Ο Σπυρίδων Βικάτος (Αργοστόλι, 24 Σεπτεμβρίου 1878 – Αθήνα, 6 Ιουνίου 1960) ήταν Έλληνας ζωγράφος και ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της «Σχολής του Μονάχου».
Με τη βοήθεια του τότε Μητροπολίτη Αθηνών Γερμανού σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας ζωγραφική υπό τους Νικηφόρο Λύτρα και Σπυρίδωνα Προσαλέντη και γλυπτική με δάσκαλο τον Γεώργιο Βρούτο.
Μετά την αποφοίτηση από την ΑΣΚΤ συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου χάρη σε υποτροφία της μονής Πετράκη και της Ε. Βαλλιάνου. Παρέμεινε στο Μόναχο από το 1900 ως το 1906 και μαθήτευσε κοντά στον Νικόλαο Γύζη και τον Λούντβιχ φον Λοφτς.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1909 και διορίστηκε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας όπου δίδαξε (με μια ολιγόμηνη διακοπή το 1911) σκιαγραφία έως το 1939. Μαθητές του υπήρξαν οι Αγήνωρ Αστεριάδης, Γιώργος Γουναρόπουλος, Σοφία Λασκαρίδου, Σπύρος Παπαλουκάς, Γιώργος Σικελιώτης, Γιάννης Τσαρούχης κ.ά. Το 1937 συμμετείχε στην κίνηση των Ακαδημαϊκών ζωγράφων.
Ο Βικάτος είχε στο ενεργητικό του συμμετοχές σε πολυάριθμες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις εντός και εκτός συνόρων. Από αυτές ξεχωρίζουν οι συμμετοχές του στο Γκλασπαλάστ του 1905, στις διεθνείς εκθέσεις του Μπορντώ (1907), της Ρώμης (1911) και του Παρισιού (1937) καθώς και στη μπιεννάλε της Βενετίας τα έτη 1934 και 1936.
Τιμήθηκε πλειστάκις για το έργο του: το 1907 απέσπασε χρυσό μετάλλιο στην έκθεση του Μπορντώ, το 1937 έλαβε από την Ακαδημία Αθηνών το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και το 1951 εκλέχτηκε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου.
Πέθανε σε ηλικία 82 ετών από βρογχοπνευμονία. Με τη διαθήκη του άφησε κληροδότημα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και καθιέρωσε τη «Βικάτειο υποτροφία» σε διπλωματούχους ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής, με πτυχίο «Λίαν καλώς» για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό. Επίσης, δώρισε 30 πίνακές του στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος.
Ξεκινώντας νωρίς την εκθεσιακή του δραστηριότητα, παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι συμμετοχές στο Glaspalast το 1905, στις διεθνείς του Μπορντώ το 1907 (χρυσό μετάλλιο), της Ρώμης το 1911 και του Παρισιού το 1937 και στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1936. Το 1937 τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1951 η Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου τον εξέλεξε επίτιμο μέλος της. Ο ίδιος με τη διαθήκη του καθιέρωσε τη Βικάτειο υποτροφία για τους σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας και της Ακαδημίας του Μονάχου αντίστοιχα.
Παραμένοντας πιστός στα διδάγματα της γερμανικής ακαδημαϊκής παράδοσης, ζωγράφισε κατά κύριο λόγο προσωπογραφίες. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα ασχολήθηκε με ιστορικές και θρησκευτικές συνθέσεις, νεκρές φύσεις, τοπία και σκηνές της καθημερινής ζωής. Ιδιαίτερη θέση στο έργο του κατέχουν οι γεροντικές μορφές, τις οποίες απέδωσε μεμονωμένα ή στο πλαίσιο ευρύτερων συνθέσεων, με έντονη ψυχογραφική διάθεση.
Τα έργα του Σ. Βικάτου είναι κυρίως προσωπογραφίες και ηθογραφίες με φανερή την επιρροή του γερμανικού ακαδημαϊσμού, από τον οποίο υιοθέτησε μια ήπια εκδοχή, αλλά και της φλαμανδικής σχολής του 17ου αιώνα. Επιπλέον συνδυάζοντας τα διδάγματα της σχολής του Μονάχου με τις νέες τεχνικές που σχετίζονταν με τη νοηματική εμβάθυνση στο χρώμα και στην απόδοση, ξέφευγε ορισμένες φορές από τη στατικότητα που χαρακτήριζε τον ακαδημαϊσμό.
Επίσης διακρίθηκε και ως τοπιογράφος, ενώ και οι «νεκρές φύσεις» του προσέλκυσαν το ενδιαφέρον.
Πίνακές του κοσμούν μεγάλες ξένες πινακοθήκες και μουσεία, καθώς και ιδιωτικές συλλογές.
Πάρτε μια απτή γεύση από το έργο του:
Πηγές:https://olympia.gr/2019/06/06/%CF%83%CF%80%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%B4%CF%89%CE%BD-%CE%B2%CE%B9%CE%BA%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%82-%CE%B5%CE%BA%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%83/