Σε μια εργατική γειτονιά της σύγχρονης Γάζας όλα είναι εγκλωβισμένα, αποπνικτικά. Η αστυνομία βρίσκεται παντού κι ελέγχει τα πάντα, η οικονομική κρίση έχει γονατίσει τον κόσμο, βόμβες των Ισραηλινών διακόπτουν με συνέπεια την καθημερινότητα, συνεχόμενα black outs υπογραμμίζουν ότι η ζωή είναι μία συνεχής εμπόλεμη ζώνη. Οι νέοι θέλουν να φύγουν, να το σκάσουν. Οι μεγαλύτεροι προσπαθούν να επιβιώσουν. Το να ζήσουν είναι πολυτέλεια.
Εκεί συναντάμε τον Ισα, έναν 65χρονο ψαρά. Εργένης, γιατί αρνείται πεισματικά τα προξενιά της αδελφής του, μοναχικός, ακοινώνητος. Και κρυφά ερωτευμένος με τη Σιχάμ, μία μελαγχολική χήρα μοδίστρα, που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα μαζί με την πρόσφατα χωρισμένη νεαρή κόρη της. Οι μέρες περνούν απαράλλακτες, μέχρι που στην ψαριά του Ισα παραμονεύει μια έκπληξη: τα δίχτυα του ανασύρουν ένα αρχαίο ελληνικό άγαλμα. Μάλλον πολύτιμο, μάλλον μοναδικό, ίσως το εισιτήριό του για μια καλύτερη ζωή. Η νέα αυτή προοπτική τού δίνει την αισιοδοξία να χτυπήσει, συνεσταλμένα, και την πόρτα της Σιχάμ. Ομως ταυτόχρονα χτυπά και η δική του πόρτα: οι αρχές τον κατάλαβαν, τον κατηγορούν για αρχαιοκαπηλία, η Χαμάς θέλει πάση θυσία να αποκτήσει τον πολύτιμο θησαυρό.
“Το Monday βγαίνει στις αίθουσες σε μια εποχή που κάνει την ταινία πιο επίκαιρη. Μετά από ενάμιση χρόνο απομόνωσης και σε μια εποχή που το lockdown ανάγκασε τις σχέσεις να δοκιμαστούν, μια ταινία που μιλάει για την αλήθεια των σχέσεων και για το πως ό,τι ήταν κάτω από το χαλάκι βγαίνει στην επιφάνεια, είναι πιο χρήσιμη από ότι αν έβγαινε όπως αρχικά είχε προγραμματιστεί. Επίσης η σωματική επαφή, τα ξέφρενα πάρτι και οι διακοπές είναι κάτι που πρέπει να θυμηθούμε και να αγαπήσουμε ξανά.”
– Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, Vogue Greece
Από το φεστιβάλ της Τραϊμπέκα, στο φεστιβάλ του Τορόντο και τελικά στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 24 Ιουνίου, η νέα ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, «Monday», έρχεται για να μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από τον καύσωνα και την βαρετή ρουτίνα μας, καθώς η μέθη του έρωτα και η γοητεία μιας τόσο οικείας, αλλά φωτογενώς αγνώριστης Κυψέλης, συνθέτουν μια ιστορία αγάπης γυμνή, αστεία, δυσάρεστη, αλλά και πλούσια σε αισθήματα και αυξομειώσεις, όπως και η ίδια η ζωή.
Ο Μίκι και η Κλόι είναι δύο άνθρωποι έξω από τα νερά τους. Αμερικανοί οι οποίοι γνωρίζονται στην Αθήνα, περνούν μια νύχτα αγκαλιά, ξυπνούν γυμνοί στην παραλία, μεταφέρονται στο αστυνομικό τμήμα και σιγά σιγά καταλαβαίνουν πως η μοίρα τους είναι πια κοινή. Γίνονται ζευγάρι και συγκατοικούν ζώντας έναν παθιασμένο έρωτα που μοιάζει με ατελείωτο πάρτι. Η αληθινή ζωή, όμως, δεν θα αργήσει να τους χτυπήσει την πόρτα, μέσα από μια σειρά –επαγγελματικών και οικογενειακών– υποχρεώσεων, οι οποίες τους αναγκάζουν να σκεφτούν σοβαρά το μέλλον τους. Σε αυτή την ονειρεμένη σχέση του ενός Σαββατοκύριακου, μπορεί αυτό που έχουν χτίσει μαζί να αντέξει στη δευτεριάτικη ρουτίνα;
Ο κύριος Όβε (πρωτότυπος τίτλος: En man som heter Ove) είναι σουηδική κωμική-δραματική ταινία που κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους στη Σουηδία στις 25 Δεκεμβρίου 2015. Το σενάριο και η σκηνοθεσία της ταινίας είναι του Χάνες Χολμ και βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του 2012 του συγγραφέα Φρέντρικ Μπάκμαν. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ως Όβε είναι ο Ρολφ Λάσγκαρντ.
Ο Όβε είναι ένας 59άχρονος συνταξιούχος, γκρινιάρης, εριστικός, καταθλιπτικός, μίζερος τύπος, ο οποίος έχει χάσει πριν από λίγο καιρό τη γυναίκα του Σόνια. Έχει αυστηρές αρχές, σιδερένια πειθαρχία και ελάχιστη κατανόηση, πιστεύει ότι περιβάλλεται από ηλίθιους και δεν διστάζει να τους το πει κατάμουτρα.
Παλιότερα, ήταν ο διαχειριστής ενός οικισμού με όμορφα σπιτάκια και λιθόστρωτα μονοπάτια, αλλά αργότερα, οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες τον καθαίρεσαν. Εκείνος όμως δεν το παίρνει απόφαση και φυσικά το θεωρεί ύψιστη προδοσία εκ μέρους τους.
Γι’ αυτό και όταν δεν προσπαθεί ανεπιτυχώς να αυτοκτονήσει, ο Όβε περνάει τη μέρα του παρακολουθώντας τους γείτονές του, μαλώνοντας και κάνοντάς τους συνεχώς υποδείξεις.
Κανείς δεν τον αντέχει και τον αποκαλούν «ο γείτονας από την κόλαση», αλλά αυτό που κανείς δεν γνωρίζει είναι ότι πίσω από τη δύστροπη συμπεριφορά κρύβεται μια συγκινητική ιστορία.
Όλα αλλάζουν όταν στο διπλανό σπίτι μετακομίζει μια καινούργια και φασαριόζικη οικογένεια με παιδιά, που κατά λάθος χαλάνε το γραμματοκιβώτιο του Όβε. Δεν αλλάζει πρόσωπο μόνο ο οικισμός, αλλά και ο ίδιος ο Όβε, που έκπληκτος θα δημιουργήσει μια αναπάντεχη και τρυφερή φιλία.
«Ο κύριος Όβε» είναι μια ποιητική και γλυκόπικρη ταινία για τους παραιτημένους ανθρώπους και τον σημαντικό αντίκτυπο που η ζωή τους μπορεί να έχει στις ζωές των άλλων.
Στα 51α βραβεία Guldbagge το 2016, η ταινία προτάθηκε για έξι βραβεία, κερδίζοντας δύο. Στα 89α βραβεία Όσκαρ ήταν υποψήφια στις κατηγορίες Kαλύτερης Ξενόγλωσσης Tαινίας και Καλύτερου Μακιγιάζ. Επίσης, κέρδισε το βραβείο καλύτερης κωμωδίας στα 29α Βραβεία Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.
Ο Μάκβεθ είναι η μικρότερη τραγωδία του Σαίξπηρ και πιστεύεται ότι γράφτηκε μεταξύ του 1603 και του 1606.
Πηγές του Σαίξπηρ γι’ αυτήν την τραγωδία ήταν παλιότερες περιγραφές για τον Μάκμπεθ της Σκωτίας, τον Μακντόφ και τον Ντάνκαν Α’ της Σκωτίας. Ωστόσο η ιστορία του Μάκβεθ όπως ειπώθηκε από τον Σαίξπηρ έχει ελάχιστη σχέση με τα πραγματικά γεγονότα της ιστορίας της Σκωτίας, αφού ο Μάκβεθ ήταν ένας θαυμαστός μονάρχης.
Στον κόσμο του θεάτρου, κάποιοι πιστεύουν ότι το έργο είναι καταραμένο και δεν κατονομάζουν τον τίτλο του, αλλά προτιμούν να το αναφέρουν ως “το Σκωτσέζικο έργο”. Εντούτοις, όλα αυτά τα χρόνια το έργο έχει προσελκύσει μερικούς από τους σημαντικότερους ηθοποιούς για τους ρόλους του Μάκβεθ και της Λαίδης Μάκβεθ, έχοντας μεταφερθεί στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, στην όπερα, σε κόμικς κ.α.
Η ιστορία του Μάκβεθ και της Λαίδης Μάκβεθ είναι γνωστή. Η τρέλα της εξουσίας, ο φθόνος, ο φόνος, η ενοχή, η αλαζονεία είναι μερικά μόνο από τα συναισθήματα που πραγματεύεται το έργο.
Ο στρατηγός Μάκβεθ γυρίζει νικητής απ’ τον πόλεμο και τρεις μάγισσες να του ανακοινώσουν την προφητεία τους ότι θα γίνει βασιλιάς. Παρακινούμενος από τη σύζυγό του και από τη φιλοδοξία του, ο Μάκβεθ σκοτώνει το βασιλιά Ντάνκαν, τον οποίο φιλοξενούσε και γίνεται βασιλιάς της Σκωτίας. Θέλοντας να εδραιώσει ακόμη περισσότερο τη θέση του, δολοφονεί και τον στρατηγό Μπάνκο, επειδή θυμήθηκε ότι οι τρεις μάγισσες είχαν προβλέψει, ότι ο στρατηγός θα γεννήσει βασιλιάδες. Από τη δολοφονία ξέφυγε ο γιος του Μπάνκο, ο Μάλκομ. Ο Μάκβεθ συμβουλευόμενος εκ νέου τις μάγισσες του προλέγουν ότι δεν πρόκειται να ηττηθεί “πριν το δάσος Μπέρναμ φθάσει στη Δουνσιναία”.
Στο ίδιο διάστημα, η λαίδη Μάκβεθ βασανίζεται από τύψεις και παθαίνει νευρικές κρίσεις. Ένα βράδυ που υπνοβατεί, βλέπει τα χέρια της βαμμένα με αίμα και πεθαίνει. Ο Μάκβεθ βλέπει ότι ο στρατός που πλησιάζει στον πύργο του, με αρχηγό το Μάλκομ, κρατάει κλαδιά απ’ το δάσος Μπέρναμ, όπως του είχαν πει οι μάγισσες και τότε καταλαβαίνει την προφητεία και σπεύδει να τραπεί σε φυγή. Τελικά μονομαχεί με τον Μακντόφ του οποίου είχε δολοφονήσει τα παιδιά και τη γυναίκα και τελικά ο Μάκβεθ σκοτώνεται με άγριο τρόπο, όπως και τα εγκλήματα που διέπραξε.
2. Ψυχολογική προσέγγιση
O Ουίλιαμ Σαίξπηρ είναι ο πιο γνωστός συγγραφέας στην ιστορία. Ο Σαίξπηρ ήταν μια αληθινή ιδιοφυία που έκανε μια αξιόλογη ανάλυση της ανθρώπινης ψυχής. Οι παρατηρήσεις του ήταν μοναδικές. Παρουσίασε και έπλασε στους λογοτεχνικούς του χαρακτήρες με τόσο φυσικό τρόπο που να εκφράζουν εσωτερικές ψυχικές συγκρούσεις αλλά και τη συμπεριφορά τους δίνοντας μια αισθητική μορφή υψηλής ποιότητας.
Ο ψυχαναλυτής Σίγκμουντ Φρόιντ είδε το έργο του Σαίξπηρ μέσω από τον ψυχαναλυτικό φακό και έκανε ψυχαναλυτική ανάγνωση του έργου του ειδικά τον Μάκβεθ και τον Άμλετ. Η πρώιμη φροϋδική ανάγνωση του Μάκβεθ δίνει έμφαση στην οιδιπόδεια σύγκρουση: τον αγώνα του πατέρα / γιου μεταξύ Μάκβεθ και Ντάνκαν και την πτώση των ηρώων μέσα από μια μοιραία συνείδηση (Favila, 2001). Ο Freud πρότεινε ότι Μάκβεθ και η Λαίδη Μάκβεθ είναι, στην πραγματικότητα, μια ενιαία προσωπικότητα (Chang Gung, 2012). Ο Μάκβεθ έχει προβληθεί ως ένα έργο για το οιδιπόδειο έγκλημα της πατροκτονίας (Krohn, 1986). Ο Φρόιντ το αποκάλεσε «τυφλή μανία καταστροφικότητας» (Freud, 1930). Ο Φρόιντ διευκρινίζει ότι η αποτυχία να παράγουν απογόνους προκαλείται από την εντυπωσιακή μεταμόρφωση του Μάκβεθ μετατρέποντας τον σε σκληρό τύραννο. Ο χαρακτήρας της Λαίδη Μάκβεθ συχνά παρουσιάζεται ως κακός και δαιμονικός (Prins, 2001).
3. Η κοινωνιολογική προσέγγιση
Ο Μακμπέθ είναι ένα αριστούργημα απ΄όλες τις απόψεις. Η καθαρότητα με την οποία αποτυπώνει με θεατρικό τρόπο τόσο ουσιαστικά και εσωτερικά, σχεδόν κρυμμένα πράγματα της ψυχολογίας του καθενός και της ακτινογραφίας της κοινωνίας αυτό το έργο δε μπορείς παρά να σε κάνει να μείνεις άναυδος. Αυτά τα μεγάλα έργα είναι πολύ πιο βοηθητικά για τον άνθρωπο που θέλει να τα ερμηνεύσει παρά προβλήματα
Αν τα δείς χωρίς την παραμορφωτική εικόνα που οι μύθοι κουβαλάνε σε ερμηνεύουν αυτά. Είναι μια αποκρυστάλλωση σπουδαία του ανθρώπινου πνεύματος, σχεδόν ξεπερνάει και τον ίδιο τον συγγραφέα. Όταν ένα έργο μιλάει ακριβώς για αυτή την έλλειψη βεβαιότητας και το πως το καλό είναι κακό και το κακό είναι καλό (τελικά) μπορείς και ξεφορτώνεσαι ένα τεράστιο βάρος των πραγμάτων που σε απασχολούν στη καθημερινοτητά σου. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης της τέχνης. Να μπορείς να εκφράσεις αυτά που δε μπορείς να εκφράσεις στη καθημερινοτητά σου.
Ο Μακμπέθ έχει γραφτεί σε μια περίοδο τρομαχτικής κρίσης. Ηθικής, πολιτικής, προσωπικής κτλ. Είναι η εποχή της Συνομωσίας της Πυρίτιδας. Έχουμε να κάνουμε με ένα ήρωα που είναι ο εκπρόσωπος του κακού και όμως ο τρόπος που τον προσεγγίζει ο Σαίξπηρ μας κάνει να ταυτιζόμαστε μαζί του πολύ περισσότερο από άλλους που είναι θετικοί ήρωες. Το έργο ξεκινάει με ένα εμφύλιο πόλεμο. Επειδή κατά κάποιο τρόπο ο Μακμπέθ νιώθει αδικημένος, έχει κάνει τόσα, έχει βουτηχτεί μέσα στο αίμα και διάδοχος του θρόνου στέφεται κάποιος άλλος, παίρνει τη δικαιοσύνη στα χέρια του και επιταχύνει τις διαδικασίες. Μετά όταν καταφέρνει τον σκοπό του και παίρνει τον θρόνο συνεχίζει να νιώθει αδικημένος και έχεις την αίσθηση πως αυτή η κατάσταση θα συνεχίζεται αέναα. Και έτσι γίνεται τελικά. Η ανασφάλεια είναι ο χώρος των μεγαλύτερων εγκλημάτων. Αν νιώσει κανείς ασφαλής με αυτό που είναι, όποιο και να είναι αυτό, τα βγάζει πέρα.Εαν θεωρήσει πως είναι ανασφαλής επειδή ξαφνικά έχασε κάτι που είχε αυτό μπορεί να τον κάνει εγκληματία, ενώ μπορεί να μην το είχε τόσο πολύ ανάγκη.
Σε όλους μας όταν είμαστε μικροί μας λένε “εσύ θα γίνεις αυτό”. Υπάρχει ένα σπρώξιμο από την οικογένεια “να γίνεις” να φτάσεις κάπου. Αυτό είναι αφύσικο. Δεν αφήνουμε ποτέ τους επόμενους ή οι ίδιοι δεν μπορύμε να αφεθούμε στο ν’ απολαύσουμε, να ζήσουμε. Νομίζουμε πως όταν φτάσουμε στον στόχο εκεί θα είναι η πραγμάτωση. Αυτό είναι μια πλάνη. Πότε φτάνει κανείς κάπου οριστικά; Απλά φτάνουνε τους στόχους μας, τους εκπληρώνουμε και μετά αρχίζει ο επόμενος στόχος νομοτελειακά, σισύφεια. Ο Μακμπέθ μετατρέπεται σε τέρας λόγω του αποκλεισμού του στο δωμάτιο της εξουσίας. Η εξουσία είναι εθιστική. Κάθε μορφή εξουσίας είναι ένα μορφής ναρκωτικό.
Το χαλασμένο κύτταρο του Μακμπέθ είναι ένα πολύ απλό πράγμα. Η ατεκνία του. Δεν έχει πολλά πράγματα που μπορούν να τον συνδέσουν με ένα μέλλον. Έχει μια σύζυγο η οποία που όπως λέει ο Φρόυντ αυτοί οι 2 μπορούν να υπάρξουν μόνο ενωμένοι, ο ένας δεν είναι αρκετός. Αυτό τον ωθεί να ολοκληρωθεί μέσα από αυτόν τον κίβδηλο στόχο της εξουσίας. Η ανάγκη για συγκέντρωση φυσικά δημιουργεί αποκοπή του εξουσιαστή από τη πραγματικότητα. Όσο μεγαλώνει αυτή η κλίμακα η κατάσταση χειροτερεύει. Το να λέμε πως ο ηγέτης έχει αντίληψη της πραγματικότητας είναι αστείο. Ένας άνθρωπος τόσο πολύ κλεισμένος στο εγώ του δεν θα καταλάβει το εσύ, τον άλλο.
Οι υπαρξιακές αποχρώσεις του έργου είναι πολύ έντονες. Αυτό το κυνήγι για την εξουσία αν με κάποιο τρόπο ταυτιστεί με το κυνήγι για την ευτυχία είναι ναρκωτικό, είναι ντόπα. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό. Το δηλώνει κα ο ίδιος σε κάποιο μονολογό του. Έχοντας απολύτη συνείδηση πως αυτή η απόλυτη ανάγκη για επιβεβαίωση αποτελεί μια πλάνη από την οποία δε μπορείς να ξεφύγεις. Ο ίδιος νιώθει με την κυριολεκτική και την γενικότερη έννοια στείρος, ότι όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε αυτόν, σ’ ένα τεράστιο εγώ. Όταν μοιράζεσαι αυτό που είσαι αρχίζεις και έχεις μιαν άλλη σχέση με το άλλο κατ΄ αρχήν. Καταλαβαίνεις ότι δεν είναι τα πάντα προέκταση του εαυτού σου, κατεβάζεις λίγο τις επιδιώξεις σου, στερείσαι αυτό το ναρκωτικό άρα στερείσαι τελικά και τη κάθετη πτώση. Που πάντα επακολουθεί.
Είναι ένας πολύ κανονικός άνθρωπος ο Μάκμπεθ και αυτό είναι που το κάνει συγκλονιστικό το έργο, δεν είναι ένα τέρας σαν τον Ριχάρδο τον 3ο. Ο Μάκμπεθ είναι το κακό που είναι το καλό. Ξεκινάει ως ένας άψογος ήρωας στην αρχή και κάποια στιγμη αρχίζει να φαντάζεται πως αυτά που σκέφτεται μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. από κει και πέρα έχει εξωκείλει, χάνει κάθε συνδεσή του με το πραγματικό. Πράγματι είναι συγκλονιστικό πόσο βαθιά ανθρώπινος είναι. Παρολ’ αυτά είναι αναπόφευκτο να γίνει αυτό που έγινε. Όλοι μας έχουμε βιώσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την άνοδο και τη πτώση του Μακμπέθ πέρα από την στενή έννοια της εξουσίας της πολιτικής. Όλοι έχουμε σφαγιάσει παιρνοντάς το στην πολύ στενή προσωπική έννοια. Δεν είναι μονό η φρίκη του εξολοθρεύω οποιαδήποτε μορφή ζωής προκειμένου να υπάρξω επειδή ξαφνικά βιώνω ένα τεράστιο εσωτερικό φόβο. Όπως λέει ένας μελετητής έχει το φόβο του φόβου, φοβάται μην αποδειχτεί λίγος οπότε διαρκώς μειώνει τους άλλους προκειμενου να αισθανθεί αυτός ανώτερος. Κάτι που είναι γνώριμο στους περισσότερους ως χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης. Δεν θέλουμε να ανέβουμε εμείς, κατεβάζουμε τους άλλους.
Το έργο αυτό είναι ένα από τα πρώτα μπαρόκ έργα, έργο δηλαδή που η έννοια του θεάματος εμφανίζεται πολύ έντονα. Έχει εφέ ο Σαίξπηρ σε αυτό το έργο. Μάλλον πρωτοπαίχτηκε σε κλειστό χώρο αντίθετα από τα περισσότερα του έργα οπότε μπορύσε να χρησιμοποιήσει φωτισμούς, μηχανισμούς που έβγαιναν τα φαντάσματα. Θα λέγαμε πως απαιτεί κατά κάποιο τρόπο την λειτουργία ενός μεγαλύτερου θεάματος οπότε έχουμε κάνει και χρήση κάποιων τέτοιων μέσων. Είναι και θεαματική η παράσταση αλλά περισσότερο για να σχολιάσουμε αυτό το παιχνίδι με την ψευδαίσθηση παρά για να εντυπωσιάσουμε τον θεατή. Αυτός ο συνδυασμός της τρομερής λεπτότητας με τη βαναυσότητα, αυτή η πόλωση είναι βασικό στοιχείο του έργου.
Οι μάγισσες κλείνουν το πρώτο μέρος λέγοντας “Ένα από τα μεγαλύτερα βάσανα των ανθρώπων είναι η σιγουριά” . Αυτή τη στιγμή νιώθουμε πως τα πράγματα καταρρέουν γύρω μας γιατί στην ουσία είχαμε στήσει έναν πύργο από τραπουλόχαρτα. Αυτό κάνει και ο Μακμπέθ, προσπαθεί να στήσει μέσα από μια στρεβλή αίσθηση παντοδυναμίας που έχει ο ίδιος ένα οικοδόμημα το οποίο είναι σαθρό αλλά η συνειδησή του δεν τον εγκαταλείπει ποτέ. Το απόλυτο σχετίζεται πολύ εύκολα με τον φανατισμό. Αυτό είναι κάτι ανησυχητικό σε αυτή την εποχή που διανύουμε. Μήπως από την ανασφαλειά μας θα οδηγηθούμε σε ακραίες επιλογές. Για αυτό και οι αναφορές μας στο μεσοπόλεμο είναι πιο έντονες.
Είναι τρομακτική αυτή η επαναληπτικότητα της ιστορίας και επειδή το έργο μιλάει πολύ για αυτή την κυκλική δικαιοσύνη το έχουμε τονίσει αυτό το χαρακτηριστικό. Διαβάζει κανένας τον Θουκυδίδη λογου χάρη και βλέπει αυτό το κοινό μοτίβο να επαναλαμβάνεται μέχρι τις μέρες μας. Ο Σαίξπηρ σε κάνει να συνειδητοποιήσεις πόσο και η αρνητική στάση είναι απολύτως ανθρώπινη. Το αφύσικο είναι πολύ φυσικό για τον άνθρωπο. Ίσως και να σπρώχνει τα πράγματα μετά από λίγο σε μια νέα φυσικότητα. Ξαναβρίσκουμε τους στόχους τους πιο ουσιαστικούς, αυτούς που μας είχανε κάνει να ξεκινήσουμε και εμείς ως καλλιτέχνες αυτή τη δουλειά.
Ρέπουμε προς την ανασφάλεια και ψάχνουμε τρόπους για να νιώσουμε ασφαλείς, μας λείπουν όλες οι ιδεολογίες, μας λείπει η πίστη. Όχι απαραίτητα θρησκευτική. Δεν πιστεύουμε σε τίποτα, είμαστε κυριολεκτικά στον αέρα. Αυτό είναι κάτι που ισχύει και στην εποχή του Σαίξπηρ πολύ έντονα. Βρισκόμαστε σε μια εποχή τρομερών θρησκευτικών συράξεων στην Ευρώπη. Κατάργηση όλων των βεβαιοτήτων για το τι είναι το σωστό οπότε όταν ζεις έτσι είναι πολύ εύκολο να γίνεις εγκληματίας. Το να μην έχεις κάτι που να σε συνδέει και να θέλεις να διατηρηθεί. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι μετέωρος, δεν μπορεί να ζει χωρίς κάτι το οποίο να τον κρατάει. Ακόμα και η έλλειψη πίστης απαιτεί μια κατασκευή. Το που τοποθετεί κανείς τη πίστη του έχει να κάνει με τη προσωπική επιλογή, κατά τη γνώμη μου εκεί είναι το θέμα της ελεύθερης βούλησης. Ξέροντας πως δεν υπάρχει νόημα τουλάχιστoν εμφανές, εσύ να συνεχίζεις προς τη πλευρά της συνέχισης της ζωής και όχι του μηδενισμού.
Τα φέουδα και οι μεγάλες οικογένειες εκείνης της εποχής συνεχίζουν να υπάρχουν μεταλλαγμένα. Η δημοκρατία είναι ένα πρόσχημα. Αυτό που ζούμε μπορεί να χρησιμοποιεί δημοκρατικούς όρους αλλά έχω την αίσθηση πως δεν μπορούμε να μιλάμε για αληθινή δημοκρατία. Δημοκρατία μπορεί να υπάρξει μόνο σε μικρότερες κοινότητες. Αυτή η δημοκρατία που έχουμε είναι δημοκρατία υπό προυποθέσεις πολλές φορές οδυνηρές κιόλας. Δημοκρατικά μπορεί να λειτουργήσει μια ομάδα 10 ανθρώπων. Ακόμα και η δημοκρατική αρχαία Αθήνα πόσο καιρό κράτησε; Χρειάζεται επικοινωνία η δημοκρατία. Επικοινωνία όχι από τα ΜΜΕ, αληθινή επικοινωνία. Είναι ένα ιδανικό που καλά κάνουμε που είμαστε στραμμένοι προς τα κει αλλά δεν μπορούμε στη πραγματικότητα να την κατακτήσουμε ποτέ καθ’ ολοκληρία. Μπορούμε να τείνουμε προς τα κει.
Οι εποχές, με παραλλαγές, είναι τόσο ταυτισμένες με αυτό το φυσικό-αφύσικο του ανθρώπου που ναι μεν δεν είναι ίδιες αλλά έχουν αναλογίες. Ο δαίμονας της αμφιβολίας είναι αυτός που γεννά σύντομα άνθη και τεράστια ανησυχία. Λέμε τα 60ς, αλλά πόση ταραχή είχε όλη αυτή η άνθηση; Συνήθως νοσταλγούμε και εξωραϊζουμε με τη πάροδο του χρόνου. Μπορεί η δικιά μας εποχή μετά από χρόνια να καταγραφεί ως εποχή άνθησης για τις τέχνες παρ’ όλες τις αναταραχές. Όλος ο μεσοπόλεμος ήταν μια εποχή συγκλονιστικής άνθησης στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική κτλ. Και εμείς εκεί πρέπει να βαδίσουμε. Δεν έχουμε καμιά άλλη επιλογή. Θα υπάρξει η αναγκαιότητα. Πενία τέχνες κατεργάζεται. Είναι απειλητικά, δύσκολα, ζορισμένα τα πράγματα αλλά δε γίνεται αλλιώς. Μιλάω για την ανάγκη διατήρησης της ύπαρξης σε αυτό τον κόσμο. Την σύνδεση με την εσώτερη ομορφιά. Και ενίοτε και την μαχητικότητα. Είναι και αυτό μια έκφανση. Αυτή η αποβλάκωση των τελευταίων ετών που βιώσαμε πολύ έντονα γύρω μας μόνο καλά δεν γεννούσε. Έχουμε χάσει την φάση του αστικού πολιτισμού ως χώρα, βρεθήκαμε από την Αθήνα-χωριό στην Αθήνα που προσπαθεί να είναι μητρόπολη με έναν τρόπο αρχοντοχωριάτικο.
Η απληστία μπορεί να διαφθείρει κάποιον σε τρομακτικό βαθμό και να του καταστρέψει τη ζωή. Η ιστορία του Μάκβεθ είναι ιδιαίτερα διδακτική όταν αναλογίζεται κανείς την παγκόσμια οικονομική κατάσταση των τελευταίων ετών και θα προσθέταμε και την πολιτιστική κρίση, την ηθική παρακμή, τη χαλάρωση των ανθρώπινων δεσμών.
4. Μεταφορά στην “μεγάλη οθόνη”
Στον κινηματογράφο η ιστορία έχει αναβιώσει αρκετές φορές, με κορυφαίες εξ αυτών τις ταινίες δύο σπουδαίων σκηνοθετών, του Ρόμαν Πολάνσκι το 1971 και φυσικά του Όρσον Γουέλς το 1948. Μια πρόσφατη προσπάθεια ήταν αυτή του Τζάστιν Κέρζελ το 2015. Στη διατήρηση του Σαίξπηρ στον κινηματογράφο, κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι διασκευές αυτές ακόμη και αν το κοινό αγνοεί από πού προέρχονται. Με αυτές ο Σαίξπηρ αγγίζει τις μεγάλες μάζες. Δείτε κάποια από τα καλύτερα δείγματα της μεταφοράς αυτής:
1. «Ο θρόνος του αίματος», είναι η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά έργου του Σαίξπηρ από τον Ακίρα Κουροσάβα το 1957, και αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του ιαπωνικού κινηματογράφου. Ο Κουροσάβα εντυπωσίασε θεατές και κριτικούς με την αξεπέραστη διασκευή του «Μάκβεθ» στην φεουδαρχική Ιαπωνία. Η ταινία μεταφέρει τον Μακβέθ στην μεσαιωνική Ιαπωνία όπου ο σαμουράι και έπειτα φεουδάρχης Βάσιζου Τακετόκι, μέσα σε ένα μυστηριώδες και μεταφυσικό κάστρο έρχεται αντιμέτωπος με πολιτικές ίντριγκες και ανεξήγητα γεγονότα. Στο τέλος, ο Βάσιζου πεθαίνει από το ίδιο του το στράτευμα, σε αντίθεση με το πρωτότυπο κείμενο του Σαίξπηρ, που θέλει τον πρωταγωνιστή να σκοτώνεται από τον αντίπαλο του. Πρωταγωνιστούν οι Τοσίρο Μιφούνε, Ισούζου Γιαμάτα, Μινόρου Τσιάκι, Ακίρα Κούμπο και Τακαμάρου Σασάκ.
2. Μια άλλη προσπάθεια είναι ο «Μάκβεθ» (1971) του Ρομάν Πολάνσκι. Ο Ρομάν Πολάνσκι παρουσιάζει μια εφιαλτική εκδοχή της περίφημης σαιξπηρικής τραγωδίας πάνω στις αιματηρές συνέπειες του ασίγαστου πόθου για εξουσία, με φόντο το τραχύ τοπίο της βόρειας Ουαλίας. Ο Τζον Φιντς υποδύεται τον σκοτσέζο ήρωα πολέμου, οι υψηλές φιλοδοξίες του οποίου ανοίγουν ένα μοιραίο κύκλο βίας. Αξίζει να αναφέρουμε πως ο Πολάνσκι ακόμα δεν έχει συνέλθει από την αποτρόπαια δολοφονία της συζύγου του Σάρον Τεϊτ από τον Μάνσον και την παρέα του. Ισως γι’ αυτό, η κινηματογραφική αυτή διασκευή του να είναι τόσο ζοφερή και φρικαλέα…
3.Στην Ινδία παίζονται ο «Μακμπέθ» και ο «Οθέλλος», έστω και διασκευασμένα από τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Μπχαρντουαΐ, σε φιλμ νουάρ ή φαντασμαγορίες τύπου Μπόλιγουντ.
4. Ο Μάκβεθ του Κερζέλ είναι η πιο πρόσφατη κινηματογραφική αποτύπωση του έργου. Φυσικά όλα αυτά καλό είναι να τα γνωρίζει κανείς από την εκ των προτέρων ανάγνωση του «Μάκβεθ» και όχι από την παρακολούθηση της ταινίας, γιατί η φιλμική μεταχείριση του Κερζέλ αποδεικνύεται ελλιπής. Παρ’ όλο που εργάστηκαν τρεις σεναριογράφοι στη μεταφορά του έργου, ο κινηματογραφικός «Μάκβεθ» προκύπτει αναιμικός και παράξενα επίπεδος, με την πλούσια ψυχολογική και συναισθηματική διάσταση του μύθου να παραμένει θολή και αναξιοποίητη κάπου στο φόντο της δράσης.Όσο ικανός φέρεται στο μεταξύ να είναι ο Κερζέλ στον χειρισμό των τεχνικών του μέσων, είναι προφανές ότι το φιλμ που είχε στο μυαλό του στερείται ενός πραγματικού σκηνοθετικού οράματος. Ωστόσο, η ταινία συνιστά ένα ενδιαφέρον εγχείρημα επαναπροσέγγισης του σαιξπηρικού έργου και ανοίγματος του στο ευρύ κινηματογράφο κοινό.
5. Από το πιο πλούσιο σε μονολόγους έργο του μεγάλου Άγγλου δραματουργού, ο Ουέλς (1948) δημιούργησε ηθελημένα ένα ψυχολογικό δράμα. Πολλοί μονόλογοι έχουν μετατραπεί σε εσωτερικούς μονολόγους του Μάκβεθ. Δεν εμφανίζονται πλέον σαν μετάνοια ενός καλού ανθρώπου που έχει τύψεις αλλά σαν σταθμοί της μάχης της συνείδησης με το ασυνείδητο.
Πολλά στοιχεία της ταινίας θυμίζουν τον «Πολίτη Κέιν»: ο πύργος θυμίζει το Ξαναντού, ο Μάκβεθ δεν είναι παρά ένας πρόδρομος του Τσαρλς Φόστερ Κέιν. Η μεγάλη ομοιότητα αυτών των δύο προσώπων είναι η άρρηκτη σύνδεση μεταξύ ανθρώπινου μεγαλείου και τραγικότητας. Το μεγαλείο για τον Ουέλς δεν βρίσκεται στις ηρωικές πράξεις, αλλά στη μοναξιά και στην καταστροφή. Το μεγαλείο βρίσκεται στην αποτυχία.
«Η δουλειά μου αντανακλά την εύθυμη τρέλα, την αβεβαιότητα, την έλλειψη σταθερότητας, το μείγμα κίνησης και έντασης που χαρακτηρίζει τον κόσμο μας. Ο κινηματογράφος οφείλει να εκφράσει όλα αυτά τα πράγματα. Όταν ο κινηματογράφος θέλει να είναι τέχνη, πρέπει να είναι πρώτα απ’ όλα κινηματογράφος, κι όχι κακέκτυπη μίμηση άλλου λογοτεχνικού μέσου. Ο κινηματογράφος είναι ακόμα πολύ νεαρός, και θα ήταν αστείος ο ισχυρισμός ότι δεν είναι δυνατόν να προωθηθεί.» – Όρσον Γουέλς
Ο «Μάκβεθ» δεν είναι απλά κινηματογραφημένο θέατρο. Είναι μια σκληρή προσπάθεια να υπερνικηθεί η ισχυρή αντίσταση ενός υπέροχου έργου ώστε να γυριστεί μια καλή ταινία, ανεξάρτητη από το θεατρικό έργο.
Το, άγριο, πανέμορφο, αλλά εν τέλει αφιλόξενο και πάντα έρημο από ανθρώπους, σκοτσέζικο τοπίο αποτυπώνει την καρδιά των πρωταγωνιστών του. Υγρή από πόθο, λαχτάρα και επιθυμίες, στεγνή όμως από ελπίδα, αγάπη και πίστη.
Οι γκάνγκστερ των ταινιών του 20ού αιώνα έχουν επίσης πολλά κοινά με τους άρχοντες του «Μακμπέθ». Και οι δύο ορκίζονται πίστη στον βασιλιά ή στον αρχινονό και οι δύο εξαφανίζουν οιονδήποτε τους φράζει τον δρόμο για την εξουσία. Είναι αδύνατο να δει κανείς που έχει διαβάσει τον «Μακμπέθ», την καταστροφή του Αλ Πατσίνο στον «Σημαδεμένο» του Μπράιαν ντε Πάλμα και να μη θυμηθεί τις τελευταίες σκηνές του «Μακμπέθ».
Ο Σαίξπηρ είναι βαθύτατα εντυπωμένος στη συλλογική φαντασία· τόσο, ώστε είναι αδύνατο να αποφύγει την επιρροή του και η λαϊκότερη ακόμη ταινία, συνειδητά ή υποσυνείδητα. Οσον αφορά το χάσμα μεταξύ του πραγματικού Σαίξπηρ, αυτόν του θεάτρου και του Σαίξπηρ των κινηματογραφικών διασκευών, ίσως εύστοχα περιγράφει η φράση του Ορσον Ουέλς στον Πίτερ Μπογκντάνοβιτς: «Δεν μπορώ να συγκρίνω ένα σκηνοθέτη του κινηματογράφου με τον Σαίξπηρ. Καμιά κινηματογραφική ταινία, και από αυτές που θα γίνουν, δεν μπορεί να σταθεί στο ίδιο επίπεδο με τον Σαίξπηρ».
~Λόγια 10 διάσημων Ελλήνων για τον πατέρα του Ελληνικού σινεμά:
1. “Έκανε το χρέος του σαν άνθρωπος, σαν δημιουργός και σαν Έλληνας. Το έθνος του χρωστάει πολλά και η τέχνη πολύ περισσότερα.”
Μάνος Κατράκης (Ηθοποιός)
2. “Η λατρεία του Φίνου για το σινεμά ήταν πρωτοφανής και αυτό είναι κάτι που δεν το είχα δει ποτέ στη ζωή μου και δεν πρόκειται να το ξαναδώ.”
Νίκος Κούρκουλος (Ηθοποιός)
3. “Δεν νομίζω να υπήρξε ηθοποιός που έπαιξε σε ταινία του Φίνου και να μην τον αγαπούσε. Τον σεβόμασταν και τον αγαπούσαμε για το μεράκι και για το πάθος που είχε στη δουλειά του.”
Αλέκος Αλεξανδράκης (Ηθοποιός)
4. “Πάντα με συγκινούσε, γιατί είχε πάθος για την δουλειά του. Ποτέ δεν τον είχα δει να κάθεται πίσω από ένα γραφείο, μα πάντα να μαστορεύει με τους βοηθούς του. Πολλές φορές σαν ήθελα να τον δω και μου λέγανε ότι βιδώνει ή ξεβιδώνει ένα μηχάνημα, έφευγα γιατί ήξερα πως για αυτόν ήταν ιερή στιγμή.”
Μάνος Χατζιδάκις (Συνθέτης)
5.”Ο Φίνος ήταν για μας ο πατέρας μας. Εύχομαι σε όσους ξεκινήσουν τώρα την σταδιοδρομία τους, να συναντήσουν στο δρόμο τους ανθρώπους με το ήθος, τη δύναμη και την κατάρτιση του Φίνου.”
Τζένη Καρέζη (Ηθοποιός)
6. “Ήταν πολυτάλαντος, ιδιοφυής, φίλος των πάντων και πάντων απτόμενος. Ό,τι ήταν η Τσινετσιτά για τη Ρώμη ήταν η «Φίνος Φιλμ» για την Ελλάδα.”
Σαράντος Καργάκος (Ιστορικός)
7. “Ο Φίνος μεγάλωσε πολλές γενιές, έζησε και δημιούργησε την άνοδο του Ελληνικού κινηματογράφου”
Κώστας Καζάκος (Ηθοποιός)
8. “Ο Φίνος ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος, ένας σινεμάνιακ. Ήταν ένας ιεραπόστολος, όπου το σινεμά ήταν η θρησκεία του. ”
Νίκος Μαμαγκάκης (Μουσικός)
9. “Πολλές φορές βλέπαμε μαζί με τον Φίνο ταινίες συγκινητικές και τον έβλεπα που έτρεχαν τα δάκρια του. Με τα παιδιά ήταν παδί. Αφεντικό δεν ήταν ποτέ. Συμβούλευε τα παιδιά, τους ανθρώπους. Δούλευε μέρα νύχτα. Είχε έρωτα με τον κινηματογράφο.”
Γιώργος Καβουκίδης (Φωτογράφος)
10. “Δεν μένει πιά παρά να τον θυμόμαστε…”
Αλέκος Σακελλάριος (Σκηνοθέτης)
~Λίγα λόγια για τον ίδιο:
Ο Φιλοποίμην Φίνος γεννήθηκε το 1908 στην Τιθορέα Λοκρίδος. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όταν ο ίδιος ήταν ακόμα σε νηπιακή ηλικία. Ο πατέρας του είχε κινηματογραφικές αίθουσες στην Αθήνα και την επαρχία, με πιο γνωστή το Αλκαζάρ, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο θερινό σινεμά της Αθήνας. Ένα μέρος που αποτελεί σημείο αναφοράς στην πορεία του Φιλοποίμενα, αφού εκεί δέχθηκε τα πρώτα ερεθίσματα της έβδομης τέχνης, εκεί άρχισε να οραματίζεται…
Από παιδί, είχε πολλές ανησυχίες και ποικίλα ενδιαφέροντα. Ακολούθησε θεωρητικές σπουδές, σπουδάζοντας νομικά στην Αθήνα και ολοκληρώνοντας με ένα μεταπτυχιακό πολιτικών επιστημών στη Γερμανία.
Με όπλο την πίστη του και κινητήριες δυνάμεις το πάθος και τις γνώσεις του, ο Φίνος κατόρθωσε με την πολύτιμη αρωγή του φίλου του ηλεκτρονικού Ιωάννη Σαλίβερου να κατασκευάσει το 1935 σύγχρονο ηχοληπτικό μηχάνημα. Οι δυο τους, μαζί με τον Νόβακ και τον Παρασκευά, ξεκίνησαν το γύρισμα της ταινίας «Νερωμένο Κρασί», η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Ο Φίνος δεν το έβαλε κάτω. Πείσμωσε και έβαλε πλώρη για την πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία! Το 1938, ίδρυσε τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο». Τον Απρίλιο του 1940 βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία «Το Τραγούδι Του Χωρισμού».
Το φθινόπωρο του 1940 νοικιάζει ένα παλιό τριώροφο κτήριο στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Στουρνάρα. Στον τρίτο όροφο στήνει, με την αγαπημένη του Τζέλλα, το σπιτικό τους. Το υπόλοιπο κτήριο μετατρέπεται σε κινηματογραφικό στούντιο για να στεγάσει την κινηματογραφική επιχείρηση που σκόπευε να ιδρύσει.
Τον προλαβαίνει όμως ο πόλεμος. Εκείνος οδηγείται στο μέτωπο Οι ταινίες που γυρίζουν για τα «Επίκαιρα», απαθανατίζοντας τα κατορθώματα του στρατού μας, συναρπάζουν και εμψυχώνουν τον κόσμο. Με τη γερμανική κατοχή αυτά άλλαξαν αφού οι κατακτητές σταμάτησαν αμέσως όλους τους οπερατέρ των «Επικαίρων», επέταξαν τα κινηματογραφικά μηχανήματα του Φίνου και έψαχναν μανιωδώς να βρουν όλα τα νεγκατίφ των σκηνών του Αλβανικού μετώπου για να τα καταστρέψουν. Μπροστά σε αυτήν τη μανία των Γερμανών δεν γλίτωσαν ούτε τα στούντιο στο Καλαμάκι, τα οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ωστόσο, χάρη στη διορατικότητα του Φίνου, ο οποίος προέβλεψε τη θέληση των Γερμανών να βρουν τα νεγκατίφ, κατάφερε με τη βοήθεια ενός φίλου να σώσει και να κρύψει αρκετές κόπιες σε ασφαλές μέρος. Έτσι διασώθηκαν πολλά αρχεία με σκηνές από το Αλβανικό μέτωπο, τα οποία αποτελούν μέχρι σήμερα μοναδικά ιστορικά ντοκουμέντα.
Παρά τις δύσκολες εποχές κατάφερε να γυρίσει την ταινία: «Η Φωνή της Καρδιάς» παρ’ ότι χρειαστήκαν πολλές θυσίες, θαυμαστή επιμονή και απαράμιλλη αντοχή από όλους τους συντελεστές της για να ολοκληρωθεί. Ο Φίνος, εκτός των άλλων, φρόντιζε και για τη σίτιση όλων όσων συμμετείχαν στα γυρίσματα. Πρωταγωνιστής της ταινίας ήταν ο πιο καταξιωμένος ηθοποιός του θεάτρου στην Ελλάδα μέχρι σήμερα: ο Aιμίλιος Βεάκης. Μέχρι τότε, ο μεγάλος ηθοποιός είχε παίξει μόνο σε μια βουβή ταινία, την «Αστέρω». Οι υπόλοιποι ηθοποιοί είχαν ήδη δώσει τα διαπιστευτήρια τους, με κάποιους ήδη καταξιωμένους, όπως ο Αλέκος Λειβαδίτης και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, και κάποιους άλλους που είχαν δείξει το ταλέντο τους και υπόσχονταν λαμπρή καριέρα, όπως ο Δημήτρης Χορν και η Καίτη Πάνου. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη ταινία της Φίνος Φιλμ και η επιτυχία της ήταν μεγαλειώδης. Όπως ο ίδιος ο Φίνος είχε τονίσει: «Η ταινία ήταν ένας εθνικός θρίαμβος». Και τα γεγονότα βεβαιώνουν αυτόν τον ισχυρισμό. Δεν ήταν μόνο ότι οι Έλληνες είδαν επιτέλους μία άρτια ομιλούσα ταινία και άψογη τεχνικά σε εικόνα και ήχο, αλλά αυτή η κατάκτηση ήρθε στην καρδιά της κατοχής, όπου η καταχνιά, η πείνα και ο θάνατος είχαν απλώσει το δίχτυ τους παντού. Η πρεμιέρα – στις 29 Μαρτίου 1943 – έμοιαζε με αντιστασιακό γεγονός, με την αίθουσα του κινηματογράφου REX στην οδό Πανεπιστημίου να γεμίζει ασφυκτικά. Μετά το τέλος της, οι θεατές ενθουσιασμένοι έκαναν λαμπαδηδρομία από τον κινηματογράφο μέχρι και τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Οι Γερμανοί, ανήσυχοι στην αρχή, πλησίαζαν το πλήθος με τα αυτόματα στο χέρι, τα οποία κατέβασαν όταν επιβεβαίωσαν ότι πρόκειται για μία εκδήλωση ενθουσιασμού. Η ταινία έκανε εισπρακτικό πάταγο, κόβοντας 102.237 εισιτήρια στις δύο κινηματογραφικές αίθουσες που προβλήθηκε, ενώ οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Η «Φωνή της Καρδιάς» αποτελεί την αφετηρία του σύγχρονου Ελληνικού Κινηματογράφου. Η τεράστια επιτυχία της ώθησε τον Φίνο να συνεχίσει και να ξεκινήσει τη συναρπαστική του πορεία, με το σήμα της FF να περάσει στη συνείδηση επτά γενεών Ελλήνων ως το απόλυτο σύμβολο της «Χρυσής εποχής του Ελληνικού Κινηματογράφου».
Τον Ιούλιο του 1944, ο πατέρας του Φίνου εκτελείται από τους Γερμανούς, ενώ ο ίδιος φυλακίζεται ως αντιστασιακοί.
Από εκείνη την ημέρα και μετά, η ζωή του Φίνου είναι απόλυτα συνυφασμένη με την εταιρεία του. Όσα χρήματα κέρδιζε από τις ταινίες του, τα επένδυε στις επόμενες.
Όσο και αν ο Φίνος αφιέρωσε τη ζωή του αποκλειστικά στην 7η τέχνη, κάποιοι του καταλόγισαν πως δεν έκανε πολλές ταινίες “τέχνης”. Όπως δήλωσε σεσυνέντευξήτου, στόχος του ήταν να δημιουργήσει καλό, εμπορικό κινηματογράφο – κάτι που πέτυχε απόλυτα.
Ο Φιλοποίμην Φίνος είναι μια από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης πολιτιστικής ιστορίας του τόπου μας. Το έργο του αποτελεί παγκόσμιο πρότυπο «μαζικής κουλτούρας», χωρίς αυτό να σημαίνει χαμηλή καλλιτεχνική στάθμη. Η μεγαλύτερη απόδειξη είναι η αέναη αγάπη του κόσμου ανεξαρτήτως ηλικίας, που ψυχαγωγείται βλέποντας ακούραστα ξανά και ξανά αυτές τις ταινίες. Όπως, άλλωστε, έχει πει και ο ίδιος “Στο τέλος μιλάει το πανί”.
Σαν σήμερα πεθαίνει το 1993 η Audrey Hepburn και εμείς συγκεντρώσαμε 10 φωτογραφίες που αποδεικνύουν την ομορφιά και τη φινέτσα μιας σταρ του ασπρόμαυρου (και όχι μόνο) κινηματογράφου. Απολαύστε την:
Δεν μας ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα των φωτογραφιών.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!