Ο Ηλίας Λάγιος γεννήθηκε στην Άρτα στις 5 Ιουλίου 1958 και έζησε εκεί ως την αρχή της εφηβείας του, οπότε η οικογένειά του μετακινήθηκε στο Ναύπλιο, για να εγκατασταθεί μετά από λίγα χρόνια στην Αθήνα. Εκεί σπούδασε στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ταυτόχρονα ξεκίνησε το μακρύ και πολυτάραχο ταξίδι του στην ποιητική δημιουργία. Η Σόλωνος, οι παράδρομοι των Εξαρχείων και του Κολωνακίου, η Σμολένσκι όπου έμενε αρχικά και η Βεΐκου στη συνέχεια, θα συνέθεταν το μικρόκοσμο όπου ο Λάγιος θα κινούνταν καθημερινά, θα γνωριζόταν και θα συναναστρεφόταν με ποιητές, λογοτέχνες, διανοούμενους, αλλά και ανθρώπους του περιθωρίου, όπως τελικά έζησε και ο ίδιος. Εκεί συναναστράφηκε και δημιούργησε μια μποέμικη παρέα που την ένωνε το αλκοόλ, οι συζητήσεις για την πολιτική και την ποίηση. Εργάστηκε σε τυπογραφείο, σε γκαλερί σε περιοδικά και μέχρι το τέλος ως διορθωτής και επιμελητής εκδόσεων. Πέφτει από το μπαλκόνι του σπιτιού του και στις 5 Οκτωβρίου 2005, λίγες μέρες μετά υποκύπτει στα τραύματά του.
Κοντεύουν 30 χρόνια από το θάνατο του αγαπημένου καλλιτέχνη Παύλου Σιδηρόπουλου, κι εμείς ετοιμάσαμε ένα μικρό αφιέρωμαστον «Πρίγκηπα της ελληνικής Ροκ».
Γεννήθηκε στην Αθήνααπό ευκατάστατη οικογένεια, ωστόσο μέχρι τα έξι έτη του διέμενε στη Θεσσαλονίκη. Θεία του ήταν η γνωστή λογοτέχνις Έλλη Αλεξίου.
Υπήρξε καλός μαθητής και ξεκίνησε τις σπουδές του ως Μαθηματικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε, καθώς την περίοδο της χούντας κατέβηκε στην Αθήνα. Στο μεταξύ, ήδη από τα εφηβικά του χρόνια, είχε έρθει σε επαφή με τη ροκ μουσική.
Έχοντας ήδη συνεργαστεί μουσικά, ως φοιτητής, με το Βαγγέλη Γερμανό, το 1969 γνώρισε τον Παντελή Δεληγιαννίδη και μαζί κατέβηκαν στην Αθήνα, συγκροτώντας το σχήμα «Δάμων και Φιντίας». Οι πρώτες δισκογραφικές δουλειές του Σιδηρόπουλου έγιναν στα πλαίσια του σχήματος αυτού, στη δισκογραφική εταιρεία «Λύρα».
Λίγο πριν το τέλος της Δικτατορίας, ο Σιδηρόπουλος μαζί με τον Δεληγιαννίδη έγινε μέλος του σχήματος «Τα Μπουρμπούλια». Πραγματοποίησαν ζωντανές εμφανίσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και έβγαλαν ένα δίσκο , ωστόσο στις αρχές του ‘74, το συγκρότημα διαλύθηκε, μην έχοντας ευκαιρία κυκλοφορίας δίσκου μεγάλης διαρκείας, ούτε επαρκείς πόρους από τις εμφανίσεις τους.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο καλλιτέχνης συνεργάστηκε με μια από τις σημαντικότερες μορφές του ελληνικού πολιτικού τραγουδιού, το Γιάννη Μαρκόπουλο. Συνεργάστηκαν δυο φορές, με διαφορα είκοσι ετών, παράγοντας σημαντικό καλλιτεχνικό έργο. Ωστόσο ο Σιδηρόπουλος θεωρούσε την πρώτη περίοδο συνεργασίας τους νεκρή καλλιτεχνική περίοδο για τον ίδιο.
Καθώς η δεκαετία του ‘70 προχωράει, ο Σιδηρόπουλος πραγματοποιεί σποραδικές ηχογραφήσεις και ψάχνει σχήμα για να ηχογραφήσει τις συνθέσεις του. Ο φίλος και συνεργάτης του, Δημήτρης Πουλικάκος, του προτείνει το συγκρότημα Σπυριδουλα. Έτσι, το 1978 ξεκινούν επίσημα τις πρόβες για την ηχογράφηση τους δίσκου «Φλου». Συμμετείχαν επίσης, έμπειροι μουσικοί, τους οποίους γνώριζε ήδη ο Σιδηρόπουλος και οι ηχογραφήσεις έγιναν στα στούντιο της Columbia. Oι πρόβες δεν κυλούσαν ομαλά, καθώς υπήρχαν ζητήματα συνεννόησης, πιθανώς εξαιτίας και του προβλήματος εθισμού του Σιδηρόπουλου (ήταν εθισμένος στην ηρωίνη) και ο δίσκος, που εξελίχθηκε στο σημαντικότερο ίσως άλμπουμ της ελληνικής Ροκ, κυκλοφόρησε με καθυστέρηση το Μάιο του ‘79. Η καταξίωση του δίσκου δεν ήρθε αμέσως, παρόλο που η δουλειά αντιμετωπίστηκε θετικά, αλλά σε βάθος χρόνου, με διαρκείς επανεκδόσεις και διακρίσεις. Αρχικά τα αντίτυπα που πωλήθηκαν ήταν πολύ λίγα (5.000)
Την ίδια περίοδο, ο καλλιτέχνης πραγματοποίησε ορισμένες κινηματογραφικές εμφανίσεις, κοντά στο σκηνοθέτη Ανδρέα Θωμόπουλο. Η πορεία του στην υποκριτική θα συμπεριλάβει, λίγα χρόνια αργότερα και μια τηλεοπτική εμφάνιση, στη σειρα του Κώστα Φέρρη «Οικογένεια Ζαρντή», που προβλήθηκε στην ΕΡΤ-1.
Αναζητώντας νέο συγκρότημα, ο Σιδηρόπουλος θα σχηματίσει την Εταιρία Καλλιτεχνών, ένα σχήμα που διατηρήθηκε με αλλαγές μέχρι το 1980, ωστόσο δεν κυκλοφόρησε δίσκο. Κατόπιν και ως το τέλος της ζωής του, ο μουσικός θα παίζει με τους Απροσάρμοστους, κάνοντας μεγάλη επιτυχία. Παράλληλα θα συνεργαστεί για δεύτερη φορά με το Γιάννη Μαρκόπουλο στο δίσκο «Ηλεκτρικός Θησεας», δίνοντας για δεύτερη δορά μαζί του συναυλία στο Ηρώδειο.
Τελευταία προσωπική δισκογραφική δουλειά του ήταν ο δίσκος «Χωρίς μακιγιάζ», μια ζωντανή ηχογράφηση στο συναυλιακό χώρο του Μετρό. Έχοντας μια διαρκώς επιβαρυνόμενη υγεία -το αριστερό του χέρι άρχιζε να παραλύει το καλοκαίρι του ‘90- , ο Παύλος Σιδηρόπουλος κατέληξε στις 6 Δεκεμβρίου του 1990, έπειτα από υπερβολική δόση ηρωίνης. Το δημοσιευμένο μουσικό του έργο εμπλουτίστηκε μετά το θάνατο του, από ανέκδοτες ηχογραφήσεις, εκτελέσεις συνθέσεων του από άλλους καλλιτέχνες και έργα που δεν πρόλαβε να κυκλοφορήσει ο ίδιος εν ζωή.
Σαν σήμερα, 21 Ιουλίου του 1928 νωρις το απόγευμα, ο Κώστας Καρυωτάκης δίνει τέλος στη ζωή του με μια σφαίρα στην καρδιά. Βρίσκεται στην Πρέβεζα, όπου έχει μετατεθεί στο Γραφείο Μετοικισμού και Αποκαταστάσεως προδφύγων, ύστερα από έντονη διαμάχη του ως συνδικαλιστή, με το Υπουργείο Πρόνοιας, η οποία οδήγησε σε συνεχόμενες αποσπάσεις του από την Αθήνα. Ο ποιητής αφήνει πίσω του μια επιστολή.
Αυτή δημοσιεύθηκε το 1938, λογοκριμένη στα σημεία που βρίσκονται σε αγκύλες, ώστε να μη δίνονται στοιχεία για τις καταστάσεις που δημιουργησαν στον ποιητή την τραγωδία του όπως ο ίδιος αναφέρει. Πλέον γνωρίζουμε ότι εκτός από την ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε, τη σύφιλη, και τις ιδιαίτερα δύσκολες επαγγελματικές συνθήκες που βίωνε για χρόνια, ο Καρυωτάκης γνώριζε ότι σύντομα θα συνετασσόταν ισχυρό κατηγορητήριο προς το πρόσωπό του από το υπουργείο Προνοίας.Τα παραπάνω θα μπορούσαν να εξηγήσουν την ψυχολογική κατάρρευση του ποιητή.
Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθεια μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. [Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό.] Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. [Ήμουν άρρωστος.]
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη καριωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επι δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Σαν σήμερα, το 1934 έφυγε από τη ζωή μόνος και σχεδόν άγνωστος ακόμα, ο Θεόφιλος, ο εξαιρετικός λαϊκός ζωγράφος που απαθανάτισε θρύλους και παραδόσεις, καθημερινές στιγμές από την ελληνική πραγματικότητα με το μοναδικό του προσωπικό ύφος που καθιστά τα έργα του από τα πλέον αναγνωρίσιμα της ελληνικής ζωγραφικής.
Αυτοδίδακτος καλλιτέχνης κατέληξε να αναγνωριστεί ως ο σπουδαιότερος λαϊκός καλλιτέχνης της Ελλάδας – το ταλέντο του οποίου όμως αναγνωρίστηκε μοναχά μετά θάνατον. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ή Θεόφιλος Κεφαλάς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γνωστός απλά ως Θεόφιλος, γεννήθηκε στη Βαρειά της Λέσβου, μεταξύ του 1867 και 1870, πρώτο παιδί μια φτωχής οικογένειας που απέκτησε άλλα επτά στη συνέχεια. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου. Ο παππούς του τον λάτρευε. Τον κάθιζε στα πόδια του, τον αγκάλιαζε και του έδειχνε τη ζωγραφική του, του έλεγε ιστορίες: για τους βίους των αγίων, τους ήρωες του 1821, τον Μ. Αλέξανδρο. Αυτοί οι ήρωες θα αποτυπωθούν στο έργο του Θεόφιλου. Το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική εκδηλώθηκε από νωρίς και φέρεται να ήταν αντιστρόφως ανάλογο με την απόδοσή του στα σχολικά θρανία.
«Δεν ξέρω την ιστορία όπως οι δάσκαλοι από τα βιβλία. Την ξέρω όπως την λέει ο τόπος και τα τραγούδια του. Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις» έλεγε ο Θεόφιλος.
Τα βιογραφικά στοιχεία για το Θεόφιλο είναι σκόρπια και ασαφή. Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες έφυγε από το νησί σε ηλικία 18 περίπου ετών και πέρασε κάποια χρόνια της ζωής του στη Σμύρνη. Από την μικρασιατική πόλη έφυγε ύστερα από κάποιο επεισόδιο για να φτάσει στην Αθήνα, όπου κατά τον «ατυχή πόλεμο» του 1897 επιχείρησε να καταταγεί στο στρατό, χωρίς όμως να γίνει δεκτός. Από εκεί φεύγει για τη Μαγνησία, στο Πήλιο και στο Βόλο,όπου θα περάσει περί τα 30 χρόνια της ζωής του, και θα αφήσει πλήθος σημαντικών έργων του. Στη ζώνη της φουστανέλας του ζώνεται με πινέλα και χρώματα που τα έφτιαχνε ο ίδιος από τρίχες αλόγου και για τα χρώματα κοπανούσε λουλούδια και χορτάρια που έβρισκε άφθονα στην φύση μαζί με κρεμμύδια και φλούδες ροδιού. Μετά τα ανακάτευε με τις μπογιές των μπογιατζήδων. Για να δέσουν όλα, κάποιες φορές πρόσθετε γάλα συκιάς ή αυγό. Για να επιβιώνει, έκανε τον χαμάλη, ασβέστωνε τοίχους, ξεχορτάριαζε, κουβαλούσε νερό, και ότι άλλη δουλειά του ποδαριού έβρισκε. Ζωγράφιζε σε καφενεία, ταβέρνες, χάνια, στο χωριό Μηλιές φιλοτεχνεί την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, αλλά και πολλά σπίτια, ελαιοτριβεία, φούρνους, μύλους κ.α. Στο Βόλο ζωγραφίζει και πλήθος επιγραφών στα προσφυγικά των εκδιωχθέντων από την Μικρά Ασία. Δυστυχώς, πολλά από τα έργα του έχουν καταστραφεί είτε από σεισμούς και πυρκαγιές, είτε από κατεδαφίσεις και αμέλεια.
Ο Θεόφιλος φέρεται να είχε και έντονη συμβολή στα κοινωνικά δρώμενα της περιοχής, με την διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές ενώ την περίοδο της Αποκριάς, συνήθιζε να κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο άλλοτε ντυμένος ως Μεγαλέξανδρος, με μακεδονική φάλαγγα μαθητές σχολείων, και άλλοτε ως ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που έφτιαχνε ο ίδιος.
Υπήρξε πάντοτε ιδιαίτερα φτωχός, και συχνά ζωγράφιζε τοίχους καφενείων ή σπιτιών για ένα κερδίσει ένα πιάτο φαγητό. Εξίσου συχνά έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης ειδικά λόγω της επιλογής του, από μια ηλικία και μετά, να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως οι ήρωες που απεικόνιζαν τα έργα του. Τον αποκαλούσαν «ζερβοκουτάλα», καθότι ήταν αριστερόχειρας, «μισακάτη», «αχμάκη», «σοβατζή» και «φουστανέλα» . Το 1927 επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εικάζεται πως αφορμή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος — για να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους — έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε, με αποτέλεσμα να χτυπήσει το κεφάλι του, το χέρι του και να σπάσει δύο πλευρά.
Στην Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Όλο το νησί γέμισε με τις ζωγραφιές του. Στο τέλος της ζωής του, έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα. Ένα στρώμα κατάχαμα, ένα ντουλάπι, δυο κασέλες, μια μικρή αυλή που φύτευε τα μπαξεβανικά του και δυο αμυγδαλιές. Παρέα του είχε την Μαρουλιώ, την γάτα του που υπερλάτρευε. Ο Θεόφιλος πεθαίνει στις 24 Μαρτίου του 1934. Πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση.
Βασικό τομέα στη θεματική του Θεόφιλου αποτελούν οι παραστάσεις από την Επανάσταση του 1821. Οι ήρωες του είναι όλοι ηρωικοί και παλικαράδες. Ο ήρωας που έρχεται πρώτος στον θαυμασμό του είναι ο Αθανάσιος Διάκος και είναι συχνή η απεικόνιση της σύλληψής του. Τον Καραϊσκάκη τον σχεδίασε αρκετές φορές. Πολλοί ακόμα είναι οι εικονογραφικοί τύποι του Κατσαντώνη. Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν αγαπητός στο πανελλήνιο και γι’αυτό επανέρχεται συχνά στην εικονογραφία του Θεόφιλου. Επίσης ζωγράφισε και το στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη. Ο χορός του Ζαλόγγου, ο Ρήγας Φεραίος με τον Κοραή και αρκετοί άλλοι ήρωες σε γνωστά τους κατορθώματα συμπληρώνουν αυτόν τον κύκλο της θεματικής του Θεόφιλου.
Ο «ταξιδιώτης από τα Παρίσια», ο Στρατής Ελευθεριάδης, γνωστός ως Τεριάντ, πατριώτης και εμπνευστής κορυφαίων δημιουργών του 20ου αιώνα, ήταν εκείνος που, μετά από παρότρυνση του ζωγράφου Γιώργου Γουναρόπουλου, επισκέφθηκε το 1929 τη Μυτιλήνη, αγόρασε έργα του Θεόφιλου και ανέλαβε την προώθησή του – ο Θεόφιλος όμως δεν έζησε αρκετά για να χαρεί την αναγνώρισή του, καθώς πέθανε πέντε χρόνια αργότερα. Τον Ιούνιο του 1961 εγκαινιάστηκε μεγάλη έκθεση με έργα του Θεόφιλου στο Μουσείο του Λούβρου. Ήταν ο θρίαμβος του Θεόφιλου. Το κοσμοπολίτικο Παρίσι υποδέχθηκε τον Έλληνα αυτοδίδακτο καλλιτέχνη, τον “παρθένο μαθητή των αισθήσεων”, ο οποίος, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη “έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο”. Η έκθεση οφείλετο στον Τεριάντ, που προσέδωσε κύρος στο έργο του, κινώντας το ενδιαφέρον της Ευρώπης, των διανοουμένων της εποχής. Ο “εν ξιφήρεις” φουστανελάς μπήκε στις αίθουσες του πιο λαμπρού μουσείου και οι Λουδοβίκοι συναντήθηκαν με τον Αντώνη Κατσαντώνη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Μέγα Αλέξανδρο, την Αρετούσα. Έργα απλά, ελεύθερα, γεμάτα φως, σοφία και γλαφυρότητα, ενθουσίασαν τους επισκέπτες της έκθεσης “οι οποίοι εξεφράζοντο μετά θαυμασμού δια την πρωτοτυπίαν του ζωγράφου Θεόφιλου, που θεωρείται ως ο πρωτοπόρος της λαϊκής αυτής τεχνοτροπίας”.
«Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι και, καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, τη μεγάλη αφίσα της έκθεσης του Θεόφιλου, που είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε, λοιπόν, ναι. Υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο». Όταν ο Ελύτης θα εξομολογηθεί στον Τεριάντ τη σκέψη του ότι «τα περισσότερα απ’ αυτά (τα έργα του Θεόφιλου) θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής», ο μεγάλος τεχνοκριτικός και συλλέκτης θα αποφασίσει να χρηματοδοτήσει το Μουσείο Θεόφιλου, που εγκαινιάζεται στη Βαρειά της Μυτιλήνης, τη γενέτειρα του ζωγράφου, τον Ιούλιο του 1965 και στεγάζει 86 έργα του – έργα που τα τελευταία χρόνια έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές εξαιτίας της έκθεσής τους στον ήλιο, την υγρασία και τη σκόνη.
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του ‘βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του − αν σώζονται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μια ανεμόσκαλα και του ‘σπασαν ένα-δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτήν τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στον Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δεν σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό, αλλά και να διδαχτούμε από τον λαό». Έτσι περιγράφει τον βίο και την πολιτεία του Θεόφιλου ο Γιώργος Σεφέρης στην ομιλία του στην Αλεξάνδρεια το 1943 για τον Μακρυγιάννη. «Θυμούμαι πάντα τον Θεόφιλο, όταν συλλογίζομαι τον Μακρυγιάννη» θα πει ο ποιητής.
Ο Γιάννης Τσαρούχης θαύμαζε τον Θεόφιλο και μελέτησε ιδιαίτερα το έργο του, ενώ δεν τον συμπεριέλαβε, όπως άλλοι, στην κατηγορία των «αφελών ζωγράφων».
«…Τη δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους. Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στη Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σ’ αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις -έχω υπ’ όψη μου μερικά θαυμάσια έργα- έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό. Η εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη αποτελεί τη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας, που υπάρχει στα έργα του Βόλου, εξαφανίζεται εδώ για να δώσει τη θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία. Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστασιακή αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μιαν απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου. Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τeriade, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. εδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν τη θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα...», έγραψε για το έργο του Θεόφιλου, ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης.
«Τον Θεόφιλο τον παίρνω σαν ζωγράφο που με τη ζωγραφική του είπε αυτά ακριβώς που παρέλειψαν να πουν οι ανακαινιστές της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνος, των οποίων το έμβλημα υπήρξε το “εφάμιλλον των ευρωπαϊκών”» θα γράψει. «Ο Θεόφιλος ανήκει στην αντίθετη παράταξη απ’ αυτή στην οποία ανήκουν οι δάσκαλοι, οι καθαρευουσιάνοι κι οι δημοτικιστές, οι ακαδημαϊκοί κι οι μοντέρνοι, οι συντηρητικοί κι οι εξ επαγγέλματος επαναστάτες. Είναι απ’ τη μεριά των σοφών και των τρελών, παρέα με τον Σολωμό, τον παγωμένο-θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά, κι όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Έλληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς, τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του διδασκαλισμού. Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς ότι αιώνια θα σκανδαλίζει αυτούς που θέλησαν πάντα να βολευτούν».
Σαν σήμερα, 27/01, γεννιέται ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες στην ιστορία της μουσικής, ίσως ο πιο γνωστός όλων των εποχών, ο Βόλφγκαγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Πολλά έχουν γραφτεί για τη ζωή του, η οποία ήταν γεμάτη ανατροπές, ταξίδια και σύνθεση, παρόλο που πέθανε πολύ νέος, σε ηλικία 33 ετών. Ήταν ένας άνθρωπος που πέρασε τα 2/3 της ταξιδεύοντας, που άλλαξε 13 μόνιμα σπίτια , ήταν ο άνθρωπος ο οποίος έγραψε την ουβερτούρα (εισαγωγή) για την όπερα «Don Giovanni» το πρωί της πρεμιέρας της. Κυρίως, όμως αποτελούσε μια ιδιοφυϊα που άφησε τεράστια κληρονομιά και άσκησε τεράστια επιρροή στα μετέπειτα μουσικά ρεύματα. Αυτός είναι και ο λόγος που το σημερινό μας αφιέρωμα θα εστιάσει στη μουσική.
Ο Μότσαρτ ανήκει στους κλασικιστές, σε μία εποχή (μέσα 18ου – αρχές 19ου αιώνα) κατά την οποία η τέχνη αναβίωνε τις αξίες της
κλασικής αρχαιότητας: το μέτρο, το ρυθμό , την αρμονία, την ισορροπία. Μετά το
πάθος του Μπαρόκ και την υπερβολή -όπως θεωρούνταν από πολλούς- του Ροκοκό, οι
καλλιτέχνες αναζήτησαν μια μουσική πιο ανάλαφρη, η οποία να είναι εύληπτη και
ευχάριστη στο άκουσμα.
Τι κρύβεται, ωστόσο, πίσω από την τελειότητα των έργων του
Μότσαρτ; Γιατί η μουσική του είναι τόσο προσιτή και αγαπητή από μουσικούς και
μη; Ζητήσαμε από αναγνώστες μας να σκεφθούν το Μότσαρτ και τη μουσική του και
να μοιραστούν με λίγες λέξεις τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Ας
συζητήσουμε μερικές από τις πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις που πήραμε, με βοηθό
λίγη ιστορία της μουσικής.
«Βιέννη»
Ο Μότσαρτ μαζί με τους Χάυντν, Μπετόβεν και Σούμπερτ αποτέλεσαν μια ιδιαίτερη μουσική σχολή, τη Σχολή της Βιέννης, η οποία κληροδότησε αριστουργηματικά πρότυπα σύνθεσης στις επόμενες γενιές. Επίσης έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στη Βιέννη. Οι συνθέτες της σχολής της Βιέννης. η «τετράδα της Βιέννης», ήταν πρωτοπόροι, αναζήτησαν την τελειότητα στις συνθέσεις τους, πειραματίζονταν και εξελίσσονταν διαρκώς.
Σε σχέση με τη σονάτα, ο Μότσαρτ δημιούργησε σονάτες στην τελειοποιημένη μορφή τους, με πλούσια ενορχήστρωση. Τα όργανα συνδυάζονται προσεκτικά, ώστε να δίνουν ποικιλία ηχοχρωμάτων και δραματικότητα, αλλά ταυτόχρονα να διατηρείται η ισορροπία στη μουσική. Η σονάτα είναι μια μουσική μορφή αποτελούμενη από τρία ή τέσσερα αντιτιθέμενα μέρη (ενίοτε και δύο). Ανάλογα με τον αριθμό και το ρόλο των μουσικών οργάνων που συμμετέχουν στον «κύκλο σονάτα», το κάθε έργο λαμβάνει χαρακτηριστικές ονομασίες, όπως κοντσέρτο, συμφωνία κ.ο.κ. Ως μουσικό είδος η σονάτα επιτρέπει στον καλλιτέχνη να εκφράσει πλούτο ιδεών και μουσικών χρωμάτων σε ένα ολοκληρωμένο, συνεκτικό έργο.
«Χαρά, ανεμελιά, ελευθερία και γαλήνη» και «ηρεμία, πληρότητα, αισιοδοξία»
Η μουσική του Μότσαρτ βασίζεται σε απλές, κομψές μελωδίες. Επηρεασμένος φανερά από τους παραδοσιακούς χορούς της πατρίδας του, ενσωματώνει στα έργα του παραδοσιακά λαϊκά στοιχεία. Η μελωδία του γίνεται «τραγουδίσιμη» και όπως παρατηρούμε σε πλήθος κομματιών, έχει τη ζωντάνια και την ανέμελη ενέργεια ενός παραδοσιακού αυστριακού χορού.
Ταυτόχρονα, οι μελωδίες είναι συμμετρικές, διαδέχονται η μία
την άλλη χωρίς απροσδόκητα σχήματα, που να προκαλούν σύγχυση. Βασίζονται σε
σύντομες φράσεις, σαφώς διαχωρισμένες, ενώ επίσης υπάρχουν μοτίβα, σε
παραλλαγές και επαναλήψεις. Ο τρόπος σύνθεσής τους είναι αριστοτεχνικός μέσα
στην απλότητά του. Κατ’ αναλογία, οι χρωματισμοί, τα σημεία δυναμικής του έργου,
ακολουθούν τη ροή της μελωδίας, δεν έχουν απότομες – όπως κάνει ο Μπετόβεν – αλλά
βαθμιαίες κορυφώσεις και εναλλαγές. Με αυτό τον τρόπο η μουσική γίνεται εύληπτη
από τον ακροατή, δίνει την αίσθηση της ισορροπίας , της πληρότητας και της διαύγειας.
«Ευχαριστεί» το αυτί, μένει στη μνήμη και συγκινεί.
Ο ρυθμός και η ανάπτυξη του υλικού θα μπορούσαν να είναι τα στοιχεία που μεταφράζει ο ακροατής ως
«ελευθερία και ανεμελιά». Η κλασική μουσική έχει μετρική (ρυθμό) που παραμένει
αμετάβλητη από την αρχή ως το τέλος του κομματιού – συνήθως σε μέτρα τεσσάρων
χρονοδεικτών (χωρισμένα στα 4: 2/4, 3/4, 4/4, 6/8 ) – . Μέσα σε αυτό τον σταθερό
ρυθμό οι μουσικές φράσεις αναπτύσσονται προοδευτικά, ώστε να υπάρχει διαρκής
κίνηση και να γίνεται αρμονική μετάβαση από το ένα μέρος του κομματιού στο
επόμενο
«απόλυτη συγκέντρωση»
Η εκτέλεση σε ένα έργο του Μότσαρτ απαιτεί δεξιοτεχνία και καθαρότητα στο παίξιμο. Μπορεί η μελωδία να χαρακτηρίζεται απλή, αλλά η απόδοσή της χρειάζεται να γίνεται με ακρίβεια, αλλά όχι βεβιασμένα, με άνεση, ώστε να επιτυγχάνεται η ροή της μουσικής και η εκφραστικότητα . Τα έργα του Μότσαρτ αναδεικνύουν τη μουσικότητα του εκτελεστή.
«θεραπεία, ίαση»
Οι συνθέσεις του Μότσαρτ, εκτός από την τέρψη του ακροατή δείχνουν να έχουν και θεραπευτικό χαρακτήρα. Μελέτες έχουν δείξει ότι νεογνά, τα οποία βρίσκονται στη θερμοκοιτίδα ωφελούνται από τη μουσική του Μότσαρτ, καθώς μετά την ακρόασή της εμφανίζουν μικρότερες ενεργειακές δαπάνες. Αυτό πρακτικά συνδέεται με ευκολότερη πρόσληψη βάρους, γεγονός που βελτιώνει το ανοσοποιητικό σύστημα των νεογνών, ώστε να αποδεσμεύονται γρηγορότερα από τη θερμοκοιτίδα. Η επιστημονική υπόθεση είναι ότι η επαναληπτικότητα και τα μοτίβα στη μουσική του Μότσαρτ επηρεάζουν τα οργανωτικά κέντρα του εγκεφαλικού φλοιού. Τα νεογνά ηρεμούν και έχουν λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν ανησυχία.
«συγκίνηση»
Πέρα από κάθε
ανάλυση, η μουσική αγγίζει την ψυχή με έναν τρόπο μοναδικό, ξεχωριστό για τον
κάθε άνθρωπο. Και είναι κάποιες συνθέσεις που συγκινούν σε κάθε εποχή και
πλαίσιο, που ξεπερνούν το χρόνο, που «κερδίζουν» και το πιο απαιτητικό ακροατήριο.
Είναι μουσικές που ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί, με τις οποίες μπορεί να δώσει
όχι χρώμα, αλλά μελωδία στη ζωή του, να αφήσει τη σκέψη του να ταξιδέψει και
την καρδιά του να γεμίσει συναίσθημα. Ο Μότσαρτ λοιπόν μας χάρισε αυτή ακριβώς
τη μουσική..
ΠΗΓΕΣ:
J. Machlis, Kr. Forney, H απόλαυση της μουσικής, εκδ. fagotto, μτφρ. Δ. Πυργιώτης
Ο Benny Goodman στο Carnegie Hall… Ή διαφορετικά, τζαζ μουσική σε μία από τις πιο φημισμένες μουσικές αίθουσες του κόσμου. Για να φτάσει αυτή η έκφραση να μη μας δημιουργεί αντιφατικά αισθήματα σήμερα, θα πει πως η τζαζ έχει καταξιωθεί ως μουσική έκφραση όχι μόνο στη συνείδηση του κοινού, αλλά και στους μουσικούς κύκλους, κατ’ αναλογία με άλλα ρεύματα, όπως ο κλασικισμός και ο ρομαντισμός. Αυτό, ωστόσο δεν ήταν πάντα αυτονόητο▪ η τζαζ μουσική, όταν πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα δε θωρούνταν ότι είχε το «βάθος» της κλασικής μουσικής, ώστε να σταθεί δίπλα της στη μουσική σκηνή, παρά το γεγονός ότι γινόταν όλο και πιο δημοφιλής στις Η.Π.Α.
Το Carnegie Hall, το οποίο εγκαινιάστηκε τη δεκαετία του 1890, αποτελούσε μια μουσική σκηνή με ιδιαίτερο κύρος, όπου είχαν λάβει χώρα ιστορικά ντεμπούτα καλλιτεχνών όπως ο Ραχμάνινοφ, και σημαντικές εκδηλώσεις και ομιλίες, θεωρούνταν ο «ναός» της κλασσικής μουσικής. Από την άλλη πλευρά, το μουσικό στυλ του Benny Goodman, σουίνγκ, έντονα χορευτικό και χαρούμενο, μοντέρνο με τεράστια δημοτικότητα, δε θύμιζε σε τίποτα την μουσική μιας αίθουσας συναυλιών. Ασφαλώς συνθέτες όπως ο Whiteman και ο Gershwin είχαν ήδη παρουσιάσει έργα με τζαζ στοιχεία, ωστόσο οι πηγές χαρακτηρίζουν το ύφος τους «συμφωνική τζαζ», καθώς δεν περιείχε αυτό σχεδιασμό.
Ο Goodman τη δεκαετία του ’30, βρισκόταν
στο απόγειο της δημοτικότητάς του. Είχε χαρακτηριστεί «Ο Βασιλιάς της Σουίνγκ»
και είχε το πιο δημοφιλές σχήμα στις Η.Π.Α. Ωστόσο, όταν οι Nathanson και Hurrok (δημοσιοσχετίστας και μουσικός
παραγωγός αντίστοιχα) πρότειναν να παίξει στο Carnegie, αντιμετώπισε ιδιαίτερες
αμφιβολίες. Η ανακοίνωση της συναυλίας κέντρισε το ενδιαφέρον του κοινού και τα
πάνω από 2.000 εισιτήρια εξαντλήθηκαν εβδομάδες πριν τη συναυλία σε τιμή που
έφτανε τα 2.75 δολλάρια – πάνω από 100 δολλ. με σημερινές αντιστοιχίες – .
Η
προετοιμασία ξεκίνησε άμεσα, αφού ακυρώθηκαν ορισμένες ηχογραφήσεις. Το μουσικό
πρόγραμμα, διάρκειας περίπου 2 ωρών θα περιλάμβανε παλιότερα και νέα κομμάτια,
δίνοντας βήμα σε όλους τους μουσικούς να αυτοσχεδιάσουν. Εκτός από το μουσικό
σχήμα του ίδιου του Goodman,
προσκλήθηκαν να αυτοσχεδιάσουν σολίστες από τα σχήματα του Duke
Ellington και του Count Basie. Οι μουσικοί, μάλιστα, ξεκίνησαν τις πρόβες στο Carnegie Hall εβδομάδες πριν την
εμφάνιση, ώστε να εξοικειωθούν με το χώρο και την ακουστική του.
Έφτασε η μέρα τις συναυλίας, με εφημερίδες όπως οι New York Times να μιλούν από πριν για μία ιδιαίτερης βαρύτητας μουσική παράσταση. Το περιεχόμενο ήταν έντονα αυτοσχεδιαστικό, δόθηκε βήμα σε κάθε μουσικό (αναφ. στο κομμάτι “Honeysuckle Rose”). Επίσης, ακούστηκαν κομμάτια από το φημισμένο τρίο και κουαρτέτο του Benny Goodman. Ένα μέρος του πρώτου μισού της συναυλίας ήταν αφιερωμένα στα «20 χρόνια της τζαζ», ως φόρος τιμής σε άλλους καλλιτέχνες, με μία φρέσκια προσέγγιση. Οι ερμηνείες ήταν ιστορικές, χαρακτηριστικά αναφέρονται οι αυτοσχεδιασμοί του ντράμερ Gene Krupa, ο οποίος είχε εισαγάγει το αυτοσχεδιαστικό ντραμ σόλο στα τζαζ σύνολα και το τραγούδι “Loch Lomond” από τη Martha Tilton, η οποία μετά το πέρας της παράστασης χειροκροτήθηκε τόσο ώστε βγήκε άλλες πέντε φορές στη σκηνή. Το ίδιο συνέβη και με το κομμάτι “Sing, Sing, Sing”, το οποίο παίχτηκε άλλες δύο φορές.
Η συναυλία ήταν κάτι παραπάνω από επιτυχημένη
και παρά τις ανάμεικτες κριτικές, η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη που το μουσικό
σχήμα επέστρεψε λίγους μήνες αργότερα, αλλά και την επόμενη χρονιά. Το παράδοξο
της υπόθεσης είναι ότι η παράσταση δεν ήταν σχεδιασμένο να ηχογραφηθεί. Η ηχογράφηση
έγινε από τον Albert
Marx
για την τότε γυναίκα του, σε δύο αντίγραφα, το ένα εκ των οποίων προοριζόταν
για δώρο στον ίδιο τον Goodman.
Ωστόσο, καμία ηχογράφηση δε δημοσιοποιήθηκε, ενδεχομένως λόγω κωλυμάτων με τα
συμβόλαια με τις δισκογραφικές εταιρίες και τελικά το αντίγραφο του Goodman από την ιστορική αυτή συναυλία
παρέμεινε χαμένο μέχρι το 1950. Ο πρώτος δίσκος που κυκλοφόρησε πούλησε πάνω
από 1.000.000 αντίτυπα και για δεκαετίες παρέμεινε ο νούμερο ένα σε πωλήσεις
δίσκος της Κολούμπια. Με τον καιρό, κατά τις διάφορες επανακυκλοφορίες του
δίσκου μέρη της ηχογράφησης αποκόπηκαν και εν τέλει η συναυλία δημοσιοποιήθηκε
όπως αρχικά είχε ηχογραφηθεί το 1998.
Παρόλο που εκτός των ακροατών της νύχτας του 1938, το ευρύ κοινό μπόρεσε να ακούσει ολοκληρωμένη τη συναυλία 60 χρόνια ύστερα από τη διεξαγωγή της, η βαρύτητα του γεγονότος είναι εμφανής . Για πρώτη φορά στο Carnegie Hall ήχησε μια μουσική πολύ διαφορετική απ’ ο,τι συνηθιζόταν τότε. Εμφανίστηκαν μουσικοί χωρίς διακρίσεις φυλής και χρώματος▪ αξίζει να σημειωθεί ότι ο Benny Goodman αρνήθηκε να ανέβει στη σκηνή αν δεν επιτρεπόταν η είσοδος στους Αφροαμερικανούς συναδέλφους του. Η εμφάνιση του Billy Goodman και του συγκροτήματός του στο Carnegie Hall μπορεί χωρίς υπερβολή να ιδωθεί ως η πιο σημαντική συναυλία στην ιστορία της τζαζ. Γιατί; Διότι στις 16 Γενάρη του 1938 η τζαζ απέκτησε επίσημα τη θέση που της άξιζε δίπλα στα μουσικά ρεύματα των προηγούμενων δεκαετιών και αιώνων.
15 Ιανουαρίου 1902: γεννιέται στη Θεσσαλονίκη ένας από τους μεγαλύτερους Τούρκους λογοτέχνες, ο Ναζίμ Χικμέτ. Παρακάτω θα βρείτε λίγα λόγια για τη ζωή του καθώς και μία υπέροχη μελοποίηση του ποιήματός του “Η πιο όμορφη θάλασσα”, από τον Μάνο Λοίζο.
Ο Ναζίμ – όπως προτιμούν να τον αποκαλούν οι θαυμαστές του – ήταν γόνος εύπορης οικογένειας, η οποία διακατεχόταν και από καλλιτεχνικές ανησυχίες, καθώς η μητέρα του ήταν καλλιτέχνις και ο παππούς του ποιητής. Μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη και εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα σε ηλικία 17 ετών. Σπούδασε Οικονομικά και Κοινωνιολογία στη Ρωσία, όπου εγκαταστάθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με λογοτέχνες και καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο και γνώρισε τις κομμουνιστικές ιδέες, οι οποίες επηρέασαν την πορεία και το έργο του. Λίγα χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Τουρκία, συνελήφθη όμως επειδή δούλευε σε περιοδικό αριστερής ιδεολογίας και διέφυγε στη Ρωσία, για να γυρίσει ξανά στην πατρίδα του το 1928, αφότου είχε ισχύσει στην Τουρκία γενική αμνηστία. Οι πολιτικές του δράσεις ύστερα από την επιστροφή του έγιναν η αιτία μακρόχρονης φυλάκισής του από τις τουρκικές αρχές, η οποία προκάλεσε παγκόσμια αντίδραση και κινητοποίηση, με πρωταγωνιστικό ρόλο να λαμβάνουν πρόσωπα όπως ο Ζ.Π. Σαρτρ και ο Π. Πικάσο. Μετά την αποφυλάκισή του εγκατέλειψε την Τουρκία και ως το τέλος της Ζωής παρέμεινε στη Νότια Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση.
Η ποίησή του διακατέχεται από λυρικότητα και ευαισθησία, είναι νοσταλγική και αισιόδοξη ταυτόχρονα. Στην πιο ώριμη μορφή της, είναι επηρεασμένη από το κίνημα των σοβιετικών Φουτουριστών, καθώς ο Χικμέτ επιδιώξε να «απελευθερώσει» το στίχο του από το μέτρο και χρησιμοποίησε ελεύθερο στίχο.
Ας ακούσουμε την «Πιο όμορφη Θάλασσα» του, από μια υπέροχη μελοποίηση του Μάνου Λοίζου, σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου. Και ας σκεφθούμε…
«Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν την αρμενίσαμε ακόμα… Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα. Τις πιο όμορφες μέρες, δεν τις ζήσαμε ακόμα.»
Ο Κωστής Παλαμάς, «ο ποιητής που σκέπασε με τον ίσκιο του μισόν αιώνα της πνευματικής μας ιστορίας» (Θεοτοκάς, 1994) γεννιέται σαν σήμερα, 13 Ιανουαρίου του 1859, στην Πάτρα. Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ο Παλαμάς εξελίχθηκε σε κεντρική φυσιογνωμία στην πνευματική ζωή της Ελλάδας για 60 χρόνια. Το σπουδαίο έργο του, που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές και προβάλλει την Ελλάδα ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, διαβάζεται έως σήμερα και εμείς ξεχωρίσαμε έξι μόνο συνθέσεις του που αγαπήθηκαν και ξεχωρίζουν από τότε έως και τώρα.
1. “Ίαμβοι και Ανάπαιστοι” (1897)
Αποτελούν μία μικρή συλλογή από 40 ποιήματα στιχουργικά ομοιόμορφα (τρία τετράστιχα με εναλλαγή ιαμβικών και αναπαιστικών στίχων, μία “ρωγμή” στην παράδοση του καθιερωμένου ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στίχου). Είναι εκείνη η ποιητική δημιουργία, στην οποία εμφανίζεται – για πρώτη φορά – στην ελληνική ποίηση ο συμβολισμός και χαρακτηρίζεται από το μεγαλόπνοο ύφος του ποιητή και τη σύνθεση της αρχαίας με τη σύγχρονη παράδοση.
37
Η γη μας γη των άφθαρτων αερικών και ειδώλων, πασίχαρος και υπέρτατος θεός μας είν’ ο Απόλλων.
Στα εντάφια λευκά σάβανα γυρτός ο Εσταυρωμένος είν’ ολόμορφος Άδωνις ροδοπεριχυμένος.
Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας αθέλητα κρυμμένη· ο Μέγας Παν δεν πέθανεν, όχι· ο Παν δεν πεθαίνει!
2. “Ο Τάφος” (1898)
Μία ακόμη μικρή ποιητική σύνθεση, περιορισμένη σε ένα αποκλειστικό θέμα, το θρήνο για το θάνατο του μικρού γιου του ποιητή Άλκη σε ηλικία μόλις 4 ετών. Ο πόνος του Παλαμά “γέννησε” μια βαθύτατα λυρική συλλογή ποιημάτων.
Από την σημαντικότατη ποιητική συλλογή του Παλαμά “Η Ασάλευτη ζωή” ξεχωρίσαμε το ποίημα Η “Φοινικιά” (“το σπουδαιότερο ποίημα του Παλαμά” σύμφωνα με το Νάσο Βαγενά). Πρόκειται για ένα μεγάλο ποίημα σε δεκατρισύλλαβες οχτάβες έξοχες στιχουργικά, ένα από τα λυρικότερα και αρτιότερα, μα και ένα από τα πιο δυσνόητα ποιήματα του. Γράφεται το 1900, μία χρονική στιγμή που αποτελεί καμπή για τον ποιητή, καθώς στο εξής θα οδηγηθεί σε μεγαλύτερες συνθέσεις, στα “μεγαλύτερα οράματα”, εγκαταλείποντας το λυρικό βάθος που προσέγγισε με τη “Φοινικιά” του.
Ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό ποίημα της ποίησης του Παλαμά. Είναι ένα συνθετικό ποίημα αποτελούμενο από δώδεκα “λόγους”. Σ’ αυτό ο Γύφτος παρουσιάζεται ως σύμβολο της ελεύθερης, αδούλωτης ψυχής και της δημιουργικής δράσης που δε σταματάει πουθενά, δεν υποτάσσεται σε τίποτε, αλλά προχωρεί συνεχώς γκρεμίζοντας τα παλιά και τα σάπια και χτίζοντας τα καινούρια και τα γερά. Περνώντας μέσα από όλες τις φάσεις της άρνησης, ο ήρωας με το βιολί του συμφιλιώνεται στο τέλος με τη ζωή. Τα λόγια του Προφήτη στο όγδοο λόγο, τα ένιωσαν κάποιοι σύγχρονοι σαν πραγματικά προφητικά για το έθνος:
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά! τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
5. “Η Φλογέρα του Βασιλιά” (1910)
Το δεύτερο μεγαλόπνοο έργο του, μία ποιητική επική σύνθεση από δώδεκα, επίσης, “λόγους” και αυτή σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Η ποιητική τέχνη του Παλαμά βρίσκεται εδώ στην πλήρη της ωριμότητα και δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο ποιητής το θεωρούσε το σπουδαιότερό του έργο.
Τρίτος Λόγος (απόσπασμα)
[…] Εσ’ είσαι που κορώνα σου φορείς το Βράχο; Εσ’ είσαι, Βράχε, που το ναό κρατάς, κορώνα της κορώνας; Ναέ, και ποιος να σ’ έχτισε, μες στους ωραίους ωραίο, για την αιωνιότητα, με κάθε χάρη Εσένα; Σ’ εσέ αποκάλυψη ο ρυθμός, κάθε γραμμή, και Μούσα· λόγος το μάρμαρο έγινε, κ’ η ιδέα τέχνη, και ήρθες στη χώρα τη θαυματουργή που τα στοχάζεται όλα με τη βοήθεια των Ωρών των καλομετρημένων, ήρθες απάνου απ’ τους λαούς κι απάνου απ’ τις θρησκείες, κυκλώπειε, λυγερόκορμε και σα ζωγραφισμένε. Όμοια τα πολυτίμητα παντοτινά μαγνάδια, ίδια στη στέγνια, στη νοτιά, στο φως και στο σκοτάδι, που χέρι δεν ξεϋφαίνει τα, και χρόνια δεν τα φτείρουν, και μάτι δε μπορεί να βρη πώς απαρχής πλεχτήκαν, κι ανήμπορ’ είναι η μαστοριά να τα ξαναρχινήση, στοιχιά γιατί τ’ αργάστηκαν από δροσοσταλίδες και νέραϊδοι με τους αφρούς και αγγέλισσες με αχτίδες. Έτσι κ’ εσύ. Ούτε δύνοσουν αλλού, ναέ, να ζήσης, παρά όπου πρωτοφύτρωσες. Ανθός, κ’ η Αθήνα γάστρα.
6. Ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων (1895)
Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στο ποίημα αυτό, του οποίου η συγγραφή ανατέθηκε στον Παλαμά ένα χρόνο πριν την αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων. Ο Ύμνος μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο συνθέτη Σπυρίδωνα Σαμάρα, έγινε ο επίσημος ύμνος των Αγώνων και ακούγεται στην ελληνική γλώσσα σε κάθε Ολυμπιάδα έως και σήμερα.
Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατον, αγνέ πατέρα του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού, κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι, στων ευγενών Αγώνων λάμψε την ορμή, και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.
Κάμποι, βουνά και πέλαγα φέγγουν μαζί σου σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός, και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου, Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!