράταση χρόνου για να σκεφτεί καλύτερα, και είπε: «Τι μέρα έχουμε σήμερο;» «Σάββατο», απάντησε έκπληκτος ο παπάς. «Την άλλη Κυριακή θα παντρευτούν. ∆ε θέλω να ’ρχεται ούτε αυτός ούτε οι φίλοι του και να μπαίνουν στο σπίτι μου. Έχω κι άλλα θηλυκά παιδιά». Η Ελένη, ανακουφισμένη απ’ την έκβαση της κουβέντας, φώναξε τα παιδιά και τους ανακοίνωσε τα ευχάριστα. Επιτέλους θα είχαν κι ένα γάμο στο σπίτι έπειτα από τόσες γκρίνιες, δυστυχίες, καβγάδες και δύο κηδείες. Η Αννίκα έλαμπε. Είχε πάρει το μάτι της και τον Θανάση, που της είχε πετάξει πετραδάκια απ’ το μέρος που κρυβόταν. Όταν έφυγαν οι επισκέπτες, άρχισαν οι συζητήσεις. Ο χρόνος πίεζε. Οι μέρες ίσα που έφταναν για τις ετοιμασίες ενός γάμου. Έπρεπε να βγάλουν τα προικιά της Αννίκας, σεντόνια, μπατανίες και κιλίμια, όλα υφασμένα απ’ την Ελένη, ν’ αεριστούν. Θα της έδιναν το σπιτάκι του Χωριού ως προίκα, κι επομένως θα έπρεπε ν’ ανεβάσουν στο βουνό και τα πράγματα που δε θ’ άφηναν μέσα. Έγιναν όλα όπως έπρεπε και μέσα στην προθεσμία. Φίλες, γειτόνισσες και συγγενείς έβαλαν όλες ένα χέρι βοήθειας. Το σπίτι καθαρίστηκε ως την πιο μικρή γωνία του, ρούχα αερίστηκαν, γυαλικά πλύθηκαν, μπακιρικά γυαλίστηκαν. Όλα στην εντέλεια για το νέο ζευγάρι. Η Αννίκα έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Κι αν για τους υπόλοιπους οιδέκα μέρες ήταν πολύ μικρό χρονικό διάστηµα, για την ίδια ήταν χρονιά ολόκληρη. Έφτιαξαν κι έστειλαν στην οικογένεια του γαμπρού τις πιατέλες με τα καλέσματα. Την Παρασκευή, προπαραμονή του γάμου, τρεις ευτυχισμένες παντρεμένες έπιασαν το προζύμι για τα ψωμιά του γάμου, ενώ άλλες έφτιαχναν τα γλυκά. Τα φαγητά, παστίτσιο, γιαπράκια και ψητά στο φούρνο, τα ετοίμασαν τη νύχτα του Σαββάτου. Την Κυριακή έγινε ο γάμος. Στο σπίτι, όπως ήταν τότε η συνήθεια. Ήρθε ο γαμπρός, ο παπάς, ο κουμπάρος κι οι καλεσμένοι όλοι. Μόνο ο Σωτήρης δεν κατέβηκε απ’ το βουνό. Το πείσμα τον κράτησε πάνω, κι όχι –τάχα– τα ζωντανά του. Όσο κι αν προσπάθησε η Ελένη να του αλλάξει γνώμη, δεν τα κατάφερε. Η Μαρία και οι αδελφές της είχαν βάλει τα καλά τους φορέματα και φορούσαν και παπούτσια. Καμάρωναν την αδελφή τους που παντρευόταν. Η Αννίκα ήταν πανέμορφη με το νυφικό και το πέπλο της. Ψηλή κι ευθυτενής σαν λαμπάδα. Αυτή που στα τριάντα δύο της θα έμενε παράλυτη και θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της σε μια πάνινη πολυθρόνα. ∆εν την ένοιαζε που ο πατέρας της δεν είχε έρθει στο γάμο. Αρκεί που δίπλα είχε τον Θανάση της. Το γλέντι κράτησε ως τα ξημερώματα με χορούς και σπασίματα πιάτων. Έπειτα η Ελένη πήρε τα παιδιά κι ανέβηκαν στο βουνό. Τώρα τη θέση της Αννίκας στα πρόβατα την είχε πάρει η Μαρία κι ήταν εξαιρετικά δυστυχής. Όταν άνοιξαν τα σχολεία, εκείνη δεν πήγε. Κι έτσι δεν παρακολούθησε την τελευταία τάξη του δημοτικού. Έκλαιγε συνέχεια. Περπατούσε πλάι στα ήρεμα ζωντανά κι έκλαιγε. Άρμεγε κι έκλαιγε. Τυροκομούσε κι έκλαιγε. Ο Σωτήρης νευρίαζε με τη συμπεριφορά της κι η Ελένη την έβλεπε να μαραζώνει και στενοχωριόταν. Καταλάβαινε ότι αυτό το παιδί δεν έκανε για τέτοιες δουλειές. Το μυαλό του ήταν διαρκώς αλλού…
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!