Ο ποιητής της οδύνης, ο κληρονόμος πουλιών Μίλτος Σαχτούρης

Σαν σήμερα στις 29 Μαρτίου 2005 έφυγε από τη ζωή ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές, τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία. Στο τέταρτο έτος της Νομικής το 1944 αποφάσισε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο και να αφοσιωθεί στη μεγάλη του αγάπη: την ποίηση.

Έχοντας ήδη από το 1938 δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο «Μίλτος Χρυσάνθης» ένα διήγημα στο περιοδικό «Εβδομάδα», ο Σαχτούρης πρωτοέγραψε ποίηση το 1941. Δυο χρόνια αργότερα γνώρισε τους Οδυσσέα Ελύτη και Νίκο Εγγονόπουλο και συνδέθηκε με στενή φιλία με τον τελευταίο. Ήταν, όμως, ο Ελύτης εκείνος που τον παρότρυνε να εμφανιστεί στο χώρο των γραμμάτων ως ποιητής, στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» το 1944.

Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Η Λησμονημένη», βιβλίο, το οποίο «είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα», όπως θα δηλώσει αργότερα ο ίδιος. Το 1948 εξέδωσε τη συλλογή «Παραλογαίς» και ακολούθησαν πολλές άλλες, με κορυφαία για πολλούς την «Με το πρόσωπο στον τοίχο» το 1952.

Αν και στην αρχή τουλάχιστον της μακρόχρονης πορείας του κατακρίθηκε από πολλούς, ειδικά από τους ποιητές της γενιάς του ’30, οι κριτικοί δεν άργησαν να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στο έργο του σημαντικού αυτού ποιητή. Όσον αφορά τα κυρίαρχα θέματα του έργου του, αυτά αφορούν την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής. Ο Σαχτούρης θεωρείται ότι επηρεάστηκε σημαντικά από το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και παρά τη κυρίαρχη θέση του παραλόγου και του συμβολισμού στα ποιήματά του, δεν θεωρείται ότι εντάχθηκε ποτέ πλήρως στο ρεύμα αυτό.

O Βρασίδας Καραλής σε κείμενό του στο περιοδικό «Διαβάζω» με τίτλο «Το μυστήριο της ένοχης συνείδησης στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη», αναφέρει: «Κανένας άλλος ποιητής μας δεν έχει ποτίσει τις εμπειρίες του στην αποσαθρωτική μαγγανεία της ενοχής όσο ο Μ. Σαχτούρης. Οσο και αν άλλοι ερωτοτρόπησαν με αυτό το ρίζωμα, όπως λόχου χάρη ο Δ. Σολωμός στον «Λάμπρο», ο Κ. Καβάφης στα πρώιμα ποιήματά του, ο Κ. Καρυωτάκης στα τελευταία του ποιήματα, όλοι αυτοί βρήκαν τρόπο να ξεφύγουν ή να υπεκφύγουν τον τρομακτικό φόβο του εξατομικευμένου οράματος που γεννάει την ενοχή και τη μετατρέπει σε βάση πνευματικότητας. Ο Σολωμός απέδρασε σε μια άσαρκη και άφυλη anima mundi· Ο Καβάφης σε έναν ερωτισμό της περιέργειας για το ανδρικό σώμα, ενώ ο Καρυωτάκης κατέφυγε στη λαγνεία του κατοπτριζόμενου κορμιού του.

Μπορεί όμως κάποιος να αισθάνεται ενοχή μόνο και μόνο επειδή μισεί τη μητέρα του ή επειδή είναι ομοφυλόφιλος ή επειδή δεν είναι ωραίος σαν τον Απόλλωνα;… Αυτές οι επιδερμικές και ανόητες φοβίες δεν διανοίγουν ποτέ την ατομική εσωτερικότητα στη θεωρία της ίδιας της τυχαιότητας και μοναξιάς· δεν στρέφουν το υποκείμενο προς τον εαυτό του. Το απομονώνουν σε ένα δωμάτιο, απ’ όπου μοίρεται και κλαίγεται επειδή δεν αρέσει, επειδή το φαινόμενο δεν θεμελιώνει μια σχέση ελκτική προς το βλέμμα που το αντικρίζει. Από αυτές δυστυχώς τις παιδικές αφέλειες, με όλη τη γοητεία της αμέριμνης αθωότητας, είναι γεμάτη η ποίηση, και ειδικά η ελληνική σε βαθμό απελπισίας.

Με τον Μ. Σαχτούρη όλα αυτά καταρρέουν και διαλύονται· και μαζί του οι δημοτικοφανείς τρόποι μιας ύπαρξης χωρίς εσωτερικές σχέσεις, συγκρούσεις και διλήμματα. Πρώτη λογοτεχνική αφετηρία του έργου του είναι ο παραμερισμός της τοπιογραφίας του Οδ. Ελύτη, του Γ. Σεφέρη, του Α. Εμπειρίκου, ακόμα και του Ν. Εγγονόπουλου. Σε όλη τη γλωσσική ευφορία και ευτοπία αυτών των συγγραφέων, την πίστη τους στην αρτιμέλεια της γλώσσας και την τελειοποιησιμότητα του κόσμου διά του μύθου, ο Μ. Σαχτούρης αντιτάσσει ένα κολαστήριο ψυχών, μια ακοινώνητη γλώσσα, το άσμα μιας ρημαγμένης Κασσάνδρας».

Ο ίδιος μιλάει για την ποίηση του: Θέλω να πλησιάζουν την ποίησή μου με αγάπη μόνο, χωρίς διανοητικές τάσεις και προεκτάσεις που αγνοώ. Ο Ισαάκ Μπράιτον, ας πούμε, δεν ξέρω καν ποιος είναι, ούτε ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι. Στους πέντε χιλιάδες που αγόρασαν τελευταία τα ποιήματά μου θα υπάρχουν 100-200 άνθρωποι που καταλαβαίνουν, άσχετα από τη μόρφωσή τους. Το έχω ξαναπεί, στο Μαρούσι, προ πολλών ετών, ένας τσαγκάρης με γνώσεις Δ’ Δημοτικού διάβαζε τη «Λησμονημένη» κι έκλαιγε εξηγώντας μου πως είναι ερωτικό ποίημα – αυτό που είναι από τα πλέον δύσκολά μου.

Πάντα ορισμένοι με μια ευαισθησία αλλιώτικη, που έχουν ανάγκη την ποίησή μου, θα με καταλαβαίνουν. Μερικοί θυμώνουν όταν τους επισημαίνεις την έλλειψη ευαισθησίας που τους αποκλείει από τη μέθεξη. Ένας συνταγματάρχης μπορεί να παραδεχτεί ότι δεν καταλαβαίνει τον Μπετόβεν, αλλά επιμένει ότι μπορεί και κρίνει όλη την ποίηση. Δεν χρειάζεται να έχεις σχέση με την ποίηση για να συγκινηθείς. Εκείνο που με ικανοποιεί περισσότερο απ’ όλες τις κριτικές και τα γραφόμενα είναι οι ομολογίες μερικών νέων παιδιών ότι βρήκαν στην ποίησή μου κάποιον που συμπάσχει μαζί τους. Ήταν σαν να προέβλεψα τα δύσκολα χρόνια μας.

Δεν εκτιμώ όσους πετάγονται από το ένα θέμα στο άλλο και αλλάζουν το ύφος σαν πουκάμισο. Είναι κάτι που με ενοχλεί και στον Πικάσο. Η λεγόμενη ανανέωση. Εγώ πιστεύω ότι ένας γνήσιος ποιητής έναν κόσμο έχει, και αυτόν εκφράζει. Το είπε και ο Παλαμάς: «Το ίδιο τραγούδι πάντα να λες, είτε γελάς είτε κλαις». Εκτιμώ τον Ρουό και τον Σαγκάλ που διατήρησαν το στυλ τους ως το τέλος.Ο γνήσιος ποιητής πρέπει να βρει το «μηχανάκι» του. Να καταλήξει κάπου… Κι εγώ στις «Παραλογαίς» άρχισα να κάνω δοκιμές, για να καταλήξω οριστικά στο «Με το πρόσωπο στον τοίχο».

Ο ποιητής είναι άχρηστος. Είναι είδος πολυτελείας. Βοηθάει ορισμένους μόνο ευαίσθητους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που έχει αυτή η ζωή. Ίσως, και παρόλο που δηλώνω έτσι αφοριστικά την αχρηστία του ποιητή, βλέπω οπωσδήποτε την έστω περιορισμένη κοινωνική λειτουργία του. Υπάρχει αυτή η αντίφαση. Ο κόσμος γελάει όταν δηλώνεις ποιητής, άλλωστε τα περισσότερα ειδύλλιά μου τελειώσανε άμα τη δηλώσει της ποιητικής μου ιδιότητος. Πολλοί ντρέπονται. Όχι, εγώ ήμουν ανέκαθεν τρελός, επαναστατημένος. Το πλήρωσα ακριβά αυτό, αλλά δεν μετάνιωσα ποτέ.

Κέρδισα πάρα πολλά πράγματα από τον υπερρεαλισμό, αλλά ποτέ δεν ήμουν καθαρόαιμος υπερρεαλιστής. Έχω οφειλές παντού και κυρίως στις μεγάλες ξένες λογοτεχνίες. Οι νέοι παίρνουν αίμα από τους παλιούς και προχωρούν τον δρόμο τους – εννοείται οι νέοι που έχουν ταλέντο, γιατί οι άλλοι, οι κακοί, απλώς μιμούνται. Η ρήξη, όταν υπάρχει, είναι φαινομενική. Στον υπερρεαλισμό υπήρχε ήδη ο Απολινέρ, και γρήγορα προσυνεταιρίσθησαν τον Λοτρεαμόν και τον Ιερώνυμο Μπος. Μου αρέσει πάρα πολύ (ο Μπος) αλλά γνώρισα το έργο του αφού είχα γράψει τα περισσότερα ποίηματά μου. Νέος, είχα επηρεαστεί πολύ από τις εικόνες του Νταλί – αυτού του κατεργάρη και λιγάκι απατεώνα. Μου αρέσουν ακόμα από τους Έλληνες ο Παρθένης, ο Μπουζιάνης κι ο Εγγονόπουλος. Από τον τελευταίο έμαθα πολλά πράγματα. Είχα τη χαρά να τον κάνω συντροφιά τρία χρόνια καθημερινώς, τότε που μίλαγε ακόμα με τους ανθρώπους – ήταν αληθινά σοφός.

Πηγή:LiFO

Tvx.gr