Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε το «Υπόγειο» ή αλλιώς «Αναμνήσεις από το υπόγειο» το 1864, όταν επέστρεψε στη Ρωσία από το Παρίσι, χρεοκοπημένος από τη χαρτοπαιξία και βρήκε τη σύζυγό του Μαρία Ντιμιτρίεβνα ετοιμοθάνατη. Στο χρονικό διάστημα που της παραστάθηκε στο κρεβάτι του πόνου έγραψε αυτό το σπουδαίο έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το οποίο ο ίδιος χαρακτήρισε «τραχύ» και «παράδοξο».Εκεί, έθεσε για πρώτη φορά το πρόβλημα της σύγκρουσης μεταξύ συναισθήματος και λογικής, το οποίο αποκορυφώθηκε στα κατοπινά του έργα. Μέσα σε λίγες σελίδες, ο συγγραφέας, μ’ έναν βαθιά φιλοσοφικό τρόπο, ξεγυμνώνει την ανθρώπινη σκέψη και ψυχή, την κομματιάζει αναλύοντάς την και τη ξανασυνθέτει εμβαθύνοντας στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, ο ήρωας βρίσκεται μέσα στο υπόγειο και τον γνωρίζουμε από τον μονόλογό του, ενώ στο δεύτερο μέρος βγαίνει από το υπόγειο και αφηγείται τρεις ιστορίες από την καθημερινότητά του. Ίσως αυτή η δομή του βιβλίου να μοιάζει ασύνδετη, ωστόσο τα δύο μέρη είναι απολύτως συνδεδεμένα και αναγκαία για να προσεγγίσει ο αναγνώστης την ψυχοσύνθεση του ήρωα και την υπαρξιακή του σύγκρουση. Η γλώσσα και το ύφος του συγγραφέα δημιουργούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης μια πνευματική και ψυχική υπερδιέγερση, αλλά και μια εκ βαθέων λογοτεχνική απόλαυση.
Ο συγγραφέας μας συστήνεται ως ένας συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος σαράντα χρόνων που αυτοπροσδιορίζεται ως άνθρωπος του Υπογείου, ως διανοούμενος, ως ένας «ποντικός» με υπερτροφική συνείδηση. Απέναντι στον άνθρωπο του Υπογείου, ο ήρωας μας αντιδιαστέλλει τον πρακτικό άνθρωπο της δράσης, αυτόν με την ελάχιστη συνείδηση που σταματά χωρίς βαθιά περίσκεψη μπροστά στο τοίχο που ορθώνεται μπρος του και υποτάσσεται με ανακουφιστική προθυμία σε όλα τα αξιώματα της επιστήμης και της κοινωνίας. Αυτοί που ανήκουν στη κατηγορία των πρακτικών ανθρώπων δύνανται να δρουν, καθώς όντας μετριότητες, παίρνουν τις πλησιέστερες αιτίες σαν αιτίες πρωτογενείς, και πείθονται ευκολότερα και γρηγορότερα βρίσκοντας κάποια βάση ακλόνητη για τη δράση τους. Ο άνθρωπος του υπογείου πάλι, σύνθετος και πολυεπίπεδος, μοιάζει αιώνια καταδικασμένος στην τύχη όλων των έξυπνων ανθρώπων, τη φλυαρία. Ο ήρωας μας απορρίπτει τις ρασιοναλιστικές θεωρίες της εποχής, κόντρα στον ακραιφνή ορθολογισμό που θα οδηγούσε σε μια ολότελα λογικά δομημένη, μα και ολότελα πληκτική κοινωνία, και προτάσσει την ανάγκη διαμόρφωσης της ελεύθερης βούλησης.
Ο ανώνυμος άνθρωπος του υπογείου προσπαθεί με την πρώτη πρόταση να αυτοπροσδιοριστεί.
«Είμαι άρρωστος…. Είμαι κακός. Δεν είμαι καθόλου ευχάριστος».
Για να μας πει παρακάτω:
«Όχι μόνο δεν μπόρεσα να γίνω κακός, μα δεν μπόρεσα να γίνω τίποτε. Ούτε κακός, ούτε τιποτένιος, ούτε τίμιος, ούτε ήρωας ή ένα τόσο δα ζωύφιο. Τώρα περνώ τα τελευταία χρόνια της ζωής μου εξοργισμένος απ’ τη σαρκαστική και τιποτένια αυτή παρηγοριά, πως ένας έξυπνος άνθρωπος δεν κατορθώνει ποτέ να πετύχει στον προορισμό του, μόνο ένας ηλίθιος το καταφέρνει.»
Από το πρώτο κεφάλαιο, λοιπόν, καταλαβαίνουμε την εσωτερική σύγκρουση του ήρωα και την ανάγκη του να μιλήσει για τον εαυτό του.
«Θα μιλήσω λοιπόν για μένα.»
Είναι σαράντα χρονών, πρώην δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος μετά από μια κληρονομιά παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στο υπόγειό του, ζώντας είκοσι χρόνια απομονωμένος με τον υπηρέτη του, τον μοναδικό άνθρωπο που δέχεται δίπλα του παρ’ όλο που τον μισεί. Ξεκινά λοιπόν ένας μονόλογος-εξομολόγηση ή ένας διάλογος με τον αναγνώστη, ο οποίος προφανώς δίνει τροφή για πολλή σκέψη και γεννά πολλά φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα. Ο λόγος του είναι μια κραυγή απόγνωσης και πολύχρονης μοναξιάς. Επιτίθεται με δριμύτητα σε όλα τα πνευματικά ρεύματα και τις κοινωνικές θεωρίες της εποχής του, της Ρωσίας και της Ευρώπης. Η σκέψη του βροντάει σαν την ανυπόφορη σπάθα του αξιωματικού, ασυγκράτητη, αληθινή. Αμφισβητεί, μετανιώνει, αυτοτιμωρείται.
Διαχωρίζει τον πρακτικό άνθρωπο από τον σκεπτόμενο άνθρωπο. Τους θέτει απέναντι στην προσβολή, στον εξευτελισμό, στην εκδίκηση. Ο πρακτικός άνθρωπος σταματά μπροστά στον τοίχο που θέτουν οι φυσικοί νόμοι, οι επιστήμες και τα μαθηματικά. Δέχεται απόλυτα το αξίωμα του «δύο και δύο κάνουν τέσσερα». Ο διανοούμενος, όμως, με την υπερτροφική του συνείδηση βλέπει τον τοίχο σαν πρόκληση, σαν πρόφαση ν’ αλλάξει δρόμο, αμφιβάλλει και βυθίζεται σαν τον ποντικό σε μία λάσπη από άλυτα ερωτήματα. Θέτει ξεκάθαρα λοιπόν τον εαυτό του απέναντι στην ορθολογική σκέψη.
«Θεέ μου τι μ’ ενδιαφέρουν εμένα οι νόμοι της φύσης και της αριθμητικής όταν οι νόμοι αυτοί μπορεί να μην μου αρέσουν. Δεν θα σπάσω φυσικά τον τοίχο με το κεφάλι μου αν δεν έχω τη δύναμη που χρειάζεται, μα δε θα υποκύψω μόνο και μόνο επειδή έχω μπροστά μου ένα πέτρινο τοίχο και δεν έχω τη δύναμη που χρειάζεται για να τον σπάσω.»
Στη συνέχεια κατηγορεί τον μορφωμένο άνθρωπο της εποχής του για υποκρισία και θέτει το θέμα της αυτογνωσίας και του αυτοσεβασμού.
«Μπορεί ένας άνθρωπος να σέβεται τον εαυτό του έχοντας συνείδηση του ξεπεσμού του;»
Τολμά να μιλήσει για τις ανθρώπινες αδυναμίες, τα πάθη, τα λάθη, την μετάνοια, την πλήξη για να καταλήξει στο αιώνιο ερώτημα. Τι είναι καλό και ωφέλιμο για τον άνθρωπο; Είναι ο κατάλογος που έχουν καταρτίσει όλοι οι στατιστικολόγοι, οι σοφοί και οι φιλάνθρωποι δηλαδή η ευμάρεια, ο πλούτος, η ελευθερία, η ανάπαυση; Εξημερώνει ο πολιτισμός τον άνθρωπο ή τον κάνει περισσότερο αιμοχαρή, αφού οι περισσότεροι αιμοχαρείς άνθρωποι ήταν πολύ πολιτισμένοι; Μπορεί ο ορθολογισμός και η επιστήμη να λύσουν όλα τα ζητήματα ώστε ο κόσμος να γίνει παράδεισος; Χαρακτηρίζει τον άνθρωπο σαν ον δίποδο, αχάριστο, ανήθικο και παράλογο, παραθέτοντας μεταξύ άλλων παραδειγμάτων από την ιστορία και την Κλεοπάτρα, η οποία αισθανόταν ευχαρίστηση να μπήγει χρυσές βελόνες στα στήθη των σκλάβων της γυναικών. Καταλήγει λοιπόν ότι:
«Ο άνθρωπος μόνο ένα πράγμα έχει ανάγκη. Να είναι η θέλησή του εντελώς ανεξάρτητη, όσο κι αν του στοιχίζει αυτή του η ανεξαρτησία, όσες κι αν είναι οι κακές συνέπειες που συνεπάγονται.»
Συνεχίζει τονίζοντας τη σπουδαιότητα της βούλησης στον άνθρωπο σε σχέση με τη λογική, υποστηρίζοντας ότι η θέληση είναι όλη η εκδήλωση της ζωής, δρα συνολικά με όσες δυνάμεις έχει μέσα της και συνειδητά ή ασυνείδητα ζει ακόμη κι όταν ξεγελιέται.
«Συμφωνώ, δύο και δύο κάνουν τέσσερα, είναι θαυμάσιο πράγμα, ε λοιπόν και τα δύο και δύο κάνουν πέντε, είναι καμιά φορά πιο χαριτωμένο.»
Αναφέρεται, επίσης, στη χρησιμότητα του πόνου στον άνθρωπο σαν αιτία συνείδησης. Δεν παραλείπει ωστόσο να επιτεθεί στο πολιτικό καθεστώς της Ρωσίας, το οποίο παρομοιάζει με κρυστάλλινο παλάτι και αναρωτιέται με καυστική ειρωνεία αν ο άνθρωπος που ζει σ’ αυτό θα ήταν προτιμότερο να ξαναγυρίσει στις βελόνες.
«Προσέξτε τώρα: στη θέση του παλατιού, ας υποθέσουμε πως βρίσκεται ένα κοτέτσι, και αρχίζει να βρέχει είναι πολύ πιθανό να μπω μέσα στο κοτέτσι για να μη βραχώ μα δε θα πάρω ποτέ το κοτέτσι για παλάτι από ευγνωμοσύνη, επειδή με προστάτεψε από τη βροχή. Γελάτε. Λέτε μάλιστα πως σε μια τέτοια περίσταση, κοτέτσι και παλάτι είναι το ίδιο. Ναι, θα απαντήσω, αν ζει κανείς μόνο για να μη βρέχεται…. Έπειτα, ξέρετε, είμαι βέβαιος ότι εμείς που κατοικούμε στα υπόγεια, είναι ανάγκη να μας κρατούν σαν μαντρόσκυλα, καλά δεμένους. Γιατί μολονότι είμαστε ικανοί να μείνουμε σαράντα χρόνια στην τρύπα μας χωρίς να πούμε λέξη, ωστόσο όταν βγαίνουμε στο φως της μέρας, μιλάμε ακατάπαυστα.»
Η νεανική του εκδοχή , στο δεύτερο μέρος, αποτελεί μια παρωδία του κλασσικού μοτίβου του ρομαντικού ήρωα που απαντάται στα ρώσικα μυθιστορήματα, είναι εύθικτος, μορφωμένος, δειλός, εμπνεόμενος από υψηλές ιδέες και ιδανικά, οι δε χαρακτήρες με τους οποίους αλληλεπιδρά απεικονίζουν τη παθογένεια και την υποκρισία της σύγχρονής του Ρώσικης κοινωνίας. Ο συγγραφέας κοιτά βαθιά μέσα στον ήρωα του, μια γκροτέσκα εκδοχή του εαυτού του και των λογοτεχνικών ηρώων του, τον αποδομεί και καρατομεί με τον πιο λεπτό τρόπο την πνευματική και ηθική του ακεραιότητα, τη μισάνθρωπη στάση του απέναντι στην κοινωνία.
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του ήρωά του, μέσα από την απολύτως ειλικρινή εξιστόρηση κάποιων γεγονότων της ζωής του και χωρίς να φοβάται την αλήθεια, ψυχογραφεί σε βάθος την ανθρώπινη φύση.
«Στις αναμνήσεις κάθε ανθρώπου υπάρχουν πράγματα που δεν τα εμπιστεύεται σ’ όλο τον κόσμο, αλλά μόνο στους φίλους του. Υπάρχουν άλλα που δεν τα εμπιστεύεται στους φίλους του, τα λέει μοναχά στον εαυτό του, κι αυτό στα κρυφά. Και τέλος, υπάρχουν κι εκείνα που ο άνθρωπος φοβάται να τα ομολογήσει και στον ίδιο του τον εαυτό.»
Στις ιστορίες που μας εμπιστεύεται ο ήρωας μας είναι νέος 24 ετών, υπάλληλος στο υπουργείο, αλλά η ζωή του είναι θλιβερή, μοναχική σαν του άγριου ζώου. Οι χαρακτήρες που αλληλεπιδρά καθρεπτίζουν την Ρώσικη κοινωνία με όλη της την υποκρισία και την παθογένεια. Είναι έξυπνος, μορφωμένος με υψηλές αξίες και ιδανικά, αλλά δειλός, εσωστρεφής και χαμηλώνει πάντα τα μάτια μπροστά σε κάθε άνθρωπο που γνωρίζει. Έχει έναν υπέρμετρο εγωισμό που τον κάνει να νοιώθει ότι δεν μοιάζει με κανέναν.
«Εγώ είμαι ο ένας, κι αυτοί είναι η ολότητα.»
Ωστόσο υποτιμά τον εαυτό του, επειδή η συμπεριφορά του δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του, με αποτέλεσμα να βιώνει μια συνεχή εσωτερική σύγκρουση. Σιχαίνεται λοιπόν και περιφρονεί όλους τους συναδέλφους του και τους ανθρώπους της εποχής του, θεωρώντας τους σαχλούς, επιδειξιομανείς, ανόητους, αρνιά από το ίδιο κοπάδι. Μοναδικό του καταφύγιο το διάβασμα. Πνίγει με ξένες εντυπώσεις ό,τι βράζει μέσα του. Η πλήξη όμως και τα δυνατά του πάθη τον οδηγούν στην κραιπάλη.
Μια νύχτα, περνώντας έξω από μία ταβέρνα, είδε έναν καυγά και έναν άντρα να τον πετούν απ’ το παράθυρο. Ζήλεψε και μπήκε μέσα για να ζήσει το ίδιο. Δεν τόλμησε όμως να προκαλέσει κανέναν και το χειρότερο ήταν πως ένας αξιωματικός, ο οποίος προφανώς συμβολίζει τη Ρώσικη αριστοκρατία, τον περιφρόνησε σαν να ήταν κουνούπι. Ο εξευτελισμός που ένοιωσε γέμισε την ψυχή του μίσος και θυμό. Έμαθε τα πάντα γι’ αυτόν και προσπάθησε να βρει το ηθικό θάρρος που του έλειπε, για να τον αντιμετωπίσει. Για χρόνια έβλεπε τον αξιωματικό στο δρόμο.
«Έκανε τόπο να περάσουν οι στρατηγοί και οι επίσημοι, και γλιστρούσε κι αυτός σαν χέλι ανάμεσά τους μα όταν επρόκειτο γι’ ανθρώπους σαν κι εμένα ή κατά τι καλύτερους, κυριολεκτικά μας κουρέλιαζε: ερχόταν γραμμή καταπάνω μας, σαν να’ χε το κενό μπροστά του, και για κανένα λόγο δεν υποχωρούσε ούτε μία σπιθαμή. Μεθούσα απ’ την κακία μου κοιτάζοντάς τον, και… λυσσώντας, παραμέριζα μπροστά του.»
Υπέφερε και έβαλε σκοπό να εξισωθεί μαζί του, να μην ξαναϋποχωρίσει πρώτος. Δανείστηκε χρήματα για να βελτιώσει την εμφάνισή του, και αποφασισμένος βγήκε στο δρόμο. Το μόνο που κατάφερε ωστόσο ήταν να βρεθεί κάτω από τα πόδια του αξιωματικού, εξευτελισμένος όσο ποτέ. Ως εκ θαύματος, την επομένη νύχτα, που είχε αποφασίσει να παραιτηθεί από τον σκοπό του, σκόνταψε πάνω του ώμο με ώμο και δεν υποχώρησε ούτε σπιθαμή. Έσωσε την αξιοπρέπειά του δείχνοντας μπροστά σ’ όλο τον κόσμο την κοινωνική του ισότητα. Μετά την κραιπάλη βρισκόταν ολότελα στον πάτο. Ένοιωθε αηδία, μεταμέλεια και ξεκινούσε μια οδυνηρή εσωτερική ανάλυση. Έπειτα κατέφευγε στα όνειρα. Ονειρευόταν το «ωραίο και υψηλό», τον κόσμο όπως ήθελε να είναι, γινόταν ήρωας, βρισκόταν πιο ψηλά απ’ όλους. «Όλοι είναι σκουπίδια μπροστά μου και είναι υποχρεωμένοι να αναγνωρίζουν, θέλοντας και μη, την τελειότητά μου και τότε συγχωρώ όλο τον κόσμο.»
Μέσα σ’ αυτήν την απόλυτη ευτυχία, γέμιζε πίστη και ελπίδα. Η ψυχή του πλημμύριζε από αγάπη και ένοιωθε την ανάγκη να σφίξει στην αγκαλιά του ολόκληρη την ανθρωπότητα. Του αρκούσε μόνο εκείνη τη στιγμή, να είχε δίπλα του έστω και έναν άνθρωπο. Έτσι αποφάσιζε να επισκεφτεί τους μοναδικούς δύο γνωστούς του. Τον προϊστάμενό του και έναν παλιό συμμαθητή του, τον Σιμόνοφ, γεγονός ωστόσο που τον προσγείωνε δυσάρεστα στην πραγματικότητα, με τις ανόητες και πληκτικές συζητήσεις τους.
Σε μία επίσκεψη στον Σιμόνοφ, όπου περισσότερο τον έσπρωξε η μοναξιά, συνάντησε άλλους δύο παλιούς συμμαθητές του, οι οποίοι τον υποτιμούσαν για την κοινωνική του ασημαντότητα. Συζητούσαν για ένα αποχαιρετιστήριο γεύμα που ήθελαν να προσφέρουν την επομένη, προς τιμήν του Ζβερκόφ, ενός αξιωματικού παλιού συμμαθητή τους. Χωρίς να το πολυσκεφτεί ο ήρωάς μας, αυτοπροσκλήθηκε για να τους εκμηδενίσει, αφού εκτός από την αντιπάθεια που έτρεφε για τους παρόντες, τον συνέδεε με τον Ζβερκόφ μια παλιά διαμάχη και τον θεωρούσε υποκριτή και αχρείο. Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας, μέσα από μια εφιαλτική νύχτα του ήρωά του, μας γνωστοποιεί την παιδική και εφηβική του ηλικία, αποδομώντας συγχρόνως το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής του και αγγίζοντας τα μύχια της πληγωμένης ψυχής του.
«Όλη τη νύχτα οι αναμνήσεις της ζωής της φυλακής που έκανα στο σχολείο, μου βάραιναν το μυαλό και δεν μπορούσα να τις διώξω. Μακρινοί συγγενείς από τους οποίους εξαρτιόμουν και δεν ήξερα τι απόγιναν από τότε, με είχαν χώσει σ’ αυτό το σχολείο – ορφανό, αποβλακωμένο από τα μαλώματά τους, σκεφτικό, σ’ αυτήν την ηλικία, σιωπηλό με άγριο βλέμμα. Οι συμμαθητές μου με υποδέχθηκαν με σαρκασμούς μοχθηρούς και ανελέητους, γιατί δεν έμοιαζα με κανέναν τους. Μα δεν μπορούσα να υποφέρω τις κοροϊδίες. Τους σιχάθηκα αμέσως και κλείστηκα στον εαυτό μου, μέσα στη σκοτεινή μου περηφάνια, πονεμένος και φοβισμένος. Η προστυχιά τους με αναστάτωνε. Κορόιδευαν αναιδέστατα το πρόσωπό μου, την αδέξια στάση μου. Και όμως, πόσο βλακώδη ήταν τα δικά τους μούτρα! Στο σχολείο η έκφραση των προσώπων μας γινόταν ολότελα κουτή, άλλαζε. Πόσο ωραία παιδιά μπαίνανε σ’ αυτό! Και μέσα σε λίγα χρόνια λυπόσουν να τα βλέπεις… Ήταν διεφθαρμένα ως το κόκκαλο. Και χωρίς άλλο, η διαφθορά τους προερχόταν από την αδιαντροπιά των μεγάλων… Για να αποφύγω τις κοροϊδίες τους, άρχιζα να εργάζομαι όσο μπορούσα περισσότερο, διάβαζα βιβλία που εκείνοι δεν μπορούσαν να διαβάσουν… Με τα χρόνια ένοιωσα μέσα μου την ανάγκη ενός φίλου, μα η ψυχή μου ήταν πια δεσποτική… Η πρώτη μου δουλειά όταν τελείωσα το σχολείο, ήταν να εγκαταλείψω την ειδική αυτή τέχνη για την οποία προετοιμαζόμουν, να σπάσω όλους τους δεσμούς, να καταραστώ το παρελθόν και να ρίξω στάχτη πάνω τους… Να πάρει ο διάβολος! Ύστερα απ’ όλα αυτά, πως μου κάπνισε να πάω να βρω τον Σιμόνοφ!»
Παρ’ όλα αυτά πήγε στο γεύμα, το οποίο αποδείχθηκε ανυπόφορο και εξευτελιστικό. Εκτός του ότι περίμενε μία ώρα, αφού είχαν αλλάξει το ραντεβού και δεν τον ειδοποίησαν, κατά τη διάρκεια της βραδιάς, τον περιφρονούσαν για την κοινωνική και οικονομική του θέση και αγνοούσαν την παρουσία του παρ’ όλες τις προσπάθειες που έκανε για να τον προσέξουν. Μέθυσε, ταπεινώθηκε και γεμάτος θυμό, μετά από μια εσωτερική πάλη της λογικής με το συναίσθημα, αποφάσισε να πάει να τους βρει στον οίκο ανοχής που συνέχισαν τη βραδιά τους. Καμία ανθρώπινη δύναμη δεν μπορούσε να τον εμποδίσει. Δυστυχώς όμως η παρέα του είχε φύγει. Η αγωνία και ο θυμός που έβραζε μέσα του γύρευαν διέξοδο.
Την βρήκε στο πρόσωπο της Λίζας, μιας νεαρής πόρνης που γνώρισε εκεί. Ξέσπασε πάνω της όλη τη συναισθηματική του ένταση, παρουσιάζοντας με τον πιο ωμό και σκληρό τρόπο την κατάστασή της. Τη φθορά και την σαπίλα που την περιέβαλαν, ακόμα και τον μελλοντικό εξευτελιστικό θάνατο της. Στην πορεία της συζήτησης ωστόσο, και μέσα απ’ τα λόγια του, έβλεπε να έρχεται ένας σκοπός. Να παροτρύνει αυτή τη γυναίκα ν’ αλλάξει ζωή, να τη σώσει απ’ την σκλαβιά της. Της μίλησε με τρυφερότητα για την αληθινή αγάπη, για τον ευτυχισμένο γάμο, την ομορφιά της ζωής, που εκείνη δεν θα ζήσει ποτέ αν παραμείνει πόρνη. Η δύναμη των λόγων του λύγισε τη Λίζα. Της έδωσε τη διεύθυνσή του και την άφησε βυθισμένη στη ντροπή και την απελπισία. Την επόμενη μέρα, μετάνιωσε για την συμπεριφορά του και τον κυρίεψε ο φόβος της επίσκεψης της Λίζας στο σπίτι του. Της παρουσιάστηκε σαν ήρωας και τον αναστάτωνε η σκέψη ότι θα έβλεπε τη φτώχεια του, την πραγματική κατάστασή του και το ζώο τον υπηρέτη του. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε την ιδιόρρυθμη και εξαρτημένη σχέση που έχει με τον υπηρέτη του, έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, τον οποίο μισεί και σιχαίνεται, αλλά η ύπαρξή του είναι χημικά ενωμένη με τη δική του. Ο φόβος του έγινε πραγματικότητα, αφού η Λίζα τον επισκέφτηκε ξαφνικά, σε μια δύσκολη στιγμή που καυγάδιζε μαζί του. Με την κουρελιασμένη του ρόμπα, ρεζιλεμένος και εκμηδενισμένος μπροστά της, σε μια νευρική κρίση αλήθειας, της εξομολογήθηκε τα γεγονότα όπως συνέβησαν. Της έδειξε τον πραγματικό του εαυτό, κι εκείνη αντί να φύγει, ένοιωσε τη δυστυχία του και τον παρηγόρησε. Οι ρόλοι ξαφνικά άλλαξαν, εκείνη ήταν η ηρωίδα και αυτός ο ταπεινωμένος. Το αίσθημα της κυριαρχίας και της εκδίκησης, τον έσπρωξαν να την κάνει δική του και να της βάλει μετά στη χούφτα το χαρτονόμισμα.
«Για μένα αγάπη θα πει να τυραννάς και να κυριαρχείς στην ψυχή του άλλου… Γιατί η προσβολή είναι ένας εξαγνισμός, είναι ο πιο οδυνηρός και ο πιο καυτερός πόνος για να γνωρίσει κανείς την πραγματικότητα.»
Όταν ωστόσο αργότερα είδε το χαρτονόμισμα στο τραπέζι, έτρεξε να την προλάβει αλλά μάταια. Σεβόταν τόσο λίγο τους ανθρώπους, που δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα φερόταν έτσι. Γύρισε στο δωμάτιό του μισοπεθαμένος από τον ηθικό πόνο.
«Γιατί όλοι έχουμε ξεσυνηθίσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή, που σε μερικές στιγμές αισθανόμαστε κάποια αηδία για την πραγματική ζωή και για τούτο την αποστρεφόμαστε όταν μας την θυμίζουν. Καταντήσαμε να θεωρούμε «την πραγματική ζωή» σαν αγγαρεία, σχεδόν σαν επάγγελμα, και όλοι μέσα μας είμαστε της γνώμης ότι είναι προτιμότερο να ζει κανείς τη ζωή των βιβλίων… Βαριόμαστε ακόμη και που είμαστε άνθρωποι, άνθρωποι με σάρκα και οστά αληθινά, ντρεπόμαστε γι αυτό και το θεωρούμε ατιμία μας. Γυρεύουμε να γίνουμε ένας τύπος γενικού ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ. Είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε και χρόνια μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί, μια κατάσταση που μας ευχαριστεί όλο και πιο πολύ. Σε λίγο, θα επινοήσουμε κάποιο τρόπο να γεννιόμαστε από μια ιδέα. Μα δε θέλω πια να γράψω μέσα στο «υπόγειο»…»
Πηγές: http://logoteckyklos.blogspot.com/2018/02/blog-post_28.html
https://frapress.gr/2015/10/mia-gnorimia-ipogio-tou-ntostogiefski/