Ο Γκέοργκ Γκρος γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1893, σπούδασε στη Δρέσδη, στο Βερολίνο και στο Παρίσι και εργάστηκε ως γελοιογράφος σε σατιρικά περιοδικά. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαταστάθηκε και πάλι στο Βερολίνο και έλαβε μέρος στο ντανταϊστικό κίνημα, ίδρυσε το σατιρικό περιοδικό Pleite και ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με την αστυνομία και τη δικαιοσύνη της χώρας του.Ο Γκρος επηρεάστηκε από τα κινήματα του φουτουρισμού και του σουρεαλισμού και υιοθέτησε μια ρεαλιστική μέθοδο, με την οποία φιλοτέχνησε έναν πολύ μεγάλο αριθμό λιθογραφιών με θέμα τις μεταπολεμικές συνθήκες με ακραίο σαρκαστικό τρόπο και χωρίς καμία επιείκεια. Το 1916 ο καλλιτέχνης νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική μετά από μια περίοδο έντονης ανησυχίας και απογοήτευσης. Το κλίμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου είχε αποτελέσει για τον Γκρος τη βάση για τις απαισιόδοξες θεωρήσεις του για τον άνθρωπο αλλά και για τη γερμανική αστική τάξη.
Στη σειρά των υπέροχων σκίτσων του με πενάκι με τίτλο «Μορφές της κυρίαρχης τάξης» άσκησε έντονη κοινωνική κριτική με τρόπο δηκτικό και πικρό κατά του γραφειοκρατικού συστήματος, του μιλιταρισμού, όπως και της απληστίας του καπιταλισμού. Αποτύπωσε με τον πλέον αντιπροσωπευτικό τρόπο την παρακμή και την ηθική διαφθορά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας από το 1919 μέχρι το 1922, επισκέφθηκε τη Σοβιετική Ένωση και συνάντησε τον Λένιν και τον Τρότσκι. Ο Γκρος είχε μεγάλη απέχθεια στο γερμανικό επεκτατισμό και όλες τις πτυχές του.Προσχώρησε στην ομάδα της Νέας Αντικειμενικότητας (Ότο Ντιξ, Μαξ Μπέκμαν κ.ά) και έλαβε μέρος στην έκθεση του 1925 που πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Τέχνης του Μανχάιμ. Οι ζωγράφοι της Νέας Αντικειμενικότητας έδιναν μεγαλύτερη σημασία στη γραμμή και στο σχέδιο παρά στο χρώμα. Ο Γκρος ήταν αρκετά επιδέξιος στο σχέδιο και το ύφος του ήταν ιδιαιτέρως παραστατικό αλλά και καυστικό. Η υπεράσπιση του ρεαλισμού αποτελούσε επίσης ένα άλλο στοιχείο του κινήματος της Νέας Αντικειμενικότητας. Η αποτύπωση της πραγματικότητας για τον Γκρος έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στην εικαστική του ματιά. Η διαφάνεια και η διαπερατότητα είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό της τεχνοτροπίας του.
Πολλά έργα του έχουν ως θέμα τους οίκους ανοχής του Βερολίνου θέλοντας έτσι να τονίσει τη γενικότερη παρακμή και κοινωνική αποδιάρθρωση της εποχής.Φιλοτέχνησε επίσης πολλά τοπία και νεκρές φύσεις όπως και πολλά πολιτικά στρατευμένα έργα για τα οποία δικάστηκε για προσβολή της θρησκείας. Το ναζιστικό καθεστώς τον κατέταξε στους «εκφυλισμένους καλλιτέχνες» και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία αρχικά πήγε στο Παρίσι και κατόπιν το 1933 πήγε στην Αμερική.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησε εξαιρετικά αντιπολεμικά έργα συμβολικού χαρακτήρα μεγάλης δυναμικής.
«Αυτά που έβλεπα με έκαναν να νιώσω μεγάλη αποστροφή για τους περισσότερους από τους συνανθρώπους μου. Όλα όσα θα μπορούσα να πω έχουν αποτυπωθεί στα σχέδιά μου» έγραψε ο ίδιος για να εξηγήσει τα χαρακτικά του που απεικονίζουν ένα τρομακτικό «θηριοτροφείο» που απαρτίζεται από διαφορετικούς ανθρώπινους χαρακτήρες της.
Φανατικός πολέμιος του ναζιστικού καθεστώτος, ο Γκρος αποτυπώνει την ασχήμια και τη διαφθορά μιας κοινωνίας που ζούσε υπό τη σκιά του υπερ-πληθωρισμού και του κοινωνικού αποπροσανατολισμού στα χρόνια της ανόδου του Χίτλερ και προτού ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Στη Νέα Υόρκη ο καλλιτέχνης ήρθε σε επαφή με τα έργα του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης μελέτησε σε βάθος τα έργα της συλλογής Φρικ και επηρεάστηκε σε σημαντικό βαθμό. Φιλοτέχνησε μια σειρά από γυμνά εμπνευσμένα από Μπος, Μπρέγκελ, Ρούμπενς, Ρενουάρ και Κουρμπέ. Δίδαξε στην Ένωση Σπουδαστών Τέχνης της Νέας Υόρκης και το 1938 απέκτησε την αμερικάνικη υπηκοότητα. Είχε ήδη αλλάξει το όνομά του πολύ νωρίτερα από Γκέοργκ σε Τζορτζ επηρεασμένος από τα αμερικάνικα λογοτεχνικά αναγνώσματα της νεότητάς του.Στην Αμερική ο Γκρος άλλαξε την εικαστική οπτική του και τα θέματα των δημιουργιών του, απομακρύνθηκε από το ύφος του προηγούμενου έργου του και είχε επίσης δημιουργήσει μια σχολή τέχνης στο σπίτι του.
Παρά το γεγονός ότι είχε πάρει την αμερικανική ιθαγένεια, δεν παρέμεινε εκεί, επέστρεψε στη Γερμανία και πέθανε στις 6 Ιουλίου του 1959 από τα τραύματα ενός ατυχήματος που είχε όταν έπεσε από μια σκάλα ενώ είχε πιει.
Βλέπω στο μέλλον τις τέχνες να καλλιεργούνται σε εργαστήρια, ως καθαρή χειρωναξία, και όχι σε ιερούς ναούς της τέχνης. Η ζωγραφική είναι χειρωνακτική εργασία και δεν διαφέρει από καμία άλλη εργασία
Ο Γκρος έδειξε με μεγάλο κυνισμό και ψυχρή ματιά τις συνέπειες του πολέμου, της οικονομικής κρίσης, της διαφθοράς της αστικής τάξης όπως και της φτώχειας. Η σχεδιαστική δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη σε συνδυασμό με την κριτική ματιά του, έδωσαν μια σειρά από δυναμικές δημιουργίες με έντονη πολιτική διάσταση και προβληματισμό. Η διαχρονικότητα αυτών των έργων μάς υπενθυμίζει τα κοινωνικά δεινά που επιφέρουν οι πόλεμοι, οι ανταγωνισμοί, η εκμετάλλευση και ο αυταρχισμός.Τα σχέδια απεικονίζουν ένα τερατώδες θηριοτροφείο που απαρτίζεται από διαφορετικούς ανθρώπινους χαρακτήρες της βερολινέζικης καθημερινότητας και αποτυπώνουν την ασχήμια και τη διαφθορά μιας κοινωνίας που ζούσε υπό τη σκιά του υπερ-πληθωρισμού και του κοινωνικού και πολιτικού αποπροσανατολισμού. Στους δρόμους της πόλης, στα εργατικά χαμόσπιτα, στα άθλια μπαρ και στους οίκους ανοχής βρίσκονται προαγωγοί, τυχοδιώκτες, πόρνες, ζητιάνοι, απόστρατοι στρατιώτες, μια στημένη άρχουσα τάξη και μια ανερμάτιστη μικρο-μπουρζουαζία, που χορεύουν μέσα στην παρακμή τον χορό του θανάτου.Αυτό που τον κάνει τόσο μοναδικό είναι το ότι συνδύασε την κοινωνική κριτική και τη δηκτική οξυδέρκεια μιας ευφυούς σάτιρας με τις φορμαλιστικές καινοτομίες των πρωτοποριών του Μοντερνισμού. Οι αιχμηρές σαν ξυράφια γραμμές του κατατέμνουν τη ζωή του Βερολίνου με συγκλονιστική οξύτητα και βάναυσο χιούμορ.Τα σχέδια ποικίλουν από αδρές σαν γράφιτι έως περίπλοκες φουτουριστικές συνθέσεις που παρουσιάζουν σκηνές δρόμου μέσα από πολλαπλές οπτικές γωνίες. Ανθρώπινες φιγούρες διαδέχονται η μία την άλλη, με αυστηρά αντικειμενικές σπουδές προσώπων και εκφράσεων, όπου ακόμα και η κάθε τρίχα και η κάθε ρυτίδα αντανακλούν κάποιο προσωπικό ελάττωμα ενώ το κάθε μάτι γυαλίζει από μοχθηρία ή φόβο. Οι εικόνες αυτές αποτελούν μια καυστική ματιά στη Γερμανία των τραυματικών χρόνων που οδήγησαν στη δικτατορία των Ναζί.Λίγο μετά την έκδοση του “Ecce Homo” το 1923, όλα τα διαθέσιμα αντίτυπα κατασχέθηκαν από την αστυνομία του Βερολίνου και ο Grosz μαζί με τον εκδότη του διώχθηκαν με την κατηγορία της προσβολής των ηθών. Οι Ναζί διέταξαν να καταστραφούν όλα τα προσβλητικά τυπώματα και σχέδια, τα οποία ρίχτηκαν σε δημόσια πυρά τον Μάιο του 1933. Το ίδιο έτος ο Grosz μετοίκησε στις ΗΠΑ. Όσο ήταν εξόριστος δυσφημίστηκε στη Γερμανία ως «καλλιτέχνης – μπολσεβίκος» και τα έργα του κατείχαν σημαντική θέση στην περιβόητη έκθεση «Εκφυλισμένης Τέχνης» του 1937.
Μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη η χήρα του και οι γιοί του συνέχισαν να προωθούν το έργο του και το 1964 έδωσαν την άδεια για αναδημοσίευση του κατεστραμμένου άλμπουμ “Ecce Homo”.
Συνδύασε τη σχεδιαστική του ικανότητα με την επιρροή των Κυβιστικών και Φουτουριστικών μοντέλων αναπαράστασης του χώρου δημιουργώντας ένα προσωπικό και ωστόσο αντικειμενικό σοσιαλιστικό-ρεαλιστικό ύφος που κατάφερνε να εκφράσει με ακρίβεια την κριτική ματιά του στη σύγχρονη κοινωνία.Οι φυσιογνωμίες που στοιχειώνουν την τέχνη του Γκρος είναι τυπικά όχι συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά κάπως αλληγορικές φιγούρες που αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές τάξεις και τα διάφορα βάσανα της γερμανικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου.Η χρήση της αλληγορίας επέτρεπε στον Γκρος να παρουσιάζει μια δηκτική κριτική της κοινωνίας στην οποία ζούσε χωρίς να απομακρύνεται από την ιδανική απεικόνιση του σύγχρονου οράματος της πραγματικότητας.Συνδυάζοντας τη γραμμική ποιότητα της γραφιστικής παράδοσης με το πάθος των Γερμανικών Γοτθικών τεχνών για τα σύμβολα ωμής βαρβαρότητας, ο Γκρος χρησιμοποίησε αυτές τις παραδοσιακές τεχνοτροπίες για να δώσει ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στη σύγχρονη ηθική του οπτική.Τα πιο σημαντικά έργα του Γκρος είναι σχεδιασμένα με πένα και μελάνι, αραιά και πού δουλεμένα με λίγη νερομπογιά. Πολλά από τα σκίτσα του αναπαράχθηκαν σε επιθεωρήσεις και περιοδικά που διακινούσαν τις εικόνες του Γκρος σε διάφορες ριζοσπαστικές ομάδες και πιο πλατιά στην εργατική τάξη.Η αμεσότητα αυτών των σχεδίων και η αναπαραγωγή τους επέτρεψαν στη φωνή του Τζορτζ Γκρος να φτάσει πολύ μακρύτερα από τους τέσσερις τοίχους μιας γκαλερί ή ενός μουσείου.