Σήμερα είναι μια ημέρα που γιορτάζουμε τον μπαμπάδες μας! Ετοιμάσαμε, με αυτήν την αφορμή μια λίστα με τα πιο αγαπημένα μας βιβλία που μέσα στις σελίδες τους αφηγούνται την σχέση τους με τα παιδιά τους, που σκιαγραφούν τις φιγούρες τους, άλλοτε με βλέμμα θαυμασμού και άλλοτε με επικριτικό. Σε αυτά θα βρείτε μερικά που μας ταξιδεύουν στο παρελθόν, άλλα στο μέλλον, μερικά που μιλούν για το χάσμα γενεών και άλλα για την διαχρονικότητα και την ζεστασιά της πατρικής αγάπης. Ημερολόγια, πεζογραφήματα, βιογραφίες, μυθιστορήματα, όλα για μα ημέρα ξεχωριστή για τους ξεχωριστούς μας αυτούς ανθρώπους!
Continue reading “10 Βιβλία για την Γιορτή του Πατέρα”Ετικέτα: Χάρπερ Λι
“Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια” της Harper Lee
Όταν η Harper Lee, χάρισε στην ανθρωπότητα το “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια” ενδεχομένως να μπορούσε να νιώσει αυτό που αισθάνονται οι εκατομμύρια αναγνώστες της. Ένα μανιφέστο ανθρωπιάς και συμπόνιας, υψώθηκε απέναντι στο μίσος και στο ρατσισμό! Ένα βιβλίο, που από το 1960 μπορεί να υπερηφανεύεται ότι άλλαξε λίγο έως πολύ τον κόσμο.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Η Nelle Harper Lee γεννήθηκε στις 28 Απριλίου του 1926 στο Μονρόεβιλ της Αλαμπάμα, μια πόλη που χάρισε στον κόσμο δύο φημισμένους συγγραφείς από την ίδια γενιά. Η Harper Lee ήταν συμμαθήτρια στο δημοτικό με τον Τρούμαν Καπότε, η φιλία της με τον οποίο διατηρήθηκε για πολλά χρόνια (σύμφωνα με ομολογία της συγγραφέως, ο χαρακτήρας του Ντιλ βασίστηκε σ’ αυτόν, ενώ το 1966 ο Καπότε αφιέρωσε σ’ εκείνη το Εν Ψυχρώ). Η μικρότερη από τέσσερα αδέρφια, με πατέρα δικηγόρο –όπως και ο Άτικους Φιντς–, φοίτησε στο κολέγιο Χάντινγκτον, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα και πέρασε ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1950 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη όπου, αφού εργάστηκε για λίγο σε μια αεροπορική εταιρεία, αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή. Μετακόμισε σ’ ένα διαμέρισμα που δεν είχε καν ζεστό νερό, κι άρχισε να γράφει το Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια. Το 1957 υπέβαλε το χειρόγραφο στον εκδοτικό οίκο Λίπινκοτ, απ’ όπου της απάντησαν ότι το μυθιστόρημά της έμοιαζε με μια σειρά χαλαρά συνδεδεμένων διηγημάτων. Πέρασε τα δυόμισι επόμενα χρόνια ξαναγράφοντας το βιβλίο, το οποίο, όταν εκδόθηκε τελικά το 1960, απέσπασε εξαιρετικές κριτικές, κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ και χιλιάδες ενθουσιώδεις αναγνώστες. Σήμερα έχει πλέον μεταφραστεί σχεδόν σε κάθε γλώσσα στη γη, και οι πωλήσεις του ξεπερνούν τα τριάντα εκατομμύρια αντίτυπα. Η ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Ρόμπερτ Μάλιγκαν, το 1962, κέρδισε τρία Όσκαρ, α’ ανδρικού ρόλου για τον Γκρέγκορι Πεκ, σεναρίου για τον Χόρτον Φουτ και καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Ζει μακριά από τη δημοσιότητα, μοιράζοντας το χρόνο της ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και το Μονρόεβιλ, και δεν έχει δεχτεί ποτέ να δώσει συνέντευξη.
Και 55 χρόνια μετά έρχεται η συνέχεια. Το «Βάλε ένα φύκαλα», όπου η Σκάουτ πλέον ενήλικη γυρίζει πίσω για να βοηθήσει τον πατέρα της.
Τα βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις BELL.
“ΟΤΑΝ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΤΑ ΚΟΤΣΥΦΙΑ”
Το “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια” είναι ένα κλασσικό βιβλίο, που μάλιστα διδάσκεται στα σχολεία των Η.Π.Α. Είναι ένα βιβλίο-ορόσημο κατά του ρατσισμού, απαραίτητο για κάθε βιβλιοθήκη. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1960 ενώ η ιστορία τοποθετείται μέσα από τα παιδικά μάτια της Scout Finch και του αδερφού της Jem στη δεκαετία του ‘30, σε μια μικρή πόλη του αμερικανικού Νότου, στην Αλαμπάμα. Ο χήρος πατέρας των δύο παιδιών και δικηγόρος Atticus, προσπαθεί κάθε μέρα να μείνει συνεπής απέναντι στις αξίες του, να μεγαλώσει δύο παιδιά που θα σταθούν στο ύψος των αξιών και των ονείρων τους.
Ο Atticus, αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός μαύρου εργάτη, του Tom Robinson. Ο Tom, κατηγορείται για το βιασμό μιας λευκής γυναίκας, η οποία όπως αποδεικνύεται είχε αναγκαστεί να πει ψέματα από τον αλκοολικό πατέρας της. Παρά την αποκάλυψη αυτή, ο Tom καταδικάζεται. Η κοινωνία, δεν μπορεί να αντέξει το βάρος της λάθος κρίσης της. Ο μαύρος πρέπει να πεθάνει, γιατί δεν είναι λευκός!
Η πράξη αυτή του Atticus να τον υπερασπιστεί φέρνει πολλές αντιδράσεις στην πόλη, που βέβαια επηρεάζουν και τα παιδιά. Η Scout και ο Jem προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν χωρίς να χάσουν την πίστη τους στον πατέρα τους και στον κόσμο της δικαιοσύνης, που έχουν πλάσει στο μυαλό τους.
Τελικά ο μαύρος πεθαίνει, πηδώντας συρματοπλέγματα αναζητώντας τη δική του λευτεριά. Πεθαίνει διεκδικώντας έναν θάνατο ελεύθερο, προσπαθώντας να βρει η ματιά του ένα δικό του κομμάτι ουρανού. . .
Η Scout, με παιδική ειλικρίνεια αναρωτιέται:
“Και την άκουσα να λέει πως είναι καιρός να τους δώσει (στους νέγρους) κάποιος ένα καλό μάθημα, ότι έχουν παραπάρει τα μυαλά τους αέρα, και σε λιγάκι θ’ αρχίσουν να νομίζουν ότι μπορούν να μας παντρεύονται κιόλας. Τζέμ, πως γίνεται να μισούν τον Χίτλερ και από την άλλη να είναι τόσο κακοί με τους δικούς μας ανθρώπους;”
Ο δικηγόρος και πατέρας της αρνείται να αποχωρήσει από την υπεράσπιση αυτού του ανθρώπου κόντρα στις βολές που δέχεται αυτός αλλά και τα παιδιά του, που χλευάζονται από την μικρή κοινωνία. Έχει πάντα μια κρυστάλλινη απάντηση, στην πιο παράλογη ερώτηση, γιατί ακριβώς ξέρει ότι είναι δύσκολο τα συλλάβουν τα παιδιά την παράνοια των μεγάλων. Όταν πρέπει να εξηγήσει στη Scout, γιατί τον αποκαλούν “αραπάκια” λέει:
“Το “αραπάκιας” είναι μια από τις λέξεις που δε σημαίνουν τίποτα απολύτως- σαν το “μυξιάρης”. Το έβγαλαν κάποιοι αμόρφωτοι, ανάξιοι λόγου άνθρωποι για να θίγουν όποιον τους φαίνεται ότι βάζει τους μαύρους πάνω από τους λευκούς. […] Κοίτα, μωρό μου, ό,τι και να σου πει κάποιος για να σε πληγώσει, στην ουσία δε θίγει εσένα. Το μόνο που πετυχαίνει είναι να δείξει πόσο φτωχός είναι ο ίδιος μέσα του”.
Χαρακτηριστικά της μικρής κοινωνίας που περιγράφεται στο βιβλίο είναι η γενικότερη έλλειψη παιδείας, καθώς και τα έντονα αισθήματα προκατάληψης και ρατσισμού. Στο βιβλίο βλέπουμε τα στερεότυπα μιας κοινωνίας, που στα μάτια των παιδιών μοιάζουν δίχως κανένα νόημα. Αυτό του ρατσισμού είναι αδιανόητο για τη μικρή Σκάουτ:
«Όχι Τζεμ, εγώ πιστεύω ότι υπάρχει μόνο ένα είδος ανθρώπων: Άνθρωποι».
Επίσης, βλέπουμε το στερεότυπο της θέσης της γυναίκας. Σύμφωνα με τη θεία της, η Scout θα έπρεπε να αρχίσει να φοράει φορέματα και να σταματήσει να παίζει στην αυλή με τα αγόρια και να λερώνεται. Αυτό σίγουρα δεν της φαινόταν σωστό και δεν ήθελε να το κάνει με τίποτα.
Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται σε μια συμβουλή του Atticus προς τα παιδιά του:
Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις κοτσύφια. […] Τα κοτσύφια δε μας βλάπτουν σε τίποτα, κελαηδάνε μονάχα για να τ’ ακούμε εμείς και να χαιρόμαστε. Δε χαλάνε τους κήπους μας, δεν τρώνε τα σπαρτά μας, μόνο ομορφαίνουν τη ζωή μας με το τραγούδι τους χωρίς να ζητούν τίποτε. Γι’ αυτό είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια.
…όπου τα κοτσύφια είναι οι ήσυχοι άνθρωποι που δεν προκαλούν προβλήματα, όπως ο Τομ που άδικα κατηγορήθηκε για ένα έγκλημα που δεν έπραξε.
Η ιστορία εξελίσσεται με μια ευχάριστη ροή, ο λόγος είναι αρκετά απλός μέσα από τα μάτια ενός παιδιού και προκαλεί στον αναγνώστη μια κοινωνική ευαισθησία, καθώς θίγονται θέματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον ρατσισμό, το φυλετικό σεξισμό. Θέματα που είναι διαχρονικά, αν αναλογιστούμε την κατάσταση στις μέρες μας. Τα πράγματα σίγουρα έχουν αλλάξει από τότε. Ο διαχωρισμός μαύρων–λευκών έχει εξαλειφθεί –τουλάχιστον σε έναν βαθμό–, όμως σίγουρα ο ρατσισμός υπάρχει και τον βιώνουμε το ίδιο έντονα.
ΠΗΓΕΣ: http://provocateur.gr/out-about/13177/diaba-zoyme-otan-skotwnoyn-ta-kotsyfia-ths-harper-lee , https://www.thinkdrops.gr/2017/01/02/otan-skotonoun-ta-kotsyfia-harper-lee/