“Μοναξιά” του Έντουαρντ Χόπερ

Ίσως δεν είμαι τόσο άνθρωπος – αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να ζωγραφίσω το φως του ήλιου στο πλάι ενός σπιτιού».

Ε. Χόπερ
Continue reading ““Μοναξιά” του Έντουαρντ Χόπερ”

Η Ντελησυφέρω ~ Παπαδιαμάντης (1904)

Πῶς ἐβιάσθη κ᾽ ἐσήμαινε τόσον ἐνωρίς, ὁ παπα-Μανωλὴς ὁ Σιρέτης, τὴν ἀκολουθίαν τῶν Χριστουγέννων; Ἢ ὕπνον δὲν θὰ εἶχε, ἢ τ᾽ ὡρολόγι του εἶχε σταματήσει, ἢ τὸ ξυπνητήρι του τὸν ἐγέλασε. Ἄλλες χρονιὲς ἡ καμπάνα ἐβαροῦσε τέσσερες ὧρες νὰ φέξῃ, τώρα ἐχτύπησε βαθιὰ τὰ μεσάνυχτα. Κ᾽ ἡ θεια-Μαριὼ ἡ Χρήσταινα, ἡ κοινῶς λεγομένη Ντελησυφέρω, μόλις εἶχε κλείσει τ᾽ ὄμμα εἰς ἐλαφρὸν ὕπνον, καὶ ἀμέσως τὴν ἐξύπνησε τῶν κωδώνων ἡ χαρμόσυνος κλαγγή. Κι αὐτὴ ὁποὺ τὶς ἄλλες χρονιὲς ἦτον ἐπὶ ποδὸς μίαν ὥραν ἀρχύτερα, πρὶν σημάνῃ, στολισμένη κ᾽ ἕτοιμη, διὰ νὰ πάῃ μὲ τὴν ὥραν της νὰ πιάσῃ καὶ τὸ στασίδι της, εἰς τὸ διαμέρισμα τῶν ἡλικιωμένων γυναικῶν ―τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο χωριστὰ ἀπὸ τὸν ἀνώγειον γυναικωνίτην, εἰς τὸ ἐπίπεδον τοῦ ναοῦ, κατὰ τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν―, τώρα μόλις θὰ ἐπρόφθανε νὰ ἐνδυθῇ καὶ νὰ ἑτοιμασθῇ καὶ θὰ ἔτρεχε μὲ βίαν, μήπως προλάβῃ καμμία ἄλλη, ἀπὸ ἐκείνας ποὺ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν δύο φορὲς τὸν χρόνον, διὰ νὰ δείξουν τὰ στολίδια τους, καὶ τῆς πάρῃ μὲ ἀδιακρισίαν τὸ στασίδι της.

Ἐσηκώθη, ἐνδύθη κ᾽ ἐστολίσθη, κ᾽ ἐφόρεσε τὴν μακρὰν μεταξωτὴν μανδήλαν της· ἐσήκωσε τὸν μικρὸν ἔγγονόν της, τὸν ἔνιψε, τὸν ἐστόλισε, ἄφησε τὴν νύμφην της, τὴν χήραν, νὰ κοιμᾶται μαζὶ μὲ τὸ μικρὸν κοράσιόν της, ἄναψε τὸ φαναράκι της κ᾽ ἐξῆλθε, συνοδευομένη ἀπὸ τὸν ἔγγονόν της. Κ᾽ εἶχε δίκαιον ν᾽ ἀνησυχῇ διὰ τὸ στασίδι, διότι οἱ περισσότερες, οἱ τωρινές, εἶναι βιλάνες*, σοῦσες-μαροῦσες*, ἀναφάνταλες*, ἀστάνευτες*. Δὲν ξέρει καθεμιὰ τὴν ἀράδα της. Αὐτή, διὰ νὰ ξέρῃ καλὰ τὴν δική της καὶ νὰ προσπαθῇ μὲ πάντα τρόπον νὰ τὴν φυλάξῃ, τῆς ἔβγαλαν κι αὐτὸ τὸ παρεγκώμι, καὶ τὴν εἶπαν Ντελησυφέρω. Οἱ τωρινές, ἐνόμιζαν τάχα πὼς ἦτον «ντελήδισσα* γιὰ τὸ συμφέρο της» καὶ δὲν ἐνθυμοῦντο πλέον τὰ παραμύθια τῆς κυρούλας τους: «Κίνησ᾽ ὁ βασιλιὰς νὰ πάῃ στὸ σεφέρι», ὁποὺ θὰ ᾽πῇ ἐκστρατεία, πόλεμος.

Καὶ τῷ ὄντι, μὲ τὸ ν᾽ ἀγαπᾷ τὸν πόλεμον ἡ θεια-Μαριὼ ἡ Χρήσταινα, ἀπεδεικνύετο, χωρὶς νὰ τὸ ἠξεύρῃ συμφωνοτάτη μὲ τὸν παλαιόν, ὅστις εἶπε: «Πόλεμος πάντων πατήρ». Πόλεμον εἰς ὅλην τὴν γυναικείαν σφαῖράν της, πόλεμον καὶ εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τὴν ἀνδρικὴν ἀκόμη, ὅπου ἐχρειάσθη νὰ ἔχῃ μέγα φρόνημα καὶ θάρρος ἡ Χρήσταινα, χηρεύουσα νέα, ἀναγκασμένη νὰ εἶναι καὶ πατέρας καὶ μάννα διὰ τὰ ὀρφανά της. Ἔπειτα, ὅταν ὁ υἱός της ἀπέθανε καὶ τῆς ἄφησε δευτέραν ὀρφάνια, καὶ πάππος καὶ μάμμη διὰ τὰ ἐγγόνια της. Πόλεμον εἰς τὴν οἰκίαν διὰ νὰ ἐπιβάλλῃ τὴν πειθαρχίαν εἰς τὰ τέκνα της ἢ εἰς τὴν νύμφην της, ἢ εἰς τὰ τέκνα τῶν τέκνων της, πόλεμον εἰς τὴν αὐλὴν καὶ εἰς τὸν δρόμον διὰ νὰ σωφρονίσῃ τὴν γειτόνισσαν ἥτις τὴν ἐνωχλοῦσε· πόλεμον εἰς τὸν φοῦρνον διὰ τὰ ψωμιά, πόλεμον εἰς τὸν ἐλαιῶνα, μὲ τοὺς κακοὺς γείτονας· πόλεμον εἰς τὴν ἀγορὰν μὲ τοὺς αἰσχροκερδεῖς καπήλους καὶ τοκογλύφους, πόλεμον εἰς τὰ δημόσια γραφεῖα καὶ τ᾽ ἀρχεῖα μὲ τοὺς καταπιεστὰς ὑπαλλήλους καὶ εἰσπράκτορας· πόλεμον εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ τὸ στασίδι καὶ διὰ τὴν «ἀράδα της».

Ἦτον ὑψηλή, ἰσχνή, μελαψὴ καὶ ρωμαλέα. Ἄνδρας εἰς τὴν ζωήν της θὰ εἶχε δείρει, κατὰ καιρούς, πέντε ἢ ἕξ· ἕνα πλεονέκτην γείτονα εἰς τὰ κτήματά της, ἕνα μικρέμπορον ὁποὺ τῆς «ἐπανώγραφε» τὰ ὀλίγα βερεσέδια της, ἕνα νέον χωροφύλακα, κ᾽ ἕνα εἰσπράκτορα τοῦ δημοσίου, ὁποὺ τῆς ἐζήτει, καθὼς ἰσχυρίζετο αὐτή, δύο φορὲς τὸν ἴδιον φόρον. Γυναῖκας εἶχε δείρει παραπολλὰς εἰς τὸν φοῦρνον καὶ εἰς ἕνα αὐλόγυρον, ὅπου ἅπλωναν τὰ πλυμένα ροῦχα, καὶ εἰς τὴν ἐξοχήν, κι ἀλλοῦ, καὶ μίαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν.

Εὐτυχῶς, αὐτὴν τὴν φοράν, ἐκείνη ἥτις εἶχε τολμήσει νὰ τῆς πάρῃ τὸ στασίδι της ―πρέπει νὰ ἦτον πολὺ ἄπειρος, διότι ἄλλως δὲν θὰ ἐτόλμα νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὴν Ντελησυφέρω― ἴσως διότι τὸ ἔκαμεν ἐξ ἀγνοίας, ἐφάνη λίαν ἐνδοτική· ἅμα εἶδε τὴν γραῖαν, μὲ τὴν μακρὰν μεταξωτὴν μανδήλαν, καὶ τὸ βλοσυρὸν βλέμμα, νὰ ἐπέρχεται, ὡς θύελλα, κατ᾽ εὐθεῖαν πρὸς αὐτήν (μία γείτων κάτι τῆς ἐψιθύρισεν εἰς τὸ ὠτίον), ἐξῆλθε καὶ παρεχώρησε τὴν θέσιν.

―Ἔλα, θεια-Μαργώ, εἶπεν· ἐγὼ δὲν τό ᾽ξευρα, πλιό, πὼς ἦτον δικό σου τὸ στασίδι.

Καὶ τὸ ἐπεισόδιον ἔληξε μετ᾽ ὀλίγους ψιθυρισμούς. Δὲν συνέβη, τὴν χρονιὰν ἐκείνην, οὔτε δάρσιμον, οὔτε μαλλιοτράβηγμα εἰς τὸ διαμέρισμα τῶν γηραιῶν γυναικῶν.

*
* *

Εἰς τὴν ἀντικρινήν, τὴν νοτιοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ναοῦ, ἐφαίνοντο μερικὰ πρόσωπα ἀνδρῶν νὰ μειδιοῦν, καὶ ἄλλοι νὰ μορφάζουν. Κάτι ἄλλο συνέβαινε.

Δύο παράξενοι γέροι, ὁ Νταραδῆμος, καὶ ὁ καπετὰν Γιῶργος ὁ Κονόμος, εἶχον τὴν μανίαν, ὁ μὲν πρῶτος ν᾽ ἀπαγγέλλῃ, μὲ φωνὴν ἀρκούντως ἀκουστήν, πρὶν νὰ τὰ εἴπῃ ἀκόμη ὁ παπὰς ἢ ὁ ψάλτης ἢ ὁ διαβαστής, πότε ὡς νὰ ἐβοήθει τὸν ψάλτην μακρόθεν, ὅλα τὰ μέρη τῆς ἀκολουθίας, τροπάρια, ψαλμούς, αἰτήσεις, ἐκφωνήσεις· ὁ δὲ δεύτερος νὰ δεικνύῃ ὅτι δὲν ἀνέχεται τὴν μανίαν αὐτήν, καὶ νὰ τὴν σκώπτῃ καὶ νὰ τὴν χλευάζῃ. Ὁ Νταραδῆμος, εἰς τὸ γωνιαῖον ἀκριβῶς στασίδι ἔλεγεν ὡς νὰ ἦτο ὑποβολεύς:

― «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω· ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου».

Καὶ ὁ προεστὼς τοῦ χοροῦ, εἰς τὸ γιουδέκι* ἄνωθεν τοῦ δεσποτικοῦ, ἐπανελάμβανεν:

― «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω».

Καὶ ὁ Κονόμος ὅστις εὑρίσκετο δύο ἢ τρία στασίδια παρεμπρός, στρεφόμενος πρὸς τοὺς περὶ αὐτόν:

― Τ᾽ ἀκοῦτε, χριστιανοί;… τ᾽ ἀκούσατε; καὶ δὲν ξέραμε νὰ τὸν παίρναμε ἀποβραδὺς στὰ σπίτια μας, νὰ μᾶς τὰ πῇ ὅλα!… θὰ γλυτώναμε ἀπ᾽ τὸν κόπο νὰ ᾽ρθοῦμε στὴν ἐκκλησιά.

Καὶ οἱ χριστιανοὶ μετὰ δυσκολίας ἔπνιγον τοὺς γέλωτας.

Εἶτα πάλιν, ὅταν ὁ ψάλτης ἤρχισε:

― «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός…»

Ὁ Νταραδῆμος συνέψαλλε μαζί του, καὶ ὁ γερο-Κονόμος:

― Τὸν ἀκοῦτε, βρὲ παιδιά… ἀνόητοι ποὺ πᾶν καὶ κοπιάζουν γιὰ νὰ μάθουν ψαλτικά… δὲν τὸν παίρνουν δάσκαλο, νὰ τοὺς μάθῃ τζάμπα!

Καὶ οἱ παρεστῶτες ἀκουσίως ἐμειδίων.

Ἀκολούθως, μίαν στιγμὴν πρὶν ὁ παπα-Μανωλὴς νὰ ἐκφωνήσῃ: «Σὺ γὰρ εἶ ὁ Βασιλεὺς τῆς εἰρήνης…», ὁ Νταραδῆμος ἀπήγγελλε: «Σὺ γὰρ εἶ ὁ Βασιλεύς…»

Κι ὁ γερο-Κονόμος:

― Τ᾽ ἀκούσατε, χριστιανοί; Δυὸ λειτουργίες κάνουμε τώρα… Πᾶνε καὶ σκοτίζονται καὶ πληρώνουν γιὰ νὰ γένουν παπάδες… δὲν βάζουν τὸν Νταραδῆμο, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος καὶ παπὰς καὶ διάκος καὶ ψάλτης.

*
* *

Μετὰ πέντε λεπτὰ κάποιος μικρὸς συγκλονισμὸς ἐφάνη ἐντὸς τοῦ χοροῦ, μεταξὺ τοῦ κύκλου ὀλίγων μαγκῶν καὶ μαθητῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ σχολείου, οἵτινες περιεβόμβουν τὰ δύο ἀναλόγια. Ἐπρόκειτο νὰ κανοναρχήσουν τὰς «προαιρέσεις». Τὸν εἱρμὸν τῆς θ´ ᾠδῆς, ὅστις τελειώνει εἰς τὰς λέξεις «ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις, δίδου», ἄδηλον ἂν ὁ κὺρ Ἀναγνώστης τῆς Εὐγενίτσας ἢ ὁ μπαρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ Παρθένης ἢ ἄλλος τις προγενέστερος αὐτοῦ, τὸν ἡρμήνευσεν ὅτι ἐσήμαινε νὰ δίδωνται, χάριν τῆς ἡμέρας, προαιρετικὰ φιλοδωρήματα εἰς τὸν κανονάρχον, καὶ εἶχεν εἰσαχθῆ ἔθιμον, ὅταν τὸ παιδίον τὸ κανοναρχοῦν ἐτελείωνε τὸν στίχον ἐκεῖνον, νὰ περιέρχεται τεῖνον ἀνοικτὸν τὸ Μηναῖον, πρὸς τοὺς προεστοὺς καὶ ἄλλους κατόχους τῶν στασιδίων, οἵτινες ἐφιλοτιμοῦντο νὰ ρίπτωσιν ἐντὸς τοῦ βιβλίου ἀργυρᾶ κέρματα, τουρκικά, σπανίως κανὲν σβάντζικον*, διὰ ν᾽ «ἀσημώσουν» τὸν κανονάρχον.

Αὐτὴν τὴν νύκτα ἠθέλησεν ἐπιμόνως νὰ «πῇ τὰς προαιρέσεις» ὁ γυιὸς τοῦ παπα-Μανωλῆ, ὁ Ἀλέκος, καὶ ἥρπασεν αὐθαιρέτως τὸ Μηναῖον ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἄλλου Ἀλέκου, ὅστις ἦτο ἀνεψιὸς τοῦ προεστοῦ καὶ γυιὸς τοῦ ψάλτου. Εἶτα, ὅταν ὁ Ἀλέκος ἐκανονάρχησεν ἕως τὸ «δεινὸν παιδοκτόνον ἐγκατέλιπον παιζόμενον», πρὶν ἀρχίσῃ τὸ «Στέργειν μὲν ἡμᾶς» μετεμελήθη κι ἔκραξε τὸν συνονόματόν του.

― Τί θέλεις;

― Δὲν λέω ἐγὼ τὰς «προαιρέσεις», ντρέπουμαι· πές τις ἐσύ.

Ὁ ἄλλος Ἀλέκος ἥρπασεν ἀπλήστως τὸ Μηναῖον, κ᾽ ἐκανονάρχησε τὰς «προαιρέσεις». Εὐθὺς τότε ἔτρεξε γύρω γύρω τείνων τὸ βιβλίον διὰ νὰ τὸν ἀσημώσουν. Ἐκεῖ κάτω ἀπὸ τὸ Δεσποτικόν, ἓν ἀγυιόπαιδον ἐξάμωσε* τὴν χεῖρα διὰ νὰ τοῦ ἁρπάσῃ ἕνα πενηνταράκι. Ὁ Ἀλέκος ἔκαμε νὰ κλείσῃ τὸ Μηναῖον. Ἄλλος μάγκας, ὁ Ἀλλοιβαβαῖος καλούμενος, κατέφερεν ἕνα κτύπον εἰς τὸ βιβλίον καὶ τὸ ἀνέτρεψε. Τὰ ἀργυρᾶ κέρματα ἐχύθησαν μετὰ κρότου κάτω εἰς τὰς πλάκας. Δύο ἢ τρία παιδία ἔκυψαν μετὰ θορύβου κάτω ἀναζητοῦντα νὰ εὕρουν τ᾽ ἀργυρᾶ νομίσματα.

Ὁ πλέον κερδισμένος ἀπ᾽ ὅλους ἐβγῆκεν ὁ Νικολὸς τοῦ Διανέλου, ὅστις χωρὶς νὰ λάβῃ τὸν κόπον νὰ κύψῃ κάτω, εἶδεν ἓν σβάντζικον καὶ δύο ἄλλα μικρότερα κέρματα, κ᾽ ἐπρόφθασε νὰ τὰ πλακώσῃ μὲ τὸ πέλμα τῶν ποδῶν του. Ἔπειτα, ἀναβλέψας καὶ ἰδὼν τοὺς γέρους νὰ σταυροκοποῦνται ― ἐπειδὴ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐψάλλετο τὸ ἀκροτελεύτιον «τὴν χάριν δέ, Παρθένε, νέμοις ἄχραντε, προσκυνῆσαι τὸ κλέος», τοὺς ἐμιμήθη κι αὐτός, μὲ πολλὴν εὐλάβειαν.

*
* *

Τέλος, ἐμβῆκαν εἰς τὴν καθ᾽ αὑτὸ λειτουργίαν, ἥτις διεξήχθη πολὺ σύντομα. Περὶ τὸ τέλος ἀκριβῶς, πρὶν ὁ παπὰς εἴπῃ τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ», κάτω ἀπὸ τὸ τελευταῖον στασίδιον, ἠκούσθη καὶ πάλιν ἡ φωνὴ τοῦ γέρο-Νταραδήμου:

― Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν… «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως!…» Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος…

Ὁ γερο-Κονόμος, στραφεὶς μὲ τὴν μίαν πλάτην πρὸς αὐτόν, ἔκαμε μισὸν σταυρόν.

― Κύριε ἐλέησον!… προσκυνᾶτε, χριστιανοί!… καταδῶ, κατὰ τὸν Νταραδῆμο, γυρίστε!

Κ᾽ ἐπῆγε ν᾽ ἀσπασθῇ καὶ νὰ λάβῃ τὸ ἀντίδωρον.

*
* *

Ἔξω, εἰς τὰ στενὰ σοκάκια τοῦ βορείου ὑψηλοῦ χωρίου, ὀλίγον εἶχε πιάσει τὸ χιόνι, ἐμαίνετο ὁ βορρᾶς. Ὁ Νταραδῆμος εἶχεν ἀνάψει τὸ φαναράκι του, ὁ καπετὰν Κονόμος τὸν ἠκολούθει μακρόθεν.

― Καρτέρει κ᾽ ἐμένα, Δῆμο, νὰ μ᾽ φέξῃς λιγάκι.

Ὄπισθεν τοῦ γερο-Κονόμου ἤρχετο ἡ Χρήσταινα ἡ Ντελησυφέρω μὲ τὸν ἔγγονόν της.

― Καλὴ χρονιὰ γείτονα, βοήθειά μας ὁ Χριστός!

― Καλὴ ψυχή, γειτόνισσα!

Ἐπροχώρησαν ὁμοῦ ὀλίγα βήματα. Ἔφθασαν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς οἰκίας τοῦ γερο-Κονόμου.

―Ἔρχεσαι νὰ κάμουμε μιὰ δουλειά, Δῆμο; λέγει οὗτος. Ἐσένα ἡ γριά σ᾽ βαριέται, δὲν θὰ σὄχῃ ζεστασιά. Ἐμένα ἡ Κονόμισσα θὰ μὄχῃ κάτι τι. Ἀνεβαίνεις; Ἐγὼ δὲν ἔχω ὕπνο.

― Καλά, θὰ σᾶς στείλω κ᾽ ἐγὼ τηγανίτες ἀλειψές*, εἶπεν ἡ Ντελησυφέρω.

― Μετὰ χαρᾶς θὰ τὶς δεχτοῦμε, γειτόνισσα.

Ἀνέβησαν οἱ δύο εἰς τὸ ἀρχοντικὸν τοῦ γερο-Κονόμου. Ἐστρώθησαν εἰς τὰ πλούσια μεντέρια*, σιμὰ εἰς τὸ παφλάζον πῦρ τῆς ἑστίας· τὰ φουσκάκια* (ἢ τοὺς λοκμάδες) τὰ εἶχε ἕτοιμα ἡ γερόντισσα. Τὸ φαγὶ τὸ εἶχε κατεβασμένο, καὶ δὲν εἶχε ρίψει τὸ ρύζι διὰ τὴν σούπαν, πρὶν ἔλθῃ ὁ γέρος νὰ τῆς πῇ.

Μετὰ δέκα λεπτὰ ἔφθασεν ἡ Ντελησυφέρω, φέρουσα καὶ τηγανίτες. Φαίνεται θὰ τὶς εἶχεν ἕτοιμες ἡ χήρα, ἡ νύφη της.

Μετ᾽ ὀλίγον ἦλθε κι ὁ παπα-Μανωλής, ὅστις τώρα μόλις ἐτελείωσεν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν υἱόν του Ἀλέκον, τὸν ὁποῖον συνώδευε καὶ ὁ ἄλλος Ἀλέκος.

Ἐρρίφθησαν εἰς τὰ φουσκάκια. Ὁ Ἀλέκος τοῦ παπᾶ ἐδάγκανεν ἕν, ἐκαίετο καὶ τὸ ἐφύσα. Ὁ ἄλλος ὁ συνονόματός του, ἔτρωγεν ἀνὰ δύο-δύο, χωρὶς νὰ καίεται.

Ἡ φιάλη μὲ τὴν μαστίχαν ἔκαμε δύο-τρεῖς γύρους.

Τέλος ὁ γερο-Κονόμος λέγει εἰς τὸν Νταραδῆμον:

― Θὰ μᾶς πῇς τώρα καὶ κανένα τροπαράκι γιὰ τὴν καλὴ χρονιά; Μὴν ἐξέχασαν κανένα οἱ ψάλτηδες καὶ δὲν τὸ εἶπαν;

― Ἀληθινά, εἶπεν ὁ Νταραδῆμος, ἀπαράτησαν ἕνα μεγαλυνάριο, δὲν ξέρω πῶς τοὺς ἦρθε.

«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν ἁγνὴν Παρθένον, τὴν γεννησαμένην Χριστὸν τὸν Βασιλέα».

Μυστήριον ξένον…

(1904)

Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:

ΠΗΓΗ: Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών http://papadiamantis.net/%CE%94%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/%E1%BC%A9-%CE%9D%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B7%CF%83%CF%85%CF%86%CE%AD%CF%81%CF%89-1904

Το Χριστόψωμο (1887)

Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱ μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ μητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλοτε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινὰ πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου. Περὶ μιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήμερον ὁ λόγος.

Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπαρμπα-Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στεῖρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίῃ διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δύο ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέσῃ περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰποῦσαι αὐτῇ ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπὼν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.

Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ἦλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἑαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆράς της.

Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ οὗτος δὲ συνεμερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς μητρός του ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννα ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον δὲ ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μας ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.

Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια*, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε μόνα τὰ ἐλάττώματά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε· δὲν ἦτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στεῖρα, ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾽ ἦτο ἄπαστρη*, ἀπασσάλωτη*, ξετσίπωτη, κτλ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».

Ὁ καπετὰν Καντάκης, σφλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία του ἐφούσκωνεν, ἐξερχόμενος εἶτα συνήντα τοὺς συναδέλφους του ναυτικούς, ἤρχιζαν τὰ καλῶς ὥρισεςκαλῶς σᾶς ηὗρα, ἔπινεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ρώμια, καὶ μὲ τριπλῆν σκοτοδίνην, τὴν ἐκ τῆς θαλάσσης, τὴν ἐκ τῆς γυναικείας διαβολῆς καὶ τὴν ἐκ τῶν ποτῶν, εἰσήρχετο οἴκαδε καὶ βάρβαροι σκηναὶ συνέβαινον τότε μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς συζύγου του.

Οὕτως εἶχον τὰ πράγματα μέχρι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186… Ὁ καπετὰν Καντάκης πρὸ πέντε ἡμερῶν εἶχε πλεύσει μὲ τὴν βρατσέραν του εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον μὲ φορτίον ἀμνῶν καὶ ἐρίφων, καὶ ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἑώρταζε τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν λογαριασμὸν τὸν ἔκαμνεν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δηλ. ἄνευ τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν αἰφνιδίως ἄγριος, καὶ ἔκλεισεν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρμους ὅπου εὑρέθησαν. Εἴπομεν ὅμως ὅτι ὁ καπετὰν Καντάκης ἦτο τολμηρὸς περὶ τὴν ἀκτοπλοΐαν.

Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾽ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ. Τὸ μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.

Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχημάτιζον ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούσῃ καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν.

Αὕτη ἐδέχθη μόνον περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ μειδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθη τὸ ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιμο» καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰν τὸ στερεότυπον «μ᾽ ἕναν καλὸ γυιό».

Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ τῇ προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωμο.

―  Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ θεια-Καντάκαινα, μὲ γειὰ νὰ τὸ φᾷς.

―  Θὰ τὸ φυλάξω ὣς τὰ Φῶτα, διὰ ν᾽ ἁγιασθῇ, παρετήρησεν ἡ νύμφη.

―Ὄχι, ὄχι, εἶπε μετ᾽ ἀλλοκότου σπουδῆς ἡ γραῖα, τὸ δικό της φυλάει ἡ καθεμιὰ νοικοκυρὰ διὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται.

―  Καλά, ἀπήντησεν ἠρέμα ἡ Διαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλύτερα.

Ἡ Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακόν τι.

―  Πῶς τό ᾽παθε ἡ πεθερά μου καὶ μοῦ ἔφερε χριστόψωμο, εἶπε μόνον καθ᾽ ἑαυτήν, καὶ ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραῖα, ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιμήθη μετά τινος δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις τῇ ἔκαμνε συντροφίαν ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐκοιμήθη πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ ἁγ. Νικολάου μόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήματα ἀπὸ τῆς οἰκίας της.

Περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐσήμαναν παρατεταμένως οἱ κώδωνες. Ἡ Διαλεχτὴ ἠγέρθη, ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ παρακοιμωμένη αὐτῇ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον, ὅτι μόνον μέχρις οὗ σημάνῃ ὁ ὄρθρος θὰ ἔμενε μετ᾽ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὡδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. Αἱ δύο οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ.

Ἡ Διαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ μόλις παρῆλθεν ἡμίσεια ὥρα καὶ γυνή τις πτωχὴ καὶ χωλὴ δυστυχής, ἥτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τῇ λέγει εἰς τὸ οὖς:

―  Δῶσέ μου τὸ κλειδί, ἦλθε ὁ ἄντρας σου.

―Ὁ ἄντρας μου! ἀνεφώνησεν ἡ Διαλεχτὴ ἔκπληκτος.

Καὶ ἀντὶ νὰ δώσῃ τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἡ ἰδία.

Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίμακα τῆς οἰκίας βλέπει τὸν σύζυγόν της κατάβρεκτον, ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν.

―  Εἶμαι μισοπνιγμένος, εἶπε μορμυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωμε ἔξω, τὸ καθίσαμε στὰ ρηχά.

―  Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ Διαλεχτή.

―Ὄχι, δὲν εἶναι, σοῦ λέγω, τίποτε. Ἡ βρατσέρα εἶναι σίγουρη, μὲ δύο ἄγκουρες ἀραγμένη, καὶ καθισμένη.

―  Θέλεις ν᾽ ἀνάψω φωτιά;

― Ἄναψε, καὶ δῶσέ μου ν᾽ ἀλλάξω.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ κιβωτίου ἐνδύματα διὰ τὸν σύζυγόν της καὶ ἤναψε πῦρ.

―  Θέλεις κανένα ζεστό;

―  Δὲν μ᾽ ὠφελεῖ ἐμένα τὸ ζεστό, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Κρασὶ νὰ βγάλῃς.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ βαρελίου οἶνον.

―  Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ μαγειρεύσῃς τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός.

―  Δὲν σ᾽ ἐπερίμενα ἀπόψε, ἀπήντησε μετὰ ταπεινότητος ἡ Διαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα. Θέλεις νὰ σοῦ ψήσω πριζόλα;

―  Βάλε στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κ᾽ ἐγὼ σὲ λίγο.

Ἡ Διαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἥτις ἐσχηματίσθη ἤδη, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου της, ἥτις ἦτο καὶ ἰδική της ἐπιθυμία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήσῃ. Σημειωτέον ὅτι τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου» ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς.

―Ἡ μάννα μου δὲν θὰ τό ᾽μαθε βέβαια ὅτι ἦλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ Καντάκης.

―Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν ἡ Διαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω;

―  Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης.

―  Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾷς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ μὲ ἀφήσῃς μόνον;

―  Νὰ μεταλάβω κ᾽ ἔρχομαι, ἀπήντησεν ἡ γυνή.

Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλμησε ν᾽ ἀντείπῃ τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφημία. Οὐχ ἧττον ὅμως τὴν βλασφημίαν ἐνδιαθέτως τὴν ἐπρόφερεν.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλῃ ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν πενθεράν της ἕνα δωδεκαετῆ παῖδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας, ἧς ἡ θυγάτηρ ἐκοιμήθη ἀφ᾽ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν.

Ὁ Καντάκης, ὅστις ἐπείνα τρομερά, ἤρχισε νὰ καταβροχθίζῃ τὴν πριζόλαν. Καθήμενος ὀκλαδὸν παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο νὰ σηκωθῇ καὶ ἀνοίξῃ τὸ ἑρμάρι διὰ νὰ λάβῃ ἄρτον, ἀλλ᾽ ἀριστερόθεν αὐτοῦ ὑπεράνω τῆς ἑστίας ἐπὶ μικροῦ σανιδώματος εὑρίσκετο τὸ χριστόψωμον ἐκεῖνο, τὸ δῶρον τῆς μητρός του πρὸς τὴν νύμφην αὐτῆς. Τὸ ἔφθασε καὶ τὸ ἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν μετὰ τοῦ ὀπτοῦ κρέατος.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾽ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.

Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τὸν εὗρε κοκκαλωμένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ χριστοψώμου ἀπὸ τοῦ σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα.

Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρμακωμένο χριστόψωμον, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.

Ἰατροὶ ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ μικρᾷ νήσῳ· οὐδεμία νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώματος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου.

Σημειωτέον ὅτι ἡ γραῖα συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν νύμφην της, ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων. Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲν θὰ ἦτο βεβαίως πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆράς της.

(1887)

Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:

ΠΗΓΗ: Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών http://papadiamantis.net/%CE%94%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/%CE%A4%E1%BD%B8-%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%88%CF%89%CE%BC%CE%BF-1887

Μανέ: ρεαλισμός, ιμπρεσσιονισμος και μερικοί από τους πιο πολυσυζητημένους πίνακές του

Σαν σήμερα, στις 30 Απριλίου (1883), πεθαίνει σε ηλικία 51 ετών ο Γάλλος ζωγράφος Εντουάρντ Μανέ. Ιδιαίτερα αμφιλεγόμενος κατά την εποχή του, υπήρξε ο πατέρας του ιμπρεσιονισμού και συγχρόνως ένας πολύ τολμηρός καλλιτέχνης που δεν φοβόταν να θίξει ανέγγιχτα ζητήματα των καιρών του.

Τα πρώτα χρόνια και η στροφή προς την ζωγραφική

Ο Edouard Manet γεννήθηκε στο Παρίσι 23 Ιανουαρίου 1832 και καταγόταν από επιφανή οικογένεια. Ο πατέρας του, όντας δικαστής, επιθυμούσε ο γιος του να ακολουθήσει ανάλογη πορεία. Ωστόσο, ο θείος του νεαρού Μανέ τον παρακίνησε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική και φρόντιζε να έρχεται συχνά σε επαφή με το Λούβρο,Άι τα έργα τέχνης που φιλοξενούσε. Τελειώνοντας τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ο Μανέ παρακολούθησε εναν κύκλο μαθημάτων ζωγραφικής και εκεί γνώρισε τον Antonin Proust, μετέπειτα υπουργό καλών τεχνών, με τον οποίο διατήρησε μία φιλική σχέση για όλη του τη ζωή. Μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες να καταταγεί στο στρατό, ο πατέρας του συναίνεσε στο να ακολουθήσει ο νεαρός Μανέ την κλίση του προς την ζωγραφική.

Ο Έντουαρντ σπούδασε για έξι χρόνια κοντά στον ζωγράφο Thomas Couture και έπειτα ταξίδεψε στη Γερμανία, την Ιταλία και την Ολλανδία λαμβάνοντας επιρροές από σπουδαίους καλλιτέχνες των χωρών εκείνων, όπως ο Γκόγια και Βελάσκεζ. Όσο ήταν φοιτητής συνήθιζε να περνά ώρες αντιγράφοντας τα έργα των παλαιών διδασκάλων, δηλαδή των μεγάλων ζωγράφων που έζησαν μεταξύ 13ου και 17ου κυρίως αιώνα.

Επεκτείνοντας το ρεαλισμό

Τελειώνοντας τις σπουδές του, ο Μανέ άνοιξε το δικό του studio. Ξεκίνησε με ένα στύλ ρεαλιστικό, επηρεασμένος από το ρεαλιστή Gustave Courbette. Πάνω σε αυτό, δημιούργησε ένα προσωπικό ύφος με πινελιές χαλαρές, απλοποίηση στις λεπτομέρειες και αποφυγή των μεταβατικών χρωματικών τόνων. Αντλούσε θέματα από την καθημερινή ζωή, όπως ταυρομαχίες, ανθρώπους σε Καφενεία, τραγουδιστές και τσιγγάνους. Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς πίνακες αυτής της περιόδου του καλλιτέχνη είναι ο “Πότης Αψεντιού” (1858-1859), ο οποίος αποτέλεσε την πρώτη -απορριφθείσα- συμμετοχή του στην τεράστιου βεληνεκούς έκθεση Salon de Paris.

Η θεματολογία του εμπλουτίστηκε αργότερα με σκηνές θρησκευτικές και ιστορικές, όπως για παράδειγμα ο πίνακας “Ο Χριστός νεκρός με αγγέλους “. Παρά το θρησκευτικό περιεχόμενο και τις εμφανείς επιρροές από τους μεγάλους διδασκάλους, ο Μανέ δε διστάζει να δώσει τη δική του οπτική, αποφεύγοντας την έκφραση της πνευματικότητας και της θεϊκής φύσης. Το σώμα του Χριστού εδώ μοιάζει με το σώμα ενός μεταλλωρύχου, απομακρύνεται από την θεϊκή του φύση και προσεγγίζει έναν άνθρωπο και μάλιστα κατώτερης κοινωνικής τάξης. Φυσικά κάτι τέτοιο προκάλεσε αντιδράσεις τους καλλιτεχνικούς κύκλους καθώς αντιτίθετο στις απεικονίσεις που δινόταν μέχρι τότε για τα Θεία.

Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ζωγράφιζε υπήρξε πολλές φορές αντικείμενο κριτικής και απόρριψης από τους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής του. Ταυτόχρονα όμως, η πρωτοπορία του δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Ας πάρουμε για παράδειγμα δύο πίνακες του, που δημιουργήθηκαν Την ίδια χρονιά, το 1863. Ο πρώτος πίνακας, ο Ισπανός τραγουδιστής, κέντρισε το ενδιαφέρον πολλών νέων καλλιτεχνών, παρά το γεγονός ότι θεωρήθηκε “ελαφρώς προχειροφτιαγμένος”, λόγω της τεχνοτροπίας του (χαλαρές πινελιές). Σύντομα αλγεινές ιδιαίτερα δημοφιλές έργο στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Ο δεύτερος πίνακας το πορτραίτο των γονέων του καλλιτέχνη, έλαβε ιδιαίτερα αυστηρή κριτική. Θεωρήθηκε κάτι το “αρρωστημένο”, δεδομένου ότι την περίοδο που δημιούργησε ο Μανέ την αυτοπροσωπογραφία, ο πατέρας του έπασχε από παράλυση και αφασία, λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου.

Αγγίζοντας τα ανέγγιχτα

Ήδη από τα πρώιμα έργα του ο Μανέ δεν δίσταζε να θίγει με τρόπο άμεσο επίκαιρα κοινωνικά ζητήματα, κοινωνικά και πολιτικά, προκαλώντας συχνά μεγάλες αντιδράσεις. Στους πίνακες του “Πρόγευμα στην χλόη” και “Ολυμπία” λαμβάνοντας επιρροή από έργα προγενέστερων και αναγεννησιακών ζωγράφων, όπως ο Γκόγια και ο Μποττιτσέλλι δίνει μία διαφορετική διάσταση στο γυμνό γυναικείο σώμα. Αντιπαραβάλλει το γυμνό γυναικείο σώμα απέναντι σε σώματα ντυμένα, χωρίς τον συγκαλυμμένο τρόπο και την σεμνότητα που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν στο παρελθόν. Οι γυναίκες κοιτούν ευθεία, χωρίς ένδειξη ντροπής για την γύμνια τους, και ο πίνακας παίρνει μία σεξουαλική διάσταση που δε συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Στον πίνακα Ολυμπία ο παρατηρητής καταλαβαίνει ότι πρόκειται για μία εκδιδόμενη γυναίκα.

Ένας πίνακας τον οποίο ο Μανέ θεωρούσε μεγάλη σημασίας ήταν η “εκτέλεση του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού”. Το συγκεκριμένο έργο αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σε μέγεθος έργα του ζωγράφου και υπάρχει σε τρεις εκδοχές, εκ των οποίων η μία είναι λιθογραφία. Ο πίνακας απεικονίζει Μεξικάνους στρατιώτες να εκτελούν με ομοβροντία έναν αυτοκράτορα του Αψβούργου, τον οποίο είχε εγκαταστήσει ο Ναπολέων ο τρίτος. Η μεταφορά στην τέχνη του ιστορικού αυτού γεγονός, το οποίο από μόνο του είχε εγείρει έντονες συζητήσεις γύρω από την εξωτερική πολιτική της Γαλλίας, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και είχε ως αποτέλεσμα να απαγορευθεί η έκθεση όλων των εκδοχών του πίνακα στη Γαλλία.

Τα έργα που προαναφέρθηκαν απορρίφθηκαν από σημαντικές εκθέσεις και κατακριθηκαν για την ωμότητα του περιεχομένου τους. Εντούτοις έφερναν με αμεσότητα στο φως ζητήματα που το κατεστημένο δεν “επέτρεπε” να τεθούν.

Εκφράζοντας το μοντέρνο

Ο Μανέ ζωγράφιζε τη ζωή στο Παρίσι σε όλες της τις διαστάσεις. Εξέφρασε τα μοντέρνα στοιχεία της Με αμεσότητα και πολλές φορές έναν τρόπο πρωτοποριακό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μοντερνισμού αποτελεί ο πίνακας “Ο σιδηρόδρομος”, ή, διαφορετικά, ο σταθμός Σεν Λαζάρ. Εκεί απεικονίζεται το αγαπημένο μοντέλο του ζωγράφου, η Victorine Meurent καθιστή, μαζί με ένα μικρό κοριτσάκι το οποίο παρακολουθεί το τρένο που φεύγει. Η ιδιαιτερότητα του πίνακα Είναι ότι ο ζωγράφος δεν δίνει έντονη την αίσθηση της προοπτικής, με τον ορίζοντα να καλύπτεται από τα κάγκελα του σταθμού στα οποία ακουμπάει το κοριτσάκι και το μόνο ίχνος του τρένου, το οποίο θα έπρεπε να βρίσκεται στο φόντο, να είναι ο καπνός του. Το έργο θεωρήθηκε ότι αποσυντονίζει τον παρατηρητή και αντιμετωπίστηκε με αποδοκιμασία από το κοινό στην εποχή του δημιουργού του. Σήμερα όμως θεωρείται το κατεξοχήν σύμβολο της μοντέρνας εποχής.

Το έργο του Μανέ είναι τεράστιο, όπως και η συνεισφορά του στην μοντέρνα τέχνη. Οι πίνακες του προσφέρονται για ποικίλες αναλύσεις Και προσφέρουν στον παρατηρητή Μία διαφορετική οπτική όχι μόνο σε σχέση με την τεχνοτροπία, αλλά και σε σχέση με την θεματολογία ενός πίνακα ζωγραφικής. Αυτός είναι και ο λόγος που αμανέ θεωρείται ένας από τους πιο πρωτοπόρους και σημαντικούς καλλιτέχνες του 19ου αιώνα.