Ετικέτα: Τάσος Λειβαδίτης
“Η Γέννηση” του Τάσου Λειβαδίτη
Η Γέννηση
«Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
“Είδες – μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία”.
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες
και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.»
Τάσος Λειβαδίτης, “Η Γέννηση” (από την ποιητική συλλογή “Ο αδελφός Ιησούς”), εκδόσεις Μετρονόμος, Αθήνα, 2015.
Ακούστε το ποίημα εδώ:
Άνεμος του Νοεμβρίου του Τάσου Λειβαδίτη
Άνεμος Νοεμβρίου
Τώρα όμως βράδιασε.
Ας κλείσουμε την πόρτα
κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών.
Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε;
Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς
την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος
έχει αιώνες να φανεί.
Α, πόσα γράμματα,
πόσα ποιήματα που τα πήρε
ο άνεμος του Νοεμβρίου.
Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα
ασήμαντα:
μια λέξη ή ένα κλειδί,
ένα χθες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου
έχουν πάντα
ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι.
Πόσοι φίλοι που έφυγαν
χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι
είναι η θλίψη εκείνων
που δεν πρόφτασαν
ν’ αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος
δε μένει παρά
μια θολή ανάμνηση
απ’ το παρελθόν
(πότε ζήσαμε;)
Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου, Εκδόσεις Κέδρος, 2003.
Ακούστε το εδώ:
Μια γυναίκα του Τάσου Λειβαδίτη
Μια γυναίκα
1.
Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ’ όπου θα περνούσαν οι αιώνες – ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι’ αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ’ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
2.
“Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ” έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: “Έχει ψύχρα απόψε”.
Τα μάτια σου καρφώνονταν πάνω στην πόρτα
μ’ εκείνο το ακαθόριστο βλέμμα
που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ’ αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
μα ήταν σα να ‘ξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου.
3.
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.
4.
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της,
πασχίζω να θυμηθώ – τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά, που είναι κάτι περισσότερο
κι απ’ την ίδια την ανάμνησή της. Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ’ την πόρτα σου
εσύ θα ξέρεις
πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα μαχαίρια των φιλιών
που ονειρευότανε για σένα.
Ακούστε το εδώ: