Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: ένα μουσικό αφιέρωμα σε μια ξεχασμένη δημιουργό

Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου, αργότερα Νικολαΐδου και τελικά Παπαγιαννοπούλου ήταν Ελληνίδα στιχουργός, μία από τις σημαντικότερες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.

Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1893, αναγκάστηκε όμως να έλθει στην Ελλάδα μετά την μικρασιατική καταστροφή. Η εμπειρία του ξεριζωμού υπήρξε δρομοδείκτης στην στιχουργική και στη ζωή της και την σημάδεψε σαν άνθρωπο.

Ζώντας μια έντονη και περιπετειώδη ζωή, στην Ελλάδα αρχικά σταδιοδρόμησε ως ηθοποιός, δασκάλα και ποιήτρια, ενώ αργότερα αναδείχθηκε σε σπουδαία λαϊκή στιχουργό. Γράφει ακατάπαυστα και παντού: σε χαρτοπετσέτες, σε κουτιά από τσιγάρα, σε λογαριασμούς. Ξεκίνησε να γράφει στίχους το 1948 εξαναγκαζόμενη από το δεύτερο προσωπικό της πάθος, την χαρτοπαιξία,(μετά το κάπνισμα) τροφοδοτώντας με αυτό τον τρόπο, έναντι ευτελούς οικονομικής αμοιβής, όλους τους επώνυμους συνθέτες της εποχής της με αριστουργηματικά τραγούδια. Έπαιζε σε παράνομα υπόγεια, σε σαλόνια πολυτελείας. Όλα αυτά την ώρα που ο Τιτσάνης, ο Καλδαράς, ο Χιώτης, ο Ρεπάνης, ο Χατζιδάκις ανταγωνίζονταν για το ποιος θα αγοράσει τα τραγούδια της.

“Η Ευτυχία, παρά τις συνθήκες της ζωής και τα πάθη της, είχε μια αστείρευτη δύναμη να προχωρεί μπροστά σαν ένα ορμητικό ποτάμι που στο πέρασμά του γεννάει και καταστρέφει. Τις αντιφάσεις στη ζωή της της κοιτούσε με κατανόηση, αγάπη και χιούμορ. Από αυτές αντολυοσε έμπνευση για να φτιάξει ένα καλλιτεχνικό έργο καίριο και μοναδικό. Απλό και σοφό. Για αυτό και παραμένει διαχρονικό.” δηλώνει ο σκηνοθέτης Άγγελος Φραντζής της ταινίας ” Ευτυχία” που βγήκε χθες στις αίθουσες.

Ο χαρακτήρας της εκρηκτικός, κατόρθωνε να κάνει το παράλογο να μοιάζει λογικό. Έχει απίστευτο χιούμορ, έτσι μπορεί να βρει μια διέξοδο από τις δύσκολες καταστάσεις που βιώνει αυτή και ο κόσμος μέσα στον οποίο ζει. Βαθύς άνθρωπος, διευσδιτική, δυναμική, με τεράστια εσωτερική δύναμη σπάει τα ταμπού και μετουσιώνει τον πόνο σε τέχνη. Δημιουργεί σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο με μια λεβεντιά αρρενωπή και ελληνική. Δεν την ενδιέφεραν τα χρήματα ούτε η υστεροφημία. Ζούσε για το σήμερα και την παρηγοριά της, τα χαρτιά της.

“Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν ένας κόσμος μόνη της, ήταν το όλον. Έγραψε σαν άνδρας […]. Κοίταξε κατάματα τον πυρήνα των υπαρξιακών αναζητήσεων με τραχύ τρόπο και τις εξέφρασε μια μια σπάνια λαϊκή ποιητική τέχνη, ακαριαία, δίχως κανένα εκφραστικό τερτίπι. […] Έγραψε βέβαια και γυναικεία. Πως θα μπορούσε να μην γράψει τραγούδια ατόφιου συναισθήματος, τρυφερότητας και απώλειας μια γυναίκα σαν την Παπαγιαννοπούλου! Τραγούδια εύθραυστα, κοριτσίστικα. Αν δεν είχε ζήσει τη ζωή που έζησε, θα τολμούσα να πω πως πρόκειται για στίχους που θα μπορούσαν να κοσμούν κάποιο σχολικό λεύκωμα. […] Ήταν μια μαστόρισσα του απλού που είδε τη σοφία να ξέρει πάντα που ήταν το κέντρο.” παρατηρεί ο Οδυσσέας Ιωάννου.

Πάρα πολλά τραγούδια της έγιναν επιτυχίες. Στίχους της συναντάμε σε πολλές λαϊκές επιτυχίες:

Ηλιοβασιλέματα

Περασμένες μου αγάπες σε μουσική Μανώλη Χιώτη

Δυο πόρτες έχει η ζωή

Φεύγω με πίκρα στα ξένα που τραγούδησε ο Καζαντζίδης


Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά

Όνειρο απατηλό σε μουσική Απόστολου Καλδάρα


Η διπρόσωπη (Σβήσε με κυρά μου), σε μουσική και εκτέλεση Αντώνη Ρεπάνη


Συρματοπλέγματα βαριά σε μουσική Μπάμπη Μπακάλη


Είμαι αϊτός χωρίς φτερά σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι


Πετραδάκι, πετραδάκι,και

Του ντερβίση το πιοτό

Τι να σου κάνει μια καρδιά σε μουσική που έγραψε ο Αντώνης Κατινάρης



Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν μια από τις σπουδαιότερες στιχουργούς, η οποία χάρη στο ταλέντο της τροφοδότησε το ελληνικό λαϊκό τραγούδι με μεγάλο αριθμό εξαίρετων δημιουργιών, μερικές από τις οποίες θα παραμείνουν για πάντα άγνωστες, καθώς μόνο ένα μικρό μέρος αυτών που έγραψε είναι καταχωρημένο στο όνομά της. Η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αναγνώριση του έργου της και για την είσπραξη δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα, παρά την επιτυχία των τραγουδιών της, να πεθάνει φτωχή, αλλά καθόλου ξεχασμένη. Πολύ από εμάς ακόμη και τώρα σιγοτραγουδάμε κομμάτια από τα τραγούδια της, τη γνωρίζουμε και τη θυμόμαστε. Στόχος μιας “υπενθύμισης” αποτελεί και η ταινία του Φραντζή που έκανε πρεμιέρα χθες. Μια ταινία που μιλά για την πολυτάραχη ζωή της δημιουργού, τα πάθη και τις αδυναμίες της.



Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είχε δύο κόρες, τη Μαίρη και την Καίτη. Μετά τον θάνατο της κόρης της Μαίρης το 1960, βρήκε μοναδικό ίσως καταφύγιο στη χαρτοπαιξία. Πέθανε σε ηλικία 79 ετών, στις 7 Ιανουαρίου 1972, έχοντας στο πλευρό της εγγονή της, Ρέα, που τη φρόντισε ως τα γεράματά της.

Ο ποιητής του πιάνου

O Φρεντερίκ Φρανσουά Σοπέν γεννήθηκε σαν σήμερα, 1η Μαρτίου, σε μία πόλη κοντά στη Βαρσοβία της Πολωνίας, τη Ζελαζόβα Βόλα, το 1810. Υπήρξε βιρτουόζος πιανίστας και ίσως ο μεγαλύτερος ρομαντικός συνθέτης, με έργα που έμειναν στην ιστορία ως αριστουργήματα.

Βαρκαρόλα, ένα από τα πιο όμορφα έργα του Σοπέν

Ο Γαλλοπολωνός συνθέτης μεγάλωσε στη Βαρσοβία. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση σε ηλικία 8 ετών και δημοσίευσε τα πρώτα του έργα στα 15 του έτη. Μετά από επιτυχημένες δημόσιες εμφανίσεις στη Βιέννη, το 1831 έφυγε για το Παρίσι, την κοιτίδα του νέου Ρομαντισμού, της διανόησης και της καλλιτεχνικής άνθισης της εποχής, όπου προσωπικότητες όπως ο Μπαλζάκ, ο Ουγκώ, ο Ντελακρουά και ο Ροσίνι έγραφαν ιστορία. Στο Παρίσι ο Σοπέν έφτασε στο αποκορύφωμα της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Παράλληλα με τη σύνθεση παρέδιδε και μαθήματα πιάνου. Σύχναζε συχνά στους αριστοκρατικούς κύκλος και ήρθε σε επαφή με τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της εποχής. Μέσα από τον κύκλο του γνώρισε και τη βαρόνη Ωρώρ Ντυντεβών, η οποία χρησιμοποιούσε το καλλιτεχνικό όνομα “Γεωργία Σάνδη” και ήταν σημαντική μυθιστοριογράφος, μια γυναίκα με νεωτερικές ιδέες και αντισυμβατική προσωπικότητα. Η σχέση τους κράτησε οκτώ χρόνια.

Σε ο,τι αφορά τη σολιστική καριέρα του Σοπέν, οι εμφανίσεις του ήταν περιορισμένες, γεγονός στο οποίο συντέλεσε και η ευαίσθητη υγεία του – έπασχε από φυματίωση -. Οι μελετητές υποθέτουν ότι πρωτοπαρουσίαζε ο ίδιος τα έργα του στο κοινό, ενώ τις εκτελέσεις αναλάμβαναν κορυφαίοι ερμηνευτές, όπως ο Λιστ και η Κλάρα Βικ, η μετέπειτα σύζυγος του Σούμαν.

Κοντσέρτο για πιάνο σε Μι ελάσσονα, ένα πρωτοποριακό έργο

Αυτό που προκαλεί σήμερα εντύπωση είναι το γεγονός ότι τα έργα του Σοπέν αντιμετωπίζονταν από το κοινό ως επί το πλείστον, όσο ο ίδιος ζούσε, ως μια μουσική “του σαλονιού”, χωρίς να τους αποδίδεται η βαρύτητα με την οποία αντιμετωπίζονταν έργα των κλασσικών, όπως ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν. Αυτό αντικατοπτριζόταν συχνά και στην ερμηνεία τους, η οποία γινόταν πολλές φορές με υπερβολές, για να αποδοθεί μία ρομαντικότητα κάπως επιφανειακή. Η συστηματική μελέτη, η ερμηνεία και η αναγνώριση του εκφραστικού πλούτου και της αριστοτεχνικής σύνθεσης των έργων του Σοπέν ξεκίνησε μετά το θάνατό του, από τον 19ο αιώνα και έπειτα.

Μπαλάντα No 1, σε Σολ ελάσσονα

Ο Σοπέν δεν επέστρεψε ποτέ στην Πολωνία, γεγονός που οφείλεται και στην πολιτική αστάθεια της χώρας του εκείνη την εποχή. Πέθανε σε ηλικία 39 ετών στο Παρίσι, μετά από χρόνια πάλη με τη φυματίωση. Η εξιδανίκευση της πατρίδας του και η νοσταλγία του γι’ αυτή είναι φανερή σε πολλές συνθέσεις του.

Τα έργα του είναι κυρίως πιανιστικά. Ο ίδιος διερεύνησε και αξιοποίησε τις δυνατότητες του πιάνου – και του πιανίστα – στο έπακρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σε ορχηστρικές συνθέσεις δίνει στο πιάνο καίριο ρόλο. Ο Σοπέν ασχολήθηκε με διάφορα είδη σύνθεσης, ενσωματώνοντας σε αυτά όχι μόνο στοιχεία του ρομαντικού κινήματος, αλλά και εικόνες και μελωδίες από την πατρίδα του. Το αποτέλεσμα πολλές φορές ήταν πρωτοποριακό. Έγραψε κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα, Μπαλάντες, Νυκτερινά, βαλς, μαζούρκες (με έμπνευση από τον παραδοσιακό Πολωνικό χορό) και πολλά ακόμη είδη.

Σκέρτσο Νο 3, ένα έργο δεξιοτεχνικό, από τα πιο δύσκολα (τεχνικά) του Σοπέν

Η μουσική του περιέχει ένα πλούτο συναισθημάτων, που ξετυλίγεται μέσα από μια συνεχώς κινούμενη μελωδία. Συχνά η σύνθεση είναι τέτοια ώστε μεταδίδεται ένα ύφος αυτοσχεδιαστικό. Ο Σοπέν χρησιμοποιεί όλο το εύρος του κλαβιέ στο πιάνο, με γρήγορες επαναλαμβανόμενες νότες και περάσματα, και συχνά επιλέγει αντιθετικά σχήματα ανάμεσα στο δεξί και το αριστερό χέρι (βλ. ρυθμικά σχήματα στο “Fantaisie Impromptu”, τρίηχα vs τετράηχα, εξάηχα vs οκτάηχα). Ο ρυθμός στα έργα του αποκτά ευελιξία, καθώς σε καίρια σημεία μπορεί “χαλαρώνει” χάριν ερμηνείας, να επιβραδύνεται ή να επιταχύνεται για ορισμένα μέτρα όπως επίσης και να συνδυάζει σύντομες εναλλαγές στην ταχύτητα, προσδίδοντας μια χορευτική διάθεση (tempo rubato, όπως στις Μαζούρκες και στην Πολονέζ του).

Fantaisie Impromptu

Όπως ο άνθρωπος ποτέ δεν αισθάνεται μόνο ένα πράγμα, έτσι και σε κάθε κομμάτι του Σοπέν υπάρχουν αποχρώσεις, εντάσεις και εναλλαγές, μοτίβα και κλιμακώσεις. Οι τεχνικές απαιτήσεις, η δεξιοτεχνία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη μουσική έκφραση, καθιστώντας τον μεγάλο ρομαντικό “ποιητή του πιάνου”.

Ηρωική Πολονέζ, tempo rubato

ΠΗΓΕΣ:

CD “Η μεγάλη μουσική βήμα προς βήμα”, Σοπέν, Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα Νο 1, Πρελούδια, Βαρκαρόλα, Scherzo, Μάρθα Αργκέριχ/Κλαούντιο Αμπάντο (συνοδευτικό έντυπο), Deutsche Grammophon, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 1995

J. Machlis, Kr. Forney, H απόλαυση της μουσικής, εκδ. fagotto, μτφρ. Δ. Πυργιώτης

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%81%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BA_%CE%A3%CE%BF%CF%80%CE%AD%CE%BD#%CE%88%CF%81%CE%B3%CE%BF

https://en.wikipedia.org/wiki/Fr%C3%A9d%C3%A9ric_Chopin#Form_and_harmony

WQXR